Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης
Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς
ρίζης ἀναβήσεται. |
πὸ
τὴν γενεαλογικὴν ρίζαν τοῦ Ἰεσσαί,
θὰ φυτρώσῃ κλωνάρι, καὶ ἄνθος
ἀπὸ τὴν ρίζαν αὐτὴν θὰ
ἀναβλαστήσῃ.
|
ντιθέτως
ὅμως πρὸς τὴν καταστροφὴν τῶν
Ἀσσυρίων, θὰ φυτρώσῃ κλῶνος ἀπὸ
τὸν γενεαλογικὸν κορμὸν τοῦ Ἰεσσαὶ
καὶ ἄνθος ἀπὸ τὸν κορμὸν
θὰ ἀναβλαστήσῃ. |
2
Καὶ ἀναπαύσεται ἐπ' αὐτὸν
πνεύμα τοῦ Θεοῦ, πνεῦμα σοφίας
καὶ συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς καὶ
ἰσχύος, πνεῦμα γνώσεως καὶ εὐσεβείας·
|
2
Εἰς τὸν εὐλογημένον αὐτὸν
ἀπόγονον τοῦ Ἰεσσαί, θὰ
ἐπαναπαυθῇ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ,
Πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως, Πνεῦμα
ὑγιοῦς θελήσεως καὶ ἰσχύος,
Πνεῦμα γνώσεως καὶ εὐσεβείας.
|
2
Καὶ ἐπ’ αὐτοῦ πλήρως καὶ μονίμως
θὰ ἀναπαύῃ τὸ Πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ μεθ’ ὅλων τῶν χαρισμάτων του, ἤτοι
μὲ τὰ χαρίσματα τῆς διανοίας, δηλαδὴ
τῆς σοφίας καὶ τῆς συνέσεως, μὲ τὰ
χαρίσματα τῆς βουλήσεως, τῆς θελήσεως δηλαδὴ
καὶ δυνάμεως, μὲ τὰ χαρίσματα τῆς
καρδίας, τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ τουτέστι καὶ
τῆς πρακτικῆς εὐσεβείας.
|
3
ἐμπλήσει αὐτὸν πνεῦμα φόβου
Θεοῦ, οὐ κατὰ τὴν δόξαν κρινεῖ
οὐδὲ κατὰ τὴν λαλιὰν ἐλέγξει,
|
3
Θὰ γεμίσῃ αὐτὸν ὁ Θεὸς
μὲ Πνεῦμα φόβου Θεοῦ. Φωτιζόμενος
αὐτὸς ἀπὸ τὰ ὑπέροχα
αὐτὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματος
δὲν θὰ ἐκφέρῃ κρίσιν σύμφωνα
με τὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν
καὶ δὲν θὰ ἐλέγχῃ σύμφωνα
μὲ τοὺς ματαίους καὶ ἐπιπολαίους
λόγους τῶν ἀνθρώπων.
|
3
Θὰ πληρώσῃ αὐτὸν μὲ πνεῦμα
φόβου Θεοῦ. Συνεπῶς, ἐπειδὴ θὰ
ἔχῃ πάντα τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματος,
δὲν θὰ ἐκφέρῃ κρίσιν σύμφωνα μὲ
τὸ ἐξωτερικὸν φαινόμενον, οὔτε θὰ
ἐλέγχῃ παρασυρόμενος ἀπὸ φήμας καὶ
λόγους ἀνθρώπων· |
4
ἀλλὰ κρινεῖ ταπεινῷ κρίσιν καὶ
ἐλέγξει τοὺς ταπεινοὺς τῆς γῆς·
καὶ πατάξει γῆν τῷ λόγῳ
τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ ἐν
πνεύματι διὰ χειλέων ἀνελεῖ
ἀσεβῆ· |
4
Ἀλλὰ θὰ κρίνῃ μὲ εὐθύτητα
καὶ δικαιοσύνην, θὰ δικαιώσῃ
τὸν ταπεινὸν καὶ τὸν δίκαιον,
θὰ φανερώσῃ καὶ θὰ ἀποδώσῃ
τὸ δίκαιον εἰς τοὺς ταπεινοὺς
καὶ καταφρονημένους τῆς γῆς. Μὲ
τὸν λόγον τοῦ στόματός του θὰ
κτυπήσῃ τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ
ἄδικον κόσμον. Καὶ μὲ ἕνα ἁπλοῦν
φύσημα τῶν χειλέων του θὰ θανατώσῃ
τοὺς ἀσεβεῖς.
|
4
ἀλλὰ θὰ ἀποδώσῃ δικαίαν κρίσιν
εἰς τὸν ταπεινὸν καὶ θὰ ἐκφέρῃ
εὐθεῖαν καὶ ἀληθῆ κρίσιν διὰ
τοὺς ταπεινοὺς τῆς γῆς. Καὶ
θὰ πατάξῃ τοὺς ἐν τῇ γῇ
ἐν ἀδικίᾳ πολιτευομένους διὰ τοῦ
λόγου τοῦ στόματός του καὶ μὲ τὴν
πνοὴν καὶ τὸ φύσημα, τὸ διὰ
τῶν χειλέων του ἐκπεμπόμενον, θὰ ἐξοντώσῃ
τὸν ἀσεβῆ. |
5
καὶ ἔσται δικαιοσύνη ἐζωσμένος
τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ καὶ ἀληθείᾳ
εἱλημένος τὰς πλευράς. |
5
Αὐτὸς θὰ ἔχῃ ζωσθῆ τὴν
μέσην του μὲ τὴν ζώνην τῆς δικαιοσύνης.
Μὲ τὴν εἰλικρίνειαν δὲ καὶ
τὴν φιλαλήθειαν θὰ ἔχῃ περικαλύψει
τὰς πλευράς του.
|
5
Καὶ θὰ εἶναι ζωσμένος τὴν ὀσφύν
του μὲ τὴν δικαιοσύνην, καὶ μὲ τὴν
εἰλικρίνειαν καὶ πιστότητα θὰ εἶναι
περιτυλιγμένος εἰς τὰς πλευράς του.
|
6
Καὶ συμβοσκηθήσεται λύκος μετ' ἀρνός,
καὶ πάρδαλις συναναπαύσεται ἐρίφω,
καὶ μοσχάριον καὶ ταῦρος καὶ
λέων ἅμα βοσκηθήσονται, καὶ παιδίον
μικρὸν ἄξει αὐτούς· |
6
Τότε ὁ λύκος θὰ βόσκῃ
μαζῆ μὲ τὸ ἀρνί, καὶ ἡ
λεοπάρδαλις θὰ κατοικῇ μαζῆ μὲ
τὸ ἑρίφιον, τὸ μοσχάριον καὶ
ὁ ταῦρος θὰ βόσκουν μαζῆ με
τὸν λέοντα καὶ ἕνα μικρὸ παιδὶ
θὰ ὁδηγῇ αὐτὰ ὡς ἥμερα
ἀρνία. |
6
Καὶ θὰ βοσκήσῃ ὁ λύκος μαζὶ
μὲ τὸ ἀρνίον, καὶ ἡ λεοπάρδαλις
θὰ συναναπαύεται καὶ θὰ συγκατοικῇ
μετὰ τοῦ ἐριφίου, καὶ μοσχάριον καὶ
ταῦρος καὶ λέων θὰ βόσκουν μαζί, καὶ
μικρὸν παιδίον θὰ ὁδηγῆ αὐτά.
|
7
καὶ βοῦς καὶ ἄρκος ἅμα βοσκηθήσονται,
καὶ ἅμα τὰ παιδία αὐτῶν
ἔσονται, καὶ λέων καὶ βοῦς ἅμα
φάγονται ἄχυρα. |
7
Τὸ βόϊδι καὶ ἡ ἄρκτος θὰ
βόσκουν μαζῆ καὶ τὰ μικρά των
θὰ κάμνουν μαζῆ συντροφιά. Τὸ
ληοντάρι καὶ τὸ βόϊδι θὰ τρώγουν
μαζῆ ἄχυρα.
|
7
Καὶ βόδι καὶ ἀρκούδα θὰ βόσκουν ἥσυχα
μαζί, καὶ τὰ μικρά των θὰ εἶναι ἀντάμα,
καὶ ὁ λέων θὰ παύσῃ νὰ εἶναι
σαρκοφάγος καὶ μαζὶ μὲ τὸ βόδι θὰ
τρώγουν ἄχυρα. |
8
Καὶ παιδίον νήπιον ἐπὶ τρώγλην
ἀσπίδων καὶ ἐπὶ κοίτην
ἐκγόνων ἀσπίδων τὴν χεῖρα
ἐπιβαλεῖ.
|
8
Μικρὸ παιδὶ θὰ ἁπλώνῃ
καὶ θὰ θέτῃ χωρὶς κίνδυνον
τὰ χέρια του εἰς τὴν ὀπὴν
τῆς δηλητηριώδους ἀσπίδος καὶ
εἰς τὴν φωλεάν, ὅπου αἱ ἀσπίδες
ἔχουν τὰ μικρά των.
|
8
Καὶ παιδίον νήπιον θὰ θέσῃ τὴν χεῖρα
του εἰς τὴν τρύπαν τῶν δηλητηριώδων φιδιῶν,
ποὺ λέγονται ἀσπίδες, καὶ εἰς τὴν
φωλεάν, ὅπου αἱ ἀσπίδες αὐταὶ
ἔχουν τὰ μικρά των, θὰ βάλῃ τὴν
χεῖρα του. |
9
Καὶ οὐ μὴ κακοποιήσουσιν, οὐδὲ
μὴ δύνωνται ἀπολέσαι οὐδένα
ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ ἅγιόν
μου, ὅτι ἐνεπλήσθη σύμπασα τοῦ
γνῶναι τὸν Κύριον ὡς ὕδωρ πολὺ
κατακαλύψαι θαλάσσας. |
9
Ὅλα τὰ ἄγρια θηρία καὶ τὰ
δηλητηριώδη φίδια δὲν θὰ κάμουν
εἰς κανένα κακόν, οὔτε θὰ ἔχουν
τὴν δύναμιν καὶ τὴν διάθεσιν
νὰ φονεύσουν κανένα εἰς τὸ ἅγιόν
μου ὄρος, διότι ὁλόκληρος ὁ
κόσμος θὰ ἔχῃ πλημμυρίσει ἀπὸ
τὴν θείαν γνῶσιν, ὅπως τὸ πολὺ
ὕδωρ κατακαλύπτει τὰς θαλάσσας.
|
9
Καὶ οὔτε τὰ ἄγρια θηρία, οὔτε
τὰ φίδια, οὔτε ἄνθρωποι πλέον θὰ κάμνουν
κακόν, οὔτε θὰ ἔχουν δύναμιν καὶ διάθεσιν
νὰ ἐξοντώσουν κανένα εἰς τὸ ὄρος
τὸ ἅγιόν μου, εἰς ὅλην δηλαδὴ
τὴν οἰκουμένην, ὅπου θὰ ἐκτείνεται
ἡ βασιλεία τοῦ Μεσσίου· διότι ὁλόκληρος
ἡ γῆ ἐγέμισε μὲ τὸ νὰ
γνωρίσῃ τὸν Κύριον, σὰν τὸ πολὺ
νερό, ποὺ γεμίζει καὶ καλύπτει τελείως θαλάσσας.
|
10
Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ ἡ ρίζα τοῦ Ἰεσσαί
καὶ ὁ ἀνιστάμενοι ἄρχειν ἐθνῶν,
ἐπ' αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσι,
καὶ ἔσται ἡ ἀνάπαυσις αὐτοῦ
τιμή. |
10
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
ὁ εὐλογημένος αὐτὸς ἀπόγονος
τοῦ Ἰεσσαί, ὁ Μεσσίας, θὰ
ἐμφανισθῇ ὡς ἄρχων τῶν ἐθνῶν,
θὰ εἶναι μέγας κατὰ τὴν ἀρετὴν
καὶ τὴν δύναμιν, ὥστε τὰ ἔθνη
θὰ στηρίξουν εἰς αὐτὸν τὰς
ἐλπίδας των. Ὁ θρόνος του καὶ
ἡ διαμονή του θὰ εἶναι ἔνδοξος
καὶ τιμημένη.
|
10
Καὶ θὰ εἶναι κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην ὁ νεαρὸς βλαστὸς ὁ ἐκ
τῆς ρίζης τοῦ Ἰεσσαί, τουτέστιν ὁ
ἀπόγονος αὐτοῦ Μεσσίας, καὶ αὐτὸς
θὰ ἀνυψωθῇ διὰ νὰ ἄρχῃ
τῶν ἐθνῶν, καὶ εἰς αὐτὸν
θὰ ἐλπίζουν τὰ ἔθνη· ἡ
δὲ ἕδρα καὶ διαμονή του θὰ εἶναι
ἔνδοξος καὶ τιμημένη. |
11
Καὶ ἔσται τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
προσθήσει Κύριος τοῦ δεῖξαι τὴν
χεῖρα αὐτοῦ τοῦ ζηλῶσαι τὸ
καταλειφθὲν ὑπόλοιπον τοῦ λαοῦ,
ὃ ἂν καταλειφθῇ ἀπὸ τῶν
Ἀσσυρίων καὶ ἀπὸ Αἰγύπτου
καὶ Βαβυλωνίας καὶ Αἰθιοπίας
καὶ ἀπὸ Ἐλαμιτῶν καὶ ἀπὸ
ἡλίου ἀνατολῶν καὶ ἐξ
Ἀραβίας. |
11
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
ὁ Κύριος θὰ δείξῃ καὶ
θὰ ἀπλώσῃ τὸ χέρι του,
διὰ νὰ φανερώσῃ τὴν ἀγάπην
του εἰς ὅσους ἀπέμειναν ὡς ὑπόλοιπον
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ· εἰς
αὐτούς, ποὺ ἀπέμειναν εἰς
τὴν Ἀσσυρίαν, εἰς τὴν Αἴγυπτον,
εἰς τὴν Βαβυλῶνα, εἰς τὴν Αἰθιοπίαν,
εἰς τὴν χώραν τῶν Ἐλαμιτῶν,
εἰς τὰς ἀνατολικὰς χώρας καὶ
εἰς τὴν Ἀραβίαν.
|
11
Καὶ θὰ συμβῇ κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην, ὥστε ἄλλην μίαν φορὰν νὰ
φανερώσῃ ὁ Κύριος θαυματουργικῶς τὴν
χεῖρα του· θὰ μεριμνήσῃ καὶ θὰ
ἐκδηλώσῃ τὴν ἀγάπην του εἰς
τὸ περισωθὲν ἐκ τῆς κρίσεως ὑπόλοιπον
τοῦ λαοῦ, τὸ ὁποῖον θὰ
ἐναπομείνῃ ἀπὸ τῆς αἰχμαλωσίας
τῶν Ἀσσυρίων καὶ ἐν τῇ Αἰγύπτῳ
καὶ ἐν τῇ Βαβυλωνίᾳ καὶ ἐν
τῇ Αἰθιοπίᾳ καὶ ἐν τῇ
χώρᾳ τῶν Ἐλαμιτῶν καὶ εἰς
τὰς ἀνατολικὰς χώρας καὶ εἰς
τὴν Ἀραβίαν. |
12
Καὶ ἀρεῖ σημεῖον εἰς τὰ
ἔθνη καὶ συνάξει τοὺς ἀπολομένους
Ἰσραὴλ καὶ τοὺς διεσπαρμένους
τοῦ Ἰούδα συνάξει ἐκ τῶν
τεσσάρων πτερύγων τῆς γῆς.
|
12
Ὁ Κύριος θὰ ὑψώσῃ σημαίαν
εἰς τὰ ἔθνη καὶ θὰ συγκεντρώσῃ
τοὺς χαμένους ἀνὰ τὰ ἔθνη
ἄνδρας τοῦ Ἰσραήλ, καὶ τοὺς
διασκορπισμένους Ἰουδαίους θὰ συγκεντρώσῃ
ἀπὸ τὰ τέσσαρα σημεῖα τοῦ
ὁρίζοντος.
|
12
Καὶ θὰ σηκώσῃ ὁ Κύριος σημαίαν εἰς
τὰ ἔθνη καὶ θὰ συνάξῃ τοὺς
χαμένους ἄνδρας τοῦ Ἰσραήλ· καὶ
τοὺς διασκορπισμένους ἀνὰ τὰ ἔθνη
ἄνδρας τοῦ Ἰούδα θὰ συνάξῃ ἀπὸ
τὰ τέσσαρα ἄκρα τῆς γῆς.
|
13
Καὶ ἀφαιρεθήσεται ὁ ζῆλος Ἐφραὶμ,
καὶ οἱ ἐχθροὶ Ἰούδα ἀπολοῦνται·
Ἐφραὶμ οὐ ζηλώσει Ἰούδαν,
καὶ Ἰούδας οὐ θλίψει Ἐφραίμ.
|
13
Ἡ παλαιὰ ζηλοφθονία καὶ διχόνοια
τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τοῦ Ἰούδα
θὰ ἐξαλειφθῇ καὶ οἱ ἐχθροὶ
τῆς φυλῆς Ἰούδα θὰ καταστραφοῦν.
Οἱ Ἰσραηλῖται δὲν θὰ ζηλοφθονοῦν
πλέον τοὺς Ἰουδαίους καὶ οἱ
Ἰουδαῖοι δὲν θὰ καταθλίβουν
μὲ πολέμους τοὺς Ἰσραηλίτας.
|
13
Καὶ θὰ ἀφαιρεθῇ ἡ ζηλοτυπία
τοῦ Ἐφραίμ, καὶ οἱ ἐχθροὶ
τοῦ Ἰούδα θὰ ἐξαφανισθοῦν ὁ
Ἐφραὶμ δὲν θὰ ζηλοτυπήσῃ τὸν
Ἰούδαν, καὶ ὁ Ἰούδας δὲν θὰ
καταπιέσῃ τὸν Ἐφραίμ.
|
14
Καὶ πετασθήσονται ἐν πλοίοις ἀλλοφύλων
θάλασσαν, ἅμα προνομεύσουσι καὶ τοὺς
ἀφ' ἡλίου ἀνατολῶν καὶ
Ἰδουμαίαν· καὶ ἐπὶ Μωὰβ
πρῶτον τὰς χεῖρας ἐπιβαλοῦσιν,
οἱ δὲ υἱοὶ Ἀμμὼν πρῶτοι
ὑπακούσονται. |
14
Θὰ πετάξουν πρὸς κατακτήσεις μὲ
τὰ πλοῖα τῶν Φιλισταίων εἰς
τὴν Μεσόγειον θάλασσαν, συγχρόνως
θὰ καταλάβουν καὶ θὰ λαφυραγωγήσουν
τὰς ἀνατολικὰς χώρας καὶ τὴν
Ἰδουμαίαν. Θὰ ἀπλώσουν τὰ
χέρια των πρῶτον καὶ θὰ κατακτήσουν
τὴν χώραν τῶν Μωαβιτῶν, καὶ
οἱ Ἀμμωνῖται πρῶτοι θὰ ὑποταχθοῦν
εἰς αὐτούς.
|
14
Καὶ θὰ πετάξουν μὲ πλοῖα τῶν
ἀλλοφύλων Φιλισταίων καὶ θὰ κατακτήσουν
συγχρόνως τὴν Μεσόγειον θάλασσαν, λαφυραγωγοῦντες
τοὺς ἐν ταῖς νήσοις καὶ τοῖς
παραλίοις αὐτῆς κατοικοῦντας, καθὼς
καὶ τοὺς ἐν ταῖς Ἀνατολικαῖς
χώραις καὶ τὴν Ἰδουμαίαν· καὶ
θὰ ἐπιβάλουν τὰς κατακτητικὰς χεῖρας
των πρῶτον εἰς τὴν χώραν Μωάβ, οἱ
δὲ Ἀμμωνῖται πρῶτοι θὰ ὑποταχθοῦν.
|
15
Καὶ ἐρημώσει Κύριος τὴν θάλασσαν
Αἰγύπτου καὶ ἐπιβαλεῖ τὴν
χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ποταμὸν
πνεύματι βιαίῳ καὶ πατάξει ἑπτὰ
φάραγγας, ὥστε διαπορεύεσθαι αὐτὸν
ἐν ὑποδήμασι· |
15
Θὰ καταστήσῃ ὁ Κύριος ξηρὰν
καὶ ἔρημον τὴν Ἐρυθρὰν Θάλασσαν
τῆς Αἰγύπτου, Θὰ θέσῃ
τὸ χέρι του ἐπάνω εἰς τὸν
Εὐφράτην ποταμόν, ἀποστέλλων
συγχρόνως ὁρμητικὸν ἄνεμον. Θὰ
κτυπήσῃ τὸν ποταμὸν καὶ θὰ
ἀνοίξῃ ἑπτὰ στεγνὰς διόδους,
ὥστε οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ εὑρίσκονται
εἰς τὴν Βαβυλῶνα νὰ περάσουν
αὐτὸν φοροῦντες τὰ ὑποδήματά
των! |
15
Καὶ θὰ καταστήσῃ ἔρημον ξηρὰν
ὁ Κύριος τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν τῆς
Αἰγύπτου καὶ θὰ ἐπιβάλῃ τὴν
χεῖρα του θαυματουργικῶς ἐπὶ τὸν
Εὐφράτην ποταμὸν δι’ ἀνέμου βιαίου καὶ
θὰ διαιρέσῃ αὐτὸν εἰς ἑπτὰ
ρυάκια, ὥστε νὰ διέρχωνται διὰ μέσου αὐτοῦ
οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τὰ ὑποδήματά
των. |
16
καὶ ἔσται δίοδος τῷ καταλειφθέντι
μου λαῷ ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ
ἔσται τῷ Ἰσραὴλ ὡς ἡ ἡμέρᾳ
ὅτε ἐξῆλθεν ἐκ γῆς Αἰγύπτου.
|
16
Εἰς τὸν λαόν μου, ὁ ὁποῖος
εὑρίσκεται ἐν Αἰγύπτῳ,
θὰ ἀνοιχθῇ δίοδος, ὅπως ἀκριβῶς
ἠνοίχθη διὰ τοὺς Ἰσραηλίτας
κατὰ τὴν ἡμέραν, ποὺ αὐτοὶ
ἐξῆλθον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον
καταδιωκόμενοι ἀπὸ τὸν Φαραώ.
|
16
Καὶ θὰ ὑπάρξῃ δίοδος εἰς τὸν
περισωθέντα ὡς κατάλειμμα λαόν μου ἐν Αἰγύπτῳ.
Καὶ θὰ εἶναι διὰ τὸν Ἰσραὴλ
ἡ ἔξοδος διὰ τῆς διόδου ταύτης σὰν
τὴν ἡμέραν, ὅταν ἐξῆλθεν ἀπὸ
τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου ἐλευθερωμένος
ἀπὸ τὴν δουλείαν τοῦ Φαραώ.
|