Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
οῦτο
πρῶτον πίε,<Ἄλλη γραφή: Ποίει>,
ταχὺ ποίει, χώρα Ζαβουλών, ἡ
γῆ Νεφθαλὶμ ὁδὸν θαλάσσης καὶ
οἱ λοιποὶ οἱ τὴν παραλίαν κατοικοῦντες
καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία
τῶν ἐθνῶν τὰ μέρη τῆς
Ἰουδαίας. |
ίε
πρῶτον τὸ πικρὸν τοῦτο ποτήριον,
σύντομα κάμε αὐτό. Πίε τὸ
ποτήριον σὺ, ἡ χώρα τῆς Ζαβουλὼν
καὶ τῆς Νεφθαλίμ. Σεῖς, ποὺ
κατοικεῖτε τὴν ὁδόν, ἡ ὁποία
οδηγεῖ πρὸς τὴν Μεσόγειον Θάλασσαν,
καὶ οἱ ἄλλοι, ποὺ κατοικεῖτε
εἰς τὴν παραλίαν τῆς λίμνης
Γεννησαρέτ· οἱ κάτοικοι ἀνατολικὰ
τοῦ Ἰορδάνου, ἡ Γαλιλαία αὐτὴ
τῶν ἐθνῶν καὶ ὁλόκληρος
ἡ Ἰουδαία.
|
οῦτο
τὸ πικρὸν ποτήριον τῆς δοκιμασίας πίε πρῶτον
συντόμως κάμε αὐτό, ὦ χώρα τῆς φυλῆς
Ζαβουλὼν καὶ ὦ γῆ τῆς φυλῆς
Νεφθαλίμ· σεῖς ποὺ κατοικεῖτε εἰς
τὸν παραθαλάσσιον δρόμον καί οἱ λοιποὶ ποὺ
μένετε εἰς τὴν παραλίαν καὶ πέραν τοῦ
Ἰορδάνου εἰς τὴν ἀνατολικὴν
περιοχὴν αὐτοῦ, ἡ Γαλιλαία, εἰς
τὴν ὁποίαν ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ
εἰδωλολάτραι, τὰ μέρη τῆς Ἰουδαίας.
|
2
Ὁ λαὸς ὁ πορευόμενος ἐν σκότει,
ἴδετε φῶς μέγα· οἱ κατοικοῦντες
ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου,
φῶς λὰμψει ἐφ' ὑμᾶς.
|
2
Ὁ λαὸς τῶν χωρῶν αὐτῶν,
ποὺ εὑρίσκεται καὶ
ζῇ εἰς τὸ πνευματικὸν σκότος,
θὰ ἴδουν πρῶτοι τὸ μέγα φῶς
τοῦ Μεσσίου. Εἰς σᾶς,
ποὺ κατοικεῖτε εἰς τὴν χώραν,
ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ σκιὰ τοῦ
θανάτου, θὰ λάμψῃ τὸ σωτήριον
καὶ χαρμόσυνον φῶς.
|
2
Ὁ λαὸς τῶν χωρῶν αὐτῶν,
ὁ ὁποῖος ζῇ καὶ κινεῖται
εἰς τὸ σκότος τῆς δυστυχίας καὶ τῆς
πλάνης, εἴδατε φῶς μέγα καὶ σωτήριον·
τὸ φῶς τοῦ Μεσσίου. Καὶ εἰς
σᾶς, ποὺ κατοικεῖτε εἰς τὴν
χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν ρίπτει τὴν ὀλεθρίαν
σκιάν του ὁ θάνατος, θὰ λάμψῃ φῶς
σωτήριον καὶ χαρμόσυνον. |
3
Τὸ πλεῖστον τοῦ λαοῦ, ὃ κατήγαγες
ἐν εὐφροσύνῃ σου, καὶ εὐφρανθήσονται
ἐνώπιόν σου ὡς οἱ εὐφραινόμενοι
ἐν ἀμήτῳ καὶ ὃν τρόπον
οἱ διαιρούμενοι σκῦλα.
|
3
Τὸ πλεῖστον μέρος τοῦ λαοῦ,
ποὺ ἐπίστευσε, καὶ τὸ ὁποῖον,
Κύριε, ἀποκατέστησες εἰς τὴν
εὐφροσύνην σου μὲ τὸ φῶς καὶ
τὴν σωτηρίαν, ποὺ
θὰ δώσῃ ὁ Μεσσίας, αὐτοὶ
θὰ εὐφρανθοῦν ἐνώπιόν
σου, ὅπως εὐφραίνονται
οἱ γεωργοὶ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ
θερισμοῦ καὶ οἱ νικηταὶ κατὰ
τὴν ὥραν, ποὺ μοιράζονται μεταξύ
των τὰ λάφυρα.
|
3
Τὸ πλεῖστον μέρος τοῦ λαοῦ, τὸ
ὁποῖον ἐπίστευσε καὶ τὸ ὁποῖον,
ὦ Θεέ, ἀποκατέστησας εἰς τὴν εὐφροσύνην
σου διὰ τοῦ μεγάλου τούτου φωτός, οὗτοι
καὶ θὰ εὐφρανθοῦν ἐνώπιόν σου
εὐφροσύνην ἁγίαν, ὅπως εὐφραίνονται
κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θερισμοῦ οἱ
ἄνθρωποι καὶ ὅπως χαίρουν οἱ διαμοιράζοντες
ὕστερα ἀπὸ νίκην λάφυρα. |
4
Διότι ἀφῄρηται ὁ ζυγὸς ὁ
ἐπ' αὐτῶν κείμενος καὶ ἡ
ράβδος ἡ ἐπὶ τοῦ τραχήλου
αὐτῶν· τὴν γὰρ ράβδον τῶν
ἀπαιτούντων διεσκέδασε Κύριος, ὡς
τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἐπὶ
Μαδιάμ. |
4
Διότι θὰ ἔχῃ πλέον ἀφαιρεθῇ
ἀπὸ αὐτοὺς ὁ ζυγὸς τῆς
δουλείας, ποὺ τοὺς ἐβάρυνεν,
ὅπως ἐπίσης ἀπὸ τὸν τράχηλόν
των ἡ ὀδυνηρὰ ράβδος ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι τοὺς κατεδυνάστευαν.
Διότι τὴν ράβδον ἐκείνων, οἱ
ὁποῖοι τοὺς ἐξηνάγκαζαν εἰς
ἔργα δουλείας, τὴν συνέτριψε καὶ
τὴν διεσκόρπισεν ὁ Κύριος, ὅπως
κατὰ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν
ὁποίαν ἐπραγματοποιήθη
ἡ συντριβῇ τῶν Μαδιανιτῶν.
|
4
Διότι ὁ ζυγὸς τῆς δουλείας, ὁ ὁποῖος
ἔκειτο βαρὺς ἐπ’ αὐτῶν, καὶ
ἡ ράβδος τῆς ἀγγαρείας ἡ ἐπὶ
τοῦ τραχήλου των ἔχει ἤδη ἀφαιρεθῇ
ὑπὸ τοῦ μεγάλου φωτός. Διότι τὴν ράβδον
τὴν καταναγκαστικὴν αὐτῶν, οἱ
ὁποῖοι ἀπῄτουν ἔργα βαρέα δουλείας
ἀπὸ αὐτούς, τὴν διεσκόρπισε καὶ
τὴν συνέτριψεν ὁ Κύριος, ὅπως κατὰ
τὴν ἡμέραν, καθ' ἣν συνετελέσθη ἡ
συντριβὴ τῶν Μαδιανιτῶν.
|
5
Ὅτι πᾶσαν στολὴν ἐπισυνηγμένην
δόλῳ καὶ ἱμάτιον μετὰ
καταλλαγῆς ἀποτίσουσι καὶ θελήσουσιν
εἱ ἐγενήθησαν πυρίκαυστοι.
|
5
Διότι αἱ στολαὶ καὶ τὰ ἱμάτια,
τὰ ὁποῖα οἱ καταδυναστεύοντες
ἐμάζευσαν μὲ δόλον καὶ ἀπάτην
καὶ καταπίεσιν, θὰ τὰ ἀποδώσουν
μὲ τὸ παραπάνω. Οἱ δὲ λυτρωμένοι
ἄνθρωποι θὰ θελήσουν, ὅπως ὅλα
αὐτὰ παραδοθοῦν εἰς τὴν φωτιάν.
|
5
Πράγματι δὲ πλήρης θὰ εἶναι ἡ συντριβὴ
τῆς ράβδου καὶ τοῦ ζυγοῦ τῶν
καταδυναστευτῶν, διότι κάθε στολισμὸν καὶ
ἱμάτιον, ποὺ ἐμάζευσαν οὗτοι μὲ
δόλον καὶ ἀπάτην καὶ καταπίεσιν, θὰ
τὰ ἀποδώσουν μετὰ τόκου· καὶ
αὐτοὶ ποὺ θὰ ἐλευθερωθοῦν,
θὰ θελήσουν τὰ στρατιωτικὰ λάφυρα τῶν
κατασυντριβησομένων κατακτητῶν νὰ παραδοθοῦν
εἰς τὸ πῦρ. |
6
Ὅτι παιδίον ἐγενήθη ἡμῖν,
υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν,
οὗ ἡ ἀρχὴ ἐγενήθη ἐπὶ
τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καὶ καλεῖται
τὸ ὄνομα αὺτοῦ μεγάλης βουλῆς
ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς
ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων
εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος
αἰῶνος· ἐγὼ γὰρ ἄξω
εἰρήνην ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας,
εἰρήνην καὶ ὑγίειαν αὐτῷ.
|
6
Αὐτὰ δὲ θὰ πραγματοποιηθοῦν,
διότι θὰ γεννηθῇ δι' ἡμᾶς παιδίον,
θὰ δοθῃ εἰς ἡμᾶς ὁ υἱὸς
αὐτός, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχὴ
καὶ ἐξουσία ὑπάρχει ἀπ'
ἀρχῆς ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους
του καὶ θὰ καλῆται τὸ ὅνομα
αὐτοῦ ἀγγελιαφόρος τῆς μεγάλης
βουλῆς τοῦ Θεοῦ, θαυμαστὸς σύμβουλος,
Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἀρχηγὸς
τῆς εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος
αἰῶνος. <᾿Εγώ, λέγει ὁ
Θεός, θὰ φέρω τὴν εἰρήνην
εἰς τοὺς ἄρχοντας, εἰρήνην καὶ
ὑγείαν θὰ χορηγήσω εἰς τὸ
παιδίον αὐτό.
|
6
Ταῦτα πάντα θὰ συντελεσθοῦν ἀσφαλῶς,
διότι παιδίον θὰ γεννηθῇ δι’ ἡμᾶς,
υἱὸς θὰ δοθῇ εἰς ἡμᾶς,
τοῦ ὁποίου ἡ ἐξουσία καὶ ἡ
ἰσχὺς θὰ ὑπάρχουν ἐπὶ
τοῦ ὤμου του· καὶ θὰ ὀνομάζεται
ἀγγελιαφόρος τῆς μεγάλης καὶ σωτηρίου θείας
βουλῆς, σύμβουλος θαυμαστός, Θεὸς δυνατός, ἐξουσιάζων
τῶν πάντων μετὰ δυνάμεως, δημιουργὸς καὶ
ἀρχηγὸς εἰρήνης, πατὴρ τῆς μελλούσης
ἐποχῆς τῆς Χάριτος· διότι, λέγει ὁ
Θεός, ἐγὼ θὰ φέρω εἰρήνην εἰς
τοὺς ἄρχοντας, εἰρήνην καὶ ὑγείαν
εἰς τὸ παιδίον τοῦτο.
|
7
Μεγάλη ἡ ἀρχὴ αὐτοῦ, καὶ
τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ
ἔστιν ὅριον ἐπὶ τὸν θρόνον
Δαυὶδ καὶ τὴν βασιλείαν αὐτοῦ
κατορθῶσαι αὐτὴν καὶ ἀντιλαβέσθαι
αὐτῆς ἐν κρίματι καὶ ἐν
δικαιοσύνῃ ἀπὸ τοῦ νῦν
καὶ εἰς τὸν αἰῶνα· ὁ
ζῆλος Κυρίου σαβαὼθ ποιήσει ταῦτα.
|
7
Ἡ βασιλική του ἐξουσία θὰ ἔχῃ
ἀπεριόριστον ἔκτασιν, θὰ ἐκτείνεται
εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην. Τῆς
δὲ εἰρηνικῆς του βασιλείας δὲν
θὰ ὑπάρχῃ τέλος. Αὐτὸς
θὰ ἀνορθώσῃ τὸν θρόνον
καὶ τὴν ἔνδοξον βασιλείαν τοῦ
προφητάνακτος Δαβίδ, θὰ ἀναλάβῃ
καὶ θὰ φέρῃ εἰς πέρας
τὸ ἔργον αὐτῆς τῆς ἀνορθώσεως
μὲ δικαίαν κρίσιν ἀπὸ τώρα
καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν
αἰώνων>. Ἡ ἄπειρος ἀγάπη
τοῦ Κυρίου παντοκράτορος πρὸς τὸν
λαόν του θὰ πραγματοποιήσῃ αὐτά.
|
7
Ἡ βασιλική του ἐξουσία θὰ ἐκτείνεται
ἀπεριορίστως καὶ ἐφ’ ὅλης τῆς
οἰκουμένης, καὶ τοῦ εἰρηνικοῦ
κράτους τοῦ δὲν θὰ ὑπάρχῃ τέλος,
ἀλλ’ ἡ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξασφαλισθησομένη
εἰρήνη θὰ εἶναι διαρκής. Θὰ καθήσῃ
ἐπὶ τοῦ θρόνου τοῦ Δαβὶδ καὶ
ἐπὶ τῆς βασιλείας του, διὰ νὰ
ἀνορθώσῃ ταύτην καὶ καταλάβῃ αὐτὴν
βασιλεύων ἐν δικαίᾳ κρίσει ἀπὸ τώρα,
ὅτε θὰ γεννηθῇ, καὶ εἰς τοὺς
ἀτελευτήτους αἰῶνας. Ἡ ζηλότυπος ἀγάπη
τοῦ παντοκράτορος Κυρίου πρὸς τὸν λαόν του
θὰ κάμῃ ταῦτα. |
8
Θάνατον ἀπέστειλε Κύριος ἐπὶ
Ἰακώβ, καὶ ἦλθεν ἐπὶ Ἰσραήλ,
|
8
Θάνατον καὶ τέλος ἀπέστειλεν
ὁ Κύριος ἐναντίον τοῦ βασιλείου
τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τοῦ βασιλείου
τοῦ Ἰούδα.
|
8
Θανατικὸν ἀπέστειλεν ὁ Κύριος κατὰ
τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακὼβ καὶ
ἦλθε τοῦτο ἐφ’ ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν.
|
9
καὶ γνώσονται πᾶς ὁ λαὸς τοῦ
Ἐφραὶμ καὶ οἱ ἐγκαθήμενοι
ἐν Σαμαρείᾳ ἐφ' ὕβρει καὶ
ὑψηλῇ καρδίᾳ λέγοντες·
|
9
Θὰ μάθουν καὶ θὰ αἰσθανθοῦν
ἀπὸ προσωπικήν των πλέον πεῖραν
τὴν τιμωρίαν αὐτὴν ὅλοι οἱ
πολῖται τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ,
αὐτοὶ ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν
Σαμάρειαν, οἱ ὁποῖοι μὲ αὐθάδειαν
καὶ ὑψηλόφρονα τὴν καρδίαν λέγουν·
|
9
Καὶ θὰ μάθουν διὰ τῆς πείρας καὶ
τῶν τιμωριῶν ὅλος ὁ λαός, ὁ
βασιλευόμενος ὑπὸ τῆς φυλῆς τοῦ
Ἐφραίμ, καὶ αὐτοὶ ποὺ κάθηνται
ἐπὶ ἀλαζονικῆς ὕβρεως καὶ
ὑπερηφανείας καὶ λέγουν: |
10
πλίνθοι πεπτώκασιν, ἀλλὰ δεῦτε
λαξεύσωμεν λίθους καὶ ἐκκόψωμεν
συκαμίνους καὶ κέδρους καὶ οἰκοδομήσωμεν
ἐαυτοῖς πύργον. |
10
Ἐὰν κρημνισθοῦν αἱ πλινθόκτιστοι
οἰκίαι μας ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς
μας, ἡμεῖς θὰ εἴπωμεν ὁ ἕνας
πρὸς τὸν ἄλλον· ἐλᾶτε νὰ
πελεκήσωμεν λίθους καὶ νὰ κόψωμεν
συκαμίνους καὶ κέδρους καὶ νὰ
οἰκοδομήσωμεν διὰ τὸν ἑαυτόν
μας ὄχι ἁπλᾶς οἰκίας, ἀλλὰ
πύργους. |
10
Μὲ αὐτό, ποὺ μᾶς συνέβη, σπίτια πτωχικά,
κατεσκευασμένα μὲ πλίθρες, ἔχουν πέσει· ἀλλ’
ἐμπρὸς ἂς λαξεύσωμεν λίθους καὶ ἂς
κόψωμεν συκομορέας καὶ κέδρα καὶ ἂς οἰκοδομήσωμεν
διὰ τοὺς ἑαυτούς μας πύργον, ποὺ νὰ
μὴ πίπτῃ καὶ νὰ μὴ σείεται.
|
11
Καὶ ράξει ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους
ἐπὶ ὄρος Σιὼν ἐπ' αὐτοὺς
καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν
διασκεδάσει, |
11
Ὁ Κύριος θὰ κατασυντρίψῃ τοὺς
ἐχθρούς, οἱ ὁποῖοι ἐπέρχονται
ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ, αὐτοὺς
τοὺς ἐχθροὺς θὰ τοὺς διασκορπίσῃ.
|
11
Καὶ θὰ κατασυντρίψῃ κτυπῶν κατὰ
γῆς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπαναστατοῦν
κατὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τοῦ
ἐν αὐτῇ Ναοῦ, καὶ τοὺς
ἐχθροὺς τῶν ἐν τῇ Σιὼν
θὰ διασκορπίσῃ, |
12
Συρίαν ἀφ' ἡλίου ἀνατολῶν
καὶ τοὺς Ἕλληνας ἀφ' ἡλίου
δυσμῶν, τοὺς κατεσθίοντας τὸν Ἰσραὴλ
ὅλῳ τῷ στόματι. Ἐπὶ πᾶσι
τούτοις οὐκ ἀπεστράφη ὁ θυμός,
ἀλλ' ἔτι ἡ χεὶρ ὑψηλή.
|
12
Θὰ συντρίψῃ καὶ θὰ διασκορπίσῃ
τὴν Συρίαν ἀπὸ ἀνατολὰς
καὶ τοὺς Ἔλληνας, δηλαδὴ τοὺς
Φιλισταίους, ἀπὸ δυσμάς, αὐτοὺς
οἱ ὁποῖοι κατατρώγουν μὲ ὅλον
των τὸ στόμα τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαόν. Παρ' ὅλην δὲ τὴν σκληρὰν
αὐτὴν τιμωρίαν ὁ θυμὸς τοῦ
Κυρίου δὲν θὰ ἀποστραφῇ καὶ
δὲν θὰ καταπαύσῃ. Καὶ διὰ
τοῦτο ἠ χεὶρ του εἶναι ἀκόμη
ὑψωμένη, ἑτοίμη νὰ ἀποστείλῃ
καὶ νέας τιμωρίας.
|
12
τὴν Συρίαν δηλαδὴ ἐξ ἀνατολῶν
καὶ τοὺς Φιλισταίους ἀπὸ δυσμῶν,
οἱ ὁποῖοι μὲ ὅλον τους τὸ
στόμα κατατρώγουν τοὺς Ἰσραηλίτας. Καὶ παρ’
ὅλην τὴν κατασυντριβὴν καὶ τὸν
διασκορπισμὸν τοῦτον ὁ θυμὸς τοῦ
Κυρίου δὲν ἀνεχαιτίσθη, ἀλλ’ ἡ χείρ
του εἶναι ἀκόμη ὑψωμένη, ἕτοιμος νὰ
ἐπιπέσῃ πάλιν κατ’ αὐτῶν.
|
13
Καὶ ὁ λαὸς οὐκ ἀπεστράφη,
ἕως ἐπλήγη, καὶ τὸν Κύριον
οὐκ ἐξεζήτησαν. |
13
Παρ' ὅλον ὅμως τοῦτο ὁ λαὸς
δὲν μετενόησε, καίτοι ἐτιμωρήθη,
δὲν ἀνεζήτησεν ἐν μετανοίᾳ
τὸν Κύριον.
|
13
Καὶ ὁ λαὸς δὲν μετενόησε, μέχρις ὅτου
ἐκτυπήθη ὑπὸ τῆς παντοδυνάμου χειρός,
ἀλλὰ καὶ πάλιν δὲν ἐζήτησαν
μὲ τὴν καρδιά τους τὸν Κύριον, ἀλλ’
ἠδιαφόρησαν πρὸς αὐτόν.
|
14
Καὶ ἀφεῖλε Κύριος ἀπὸ
Ἰσραὴλ κεφαλὴν καὶ οὐράν,
μέγαν καὶ μικρὸν ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ,
πρεσβύτην καὶ τοὺς τὰ πρόσωπα
θαυμάζοντας (αὕτη ἡ ἀρχή) καὶ
προφήτην διδάσκοντα ἄνομα <οὗτος
ἡ οὐρά>. |
14
Διὰ τοῦτο ὁ Κύριος ἀφήρεσεν
ἀπὸ τὸν ἰσραηλιτικὸν λαὸν
κεφαλὴν καὶ οὐράν, μεγάλους
καὶ μικρούς, εἰς μίαν καὶ τὴν
αὐτὴν ἡμέραν, ἀσυνέτους
πρεσβύτας καὶ προσωπολήπτας, ποὺ θαυμάζουν
τὰ μεγάλα, ἀλλὰ ἄδικα, πρόσωπα,
<αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὴν κεφαλήν>,
καὶ ψευδοπροφήτας, οἱ ὁποῖοι
διδάσκουν παρανομίας <αὐτοὶ ἀποτελοῦν
τὴν οὐράν>.
|
14
Καὶ θὰ ἀφαιρεση ὁ Κύριος ἀπὸ
τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ κεφαλὴν
καὶ οὐράν, δηλαδὴ ἐπιφανῆ καὶ
ἄσημον, μέγαν καὶ μικρόν, αἰφνιδίως καὶ
κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον τὸν ἀσύνετον
πρεσβύτην καὶ τοὺς μεροληπτικῶς κρίνοντας
καὶ θαυμάζοντας τὰ διαθέτοντα ἐπιρροὴν
πρόσωπα· <ὁ ἄφρων πρεσβύτης καὶ ὁ
μεροληπτικὸς κριτὴς αὐτοὶ εἶναι
ἡ ἀρχῃὴ καὶ ἡ κεφαλή>·
θὰ ἐξαφανίσῃ καὶ τὸν ψευδοπροφήτην,
ποὺ διδάσκει ἀντίθετα πρὸς τὸν Νόμον
<αὐτὸς εἶναι ἡ οὐρά>.
|
15
Καὶ ἔσονται οἱ μακαρίζοντες τὸν
λαὸν τοῦτον πλανῶντες καὶ πλανῶσιν,
ὅπως καταπίωσιν αὐτούς.
|
15
Αὐτοὶ δέ, οἱ ὁποῖοι κολακεύουν
τὸν λαὸν καὶ τὸν ἀποκοιμίζουν
μὲ ψευδεῖς ἐλπίδας, τὸν πλανοῦν
συνεχῶς, διὰ νὰ τὸν ἐκμεταλλεύονται,
μέχρις ὅτου τὸν καταβροχθίσουν.
|
15
Καὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ κολακεύουν
καὶ διὰ ψευδῶν ἐλπίδων θὰ βαυκαλίζουν
τὸν λαὸν αὐτόν, θὰ τὸν ἀποπλανοῦν,
διὰ νὰ τὸν καταπιοῦν ἐκμεταλλευόμενοι
αὐτόν. |
16
Διὰ τοῦτο ἐπὶ τοὺς νεανίσκους
αὐτῶν οὐκ εὐφρανθήσεται ὁ
Κύριος, καὶ τοὺς ὀρφανοὺς αὐτῶν
καὶ τὰς χήρας αὐτῶν οὐκ
ἐλεήσει, ὅτι πάντες ἄνομοι καὶ
πονηροί, καὶ πᾶν στόμα λαλεῖ
ἄδικα. Ἐπὶ πᾶσι τούτοις οὐκ
ἀπεστράφη ὁ θυμός, ἀλλ' ἔτι
ἡ χεὶρ ὑψηλή. |
16
Ἐξ αἰτίας τῆς διαφθορᾶς τοῦ
λαοῦ δὲν θὰ εὐαρεστηθῇ ὁ
Κύριος οὔτε εἰς τὰ νεαρὰ αὐτῶν
τέκνα, καὶ δὲν θὰ ἐλεήσῃ
τοὺς ὀρφανοὺς αὐτῶν καὶ
τὰς χήρας αὐτῶν, διότι ὅλοι
εἶναι ἄνομοι καὶ πονηροί. Κάθε
στόμα λαλεῖ ἀδικίας. Παρ' ὅλην
δὲ τὴν τυμωρίαν, ποὺ θὰ ἀποστείλῃ
ὁ Κύριος ἐναντίον των, αὐτοὶ
δὲν θὰ μετανοήσουν καὶ διὰ τοῦτο
ἡ τιμωρὸς χείρ του θὰ εἶναι
ἀκόμη ἐτοίμη νὰ καταπέσῃ
ἐναντίον των.
|
16
Διότι δὲ εὐχαριστεῖται εἰς τοὺς
πλάνους τούτους ὁ λαός, διὰ τοῦτο ὁ
Κύριος δὲν θὰ εὐφρανθῇ καὶ δὲν
θὰ εὐαρεστηθῇ εἰς τοὺς φύσει
ἑλκύοντας τὴν συμπάθειαν νεαροὺς βλαστοὺς
τοῦ ἔθνους, καὶ δὲν θὰ λυπηθῇ
τοὺς ὀρφανοὺς τοῦ λαοῦ καὶ
τὰς χήρας των, παρὰ τὸ ἀξιοσυμπάθητον
αὐτῶν, διότι ὅλοι εἶναι παράνομοι
καὶ πονηροὶ καὶ κάθε στόμα λαλεῖ ἄδικα.
Παρ' ὅλην δὲ τὴν τιμωρίαν, ποὺ θὰ
ἐπαγάγῃ κατ’ αὐτῶν ὁ Κύριος,
δὲν θὰ καταπαύσῃ ὁ θυμός του, ἀλλ’
ἡ τιμωρὸς χείρ του θὰ εἶναι ἀκόμη
ὑψηλά, ἕτοιμος νὰ καταπέσῃ καὶ
πάλιν κατ’ αὐτῶν. |
17
Καὶ καυθήσεται ὡς πῦρ ἡ ἀνομία
καὶ ὡς ἄγρωστις ξηρὰ βρωθήσεται
ὑπὸ πυρός· καὶ καυθήσεται
ἐν τοῖς δάσεσι τοῦ δρυμοῦ, καὶ
συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν
βουνῶν πάντα. |
17
Ἡ παρανομία των θὰ ἀνάψῃ
καὶ θὰ γίνῃ δι' αὐτοὺς
πυρκαϊά. Θὰ γίνουν ὡσὰν τὴν
ξηρὰν ἀγριάδα, ἡ ὁποία
κατατρώγεται ἀπὸ τὸ πῦρ. Θὰ
καῇ ἡ παρανομία, ὅπως ἡ πυρκαϊὰ
κατακαίει καὶ κατατρώγει τὰ δένδρα
τοῦ δάσους καὶ τελευταία ὅλα
τὰ γύρω ἀπὸ τὰ βουνά.
|
17
Καὶ θὰ καῇ σὰν φωτιὰ ἡ
ἀνομία καὶ σὰν ξηρὰ ἀγριάδα
θὰ καταφαγωθῆ ἀπὸ τὴν φωτιά·
καὶ θὰ καῇ ὅπως εἰς τὰ
δάση τὰ πυκνὰ καὶ ἐκτεταμένα καὶ
θὰ καταφάγῃ μαζὶ μὲ τὰ ξηρὰ
καὶ εὔφλεκτα καὶ ὅλα, ὅσα φύονται
τριγύρω ἀπὸ τὰ βουνά.
|
18
Διὰ θυμὸν ὀργῆς Κυρίου συγκέκαυται
ἡ γῆ ὅλη, καὶ ἔσται ὁ
λαὸς ὡς κατακεκαυμένος ὑπὸ πυρός·
ἄνθρωπος τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ
οὐκ ἐλεήσει, |
18
Ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης ὀργῆς
τοῦ Κυρίου ἔχει ἀνάψει ἡ
Παλαιστίνη καὶ καίονται ὅλοι αὐτῆς
οἱ κάτοικοι. Μέσα εἰς τὴν μεγάλην
συμφορὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ εὐσπλαγχνίζεται
τὸν συνάνθρωπόν του.
|
18
Λόγῳ τῆς μεγάλης ὀργῆς τοῦ Κυρίου
ἔχει ἀνάψει ἀπὸ τὴν ἐξέγερσιν
τῶν κατοίκων της ὅλη ἡ γῆ τῆς
ἐπαγγελίας· καὶ θὰ εἶναι ὁ
λαός της σὰν κατακαυμένος ἀπὸ φωτιά, μὴ
δυνάμενος νὰ σταθῇ καὶ νὰ ἠσυχάσῃ
πουθενά· δὲν θὰ λυπηθῇ ὁ ἄνθρωπος
τὸν ἀδελφόν του, |
19
ἀλλὰ ἐκκλινεῖ εἰς τὰ δεξιά,
ὅτι πεινάσει καὶ φάγεται ἐκ
τῶν ἀριστερῶν, καὶ οὐ μὴ
ἐμπλησθῇ ἄνθρωπος ἔσθων τὰς
σάρκας τοῦ βραχίονος αὐτοῦ.
|
19
Ἡ θλῖψις καὶ ἡ πεῖνα θὰ
εἶναι τόσον μεγάλη, ποὺ θὰ στρέφεται
ὁ καθένας εἰς τὰ δεξιά, χωρὶς
νὰ εὑρίσκῃ ἐκεῖ τροφήν,
καὶ διότι θὰ πεινᾷ, θὰ στρέφεται
καὶ θὰ τρώγῃ εἰς τὰ ἀριστερὰ
καὶ δὲν θὰ χορταίνῃ. Οἱ
ἄνθρωποι θὰ κατατρώγουν ὁ ἕνας
τὸν ἄλλον, καὶ πάλιν θὰ πεινοῦν.
|
19
ἀλλὰ λόγῳ τῆς μεγάλης πείνης θὰ
στρέφεται καθένας εἰς τὰ δεξιά, καὶ μὴ
εὑρίσκων ἐκεῖ ἀρκετὴν τροφήν,
διότι θὰ πεινᾷ, θὰ στρέφεται καὶ θὰ
τρώγῃ εἰς τὰ ἀριστερά. Καὶ δὲν
θὰ χορταίνῃ ὁ ἄνθρωπος τρώγων καὶ
τὰς σάρκας τοῦ βραχίονός του.
|
20
Φάγεται γὰρ Μανασσῆς τοῦ Ἐφραὶμ
καὶ Ἐφραὶμ τοῦ Μανασσῆ, ὅτι
ἅμα πολιορκήσουσι τὸν Ἰούδαν.
Ἐπὶ τούτοις πᾶσιν οὐκ ἀπεστράφη
ὁ θυμός, ἀλλ' ὅτι ἡ χεὶρ
ὑψηλή. |
20
Διότι ἡ φυλὴ τοῦ Μανασσῆ θὰ
καταφάγῃ εἰς ἐμφύλιον πόλεμον
τὴν φυλὴν τοῦ Ἐφραίμ, καὶ
ἡ φυλὴ τοῦ Ἐφραὶμ θὰ καταφάγῃ
τὰς σάρκας τῆς φυλῆς Μανασσῆ.
Καὶ αἱ δύο συγχρόνως φυλαὶ ἀλλόφρονες
θὰ πολιορκήσουν τὴν φυλὴν τοῦ
Ἰούδα. Παρ' ὅλας ὅμως αὐτὰς
τὰς συμφοράς, ὁ θυμὸς τοῦ Κυρίου
δὲν ἀνεστάλη, ἡ τιμωρὸς χεὶρ
τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκόμη ὑψωμένη,
διὰ νὰ ἀποστείλῃ καὶ νέας
τιμωρίας ἐναντίον των. |
20
Διότι θὰ φάγῃ ἡ φυλὴ τοῦ Μανασσῆ
τὰς σάρκας τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραίμ,
καὶ ἡ φυλὴ τοῦ Ἐφραὶμ
τὰς σάρκας τῆς φυλῆς τοῦ Μανασσῆ·
καὶ ὅμως, παρὰ τὴν πρὸς ἀλλήλους
ἔριν, συγχρόνως καὶ αἱ δύο θὰ πολιορκήσουν
τὸν Ἰούδαν. Καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ
δὲν ἀνεχαιτίσθη ὁ θυμὸς τοῦ
Θεοῦ, ἀλλ’ ἑξακολουθεῖ νὰ εἶναι
ἡ τιμωρὸς τοῦ χεὶρ ὑψηλά, ἕτοιμος
καὶ πάλιν νὰ καταπέσῃ κατ’ αὐτῶν.
|