Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ακὼβ
ὁ παῖς μου, ἀντιλήψομαι αὐτοῦ·
Ἰσραὴλ ὁ ἐκλεκτός μου, προσεδέξατο
αὐτὸν ἡ ψυχή μου· ἔδωκα
τὸ πνεῦμά μου ἐπ' αὐτόν,
κρίσιν τοῖς ἔθνεσιν ἐξοίσει.
|
κατὰ
σάρκα ἀπόγονος τοῦ Ἰακώβ,
ὁ Μεσσίας εἶναι παῖς μου, τὸν
ὁποῖον ἐγὼ θὰ κρατήσω
καὶ θὰ ἐνισχύσω αὐτὸν
τὸν ἐκλεκτόν μου, ποὺ κατὰ σάρκα
κατάγεται ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ,
τὸν ἐδέχθη μὲ πλήρη εὐαρέσκειαν
ἡ ψυχή μου. Ἔδωκα τὸ Πνεῦμα
μου εἰς αὐτόν, θὰ φέρῃ
αὐτὸς τὴν ἀληθῆ πίστιν
καὶ γνῶσιν εἰς ὅλα τὰ ἔθνη.
|
δοῦλος
μου Μεσσίας, ὁ κατὰ σάρκα ἐκ τοῦ Ἰακὼβ
καταγόμενος, εἶναι αὐτός, τὸν ὁποῖον
Ἐγὼ θὰ βοηθήσω καὶ θὰ κρατήσω
ἰσχυρά· ὁ ἐκ τοῦ Ἰσραὴλ
καταγόμενος ἐκλεκτός μου· τὸν ἐδέχθη
λίαν εὐχαρίστως ἡ ψυχή μου· ἔδωκα τὸ
Πνεῦμά μου ἐπ’ αὐτοῦ, καὶ θὰ
φέρῃ οὗτος εἰς τὰ ἔθνη τὴν
ἀληθῆ θρησκείαν
καὶ
γνῶσιν. |
2
Οὐ κεκράξεται οὐδὲ ἀνήσει,
οὐδὲ ἀκουσθήσεται ἔξω ἡ
φωνὴ αὐτοῦ. |
2
Ἤπιος καὶ πρᾷος δὲν θὰ κραυγάσῃ,
οὔτε θὰ ὑψώσῃ τὴν φωνήν
του, οὔτε καὶ θὰ ἀκουσθῇ ἡ
φωνή του ἔξω.
|
2
Δὲν θὰ κραυγάσῃ, οὔτε θὰ ὑψώσῃ
τὴν φωνήν του, οὔτε θὰ ἀκουσθῇ
ἡ φωνή του ἔξω εἰς τοὺς δρόμους.
|
3
κάλαμον τεθλασμένον οὐ συντρίψει καὶ
λίνον καπνιζόμενον οὐ σβέσει, ἀλλὰ
εἰς ἀλήθειαν ἐξοίσει κρίσιν.
|
3
Καλάμι σπασμένο δὲν θὰ συντρίψῃ
καὶ λινάρι, ποὺ καπνίζει ἕτοιμον
νὰ σβήσῃ, δὲν θὰ τὸ σβήσῃ·
ἄλλα θὰ φέρῃ εἰς φῶς καὶ
θὰ κηρύξῃ τὴν ἀλήθειαν.
|
3
Ψυχὰς ἁμαρτωλὰς καὶ ἀδυνάτους,
αἱ ὁποῖαι ὁμοιάζουν μὲ κάλαμον
σπασμένον, δὲν θὰ συντρίψῃ, οὔτε ἄλλας,
αἱ ὁποῖαι εἶναι ὅμοιαι πρὸς
τὸ λινάρι ποὺ καπνίζει καὶ δὲν ἔχει
πλέον φλόγα, θὰ τὰς σβήσῃ· ἀλλὰ
φανερὰν θὰ καταστήσῃ καὶ θὰ
διακηρύξῃ τὴν ἀληθῆ θρησκείαν.
|
4
Ἀναλάμψει καὶ οὐ θραυσθήσεται,
ἕως ἂν θῇ ἐπὶ τῆς γῆς
κρίσιν καὶ ἐπὶ τῷ ὀνόματι
αὐτοῦ ἔθνη ἐλπιοῦσιν.
|
4
Ὁ ἐκλεκτὸς αὐτὸς παῖς
μου θὰ ἀναλάμψῃ καὶ δὲν
θὰ συντριβῇ. Θὰ ἐγκαταστήσῃ
καὶ θὰ ἀπλώσῃ εἰς τὴν
γῆν τὴν σώζουσαν ἀλήθειαν. Εἰς
τὸ ὄνομά του θὰ στηρίξουν τὰς
ἐλπίδας των ἔθνη πολλά.
|
4
Ὁ δοῦλος μου θὰ ἀναλάμψῃ καὶ
δὲν θὰ θραυσθῇ, μέχρις ὅτου ἐγκαθιδρύσῃ
ἐπὶ τῆς γῆς τὴν ἀληθῆ
διδασκαλίαν καὶ θρησκείαν του. Καὶ εἰς τὸ
ὄνομά του εἰδωλολατρικὰ ἔθνη θὰ
ἐλπίσουν. |
5
Οὕτω λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ
ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ πήξας
αὐτόν, ὁ στερεώσας τὴν γῆν
καὶ τὰ ἐν αὐτῇ καὶ διδοὺς
πνοὴν τῷ λαῷ τῷ ἐπ' αὐτῆς
καὶ πνεῦμα τοῖς πατοῦσιν αὐτήν·
|
5
Αὐτὰ λέγει Κύριος ὁ Θεός,
ὁ ὁποῖος ἐδημιούργησε καὶ
ἐθεμελίωσε τὸν οὐρανόν, ἐστερέωσε
τὴν γῆν καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν
εἰς αὐτήν. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος
δίδει ζωὴν εἰς τὸν λαόν, ποὺ
κατοικεῖ εἰς τὴν γῆν, καὶ πνοὴν
ζωῆς εἰς ὅλα, ὅσα περιπατοῦν
ἐπάνω εἰς αὐτήν.
|
5
Οὕτω λέγει Κύριος ὁ Θεός, Αὐτὸς ὁ
ὁποῖος ἐποίησε τὸν οὐρανὸν
καὶ τὸν ἀνέπτυξε καὶ τὸν ἔστησεν
ὡσὰν σκηνήν, ὁ Ὁποῖος ἐστερέωσε
τὴν γῆν καὶ ὅλα τὰ φυόμενα ἐν
αὐτῇ καὶ ὁ Ὁποῖος δίδει
ἀναπνοὴν εἰς τὸν λαὸν τὸν
εὑρισκόμενον ἐπ' αὐτῆς καὶ πνεῦμα
ζωῆς εἰς ὅλα, ὅσα περιπατοῦν
ἐπ’ αὐτῆς. |
6
ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ἐκάλεσα
σὲ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ κρατήσω
τῆς χειρός σου καὶ ἐνισχύσω
σὲ καὶ ἔδωκά σε εἰς διαθήκην
γένους. Εἰς φῶς ἐθνῶν
|
6
Ἐγώ, ὁ Κύριος καὶ Θεός,
σὲ ἐκάλεσα διὰ τὴν δικαιοσύνην·
θὰ σὲ κρατήσω ἀπὸ τὸ χέρι
σου, θὰ σὲ ἐνισχύσω, θὰ σοῦ
δώσω νέαν διαθήκην διὰ τὸ γένος
τῶν ἀνθρώπων, φῶς τῶν ἐθνῶν·
|
6
Ἑγώ, ὁ Κύριος καὶ Θεός, σὲ ἐκάλεσα
διὰ τὴν δικαιοσύνην καὶ θὰ σὲ
κρατήσω ἀπὸ τὴν χεῖρα σου καὶ
θὰ σὲ ἐνισχύσω· καὶ σὲ
ἔδωκα διὰ νὰ εἶσαι μεσίτης διαθήκης
τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων καὶ φῶς
τῶν ἐθνῶν, |
7
ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς τυφλῶν, ἐξαγαγεῖν
ἐκ δεσμῶν δεδεμένους καὶ ἐξ
οἴκου φυλακῆς καθημένους ἐν σκότει.
|
7
διὰ νὰ ἀνοίξῃς τοὺς ὀφθαλμοὺς
τῆς διανοίας τῶν σκοτισμένων καὶ
τυφλωμένων ἀνθρώπων, νὰ βγάλῃς
καὶ ἐλευθερώσῃς τοὺς δεμένους
ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας,
καὶ ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἐκείνους,
ποὺ κάθηνται εἰς
τὸ πνευματικὸν σκότος.
|
7
διὰ νὰ ἀνοίξῃς τοὺς ὀφθαλμοὺς
τῆς διανοίας τυφλῶν, διὰ νὰ ἐξαγάγῃς
ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας
τοὺς δεμένους μὲ τὰς ἁλύσεις αὐτῆς
καὶ ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἐκείνους,
ποὺ κάθηνται εἰς τὸ σκότος.
|
8
Ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός, τοῦτό
μού ἐστι τὸ ὄνομα· τὴν
δόξαν μου ἑτέρῳ οὐ δώσω
οὐδὲ τὰς ἀρετάς μου τοῖς
γλυπτοῖς. |
8
Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός
σου, αὐτὸ εἶναι τὸ Ὄνομά
μου. Τὴν ἄπειρον δόξαν μου δὲν θὰ
δώσω εἰς κανένα ψευδῆ θεόν,
οὔτε τὸν ἔπαινον τῶν ἀπείρων
ἀρετῶν μου εἰς τὰ ἄψυχα
εἴδωλα. |
8
Ἐγὼ καὶ μόνος ὑπάρχω ἐξ ἑαυτοῦ
ὡς Κύριος καὶ Θεός· αὐτὸ εἶναι
τὸ ὄνομά μου. Δὲν θὰ δώσω εἰς
κανένα ἄλλον τὴν δόξαν μου, οὔτε τὸν
ἔπαινον τῶν ἀπειροτελείων ἰδιοτήτων
μου εἰς τὰ εἴδωλα. |
9
Τὰ ἀπ' ἀρχῆς ἰδοὺ ἥκασι,
καὶ καινά, ἃ ἐγὼ ἀναγγέλλω,
καὶ πρὸ τοῦ ἀναγγεῖλαι ἐδηλώθη
ὑμῖν. |
9
Ἰδού, ἀρχαῖαι καὶ ἀπ'
ἀρχῆς προφητεῖαι ἔχουν
ἐκπληρωθῇ. Νέα ἐγὼ γεγονότα
προαναγγέλλω εἰς σᾶς καὶ πρὶν
αὐτὰ πραγματοποιηθοῦν, ἐγὼ προφητικῶς
σᾶς τὰ προανήγγειλα.
|
9
Ἰδοὺ ἔχουν πληρωθῇ αἱ παλαιαὶ
προφητεῖαι καὶ ἰδοὺ νέα γεγονότα,
τὰ ὁποῖα Ἐγὼ προλέγω καί, πρὶν
ἢ ταῦτα διὰ τῶν πραγμάτων ἀναγγελθοῦν,
κατέστησαν εἰς σᾶς προφητικῶς φανερά.
|
10
Ὑμνήσατε τῷ Κυρίῳ ὕμνον
καινόν, ἡ ἀρχὴ αὐτοῦ·
δοξάζετε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἀπ'
ἄκρου τῆς γῆς, οἱ καταβαίνοντες
εἰς τὴν θάλασσαν καὶ πλέοντες
αὐτήν, αἱ νῆσοι καὶ οἱ
κατοικοῦντες αὐτάς. |
10
Ψάλατε, λοιπόν, νέους ὕμνους πρὸς
τὸν Κύριον· οἱ
ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν αὐτοῦ
ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον τῆς γῆς
ἕως τὸ ἄλλο δοξάσατε τὸ Ὄνομά
του, ὅλοι ὅσοι καταβαίνετε εἰς τὴν
θάλασσαν καὶ διασχίζετε μὲ τὰ
πλοῖα αὐτήν, αἱ νῆσοι ποὺ
ὑπάρχουν εἰς τὴν Μεσόγειον καὶ
ὅσοι κατοικοῦν εἰς αὐτὰς καὶ
εἰς τὰ ἄλλα παράλια τῆς θαλάσσης.
|
10
Ὑμνήσατε τὸν Κύριον διὰ τὰ νέα θαυμάσιά
Του μὲ ὕμνον νέον. Σεῖς, οἱ ἀποτελοῦντες
τοὺς ὑπ’ αὐτοῦ ἀρχομένους, δοξάσατε
τὸ ὄνομά Του ἀπὸ τὰς ἐσχατιὰς
τῆς γῆς· ὅσοι καταβαίνετε εἰς
τὴν θάλασσαν καὶ ἔχετε ἔργον νὰ
διαπλέετε αὐτὴν διὰ μακρινῶν ταξιδίων,
αἱ νῆσοι καὶ οἱ κατοικοῦντες
εἰς αὐτὰς καὶ εἰς τὰ παράλια
τῆς θαλάσσης ἐθνικοί. |
11
Εὐφράνθητι, ἔρημος, καὶ αἱ κῶμαι
αὐτῆς, ἐπαύλεις καὶ οἱ
κατοικοῦντες Κηδάρ· εὐφρανθήσονται
οἱ κατοικοῦντες Πέτραν, ἀπ' ἄκρων
τῶν ὀρέων βοήσουσι·
|
11
Ἂς εὐφρανθῇς σύ, ὦ ἔρημος,
καὶ αἱ κωμοπόλεις σου. Εὐφρανθῆτε
οἱ καταυλισμοὶ καὶ
ὅσοι κατοικεῖτε τὴν Κηδάρ·
θὰ εὐφρανθοῦν οἱ κατοικοῦντες
εἰς τὴν Πέτραν, ἀπὸ τὰς
κορυφὰς τῶν βουνῶν θὰ φωνάξουν
δυνατά. |
11
Εὐφράνθητι, ὦ ἔρημος τῆς Ἀραβίας
καὶ αἱ κῶμαι αὐτῆς· εὐφράνθητε
καὶ οἱ καταυλισμοὶ καὶ οἱ κατοικοῦντες
τὴν Κηδάρ· θὰ εὐφρανθοῦν καὶ
αὐτοὶ ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν
Πέτραν ἀπὸ τὰ ἄκρα τῶν βουνῶν
θὰ φωνάξουν δυνατά. |
12
δώσουσι τῷ Θεῷ δόξαν, τὰς ἀρετὰς
αὐτοῦ ἐν ταῖς νήσοις ἀναγγελοῦσι.
|
12
Θὰ δοξάσουν τὸν Θεὸν καὶ
θὰ διαλαλήσουν τὰς ἀπειροτελείους
ἀρετάς του εἰς
τὰς εἰδωλολατρικὰς
νήσους.
|
12
Θὰ δοξάσουν τὸν Θεὸν καὶ θὰ
διακηρύξουν τὰς ἀξιοϋμνήτους ἰδιότητάς Του
εἰς τὰς εἰδωλολατρικὰς νήσους, ἀναπέμποντες
ὕμνον σύμφωνον μὲ τοὺς φωτισμένους τώρα
κατοίκους τούτων. |
13
Κύριος ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων ἐξελεύσεται
καὶ συντρίψει πόλεμον, ἐπεγειρεῖ
ζῆλον καὶ βοήσεται ἐπὶ τοὺς
ἐχθροὺς αὐτοῦ μετὰ ἰσχῦος.
|
13
Κύριος ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων θὰ
ἐξέλθῃ, θὰ συνάψῃ πόλεμον
καὶ θὰ συντρίψῃ
τοὺς ἐχθρούς· θὰ ἀνάψῃ
ὁ ζῆλος του καὶ θὰ φωνάξῃ
ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μὲ
ὅλην του τὴν δύναμιν.
|
13
Ὁ Κύριος καὶ Θεός, ὁ κατεξουσιάζων τῶν
Δυνάμεων, θὰ ἐξέλθῃ ὡσὰν νὰ
ἐκστρατεύῃ καὶ θὰ συνάψῃ
συντριπτικὸν διὰ τοὺς ἐχθρούς Του
πόλεμον, καὶ θὰ ἀνάψῃ ὁ
ζῆλος Του καὶ θὰ φωνάξῃ μὲ δύναμιν,
καταπτοῶν καὶ κατατροπώνων τοὺς ἐχθρούς
Του. |
14
Ἐσιώπησα, μὴ καὶ ἀεὶ σιωπήσομαι
καὶ ἀνέξομαι; Ὡς ἡ τίκτουσα
ἐκαρτέρησα ἐκστήσω καὶ ξηρανῶ
ἅμα. |
14
Μέχρι σήμερον ἐσιώπησα
καὶ δὲν ὡμίλησα. Μήπως
ὅμως πάντοτε θὰ σιωπῶ καὶ θὰ
ἀνέχομαι τὰ ἁμαρτήματά
σας; Ὅπως ἡ ἐπίτοκος γυνή, ἔτσι
καὶ ἐγὼ ἔδειξα ὑπομονὴν
καὶ καρτερίαν. Τώρα ὅμως θὰ
σᾶς ἀνασπάσω ἀπὸ τὴν γῆν
καὶ θὰ σᾶς ξηράνω συγχρόνως.
|
14
Ἐσιώπησα μακροθυμῶν, λέγει ὁ Κύριος. Μήπως
καὶ πάντοτε θὰ σιωπῶ καὶ θὰ
ἀνέχωμαι τὴν ἀδικίαν καὶ τὴν
ἀσέβειαν; Ὡσὰν τὴν γυναῖκα,
ποὺ γεννᾷ καὶ συγκρατεῖ μὲ πολλὴν
καρτερίαν τοὺς πόνους της, ἐκαρτέρησα καὶ
Ἐγώ. Τώρα ὅμως θὰ ξερριζώσω καὶ θὰ
ξηράνω συγχρόνους. |
15
Ἐρημώσω ὄρη καὶ βουνοὺς καὶ
πάντα χόρτον αὐτῶν ξηρανῶ, καὶ
θήσω ποταμοὺς εἰς νήσους καὶ
ἕλῃ ξηρανῶ. |
15
Θὰ ἐρημώσω ὄρη καὶ βουνά,
θὰ ξηράνω ὅλα τὰ χορτάρια των,
θὰ ἐλατώσω τὰ νερὰ τῶν
ποταμῶν καὶ θὰ παρουσιάσω ἐν
μέσῳ αὐτῶν
νήσους· καὶ τὰς λίμνας καὶ
τὰ ἔλῃ θὰ ξηράνω.
|
15
Θὰ ἐρημώσω ὄρη καὶ βουνὰ καὶ
θὰ ξηράνω ὅλον τὸν χόρτον των· θὰ
μεταβάλω δὲ ποταμοὺς διὰ τῆς ἐλαττώσεως
τῶν ὑδάτων των εἰς νήσους καὶ θὰ
ξηράνω ἕλη. |
16
Καὶ ἄξω τυφλοὺς ἐν ὁδῷ,
ᾗ οὐκ ἔγνωσαν, καὶ τρίβους ἃς
οὐκ ᾔδεισαν, πατῆσαι ποιήσω αὐτούς·
ποιήσω αὐτοῖς τὸ σκότος εἰς
φῶς καὶ τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν·
ταῦτα τὰ ρήματα ποιήσω καὶ οὐκ
ἐγκαταλείψω αὐτούς.
|
16
Ἐξ ἀντιθέτου θὰ ὁδηγήσω
τοὺς τυφλοὺς εἰς τὸν ὀρθὸν
ἀσφαλῆ δρόμον, τὸν ὁποῖον
δὲν ἐγνώρισαν ποτέ, καὶ εἰς
τρίβους τὰς ὁποίας
δὲν εἶχαν μάθει. Θὰ τοὺς
κάμω νὰ πατήσουν καὶ περιπατήσουν
εἰς αὐτάς. Θὰ μεταβάλω πρὸς
χάριν αὐτῶν τὸ σκοτάδι των εἰς
φῶς καὶ τὰ ἀνώμαλα καὶ
ὀφιοειδῆ εἰς εὐθεῖαν καὶ
ὁμαλὴν ὁδόν. Αὐτὰ
τὰ ὁποῖα λέγω, θὰ
τὰ πραγματοποιήσω καὶ δὲν
θὰ τοὺς ἐγκαταλείψω.
|
16
Καὶ θὰ ὁδηγήσω τυφλοὺς εἰς δρόμον,
τὸν ὁποῖον δὲν ἐγνώρισαν ποτέ·
καὶ εἰς τρίβους, τὰς ὁποίας δὲν
ἔμαθαν, θὰ κάμω νὰ πατήσουν οὗτοι.
Θὰ μεταβάλω εἰς αὐτοὺς τὸ σκότος,
εἰς τὸ ὁποῖον εἶναι βυθισμένοι,
εἰς φῶς, καὶ τὰ ἀνώμαλα μέρη
τοῦ δρόμου εἰς εὐθεῖαν καὶ ὁμαλὴν
ὁδόν. Αὐτά, τὰ ὁποῖα διὰ
λόγου ὑπόσχομαι, θὰ τὰ ἐκτελέσω,
καὶ δὲν θὰ ἐγκαταλείψω αὐτούς.
|
17
Αὐτοὶ δὲ ἀπεστράφησαν εἰς
τὰ ὀπίσω· αἰσχύνθητε αἰσχύνην,
οἱ πεποιθότες ἐπὶ τοῖς γλυπτοῖς,
οἱ λέγοντες τοῖς χωνευτοίς· ὑμεῖς
ἐστε θεοὶ ἡμῶν.
|
17
Αὐτοὶ ὅμως, ποὺ πιστεύουν εἰς
τὰ εἴδωλα, ἐγύρισαν ὀπίσω,
ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Ἐντραπῆτε
σεῖς, οἱ ὁποῖοι πιστεύετε εἰς
τὰ εἴδωλα·
σεῖς οἱ ὁποῖοι λέγετε εἰς
τὰ χωνευτὰ ἀγάλματά σας, <σεῖς
εἶσθε οἱ θεοὶ μας>.
|
17
Οἱ ἐμμένοντες ὅμως εἰς τὰ εἴδωλα
ἐτράπησαν εἰς φυγὴν καὶ κατενικήθησαν.
Αἰσχυνθῆτε αἰσχύνην μεγάλην σεῖς,
οἱ ὁποῖοι στηρίζετε τὴν πεποίθησίν
σας εἰς τὰ λίθινα ἢ ξύλινα εἴδωλα,
οἱ ὁποῖοι λέγετε εἰς τὰ χωνευτὰ
ἀγάλματα: Σεῖς, τὰ ἄψυχα, εἶσθε
οἱ θεοί μας. |
18
Οἱ κωφοί, ἀκούσατε, καὶ οἱ
τυφλοί, ἀναβλέψατε ἰδεῖν.
|
18
Οἱ κωφοὶ ἀκούσατε, καὶ οἱ
τυφλοὶ ἀνοίξατε τὰ μάτια σας,
διὰ νὰ ἰδῆτε.
|
18
Ὅσοι εἶσθε κωφοί, ἀνοίξατε τὰ ὦτα
τῆς ψυχῆς σας καὶ ἀκούσατε, καὶ
οἱ τυφλοὶ ἀνακτήσατε τὴν πνευματικήν
σας δρᾶσιν διὰ νὰ ἴδητε.
|
19
Καὶ τίς τυφλός, ἀλλ' ἢ οἱ
παῖδές μου καὶ κωφοί, ἀλλ' ἢ
οἱ κυριεύοντες αὐτῶν; Καὶ ἐτυφλώθησαν
οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ.
|
19
Καὶ ποιοὶ εἶναι τυφλοὶ παρὰ
οἱ δοῦλοι μου, καὶ ποιοὶ εἶναι
κωφοὶ παρὰ οἱ ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι
τοὺς κυβερνοῦν; Διὰ τὰς ἁμαρτίας
αὐτῶν καὶ τὴν ἄγνοιαν τοῦ
Νόμου ἐτυφλώθησαν οἱ δοῦλοι
τοῦ Θεοῦ. |
19
Καὶ ποῖος εἶναι τυφλός, παρὰ οἱ
δοῦλοι μου Ἰσραηλῖται; Καὶ κωφοὶ
ποιοῖ εἶναι, παρὰ οἱ ἄρχοντες
καὶ προϊστάμενοι αὐτῶν; Ἐτυφλώθησαν
καὶ αὐτοὶ οἱ δοῦλοι τοῦ
Θεοῦ! |
20
Εἴδετε πλεονάκις, καὶ οὐκ ἐφυλάξασθε·
ἠνοιγμένα τὰ ὦτα, καὶ οὐκ
ἠκούσατε. |
20
Πολλὲς φορὲς εἴδατε τὰ θαυμαστὰ
ἔργα καὶ τὰς εὐεργεσίας τοῦ
Θεοῦ καὶ δὲν τὰς ἐπροσέξατε.
Εἴχατε ἀνοιγμένα τὰ αὐτιὰ
καὶ δὲν ἠκούσατε τὸ θεῖον
θέλημα. |
20
Εἴδατε πολλάκις τὰς θαυμαστὰς ἐπεμβάσεις
τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὰς ἐπροσέξατε·
εἴχατε ἀνοιγμένα τὰ ὦτα καὶ
δὲν ἠκούσατε, πεισμόνως ἀποστρέφοντες αὐτὰ
ἀπὸ τὴν ἀκρόασιν τοῦ Νόμου.
|
21
Κύριος ὁ Θεὸς ἐβουλεύσατο, ἵνα
δικαιωθῇ καὶ μεγαλύνῃ αἴνεσιν.
|
21
Κύριος ὁ Θεὸς ἠθέλησε καὶ
ἀπεφάσισε νὰ ἐνεργήσῃ
ἔτσι, διὰ νὰ ἀποδειχθῇ αὐτὸς
δίκαιος καὶ νὰ προκαλέσῃ αἴνους
καὶ δοξολογίας ἐκ μέρους σας.
|
21
Ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἔλαβε βουλὴν
καὶ ἀπόφασιν, ἴνα ἀποδειχθῇ
δίκαιος καὶ προκαλέσῃ μεγάλους αἴνους καὶ
δοξολογίας εἰς Αὐτόν. |
22
Καὶ εἶδον, καὶ ἐγένετο ὁ
λαὸς πεπρονομευμένος καὶ διηρπασμένος·
ἡ γὰρ παγὶς ἐν τοῖς ταμιείοις
πανταχοῦ, καὶ ἐν οἴκοις ἅμα,
ὅπου ἔκρυψαν αὐτούς· ἐγένοντο
εἰς προνομήν, καὶ οὐκ ἦν ἑξαιρούμενος
ἄρπαγμα, καὶ οὐκ ἦν ὁ λέγων·
ἀπόδος. |
22
Καὶ εἶδον καὶ ἰδού, ὅτι
ὁ λαός μου ἔγινεν ἀντικείμενον
λεηλασίας καὶ διαρπαγῆς, διότι αἱ
παγίδες τοῦ ἐχθροῦ εἶχαν ἀπλωθῆ
παντοῦ, εἰς τὰ σπίτια των, εἰς
τὰ ἰδιαίτερα κρυπτὰ δωμάτια
των, ὅπου ἔκρυψαν ἀνθρώπους καὶ
θησαυρούς. Ἔγιναν θύματα λεηλασίας
καὶ δὲν ὑπῆρχε κανείς, νὰ
τοὺς γλυτώσῃ ἀπὸ τὴν διαρπαγήν.
Τοὺς ἐλεηλατοῦσαν καὶ δὲν ὑπῆρχε
κανεὶς ἀπὸ αὐτούς, ποὺ
θὰ ἐτολμοῦσε νὰ πῇ· <δῶστε
μας πίσω αὐτὸ ποὺ μᾶς ἁρπάξατε>.
|
22
Καὶ εἶδον, καὶ ἔγινεν ὁ λαὸς
λαφυραγωγημένος καὶ διαρπαγμένος· διότι ἡ παγίς,
ἡ καθιστῶσα αὐτὸν λείαν τοῦ
ἐχθροῦ, ἦτο ἀπλωμένη παντοῦ
εἰς τὰ ἰδιαίτερα δωμάτια καὶ συγχρόνως
εἰς τὰ σπίτια, ὅπου ἔκρυψαν τοὺς
ἀνθρώπους μετὰ τῶν θησαυρῶν των. Ἦσαν
ἐκτεθειμένοι εἰς λαφυραγώγησιν, καὶ δὲν
ὑπῆρχεν ἐκεῖνος, ποὺ θὰ
τοὺς ἠλευθέρωνε· τοὺς διήρπαζαν,
καὶ δὲν ὑπῆρχεν ἐκεῖνος
ποὺ θὰ ἔλεγε: Δῶσε ὀπίσω τὸ
ἀρπαγέν. |
23
Τίς ἐν ὑμῖν, ὃς ἐνωτιεῖται
ταῦτα; Εἰσακούσατε εἰς τὰ ἐπερχόμενα·
|
23
Ποιὸς ἀπὸ σᾶς θὰ ἀκούσῃ
αὐτὰ καὶ θὰ συνετισθῇ; Δῶστε
προσοχὴν καὶ ἀκούσατε αὐτά,
τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ ἐπέλθουν.
|
23
Ποῖος ὑπάρχει μεταξύ σας, ὁ ὁποῖος
θὰ βάλῃ βαθιὰ εἰς τὰ αὐτιά
του ταῦτα; Ἀκούσατέ τα καλά, διὰ νὰ
τὰ ἔχετε ὁδηγὸν καὶ διδασκαλίαν
διὰ τὸ μέλλον. |
24
τὶς ἔδωκεν εἰς διαρπαγὴν Ἰακὼβ
καὶ Ἰσραὴλ τοῖς προνομεύουσιν
αὐτόν; Οὐχὶ ὁ Θεός. Ὦ
ἠμάρτοσαν αὐτῷ, καὶ οὐκ
ἠβούλοντο ἐν ταῖς ὁδοῖς
αὐτοῦ πορεύεσθαι οὐδὲ ἀκούειν
τοῦ νόμου αὐτοῦ;
|
24
Ποιὸς παρεχώρησεν εἰς διαρπαγὴν καὶ
λεηλασίαν τοὺς ἀπογόνους τοῦ
Ἰακώβ, τοὺς Ἰσραηλίτας, εἰς
αὐτοὺς ποῦ τοὺς ἐλήστευσαν;
Δὲν εἶναι ὁ Θεός, ἀπέναντι
τοῦ ὁποίου αὐτοὶ διέπραξαν
ἁμαρτίας, καὶ δὲν ἤθελαν νὰ
βαδίζουν εἰς τὸν δρόμον τοῦ
θελήματός του, οὔτε νὰ ἀκούσουν
τὸν Νόμον του;
|
24
Ποῖος παρέδωκεν εἰς διαρπαγὴν τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ
εὐλογημένου Ἰσραὴλ εἰς τοὺς
λαφυραγωγούντας αὐτούς; Δὲν παρέδωκεν αὐτοὺς
ὁ Θεός, εἰς τὸν Ὁποῖον ἡμάρτησαν
καὶ δὲν ἤθελαν νὰ βαδίζουν εἰς
τοὺς δρόμους Του, ἤτοι νὰ συμμορφώνουν τὴν
ζωήν των πρὸς τὸ θέλημά Του, οὔτε
ἤθελαν νὰ ὑπακούουν εἰς τὸν
Νόμον Του; |
25
Καὶ ἐπήγαγεν ἐπ' αὐτοὺς
ὀργὴν θυμοῦ αὐτοῦ, καὶ
κατίσχυσεν αὐτοὺς πόλεμος καὶ
οἱ συμφλέγοντες αὐτοὺς κύκλῳ,
καὶ οὐκ ἔγνωσαν ἕκαστος οὐδὲ
ἔθεντο ἐπὶ ψυχήν. |
25
Διὰ τοῦτο ἐπέφερεν ἐναντίον
αὐτῶν ὁ Κύριος τιμωρὸν τὴν
δικαίαν ὀργήν του. Ἐξέσπασε
καὶ ὑπερίσχυσεν ἐναντίον των
ὁ πόλεμος τῶν ἐχθρῶν των. Φοβεροὶ
ὁλόγυρά των οἱ ἐχθροὶ
ὅλοι μαζῆ ἄναβαν ἐναντίον των
πυρκαϊάς. Καὶ ὅμως αὐτοὶ δὲν
κατενόησαν οὔτε ᾐσθάνθησαν τὸ
σφάλμα των. Ὁ καθένας των δὲν ἔβαλε
μέσα εἰς τὴν ψυχήν του τὸ μάθημα,
ποὺ θὰ τοὺς ἔφερεν εἰς μετάνοιαν.
|
25
Καὶ ἐπέφερε κατ' αὐτῶν σφοδρὰν
τὴν ὀργήν Του, καὶ κατεπλάκωσεν αὐτοὺς
δεινὸς πόλεμος, καὶ οἱ ἀπὸ συμφώνου
καίοντες αὐτοὺς ἐχθροὶ εὑρίσκοντο
τριγύρω των καὶ ὅμως δὲν συνῃσθάνθησαν
ὁ καθένας των, οὔτε ἔβαλαν βαθιὰ
εἰς τὴν καρδίαν των τὸ μάθημα, ποὺ
τοὺς ὡδήγει εἰς μετάνοιαν.
|