Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐχ
ἑώρακας αὐτόν, οὐδὲ ἐπὶ
τοῖς λεγομένοις τεθαύμακας;
|
ὲν
ἔχεις ἴδει τὸ μέγα αὐτὸ
θηρίον; Δὲν ἔχεις δοκιμάσει δέος
καὶ θαυμασμόν, ὅταν ἤκουσες νὰ
ὁμιλοῦν δι' αὐτό;
|
ὲν
ἔχεις ἴδει τὸ θηρίον αὐτό, ο.υτε ἔχεις
δοκιμάσει ἔμφοβον θαυμασμόν, ὅταν ἤκουσες
τὰ λεγόμενα περὶ αὐτοῦ;
|
2
Οὐ δέδοικας ὅτι ἠτοίμαστοί
μοι; Τίς γάρ ἐστιν ὁ ἐμοὶ
ἀντιστάς; |
2
Δὲν φοβεῖσαι λοιπὸν καὶ ἐμέ,
ὁ ὁποῖος ἔχω δημιουργήσει αὐτὸ
τὸ θηρίον; Διότι ποιὸς εἶναι
ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μοῦ
ἀντεστάθη ποτὲ ἕως τώρα;
|
2
Δὲν φοβεῖσαι λοιπὸν καὶ Ἐμέ,
ἀφοῦ ἀπὸ Ἐμὲ ἔχει
ἐτοιμασθῆ καὶ δημιουργηθῆ τοῦτο;
Φοβήθητι. Διότι ποῖος εἶναι ἐκεῖνος,
ποὺ ἀντεστάθη εἰς Ἐμέ; Κανείς.
|
3
Ἢ τς ἀντιστήσεταί μοι κοὶ ὑπομενεῖ,
εἰ πᾶσα ἡ ὑπ' οὐρανὸν
ἐμὴ ἐστιν; |
3
Καὶ ποιὸς εἶναι δυνατὸν νὰ μοῦ
ἀντισταθῇ εἰς τὸ μέλλον καὶ
νὰ μείνῃ ἀκλόνητος ἀφοῦ
ὅλη ἡ κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ εἶναι
ἰδικά μου;
|
3
Διότι ποῖος θὰ ἀντισταθῇ εἰς
Ἐμὲ καὶ θὰ ἀνθέξῃ, ἀφοῦ
ὅλη ἡ ἐκτεινομένη κάτωθι τοῦ οὐρανοῦ
γῆ εἶναι ἰδική μου; |
4
Οὐ σιωπήσομαι δι' αὐτόν, καὶ
λόγον δυνάμεως ἐλεήσει τὸν ἴσον
αὐτῷ. |
4
Δὲν θὰ παύσω ἀκόμη νὰ
κάνω λόγον διὰ τὸ μέγα αὐτὸ
θηρίον. Ἐξ αἰτίας τῆς τρομερᾶς
δυνάμεώς του, καθένας θὰ λυπηθῇ
ἐκεῖνον, ποὺ ἐπιτίθεται ἐναντίον
του, διότι θὰ τὸν βλέπῃ ἐκτιθέμενον
εἰς μέγαν θανάσιμον κίνδυνον.
|
4
Δὲν θὰ σιωπήσω διὰ τοῦτον, τὸν
ἀνθιστάμενον εἰς Ἐμέ, καὶ ἡ
δύναμίς μου δὲν θὰ δείξῃ ἔλεος πρὸς
τὸν προβάλλοντα λόγον δυνάμεως καὶ ἀπειλῆς,
ὡς νὰ ἦτο ἴσος πρὸς Ἐμέ.
|
5
Τίς ἀποκαλύψει πρόσωπον ἐνδύσεως
αὐτοῦ, εἰς δὲ πτύξιν θώρακος
αὐτοῦ τίς ἂν εἰσέλθοι;
|
5
Ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ ἀφαιρέσῃ
καὶ νὰ ξεσκεπάσῃ τὸ κάλυμμα
τῆς ἐπενδύσεως του; Ποιὸς δὲ
ἠμπορεῖ νὰ εἰσχωρήσῃ εἰς
τὰς πτυχὰς τοῦ θώρακός του;
|
5
Ποῖος ἠμπορεῖ νὰ ξεσκεπάσῃ τὴν
ἐξωτερικὴν ὄψιν τοῦ ἐνδύματος
τοῦ κροκοδείλου, ὅταν εἶναι ζωντανός, ἀφαιρῶν
ἀπ’ αὐτοῦ τὸ καλύπτον αὐτὸν
δέρμα, ποῖος δὲ θὰ ἠδύνατο νὰ
εἰσέλθῃ εἰς τὴν πτυχὴν καὶ
τὸ κοίλωμα τοῦ θώρακός του;
|
6
Πύλας προσώπου αὐτοῦ τίς ἀνοίξει;
Κύκλῳ ὀδόντων αὐτοῦ φόβος.
|
6
Ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ ἀνοίξῃ
τὴν πύλην τοῦ στόματός του,
τὰς φοβερὰς δηλαδὴ σιαγόνας του; Γύρω
ἀπὸ τὰς σιαγόνας αὐτὰς
εἶναι οἱ τρομεροὶ ὀδόντες του,
οἱ ὁποῖοι ἐμπνέουν φόβον.
|
6
Τὰς ἰσχυρὰς σὰν πύλας σιαγόνας τοῦ
προσώπου του ποῖος θὰ ἀνοίξῃ; Τριγύρω
ἀπὸ τὰ μυτερὰ καὶ σκληρὰ
δόντια του ὑπάρχει φόβος καὶ τρόμος.
|
7
Τὰ ἔγκατα αὐτοῦ ἀσπίδες
χάλκεαι, σύνδεσμος δὲ αὐτοῦ
ὥσπερ σμυρίτης λίθος·
|
7
Τὰ ἐσωτερικά του προφυλάσσονται σὰν
ἀπὸ χαλκίνας ἀσπίδας, αἱ
δὲ ἠνωμέναι μεταξύ των φολίδες
τοῦ δέρματός του εἶναι σὰν νὰ
ἔχουν κατασκευασθῇ ἀπὸ σμυρίτην
λίθον. |
7
Τὸ σῶμα του φέρει ἀσπίδας χαλκίνας, τὰς
σκληρὰς καὶ ὀστρακίνας σειρὰς τοῦ
δέρματός του, συνδέονται δὲ αὗται μεταξύ
των σὰν λίθος σμύριδος. |
8
εἶς τοῦ ἑνὸς κολλῶνται, πνεῦμα
δὲ οὐ μὴ διέλθῃ αὐτόν·
|
8
Ἡ μία φολὶς συνδέεται τόσον
στενὰ μὲ τὴν ἄλλην, ὥστε οὔτε
ἡ πνοὴ ἀνέμου δὲν ἠμπορεῖ
νὰ περάσῃ διὰ μέσου αὐτῶν.
|
8
Τὸ ἓν ὀστράκινον τεμάχιον εἶναι προσκολλημένον
εἰς τὸ ἄλλο τόσον στενά, ὥστε δὲν
μένει κανὲν κενόν, ποὺ νὰ ἠμπορῇ
νὰ περάσῃ ἀπὸ αὐτὸ πνοὴ
ἀνέμου. |
9
ἀνὴρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ
προσκολληθήσεται, συνέχονται καὶ οὐ
μὴ ἀποσπασθῶσιν. |
9
Σὰν ἀδέλφια προσκολλᾶται ἡ μία
μὲ τὴν ἄλλην, συνδέονται στενότατα
καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποσπασθοῦν
καὶ νὰ ξεχωρίσουν οὔτε ἀπὸ
μεταξύ των οὔτε ἀπὸ τὸ σῶμα
τοῦ κροκοδείλου.
|
9
Ὅμοια καὶ τῆς αὐτῆς φύσεως προσκολλῶνται
σὰν ἀδέλφια, συνδέονται πρὸς ἄλληλα
καὶ κατ’ οὐδένα λόγον ἀποσπῶνται οὔτε
ἀπ' ἀλλήλων, οὔτε ἀπὸ τὸ
σῶμα τοῦ θηρίου. |
10
Ἐν πταρμῷ αὐτοῦ ἐπιφαύσκεται
φέγγος, οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ
εἰδὸς Ἑωσφόρου. |
10
Καθὼς πταρνίζεται, τὰ σταγονίδια τοῦ
πταρμοῦ του ἀκτινοβολοῦν τὸ φῶς,
τὰ δὲ μάτια του ὁμοιάζουν μὲ
τὸν Αὐγερινόν.
|
10
Εἰς τὸ πτάρνισμά του τὸ πλῆθος τῶν
ἐκσφενδονιζομένων ἀπὸ τοὺς μυκτῆρας
του σταγονιδίων γίνεται φωτεινόν, τὰ μάτια του δὲ
ὁμοιάζουν πρὸς τὸν λάμποντα κατὰ τὸ
βαθὺ σκότος τῆς πρωΐας αὐγερινόν.
|
11
Ἐκ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύονται
ὡς λαμπάδες καιόμεναι καὶ διαρριπτοῦνται
ὡς ἐσχάραι πυρός.
|
11
Ἀπὸ τὸ στόμα του ἐξέρχονται
σὰν ἀναμμένες λαμπάδες καὶ ἐξαφανίζονται
ὁλόγυρά του ὡσὰν ἑστίαι
φωτιᾶς. |
11
Ἀπὸ τὸ στόμα του βγαίνουν νερὰ ζεστὰ
σὰν καιομένης λαμπάδας καὶ ἐκσφενδονιζόμενα
διασκορπίζονται σὰν φλόγες φωτιᾶς.
|
12
Ἐκ μυκτήρων αὐτοῦ ἐκπορεύεται
καπνὸς καμίνου καιομένης πυρὶ ἀνθράκων.
|
12
Τὰ σταγονίδια ποὺ ἐκτοξεύονται
ἀπὸ τοὺς ρώθωνάς του ὁμοιάζουν
μὲ ἐξερχόμενον καπνὸν καμίνου,
ἡ ὁποία καίεται μὲ ἀναμμένα
κάρβουνα. |
12
Ἀπὸ τοὺς μυκτῆρας του βγαίνουν μὲ
θόρυβον πλῆθος σταγονιδίων, σὰν καπνὸς καμίνου
ποὺ καίεται ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα.
|
13
Ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἄνθρακες, φλὸξ
δὲ ἐκ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύεται.
|
13
Ἡ ἐκπνοὴ αὐτοῦ εἶναι σὰν
ἀναμμένα κάρβουνα, φλόγα δὲ
ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸ στόμα
του. |
13
Ἡ πνοή του εἶναι ζεστὴ σὰν ἀναμμένα
κάρβουνα, φλόγα δὲ βγαίνει ἀπὸ τὸ
στόμα του. |
14
Ἐν δὲ τραχήλω αὐτοῦ αὐλίζεται
δύναμις, ἔμπροσθεν αὐτοῦ τρέχει
ἀπώλεια. |
14
Εἰς τὸν τράχηλόν του ἐδράζεται
ἡ δύναμίς του καὶ ἔμπροσθέν
του ἀπλώνεται ὄλεθρος καὶ καταστροφή.
|
14
Εἰς δὲ τὸν σκληρὸν τράχηλόν του διαμένει
δύναμις μεγάλη, ὥστε ἐμπρὸς ἀπὸ
αὐτὸν τρέχει ὁ ἀφανισμὸς καὶ
ἡ ἀπώλεια λόγῳ τῶν καταστροφῶν,
τὰς ὁποίας μὲ τὴν δύναμιν ταύτην προκαλεῖ.
|
15
Σάρκες δὲ σώματος αὐτοῦ κεκόλληνται·
καταχέει ἐπ' αὐτόν, οὐ σαλευθήσεται.
|
15
Αἱ σάρκες τοῦ σώματός του εἶναι
στενὰ κολλημέναι μεταξύ των καὶ σκληραί,
ὥστε ἐὰν κανεὶς ρίψῃ ἐναντίον
του βέλη οὔτε ποὺ θὰ τὰ αἰσθανθῇ
καὶ οὔτε θὰ σαλευθῇ.
|
15
Αἱ σάρκες δὲ τοῦ σώματός του δὲν εἶναι
χαλαραί, ἀλλὰ σκληραὶ καὶ συγκεκολλημέναι·
ἐὰν ρίψῃ κανεὶς πυκνὰ βλήματα
κατ’ αὐτοῦ, δὲν θὰ σαλευθῇ καὶ
δὲν θὰ μετακινηθῇ ἀπὸ τὴν
θέσιν του, διότι ταῦτα δὲν θὰ τὸν
πειράξουν διόλου. |
16
ἡ καρδία αὐτοῦ πέπηγεν ὡς
λίθος, ἕστηκε δὲ ὥσπερ ἀκμῶν
ἀνήλατος. |
16
Ἡ καρδία του εἶναι σκληρὴ ὅπως
τὸ λιθάρι· στέκεται ἄκαμπτη καὶ
ἀλύγιστη σὰν τὸ ἀμόνι.
|
16
Ἡ καρδία του εἶναι σκληρὰ σὰν λιθάρι,
στέκεται δὲ ἀλύγιστος καὶ ἀδάμαστος
σὰν τὸ ἀμόνι, ποὺ δὲν
ὑποχωρεῖ παρὰ τὴν σφυρηλασίαν, ποὺ
γίνεται ἐπ' αὐτοῦ. |
17
Στραφέντος δὲ αὐτοῦ, φόβος θηρίοις
τετράποσιν ἐπὶ γῆς ἁλλομένοις.
|
17
Ἐὰν βγῇ ἀπὸ τὸ νερὸ
καὶ στραφῇ πρὸς τὴν ξηράν, φόβος
καὶ τρόμος θὰ πέσῃ εἰς
τὰ θηρία τῆς ὑπαίθρου, τὰ
ὁποῖα φεύγουν ἐνώπιόν
του μὲ πηδήματα.
|
17
Ἐὰν δὲ βγῇ ἀπὸ τὸ
νερὸν καὶ στραφῇ προχωρῶν ἐπὶ
τῆς ξηρᾶς, φόβος θὰ ἐπιπέσῃ
εἰς τὰ θηρία τὰ τετράποδα, ποὺ ἀμέριμνα
πηδοῦσαν ἐπὶ τῆς γῆς.
|
18
Ἐὰν συναντήσωσιν αὐτῷ λόγχαι,
οὐδὲν μὴ ποιήσωσι δόρυ καὶ
θώρακα· |
18
Λόγχαι ἐὰν πέσουν μὲ ὁρμὴν
ἐπάνω του, δὲν τὸν θίγουν καθόλου.
Οὔτε τὸ δόρυ καὶ οἱ θωρακισμένοι
πολεμισταὶ ἠμποροῦν νὰ τοῦ κάμουν
τίποτε. |
18
Ἐὰν τὸν ἐπιτύχουν λόγχαι ριπτόμεναι
μακρόθεν, δὲν θὰ κάμουν τίποτε, οὔτε καὶ
ἂν τὸν κτυπήσῃ κανεὶς ἐκ τοῦ
πλησίον ὡπλισμένος μὲ δόρυ καὶ θώρακα.
|
19
ἥγηται μὲν γὰρ σίδηρον ἄχυρα,
χαλκὸν δὲ ὥσπερ ξύλον σαθρόν.
|
19
Αὐτὸς θεωρεῖ τὰ σιδερένια ὅπλα
σὰν ἄχυρα, τὰ δὲ χάλκινα σὰν
σάπιο ξύλο.
|
19
Διότι τὸ μὲν σιδηροῦν ὅπλον τὸ
θεωρεῖ ἄχυρα, τὸ δὲ χάλκινον σὰν
ξύλον σάπιο. |
20
Οὐ μὴ τρώσῃ αὐτὸν τόξον
χαλκέον, ἥγηται μὲν πετροβόλον χόρτον·
|
20
Τὸ χάλκινον τόξον δὲν ἠμπορεῖ
νὰ τοῦ ἐπιφέρῃ καμμίαν
πληγήν, τὴν δὲ σφενδόνην ποὺ
ἐκσφενδονίζει λίθους, τὴν θεωρεῖ
σὰν τὸ χορτάρι.
|
20
Δὲν θὰ τὸν πληγώσῃ ὁλοτελῶς
βέλος ἐκσφενδονιζόμενον ἀπὸ τόξον
χάλκινον, θεωρεῖ δὲ τὸν διὰ σφενδόνης
πετροβολισμὸν σὰν νὰ πίπτῃ ἐπάνω
του χόρτος. |
21
ὡς καλάμη ἐλογίσθησαν σφῦραι,
καταγελᾷ δὲ σεισμοῦ πυρφόρου.
|
21
Τὰ σιδερένια σφυριὰ τὰ θεωρεῖ
σὰν τὴν ἀνάλαφρη καλαμιά. Καταφρονεῖ
δὲ τὰ πυρφόρα βέλη, ποὺ ἐκσφενδονίζονται
ἐναντίον του.
|
21
Σὰν λεπτὴ καλαμιὰ ἐλογαριάσθησαν
ὑπ’ αὐτοῦ σφυριὰ σιδερένια, περιφρονεῖ
δὲ τὰ μεθ' ὁρμῆς ἐκσφενδονιζόμενα
βέλη, ποὺ εἰς τὰς αἰχμάς των
φέρουν στυπεῖον βουτηγμένον εἰς ὑγρὸν
φλεγόμενον. |
22
Ἡ στρωμνὴ αὐτοῦ ὀβελίσκοι
ὀξεῖς, πᾶς δὲ χρυσὸς θαλάσσης
ὑπ' αὐτὸν ὥσπερ πηλὸς ἀμύθητος.
|
22
Κοιμᾶται μὲ ἄνεσιν ἐπάνω σὲ
μυτερὰ καρφιά, ὅλος δὲ ὁ κάτω
ἀπὸ αὐτὸν χρυσὸς τῆς θαλάσσης
θεωρεῖται σὰν λάσπη ἄνευ ἀξίας.
|
22
Τὸ στρῶμα του δὲν τὸν ἐνοχλεῖ,
καὶ ἐὰν ἀκόμη εἶναι σκορπισμένα
εἰς αὐτὸ σουβλιὰ μυτερά, κάθε χρυσὸς
δὲ θαλάσσης, ποὺ τυχὸν θὰ εὑρεθῇ
ὑποκάτω του, περιφρονεῖται ὑπ’ αὐτοῦ
τόσον πολύ, ὥστε τὸν θεωρεῖ σὰν πηλὸν
εἰς βάθος πολὺ ἐκτεινόμενον καὶ μηδὲν
τὸ πολύτιμον ἐγκρύπτοντα.
|
23
Ἀναζεῖ τὴν ἄβυσσον ὥσπερ χαλκεῖον,
ἥγηται δὲ τὴν θάλασσαν ὤσπερ
ἐξάλειπτρον, |
23
Ἀναταράσσει καὶ κάμνει σὰν νὰ
βράζουν τὰ ὕδατα, ὅπως τὸ φυσερὸ
τοῦ σιδηρουργείου. Εὐχαριστεῖται δὲ
εἰς τὴν θάλασσαν, ὡς ἐὰν
αὐτὴ εἶναι λεκάνη λουτροῦ καθαριότητος.
|
23
Ὅταν πλέῃ στὰ βαθιὰ νερὰ καὶ
ἐκσφενδονίζῃ ἀπὸ τὸ στόμα
καὶ τοὺς μυκτῆρας τοῦ ἀφρούς,
βράζει ὁ ὠκεανὸς σὰν ἐργαστήριον
χαλκοῦ· θεωρεῖ δὲ τὴν θάλασσαν
σὰν μυροδοχεῖον. |
24
τὸν δὲ τάρταρον τῆς ἀβύσσου
ὥσπερ αἰχμάλωτον· ἐλογίσατο
ἄβυσσον εἰς περίπατον.
|
24
Τὰ βάθη τῶν θαλασσῶν εἶναι ὑπὸ
τὴν ἐξουσίαν του ὡς αἰχμάλωτα.
Περίπατον δὲ εὐχάριστον θεωρεῖ
τὸν ὠκεανόν.
|
24
Εἰς τὰ βάθη δὲ τοῦ ὠκεανοῦ
κυριαρχεῖ, σὰν νὰ ἦτο οὗτος
αἰχμάλωτός του· θεωρεῖ δὲ τὸν
ὠκεανὸν ὡς περιοχὴν εὐχαρίστου
δι' αὐτὸν περιπάτου. |
25
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν ἐπὶ τῆς
γῆς ὅμοιον αὐτὰ πεποιημένον
ἐγκαταπαίζεσθαι ὑπὸ τῶν ἀγγέλων
μου· |
25
Δὲν ὑπάρχει ἄλλο θηρίον ἐπάνω
εἰς τὴν γῆν ὅμοιον μὲ τὸν
κροκόδειλον, ὁ ὁποῖος εἶναι
ἔτσι φτιασμένος, ὥστε μόνον ἀπὸ
τοὺς ἀγγέλους μου εἶναι δυνατὸν
νὰ ἐμπαίζεται.
|
25
Δὲν ὑπάρχει ἄλλο θηρίον ἐπὶ
τῆς γῆς ὅμοιόν του, φτιασμένον νὰ
εἶναι παίγνιον εἰς τοὺς ἀγγέλους μου.
|
26
πᾶν ὑψηλὸν ὁρᾷ, αὐτὸς
δὲ βασιλεὺς πάντων τῶν ἐν τοῖς
ὕδασιν. |
26
Βλέπει ἀπτόητος ὅλα τὰ ὑψηλά,
βασιλεύει δὲ εἰς ὅλα τὰ ζῶα,
ποὺ ὑπάρχουν μέσα εἰς τὰ
ὕδατα>. |
26
Βλέπει ἀπτόητος καὶ ἀγέρωχως κάθε
τι, ποὺ διὰ τὴν δύναμιν καὶ τὸ
θάρρος του στέκεται ὑψηλά. Αὐτὸς δὲ
παραμένει βασιλεὺς ὅλων τῶν ζώων, ποὺ
ζοῦν καὶ κινοῦνται εἰς τὰ νερά>.
|