Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
λολύξατε,
πλοῖα Καρχηδόνος, ὅτι ἀπώλετο,
καὶ οὐκέτι ἔρχονται ἐκ γῆς
Κιτιαίων· ἦκται αἰχμάλωτος.
|
ρηνήσατε
μὲ ὀλολυγμοὺς πλοῖα τῆς Καρχηδόνος,
διότι κατεστράφη ἡ Τύρος. Δὲν
ἔρχονται πλέον πρὸς σὲ πλοῖα
τῆς Τύρου ἀπὸ τὴν Κύπρον.
Οἱ κάτοικοι τῆς Τύρου ἔχουν
ἀπαχθῆ εἰς αἰχμαλωσίαν.
|
ρηνήσατε,
ὦ πλοῖα τῆς Καρχηδόνος, διότι κατεστράφη
ἡ Τύρος καὶ δὲν ἔρχονται πλέον πρὸς
σὲ πλοῖα τῆς Τύρου ἀπὸ τὴν
Κύπρον, τὴν γῆν, εἰς τὴν ὁποίαν
ὑπάρχει ἡ πόλις Κίτιον. Οἱ κάτοικοι τῆς
Τύρου ἔχουν ὁδηγηθῇ αἰχμάλωτοι.
|
2
Πρὸς ποῖον ἔχουν γίνει ὅμοιοι
αὐτοί, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν
Τύρον, τὴν βρεχομένην ἀπὸ τὴν
θάλασσαν, οἱ ἔμποροι οἱ ὁποῖοι
διέσχιζαν τὴν θάλασσαν,
|
2
Πρὸς ποῖον ἔχουν γίνει ὅμοιοι
αὐτοί, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν
Τύρον, τὴν βρεχομένην ἀπὸ τὴν
θάλασσαν, οἱ ἔμποροι οἱ ὁποῖοι
διέσχιζαν τὴν θάλασσαν,
|
2
Πρὸς ποῖον ἔγιναν ὅμοιοι οἱ
κατοικοῦντες εἰς τὴν νῆσον τῆς
Τύρου ἔμποροι τῆς Φοινίκης, οἱ ὁποῖοι
διαπεροῦν τὴν θάλασσαν, |
3
ἔπλεαν εἰς μεγάλας θαλάσσας καὶ
οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀπόγονοι
ἐμπόρων; Σὰν συγκομιδὴ πλουσίου
θερισμοῦ ἦσαν τὰ κέρδη τῶν ἐμπόρων
τῶν ἐθνῶν.
|
3
ἔπλεαν εἰς μεγάλας θαλάσσας καὶ
οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀπόγονοι
ἐμπόρων; Σὰν συγκομιδὴ πλουσίου
θερισμοῦ ἦσαν τὰ κέρδη τῶν ἐμπόρων
τῶν ἐθνῶν.
|
3
ποὺ ἔχει πολλὰ καὶ βαθιὰ νερά;
Μὲ ποῖον ὠμοίασαν οἱ ἀπόγονοι
τῶν ἐμπόρων, οἱ ἀπὸ τῶν
προγόνων των συνηθισμένοι νὰ διεξάγουν τὸ ἐμπόριον
τοῦτο; Σὰν θερισμός, ποὺ ἐναποθηκεύεται,
ἦσαν τὰ κέρδη τῶν ἐμπόρων τῶν
ἐθνῶν. |
4
<Ἐντροπή σου, ὦ Σιδών, μὲ
τὴν κατάπτωσιν τῆς Τύρου>, εἶπεν
ἡ θάλασσα. Ἡ δὲ βραχώδης ἀκτή,
εἰς τὴν ὁποίαν θραύονται μὲ
δύναμιν τὰ κύματα τῆς θαλάσσης,
εἶπεν· <ἐγὼ δὲν ἐκοιλοπόνησα,
δὲν ἐγέννησα καὶ δὲν ἀνέθρεψα
παλληκάρια καὶ δὲν ἀνέδειξα
ὡραίας παρθένους; Καὶ ἰδού,
ὅτι τώρα ὑπάρχει καταστροφὴ
καὶ ἐρήμωσις>!
|
4
<Ἐντροπή σου, ὦ Σιδών, μὲ
τὴν κατάπτωσιν τῆς Τύρου>, εἶπεν
ἡ θάλασσα. Ἡ δὲ βραχώδης ἀκτή,
εἰς τὴν ὁποίαν θραύονται μὲ
δύναμιν τὰ κύματα τῆς θαλάσσης,
εἶπεν· <ἐγὼ δὲν ἐκοιλοπόνησα,
δὲν ἐγέννησα καὶ δὲν ἀνέθρεψα
παλληκάρια καὶ δὲν ἀνέδειξα
ὡραίας παρθένους; Καὶ ἰδού,
ὅτι τώρα ὑπάρχει καταστροφὴ
καὶ ἐρήμωσις>!
|
4
Ἐντράπου, ὦ Σιδών, μὲ τὴν κατάπτωσιν
τῆς προσφιλοῦς σου Τύρου, εἶπεν ἡ
ἀναίσθητος θάλασσα. Ἡ βραχώδης δὲ παραλία
μετὰ τῶν ἐπ’ αὐτῆς ἐκσπώντων
κυμάτων εἶπε: Δὲν ἐκοιλοπονοῦσα καὶ
δὲν ἐγέννησα καὶ δὲν ἔθρεψα
παλληκάρια καὶ δὲν ἐξύψωσα ὡραία
κορίτσια διὰ τῆς ὑποβοηθήσεως τοῦ
ἐμπορίου καὶ τῶν θαλασσίων μεταφορῶν;
Πῶς τώρα ἐρημωθῇ ἡ Τύρος;
|
5
῞Οταν δὲ καὶ εἰς τὴν Αἴγυπτον
γίνῃ ἀκουστῇ ἡ καταστροφὴ
τῆς Τύρου, θὰ καταλάβῃ καὶ
αὐτοὺς ὀδύνη, ὁμοία πρὸς
ἐκείνην, ποὺ κατέλαβε τὴν Τύρον.
|
5
῞Οταν δὲ καὶ εἰς τὴν Αἴγυπτον
γίνῃ ἀκουστῇ ἡ καταστροφὴ
τῆς Τύρου, θὰ καταλάβῃ καὶ
αὐτοὺς ὀδύνη, ὁμοία πρὸς
ἐκείνην, ποὺ κατέλαβε τὴν Τύρον.
|
5
Ὅταν δὲ γίνῃ ἀκουστὸν τὸ
τέλος καὶ ἡ καταστροφὴ τῆς Τύρου εἰς
τὴν Αἴγυπτον, θὰ καταλάβῃ καὶ
τοὺς Αἰγυπτίους ὀδύνη διὰ τὴν
καταστροφὴν τῆς Τύρου. |
6
Κάτοικοι τῆς Τύρου πηγαίνετε εἰς
τὴν Καρχηδόνα καὶ ἐκεῖ θρηνήσατε
αὐτήν σας τὴν ἀπώλειαν.
|
6
Κάτοικοι τῆς Τύρου πηγαίνετε εἰς
τὴν Καρχηδόνα καὶ ἐκεῖ θρηνήσατε
αὐτήν σας τὴν ἀπώλειαν.
|
6
Φύγετε μακριὰ εἰς τὴν Καρχηδόνα, εἰς
τὸ ἀπώτατον σημεῖον τῶν παλαιῶν
διὰ θαλάσσης ταξιδίων σας· κλαύσατε ἐκεῖ
μὲ λυγμοὺς σεῖς, ποὺ κατοικεῖτε
ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ τῆς Τύρου.
|
7
Ἀλλὰ σκεφθῆτε· αἰτία τῆς
καταστροφῆς σας δὲν ὑπῆρξεν ἡ
ἀπὸ ἀρχαιότατα χρόνια ἀλαζονεία
σας, πρὶν ἣ ἀκόμη παραδοθῇ αὐτὴ
ἡ πόλις;
|
7
Ἀλλὰ σκεφθῆτε· αἰτία τῆς
καταστροφῆς σας δὲν ὑπῆρξεν ἡ
ἀπὸ ἀρχαιότατα χρόνια ἀλαζονεία
σας, πρὶν ἣ ἀκόμη παραδοθῇ αὐτὴ
ἡ πόλις;
|
7
Δὲν ἦτο αὐτὴ ἡ βλάσφημος κατ’
ἑμοῦ ὑπερηφάνειά σας ἀπ' ἀρχῇς
καὶ ἀνέκαθεν, προτοῦ νὰ παραδοθῇ
ἡ πόλις σας αὕτη; |
8
Ποιὸς κατέστρωσεν αὐτὰ τὰ σχέδια
καὶ ἐπῆρε τὰς ὀλεθρίας
ἀποφάσεις ἐναντίον τῆς Τύρου;
Μήπως τάχα ἡ πόλις αὐτὴ
ἦτο μικρᾶς δυνάμεως καὶ δὲν
εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ ἀντισταθῇ;
Οἱ ἔμποροί της ἦσαν ἔνδοξοι
ἄρχοντες ὅλου τοῦ κόσμου.
|
8
Ποιὸς κατέστρωσεν αὐτὰ τὰ σχέδια
καὶ ἐπῆρε τὰς ὀλεθρίας
ἀποφάσεις ἐναντίον τῆς Τύρου;
Μήπως τάχα ἡ πόλις αὐτὴ
ἦτο μικρᾶς δυνάμεως καὶ δὲν
εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ ἀντισταθῇ;
Οἱ ἔμποροί της ἦσαν ἔνδοξοι
ἄρχοντες ὅλου τοῦ κόσμου.
|
8
Ποῖος ἀπεφάσισε διὰ τὴν Τύρον τὴν
καταστροφὴν αὐτὴν καὶ ὅλα, ὅσα
συνέβησαν; Μήπως αὕτη εἶναι πόλις τις ἀφανὴς
ἢ μήπως δὲν ἔχει δύναμιν; Οἱ ἔμποροί
της εἶναι ἔνδοξοι, ἄρχοντες τοῦ κόσμου.
|
9
Κύριος ὁ παντοκράτωρ ἐσκέφθη
καὶ ἀπεφάσισε νὰ καταλύσῃ
ὅλην τὴν ἀλαζονείαν τῶν ἐνδόξων
ἀνδρῶν της· νὰ ἐξευτελίσῃ
κάθε τι ἔνδοξον καὶ λαμπρόν, ποὺ
ὑπῆρχεν εἰς τὴν χώραν.
|
9
Κύριος ὁ παντοκράτωρ ἐσκέφθη
καὶ ἀπεφάσισε νὰ καταλύσῃ
ὅλην τὴν ἀλαζονείαν τῶν ἐνδόξων
ἀνδρῶν της· νὰ ἐξευτελίσῃ
κάθε τι ἔνδοξον καὶ λαμπρόν, ποὺ
ὑπῆρχεν εἰς τὴν χώραν.
|
9
Ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων ἔλαβε τὴν ἀπόφασιν
νὰ παραλύσῃ ὅλην τὴν ὑπερηφάνειαν
τῶν ἐνδόξων τῆς Τύρου καὶ νὰ
ἐξευτελίσῃ κάθε τι ἔνδοξον ταύτης
ἐπὶ τῆς γῆς. |
10
Καὶ λοιπὸν τώρα, μετὰ τὴν καταστροφήν
σου, ἐργάζου τοὺς ἀγρούς σου,
διότι δὲν ἔρχονται πλέον πρὸς
σὲ πλοῖα ἀπὸ τὴν Καρχηδόνα.
|
10
Καὶ λοιπὸν τώρα, μετὰ τὴν καταστροφήν
σου, ἐργάζου τοὺς ἀγρούς σου,
διότι δὲν ἔρχονται πλέον πρὸς
σὲ πλοῖα ἀπὸ τὴν Καρχηδόνα.
|
10
Καλλιεργεῖ τώρα τὴν γῆν καὶ τοὺς
ἀγρούς σου, διότι δὲν ἔρχονται πλέον πλοῖα
ἀπὸ τὴν Καρχηδόνα καὶ ἐσταμάτησε
τὸ διὰ θαλάσσης ἐμπόριον.
|
11
Δὲν ἔχεις πλέον τὴν ναυτικὴν
δύναμιν, ἡ ὁποία προηγουμένως
προεκάλει καὶ ἐξηρέθιζε βασιλεῖς.
Ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων ἔδωσε
διαταγὴν σχετικῶς μὲ τὴν Χαναάν,
νὰ καταστραφῇ ἡ δύναμίς της.
|
11
Δὲν ἔχεις πλέον τὴν ναυτικὴν
δύναμιν, ἡ ὁποία προηγουμένως
προεκάλει καὶ ἐξηρέθιζε βασιλεῖς.
Ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων ἔδωσε
διαταγὴν σχετικῶς μὲ τὴν Χαναάν,
νὰ καταστραφῇ ἡ δύναμίς της.
|
11
Δὲν ἔχεις πλέον κατὰ θάλασσαν τὴν
δύναμιν ἐκείνην, ἡ ὁποία προεκάλει καὶ
διήγειρε βασιλεῖς. Ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων
διέταξε διὰ τὴν Χαναὰν νὰ καταστρέψῃ
τὴν δύναμίν της. |
12
Καὶ θὰ εἴπουν τότε πρὸς τὴν
κατεστραμμένην Τύρον καὶ τοὺς ἀπολειφθέντας
κατοίκους της· <Δὲν θὰ συνεχίσετε
πλέον νὰ ὑβρίζετε καὶ νὰ
ἀδικῆτε τοὺς κατοίκους τῆς Σιδῶνος.
Ἐὰν δὲ καὶ ἀπέλθετε εἰς
τοὺς κατοίκους τῆς Κύπρου διὰ
σωτηρίαν καὶ ἀσφάλειαν, οὔτε
ἐκεῖ θὰ ὑπάρχῃ διὰ
σᾶς ἀνάπαυσις.
|
12
Καὶ θὰ εἴπουν τότε πρὸς τὴν
κατεστραμμένην Τύρον καὶ τοὺς ἀπολειφθέντας
κατοίκους της· <Δὲν θὰ συνεχίσετε
πλέον νὰ ὑβρίζετε καὶ νὰ
ἀδικῆτε τοὺς κατοίκους τῆς Σιδῶνος.
Ἐὰν δὲ καὶ ἀπέλθετε εἰς
τοὺς κατοίκους τῆς Κύπρου διὰ
σωτηρίαν καὶ ἀσφάλειαν, οὔτε
ἐκεῖ θὰ ὑπάρχῃ διὰ
σᾶς ἀνάπαυσις.
|
12
Καὶ θὰ εἴπουν τότε εἰς τὴν κατεστραμμένην
Τύρον; Δὲν θὰ συνεχίζετε πλέον νὰ ὑβρίζετε
καὶ νὰ ἀδικῆτε τὴν Σιδῶνα·
καὶ ἐὰν οἱ κάτοικοί σου
ἀπέλθουν εἰς τοὺς κατοίκους τῆς ἐν
Κύπρῳ πόλεως τοῦ Κιτίου, οὔτε ἐκεῖ
θὰ εἶναι ἀνάπαυσις εἰς σέ.
|
13
Καὶ ἐὰν μεταβῆτε εἰς τὴν
χώραν τῶν Χαλδαίων, οὔτε ἐκεῖ
θὰ βρῆτε ἀνάπαυσιν, διότι αὐτὴ
ἔχει καταστροφῆ ἀπὸ τοὺς Ἀσσυρίους,
καὶ τὰ ὀχυρὰ αὐτῆς τείχη
ἔχουν κρημνισθῆ>.
|
13
Καὶ ἐὰν μεταβῆτε εἰς τὴν
χώραν τῶν Χαλδαίων, οὔτε ἐκεῖ
θὰ βρῆτε ἀνάπαυσιν, διότι αὐτὴ
ἔχει καταστροφῆ ἀπὸ τοὺς Ἀσσυρίους,
καὶ τὰ ὀχυρὰ αὐτῆς τείχη
ἔχουν κρημνισθῆ>.
|
13
Καὶ εἰς τὴν γῆν τῶν Χαλδαίων
ἐὰν καταφύγουν οἱ κάτοικοί σου,
καὶ αὕτη ἔχει ἐρημωθῆ ἀπὸ
τοὺς Ἀσσυρίους· δὲν θὰ εὕρῃς
λοιπὸν ἀνάπαυσιν οὔτε ἐκεῖ,
διότι τὰ τείχη της ἔχουν κατεδαφισθῆ.
|
14
Θρηνήσατε, λοιπόν, μὲ ὀλολυγμοὺς
πλοῖα τῆς Καρχηδόνος, διότι κατεστράφη
τὸ ὀχύρωμά σας, ὁ ἀσφαλὴς
λιμήν, εἰς τὸν ὁποῖον ἐπλέατε.
|
14
Θρηνήσατε, λοιπόν, μὲ ὀλολυγμοὺς
πλοῖα τῆς Καρχηδόνος, διότι κατεστράφη
τὸ ὀχύρωμά σας, ὁ ἀσφαλὴς
λιμήν, εἰς τὸν ὁποῖον ἐπλέατε.
|
14
Θρηνήσατε μετ’ ὀλολυγμῶν, ὦ πλοῖα
τῆς Καρχηδόνος, διότι ἡ Τύρος, ποὺ ἦτο
τὸ ὀχύρωμα καὶ τὸ φρούριόν σας,
ἐχάθη καὶ δὲν ἠμπορεῖτε
πλέον νὰ εἰσέλθητε καὶ νὰ ἀσφαλισθῆτε
εἰς τὸν λιμένα της. |
15
Θὰ συμβῇ δὲ κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην νὰ ἐγκαταλειφθῇ ἡ
Τύρος ἐπὶ ἔτη ἑβδομήκοντα,
ὅσον δηλαδὴ χρόνον ζῇ ἕνας βασιλεύς,
ὅσος εἶναι ὁ μέσος χρόνος τῆς
ζωῆς ἑνὸς ἀνθρώπου. Ἔπειτα
δὲ ἡ Τύρος θὰ ἀποκτήσῃ
τὴν ναυτικὴν ἰσχὺν καὶ τὸν
πλοῦτον της καὶ θὰ ἀκούονται
πλέον εἰς αὐτὴν ᾄσματα πορνικὰ
κραιπαλώντων ἀνθρώπων
|
15
Θὰ συμβῇ δὲ κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην νὰ ἐγκαταλειφθῇ ἡ
Τύρος ἐπὶ ἔτη ἑβδομήκοντα,
ὅσον δηλαδὴ χρόνον ζῇ ἕνας βασιλεύς,
ὅσος εἶναι ὁ μέσος χρόνος τῆς
ζωῆς ἑνὸς ἀνθρώπου. Ἔπειτα
δὲ ἡ Τύρος θὰ ἀποκτήσῃ
τὴν ναυτικὴν ἰσχὺν καὶ τὸν
πλοῦτον της καὶ θὰ ἀκούονται
πλέον εἰς αὐτὴν ᾄσματα πορνικὰ
κραιπαλώντων ἀνθρώπων
|
15
Καὶ θὰ συμβῇ κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην νὰ ἐγκαταλειφθῇ ἐρημουμένη
ἡ Τύρος ἐπὶ ἔτη ἑβδομήκοντα,
ὅσον ὁ χρόνος ἐνὸς πολυχρονημένου
βασιλέως, ὅσον ὁ χρόνος τῆς ζωῆς ἐνὸς
ἀνθρώπου· καὶ μετὰ τὰ ἑβδομήκοντα
ἔτη ἡ Τύρος θὰ εἶναι σὰν τραγούδι
πόρνης λησμονημένης, ποὺ μὲ αὐτὸ ἔρχεται
νὰ ἐπανενθυμίσῃ τὰ παλαιὰ κάλλη
της. |
16
Πάρε τὴν κιθάραν σου, περιπλανήσου
ἀπὸ ἔδω καὶ ἀπὸ ἐκεῖ.
Τύρος, πόλις ἁμαρτωλή, ἡ ὁποία
προηγουμένως εἶχες λησμονηθῆ, παῖξε
καλὰ τὴν κιθάραν σου, τραγούδησε τὰ
πολλὰ ᾄσματά σου, διὰ νὰ σὲ
ἐνθυμηθοῦν πάλιν οἱ ἄσωτοι καὶ
ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι!
|
16
Πάρε τὴν κιθάραν σου, περιπλανήσου
ἀπὸ ἔδω καὶ ἀπὸ ἐκεῖ.
Τύρος, πόλις ἁμαρτωλή, ἡ ὁποία
προηγουμένως εἶχες λησμονηθῆ, παῖξε
καλὰ τὴν κιθάραν σου, τραγούδησε τὰ
πολλὰ ᾄσματά σου, διὰ νὰ σὲ
ἐνθυμηθοῦν πάλιν οἱ ἄσωτοι καὶ
ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι!
|
16
Πάρε εἰς χεῖρας σου κιθάραν, τριγύρισε ἐδῶ
καὶ ἐκεῖ, ὦ πόλις πόρνη, ποὺ
ἔχεις λησμονηθῇ. Παῖξε τὴν κιθάραν
καλά, τραγούδησε πολλὰ ᾄσματα, διὰ νὰ
σὲ ἐνθυμηθοῦν αὐτοὶ ποὺ
σὲ ἐλησμόνησαν. |
17
Ἔπειτα ἀπὸ τὰ ἑδδομήκοντα
αὐτὰ ἔτη, θὰ ἐπισκεφθῇ
ὁ Θεὸς τὴν Τύρον καὶ θὰ
ἀποκαταστήστῃ πάλιν αὐτὴν
εἰς τὸ ἀρχαῖον μεγαλεῖον της,
τὸ δὲ ἐμπόριόν της θὰ
ἐπεκταθῇ εἰς ὅλας τὰς βασιλείας
τῆς οἰκουμένης.
|
17
Ἔπειτα ἀπὸ τὰ ἑδδομήκοντα
αὐτὰ ἔτη, θὰ ἐπισκεφθῇ
ὁ Θεὸς τὴν Τύρον καὶ θὰ
ἀποκαταστήστῃ πάλιν αὐτὴν
εἰς τὸ ἀρχαῖον μεγαλεῖον της,
τὸ δὲ ἐμπόριόν της θὰ
ἐπεκταθῇ εἰς ὅλας τὰς βασιλείας
τῆς οἰκουμένης.
|
17
Καὶ θὰ συμβῇ ὕστερα ἀπὸ
τὰ ἑβδομήκοντα ἔτη, κατὰ τὰ
ὁποῖα θὰ παραταθῇ ἡ ἐρήμωσις
αὐτή, θὰ ἐπισκεφθῇ ἐν
εὐμενείᾳ, ὁ Θεὸς τὴν Τύρον,
καὶ θὰ ἀποκατασταθῇ αὕτη εἰς
τὴν ἀρχαίαν της κατάστασιν καὶ θὰ
γίνεται ἐμπόριον μὲ ὅλας τὰς βασιλείας
τῆς οἰκουμένης. |
18
Ἀλλὰ τὰ ἀπὸ τὸ ἐμπόριον
αὐτὰ κέρδη θὰ εἶναι μισθὸς
καὶ ἀφιέρωμα εἰς τὸν Κύριον.
Δὲν θὰ συνάγωνται δι' αὐτοὺς
μόνον, ἀλλὰ καὶ δι' ἐκείνους
ποὺ κατοικοῦν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου
καὶ ὑπηρετοῦν τὸν Κύριον, ὥστε
νὰ τρώγουν καὶ νὰ πίνουν ἀπὸ
τὸ κέρδος τοῦ ἐμπορίου αὐτοῦ·
νὰ χορτάσουν ἀπὸ τὴν εἰσφορὰν
αὐτήν, ἡ ὁποία θὰ εἶναι
εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
|
18
Ἀλλὰ τὰ ἀπὸ τὸ ἐμπόριον
αὐτὰ κέρδη θὰ εἶναι μισθὸς
καὶ ἀφιέρωμα εἰς τὸν Κύριον.
Δὲν θὰ συνάγωνται δι' αὐτοὺς
μόνον, ἀλλὰ καὶ δι' ἐκείνους
ποὺ κατοικοῦν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου
καὶ ὑπηρετοῦν τὸν Κύριον, ὥστε
νὰ τρώγουν καὶ νὰ πίνουν ἀπὸ
τὸ κέρδος τοῦ ἐμπορίου αὐτοῦ·
νὰ χορτάσουν ἀπὸ τὴν εἰσφορὰν
αὐτήν, ἡ ὁποία θὰ εἶναι
εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
|
18
Καὶ θὰ εἶναι τὸ ἐκ τῆς
ἐμπορίας κέρδος της καὶ ὁ μισθὸς ἀφιερώματα
εἰς τὸν Κύριον. Δὲν θὰ μαζεύεται τοῦτο
δι’ αὐτούς, ἀλλὰ διὰ τοὺς κατοικοῦντας
ἀπέναντι τοῦ Κυρίου ὅλον τὸ κέρδος
τῆς ἐμπορίας της· διὰ νὰ φάγουν
οὗτοι καὶ πίουν καὶ χορτασθοῦν εἰς
συνεισφοράν, ἥτις θὰ εἶναι μνημόσυνον ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου καὶ δὲν θὰ λησμονῆται
ὑπ’ Αὐτοῦ. |