Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἰ
ἔγνως καιρὸν τοκετοῦ τραγελάφων πέτρας
ἐφύλαξας δὲ ὠδῖνας ἐλάφων;
|
ήπως
σὺ ἐγνώρισες καὶ ὤρισες τὸν
χρόνον τοῦ τοκετοῦ τῶν ἀγρίων
αἰγῶν, ποῦ ζοῦν εἰς τοὺς
ἀποκρήμνους βράχους; Μήπως σὺ
φροντίζεις καὶ παρακολουθεῖς τὸ κοιλοπόνημα
τῶν ἐλάφων;
|
ὲ
ἐρωτῶ, ἐὰν ἐγνώρισες τὸν
καιρὸν τῆς ἐγκυμοσύνης καὶ τὸν
τοκετὸν τῶν ἀγρίων γιδιῶν, ποὺ
ἀναρριχῶνται εἰς τὰς ἀποτόμους
πέτρας, ἐὰν δὲ παρετήρησες καὶ ἐπετήρησες
τὸν κοιλόπονον τοῦ τοκετοῦ τῶν ἐλάφων;
|
2
Ἠρίθμησας δὲ μῆνας αὐτῶν
πλήρεις τοκετοῦ αὐτῶν ὠδῖνας
δὲ αὐτῶν ἔλυσας;
|
2
Μήπως ἐγνώρισες ἀκριβῶς ἐπὶ
πόσους μῆνας θὰ κυοφορήσουν; Κατεπράϋνες
δὲ καὶ ἔλυσες τοὺς πόνους των
κατὰ τοὺς τοκετοὺς αὐτῶν;
|
2
Ἐγνώρισες δὲ τὸν πλήρη ἀριθμὸν
τῶν μηνῶν τὸ τοκετοῦ των, ἔλυσες
δὲ καὶ κατέπαυσες τοὺς πόνους των κατὰ
τοὺς τοκετούς των; |
3
Ἐξέθρεψας δὲ αὐτῶν τὰ
παιδία ἔξω φόβου; Ὠδῖνας δὲ
αὐτῶν ἐξαποστελεῖς; |
3
Σὺ ἔθρεψες καὶ ἀνέθρεψες τὰ
νεογνά των, ἀσφαλῆ ἀπὸ κάθε
φόβον καὶ ἀπὸ κάθε κίνδυνον
τῆς ζωῆς των; Μήπως διέλυσες καὶ
ἔδιωξες μακρὰν ἀπὸ τὰς μητέρας
των τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ των;
|
3
Ἐξέθρεψες δὲ τὰ νεογνά των ἀσφαλισμένα
ἀπὸ φόβον κατὰ παντὸς κινδύνου τῆς
ζωῆς των; Ἔδιωξες δὲ μακρὰν τοὺς
πόνους τοῦ τοκετοῦ των; |
4
Ἀπορρήξουσι τὰ τέκνα αὐτῶν
πληθυνθήσονται ἐν γεννήματι· ἐξελεύσονται,
καὶ οὐ μὴ ἀνακάμψουσιν αὐτοῖς.
|
4
Θὰ ἀποδιώξουν δὲ αὐταὶ
εἰς τὸν κατάλληλον καιρὸν τὰ
τέκνα των, ὥστε αὐτὰ νὰ μεγαλώσουν
καὶ νὰ πληθυνθοῦν μέσα εἰς τὰ
γεννήματα τῶν ἀγρῶν. Θὰ βγοῦν
ἔξω ἀπὸ τὰς φωλεάς των καὶ
δὲν θὰ ἐπιστρέψουν πλέον εἰς
τοὺς γονεῖς των.
|
4
Θὰ ἀποσπασθοῦν δὲ τὰ τέκνα των
καὶ θὰ μεγαλώσουν μέσα εἰς τὰ γεννήματα
τῶν ἀγρῶν· θὰ βγοῦν ἔξω
ἀπὸ τὴν φωλεάν των καὶ δὲν
θὰ γυρίσουν πάλιν εἰς τοὺς γεννήτοράς
των. |
5
Τίς δέ ἐστιν ὁ ἀφεὶς ὄνον
ἄγριον ἐλεύθερον δεσμοὺς δὲ
αὐτοῦ τίς ἔλυσεν;
|
5
Ποῖος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἁφῆκεν
ἐλεύθερον τὸν ἄγριον ὄνον, ποιὸς
κατήργησε τὰ σχοινιά, μὲ τὰ
ὁποῖα θὰ ἐδένετο;
|
5
Ποῖος δὲ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ
ἀφῆκε τὸν ἄγριον ὄνον ἐλεύθερον,
ποῖος δὲ ἔλυσε τὰ σχοινιά, μὲ
τὰ ὁποῖα θὰ ἐδένετο;
|
6
Ἐθέμην δὲ τὴν δίαιταν αὐτοῦ
ἔρημον καὶ τὰ σκηνώματα αὐτοῦ
ἁλμυρίδα· |
6
Ἐγὼ ὥρισα ὡς κατοικίαν του τὴν
ἔρημον περιοχὴν καὶ τοὺς ἁλμυροὺς
τόπους ὡς διαμονήν του.
|
6
Ἐγὼ δὲ ἔθεσα τόπον τῆς κατοικίας
του τὴν ἔρημον, καὶ εἰς τὴν
ἁλμυρὰν χώραν τὰς κατασκηνώσεις του.
|
7
καταγελῶν πολυοχλίας πόλεως μέμψιν
δὲ φορολόγου οὐκ ἀκούων,
|
7
Ἐμπαίζων δὲ αὐτὸς καὶ
καταφρονῶν τὸν θόρυβον τῆς πολυανθρώπου
πόλεως, μὴ ἀκούων τὴν ὠργισμένην
φωνὴν ὁδηγοῦ,
|
7
Περιφρονῶν δὲ αὐτὸς τὸν πολὺν
θόρυβον τῆς πόλεως, μὴ ἀκούων δὲ καὶ
τὴν ἐπιτιμητικὴν φωνὴν ἐπιβλητικοῦ
καὶ ἐξουσιαστικοῦ ὁδηγοῦ,
|
8
κατασκέψεται ὄρη νομὴν αὐτοῦ
καὶ ὀπίσω παντὸς χλοροῦ ζητεῖ.
|
8
παρατηρεῖ μὲ προσοχὴν καὶ ἐρευνᾷ
τὰ βουνὰ διὰ τὴν ἀνεύρεσιν
τῆς τροφῆς του, καὶ τὴν ἀναζητεῖ
ἐκεῖ, ὅπου ὑπάρχει τρυφερὰ
χλόη. |
8
κατασκοπεύει βουνὰ διὰ νὰ εὕρῃ
τὴν τροφήν του καὶ ἀναζητεῖ
αὐτὴν τρέχων ὀπίσω ἀπὸ κάθε
τρυφερὰν χλόην. |
9
Βουλήσεται δέ σοι μονόκερως δουλεῦσαι
ἢ κοιμηθῆναι ἐπὶ φάτνης σου;
|
9
Μήπως θὰ θελήσῃ ποτὲ ὁ
ρινόκερως, νὰ σὲ ὑπηρετήσῃ
ἢ νὰ κοιμηθῇ εἰς τὸν σταῦλον
σου; |
9
Θὰ θελήσῃ δὲ νὰ δουλεύσῃ εἰς
σὲ ὁ ἄγριος βοῦς ἢ νὰ
περιορισθῇ εἰς τὴν φάτνην σου καὶ
νὰ περάσῃ τὴν νύκτα του ἐκεῖ;
|
10
Δήσεις δὲ ἐν ἱμᾶσι ζυγὸν
αὐτοῦ ἢ ἑλκύσει σου αὔλακας
ἐν πεδίῳ; |
10
Θὰ ἠμπορέσῃς νὰ τὸν δέσῃς
μὲ λουριὰ εἰς τὸν ζυγόν του,
ὥστε νὰ σύρῃ τὸ ἄροτρον,
διὰ νὰ ἀνοίξῃ αὐλάκια
εἰς τὸν ἀγρόν;
|
10
Θὰ ἠμπορέσῃς δὲ νὰ τὸν
δέσῃς μὲ λωρία εἰς ζυγὸν βασταζόμενον
ὑπ’ αὐτοῦ ἢ θὰ σύρῃ μὲ
τὸ ἄροτρον αὐλάκια εἰς τὸν ἀγρόν
σου; |
11
Πέποιθας δὲ ἐπὶ αὐτῷ,
ὅτι πολλὴ ἡ ἰσχύς αὐτοῦ,
ἐπαφήσεις δὲ αὐτῷ τὰ ἔργα
σου; |
11
Ἔχεις, βέβαια, πεποίθησιν εἰς αὐτόν,
διότι μεγάλη εἶναι ἡ δύναμίς
του. Θὰ τὸν ἀφήσῃς ὅμως
νὰ ἐκτελέσῃ τὰ βαρειὰ
ἔργα τῆς καλλιεργείας σου;
|
11
Μπορεῖς δὲ νὰ ἔχῃς πεποίθησιν
εἰς αὐτόν, ἐπειδὴ εἶναι μεγάλη
ἡ δύναμίς του, θὰ ἀφήσῃς δὲ
εἰς αὐτὸν νὰ ἐκτελέσῃ
τὰ ἐπίμοχθα ἔργα τῆς καλλιεργείας
σου; |
12
Πιστεύσεις δὲ ὅτι ἀποδώσει σοι
τὸν σπόρον, εἰσοίσει δέ σου
τὸν ἄλωνα; |
12
Θὰ ἐμπιστευθῇς δὲ εἰς αὐτὸν
τὴν κατευόδωσιν τῆς σπορᾶς καὶ
τὴν καλλιέργειαν τῶν ἀγρῶν σου,
ὥστε νὰ σοῦ ἀποδώσῃ τὸ
εἰσόδημα, τὸ ὁποῖον θὰ
συγκεντρώσῃς εἰς τὸ ἁλῶνι
σου; |
12
θὰ ἐμπιστευθῇς δὲ εἰς αὐτόν,
ὅτι θὰ δώσῃ πάλιν μεταφέρων ἀσφαλῶς
τὸν φορτωθέντα ἐπ’ αὐτοῦ σπόρον καὶ
ὅτι θὰ εἰσαγάγῃ εἰς τὴν
σιταποθήκην τὸν συλλεγέντα εἰς τὸ ἁλώνιον
σῖτον; |
13
Πτέρυξ τερπομένων νεέλασα ἐὰν
συλλάβῃ ἀσίδα καὶ νέσσα·
|
13
Καμαρώνει καὶ τέρπεται ἡ στρουθοκάμηλος
διὰ τὸ ὡραῖον της πτέρωμα, τὸ
ὁποῖον φυσικὰ εἶναι ὠραιότερον
ἀπὸ τὰ πτερὰ τοῦ πελαργοῦ
καὶ τοῦ ἱέρακος.
|
13
Πτέρυξ προκαλοῦσα τέρψιν εἰς τὴν στρουθοκάμηλον,
ἐὰν συμπαραβληθῇ πρὸς τὸν πελαργὸν
καὶ τὸν ἱέρακα, ἀποδεικνύεται ἀνωφελὴς
εἰς αὐτήν, ὀσονδήποτε ταχὺ καὶ
ἂν καθιστᾲ τὸ τρέξιμόν της·
|
14
ὅτι ἄφήσει εἰς γῆν τὰ
ὠὰ αὐτῆς καὶ ἐπὶ
χοῦν θάλψει |
14
Ἐν τούτοις στερεῖται αὐτὴ τῆς
στοργῆς τοῦ πελαργοῦ πρὸς τὰ
παιδιά της δι' αὐτὸ καὶ θὰ ἀφήσῃ
τὰ αὐγά της εἰς τὴν γῆν,
εἰς τὴν ἄμμον, διὰ νὰ τὰ
ζεστάνῃ καὶ τὰ ἐκκολάψῃ
αὐτή. |
14
διότι στερουμένη τῆς ὁρμῆς τοῦ πελαργοῦ
θὰ ἀφήσῃ τὰ αὐγά της εἰς
τὴν γῆν καὶ θὰ τὰ ζεστάνῃ
εἰς τὴν ἄμμον. |
15
καὶ ἐπελάθετο ὅτι ποὺς σκορπιεῖ
καὶ θηρία ἀγροῦ καταπατήσει·
|
15
Δὲν ἔλαβεν ὑπ' ὄψιν, ὅτι πόδια
ἀνθρώπων, ποὺ βυθίζονται εἰς
τὴν ἄμμον, θὰ τὰ διασκορπίσουν
καὶ τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ
θὰ τὰ καταπατήσουν.
|
15
Καὶ ἐλησμόνησεν ὅτι πόδια ἀνθρώπων,
ποὺ βυθίζονται εἰς τὴν ἄμμον, θὰ
τὰ σκορπίσουν καὶ τὰ ἄγρια θηρία θὰ
τὰ καταπατήσουν. |
16
ἀπεσκλήρυνε τὰ τέκνα ἑαυτῆς,
ὥστε μὴ ἑαυτήν, εἰς κενὸν
ἐκοπίασεν ἄνευ φόβου·
|
16
Φέρεται μὲ σκληρότητα πρὸς τὰ
τέκνα της, ὡς ἐὰν αὐτὰ
δὲν ἦσαν ἰδικά της. Καὶ ὡς
ἐὰν μάτην ἐκοπίασε, δὲν
φοβεῖται μήπως χαθοῦν τὰ τέκνα
της. |
16
Δεικνύεται σκληρὰ εἰς τὰ τέκνα της, ὡς
νὰ μὴ ἦσαν ἰδικά της· καὶ
σὰν νὰ ἦτο ἀνωφελὴς καὶ
μάταιος ὁ κόπος της, δὲν αἰσθάνεται φόβον
μήπως ὑπάγει χαμένος. |
17
ὅτι κατεσιώπησεν αὐτῇ ὁ Θεὸς
σοφίαν καὶ οὐκ ἐπεμέρισεν αὐτῇ
ἐν τῇ συνέσει. |
17
Συμβαίνει δὲ αὐτό, διότι ὁ
Θεὸς ἀπεσιώπησε καὶ δὲν τὴν
ἐδίδαξε τὴν σοφίαν τῆς στοργῆς,
δὲν κατεμέρισεν εἰς αὐτὴν σύνεσιν.
|
17
Συμβαίνει δὲ αὐτό, διότι ὁ Θεὸς ἐσιώπησε
τελείως καὶ δὲν ἐδίδαξεν αὐτὴν
σοφίαν καὶ δὲν τῆς ἐμοίρασε
μερίδιον συνέσεως. |
18
Κατὰ καιρὸν ἐν ὕψει ὑψώσει,
καταγελάσεται ἵππου καὶ τοῦ ἐπιβάτου
αὐτοῦ. |
18
Εἰς ὥρας ὅμως κινδύνου θὰ ὑψώσῃ
τὰ ὡραῖα πτερά της καὶ θὰ
τρέχῃ τόσον γρήγορα, ὥστε θὰ
κατανικήσῃ καὶ θὰ καταγελάσῃ
οἰονδήποτε ἵππον καὶ τὸν ἰππέα,
ποὺ ἐπιβαίνει εἰς αὐτόν.
|
18
Ἐν καιρῷ κινδύνου ὅμως θὰ ὑψώσῃ
εἰς ὕψος τὰς πτέρυγάς της καὶ
θὰ τρέχῃ τόσον γρήγορα, ὥστε θὰ κατανικήσῃ
καὶ θὰ καταγελάσῃ οἱονδήποτε
ἵππον καὶ τὸν ἐπ' αὐτοῦ
ἐπιβαίνοντα. |
19
Ἦ σὺ περιέθηκας ἵππῳ δύναμιν,
ἐνέδυσας δὲ τραχήλω αὐτοῦ
φόβον; |
19
Μήπως σὺ περιέβαλες μὲ δύναμιν
τὸν ἵππον καὶ ἐνέδυσες τὸν
τράχηλόν του μὲ εὐκινησίαν,
ποὺ ἐμπνέει φόβον;
|
19
Ἢ μήπως σὺ ἔχεις θέσει γύρω ἀπὸ
τὸν ἵππον τὴν δύναμιν ποὺ ἔχει,
ἐνέδυσας δὲ τὸν τράχηλόν του μὲ
τὴν εὐκινησίαν ἐκείνην, ποὺ ἐμπνέει
τὸν τρόμον, ὅταν οὗτος χρεμετίζῃ;
|
20
Περιέθηκας δὲ αὐτῷ πανοπλίαν,
δόξαν δὲ στηθέων αὐτοῦ τόλμῃ;
|
20
Σὺ τὸν περιέβαλες μὲ τόλμην,
ὥς μὲ πανοπλίαν; Σὺ τοῦ ἐνέβαλες
εἰς τὰ στήθη τόλμην καὶ θάρρος;
|
20
Σὺ τὸν ἔχεις ὁπλίσει μὲ τὴν
ταχύτητα καὶ τὴν τόλμην ἐκείνην, ποὺ
ἀποτελεῖ ἀληθινὴν πανοπλίαν εἰς
αὐτόν; Σὺ δὲ τοῦ ἐνέβαλες
τὴν τόλμην καὶ τὸ θάρρος εἰς ,τὰ
στήθη του, τὰ ὁποῖα δημιουργοῦν τὴν
δόξαν του; |
21
Ἀνορύσσων ἐν πεδίῳ γαυριᾶ,
ἐκπορεύεται δὲ εἰς πεδίον ἐν
ἰσχύϊ· |
21
Ἀνυπόμονος σκάπτει μὲ τὰ πόδια
του τὸ ἔδαφος, ὅπου στέκεται, ἐπιπίπτει
δέ μὲ ἀσυγκράτητον ὁρμὴν
εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης.
|
21
Σκάπτων τὸ ἔδαφος εἰς τὸ μέρος, ὅπου
ἀναγκάζεται νὰ ἀναμένῃ, ἐκδηλοῖ
ὑπερήφανον ἀνυπομονησίαν, ἐφορμᾷ δὲ
μὲ δύναμιν ἀσυγκράτητον εἰς τὸ
πεδίον τῆς μάχης. |
22
συναντῶν βασιλεῖ καταγελᾷ καὶ οὐ
μὴ ἀποστραφῇ ἀπὸ σιδήρου·
|
22
Ἐὰν συναντήσῃ σιδηρόφρακτον
καὶ περιφρουρούμενον βασιλέα, τὸν
καταφρονεῖ καὶ τὸν ἐμπαίζει,
καὶ δὲν πτοεῖται οὔτε καὶ γυρίζει
πίσω ἐνώπιον σιδηρῶν ὅπλων,
μαχαιρῶν καὶ τόξων.
|
22
Ὅταν δὲ συναντᾷ βασιλέα φρουρούμενον ὑπὸ
τοῦ στρατοῦ του, μετὰ περιφρονήσεως καταγελᾷ
αὐτὸν καὶ κατ’ οὐδένα λόγον θὰ
γυρίσῃ ὀπίσω πτοούμενος ἀπὸ σιδηρᾶ
ὅπλα. |
23
ἐπ' αὐτῷ γαυριᾷ τόξον καὶ
μάχαιρα, |
23
Ἐπάνω εἰς αὐτὸν κάθεται
ὑπερήφανα ὁ ἰππεὺς καὶ
χρησιμοποιεῖ τὸ τόξον καὶ τὴν
μάχαιράν του.
|
23
Ἐπ' αὐτοῦ καθήμενος ἀσφαλῶς
ὁ ἱππεὺς κινεῖ ὑπερηφάνως τὸ
τόξον καὶ τὴν μάχαιράν του.
|
24
καὶ ὀργῇ ἀφανιεῖ τὴν γῆν
καὶ οὐ μὴ πιστεύσει, ἕως ἂν
σημάνῃ σάλπιγξ· |
24
Ἀπὸ τὸν θυμόν του, ὅταν τὸν
ὑποχρεώνουν νὰ περιμένῃ, κατασκάπτει
καὶ ἐξαφανίζει μὲ τὰ πόδια
του τὴν γῆν· δὲν θὰ μείνῃ
ἥσυχος, ἕως ὅτου ἡ σάλπιγξ θὰ
δώσῃ τὸ σύνθημα τῆς ἐπιθέσεως.
|
24
Καὶ ἀπὸ τὸν θυμόν, ποὺ κυριεύεται,
ὅταν τὸν ἀναγκάζουν νὰ περιμένῃ,
κατατρώγει μὲ τὰ πόδια του τὴν γῆν
καὶ δὲν θὰ μείνῃ ἥσυχος, ἕως
ὅτου σημάνῃ ἡ σάλπιγξ τὸ σύνθημα
τῆς ἐξορμήσεως. |
25
σάλπιγγος δὲ σημαινούσης λέγει·
εὖγε. Πόρρωθεν δὲ ὀσφραίνεται
πολέμου σὺν ἅλμασι καὶ κραυγῇ.
|
25
Ὅταν δὲ ἡ σάλπιγξ σημάνῃ
ἐξόρμησιν, ἰκανοποιεῖται καὶ
φαίνεται σὰν νὰ λέγῃ· Εὖγε!
Ἀπὸ μακρυὰ ὀσφραίνεται τὸν
πόλεμον καὶ τρέχει μὲ μεγάλα
ἅλματα ἐκεῖ, ποὺ ἀκούονται
πολεμικαὶ κραυγαί.
|
25
Ὅταν δὲ σημάνῃ ἡ σάλπιγξ, ἐκδηλώνει
ἰκανοποίησιν σὰν νὰ λέγῃ·
<Εὖγε>. Ἀπὸ μακριὰ δὲ
μυρίζεται τὸν πόλεμον, εἰς τὸν ὁποῖον
θὰ χρειασθῇ ὄχι μόνον νὰ τρέξῃ,
ἀλλὰ νὰ κάμῃ καὶ ἅλματα,
καὶ ὅπου θὰ ἐκβάλλωνται κραυγαί.
|
26
Ἐκ δὲ τῆς σῆς ἐπιστήμης
ἕστηκεν ἱέραξ, ἀναπετάσας τὰς
πτέρυγας, ἀκίνητος, καθαρῶν τὰ
πρὸς νότον; |
26
Μήπως ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου
σοφίαν, ἔμαθε τὸ γεράκι νὰ στέκεται
εἰς τὸν ἀέρα ἀκίνητον
ἀπλώνοντας τὰς πτέρυγας του, καὶ
στρέφει τὸ βλέμμα του πρὸς τὸν
νότον, ὅπου πρόκειται νὰ πετάξῃ;
|
26
Ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου δὲ σοφίαν
καὶ γνῶσιν ἔμαθε νὰ στέκεται εἰς
τὸν ἀέρα τὸ γεράκι ἀκίνητον, ἀφοῦ
ἐξαπλώσῃ τὰ πτερά του, βλέπον
καὶ διακρίνον τὰ πρὸς νότον θερμὰ
κατὰ τὸν χειμῶνα μέρη διὰ νὰ
μεταναστεύσῃ ἐκεῖ; |
27
Ἐπὶ δὲ σῷ προστάγματι ὑψοῦται
ἀετός, γὺψ δὲ ἐπὶ νοσσιᾶς
αὐτοῦ καθεσθεὶς αὐλίζεται
|
27
Κατόπιν ἰδικῆς σου διαταγῆς πετὰ
πρὸς μεγάλα ὕψη ὁ ἀετός,
ὁ δὲ γὺψ διέρχεται τὴν νύκτα
ἐπὶ τῆς φωλεάς του, εἰς τὴν
ὁποίαν θὰ καθίσῃ
|
27
Ὑστέρα δὲ ἀπὸ ἰδικόν σου πρόσταγμα
ἔλαβε τὴν δεξιότητα ὁ ἀετὸς
νὰ σηκώνεται ὑψηλὰ καὶ νὰ πετᾷ
εἰς μεγάλα ὕψη, τὸ ὄρνεον δὲ
ἀπὸ σὲ ἐδιδάχθη, ἀφοῦ
καθήσῃ εἰς τὴν φωλεάν του, νὰ
περνᾷ τὴν νύκτα του εἰς αὐτήν,
|
28
ἐπ' ἐξοχῇ πέτρας καὶ ἀποκρύφῳ;
|
28
καὶ ἡ ὁποία εἶναι κτισμένη
εἰς ἀπότομον καὶ ἀπόκρυφον
προεξοχὴν βράχου;
|
28
κτισμένην εἰς ἐξοχὴν βράχου ἀπότομον
καὶ ἀπόκρυφον; |
29
Ἐκείσε ὧν ζητεῖ τὰ σῖτα,
πόρρωθεν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ
σκοπεύουσι· |
29
Ἐνῷ δὲ εἶναι ἐκεῖ, ἀναζητεῖ
τὴν τροφήν του, διότι βλέπουν ἀπὸ
μακρυὰ τὰ μάτια του πρὸς τὰ
μέρη ἐκεῖνα ὅπου εὑρίσκεται
τὸ θήραμά του.
|
29
Πρὸς τὰ μέρη δὲ ἐκεῖνα, ὅπου
ζητεῖ τὴν τροφήν του, βλέπουν ἀπὸ
μακριὰ τὰ μάτια του. |
30
νεοσσοὶ δὲ αὐτοῦ φύρονται ἐν
αἵματι, οὖ δ' ἂν ὦσι τεθνεῶτες,
παραχρῆμα εὑρίσκονται. |
30
Τὰ πουλιά του, ἀπὸ τὰς πρώτας
ἡμέρας τῆς ζωῆς των, ζυμώνονται
μὲ τὸ αἷμα τῶν κατασπαρασσομένων
ζώων· ὅπου δὲ καὶ ἂν ὑπάρχουν
θνησιμαῖα, ἐκεῖ ἀμέσως εὑρίσκονται
καὶ αὐτά>. |
30
Τὰ πουλιά του δέ, τρεφόμενα μὲ σάρκας κατασπαρασσομένης
ἐν ζωῇ λείας, ζυμώνονται ἀπὸ τὰς
πρώτας ἡμέρας τῆς ζωῆς των μὲ αἷμα,
ὅπου δὲ καὶ ἂν ὑπάρχουν θνησιμαία,
ἀμέσως καὶ πρὶν ἢ ταῦτα σαποῦν,
εὑρίσκονται ἀπὸ τὰ σαρκοβόρα πτηνά>.
|