υνὶ
δὲ κατεγέλασάν μου
ἐλάχιστοι, νῦν νουθετοῦσί
με ἐν μέρει ὧν ἐξουδένουν
τοὺς πατέρας αὐτῶν, οὕς
οὐχ ἡγησάμην ἀξίους κυνῶν
τῶν ἐμῶν νομάδων.
|
ώρα
ὅμως μὲ περιγελοῦν καὶ οἱ νέοι
ἀκόμη, ἄνθρωποι χωρὶς κοινωνικὴν
ἀξίαν. Μὲ νουθετοῦν ἐν τινὶ
μέτρῳ ἐκεῖνοι, τοὺς πατέρας
τῶν ὁποίων ἐγὼ καταφρονοῦσα
καὶ δὲν τοὺς ἐθεωροῦσα ἀξίους
νὰ συγκρίνω οὔτε μὲ τοὺς κύνας
τῶν ποιμνίων μου.
|
ώρα
ὅμως, ποὺ δοκιμάζομαι, μὲ κατεξευτελίζουν
καὶ μὲ περιγελοῦν καὶ αὐτοὶ
οἱ πολὺ νέοι καὶ τὰ παιδιά, τώρα μὲ
νουθετοῦν ἐν μέρει καὶ θέσει συμβούλου αὐτοί,
τῶν ὁποίων τοὺς πατέρας ἐθεώρουν ἀξίους
διὰ τίποτε, τοὺς ὁποίους ἐλογάριαζα
ὅτι ἤξιζον ὅσον καὶ οἱ σκύλοι,
ποὺ ἐφύλατταν τὰ ποίμνια καὶ
τὰ κοπάδια μου. |
2
Καὶ γε ἰσχὺς χειρῶν αὐτῶν
ἱνατί μοι; Ἐπ' αὐτοὺς ἀπώλετο
συντέλεια. |
2
Καὶ πράγματι, εἰς τί θὰ μοῦ
ἦτο χρήσιμος ἡ δύναμις τῶν χειρῶν
των; Εἰς τίποτε. Διότι εἶχε χαθῆ
καὶ δὲν ὑπῆρχε πλέον εἰς
αὐτοὺς ἡ σύνεσις καὶ ἡ
δύναμις εἰς ἐπιτέλεσιν καὶ ὁλοκλήρωσιν
καλοῦ ἔργου.
|
2
Ἀληθῶς, ἡ δύναμις τῶν χειρῶν
των εἰς τὶ θὰ μοῦ ἦτο χρήσιμος;
Ἐχάθη κάτω ἀπὸ αὐτοὺς
ἡ παίδευσις καὶ ἡ σύνεσις; Καὶ ὅταν
λείπῃ ἡ κρίσις, τί ὠφελεῖ ἡ
ἀκυβέρνητος τῶν χειρῶν δύναμις;
|
3
Ἐν ἐνδείᾳ καὶ λιμῷ ἄγονος·
οἱ φεύγοντες ἄνυδρον ἐχθὲς συνοχὴν
καὶ ταλαιπωρίαν, |
3
Ξηροὶ καὶ ἄγονοι κατήντησαν, λόγῳ
τῆς πτωχείας καὶ τῆς πείνης
των. Αὐτοὶ ἔφυγαν πρὸς χώραν
πρὸ πολλοῦ καιροῦ ἄνυδρον καὶ
ξηρὰν καὶ συνήντησαν εἰς αὐτὴν
στενοχωρίαν καὶ ταλαιπωρίαν·
|
3
Λόγῳ τῆς πτωχείας καὶ τῆς πείνης κατέστησαν
σὰν τὴν γῆν τὴν ἄγονον, αὐτοὶ
ποὺ ἔφευγον πρὸς τὴν πρὸ πολλοῦ
ξηρὰν καὶ ἄνυδρον γῆν διὰ νὰ
ἐμπέσουν εἰς στενοχώριαν καὶ ταλαιπωρίαν.
|
4
οἱ περικυκλοῦντες ἅλιμα ἐπὶ
ἠχοῦντι, οἵτινες ἅλιμα ἦν αὐτῶν
τὰ σῖτα, ἄτιμοι δὲ καὶ πεφαυλισμένοι,
ἐνδεεῖς παντὸς ἀγαθοῦ, οἳ
καὶ ρίζας ξύλων ἐμασσῶντο ὑπὸ
λιμοῦ μεγάλου. |
4
οἱ περιπλανώμενοι εἰς ἁλμυροὺς
παραλίους τόπους, ὅπου βοΐζουν τὰ
κύματα τῆς θαλάσσης καὶ οἱ ὁποῖοι
ὡς μόνην των τροφὴν εἶχαν τὰ
ἁλμυρὰ ἐκεῖ χόρτα. Ἄσημοι
δὲ καὶ ἐξευτελισμένοι καὶ εἰς
ἀγρίαν κατάστασιν, στερούμενοι κάθε
ἀγαθόν, καὶ οἱ ὁποῖοι
ἕνεκα τῆς μεγάλης πείνης τῶν
ἐμασσοῦσαν καὶ αὐτὰς ἀκόμη
τὰς ρίζας τῶν δένδρων·
|
4
Αὐτοὶ ποὺ περιεκύκλωναν τὰ χόρτα τὰ
ἁλμυρά, ποὺ φυτρώνουν εἰς πυκνοὺς
θάμνους, οἱ ὁποῖοι βουΐζουν, ὅταν
φυσᾷ ἄνεμος· οἱ ὁποῖοι
ὡς μόνην τροφὴν εἶχον αὐτὰ τὰ
ἄλιμα, ἐξηυτελισμένοι δὲ καὶ
εἰς ἀγρίαν κατάστασιν, στερούμενοι κάθε ἀγαθόν,
οἱ ὁποῖοι λόγῳ τῆς μεγάλης πείνης
των ἐμασοῦσαν ἀκόμη καὶ ρίζας δένδρων.
|
5
Ἐπανέστησάν μοι κλέπται,
|
5
αὐτοὶ ἐπανεστάτησαν ἐναντίον
μου, διὰ νὰ μὲ κλέπτουν.
|
5
Ἐπαναστατοῦσαν ἐναντίον μου διὰ νὰ
μὲ κλέπτουν |
6
ὧν οἱ οἶκοι αὐτῶν ἦσαν
τρῶγλαι πετρῶν, |
6
Αὐτοὶ τῶν ὁποίων τὰ σπίτια
ἦσαν τρώγλαι εἰς τὰ σπήλαια
τῶν βράχων.
|
6
αὐτοί, τῶν ὁποίων τὰ σπίτια ἦσαν
τρῶγλαι καὶ σπήλαια βράχων,
|
7
ἀνὰ μέσον εὐήχων βοήσονται·
οἳ ὑπὸ φρύγανα ἄγρια διῃτῶντο,
|
7
Ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀντηχοῦντας
βράχους ἐφώναζαν ὁ ἔνας τὸν
ἄλλον. Κάτω ἀπὸ ξηροὺς ἀγρίους
θάμνους χώνονται καὶ κατοικοῦν.
|
7
ἀναμέσον τῶν θάμνων σπρωχνόμενοι καὶ
φιλονεικοῦντες, ποῖος νὰ ἁρπάξῃ
περισσότερα ἅλιμα, φωνάζουν δυνατὰ αὐτοί,
οἱ ὁποῖοι χώνονται καὶ κατοικοῦν
κάτω ἀπὸ ξηροὺς θάμνους καὶ ἄγρια
φρύγανα. |
8
ἀφρόνων υἱοὶ καὶ ἀτίμων,
ὄνομα καὶ κλέος ἐσβεσμένον ἀπὸ
γῆς. |
8
Εἶναι παιδιὰ ἀνθρώπων, ποὺ δὲν
ἔχουν φρόνησιν καὶ δὲν ἀπολαμβάνουν
τιμήν· μὲ σβησμένον ἐντελῶς
τὸ ὄνομα καὶ τὴν δόξαν των ἀπὸ
τὴν γῆν.
|
8
Παιδιὰ γονέων, ποὺ οὔτε φρόνησιν εἶχαν,
οὔτε τιμήν τινα ἀπελάμβαναν, μὲ σβησμένον
ἐντελῶς ἀπὸ τὴν γῆν τὸ
ὄνομά των καὶ τὸ τελευταῖον
ἴχνος τῆς δόξης των. |
9
Νυνὶ δὲ κιθάρα ἐγώ εἰμι
αὐτῶν, καὶ ἐμὲ θρύλλημα
ἔχουσιν· |
9
Τώρα ὅμως ἐγὼ ἔγινα κιθάρα,
μὲ τὴν ὁποίαν παίζουν καὶ
διασκεδάζουν. Μὲ ἔχουν ὡς διασκεδαστικὸν
μολόγημα εἰς τὰς συζητήσεις των.
|
9
Τώρα ὅμως ἐγὼ ἔγινα ὄργανον,
μὲ τὸ ὁποῖον παίζουν, καὶ μὲ
ἔχουν παροιμιώδη καὶ διαφημιζόμενον περίγελων.
|
10
ἐβδελύξαντο δέ με ἀποστάντες
μακράν, ἀπὸ δὲ τοῦ προσώπου
μου οὐκ ἐφείσαντο πτύελον.
|
10
Μὲ ἐσιχάθησαν καὶ ἀπεμακρύνθησαν
ἀπὸ ἐμένα. Δὲν ἐδίστασαν
δὲ νὰ μὲ πτύσουν κατὰ πρόσωπον
μὲ τὸ σάλιο των εἰς ἔκφρασιν
τῆς καταφρονήσεώς των.
|
10
Μὲ ἀηδιάζουν δὲ καὶ μὲ σιχαίνονται
στεκόμενοι μακρὰν ἀπὸ ἐμέ, δὲν
τσιγκουνεύονται δὲ νὰ ριπτοῦν τὰ πτύελά
των εἰς τὸ πρόσωπόν μου. |
11
Ἀνοίξας γὰρ φαρέτραν αὐτοῦ
ἐκάκωσέ με, καὶ χαλινὸν τοῦ
προσώπου μου ἐξαπέστειλαν.
|
11
Ὅλα δὲ αὐτά, διότι ὁ Θεός
ἤνοιξε τὴν φαρέτραν του, ποὺ περιεῖχε
ταλαιπωρίας καὶ πόνους δι' ἐμέ,
καὶ με ἐβασάνισε. Αὐτοὶ δὲ
οἱ ἄνθρωποι ἀπέβαλαν κάθε χαλινὸν
καὶ ἔγιναν θρασεῖς ἐναντίον
μου. |
11
Ὅλα δὲ αὐτὰ μοῦ συμβαίνουν,
διότι ὁ Θεὸς ἀνοίξας τὴν φαρέτραν
του μοῦ ἐπέφερε κακὰ καὶ πόνους πολλούς,
αὐτοὶ δὲ ἀπέβαλον κάθε χαλινὸν
καὶ ἐστράφησαν κατ’ ἐμοῦ μὲ
ἀναίσχυντον πρόσωπον. |
12
Ἐπὶ δεξιῶν βλαστοῦ ἐξανέστησαν,
πόδα αὐτῶν ἐξέτειναν καὶ
ὠδοποίησαν ἐπ' ἐμὲ τρίβους
ἀπωλείας αὐτῶν. |
12
Ἵστανται αὐτοὶ οἱ εὐτελεῖς
πλαγίως ἀπὸ ἐμὲ εἰς τὰ
δεξιά, ἀπλώνουν τὰ πόδια των,
διὰ νὰ σκοντάψω, καὶ μὲ ὠθοῦν
πρὸς δρόμους ὀλέθρου καὶ καταστροφῆς.
|
12
Ὅταν ἤρχιζα κάπως νὰ ἀναβλαστάνω καὶ
νὰ ἀνακουφίζωμαι, ἐξηγείροντο κατ’
ἐμοῦ ἀπὸ τὰ δεξιά μου, ἐξήπλωναν
τοὺς πόδας των διὰ νὰ μὲ πεδικλώσουν
νὰ σκοντάψω καὶ ἤνοιξαν δρόμους κατ’ ἐμοῦ
διὰ νὰ μὲ καταστρέψουν.
|
13
Ἐξετρίβησαν τρίβοι μου, ἐξέδυσαν
γάρ μου τὴν στολήν· βέλεσιν αὐτοῦ
κατηκόντισέ με, |
13
Κατεστράφησαν οἱ δρόμοι μου, ἀπὸ
τοὺς ὁποίους θὰ ἠμποροῦσα
νὰ διαφύγω τὸν ὄλεθρον. Διότι
αὐτοὶ μὲ ἀπεγύμνωσαν ἀπὸ
τὰ ἀρχοντικά μου ἐνδύματα καὶ
ἀπὸ τὴν δύναμίν μου. Ὁ
δὲ Θεὸς μὲ ἠκόντισε καὶ
μὲ ἐπλήγωσε μὲ τὰ βέλη
του. |
13
Κατεστράφησαν οἱ ἰδικοί μου δρόμοι καὶ μοῦ
ἀπεκλείσθη πᾶσα διέξοδος ὀλέθρου. Διότι
αὐτοὶ μὲ ἀπεγύμνωσαν ἀπὸ
κάθε ὁπλισμὸν καὶ ἀπὸ αὐτὰ
τὰ ἐνδύματά μου· καὶ ὁ Θεὸς
μὲ κατεπλήγωσε μὲ τὰ βέλη τῶν δοκιμασιῶν.
|
14
κέχρηται δέ μοι ὡς βούλεται, ἐν
ὀδύναις πέφυρμαι·
|
14
Μὲ ἐχρησιμοποίησεν, ὅπως αὐτὸς
ἠθέλησεν, ὥστε νὰ εἶμαι ζυμωμένος
μὲ τὰς ὀδύνας καὶ τὰς
ταλαιπωρίας. |
14
Ἔχει δὲ κάμει κρίσιν μαζί μου καὶ μὲ
κατεδίκασεν, ὅπως Αὐτὸς θέλει. Μὲ
πόνους πολλοὺς ἔχω ζυμωθῆ.
|
15
ἐπιστρέφονταί μου αἱ ὀδύναι,
ᾤχετό μου ἡ ἐλπὶς ὥσπερ
πνεῦμα καὶ ὥσπερ νέφος ἡ σωτηρία
μου. |
15
Οἱ πόνοι μου διαρκῶς ἐπανέρχονται
καὶ ἐφορμοῦν ἐναντίον μου. Ἔχει
χαθῆ κάθε ἐλπὶς σωτηρίας, ὡσὰν
τὸν ἄνεμον ὁ ὁποῖος ἔρχεται
καὶ φεύγει. Ἡ σωτηρία μου ἐχάθη
ὡσὰν τὸ παροδικὸν νέφος.
|
15
Οἱ πόνοι μου ἐπιστρέφουν σὰν πνοὴ
ἀνέμου φεύγει καὶ διαλύεται ἡ ἐλπίς
μου, καὶ ὅπως φεύγει τὸ σύννεφον,
ὅταν τὸ σπρώχνουν οἱ ἄνεμοι, ἔτσι
φεύγει καὶ ἡ διάσωσίς μου ἀπὸ τὰς
συμφοράς. |
16
Καὶ νῦν ἐπ' ἐμὲ ἐκχυθήσεται
ἡ ψυχή μου, ἔχουσι δέ με ἡμέραι
ὀδυνῶν· |
16
Καὶ τώρα ἔχει πλέον ἀτονήσει
ἡ ψυχή μου, ὥστε ὑπάρχει φόβος
νὰ χυθῇ πρὸς τὰ ἔξω καὶ
νὰ σβήσῃ. Ἡμέραι δὲ δυστυχίας
καὶ ὀδύνης μὲ ἔχουν στενῶς
περικυκλώσει.
|
16
Καὶ τώρα ἔχει τόσον πολὺ παραλύσει ἡ
ψυχή μου, ὥστε κινδυνεύει αὕτη νὰ χυθῇ
ἔξω σὰν νερὸ καὶ νὰ μὲ
περιλούσῃ πίπτουσα ἐπάνω μου· μὲ κατέχουν
δὲ ἡμέραι πόνων. |
17
νυκτὶ δέ μου τὰ ὀστᾶ συγκέχυται,
τὰ δὲ νεῦρά μου διαλέλυται.
|
17
Κατὰ τὴν νύκτα τὰ κόκκαλά
μου, ἐξ αἰτίας τῶν πόνων, φαίνονται
ὅτι ἔχουν ἐξαρθρωθῆ καὶ ἀνακατεύονται
τὰ νεύρα μου ἀπὸ τὴν πολλὴν
ἐξάντλησιν, σὰν νὰ ἔχουν διαλυθῆ.
|
17
Κατὰ δὲ τὴν νύκτα τὰ κόκκαλά μου ἀπὸ
τοὺς πολλοὺς πόνους μου φαίνονται, ὅτι ἐξαρθρώνονται
καὶ ἀνακατεύονται, τὰ νεῦρα μου δὲ
ἀπὸ τὴν πολλὴν ἐξάντλησιν
εἶναι σὰν νὰ διελύθησαν.
|
18
Ἐν πολλῇ ἰσχύϊ ἐπελάβετό
μου τῆς στολῆς, ὥσπερ τὸ περιστόμιον
τοῦ χιτῶνός μου περιέσχε με.
|
18
Ἕνεκα τῆς δριμύτητος καὶ τῆς
ἐκτάσεως τῆς ἀσθενείας μου,
τὸ ἔνδυμά μου μὲ ἔχει ἰσχυρῶς
περισφίξει. Κολλᾷ ἐπάνω εἰς
τὸ πληγωμένο σῶμα μου καὶ μὲ
σφίγγει, ὅπως τὸ περιλαίμιον τοῦ
χιτῶνος μου.
|
18
Μὲ πολλὴν δύναμιν ἡ ἀσθένεια
ἔπιασε τὴν στολὴν καὶ ἐνδυμασίαν
μου, ἠ ὁποία κολλᾷ ἐπάνω μου
λόγῳ τῶν ὑγρῶν καὶ τοῦ
πύου, ἅτινα ἐκρέουν ἀπὸ τὸ
πληγιασμένον σῶμα μου, μὲ σφίγγει καὶ μὲ
περικλείει σὰν τὸ περιλαίμιον τοῦ ὑποκαμίσου
μου. |
19
Ἥγησαι δέ με ἴσα πηλῷ, ἐν γῇ
καὶ σποδῷ μου ἡ μερίς·
|
19
Ὦ Κύριε, μὲ τὴν ἀσθένειαν
αὐτὴν μὲ ἔφερες εἰς τέτοιαν
θέσιν, ὥστε νὰ φαίνωμαι σὰν
λάσπη. Τὸ χῶμα καὶ ἡ στάχτη
εἶναι ὁ τόπος μου.
|
19
Μὲ ἔχεις δὲ ἐκλάβει, Κύριε,
σὰν πηλόν, καὶ τὸ δοθέν μοι ὑπὸ
σοῦ μερίδιον ὑπάρχει εἰς τὴν γῆν
καὶ εἰς τὴν στάκτην, ἐπὶ τῶν
ὁποίων λόγῳ τῆς ἀσθενείας μου
κατάκειμαι. |
20
κέκραγα δὲ πρός σε καὶ οὐκ ἀκούεις
μου, ἔστησαν δὲ καὶ κατενόησάν
με· |
20
Ἐφώναξα καὶ φωνάζω, Κύριε, πρὸς
σέ. Δὲν μὲ ἤκουσες καὶ οὔτε
μὲ ἀκούεις. Οἱ ἐχθροί
μου ἐστάθησαν καὶ κατενόησαν τὴν
καταφρόνησίν σου πρὸς ἐμέ.
|
20
Ἐφώναξα δὲ μὲ κραυγὴν μεγάλην
εἰς σὲ καὶ δὲν μὲ ἀκούεις,
ὡς ἐκ τούτου δὲ ἐγκαταλελειμμένον
εἰς αὐτὴν τὴν ἀθλίαν κατάστασιν
ἐστάθησαν οἱ διαβάται καὶ παρετήρουν μὲ
οἶκτον τὴν δυστυχίαν μου. |
21
ἐπέβης δέ μοι ἀνελεημόνως, χειρὶ
κραταιᾷ με ἐμαστίγωσας·
|
21
Ἐπέπεσες ἐπάνω μου ἀσπλάγχνως,
καὶ μὲ χεῖρα δυνατὴν μὲ ἐμαστίγωσας.
|
21
Ἐπῆλθες δὲ κατ’ ἐμοῦ χωρὶς
ἔλεος καὶ συμπάθειαν, μὲ δυνατὴν χεῖρα
μὲ ἐμαστίγωσες. |
22
ἔταξας δέ με ἐν ὀδύναις καὶ
ἀπέρριψάς με ἀπὸ σωτηρίας.
|
22
Μὲ κατέταξες καὶ μὲ ἄφησες νὰ
ζῶ ἐν μέσῳ ἀδιηγήτων βασάνων.
Μὲ ἐπέταξες μακρυὰ ἀπὸ
τὴν σωτηρίαν.
|
22
Μὲ ἔταξες δὲ καὶ μὲ προώρισες
νὰ ὑποφέρω πόνους καὶ βάσανα καὶ μὲ
ἐπέταξες μακρὰν ἀπὸ τὴν σωτηρίαν.
|
23
οἶδα γὰρ ὅτι θάνατός με ἐκτρίψει,
οἰκία γὰρ παντὶ θνητῷ γῆ.
|
23
Γνωρίζω, βέβαια, ὅτι ὁ θάνατος
θὰ μὲ κατασυντρίψῃ καὶ θὰ
μὲ ἀφανίσῃ. Διότι ὁριστικὴ
κατοικία διὰ κάθε ἄνθρωπον εἶναι
ἡ γῆ μὲ τοὺς τάφους της.
|
23
Δὲν πρόκειται λοιπὸν νὰ σωθῶ ἀπὸ
τὰ δεινὰ αὐτά. Διότι ἠξεύρω
καλά, ὅτι ὁ θάνατος θὰ μὲ κατασυντρίψῃ
καὶ θὰ μὲ ἀφανίσῃ, διότι διὰ
πάντα θνητὸν ἄνθρωπον οἰκία εἶναι
ἡ γῆ μὲ τοὺς τάφους της.
|
24
Εἰ γὰρ ὄφελον δυναίμην ἐμαυτὸν
χειρώσασθαι, ἢ δεηθείς γε ἑτέρου,
καὶ ποιήσει μοι τοῦτο. |
24
Μήπως, τάχα, ἔτσι ποὺ κατήντησα,
πρέπει μὲ τὰ ἴδια μου τὰ χέρια
νὰ θέσω τέρμα εἰς τὴν ζωήν
μου, ἢ νὰ παρακαλέσω κάποιον ἄλλον
νὰ μὲ θανατώσῃ;
|
24
Ὄχι· δὲν θὰ σωθῶ ἀπὸ
τὰ δεινά μου ποτέ. Διότι, ἐὰν ὁ
θάνατος ἔθετε τέρμα εἰς αὐτά, θὰ ἦτο
δυνατὸν νὰ θανατώσω τὸν ἑαυτόν μου
γινόμενος αὐτόχειρ, ἢ τουλάχιστον νὰ παρακαλέσω
κάποιον ἄλλον νὰ κάμῃ τοῦτο εἰς
ἐμέ. |
25
Ἐγὼ δὲ ἐπὶ παντὶ ἀδυνάτῳ
ἔκλαυσα, ἐστέναξα ἰδὼν ἄνδρα
ἐν ἀνάγκαις. |
25
Ἐγὼ δέ, ὁ ὁποῖος ἀσπλάγχνως
σήμερα ἔχω ἐγκαταλειφθῆ ἀπὸ
ὅλους, ὅταν ἔβλεπα βασανιζόμενον ἀδύνατον
ἄνθρωπον, ἔκλαια καὶ ἐστέναζα
διὰ τὴν δυστυχίαν του.
|
25
Ἐγὼ ὅμως, εἰς τὸν ὁποῖον
δὲν δεικνύεται τώρα καμμία συμπάθεια, εἰς τὸ
παρελθὸν ἔκλαιον ἐκ συμπαθείας πρὸς
πάντα ἀδύνατον καὶ θλιβόμενον, ἐστέναζον
δέ, ὅταν ἔβλεπα ἄνθρωπον εὑρισκόμενον
εἰς ἀνάγκας. |
26
Ἐγὼ δὲ ἐπέχων ἀγαθοῖς,
ἰδοὺ συνήντησάν μοι μᾶλλον ἡμέραι
κακῶν. |
26
Ἐνῷ λοιπὸν ἐγώ, ὡς ἐκ
τῆς ἀγαθότητάς μου καὶ τῆς
συμπαραστάσεως πρὸς τοὺς ἄλλους, ἐπερίμενα
ὡς ἀμοιβήν μου ἀγαθά, ἀπροσδοκήτως
εἶδα νὰ ἔρχωνται ἐναντίον μου
ἡμέραι συμφορῶν.
|
26
Ἐνῷ δὲ ἐγὼ ἐπερίμενα διὰ
τὴν συμπεριφοράν μου αὐτὴν ὡς ἀνταμοιβὴν
ἀγαθά, ἰδοὺ ὅτι μὲ συνήντησαν
περισσότερον ἡμέραι ἀθλιότητος καὶ δυστυχίας.
|
27
Ἡ κοιλία μου ἐξέζεσε καὶ οὐ
σιωπήσεται, προέφθασάν με ἡμέραι
πτωχείας. |
27
Ἡ κοιλία μου βράζει καὶ δὲν
θὰ σταματήσῃ τὸν βρασμὸν καὶ
τὴν φλεγμονήν της. Μὲ κατέλαβαν ἡμέραι
στερήσεως καὶ δυστυχίας.
|
27
Ἡ κοιλία μου βράζει καὶ δὲν θὰ σταματήσῃ
ὑποφέρουσα ἀπὸ τὸν ἀναβρασμόν,
ποὺ τῆς φέρουν τὰ παντοειδῆ δεινά
μου, μὲ ἐπρόφθασαν καὶ μὲ κατέλαβον
ἀπροσδοκήτως ἡμέραι θλίψεως καὶ στερήσεων.
|
28
Στένων πεπόρευμαι ἄνευ φιμοῦ, ἕστηκα
δὲ ἐν ἐκκλησίᾳ κεκραγώς.
|
28
Στενάζω, περιπατῶ, πηγαίνω ἐδῶ
καὶ ἐκεῖ χωρὶς φίμωτρον εἰς
τὸ στόμα μου, διὰ νὰ ἐμποδίζῃ
τοὺς στεναγμούς μου. Πηγαίνω εἰς τὰς
συνάξεις τοῦ λαοῦ, φωνάζω δυνατὰ
καὶ ζητῶ βοήθειαν.
|
28
Ἀπὸ πολλοῦ περιπατῶ πλανώμενος ἐδῶ
καὶ ἐκεῖ, στενάζων διαρκῶς χωρὶς
φίμωτρον εἰς τὸ στόμα μου καὶ εἰς
τοὺς στεναγμούς μου, πηγαίνω δὲ εἰς τὰς
διαφόρους συνάξεις τοῦ λαοῦ φωνάζων δυνατὰ
καὶ ζητῶν βοήθειαν ἀπὸ ὅλους.
|
29
Ἀδελφὸς γέγονα σειρήνων, ἑταῖρος
δὲ στρουθῶν. |
29
Ἔγινα ἀδελφὸς νυκτοβίων ὠρυομένων
ζώων. Σύντροφος στρουθοκαμήλων, ποὺ
ἐκβάλλουν ἀγρίας κραυγάς.
|
29
Ἔχω γίνει ἀδελφὸς τῶν νυκτοβίων
πτηνῶν, ποὺ εἰς τὸ σκότος ἐκβάλλουν
θρηνώδεις φωνάς, σύντροφος δὲ τῶν στρουθοκαμήλων,
ποὺ καὶ αὐταὶ ἐκβάλλουν τρομακτικοὺς
συριγμούς. |
30
Τὸ δὲ δέρμα μου ἐσκότωται μεγάλως,
τὰ δὲ ὀστᾶ μου ἀπὸ καύματος.
|
30
Τὸ δέρμα μου ἔχει μαυρίσει ἀπὸ
τὰς πληγὰς καὶ τὰ αἵματα. Τὰ
δὲ κόκκαλά μου ἐκάησαν ἀπὸ
τὸν πυρετὸν τῆς ἀσθενείας μου.
|
30
Τὸ δέρμα μου ἀπὸ τὰς πληγὰς
καὶ τὰ αἵματα ἔχει πάρα πολὺ
μαυρίσει, τὰ δὲ κόκκαλά μου ἐξηράνθησαν
καὶ ἐκάησαν ἀπὸ τὸν ἐκ
τῆς ἀσθενείας μου πυρετόν. |
31
Ἀπέβη δὲ εἰς πένθος μου ἡ
κιθάρα, ὁ δὲ ψαλμός μου εἰς
κλαυθμὸν ἐμοί. |
31
Ἡ κιθάρα ἔγινε δι' ἐμὲ ὄργανον,
ποὺ παίζονται πένθιμα μοιρολόγια.
Τὸ τραγούδι μου θρῆνος καὶ κλαυθμός
μου. |
31
Μετεβλήθη δὲ ἡ κιθάρα εἰς ὄργανον,
ποὺ παίζονται πένθιμα μοιρολόγια, ὁ δὲ αὐλὸς
καὶ τὸ φλάουτον ἔγινε δι’ ἐμὲ
ὄργανον, ποὺ προκαλεῖ κλάματα καὶ
λυγμοὺς μὲ τοὺς σκοπούς του.
|