πολαβὼν
δὲ Ἰὼβ λέγει· |
Ἰὼβ
ἔλαβε τὸν λόγον καὶ εἶπε·
|
αβὼν
δὲ τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ λέγει:
|
2
καὶ δὴ οἶδα ὅτι ἐκ χειρός
μου ἡ ἔλεγξίς ἐστι, καὶ ἡ
χεὶρ αὐτοῦ βαρεῖα γέγονεν ἐπ'
ἐμῷ στεναγμῷ. |
2
<λοιπὸν γνωρίζω καλὰ τὸ φρόνημά
σας ἐπὶ τοῦ προκειμένου. Νομίζετε,
δηλαδή, ὅτι ἀσεβῶς κατὰ τοῦ
Θεοῦ ἀπευθύνω ἐλέγχον μὲ
ὑψωμένον τὸ χέρι μου εἰς ἔνδειξιν
διαμαρτυρίας καὶ δι' αὐτὸ βαρεῖα
ἡ χεὶρ τοῦ Θεοῦ ἔχει πέσει
ἐπάνω μου ἕνεκα τοῦ στεναγμοῦ
καὶ τῶν παραπόνων μου.
|
2
<Καὶ τώρα ἀκόμη, ὕστερα ἀπὸ
τὰ ὅσα εἴπατε, γνωρίζω, ὅτι κατὰ
τὴν γνώμην σας ἀπὸ τὴν χεῖρα
μου, ὑψωμένην ἀσεβῶς κατὰ τοῦ
Θεοῦ, ἐκπέμπεται ὁ ἔλεγχος καὶ
τὸ παραπόνον μου, καὶ δι’ αὐτὸ ἡ
χείρ Του ἔχει γίνει βαρεῖα ἐξ αἰτίας
τοῦ στεναγμοῦ μου καὶ τῶν παραπόνων
μου. |
3
Τίς δ' ἄρα γνοίη ὅτι εὕροιμι
αὐτὸν καὶ ἔλθοιμι εἰς τέλος;
|
3
Ποιὸς ὅμως γνωρίζει, ἂν θὰ μπορέσω
νὰ συναντήσω τὸν Κύριον καὶ
ἂν ἡ πορεία μου πρὸς αὐτὸν
θὰ κατευοδωθῇ εἰς τὸ τέλος.
|
3
Ποῖος δὲ θὰ ἐγνώριζεν, ὅτι θὰ
εὕρισκα αὐτὸν καὶ θὰ ἠρχόμην
εἰς τὸ τέλος τοῦ δρόμου, ποὺ θὰ
μὲ ἔφερεν ἐνώπιόν Του;
|
4
Εἴποιμι δὲ ἐμαυτοῦ κρίμα, τὸ
δὲ στόμα μου ἐμπλήσαι ἐλέγχων·
|
4
Ἐὰν τὸν εὕρισκα, θὰ ἐξέθετα
πρὸς αὐτὸν τὴν ὑπόθεσίν
μου. Τὸ δὲ στόμα μου θὰ ἐγέμιζεν
ἀπὸ λόγους, ποὺ θὰ ἀπεδείκνυαν
τὴν ἀθωότητά μου.
|
4
Τότε θὰ ἔλεγα εἰς Αὐτὸν τὴν
ὑπόθεσίν μου, διὰ νὰ τὴν κρίνῃ
Αὐτὸς καὶ βγάλῃ Αὐτὸς
τὴν δικαίαν ἀπόφασιν, τὸ δὲ στόμα
μου θὰ ἐγέμιζεν ἀπὸ παράπονα
καὶ λόγους ἀποδεικνύοντας τὴν ἀθωότητά
μου. |
5
γνοίην δὲ ἰάματα, ἅ μοὶ
ἐρεῖ, αἰσθοίμην δὲ τίνα
μοι ἀπαγγελεῖ. |
5
Θὰ ἐγνώριζα δὲ καὶ θὰ
ἐδεχόμην τὴν θεραπείαν, τὴν
ὁποίαν ἐκεῖνος θὰ μοῦ
ἔλεγε. Θὰ αἰσθανόμουν δὲ καὶ
θὰ ἐννοοῦσα καλῶς ἐκεῖνα,
ποὺ θὰ μοῦ ἔλεγεν ὁ Κύριος.
|
5
Θὰ ἐγνώριζα δὲ λόγους θεραπευτικοὺς
τῆς ψυχῆς μου, τοὺς ὁποίους θὰ
μοῦ ἔλεγε, θὰ ᾐσθανόμην δὲ καὶ
θὰ κατενόουν τί θὰ μοῦ εἴπῃ.
|
6
Καὶ ἐν πολλῇ ἰσχύϊ ἐπελεύσεταί
μοι, εἶτα ἐν ἀπειλῇ μοι οὐ χρήσεται·
|
6
Θὰ ἐμφανισθῇ εἰς ἐμὲ ὡς
Θεὸς μὲ ἄπειρον δύναμιν. Δὲν
θὰ κάμῃ ὅμως χρῆσιν τῆς
ἀπειλῆς ἐναντίον μου, διὰ νὰ
μὲ ἀφήσῃ ἔτσι νὰ ὁμιλήσω
ἐλεύθερα.
|
6
Καὶ θὰ ἔλθῃ εἰς ἐμὲ
μὲ πολλὴν δύναμιν, ἔπειτα ὅμως δὲν
θὰ μὲ μεταχειρισθῇ μὲ ἀπειλήν.
|
7
ἀλήθεια γὰρ καὶ ἔλεγχος παρ'
αὐτοῦ, ἐξαγάγοι δὲ εἰς
τέλος τὸ κρίμα μου·
|
7
Διότι ἀπὸ αὐτὸν πηγάζει
καὶ προέρχεται ἡ ἀλήθεια καὶ
ὁ δίκαιος ἔλεγχος. Εἴθε δὲ αὐτὸς
ἐν τῇ δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ
του νὰ φέρῃ εἰς πέρας τὸ
δίκαιόν μου.
|
7
Διότι ἀπὸ Αὐτὸν ἐκπορεύεται
ἀλήθεια καὶ δίκαιος ἔλεγχος, εἴθε
δὲ κρίνων με κατὰ ἀλήθειαν καὶ δικαιοσύνην
νὰ φέρῃ εἰς θριαμβευτικὸν πέρας τὸ
κρινόμενον δίκαιόν μου. |
8
εἰς γὰρ πρῶτα πορεύσομαι καὶ
οὐκέτι εἰμί· τὰ δὲ
ἐπ' ἐσχάτοις τί οἶδα;
|
8
Ποῦ, λοιπόν, θὰ τὸν συναντήσω;
Θὰ πορευθῶ κατ' εὐθεῖαν ἐμπρός,
ἀλλ' ὅσον καὶ ἂν προχωρήσω,
δὲν θὰ εὑρεθῶ πλησίον του. Ἐὰν
πάλιν βαδίσω πρὸς τὰ ὀπίσω,
τί θὰ γνωρίζω δι' αὐτόν;
|
8
Ἀλλὰ ποὺ λοιπὸν θὰ συναντήσω
τὸν Θεόν; Διότι ἐὰν πορευθῶ πρὸς
τὰ ἐμπρὸς σπεύδων νὰ εἶμαι πρῶτος,
καὶ τότε δὲν εἶμαι πλέον πλησίον του· ἐὰν
δὲ μείνω μεταξὺ τῶν ἐσχάτων βαδίζων
πρὸς τὰ ὀπίσω, καὶ πάλιν τί
γνωρίζω περὶ αὐτοῦ; |
9
Ἀριστερὰ ποιήσαντος αὐτοῦ καὶ
οὐ κατέσχον· περιβαλεῖ δεξιά,
καὶ οὐκ ὄψεται. |
9
Ὅταν αὐτὸς ἔκαμε κάτι πρὸς
τὰ ἀριστερά, ἐγὼ δὲν τὸ
ἐπρόλαβα. Θὰ γυρίσῃ πρὸς
τὰ δεξιά, καὶ πάλιν δὲν θὰ
τὸν ἴδω. ῞Οπου καὶ ἂν στραφῶ,
ὅπου καὶ ἂν βαδίσω, δὲν θὰ
ἴδω τὸν Θεόν.
|
9
Ὅταν Αὐτὸς ἔκαμε κάτι ἀριστερά,
ἐγὼ δὲν τὸν ἐπρόλαβα, θὰ
γυρίσῃ δεξιά, καὶ πάλιν δὲν θὰ εἶναι
ὁρατός. |
10
Εἶδε γὰρ ἤδη ὁδόν μου, διέκρινε
δὲ με ὥσπερ τὸ χρυσίον. |
10
Ἐκεῖνος ὅμως εἶδε καὶ γνωρίζει
τὴν πορείαν τῆς ζωῆς μου καί
μὲ ἐκαθάρισεν, ὅπως τὸν χρυσὸν
καθαρίζει τὸ πῦρ τῆς καμίνου.
|
10
Ζητῶ νὰ μὲ κρίνῃ Αὐτός, διότι
εἶδεν Αὐτὸς καὶ γνωρίζει πλέον καλὰ
τὴν συμπεριφορὰν καὶ τὸν τρόπον τῆς
ζωῆς μου· μὲ διέκρινε δὲ διὰ
τοῦ πυρὸς τῶν δοκιμασιῶν, ὅπως
βγαίνει ἀπὸ τὸ χωνευτήριον ὁ καθαρὸς
χρυσός. |
11
Ἐξελεύσομαι δὲ ἐν ἐντάλμασιν
αὐτοῦ, ὁδοὺς γὰρ αὐτοῦ
ἐφύλαξα καὶ οὐ μὴ ἐκκλίνω
|
11
Θὰ ἐξέλθω πρὸς αὐτὸν βαδίζων
καὶ συμπεριφερόμενος σύμφωνα μὲ τὰς
ἐντολὰς καὶ τὰ προστάγματά
του. Διότι ἐγὼ καὶ εἰς τὸ
παρελθὸν ἐφύλαξα τὸν δρόμον
τῶν ἐντολῶν του. Ἀλλὰ καὶ
εἰς τὸ μέλλον δὲν θὰ παρεκκλίνω
ἀπὸ αὐτόν.
|
11
Θὰ ἐξέλθω δὲ βαδίζων καὶ συμπεριφερόμενος
σύμφωνα μὲ τὰς ἐντολάς του, διότι καὶ
κατὰ τὸ παρελθὸν ἐφύλαξα τοὺς
δρόμους τῶν προσταγμάτων του, ἀλλὰ καὶ
εἰς τὸ μέλλον δὲν θὰ παρεκκλίνω ἀπὸ
αὐτούς. |
12
ἀπὸ ἐνταλμάτων αὐτοῦ καὶ
οὐ μὴ παρέλθω, ἐν δὲ κόλπῳ
μου ἔκρυψα ρήματα αὐτοῦ. |
12
Δὲν θὰ ἀντιπαρέλθω μὲ ἀδιαφορίαν
τὰ προστάγματά του. Εἰς τὸ βάθος
δὲ τοῦ ἐσωτερικοῦ μου ἔκρυψα
ὡς πολύτιμον θησαυρὸν τοὺς λόγους
του. |
12
Δὲν θὰ περάσω μετ’ ἀδιαφορίας ἀπὸ
τὰς ἐντολάς του, τοὺς λόγους του δὲ
ἔκρυψα εἰς τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ
μου ὡς πολύτιμον θησαυρόν. |
13
Εἰ δὲ καὶ αὐτὸς ἔκρινεν
οὕτως, τίς ἐστιν ὁ ἀντειπὼν
αὐτῷ; Ὃ γὰρ αὐτὸς ἠθέλησε,
καὶ ἐποίησε. |
13
Ἐφ' ὅσον ὅμως αὐτὸς ἔκρινε
καλὸν νὰ ἐνεργήσῃ ἔτσι
πρὸς ἐμέ, ποιὸς ἠμπορεῖ
νὰ τοῦ ἀντείπῃ; Διότι
ἐκεῖνο ποὺ αὐτὸς ἠθέλησε,
αὐτὸ καὶ ἔπραξε.
|
13
Ἐὰν δὲ καὶ Αὐτὸς ἔκρινε
καὶ ἀπεφάσισεν οὕτως καὶ
οὐχὶ ὅπως θέλομεν ἡμεῖς, ποῖος
εἶναι, ὁ ὁποῖος θὰ ἔχῃ
τὴν τόλμην καὶ τὴν δύναμιν νὰ τοῦ
ἀντείπῃ; Κανείς. Διότι ὅ,τι Αὐτὸς
ἠθέλησε, συγχρόνως καὶ τὸ ἐποίησε.
|
14
Διὰ τοῦτο ἐπ' αὐτῷ ἐσπούδακα,
νουθετούμενος δὲ ἐφρόντισα αὐτοῦ.
|
14
Διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ μὲ πολλὴν
σπουδὴν καὶ ἐνδιαφέρον ἤκουσα
αὐτόν. Ὅταν δὲ μὲ τὸ θέλημά
του ἢ μὲ τὴν παιδαγωγίαν του μὲ
ἐνουθετοῦσε, ἐφρόντιζα νὰ πορεύωμαι
σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του.
|
14
Δι’ αὐτὸ καὶ ἐγὼ πολλὴν
σπουδὴν καὶ ἐνδιαφέρον καὶ φόβον ἔδειξα
εἰς Αὐτόν, ὅταν δὲ μὲ ἐνουθέτει,
εἴτε μὲ τὰς ἐντολάς του εἴτε
μὲ τὴν παιδαγωγίαν του, πολλὴν φροντίδα
ἐπέδειξα, διὰ νὰ συμμορφωθῶ πρὸς
Αὐτόν. |
15
Ἐπὶ τούτῳ ἀπὸ προσώπου
αὐτοῦ κατασπουδασθῶ· κατανοήσω
καὶ πτοηθήσομαι ἐξ αὐτοῦ.
|
15
Διὰ τοῦτο καὶ θὰ τρέμω ἐνώπιον
τῆς παρουσίας του. Καὶ ἐὰν τὸν
ἴδω καὶ τὸν κατανοήσω, θὰ καταληφθῶ
καὶ θὰ συγκλονισθῶ ἀπὸ φόβον
μεγάλον ἐξ αἰτίας του.
|
15
Δι’ αὐτὰ ὅλα, ὅταν ἀντικρύσω
τὴν παρουσίαν του, θὰ ἔμβω εἰς θόρυβον
καὶ φόβον μεγάλον θὰ τὸν ἀτενίσω καὶ
θὰ ἀποπειραθῶ νὰ τὸν παρατηρήσω,
ἀλλὰ θὰ καταληφθῶ ἀπὸ
φόβον μεγάλον ἐξ Αὐτοῦ. |
16
Κύριος δὲ ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν
μου, ὁ δὲ Παντοκράτωρ ἐσπούδασέ
με· |
16
Ὁ Κύριος παρέλυσε τὴν καρδίαν
μου μὲ τὴν παρουσίαν του. Ὁ Παντοκράτωρ
μὲ κατετρόμαξε μὲ τὸν αἰφνιδιασμόν
του. |
16
Ὁ Κύριος ὅμως κατέστησεν ἁπαλὴν καὶ
ἄνευ δυνάμεως τὴν καρδίαν μου· ὁ δὲ
Παντοκράτωρ μὲ ἐνέβαλεν εἰς σοβαρὰς
καὶ ἐμφόβους σκέψεις.
|
17
οὐ γὰρ ᾔδειν ὅτι ἐπελεύσεταί
μοι σκότος, πρὸ προσώπου δέ μου ἐκάλυψε
γνόφος. |
17
Διότι δὲν ἐγνώριζα, οὔτε μοῦ
ἐπέρασεν ἀπὸ τὸν νοῦν,
ὅτι θὰ ἐπέλθῃ ἐναντίον
μου τόσον σκοτάδι ὀδύνης καὶ
πόνου. Τώρα ὅμως μὲ ἔχει σκεπάσει
πυκνὸ καὶ ἀδιαπέραστο σκοτάδι.
|
17
Διότι, ἔχων ἤρεμον τὴν συνείδησίν μου, δὲν
ἐγνώριζα, ὅτι θὰ ἐπέλθῃ
εἰς ἐμὲ σκότος δυστυχίας· ἤδη
δὲ ἔπεσεν ὡς πυκνὸν κάλυμμα ἐμπρὸς
εἰς τὸ πρόσωπόν μου σύννεφον σκοτεινόν.
|