Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὕτως
λέγει Κύριος· ὁ οὐρανός
μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον
τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ
μοι; Καὶ ποῖος τόπος τῆς κατάπαύσεώς
μου; |
ὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος· Ὁ ἀπέραντος
οὐρανὸς εἶναι θρόνος μου, ἡ
δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν
μου. Ποῖον, λοιπόν, οἶκον ἀντάξιον
πρὸς τὸ μεγαλεῖον μου θὰ οἰκοδομήσετε
δι' ἐμέ; Καὶ ποῖος τόπος εἶναι
κατάλληλος, διὰ νὰ ἀναπαυθῶ
εἰς αὐτόν;
|
ὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος: Ὁ οὐρανὸς ὁλόκληρος
εἶναι θρόνος μου, ἡ δὲ γῆ εἶναι
στήριγμα κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου. Ποῖον
λοιπὸν οἶκον θὰ οἰκοδομήσετε δι’ Ἐμέ,
ἱκανὸν να μὲ περιλάβῃ; Καὶ ποῖος
τόπος εἶναι κατάλληλος διὰ νὰ ἀναπαυθῶ;
|
2
Πάντα γὰρ ταῦτα ἐποίησεν ἡ
χεῖρ μου, καὶ ἐστιν ἐμὰ πάντα
ταῦτα, λέγει Κύριος· καὶ ἐπὶ
τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ' ἣ ἐπὶ
τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ
τρέμοντα τοὺς λόγους μου; |
2
Διότι, ὅλα αὐτά, τὸν οὐρανὸν
καὶ τὴν γῆν καὶ ὅσα ὑπάρχουν
εἰς αὐτά, ἐδημιούργησεν ἡ
παντοδύναμος δεξιά μου, ἀνήκουν ὅλα
εἰς ἐμέ, λέγει ὁ Κύριος.
Ἐγὼ ὅμως πρὸς ποῖον θὰ
ρίψω στοργικὸν καὶ προστατευτικὸν
τὸ βλέμμα μου, εἰ μὴ μόνον εἰς
τὸν ἄνθρωπον τὸν ταπεινόν, τὸν
ἥσυχον, ὁ ὁποῖος τρέμει μὲ
σεβασμὸν τὰ λόγια μου καὶ ἀγωνίζεται
νὰ τὰ ἐφαρμόζῃ εἰς τὴν
ζωήν του;
|
2
Κανένα τόπον ἢ χῶρον δὲν ἔχετε σεῖς.
Διότι ὅλα αὐτὰ τὰ ἐδημιούργησεν
ἡ ἰδική μου χεὶρ καὶ συνεπῶς
εἶναι ἰδικά μου ὅλα ἀνεξαιρέτως ταῦτα,
λέγει ὁ Κύριος. Καὶ ἐπὶ ποιοῦ
θὰ ρίψω εὐμενὲς τὸ βλέμμα μου, παρὰ
μόνον εἰς τὸν ταπεινὸν καὶ εἰρηνικὸν
καὶ ὑπομονητικὸν καὶ εἰς ἐκεῖνον,
ποὺ μετὰ φόβου πολλοῦ ἐπιμελεῖται
τὴν τήρησιν τῶν λόγων μου; |
3
Ὁ δὲ ἄνομος ὁ θύων μοι μόσχον
ὡς ὁ ἀποκτέννων κύνα, ὁ
δὲ ἀναφέρων σεμίδαλιν ὡς αἷμα
ὕειον, ὁ διδοὺς λίβανον εἰς
μνημόσυνον ὡς βλάσφημος· καὶ
αὐτοὶ ἐξελέξαντο τὰς ὁδοὺς
αὐτῶν καὶ τὰ βδελύγματα αὐτῶν,
αἱ ἡ ψυχὴ αὐτῶν ἠθέλησε,
|
3
Ἐξ ἀντιθέτου ἐκεῖνος, ποὺ
καταπατεῖ τὸν Νόμον μου καὶ ἔχει
ἐν τούτοις τὴν τόλμην νὰ προσφέρῃ
θυσίαν εἰς ἐμὲ μόσχον, εἶναι
ὥσὰν ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος
προσφέρει σκύλον πρὸς θυσίαν. Καὶ
ὁ παραβάτης τοῦ Νόμου μου, ποὺ
προσφέρει θυσίαν σεμιγδάλεως, ὁμοιάζει
μὲ ἐκεῖνον, ποὺ κάνει σπονδήν
μὲ αἷμα χοίρου. Καὶ ὁ ἀμετανόητος
ἁμαρτωλός, ποὺ προσφέρει λιβάνι,
διὰ νὰ τὸν ἐνθυμηθῇ καὶ
προστατεύσῃ ὅ Θεός, εἶναι ὅμοιος
μὲ τὸν βλάσφημον, διότι αὐτοὶ
εἰς τὴν πραγματικότητα ἐπροτίμησαν
τοὺς ἁμαρτωλοὺς τρόπους τῆς
ζωῆς των καὶ τὰ βδελυρά των εἴδωλα,
τὰ ὁποῖα ἠθέλησεν ἡ ψυχή
των. |
3
Ἐκεῖνος ὅμως, ὁ ὁποῖος
παραβαίνει τὸν Νόμον μου καὶ θυσιάζει εἰς
Ἐμὲ μόσχον, εἶναι ὡσὰν αὐτὸν
ποὺ ὡς θυσίαν σκοτώνει σκύλον, ἀπὸ
τὸν ὁποῖον θέλει νὰ ἀπαλλαγῇ
καὶ μοῦ τὸν προσφέρει· αὐτὸς
δέ, ποὺ προσφέρει εἰς τὸ θυσιαστήριόν
μου σιμιγδάλι, ὁμοιάζει πρὸς αὐτόν, ποὺ
κάμνει σπονδὴν μὲ αἷμα χοίρου· καὶ
αὐτὸς ὁ παράνομος, ποὺ προσφέρει
θυμίαμα διὰ νὰ ὑπενθυμίσῃ τὸν
ἑαυτόν του εἰς τὸ ἔλεός μου, εἶναι
ὡσὰν τὸν βλάσφημον. Διότι οὖτοι ἐπροτίμησαν
τὸν τρόπον τῆς ζωῆς, ποὺ τοὺς
ἀρέσει, καὶ τὰ μυσαρὰ τῶν εἴδωλα,
τὰ ὁποῖα ἠθέλησεν ἡ ψυχή
των. |
4
κἀγὼ ἐκλέξομαι τὰ ἐμπαίγματα
αὐτῶν καὶ τὰς ἁμαρτίας
ἀνταποδώσω αὐτοῖς· ὅτι
ἐκάλεσα αὐτοὺς καὶ οὐχ
ὑπήκουσάν μου, ἐλάλησα καὶ
οὐκ ἤκουσαν, καὶ ἐποίησαν τὸ
πονηρὸν ἐναντίον ἐμοῦ καὶ
ἂ οὐκ ἡβουλόμην ἐξελέξαντο
|
4
Καὶ ἐγὼ εἰς τιμωρίαν των θὰ
ἐκλέξω τρόπους, διὰ τῶν ὁποίων
θὰ τοὺς ἐμπαίξω καὶ θὰ
τοὺς ἐξευτελίσω καὶ θὰ ἀνταποδώσω
τιμωρίαν εἰς αὐτοὺς διὰ τὰς
ἁμαρτίας των. Διότι τοὺς προσεκάλεσα
μὲ στοργὴν καὶ αὐτοὶ δὲν
μὲ ὑπήκουσαν. Ἐλάλησα πρὸς
αὐτοὺς ὡς πατὴρ πρὸς τέκνα
καὶ αὐτοὶ δὲν μὲ ἤκουσαν
καὶ διέπραξαν τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν
μου. Καὶ ἐπροτίμησαν ἐκεῖνα,
τὰ ὁποῖα ἐγὼ δὲν ἤθελα.
|
4
Καὶ Ἐγὼ θὰ ἐκλέξω τοὺς
τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ ἐξευτελισθοῦν,
καὶ θὰ ἀνταποδώσω εἰς αὐτοὺς
τὰς ἁμαρτίας των διότι τοὺς ἐκάλεσα
καὶ δὲν ὑπήκουσαν εἰς Ἐμέ,
τοὺς ὡμίλησα καὶ δὲν ἤκουσαν.
Καὶ διέπραξαν τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν μου
καὶ ἐπροτίμησαν ἐκεῖνα, ποὺ
δὲν ἤθελα. |
-5
Ἀκούσατε ρήματα Κυρίου οἱ τρέμοντες
τὸν λόγον αὐτοῦ· εἴπατε,
ἀδελφοὶ ἡμῶν, τοῖς μισοῦσιν
ὑμᾶς καὶ βδελυσσομένοις, ἵνα
τὸ ὄνομα Κυρίου δοξασθῇ καὶ
ὀφθῇ ἐν τῇ εὐφροσύνῃ
αὐτῶν, κἀκεῖνοι αἰσχυνθήσονται.
|
5
Ἀκούσατε τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου
σεῖς, οἱ ὁποῖοι μὲ ἱερὸν
δέος προσέχετε τὸν λόγον αὐτοῦ.
Εἴπατε σεῖς, οἱ ἀδελφοί μας
οἱ εὐσεβεῖς, εἰς ἐκείνους
οἱ ὁποῖοι σᾶς μισοῦν καὶ
σᾶς ἀποστρέφονται, πρὸς τοὺς
κακοὺς Ἰσραηλίτας, ὅτι τὸ ὅνομα
τοῦ Κυρίου ἐξάπαντος θὰ δοξασθῇ
καὶ θὰ φανῇ ἡ παντοδύναμος πρὸς
σᾶς προστασία του, καθ' ὃν χρόνον
ἐκεῖνοι θὰ εὐφραίνωνται ἐν
ἀναμονῇ τῆς καταστροφῆς σας! Αὐτοὶ
λοιπὸν θὰ καταισχυνθοῦν.
|
5
Ἀκούσατε λόγους Κυρίου σεῖς, οἱ ὁποῖοι
μετ’ ἐμφόβου σπουδῆς προσέχετε εἰς τὸν
λόγον Αὐτοῦ, πρόθυμοι νὰ συμμορφωθῆτε
πρὸς αὐτόν. Ὦ ἀδελφοί μας, εἴπατε
πρὸς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι σᾶς
μισοῦν καὶ σᾶς σιχαίνονται, διὰ νὰ
δοξασθῇ ἔτσι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου
καὶ καταστῇ ἐμφανὴς ἡ ἔνδοξος
προστασία, τὴν ὁποίαν θὰ δείξῃ εἰς
σᾶς, καθ’ ὃν χρόνον αὐτοὶ θὰ
εὐφραίνωνται προβλέποντες τὴν καταστροφήν
σας. Θὰ διαψευσθοῦν ὅμως αἱ ἐλπίδες
των καὶ συνεπῶς ἐκεῖνοι θὰ ἐντροπιασθοῦν.
|
6
Φωνὴ κραυγῆς ἐκ πόλεως, φωνὴ
ἐκ ναοῦ, φωνὴ Κυρίου ἀνταποδιδόντος
ἀνταπόδοσιν τοῖς ἀντικειμένοις.
|
6
Μεγαλόφωνος κραυγὴ ὀδύνης καὶ
ἀπελπισίας ἀκούεται ἀπὸ
τὴν πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ. Φωνὴ
ἀκούεται ἀπὸ τὸν ναόν
της. Ἀκούεται ὅμως καὶ ἡ φωνὴ
τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἀποστέλλει
τὴν δικαίαν τιμωρίαν εἰς τοὺς
ἀντιτιθεμένους πρὸς αὐτόν.
|
6
Φωνὴ ἀγωνιώδους κραυγῆς ἀκούεται
ἀπὸ τὴν πόλιν τῶν Ἱεροσολύμων,
φωνὴ ἀκούεται ἀπὸ τὸν Ναὸν
αὐτῆς, φωνὴ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος
ἀνταποδίδει τὴν δικαίαν τιμωρίαν εἰς τοὺς
ἀντικειμένους. |
7
Πρὶν ἢ τὴν ὠδίνουσαν τεκεῖν,
πρὶν ἐλθεῖν τὸν πόνον τῶν
ὠδίνων, ἐξέφυγε καὶ ἔτεκεν
ἄρσεν. |
7
Πρὶν ἢ γεννήσῃ ἡ ἔγκυος,
ποὺ ἀναμένει τὰς ὠδῖνας
τοῦ τοκετοῦ, πρὶν ἔλθουν οἱ
πόνοι τοῦ τοκετοῦ, διαφεύγει αὐτοὺς
καὶ γεννᾷ μάλιστα τέκνον ἀρσενικόν.
|
7
Προτοῦ ἡ ἐγκυμονοῦσα γεννήσῃ,
προτοῦ νὰ ἔλθῃ ὁ πόνος τοῦ
τοκετοῦ, ἐξέφυγε τοῦτον καὶ ἐγέννησεν
ἀρσενικόν. |
8
Τίς ἤκουσε τοιοῦτο, καὶ τίς
ἑώρακεν οὕτως; Ἦ ὤδινε γῆ
ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ, ἢ καὶ
ἐτέχθη ἔθνος εἰς ἅπαξ; Ὅτι
ὤδινε καὶ ἔτεκε Σιὼν τὰ παιδία
αὐτῆς. |
8
Ποιὸς ἤκουσε κάτι τέτοιο καὶ
ποιὸς εἶδε νὰ πραγματοιτοιῆται αὐτό;
Ἀνεβλάστησε ποτὲ καὶ ἐκαρποφόρησεν
ἡ γῆ εἰς μίαν καὶ μόνην
ἡμέραν, ἢ ἐγεννήθη ἔθνος
ὁλόκληρον εἰς μίαν στιγμήν;
Καὶ ὅμως ἡ νέα Ἱερουσαλὴμ
κατελήφθη αἰφνιδίως ἀπὸ τὰς
ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ καὶ ἐγέννησεν
ἀμέσως τὰ τέκνα της.
|
8
Ποῖος ἤκουσε τοιοῦτο γεγονός ποτέ;
Καὶ ποῖος ἔχει ἴδει νὰ γίνεται
οὕτω; Ἀνεβλάστησεν ἄραγε ποτὲ ἡ
γῆ εἰς μίαν ἡμέραν καὶ ἀπέδωκεν
ὥριμον τὸν καρπόν της ἢ καὶ
ἐγεννήθη ποτὲ ἔθνος ὁλόκληρον αἰφνιδίως
καὶ εἰς μίαν στιγμήν; Τὰ ἀδύνατα ὅμως
αὐτὰ ἔγιναν, διότι ἐκοιλοπόνησεν
ἡ νέα Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐγέννησεν
ἀμέσως τὰ τέκνα της. |
9
Ἐγὼ δὲ ἔδωκα τὴν προσδοκίαν
ταύτην, καὶ οὐκ ἐμνήσθης μου,
εἶπε Κύριος. Οὐκ ἰδοὺ ἐγὼ
γεννῶσαν καῖ στεῖραν ἐποίησα;
Εἶπεν ὁ Θεός σου. |
9
Ἐγὼ δὲ ἔδωσα εἰς σέ, τὴν
ἐπιγειον Ἱερουσαλήμ, αὐτὴν τὴν
προσδοκίαν καὶ ἐλπίδα. Σὺ ὅμως
δὲν μὲ ἐνεθυμήθης, εἶπεν ὁ
Κύριος. Δὲν εἶμαι ἐγὼ ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος ἔκαμα τὴν νέαν
Ἰερουσαλήμ, ἐνῷ ἦτο στεῖρα,
νὰ γεννᾷ; Καὶ τὴν γυναῖκα, ποὺ
ἕως τώρα ἐγεννοῦσε, τὴν παλαιὰν
Ἱερουσαλήμ, δὲν τὴν κατέστησα
στεῖραν; Εἶπεν ὁ Θεός.
|
9
Ἐγὼ δὲ ἔδωκα εἰς σέ, τὴν
ἐπίγειον Ἱερουσαλήμ, τὴν προσδοκίαν καὶ
ἐλπίδα αὐτήν, κατὰ τὴν ὁποίαν
θὰ συνετελεῖτο εἰς σὲ τὸ θαῦμα
τοῦτο τῆς αἰφνιδίας, ἀθρόας
καὶ θαυμαστῆς ἀναγεννήσεως. Ἀλλὰ
σὺ δέν μὲ ἐνεθυμήθης, εἶπεν ὁ
Κύριος. Ἰδοὺ ὅμως· δὲν ἔκαμα
Ἐγὼ τὴν ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησίαν,
ποὺ ἦτο στεῖρα, νὰ γεννᾷ ἤδη,
καὶ σὲ τὴν γεννῶσαν δὲν σὲ
κατέστησα στεῖραν; |
10
Εὐφράνθητι, Ἱερουσαλήμ, καὶ
πανηγυρίσατε ἐν αὐτῇ, πάντες
οἱ ἀγαπῶντες αὐτήν, χάρητε
ἅμα αὐτῇ χαρᾷ, πάντες ὅσοι
πενθεῖτε ἐπ' αὐτῇ, |
10
Σὺν λοιπόν, ἡ νέα Ἱερουσαλήμ,
ἃς πλημμυρίσῃς ἀπὸ χαρὰν
καὶ εὐφροσύνην. Ἂς πανηγυρίσουν
δι' αὐτὴν καὶ εἰς αὐτὴν
ὅλοι ὅσοι τὴν ἀγαποῦν. Χαρῆτε
χαρὰν μεγάλην, ὅσοι ἄλλοτε εἴχατε
πένθος διὰ τὴν κοταστροφήν της,
|
10
Εὐφράνθητι, ὦ νέα Ἱερουσαλήμ, καὶ
πανηγυρίσατε δι’ αὐτὴν ὅλοι, ὅσοι
τὴν ἀγαπᾶτε· χαρῆτε χαρὰν
μεγάλην μετ’ αὐτῆς ὅλοι, ὅσοι πενθεῖτε
τώρα δι’ αὐτήν. |
11
Ἵνα θηλάσητε καὶ ἐμπλησθῆτε
ἀπὸ μαστοῦ παρακλήσεως αὐτῆς,
ἵνα ἐκθηλάσαντες τρυφήσητε ἀπὸ
εἰσόδου δόξης αὐτῆς.
|
11
διὰ νὰ θηλάσετε τώρα καὶ χορτάσετε
ἀπὸ τὸν μαστὸν τῆς παρηγορίας
της. Καὶ ἀφοῦ χορτασθῆτε ἀπὸ
τὸ πνευματικὸν τοῦτο γάλα τῆς
χαρᾶς, νὰ τρυφήσετε, ὅταν ἔλθῃ
ἡ δόξα αὐτῆς.
|
11
Ἔλθετε διὰ να θηλάσετε καὶ χορτάσετε ἀπὸ
τὸν μαστὸν τῆς παρηγορίας της, ἵνα,
ἀφοῦ χορτασθῆτε ἀπὸ τὸ
γάλα τοῦτο, τρυφήσετε, ὅταν ἔλθῃ ἡ
δόξα αὐτῆς. |
12
Ὅτι τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ
ἐγὼ ἐκκλίνω εἰς αὐτοὺς
ὡς ποταμὸς εἰρήνης καὶ ὡς
χειμάρρους ἐπικλύζων δόξαν ἐθνῶν·
τὰ παιδία αὐτῶν ἐπ' ὤμων
ἀρθήσονται καὶ ἐπὶ γονάτων
παρακληθήσονται. |
12
Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος
διὰ τὴν νέαν Ἱερουσαλήμ·
Ἰδοὺ ἐγὼ στρέφομαι πρὸς
αὐτούς, σὰν πλούσιος ποταμὸς
εἰρήνης καὶ χαρᾶς, σὰν χείμαρρος,
ποὺ πλημμυρίζει ἀπὸ τὴν δόξαν
τῶν ἐθνῶν. Τὰ ἔθνη θὰ
προσέλθουν εἰς τὴν νέαν Σιών,
τὰ παιδιά των θὰ φέρωνται ἐπάνω
εἰς τοὺς ὤμους των, καὶ εἰς
τὰ γόνατα των θὰ εὐρίσκουν παρηγορίαν
καὶ χαράν.
|
12
Ναί, θὰ ἐντρυφήσετε ἀπολαμβάνοντες
τὴν δόξαν τῆς νέας Ἱερουσαλήμ. Διότι αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος: Ἰδού, Ἐγὼ στρέφομαι
πρὸς αὐτοὺς ὡσὰν ποταμὸς
ἥσυχος, κομίζων εἰρήνην καὶ εὐτυχίαν,
καὶ ὡσὰν χείμαρρος, ὁ ὁποῖος
δημιουργεῖ πλήμμυραν ἀπὸ τὴν
δόξαν τῶν ἐθνῶν. Τὰ ἔθνη θὰ
συρρεύσουν εἰς αὐτὴν καὶ τὰ
μικρὰ παιδιά των θὰ σηκώνωνται ἐπὶ
τῶν ὤμων καὶ ἐπὶ τῶν γονάτων
θὰ παρηγορώνται, στοργικῶς θωπευόμενα καὶ
συγκρατούμενα ὑπὸ τῶν γονέων των.
|
13
Ὥς εἴ τινα μήτηρ παρακαλέσει, οὕτως
κἀγὼ παρακαλέσω ὑμᾶς, καὶ
ἐν Ἱερουσαλὴμ παρακληθήσεσθε.
|
13
Ὅπως ἡ μητέρα παρηγορεῖ καὶ
χαροποιεῖ τὸ παιδὶ της, ἔτσι καὶ
ἐγὼ θὰ σᾶς παρηγορήσω, θὰ
σᾶς δώσω χαρὰν καὶ σεῖς θὰ
παρηγορηθῆτε καὶ θὰ ἐνισχυθῆτε
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
13
Ὅπως δὲ θὰ παρηγορήσῃ μία μητέρα
τὸν τυχὸν θλιβόμενον υἱόν της, οὕτω
καὶ Ἐγὼ θὰ σᾶς παρηγορήσω, καὶ
μέσα εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς συμμέτοχοι
τῆς εὐτυχοῦς της καταστάσεως θὰ παρηγορηθῆτε.
|
14
Καὶ ὄψεσθε, καὶ χαρήσεται ἡ
καρδία ὑμῶν, καὶ τὰ ὀστᾶ
ὑμῶν ὡς βοτάνη ἀνατελεῖ·
καὶ γνωσθήσεται ἡ χεὶρ Κυρίου
τοῖς φοβουμένοις αὐτὸν, καὶ
ἀπειλήσει τοῖς ἀπειθοῦσιν.
|
14
Θὰ ἴδετε τὴν νέαν Ἱερουσαλὴμ
καὶ τὴν δόξαν της, θὰ χαρῇ ἡ
καρδιά σας, καὶ τὰ κόκκαλά σας
θὰ ἀναθάλλουν· θὰ ἀναζωογονηθοῦν
ὡσὰν τὴν ἀναβλαστάνουσαν χλόην.
Θὰ γίνῃ πλέον γνωστὴ ἡ
παντοδύναμος δεξιὰ τοῦ Κυρίου εἰς
τοὺς φοβουμένους αὐτόν, ἡ ὁποία
ὅμως θὰ εἶναι ἀπειλητικὴ ἐναντίον
ἐκείνων, ποὺ θὰ ἐξακολουθοῦν
νὰ παρακούουν.
|
14
Καὶ θὰ ἴδετε τὴν χαρμόσυνον μεταβολήν,
καὶ θὰ χαρῇ ἡ καρδία σας· τὰ
δὲ ὀστᾶ σας θὰ λιπανθοῦν καὶ
θὰ ἀνανεωθοῦν ὡσὰν τὴν
ἀνατέλλουσαν καὶ ἀναφυομένην χλόην καὶ
θὰ ἀναγνωρισθῇ ἡ δύναμις τοῦ
Κυρίου ὑπὸ τῶν φοβουμένων Αὐτὸν
ὡς προστατεύουσα αὐτούς, καὶ θὰ ἀπειλήσῃ
συγκλονιστικῶς τοὺς ἀπειθοῦντας.
|
-15
Ἰδοὺ γὰρ Κύριος ὡς πῦρ
ἥξει καὶ ὡς καταιγὶς τὰ ἅρματα
αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐν θυμῷ
ἐκδίκησιν αὐτοῦ καὶ ἀποσκορακισμὸν
αὐτοῦ ἐν φλογὶ πυρός.
|
15
Διότι, ἰδοὺ ὁ Κύριος θὰ
ἔλθῃ σὰν φωτιὰ καταστρεπτικὴ
διὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Τὰ ἅρματά
του σὰν φοβερὴ καταιγίδα, διὰ νὰ
ἀποδώσῃ ἐπάνω εἰς τὸν
δίκαιον θυμόν του τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν,
τὴν ἀποπομπὴν καὶ τὴν ἐξαφάνισιν
τῶν ἁμαρτωλῶν μέσα εἰς τὴν
φλόγα τοῦ πυρός.
|
15
Ναί· θὰ γίνῃ αἰσθητὴ ἡ ὀργὴ
καὶ ἡ ἀπειλή Του· διότι ἰδού,
ὁ Κύριος θὰ ἔλθῃ ὡσὰν
φωτιὰ καταστρεπτική, καὶ τὸ ἅρμα,
ἐπὶ τὸν ὁποίου θὰ κάθηται, θὰ
ἐπιπέσῃ ὡσὰν καταιγίς, διὰ
νὰ ἀποδώσῃ μὲ θυμὸν τὴν
ἐκδίκησίν Του καὶ τὴν ἀποπομπὴν
τῶν ἐχθρῶν Του εἰς φλόγα φωτιᾶς.
|
16
ἐν γὰρ τῷ πυρὶ Κυρίου κριθήσεται
πᾶσα ἡ γῆ καὶ ἐν τῇ ρομφαίᾳ
αὐτοῦ πᾶσα σάρξ· πολλοὶ
τραυματίαι ἔσονται ὑπὸ Κυρίου.
|
16
Διὰ τοῦ πυρὸς τοῦ Κυρίου θὰ
κριθοῦν καὶ θὰ δικασθοῦν ὅλοι
οἱ ἁμαρτωλοὶ τῆς οἰκουμένης
καὶ διὰ τῆς ρομφαίας αὐτοῦ
θὰ σφαγῇ κάθε ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπίνη
ὕπαρξις. Πολλοὶ θὰ εἶναι ἐκεῖνοι
οἱ ὁποῖοι θὰ τιμωρηθοῦν ἀπὸ
τὸν Κύριον.
|
16
Διότι διὰ τοῦ πυρὸς τοῦ Κυρίου θὰ
κριθοῦν καὶ θὰ δοκιμασθοῦν πάντες
οἱ κατοικοῦντες ἐν τῇ γῇ, καὶ
μὲ τὴν ρομφαίαν Αὐτοῦ θὰ προστατευθῇ
ἢ θὰ κατασφαγῇ κάθε ἄνθρωπος·
πολλοὶ θὰ τραυματισθοῦν ἀπὸ
τὸν Κύριον. |
17
Οἱ ἀγνιζόμενοι καὶ καθοριζόμενοι
εἰς τοὺς κήπους καὶ ἐν τοῖς
προθύροις ἔσθοντες κρέας ὕειον καὶ
τὰ βδελύγματα καὶ τὸν μῦν ἐπὶ
τὸ αὐτὸ ἀναλωθήσονται, εἶπε
Κύριος, |
17
Αὐτοὶ δὲ εἶναι ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι ἀγνίζονται καὶ
καθαρίζονται εἰς τοὺς εἰδωλολατρικοὺς
κήπους. Αὐτοί, ποὺ τρώγουν χοίρειον
κρέας εἰς τὰ πρόθυρα τῶν εἰδωλολατρικῶν
ναῶν, τὰ σιχαμερὰ εἰδωλόθυτα
καὶ τοὺς ποντικούς. Ὅλοι αὐτοὶ
μαζῆ θὰ κατακαοῦν καὶ θὰ καταστραφοῦν,
εἶπεν ὁ Κύριος.
|
17
Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ὑποβάλλονται
εἰς εἰδωλολατρικοὺς ἁγνισμοὺς
καὶ καθαρμοὺς εἰς τοὺς κήπους καὶ
τὰ ἄλση καὶ οἱ ὁποῖοι
εἰς τὰ πρόθυρα τῶν ναῶν τῶν
εἰδώλων τρώγουν κρέας χοιρινὸν καὶ τὰ
μυσαρὰ εἰδωλόθυτα καὶ τὸν ποντικόν,
θὰ τιμωρηθοῦν. Ὅλοι μαζὶ ταυτοχρόνως
θὰ κατακαοῦν καὶ θὰ ἐξαφανισθοῦν,
εἶπεν ὁ Κύριος. |
18
κἀγὼ τὰ ἔργα αὐτῶν καὶ
τὸν λογισμὸν αὐτῶν ἐπίσταμαι,
ἔρχομαι συναγαγεῖν πάντα τὰ ἔθνη
καὶ τὰς γλώσσας, καὶ ἥξουσι
καὶ ὄψονται τὴν δόξαν μου.
|
18
Ἐγὼ δὲ γνωρίζω τὰς σκέψεις
καὶ τὰ ἔργα αὐτῶν, θὰ
ἔλθω, διὰ νὰ συγκεντρώσω ὅλα
τὰ ἔθνη καὶ ὅλας τὰς γλώσσας
τῆς γῆς· καὶ θὰ ἔλθουν
καὶ θὰ ἴδουν τὴν δόξαν μου.
|
18
Καὶ ἐγὼ τὰ ἔργα των καὶ
τὰς σκέψεις των γνωρίζω καλῶς. Ἔρχομαι νὰ
συναθροίσω ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τοὺς
λαλοῦντας διαφόρους γλώσσας λαούς· καὶ θὰ
ἔλθουν καὶ θὰ ἴδουν τὴν ἔνδοξον
δικαιοσύνην καὶ δύναμίν μου τιμωροῦσαν τοὺς
εἰς τὰ εἴδωλα ἐκκλίναντας καὶ
ἀπιστήσαντας. |
19
Καὶ καταλείψω ἐπ' αὐτῶν σημεῖα
καὶ ἐξαποστελῶ ἐξ αὐτῶν
σεσωσμένους εἰς τὰ ἔθνη, εἰς
Θαρσὶς καὶ Φοὺδ καὶ Λοὺδ καὶ
Μοσὸχ καὶ εἰς Θοβὲλ καὶ εἰς
τὴν Ἑλλάδα καὶ εἰς τὰς
νήσους τὰς πόρρω, οἳ οὐκ ἀκηκόασί
μου τὸ ὄνομα οὐδὲ ἑωράκασί
μου τὴν δόξαν, καὶ ἀναγγελοῦσι
τὴν δόξαν μου ἐν τοῖς ἔθνεσι.
|
19
Θὰ κάμω καὶ θὰ δώσω εἰς
αὐτοὺς θαυμαστὰ γεγονότα, θὰ
ἀποστείλω ἀπὸ αὐτοὺς σεσωσμένους
εἰς τὰ ἔθνη, εἰς Θαρσὶς καὶ
Φοὺδ καὶ Λοὺδ καὶ Μοσόχ, εἰς
Θοβὲλ καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα
καὶ εἰς τὰς μακρυνὰς νήσους
τῆς Μεσογείου καὶ τὰ παράλια,
πρὸς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι
δὲν ἔχουν μέχρι σήμερον ἀκούσει
τὸ Ὄνομά μου οὔτε καὶ ἔχουν
ἴδει τὴν δόξαν μου. Οἱ ἀπόστολοί
μου αὐτοὶ θὰ κηρύξουν τὴν δόξαν
μου εἰς αὐτὰ τὰ ἔθνη.
|
19
Καὶ θὰ τοὺς δώσω δύναμιν, διὰ τῆς
ὁποίας θὰ ἐργάζωνται σημεῖα, καὶ
θὰ ἀποστείλω ἀπὸ αὐτοὺς
σεσωσμένους εἰς τὰ ἔθνη, εἰς Θαρσὶς
καὶ εἰς τὰς Ἀφρικανικὰς χώρας
Φοὺδ καὶ Λοὺδ καὶ εἰς τὰς
ἀνὰ τὴν Μικρὰν Ἀσίαν Μοσὸχ
καὶ Θοβὲλ καὶ εἰς τὰ παράλια
τῆς Ἰωνίας καὶ εἰς τὰς
ἀπωτάτας νήσους τῆς Μεσογείου θαλάσσης, εἰς
αὐτούς, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν
ἀκούσει τὸ ὄνομά μου, οὔτε ἔχουν
ἴδει τὰ ἔνδοξα ἔργα μου· καὶ
αὐτοί, τοὺς ὁποίους θὰ ἀποστείλω
εἰς τούτους, θὰ κηρύξουν τὴν δόξαν μου μεταξὺ
τῶν ἐθνῶν. |
20
Καὶ ἄξουσι τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν
ἐκ πάντων τῶν ἐθνῶν δῶρον
Κυρίῳ μεθ' ἵππων καὶ ἁρμάτων
ἐν λάμπήναις ἡμιόνων μετὰ
σκιαδίων εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν
Ἱερουσαλήμ, εἶπε Κύριος, ὡς
ἂν ἐνέγκαισαν οἱ υἱοὶ
Ἰσραὴλ τὰς θυσίας αὐτῶν
ἐμοὶ μετὰ ψαλμῶν εἰς τὸν
οἶκον Κυρίου. |
20
Καὶ θὰ ὁδηγήσουν τοὺς ἀδελφούς
σας ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη δῶρον
εἰς τὸν Κύριον, ὅχι ὡς αἰχμαλώτους,
ἀλλὰ θριαμβευτικῶς μὲ ἵππους
καὶ μὲ ἅρματα καὶ μὲ ἁμάξας
σκεπασμένας μὲ σκιάδια, τὰς ὁποίας
θὰ σύρουν ἡμίονοι. Ὅλους αὐτοὺς
εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν, τὴν
νέαν Ἱερουσαλήμ, εἶπεν ὁ Κύριος,
θὰ τοὺς ὁδηγήσουν διὰ νὰ
προσφέρουν εἰς ἐμὲ οἱ Ἰσραηλῖται
μὲ χαρμοσύνους ψαλμοὺς καὶ ὕμνους
τὰς θυσίας των, εἰς ἐμὲ καὶ
εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου.
|
20
Καὶ θὰ ὁδηγήσουν τοὺς ἀδελφούς
σας ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, τοὺς
δεχομένους τὸ κήρυγμά των, δῶρον εἰς
τὸν Κύριον, οὐχὶ ὡς αἰχμαλώτους,
ἀλλ’ ἐν θριάμβῳ καὶ χαρᾷ μὲ
ἵππους καὶ μὲ ἅρματα καὶ μὲ
ἁμάξας συρομένας ἀπὸ ἡμιόνους καὶ
σκεπασμένας μὲ σκιάδια εἰς τὴν ἁγίαν
πόλιν, τὴν νέαν Ἰερουσαλήμ· εἶπε
καὶ ἐβεβαίωσε τοῦτο ὁ ἀψευδὴς
Κύριος. Θὰ τοὺς ὁδηγήσουν δέ, ὅπως
θὰ προσέφερον εἰς Ἐμὲ οἱ Ἰσραηλῖται
τὰς θυσίας των, ἐν λιτανευτικῇ πομπῇ
μετὰ ψαλμῶν εἰς τὸν οἶκον τοῦ
Κυρίου. |
21
Καὶ ἀπ' αὐτῶν λήψομαι ἐμοὶ
ἱερεῖς καὶ Λευίτας, εἶπε Κύριος.
|
21
Θὰ ἐκλέξω καὶ θὰ πάρω
ἀπὸ αὐτοὺς δι' ἐμὲ ἱερεῖς
καὶ Λευΐτας, εἶπεν ὁ Κύριος.
|
21
Καὶ ἀπὸ αὐτούς, τοὺς ἐκ
παντὸς ἔθνους προσελθόντας εἰς τὴν
νέαν Ἱερουσαλήμ, θὰ λάβω δι’ ἐμαυτὸν
Ἱερεῖς καὶ Λευΐτας, εἶπε καὶ
ἐβεβαίωσεν ὁ Κύριος. |
22
Ὅν τρόπον γὰρ ὁ οὐρανὸς
καινὸς καὶ ἡ γῆ καινή, ἃ
ἐγὼ ποιῶ, μένει ἐνώπιον
ἐμοῦ, λέγει Κύριος, οὕτω στήσεται
τὸ σπέρμα ὑμῶν καὶ τὸ
ὅνομα ὑμῶν. |
22
Ὅπως δὲ ὁ νέος οὐρανὸς
καὶ ἡ νέα γῆ, τοὺς ὁποίους
θὰ δημιουργήσω, θὰ παραμείνουν ἐνώπιόν
μου αἰώνια, ἔτσι καὶ οἱ ἀπόγονοί
σας θὰ μείνουν αἰώνιοι ἐνώπιόν
μου καὶ τὸ ὅνομά σας αἰώνιον,
εἶπεν ὁ Κύριος.
|
22
Θὰ λάβω δὲ ἐκ τούτων τοὺς Ἱερεῖς
μου καὶ τοὺς Λευΐτας, διότι ὅλοι θὰ
μοῦ εἶναι ἐκλεκτοὶ αἰωνίως.
Ὅπως δὲ ὁ νέος οὐρανὸς καὶ
ἡ νέα γῆ, τὰ ὁποῖα Ἐγὼ
θὰ δημιουργήσω, θὰ μένουν ἐνώπιόν
μου αἰώνια, βεβαιώνει τοῦτο ὁ Κύριος, οὕτω
καὶ τὸ σπέρμα ὑμῶν τοῦ νέου
Ἰσραὴλ καὶ τὸ ὄνομά σας
θὰ ἵστανται ἀκατάλυτα καὶ αἰώνια.
|
23
Καὶ ἔσται μῆνα ἐκ μηνὸς καὶ
σάββατον ἐκ σαββάτου ἥξει πᾶσα
σὰρξ τοῦ προσκυνῆσαι ἐνώπιον
ἐμοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ, εἶπε
Κύριος. |
23
Κάθε δὲ πρώτην τοῦ μηνὸς καὶ
κάθε Σάββατον θὰ ἔρχωνται οἱ
ἄνθρωποι εἰς τὴν νέαν Ἱερουσαλήμ,
νὰ μὲ προσκυνήσουν, εἶπεν ὁ
Κύριος.
|
23
Καὶ θὰ συμβῇ τοῦτο· κατὰ
πᾶσαν νουμηνίαν καὶ πᾶν σάββατον, ἤτοι
συνεχῶς καὶ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν,
θὰ ἔλθῃ πᾶς ἄνθρωπος ἐκ
παντὸς ἔθνους διὰ νὰ προσκυνήσῃ
ἐνώπιόν μου εἰς τὴν νέαν Ἱερουσαλήμ,
εἶπε καὶ ἐβεβαίωσε τοῦτο ὁ Κύριος.
|
24
Καὶ ἐξελεύσονται καὶ ὄψονται
τὰ κῶλα τῶν ἀνθρώπων τῶν
παραβεβηκότων ἐν ἐμοί· ὁ
γὰρ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτήσει,
καὶ τὸ πῦρ αὐτῶν οὐ σβεσθήσεται,
καὶ ἔσονται εἰς ὅρασιν πάσῃ
σαρκί. |
24
Θὰ ἐξέρχωνται δὲ καὶ θὰ
βλέπουν τὰ πτώματα καὶ ὁστᾶ
τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, ποὺ
παρέβησαν τὸν Νόμον μου. Ὁ σκώληξ
ποῦ θὰ κατατρώγῃ αὐτούς,
δὲν θὰ ψοφήσῃ καὶ ἡ φωτιά,
ποὺ θὰ τοὺς κατακαίῃ, δὲν
θὰ σβήσῃ. Θὰ εἶναι θέαμα
φοβερόν δι' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
|
24
Καὶ θὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τῶν
τειχῶν τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ θὰ
ἴδουν τὰ πτώματα καὶ τὰ ὀστᾶ
τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν
παραβῆ τὸν Νόμον μου. Θὰ τὰ ἴδουν
ἀσφαλῶς, διότι ὁ σκώληξ, ὁ κατατρώγων
τὰς σάρκας των, δὲν θὰ ἔχῃ τέλος,
καὶ ἡ φωτιά, ποὺ θὰ κατακαίῃ
τὴν δυσωδίαν των, δὲν θὰ σβήσῃ ποτέ.
Καὶ θὰ εἶναι φοβερὸν θέαμα διὰ
κάθε ἄνθρωπον. |