Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὕτως
λέγει Κύριος· ποῖον τὸ βιβλίον
τοῦ ἀποστασίου τῆς μητρὸς ὑμῶν,
ᾧ ἐξαπέστειλα αὐτήν; Ἢ
τίνι ὑπόχρεῳ πέπρακα ὑμᾶς;
Ἰδοὺ ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν
ἐπράθητε, καὶ ταῖς ἀνομίαις
ὑμῶν ἐξαπέστειλα τὴν μητέρα
ὑμῶν. |
ὕτω
λέγει ὁ Κύριος: Ποῦ καὶ ποῖον
εἶναι τὸ ἔγγραφον τοῦ διαζυγίου
τῆς μητέρας σας, διὰ τοῦ ὁποίου
διεζεύχθην καὶ τὴν ἐγκατέλειψα;
Ἢ εἰς ποῖον δανειστήν μου σᾶς
ἐπώλησα; Δὲν σᾶς ἐπώλησα
ἐγὼ δούλους, ἀλλὰ σεῖς
λὸγῳ τῶν ἁμαρτιῶν σας ἐπωλήθητε,
ἐξ αἰτίας δὲ τῶν παρανομιῶν
σας ἀπέπεμψα τὴν μητέρα σας, τὴν
Σιών. |
ὕτω
λέγει ὁ Κύριος: Ποῖον τὸ ἔγγραφον
τοῦ διαζυγίου τῆς μητρός σας Συναγωγῆς,
διὰ τοῦ ὁποίου διεζεύχθην καὶ ἀπέπεμψα
αὐτήν; Ἢ εἰς ποῖον δανειστήν μου σᾶς
ἐπώλησα; Ἰδού, διὰ τὰς ἁμαρτίας
σας ἐπωλήσατε σεῖς τοὺς ἑαυτούς
σας καὶ διὰ τὰς ἀνομίας σας ἀπέπεμψα
τὴν μητέρα σας. |
2
Τί ὅτι ἦλθον καὶ οὐκ ἦν
ἄνθρωπος; Ἐκάλεσα καὶ οὐκ ἦν
ὁ ὑπακούων; Μὴ οὐκ ἰσχύει
ἡ χείρ μου τοῦ ρύσασθαι ἢ οὐκ
ἰσχύω τοῦ ἐξελέσθαι; Ἰδοὺ
τῇ ἀπειλῇ μου ἐξερημώσω τὴν
θάλασσαν καὶ θήσω ποταμοὺς ἐρήμους,
καὶ ξηρανθήσονται οἱ ἰχθύες
αὐτῶν ἀπὸ τοῦ μὴ εἶναι
ὕδωρ καὶ ἀποθανοῦνται ἐν δίψει.
|
2
Διατί, ὅταν ἦλθα, δὲν ὑπῆρξεν
ἄνθρωπος νὰ μὲ ὑποδεχθῇ; Διατί,
ὅταν προσεκάλεσα, δὲν ὑπῆρξε
κανείς, ποὺ νὰ ὑπακούσῃ
εἰς τὴν πρόσκλησίν μου; Μήπως
δὲν εἶναι ἰσχυρὰ ἡ χείρ
μου, διὰ νὰ σᾶς ἐλευθερώσῃ
καὶ σᾶς σώσῃ ἢ δὲν ἔχω
τὴν δύναμιν νὰ σᾶς βγάλω ἀπὸ
τὴν χώραν τῆς αἰχμαλωσίας σας;
Ἰδού, ἐγὼ μὲ τὴν ἀπειλήν
μου δύναμαι νὰ ξηράνω καὶ νὰ
κάμω ἔρημον τὴν θάλασσαν νὰ
καταστήσω ξηροὺς καὶ ἐρήμους
τοὺς ποταμούς, ὥστε νὰ ἀποθάνουν
ἀπὸ τὴν δίψαν τὰ ψάρια,
διότι δὲν θὰ ὑπάρχῃ ὕδωρ.
|
2
Διατί, ὅταν ἦλθον πλησίον σας, δὲν ὑπῆρχεν
ἄνθρωπος νὰ μὲ ὑποδεχθῇ; Διατί,
ὅταν σᾶς ἐκάλεσα, δὲν ὑπῆρξε
κανείς, ὁ ὁποῖος νὰ ἀνταποκριθῇ
εἰς τὴν πρόσκλησίν μου; Μήπως δὲν ἔχει
δύναμιν ἡ χείρ μου διὰ νὰ ἐλευθερώσῃ
ἢ μήπως δὲν εἶμαι δυνατὸς διὰ
νὰ σώσω; Ἰδού, μὲ τὴν ἀπειλήν
μου δύναμαι νὰ μεταβάλω εἰς ἔρημον τὴν
θάλασσαν καὶ νὰ κάμω τοὺς ποταμοὺς
ξηρὰν καὶ θὰ ξηρανθοῦν οἱ ἰχθύες
των ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν ὕδατος
καὶ θὰ ἀποθάνουν ἐκ δίψης.
|
3
Ἐνδύσω τὸν οὐρανὸν σκότος
καὶ ὡς σάκκον θήσω τὸ περιβόλαιον
αὐτοῦ. |
3
Ἐγὼ ἠμπορῶ νὰ ἐνδύσω
μὲ σκοτάδι τὸν οὐρανὸν καὶ
νὰ μεταβάλω τὴν λαμπρὰν περιβολὴν
καὶ ἐμφάνισίν του εἰς πένθιμον
σάκκον.
|
3
Θὰ ἐνδύσω τὸν οὐρανὸν
μὲ σκότος καὶ ὡσὰν πένθιμον σάκκον
θὰ μεταβάλω τὴν περιβολήν του.
|
4
Κύριος δίδωσί μοι γλῶσσαν παιδείας
τοῦ γνῶναι ἡνίκα δεῖ εἰπεῖν
λόγον ἔθηκέ μοι πρωῒ πρωΐ, προσέθηκέ
μοι ὠτίον ἀκούειν·
|
4
Ὁ Κύριος μοῦ ἔχει δώσει γλῶσσαν
παιδείας καὶ σοφίας, διὰ νὰ
γνωρίζω τί καὶ πότε πρέπει νὰ
ὁμιλήσω. Πολὺ ἐνωρὶς μοῦ
ἔδωσε τὴν μόρφωσιν αὐτὴν καὶ
μοῦ προσέθεσεν ὀξύτητα ἀκοῆς,
διὰ νὰ ἀκούω τὴν ἀλήθειαν
καὶ ὑπακούω εἰς αὐτόν.
|
4
Ὁ Κύριος μοῦ δίδει γλῶσσαν παιδευτικὴν
καὶ διδακτικήν, διὰ νὰ γνωρίζω πότε πρέπει
νὰ εἴπω λόγον. Πρωΐ - πρωῒ μοῦ ἔδωκε
τὴν παίδευσιν ταύτην καὶ μοῦ προσέθεσεν
ὀξύτητα ἀκοῆς, διὰ νὰ ἀκούω
καὶ ὑπακούω εἰς τὰς ἀποκαλύψεις
Του. |
5
καὶ ἡ παιδεία Κυρίου Κυρίου
ἀνοίγει μου τὰ ὦτα, ἐγὼ
δὲ οὐκ ἀπειθῶ οὐδὲ ἀντιλέγω.
|
5
Ἡ διὰ τῶν παιδαγωγικῶν παθημάτων
παιδεία τοῦ Κυρίου, μάλιστα
τοῦ Κυρίου, μοῦ ἀνοίγει τὰ
αὐτιά, ἐγὼ δὲ δὲν ἀπειθῶ,
δὲν ἀντιλέγω εἰς τὴν παιδείαν
αὐτήν.
|
5
Καὶ ἡ διὰ δοκιμασιῶν παιδαγωγία, τὴν
ὁποίαν μοῦ ἔκαμεν ὁ Κύριος, μοῦ
διήγειρε καὶ μοῦ ἐκτύπησε βαθιὰ
τὴν ἀκοήν. Ἐγὼ δὲ δὲν
ἀπειθῶ, οὔτε ἀντιλέγω. |
6
Τὸν νῶτόν μου ἔδωκα εἰς μάστιγας,
τὰς δὲ σιαγόνας μου εἰς ραπίσματα,
τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπέστρεψα
ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων·
|
6
Ἔδωκα τὸν νῶτον μου εἰς μάστιγας
καὶ τὰς σιαγόνας μου εἰς ραπίσματα,
τὸ δὲ πρόσωπόν
μου δὲν τὸ
ἀπέστρεψα ἀπὸ τὴν αἰσχύνην
τῶν ἐμπτυσμάτων.
|
6
Τὰ νῶτα μου παρέδωκα εἰς μάστιγας καὶ
τὰς σιαγόνας μου εἰς ραπίσματα, τὸ δὲ
πρόσωπόν μου δὲν ἀπέστρεψα ἀπὸ τὴν
ἐντροπὴν καὶ τὸν ἐξευτελισμὸν
τῶν ἐμπτυσμάτων. |
7
καὶ Κύριος Κύριος βοηθός μοι ἐγενήθη,
διὰ τοῦτο οὐκ ἐνετράπην, ἀλλὰ
ἔθηκα τὸ πρόσωπόν μου ὡς στερεὰν
πέτραν καὶ ἔγνων ὅτι οὐ μὴ
αἰσχυνθῶ· |
7
Ἀλλὰ ὁ Κύριος, ὁ Κύριος
εἶναι καὶ μοῦ συμπαρεστάθη βοηθός
μου. Χάρις εἰς τὴν στοργικὴν παρουσίαν
του, δὲν ἐκυριεύθην ἀπὸ ἐντροπήν,
ἀλλὰ ἀκλόνητον ὡς βράχον
προέβαλα τὸ πρόσωπόν μου, διότι
ἐγνώριζα ὅτι τελικῶς δὲν πρόκειται
νὰ ἐντροπιασθῶ.
|
7
Καὶ κατόπιν τῆς ὑπακοῆς μου αὐτῆς
ὁ Κύριος, ναί, ὁ Κύριος ἔγινε βοηθός μου.
Δι’ αὐτό, ἐπειδὴ ἤλπιζα εἰς
τὴν βοήθειαν αὐτήν, δὲν κατεκυριεύθην ἀπὸ
ἐντροπήν, ἀλλὰ προέταξα τὸ πρόσωπόν
μου ἀλύγιστον ὡσὰν στερεὰν πέτραν,
διότι ἐγνώριζα ὅτι τελικῶς δὲν
θὰ ἐντροπιασθῶ. |
8
ὅτι ἐγγίζει ὁ δικαιώσεις με.
Τίς ὁ κρινόμενός μοι; Ἀντιστήτω
μοι ἅμα· καὶ τίς ὁ κρινόμενός
μοι; Ἐγγισάτω μοι. |
8
Ναί, δὲν θὰ ἐντροπιασθῶ, διότι
εὑρίσκεται πλησίον μου, ἔρχεται κοντά
μου αὐτός, ὁ ὁποῖος θὰ
μοῦ ἀποδώσῃ τὸ δίκαιον.
Ποιὸς εἶναι αὐτός,
ὁ ὁποῖος θέλει νὰ ἀντιμετρηθῇ
μαζῆ μου
εἰς δίκην; Ἂς σταθῇ ἀντιμέτωπός
μου ἀμέσως. Καὶ ποιὸς θὰ ἐκρίνετο
μαζῆ μου καὶ θὰ ἐνόμιζεν ὅτι
ἔχει δίκαιον ἀπέναντί μου; Ἂς
μὲ πλησίασῃ.
|
8
Ναὶ δὲν θὰ ἐντροπιασθῶ, διότι
εἶναι πλησίον καὶ ἔρχεται Αὐτὸς
ποὺ θὰ μὲ δικαιώσῃ. Ποῖος θὰ
ἐδικάζετο μαζί μου καὶ θὰ μὲ
ὡδηγεῖ εἰς δίκην; Ἂς σταθῇ ἀντιμέτωπός
μου συγχρόνως. Καὶ ποῖος θὰ ἐκρίνετο
μαζί μου καὶ θὰ ἐνόμιζεν ὅτι ἔχει
δίκαιον ἀπέναντί μου; Ἂς μὲ πλησιάσῃ.
|
9
Ἰδοὺ Κύριος Κύριος βοηθήσει
μοι· τίς κακώσει με; Ἰδοὺ πάντες
ὑμεῖς ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσεσθε,
καὶ ὡς σῆς καταφάγεται ὑμᾶς.
|
9
Ἰδού, ὁ Κύριος καὶ Θεὸς
εἶναι βοηθός μου.
Ποιὸς θὰ μοῦ κάμῃ
κακόν; Ἰδού, ὅλοι
σεῖς οἱ ἀντιτιθέμενοι
πρὸς ἐμέ, θὰ παλῃώσετε
καὶ θὰ καταρρακωθῆτε σὰν ἱμάτιον
καὶ ὡσὰν σκόρος θὰ σᾶς
καταφάγῃ ἡ κακότης καὶ ἁμαρτωλότης
σας.
|
9
Ἰδού, Κύριος ὁ Θεὸς εἶναι βοηθός μου.
Ποῖος θὰ μὲ καταδικάσῃ καὶ θὰ
μὲ κακοποιήσῃ; Ἰδού, ὅλοι σεῖς
θὰ παλιώσετε καὶ θὰ καταρρακωθῆτε
ὡσὰν ἱμάτιον, καὶ ὡσὰν
σκόρος θὰ σᾶς καταφάγῃ ἡ ἐνοχή
σας καὶ ἡ καταδίκη σας. |
10
Τίς ἐν ὑμῖν ὁ φοβούμενος
τὸν Κύριον; Ὑπακουσάτω τῆς φωνῆς
τοῦ παιδὸς αὐτοῦ. Οἱ πορευόμενοι
ἐν σκότει καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς
φῶς, πεποίθατε ἐπὶ τῷ ὀνόματι
Κυρίου καὶ ἀντιστηρίσασθε ἐπὶ
τῷ Θεῷ. |
10
Ποιὸς μεταξύ σας φοβεῖται τὸν Κύριον;
Ἂς ὑπακούσῃ εἰς τὴν
φωνὴν τοῦ παιδός του. Σεῖς,
οἱ ὁποῖοι πορεύεσθε μέσα εἰς
τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας καὶ
δὲν ὑπάρχει κανένα διὰ σᾶς
φῶς, πιστεύσατε εἰς τὸ ὅνομα
τοῦ Κυρίου, στηριχθῆτε μὲ
πεποίθησιν εἰς
τὸν Θεόν.
|
10
Ποῖος μεταξύ σας ὑπάρχει, ὁ ὁποῖος
φοβεῖται τὸν Κύριον; Ἂς ὑπακούσῃ
εἰς τὴν φωνὴν τοῦ δούλου Τοῦ
Μεσαίου. Σεῖς, ποὺ πορεύεσθε εἰς τὸ
σκότος τῆς ἀγνοίας καὶ τῆς δουλείας
τῆς ἁμαρτίας καὶ εἰς τοὺς ὁποίους
δὲν ὑπάρχει φῶς θείας ἐλλάμψεως
καὶ ἐλευθερίας, στηρίξατε τὴν πεποίθησίν
σας εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ
ἀντὶ παντὸς ἅλλου στηρίγματος στηριχθῆτε
ἐπὶ τοῦ Θεοῦ. |
11
ἰδοὺ πάντες ὑμεῖς πῦρ
καίετε καὶ κατισχύετε φλόγα·
πορεύεσθε τῷ φωτὶ τοῦ πυρὸς
ὑμῶν καὶ τῇ φλογί, ᾗ ἐξεκαύσατε·
δι' ἐμὲ ἐγένετο ταῦτα ὑμιν,
ἐν λύπῃ κοιμηθήσεσθε. |
11
Ἰδοὺ, ὅλοι σεῖς, ποὺ δὲν
ὑπακούετε εἰς τὸν παῖδα τοῦ
Θεοῦ, ἀνάπτετε φωτιὰν εἰς τὸν
ἑαυτόν σας καὶ τὸν κατακαίετε.
Τροφοδοτεῖτε καὶ
δυναμώνετε ὁλονὲν περισσότερον
τὴν φλόγα τοῦ πυρός, ποὺ σᾶς
κατακαίει. Πορευθῆτε μὲ τὸ ἀντιφέγγισμα
τοῦ ὀλεθρίου πυρός, ποὺ σεῖς
ἀνάψατε κατὰ τοῦ ἐαυτοῦ
σας, καὶ μὲ τὴν φλόγα, τὴν ὁποίαν
σεῖς ἐδυναμώσετε ἀκόμη περισσότερον.
Συνέβησαν ὅλα αὐτὰ τὰ φοβερὰ
εἰς σᾶς, διότι δὲν ἐπιστεύσατε
εἰς ἐμέ. Βυθισμένοι δὲ εἰς
τὴν λύπην καὶ τὸν πόνον θὰ
ἀποθάνετε. |
11
Ἰδοὺ ὅλοι σεῖς, οἱ μὴ
ὑπακούοντες εἰς τὸν Παῖδα τοῦ
Θεοῦ, φωτιὰν ἀνάπτετε εἰς τοὺς
ἑαυτούς σας καὶ ὁλονὲν ἰσχυροτέραν
καθιστᾶτε τὴν φλόγα της. Προχωρεῖτε φωτιζόμενοι
ἀπὸ τὸ ἀπατηλὸν καὶ ὀλέθριον
φῶς τῆς φωτιᾶς, ποὺ οἱ ἴδιοι
ἠνάψατε, καὶ ἀπὸ τὴν φλόγα,
τὴν ὁποίαν ἐδυναμώσατε. Ἕνεκεν
τῆς πρὸς Ἐμὲ ἀπιστίας σας ἔγιναν
ταῦτα εἰς σᾶς. Θὰ ἀποθάνετε
ἐν λύπῃ. |