Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐ
μὴν δὲ ἀλλὰ ἄκουσον, Ἰώβ,
τὰ ρήματά μου καὶ λαλιὰν ἐνωτίζου
μου· |
κουσε,
λοιπόν, καὶ σὺ Ἰὼβ τὰ
λόγια μου. Δῶσε προσοχὴν εἰς αὐτά,
τὰ ὁποῖα θὰ εἴπω.
|
ὐχὶ
δὲ μόνον σεῖς, οἱ τρεῖς φίλοι, ἀλλὰ
καὶ σύ, ὦ Ἰώβ, ἄκουσε τοὺς λόγους
μου καὶ δέχθητι εἰς τὸ βάθος τῶν αὐτιῶν
σου αὐτὰ ποὺ θὰ λαλήσω.
|
2
ἰδοὺ γὰρ ἤνοιξα τὸ στόμα
μου, καὶ ἐλάλησεν ἡ γλῶσσά
μου. |
2
Ἰδού, ἤνοιξα τὸ στόμα μου καὶ
ἡ γλῶσσα πλέον θὰ ἀρχίσῃ
νὰ ὁμιλῇ.
|
2
Ἄκουσέ με, διότι, ὅπως βλέπεις, ἤνοιξα τὸ
στόμα μου καὶ ἤρχισε νὰ λαλῇ ἡ
γλῶσσά μου. |
3
Καθαρά μου ἡ καρδία ρήμασι, σύνεσις
δὲ χειλέων μου καθαρὰ νοήσει.
|
3
Ἀπὸ καθαρὰν καὶ ἀπροκατάληπτον
καρδίαν θὰ ἐξέλθουν τὰ λόγια
μου. Τὰ δὲ συνετὰ λόγια, ποὺ
θὰ βγοῦν ἀπὸ τὰ χείλη
μου, θὰ εἶναι καθαρὰ καὶ ξάστερα,
ὥστε εὔκολα νὰ τὰ κατανόησῃ
κανείς. |
3
Ἢ καρδία μου δὲ εἶναι ἀνιδιοτελὴς
καὶ καθαρὰ ἀπὸ κάθε προκατάληψιν καὶ
συνεπῶς καὶ οἱ λόγοι μου θὰ εἶναι
εἰλικρινεῖς, ἡ δὲ συνετὴ καὶ
ἐκ γνώσεως τῶν πραγμάτων προερχομένη γνώμη, ποὺ
θὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὰ χείλη
μου, εἶναι καθαρὰ κατὰ τὴν ἀντίληψιν
καὶ νόησιν. |
4
Πνεῦμα θεῖον τὸ ποιῆσάν με,
πνοὴ δὲ Παντοκράτορος ἡ διδάσκουσά
με. |
4
Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ ἐδημιούργησε,
ἡ πνοὴ δὲ καὶ ἡ ἔμπνευσις
Κυρίου τοῦ Παντοκράτορος εἶναι αὐτή,
ποὺ ποὺ μὲ διδάσκει.
|
4
Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ ἐδημιούργησεν,
ἡ πνοὴ δὲ καὶ ἔμπνευσις τοῦ
Παντοκράτορος μὲ διδάσκει. |
5
Ἐὰν δύνῃ, δός μοι ἀπόκρισιν
πρὸς ταῦτα· ὑπόμεινον, στῆθι
κατ' ἐμὲ καὶ ἐγὼ κατὰ
σέ. |
5
Ἐὰν βέβαια ἠμπορῇς, δός
μου ἐλεύθερα ἀπάντησιν εἰς αὐτά.
Μόνον δεῖξε ὑπομονὴν καθ' ὃν
χρόνον θὰ ὁμιλῶ. Στάσου σταθερὰ
ἀπέναντί μου, ὅπως καὶ ἐγὼ
θὰ σταθῶ ἀπέναντί σου.
|
5
Ἐὰν δύνασαι νὰ ἀντείπῃς εἰς
ὅσα θὰ εἴπω, δός μου ἐλευθέρως
ἀπάντησιν εἰς αὐτά· μόνον δεῖξε
ὑπομονὴν εἰς αὐτά, ὥστε ψυχραίμως
νὰ τὰ κρίνῃς· στάσου σταθερὰ ἐμπρός
μου καὶ ἐγὼ οὕτω θὰ σταθῶ
ἐμπρός σου. |
6
Ἐκ πηλοῦ διήρτισαι σὺ ὡς καὶ
ἐγώ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ διηρτίσμεθα.
|
6
Εἴμεθα καὶ οἱ δύο ἴσοι. Ἀπὸ
πηλὸν ἔχεις πλασθῆ σύ, ὅπως
καὶ ἐγώ. Ἀπὸ τὴν ἴδια
λάσπη ἔχομεν πλασθῆ καὶ ἀπαρτισθῆ
καὶ οἱ δυό μας.
|
6
Εἴμεθα καὶ οἱ δύο μας ἴσοι. Ἀπὸ
πηλὸν ἔχεις πλασθῆ σύ, ὅπως καὶ
ἐγώ, ἀπὸ τὸν αὐτὸν πηλὸν
ἔχομεν συναρμολογηθῆ καὶ οἱ δύο.
|
7
Οὐχ ὁ φόβος μού σε στροβήσει,
οὐδὲ ἡ χείρ μου βαρεῖα ἔσται
ἐπὶ σοί. |
7
Δὲν θέλω νὰ σὲ ταράξῃ
ὁ φόβος μου, οὔτε καὶ τὸ χέρι
μου νὰ πέσῃ βαρὺ ἐπάνω
σου. |
7
Δὲν θὰ σὲ συγχύσῃ ὁ φόβος μου,
οὔτε ἡ δύναμις τῆς χειρός μου θὰ πέσῃ
ἐπὶ σοῦ βαρεῖα, ὥστε διὰ
τοῦ φόβου ἢ διὰ βίας τινὸς νὰ
σὲ πείσω. |
8
Πλὴν εἶπας ἐν ὠσί μου, φωνὴν
ρημάτων σου ἀκήκοα, |
8
Πρέπει ὅμως νὰ ὁμιλήσω, διότι
μὲ τὰ ἴδια μου τὰ αὐτιὰ
ἄκουσα ὅσα εἶπες. Τοὺς λόγους
τῆς ἰδικῆς σου φωνῆς ἤκουσα,
|
8
Ὅμως πλανώμενος εἶπες εἰς τὰ αὐτιά
μου· ἔχω ἀκούσει τὴν φωνὴν τῶν
ἐσφαλμένων λόγων σου· διότι εἶπες:
|
9
διότι λέγεις· καθαρὸς εἰμι οὐχ
ἁμαρτών, ἄμεμπτός εἰμι, οὐ
γὰρ ἠνόμησα. |
9
διότι διεκήρυξες· Ἐγὼ εἶμαι
καθαρός, δὲν ἔχω ἁμαρτήσει,
εἶμαι ἄμεμπτος, δὲν παρέβην τὸν
νόμον τοῦ Κυρίου.
|
9
<Εἶμαι καθαρός, διότι δὲν ἡμάρτησα·
εἶμαι ἄμεμπτος καὶ χωρὶς ψεγάδι, διότι
δὲν παρέβην τὸν θεῖον νόμον.
|
10
Μέμψιν δὲ κατ' ἐμοῦ εὗρεν, ἥγηται
δέ με ὥσπερ ὑπεναντίον·
|
10
Ὁ Κύριος ὅμως εὗρεν ἐναντίον
μου μομφὴν καὶ κατηγορίαν. Μὲ ἐθεώρησεν
ὡς ἐχθρόν του. |
10
Κατηγορίαν δὲ καὶ μομφὴν ἐναντίον
μου εὗρεν ὁ Κύριος· μὲ ἔχει δὲ
νομίσει ὡς ἐχθρόν του, παρὰ τὸ
ὅτι ὑπῆρξα εὐλαβὴς καὶ
ὑπήκοος εἰς αὐτόν. |
11
ἔθετο δὲ ἐν ξύλῳ τὸν πόδα
μου, ἐφύλαξε δέ μου πάσας τὰς
ὁδούς· |
11
Ἔκλεισεν εἰς τὸ βασανιστικὸν ξύλον
τὰ πόδια μου, ὥστε νὰ μὴ μπορῶ
νὰ κινηθῶ. Ἐφρούρησε ὅλους τοὺς
δρόμους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους,
τυχόν, θὰ διηρχόμην.
|
11
Ἔθεσε δὲ τὸν πόδα μου μέσα εἰς τὸ
τιμωρητικὸν ὄργανον, ποὺ λέγεται ξύλον,
καὶ τὸν ἔσφιξεν ἐκεῖ, ὥστε
νὰ μὴ δύναμαι νὰ κινηθῶ, ἐφρούρησε
δὲ ὅλους τοὺς δρόμους, ἀπὸ τοὺς
ὁποίους θὰ ἐπερνοῦσα>.
|
12
πῶς γὰρ λέγεις· δίκαιός
εἰμι, καὶ οὐκ ἐπακήκοέ
μου; Αἰώνιος γὰρ ἐστιν ὁ ἐπάνω
βροτῶν. |
12
Πῶς λέγεις· εἶμαι δίκαιος καὶ
ὅμως ὁ Κύριος δὲν μὲ ἔχει
εἰσακούσει; Αἰώνιος εἶναι ὁ
Κύριος, ἀνώτερος ἀπὸ ὅλους
τοὺς θνητοὺς τῆς γῆς. Μὲ ἀπεριόριστα
δικαιώματα ἐπάνω ὅλων.
|
12
Τὰ παράπονά σου ὅμως αὐτὰ εἶναι
ἄδικα. Διότι πῶς λέγεις· <εἶμαι
δίκαιος, καὶ ὅμως δὲν ἔχει ἐπακούσει
ὁ Θεὸς τὰς δεήσεις μου>; Ὁ λόγος
σου αὐτὸς εἶναι ἄτοπος. Διότι Αὐτός,
ποὺ εἶναι ἐπάνω ἀπὸ τοὺς
θνητούς, δὲν εἶναι ὅμοιος πρὸς τοὺς
θνητοὺς κυριάρχους τῆς γῆς, ἀλλ’ εἶναι
αἰώνιος. |
13
Λέγεις δέ· διατὶ τῆς δίκης
μου οὐκ ἐπακήκοέ μου πᾶν ρῆμα;
|
13
Σὺ λέγεις· Διατί, ὅταν ὁ
Κύριος μὲ ἐδίκαζε, δὲν εἶχεν
ἀκούσει κανένα ἀπὸ τοὺς
λόγους ὑπερασπίσεώς μου, ποὺ
εἶπα;
|
13
Λέγεις δέ: <Διατὶ ὁσάκις μὲ ἐδίκασε,
δὲν ἔχει ἐπακούσει κανένα ἀπὸ
τοὺς λόγους, ποὺ τοῦ εἶπα;>
|
14
Ἐν γὰρ τῷ ἅπαξ λαλῆσαι ὁ
Κύριος, ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ
|
14
Ἀβάσιμον τὸ παράπονόν σου, διότι
ὁ Κύριος ἀπαντᾷ καὶ πρώτην
καὶ δεύτερον φοράν, κατὰ τὸν
ἕνα ἢ τὸν ἄλλον τρόπον.
|
14
Καὶ τὸ παράπονόν σου αὐτὸ
εἶναι ἀβάσιμον, διότι ὁ Θεός, ἀφοῦ
λαλήσῃ ἅπαξ, λαλεῖ καὶ δευτέραν φορὰν
|
15
ἐνύπνιον, ἢ ἐν μελέτῃ
νυκτερινῇ, ὡς ὅταν ἐπιπίπτῃ
δεινὸς φόβος ἐπ' ἀνθρώπους ἐπὶ
νυσταγμάτων τῇ κοίτης. |
15
Παραδείγματος χάριν μὲ ἐνύπνιον
ἢ μὲ σκέψεις καὶ μελέτας, ποὺ
προκαλοῦν εἰς τοὺς ἀνθρώπους
νυκτεριναὶ ὀπτασίαι, ὅταν κατὰ
τὸν ὕπνον των ἐπιπίπτῃ μεγάλος
φόβος εἰς τοὺς ἀνθρώπους·
κατὰ τὰς ὥρας, ποὺ νυσταγμένοι
ἀπλώνονται εἰς τὴν κλίνην των.
|
15
μὲ ἐνύπνιον, ἢ μὲ σκέψεις καὶ
μελέτην, ποὺ προκαλοῦν εἰς τοὺς ἀνθρώπους
ὀπτασίαι νυκτεριναί, ὅπως συμβαίνει, ὅταν
ἐπέρχεται κατὰ τὸν βαθὺν ὕπνον
τῶν δεινὸς φόβος εἰς τοὺς ἀνθρώπους,
κατὰ τὰς ὥρας τῶν νυσταγμῶν
των εἰς τὴν κλίνην των. |
16
Τότε ἀνακαλύπτει νοῦν ἀνθρώπων,
ἐν εἴδεσι φόβου τοιούτοις αὐτοὺς
ἐξεφόβησεν |
16
Τότε ἀποκαλύπτει καὶ φωτίζει
τὸν νοῦν τῶν ἀνθρώπων καὶ
ἀφοῦ τοὺς καταπλήξῃ καὶ
τοὺς ἐκφοβίσῃ μὲ τέτοια
εἴδη φόβων, ἀποκαλύπτει καὶ
ἐντυπώνει εἰς αὐτοὺς τὴν
ἀλήθειαν·
|
16
Τότε διὰ τῶν μέσων αὐτῶν ἐλευθερώνει
τὸν νοῦν τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ
τὸ κάλυμμα, ποὺ τοὺς ἐμποδίζει νὰ
γνωρίσουν τὴν ἀλήθειαν, καὶ μὲ τὰ
τοιαῦτα εἴδη τοῦ φόβου ἐκφοβίζει
αὐτοὺς καὶ ἐντυπώνει βαθέως
τὰς ἀποκαλύψεις του. |
17
ἀποστρέψαι ἄνθρωπον ἀπὸ ἀδικίας,
τὸ δὲ σῶμα αὐτοῦ ἀπὸ
πτώματος ἐρρύσατο. |
17
μὲ κύριον σκοπὸν νὰ ἀπομακρύνῃ
τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν,
τὸ δὲ σῶμα του καὶ τὸν ὅλον
ἑαυτόν του νὰ τὸν γλυτώσῃ
ἀπὸ σοβαρᾶς καὶ θανασίμους πτώσεις.
|
17
Σκοπός του δὲ εἶναι νὰ ἀπομακρύνῃ
τὸν οὕτω παιδευόμενον ἄνθρωπον ἀπὸ
πᾶν εἶδος ἀδικίας, τὸ σῶμα του
δὲ καὶ ὅλον τὸν ἑαυτόν
του νὰ τὸν γλυτώσῃ ἀπὸ πτῶσιν
σοβαράν. |
18
Ἐφείσατο δὲ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ
ἀπὸ θανάτου καὶ μὴ πεσεῖν
αὐτὸν ἐν πολέμῳ.
|
18
Νὰ λυπηθῇ καὶ προφυλάξῃ τὴν
ζωήν του ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ
νὰ τὸν περιφρουρήσῃ, ὥστε νὰ
μὴ πέσῃ νεκρὸς κατὰ τὸν
πόλεμον.
|
18
Νὰ φεισθῇ δὲ καὶ νὰ προφυλάξῃ
τὴν ψυχήν του ἀπὸ τὸν πνευματικὸν
θάνατον καὶ αὐτὸν ἀπὸ τοῦ
νὰ πέσῃ νεκρὸς εἰς πόλεμον ἢ
εἰς ὁποιανδήποτε σύγκρουσιν καὶ φιλονικίαν.
|
19
Πάλιν δὲ ἤλεγξεν αὐτὸν ἐπὶ
μαλακίᾳ ἐπὶ κοίτης καὶ
πλῆθος ὀστῶν αὐτοῦ ἐνάρκησε·
|
19
Ὁ Κύριος, ὄχι μόνον μὲ ὄνειρα
καὶ ὀπτασίες καθοδηγεῖ τὸν ἄνθρωπον,
ἀλλὰ καὶ τὸν θλίβει καὶ
τὸν παιδαγωγεῖ διὰ μέσου τῶν
θλίψεων, ἐξαπλώνων αὐτὸν ἀσθενῆ
ἐπάνω εἰς τὴν κλίνην του, ὥστε
νὰ ἀδρανοῦν ὅλα τὰ κόκκαλά
του. |
19
Πάλιν δὲ τιμωρεῖ καὶ παιδαγωγεῖ αὐτὸν
ὁ Κύριος ἐπάνω εἰς τὴν ἀσθένειαν,
τὴν ὁποίαν περνᾷ εἰς τὸ κρεββάτι
καὶ διὰ τῆς ὁποίας τοῦ μουδιάζει
τὸ πλῆθος τῶν ὀστῶν του.
|
20
πᾶν δὲ βρωτὸν σίτου οὐ μὴ
δύνηται προσδέξασθαι καὶ ἡ ψυχὴ
αὐτοῦ βρῶσιν ἐπιθυμήσει,
|
20
Κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀσθενείας
του καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἀσθενείας
του, κάθε φαγώσιμον
δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ δεχθῇ
καὶ νὰ τὸ φάγῃ. Ἡ ψυχή
του θὰ ἐπιθυμῇ τροφήν, ἀλλὰ
δὲν θὰ ἔχῃ ὄρεξιν νὰ τὴν
φάγῃ,
|
20
Κάθε δὲ φαγώσιμον ἀπὸ σῖτον λόγῳ
τῆς ἀσθενείας δὲν δύναται νὰ
τὸ δεχθῇ καὶ νὰ τὸ φάγῃ,
καὶ ἡ ψυχή του θὰ ἐπιθυμῇ
τροφήν, ἀλλ’ ὅταν ἐγγίζουν τὰ
χείλη του εἰς αὐτήν, θὰ δοκιμάζῃ ἀηδίαν.
|
21
ἕως ἂν σαπῶσιν αὐτοῦ αἱ
σάρκες καὶ ἀποδείξῃ τὰ
ὀστᾶ αὐτοῦ κενά·
|
21
μέχρις ὅτου ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν
καὶ τὴν ἀσιτίαν ἐξαντληθῇ
ὁ ἄνθρωπος, πέσουν τὰ πάχη καὶ
αἱ πολλαὶ σάρκες καὶ φανερώσῃ
ἡ ἀσθένειά του τὰ κόκκαλά
του ὁλοφάνερα κάτω ἀπὸ τὸ
δέρμα. |
21
Καὶ ἡ ἀπὸ τῆς ἀσθενείας
ἐξάντλησις παρατείνεται, ἕως ὅτου
φθαροῦν αἱ πολλαὶ σάρκες τοῦ ἀσθενοῦς
καὶ φανερώσῃ ἡ ἀσθένεια τὰ
ὀστᾶ του κενὰ ἀπὸ σάρκας, ὥστε
νὰ δύνανται ταῦτα νὰ μετρηθοῦν ἔξω
ἀπὸ τὸ δέρμα, τὸ ὁποῖον
τὰ καλύπτει. |
22
ἤγγισε δὲ εἰς θάνατον ἡ ψυχὴ
αὐτοῦ, ἡ δὲ ζωὴ αὐτοῦ
ἐν ᾅδῃ. |
22
Ἔτσι δὲ ἡ ψυχή του πλησιάζει
πρὸς τὸν θάνατον καὶ ἡ ζωή
του ἐγγίζει εἰς τὸν ᾅδην.
|
22
Πλησιάζει δὲ οὕτω ἡ ψυχή του εἰς
τὸν θάνατον, ἡ δὲ ζωή του πλησιάζει
εἰς τὸν Ἅδην. |
23
Ἐὰν ὦσι χίλιοι ἄγγελοι θανατηφόροι,
εἷς αὐτῶν οὐ μὴ τρώσῃ
αὐτόν· ἐὰν νοήσῃ
τῇ καρδίᾳ ἐπιστραφῆναι πρὸς
Κύριον, ἀναγγείλῃ δὲ ἀνθρώπῳ
τὴν ἑαυτοῦ μέμψιν, τὴν δὲ
ἄνοιαν αὐτοῦ δείξῃ, |
23
Ἐὰν ὑπάρχουν παρὰ τὴν
κλίνην του χίλιοι ἄγγελοι ἀπὸ
ἐκείνους, ποὺ ἔχουν ὡς ἔργον
καὶ ἀποστολὴν νὰ φέρουν τὸν
θάνατον, κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς
δὲν θὰ τὸν πληγώσῃ καὶ
δὲν θὰ τὸν θανατώσῃ, ἀρκεῖ
μόνον αὐτὸς νὰ συναισθανθῇ μὲ
τὴν καρδιά του καὶ ἐπιστρέψῃ
διὰ τῆς μετανοίας πρὸς τὸν
Κύριον, ὁμολογήσῃ
δὲ εἰς κάθε
ἄνθρωπον τὴν ἀξίαν μομφῆς καὶ
καταδίκης συμπεριφοράν του, δείξῃ
δὲ φανερὰ τὴν ἀσύνετον
διαγωγήν του ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ.
|
23
Ἐὰν ὑπάρχουν παρὰ τὴν κλίνην
τῆς ἀσθενείας του χίλιοι ἄγγελοι ἐξ
ἐκείνων, ποὺ ἔχουν ἀποστολὴν
νὰ ἐπιφέρουν τὸν θάνατον, οὔτε ἕνας
ἐξ αὐτῶν δὲν θὰ πληγώσῃ
αὐτὸν μόνον ἐὰν μὲ τὴν
καρδίαν του καταλάβῃ νὰ ἐπιστραφῇ
διὰ μετανοίας πρὸς τὸν Κύριον, διακηρύξῃ
δὲ εἰς κάθε ἄνθρωπον, ποὺ τὸν
ἐπισκέπτεται, τὴν συμπεριφοράν του τὴν
ἀξίαν μέμψεως, δείξῃ δὲ καὶ καταστήσῃ
φανερὰν τὴν κατὰ τὸ παρελθὸν
ἀσύνετον καὶ ἄφρονα διαγωγήν του,
|
24
ἀνθέξεται τοῦ μὴ πεσεῖν εἰς
θάνατον, ἀνανεώσει δὲ αὐτοῦ
τὸ σῶμα ὥσπερ ἀλοιφὴν ἐπὶ
τοίχου, τὰ δὲ ὀστᾶ αὐτοῦ
ἐμπλήσει μυελοῦ·
|
24
Τότε ὁ Θεὸς θὰ τὸν βαστάσῃ
καὶ θὰ τὸν στηρίξῃ, ὥστε
νὰ μὴ πέσῃ νεκρός. Θὰ
ἀνανεώσῃ δὲ αὐτοῦ τὸ
σῶμα, ὅπως ἀνανεώνεται ὁ
ἀσπριζόμενος τοῖχος.
Τὰ δὲ ὀστᾶ του θὰ γεμίσουν
ἀπὸ μυελόν.
|
24
τότε ὁ Θεὸς θὰ τὸν βαστάσῃ καὶ
θὰ τὸν στηρίξῃ νὰ μὴ πέσῃ
πεθαμένος εἰς τὸν τάφον, θὰ ξανακαινουργώσῃ
δὲ τὰ σῶμα του, ὅπως τὸ νέον
δι’ ἀσβεστώματος ἢ χρωματισμοῦ ἄσπρισμα
τῆς παλαιωθείσης ἐπιφανείας τοίχου, τὰ
ὀστᾶ του δὲ θὰ τὰ γεμίσῃ
μυελὸν καὶ θὰ τὰ λιπάνῃ·
|
25
ἁπαλυνεῖ δὲ αὐτοῦ τὰς
σάρκας ὥσπερ νηπίου, ἀποκαταστήσει
δὲ αὐτὸν ἀνδρωθέντα ἐν
ἀνθρώποις. |
25
Τὰς ἐξηντλημένας καὶ ἀπεξηραμμένας
σάρκας του θὰ τὰς θεραπεύσῃ
καὶ θὰ τὰς καταστήσῃ
ἀπαλὰς ὁ Κύριος, ὅπως
τοῦ μικροῦ παιδιοῦ. Θὰ ἀποκαταστήσῃ
δὲ αὐτὸν νέον ἄνδρα μεταξὺ
των ἄλλων ἀνθρώπων.
|
25
τὰς ξηρὰς δὲ καὶ ἀδυνάτους σάρκας
του θὰ τὰς κάμῃ ἁπαλὰς σὰν
τὰς σάρκας τοῦ νηπίου, θὰ ἀποκαταστήσῃ
δὲ αὐτὸν ὑγιᾶ καὶ δυνατὸν
ἄνδρα μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.
|
26
Εὐξάμενος δὲ πρὸς Κύριον, καὶ
δεκτὰ αὐτῷ ἔσται, εἰσελεύσεται
προσώπῳ ἱλαρῷ σὺν ἐξηγορίᾳ·
ἀποδώσει δὲ ἀνθρώποις δικαιοσύνην.
|
26
Ὅταν δὲ εὐχηθῇ καὶ
ἀπευθύνῃ δεήσεις πρὸς
τὸν Κύριον, θὰ γίνουν δεκτὰ
τὰ αἰτήματά του. Θὰ παρουσιασθῇ
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μὲ πρόσωπον
ἱλαρὸν καὶ χαρωπὸν ἐκφράζων
δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας
πρὸς τὸν Θεόν. Εἰς τοὺς ἀποδεχομένους
κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον τὴν συνετὴν
παιδαγωγίαν, θὰ ἀποδώσῃ ὁ
Κύριος τὴν δικαίωσιν καὶ τὴν
ἀμοιβὴν τῶν δικαίων.
|
26
Θὰ εὐχηθῇ δὲ καὶ θὰ ἀπευθύνῃ
δεήσεις πρὸς τὸν Κύριον καὶ θὰ γίνουν
δεκτὰ τὰ αἰτήματά του, θὰ προσέλθῃ
δὲ πρὸς τὸν Κύριον μὲ πρόσωπον ἱλαρὸν
καὶ χαρωπόν, μὲ ἐκδήλωσιν τῆς
ἐσωτερικῆς του χαρᾶς καὶ διὰ
λόγων, θὰ ἀποδώσῃ δὲ ὁ Θεὸς
εἰς τοὺς οὕτω παιδαγωγουμένους ὑπ’
Αὐτοῦ τὴν ἀμοιβὴν τῶν
δικαίων. |
27
Εἶτα τότε ἀπομέμψεται ἄνθρωπος
αὐτὸς ἑαυτῷ λέγων· οἶα
συνετέλουν καὶ οὐκ ἄξια ἤτασέ
με ὧν ἥμαρτον. |
27
Ἔπειτα, ὑπὸ τὸ φῶς τῆς
δικαιώσεως, ὁ ἄνθρωπος θὰ κατηγορήσῃ
ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτόν του λέγων:
Ποῖα καὶ πόσα ἔργα ἄξια κατακρίσεως
δὲν διέπραξα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου,
καὶ ὁ Κύριος δὲν μὲ ἐτιμώρησεν
ἀνάλογα μὲ τὰς ἁμαρτίας
μου! |
27
Ἔπειτα, ὅταν θὰ δικαιωθῇ ἀπὸ
τὸν Θεόν, ὁ ἄνθρωπος οὗτος θὰ
μεμφθῇ αὐτὸς ἑαυτὸν λέγων:<Ὁποῖα
ἀξιοκατάκριτα ἔργα συνετέλουν, καὶ ὁ
Θεὸς δὲν μὲ ἐτιμώρησεν ἀξίως
τῶν ὅσων ἡμάρτησα. |
28
Σῶσον ψυχήν μου τοῦ μὴ ἐλθεῖν
εἰς διαφθοράν, καὶ ἡ ζωή μου
φῶς ὄψεται. |
28
Σῶσε, Κύριε, τὴν ζωήν μου, διὰ
νὰ μὴ κατέλθω εἰς τὴν φθορὰν
τοῦ τάφου καὶ τοῦ ᾅδου. Διότι
μὲ τὴν ἰδικήν σου χάριν καὶ
δύναμιν ἡ ζωή μου θὰ ἴδῃ
πάλιν τὸ φῶς τῆς χαρᾶς.
|
28
Σῶσον, Κύριε, τὴν ψυχήν μου, ἵνα μὴ
ἔλθῃ εἰς τὸ σκότος καὶ τὴν
φθορὰν τοῦ τάφου καὶ τοῦ Ἅδου,
καὶ ἡ ζωή μου τότε θὰ παραταθῇ ἐν
ἀπολαύσει τοῦ φωτὸς καὶ τῆς
χαρᾶς, μακρὰν τοῦ σκοτεινοῦ τάφου>.
|
29
Ἰδοὺ ταῦτα πάντα ἐργᾶται
ὁ ἰσχυρὸς ὁδοὺς τρεῖς
μετὰ ἀνδρός. |
29
Ἰδού, ὅλα αὐτὰ ἐργάζεται
ὁ παντοδύναμος Κύριος. Πολλὰς
μεθόδους πρὸς σωτηρίαν
χρησιμοποιεῖ δι'
ἕνα ἕκαστον ἄνθρωπον.
|
29
Ἰδοὺ ὅλα αὐτὰ ἐργάζεται
ὁ ἰσχυρὸς Κύριος, χρησιμοποιῶν δι'
ἕνα ἕκαστον ἄνθρωπον πολλὰς μεθόδους
πρὸς σωτηρίαν. |
30
Καὶ ἐρρύσατο τὴν ψυχἠν μου ἐκ
θανάτου, ἵνα ἡ ζωή μου ἐν φωτὶ
αἰνῇ αὐτόν. |
30
Καὶ ἔτσι ὁ διὰ μέσου τῶν
θλίψεων καὶ τῶν ἄλλων ἐνεργειῶν
τοῦ Θεοῦ παιδαγωγηθεὶς
καὶ σωθεὶς
ἄνθρωπος, ἀναφωνεῖ·
ἐγλύτωσεν ὁ Θεὸς τὴν
ζωήν μου ἀπὸ τὸν θάνατον, ὥστε
ἡ ζωή μου εἰς τὸ φῶς τοῦ
παρόντος βίου νὰ εἶναι γεμάτη
ἀπὸ δοξολογίας πρὸς αὐτόν.
|
30
Καὶ ὁ παιδαγωγηθεὶς καὶ σωθεὶς
ἀναφωνεῖ εὐγνωμόνως: <Ὁ Θεὸς
ἐγλύτωσε τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τὸν
θάνατον, οὕτως ὥστε ἡ ζωή μου εἰς
τὸ φῶς τοῦ παρόντος βίου να εἶναι
γεμάτη ἀπὸ αἴνους πρὸς Αὐτόν>.
|
31
Ἐνωτίζου, Ἰώβ, καὶ ἄκουέ
μου· κώφευσον, καὶ
ἐγώ εἰμι
λαλήσω. |
31
Ἄνοιξε τὰ αὐτιά σου, Ἰώβ,
καὶ ἄκουσε αὐτά, ποὺ σοῦ
λέγω. Σιώπα ὡς ἐὰν εἶσαι
κωφός. Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος,
ποὺ θὰ ὁμιλήσω.
|
31
Ἄνοιξε τὰ αὐτιά σου, Ἰώβ, καὶ
ἄκουσε τοὺς λόγους μου· σιώπα, σὰν νὰ
ἦσο κωφός, καὶ ἐγὼ εἶμαι ποὺ
θὰ λαλήσω. |
32
Εἰ εἰσί σοι λόγοι, ἀποκρίθητί
μοι· λάλησον, θέλω γὰρ δικαιωθῆναί
σε. |
32
Ἐὰν ὅμως ἔχῃς λόγους νὰ
ἀποκριθῇς, ἀπάντησέ μου. Ὁμίλησε,
διότι θέλω νὰ ἀκούσω τὰς
δικαιολογίας σου καὶ νὰ σοῦ ἀποδώσω
τὸ δίκαιον. |
32
Ἐὰν ὑπάρχουν εἰς σὲ σκέψεις
καὶ ἀντιρρήσεις εἰς ὅσα εἶπα,
δός μου ἀπόκρισιν ὁμίλησε, διότι θέλω νὰ
ἀναγνωρισθῇ τὸ δίκαιόν σου.
|
33
Εἰ μή, σὺ ἄκουσόν μου·
κώφευσον καὶ διδάξω σὲ σοφίαν.
|
33
Ἐὰν ὅμως καὶ δὲν ἔχῃς
τίποτε νὰ εἴπῃς, ἄκουσέ
με, σιώπα καὶ ἐγὼ θὰ διδάξω
εἰς σὲ τὴν ἀληθινὴν σοφίαν>.
|
33
Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχῃς ἀντίρρησίν
τινα, ἄκουσε ἐκεῖνα, ποὺ θὰ
εἴπω· σιώπα, καὶ θὰ σὲ διδάξω
θείαν σύνεσιν καὶ σοφίαν>. |