Σχόλιον Τῆς Ἰουδίθ 
ΑΝ τὸ βιβλίον τοῦ Τωβὶτ εἶναι ἐλκυστικὸν μὲ τὰ συγκινητικὰ γεγονότα καὶ τάς, κατὰ τρόπον ἀποφθεγματικόν, βαθυστοχάστους διδασκαλίας του, τὸ βιβλίον τῆς Ἰουδὶθ εἶναι συναρπαστικὸν μὲ τὰ δραματικὰ γεγονότα καὶ τὰς περιπετειώδεις σκηνάς, διὰ μέσου τῶν ὁποίων φαίνεται ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, προστατευτικὴ μὲν διὰ τοὺς ἀδικουμένους, τιμωρὸς δὲ διὰ τοὺς ἀδικοῦντας.
Τὸ βιβλίον ἐπῆρε τὸ ὄνομα ἀπὸ τὴν Ἰουδίθ, ἐνάρετον καὶ σεμνοτάτην νεαρὰν χήραν, ἡ ὁποία χάρις εἰς τὸ θάρρος, ποὺ τῆς ἐνέπνεεν ἡ πίστις πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα, ἔσωσε τὴν Ἰουδαίαν ἀπὸ βέβαιον ὄλεθρον ἐκ μέρους τῶν ἐχθρῶν της.
Ὁ Ναβουχοδονόσορ εὑρισκόμενος εἰς πόλεμον κατὰ τὸν Ἀρφαξάδ, βασιλέως τῶν Μήδων, ἐζήτησε δι' ἀπεσταλμένων του βοήθειαν καὶ συμπαράστασιν ὅλων τῶν λαῶν, ποὺ ἦσαν ἐγκατεστημένοι εἰς τὰς πεδιάδας Τίγρητος καὶ Εὐφράτου, εἰς τὴν ἄνω Μεσοποταμίαν καὶ Συρίαν, εἰς τὰς περιοχὰς τοῦ Ὀρόντου καὶ τοῦ Ἰορδάνου, μέχρι καὶ τῶν κατοικούντων εἰς τὸ Δέλτα τοῦ Νείλου. 
Οἱ πάντες, ὄχι μόνον ἠρνήθησαν, ἀλλὰ καὶ ἐγελοιοποίησαν τοὺς ἀπεσταλμένους, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἐξήγειρε τὴν μανίαν τοῦ Ναβουχοδονόσορος. 
Διὰ τοῦτο μετὰ τὴν νίκην του κατὰ τοῦ Ἀρφαξάδ, ἀπέστειλε μὲ πολλὴν δύναμιν τὸν στρατηγὸν Ὀλοφέρνην, διὰ νὰ τιμωρήσῃ σκληρῶς τοὺς λαούς, οἱ ὁποῖοι τὸν εἶχαν ὑβρίσει, νὰ καταστρέψῃ δὲ τοὺς βωμοὺς καὶ τὰ ἱερά των. Οἱ λαοὶ κατατρομαγμένοι ἐδήλωσαν πλήρη ὑποταγήν, μὲ τὴν ματαίαν ἐλπίδα ὅτι θὰ διέφευγον τὴν καταστροφήν.
Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως, ἐφ' ὅσον ὁ ἐχθρὸς ἀπειλοῦσε μὲ καταστροφὴν τὴν πατρίδα των καὶ μὲ ἀφανισμὸν τὰ ἱερὰ καὶ τὴν θρησκείαν των, ἡτοιμάσθησαν δι' ἠρωϊκὸν ἀγῶνα. Ὠχύρωσαν διαφόρους πόλεις, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὴν Βαιτυλούα, ἡ ὁποία εἰς ἐπίκαιρον θέσιν ἐπὶ τοῦ ὄρους Ἐφραὶμ κτισμένη ἔκλειε τὴν ὁδὸν πρὸς Ἱερουσαλήμ. 
Ὁ Ὀλοφέρνης περιέκλεισεν εἰς σκληρὰν πολιορκίαν τὴν πόλιν, ἔκοψε τὰ ὕδατα τῆς ὑδρεύσεώς της καὶ οἱ κάτοικοι, ἀπὸ τοῦ λιμοῦ καὶ πρὸ παντὸς ὑπὸ τῆς δίψης τυραννούμενοι καὶ κινδυνεύοντες νὰ ἀφανισθοῦν, συνεσκέφθησαν νὰ παραδοθοῦν.
Τότε ἐμφανίζεται ἡ Ἰουδίθ, χήρα ἀπὸ τριετίας καὶ πλέον, ἡ ὁποία διὰ τὸ βαθὺ αὐτῆς πένθος ἔφερε συνεχῶς τὰ ἐνδύματα τῆς χηρείας, ἐνήστευε καθ' ὅλον αὐτὸ τὸ διάστημα καὶ κατοικοῦσε εἰς σκηνήν, τὴν ὁποίαν εἶχε στήσει ἐπάνω εἰς τὸ δῶμα <εἰς τὴν ταράτσαν> τοῦ πλουσίου οἴκου της. 
Αὐτὴ διεμαρτυρήθη διὰ τὴν ἀπόφασιν ἀρχόντων καὶ λαοῦ νὰ παραδοθοῦν καὶ ἀνέλαβε νὰ σώσῃ τὴν πατρίδα της καὶ τὴν ἱερὰν θρησκείαν της. 
Ἐνεδύθη τὰ καλύτερα αὐτῆς ἐνδύματα, ἐφόρεσε πολύτιμον διάδημα, ἐστολίσθη μὲ τὰ πλέον ἐκλεκτὰ κοσμήματα, <ἐχρίσατο μύρῳ παχεῖ> καὶ συνοδευόμενη ἀπὸ μίαν θεραπαινίδα της ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν Βαιτυλούα πρὸς τὸ στρατόπεδον τῶν Ἀσσυρίων.
Οἱ φρουροὶ τὴν συνέλαβον καὶ κατάπληκτοι ἀπὸ τὴν λάμπουσαν ὡραιότητάς της τὴν ὁδήγησαν πρὸς τὸν Ὀλοφέρνην. Πρὸς αὐτόν, ἔκθαμβον διὰ τὸ κάλλος της, εἶπεν ὅτι δὲν πρέπει νὰ πολεμήσῃ καὶ χάσῃ τοὺς ἄνδρας του ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων, διότι ἐντὸς ἐλαχίστων ἡμερῶν παράλυτοι αὐτοὶ ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ δίψαν θὰ εὑρίσκωνται εἰς πλήρη ἀδυναμίαν νὰ ἀντιτάξουν ἄμυναν. 
Αὐτὴ δὲ θὰ ἀνελάμβανε νὰ ὁδηγήσῃ ἀσφαλεῖς τοὺς Ἀσσυρίους εἰς κατάληψιν ὄχι μόνον τῆς Βαιτυλούα, ἀλλὰ καὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ ὅλης τῆς Ἰουδαίας.
Ἐζήτησε ὅμως παρὰ τοῦ Ὀλοφέρνου τὴν ἄδειαν νὰ ἐξέρχεται μὲ τὴν θεραπαινίδα της τὴν νύκτα ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον, διὰ νὰ προσεύχεται πρὸς τὸν Θεὸν εἰς κατευόδωσιν τὸν σχεδίου της. 
Ὁ Ὀλοφέρνης ἐπίστευσεν εἰς τοὺς λόγους τῆς εὐγενοῦς καὶ ὡραίας αὐτῆς δραπέτιδος, τὴν περιέβαλε μὲ ἰδιαιτέραν τιμήν, χωρὶς καὶ νὰ θίξῃ καθόλου αὐτήν.
Κατὰ τὴν τετάρτην νύκτα, ἐπωφελουμένη ἡ Ἰουδὶθ ἀπὸ τὸν βαρὺν ὕπνον τοῦ μεθυσμένου Ὀλοφέρνου, ἐπλησίασεν εἰς τὴν κλίνην του καὶ τοῦ ἀπέκοψε τὴν κεφαλήν. Τὴν ἔθεσεν εἰς τὸ σακκίδιόν της καὶ ἤρεμος ἐξῆλθεν, ὅπως καὶ κατὰ τὰς ἄλλας νύκτας, ἀπὸ τὸ στρατόπεδον, διὰ νὰ προχωρήσῃ ὅμως εἰς τὴν Βαιτυλούαν. 
Ὅταν εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, ἔδειξεν τὴν κεφαλὴν τοῦ Ὀλοφέρνου, οἱ ἔγκλειστοι ἐνεθουσιάσθησαν μὲ τὸ κατόρθωμά της καὶ τὴν ἑπομένην πλήρεις θάρρους ὥρμησαν μὲ ἀλαλαγμοὺς κατὰ τῶν Ἀσσυρίων. 
Ἐκεῖνοι ἰδόντες τὸν τραγικὸν θάνατον τοῦ ἀρχηγοῦ των, κατελήφθησαν ἀπὸ πανικὸν καὶ ἐγκαταλείποντες τὰ πάντα ἔσπευσαν νὰ σωθοῦν μὲ ἄτακτον φυγήν. 
Ἡ Ἰουδαία ἐσώθη, οἱ νικηταί, ἄρχοντες καὶ λαός, ἐτίμησαν καὶ ἐδόξασαν τὴν Ἰουδίθ, ἡ ὁποία ταπεινοφρόνως ἀπέδιδεν εἰς τὸν Θεὸν τὸ κατόρθωμά της.
Ποῖος εἶναι ὁ συγγραφεὺς τοῦ βιβλίου καὶ πότε ἀκριβῶς ἐγράφη δὲν εἶναι μετὰ βεβαιότητος γνωστόν. 
Ἐγράφη εἰς τὴν ἑβραϊκήν, μετεφράσθη εἰς τὴν ἑλληνικὴν καὶ ἐπειδὴ τὸ πρωτότυπον ἀπωλέσθη, ἀπέκτησε κῦρος τὸ μετεφρασμένον εἰς τὴν ἑλληνικήν. Οἱ Ἑβραῖοι, ὅπως καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι, δὲν τὸ ἔχουν ἐντάξει εἰς τὸν κανόνα τῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. 
Σκοπὸς τοῦ βιβλίου εἶναι ἰστορικὸς καὶ διδακτικός.