Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ὤρθρισεν Ἱεροβάαλ (αὐτός ἔστι
Γεδεών) καὶ πᾶς ὁ λαὸς μετ'
αὐτοῦ καὶ παρενέβαλον ἐπὶ
πηγὴν Ἀράδ, καὶ παρεμβολὴ Μαδιὰμ
ἦν αὐτῷ ἀπὸ βορρᾶ ἀπὸ
Γαβαὰθ Ἀμωρὰ ἐν κοιλάδι.
|
Ἱεροβάαλ
(αὐτὸς εἶναι ὁ Γεδεών)
ἐξύπνησε πολὺ πρωῒ καὶ
ὅλος ὁ λαὸς μαζῆ του καὶ ἐστρατοπέδευσαν
πλησίον τῆς πηγῆς Ἀράδ. Τὸ
δὲ στρατόπεδον τῶν Μαδιανιτῶν εὑρίσκετο
βορείως, πλησίον τῆς Γαβαὰθ Ἀμωρὰ
εἰς τὴν κοιλάδα. |
Ἱεροβάαλ
(αὐτὸς εἶναι ὁ Γεδεὼν) καὶ
ὅλος ὁ λαός, ποὺ ἦταν μαζί του,
ἐσηκώθησαν πολὺ πρωῒ καὶ ἐστρατοπέδευσαν
δυτικῶς τοῦ Ἰορδάνη, κοντὰ εἰς
τὴν πηγὴν Ἀράδ, διὰ νὰ
ἔχουν νερὸν οἱ πολεμισταί του. Ἐστρατοπέδευσαν
ἔτσι, ὥστε τὸ στρατόπεδον τῶν Μαδιανιτῶν
ἦταν εἰς τὴν βορείαν πλευράν των,
κοντὰ εἰς τὴν Γαβαὰθ Ἀμωρά,
κάτω χαμηλὰ εἰς τὴν κοιλάδα Ἐσραελών.
|
2
Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Γεδεών·
πολὺς ὁ λαὸς ὁ μετὰ σοῦ,
ὥστε μὴ παραδοῦναί με τὴν Μαδιὰμ
ἐν χειρὶ αὐτῶν, μή ποτε καυχήσηται
Ἰσραὴλ ἐπ' ἐμὲ λέγων·
ἡ χείρ μου ἔσωσέ με·
|
2
Εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Γεδεών· <πολὺς λαὸς εἶναι
μαζῆ σου καὶ δὲν θέλω νὰ παραδώσω
τοὺς Μαδιανίτας εἰς τὰ χέρια
αὐτῶν, διὰ νὰ μὴ καυχηθῇ
ἐνώπιόν μου ὁ Ἰσραηλιτικὸς
λαὸς καὶ εἴπῃ: Ἡ δύναμίς
μου μὲ ἔσωσε. |
2
Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν
Γεδεών: Εἶναι πολὺς ὁ λαός, ποὺ εἶναι
μαζί σου· τόσον πολύς, ὥστε δὲν θέλω νὰ
παρααδώσω τοὺς Μαδιανῖτες εἰς τὰ
χέρια του· διότι ἔτσι θὰ καυχηθῇ ὁ
Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐναντίον μου καὶ
θὰ ειπῇ· <τὸ δικό μου τὸ χέρι,
τὸ δικό μου σπαθὶ καὶ ἡ δική μου δύναμις
μὲ ἔσωσε καὶ ὄχι ὁ Θεὸς>!
|
3
καὶ νῦν λάλησαν δὴ ἐν ὠσὶ
τοῦ λαοῦ λέγων· τίς ὁ φοβούμενος
καὶ δειλός; Ἐπιστρεφέτω καὶ
ἐκχωρείτω ἀπὸ ὄρους Γαλαάδ.
Καὶ ἐπέστρεψεν ἀπὸ τοῦ
λαοῦ εἴκοσι καὶ δύο χιλιάδες,
καὶ δέκα χιλιάδες ὑπελείφθησαν.
|
3
Εἶπε λοιπὸν τώρα δυνατὰ νὰ ἀκούσῃ
μὲ τὰ αὐτιά του ὅλος ὁ
λαός· Ποὸς ἀπὸ σᾶς εἶναι
φοβητσιάρης καὶ δειλός; Ἂς ἐπιστρέψῃ
εἰς τὸ σπίτι του, ἂς φύγῃ
ἀπὸ τὸ ὄρος Γαλαάδ>.
Κατόπιν τῆς διακηρύξεως αὐτῆς
ἀπεχώρησαν εἴκοσι δύο χιλιάδες
Ἰσραηλῖται· καὶ ἀπέμειναν
δέκα χιλιάδες. |
3
Θέλω νὰ ἀναγνωρίσουν ὅλοι, ὅτι ἡ
νίκη ὀφείλεται εἰς τὴν ἰδικήν μου
παρέμβασιν καὶ προστασίαν. Δι' αὐτὸ μίλησε
τώρα εἰς τὸν λαὸν καὶ διακήρυξε τοῦτο:
<Ποιὸς ἀπὸ σᾶς φοβᾶται; Ποιὸς
ἐδειλίασε; Ἂς ἀποχωρήσῃ καὶ
ἂς ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ σπίτι του
καὶ ἂς ἀπομακρυνθῇ τὸ γρηγορώτερον
ἀπὸ τὸ βουνὸ τοῦ Γαλαάδ, ὅπου
εἴμαστε στρατοπεδευμένοι >. Μετὰ τὴν
διακήρυξιν αὐτὴν τοῦ Γεδεὼν ἀπεχώρησαν
καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὰ σπίτια τους
εἴκοσι δύο χιλιάδες, καὶ (ἔτσι) Ἔμειναν
μόνον δέκα χιλιάδες. |
4
Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Γεδεών·
ἔτι ὁ λαὸς πολύς ἐστι·
κατένεγκον αὐτοὺς πρὸς τὸ ὕδωρ,
καὶ ἐκκαθαρῶ σοι αὐτὸν ἐκεῖ·
καὶ ἔσται ὃν ἐὰν εἴπω
πρὸς σέ, οὗτος πορεύσεται σύν
σοί, αὐτὸς πορεύσεται σύν σοί·
καὶ πᾶς, ὃν ἐὰν εἴπω πρός
σε· οὗτος οὐ πορεύσεται μετὰ
σοῦ, αὐτὸς οὐ πορεύσεται μετὰ
σοῦ. |
4
Εἶπε πάλιν ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Γεδεών· <πολὺς εἶναι ἀκόμη
ὁ λαός· κατέβασέ τους εἰς
τὴν πηγὴν τοῦ ὕδατος καὶ ἐγὼ
ἐκεῖ θὰ σοῦ κάμω ἐκκαθάρισιν
τοῦ λαοῦ. Ὅποιος σοῦ εἴπω ὅτι
θὰ ἔλθῃ μαζῆ σου, αὐτὸς
θὰ ἔλθῃ μαζῆ σου. Καὶ καθένας
διὰ τὸν ὁποῖον θὰ σοῦ
εἴπω ὅτι αὐτὸς δὲν θὰ
πορευθῇ μαζῆ σου, αὐτὸς θὰ φύγῃ
ἀπὸ κοντά σου>. |
4
Τότε ὁ Κύριος εἶπεν εἰς τὸν Γεδεών:
<Παρ' ὅλον ὅτι ἀπεχώρησαν τόσοι, ἐν
τούτοις ὁ λαὸς ποὺ ἔμεινεν, εἶναι
ἀκόμη πολύς! Δὲν μοῦ χρειάζονται ὅλοι.
Κατέβασε λοιπὸν ὅλους αὐτοὺς εἰς
τὸ νερόν (τὴν πηγὴν τοῦ νεροῦ)
καὶ ἐκεῖ θὰ σοῦ κάμω ἐγὼ
τὴν ἐκκαθάρισιν καὶ τὸ ξεδιάλεγμα,
ὥστε νὰ μείνουν μόνον ὅσοι θὰ σὲ
ἀκολουθήσουν. Ἐκεῖ θὰ συμβῇ
τοῦτο: Δι’ ὅποιον θὰ σοῦ εἰπῶ
<αὐτὸς θὰ ἔλθῃ μαζί σου εἰς
τὸν πόλεμον>, αὐτὸς (καὶ ὄχι
ἄλλος) θὰ ἔλθῃ μαζί σου. Καὶ
δι' ὅποιον θὰ σοῦ εἰπῶ <
αὐτὸς δὲν θὰ ἔλθῃ μαζί
σου εἰς τὸν πόλεμον>, αὐτὸς δὲν
πρέπει νὰ ἔλθῃ μαζί σου· πρέπει νὰ
ἀποχωρήσῃ>. |
5
Καὶ κατήνεγκε τὸν λαὸν πρὸς
τὸ ὕδωρ· καὶ εἶπε Κύριος
πρὸς Γεδεών· πᾶς, ὃς ἄν
λάψῃ τῇ γλώσσῃ αὐτοῦ
ἀπὸ τοῦ ὕδατος ὡς ἐὰν
λάψῃ ὁ κύων, στήσεις αὐτὸν
κατὰ μόνας, καὶ πᾶς, ὃς ἐὰν
κλίνῃ ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτοῦ
πιεῖν. |
5
Ὁ Γεδεὼν κατεβίβασε τὸν λαόν
του πρὸς τὴν πηγὴν τοῦ ὕδατος.
Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Γεδεών·
<ὅποιος θὰ πίῃ νερὸ ἀπὸ
τὴν πηγήν μὲ τὴν γλῶσσαν του,
ὅπως μὲ τὴν γλῶσσαν του πίνει
ὁ κύων, αὐτὸν θὰ τὸν θέσῃς
χωριστά· καὶ ἐκεῖνος ποὺ
θὰ πίνῃ νερὸ γονατιστὸς πάλιν
θὰ τεθῇ χωριστά>.
|
5
Ἔτσι ὁ Γεδεὼν ἐκατέβασε τὸν
λαόν (τὸ στράτευμα τῶν δέκα χιλιάδων) εἰς
τὸ νερόν. Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς
τὸν Γεδεών: <Ὅποιος ἀπὸ τοὺς
ἄνδρες σου σκύψῃ καὶ πιῇ γρήγορα -
γρήγορα νερὸν βγάζοντας ἔξω τὴν γλῶσσαν
του, ὅπως βγάζει τὴν γλῶσσαν του ὁ
σκύλος καὶ πίνει καὶ χορταίνει, αὐτὸν
θὰ τὸν παραμερίσῃς καὶ θὰ
τὸν βάλῃς χωριστά. Θὰ παραμερίσῃς
ἐπίσης καὶ θὰ βάλῃς ἀλλοῦ,
χωριστὰ καὶ κάθε ἕνα, ὁ ὁποῖος
θὰ γονατίσῃ καὶ θὰ βουτήξῃ τὸ
στόμα του εἰς τὸ νερὸν διὰ νὰ
πιῇ καὶ νὰ χορτάσῃ>.
|
6
Καὶ ἐγένετο ὁ ἀριθμὸς
τῶν λαψάντων ἐν χειρὶ αὐτῶν
πρὸς τὸ στόμα αὐτῶν τριακόσιοι
ἄνδρες, καὶ πᾶν τὸ κατάλοιπον
τοῦ λαοῦ ἔκλιναν ἐπὶ τὰ
γόνατα αὐτῶν πιεῖν ὕδωρ.
|
6
Ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀνδρῶν,
ποὺ ἔπιαν νερὸ μὲ τὴν γλῶσσαν
των ἀπὸ τὸ κοῖλον τῆς παλάμης
των ἦσαν τριακόσιοι. Ὅλοι δὲ οἱ
ἄλλοι ἐκ τοῦ λαοῦ ἐγονάτισαν
διὰ νὰ πίουν ὕδωρ.
|
6
Καὶ ὁ ἀριθμὸς ἐκείνων, ποὺ
ἔσκυψαν καὶ ἤπιαν γρήγορα - γρήγορα νερὸν
ἀπὸ τὶς χοῦφτες των βγάζοντας ἔξω
τὴν γλῶσσαν των, ὅπως βγάζει τὴν γλῶσσαν
του ὁ σκύλος καὶ πίνει καὶ χορταίνει, (ὁ
ἀριθμὸς αὐτῶν) μόλις ἔφθασε
τοὺς τριακοσίους! Ἐνῷ ὅλοι οἱ
ἄλλοι (οἱ ἐννιὰ χιλιάδες ἑπτακόσιοι)
ἐγονάτισαν καὶ ἐβούτηξαν τὸ
στόμα των εἰς τὸ νερὸν διὰ νὰ
πιοῦν. |
7
Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Γεδεών·
ἐν τοῖς τριακοσίοις ἀνδράσι
τοῖς λάψασι σώσω ὑμᾶς καὶ
δώσω τὴν Μαδιὰμ ἐν χειρί σου,
καὶ πᾶς ὁ λαὸς πορεύσονται ἀνὴρ
εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.
|
7
Εἶπε τότε ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Γεδεών· <μὲ τοὺς τριακοσίους
αὐτοὺς ἄνδρας, οἱ ὁποῖοι
ἔπιαν νερὸ διὰ τῆς γλώσσης των
ἀπὸ τὸ κοῖλον τῆς παλάμης
των, θά, σᾶς σώσω καὶ θὰ παραδώσω
εἰς τὰ χέρια σου τοὺς Μαδιανίτας.
Ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἰσραηλῖται ἂς
ἐπιστρέψουν ὁ καθένας εἰς τὸν
τόπον του>. |
7
Καὶ ὁ Κύριος εἶπεν εἰς τὸν Γεδεών:
<Μὲ αὐτοὺς τοὺς τριακοσίους ἄνδρες,
ποὺ ἤπιαν νερὸν ἀπὸ τὴν
χούφταν των, βγάζοντας ἔξω τὴν γλῶσσαν των,
ὅπως τὴν βγάζει καὶ ὁ σκύλος, ὅταν
πίνῃ νερόν, μὲ αὐτοὺς
καὶ μόνον θὰ σᾶς σώσω καὶ θὰ
παραδώσω τοὺς Μαδιανῖτες εἰς τὰ
χέρια σου. Ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἰσραηλῖται
ἂς ἀποχωρήσουν καὶ ἂς πάῃ ὁ
καθένας εἰς τὸν τόπον του>.
|
8
Καὶ ἔλαβον τὸν ἐπισιτισμὸν τοῦ
λαοῦ ἐν χειρὶ αὐτῶν καὶ
τὰς κερατίνας αὐτῶν, καὶ τὸν
πάντα ἄνδρα Ἰσραὴλ ἐξαπέστειλεν
ἄνδρα εἰς σκηνὴν αὐτοῦ καὶ
τοὺς τριακοσίους ἄνδρας κατίσχυσε.
Καὶ ἡ παρεμβολὴ Μαδιὰμ ἦσαν
αὐτοῦ ὑποκάτω ἐν τῇ κοιλάδι.
|
8
Οἱ ἀπομείναντες αὐτοὶ τριακόσιοι
ἐπῆραν τὰ τρόφιμα καὶ τὰς
κερατίνας σάλπιγγας τῶν ἄλλων Ἰσραηλιτῶν
ποὺ ἔφυγαν. Ὅλους τοὺς ἄλλους
Ἰσραηλίτας ἔστειλεν ὁ Γεδεὼν
εἰς τὴν σκηνήν του τὸν καθένα·
τοὺς δὲ τριακοσίους ἄνδρας ἑκράτησε
καὶ ἐνίσχυσε διὰ τὸν πόλεμον.
Τὸ στρατόπεδον τῶν Μαδιανιτῶν ἦτο
κάτω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τοῦ
Γεδεὼν εἰς τὴν κοιλάδα. |
8
Οἱ τριακόσιοι ποὺ ἔμειναν, ἐπῆραν
τὰ τρόφιμα ἐκείνων ποὺ ἀπεχώρησαν,
καὶ τὶς σάλπιγγες τὶς κατασκευασμένες ἀπὸ
κέρατα ζώων. Ὁ δὲ Γεδεὼν ἔστειλε πίσω
ὅλους τοὺς ἄλλους Ἰσραηλῖτες,
τὸν καθένα εἰς τὴν σκηνήν του, καὶ
ἐκράτησε μόνον τοὺς τριακοσίους, τοὺς ὁποίους
ἐνίσχυσε καὶ ἐνεψύχωσε διὰ
νὰ προχωρήσουν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν.
Τὸ στρατόπεδον τῶν Μαδιανιτῶν ἦταν
κάτω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τοῦ Γεδεών,
χαμηλὰ εἰς τὴν πεδιάδα Ἐσραελῶν.
|
9
Καὶ ἐγενήθη ἐν τῇ νυκτὶ
ἐκείνῃ καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν
Κύριος· ἀναστὰς κατάβηθι ἐν
τῇ παρεμβολῇ, ὅτι παρέδωκα αὐτὴν
ἐν τῇ χειρί σου·
|
9
Κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην εἶπεν
ὁ Κύριος πρὸς τὸν Γεδεών·
<σήκω καὶ κατέβα εἰς τὸ στρατόπεδον
τῶν Μαδιανιτῶν, διότι ἐγὼ τὸ
ἔχω ἤδη παραδώσει εἰς σέ.
|
9
Καὶ κατὰ τὴν ἰδίαν ἐκείνην νύκτα
συνέβη τοῦτο: Ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν
Γεδεών: <Σήκω ἐπάνω καὶ κατέβα ἄφοβα
κάτω εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν ἐχθρῶν
σου· μὴ δειλιάζῃς, διότι τὸ ἔχω παραδώσει
ὁλόκληρον εἰς τὰ χέρια σου.
|
10
καὶ εἰ φοβῇ σὺ καταβῆναι, κατάβηθι
σὺ καὶ Φαρὰ τὸ παιδάριόν
σου εἰς τὴν παρεμβολὴν
|
10
Ἐὰν ὅμως φοβῆσαι νὰ καταβῇς
μόνος σου εἰς τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον,
πήγαινε μαζῆ μὲ τὸν ὑπηρέτην
σου Φορά. |
10
Ἐὰν ὅμως φοβᾶσαι νὰ κατέβης
εἰς τὸ στρατόπεδον, κατέβα παίρνοντας μαζί σου
καὶ τὸν Φαρά, τὸν δοῦλον σου,
|
11
καὶ ἀκούσῃ, τί λαλήσουσι·
καὶ μετὰ τοῦτο ἰσχύσουσιν αἱ
χεῖρές σου, καὶ καταβήσῃ ἐν
τῇ παρεμβολῇ. Καὶ κατέβη αὐτὸς
καὶ Φαρὰ τὸ παιδάριον αὐτοῦ
πρὸς ἀρχὴν τῶν πεντήκοντα, οἳ
ἦσαν ἐν τῇ παρεμβολῇ.
|
11
Ἐκεῖ θὰ ἀκούσῃς τί
λέγουν οἱ ἐχθροί σου. Ἀπ' αὐτὰ
δὲ ποὺ θὰ ἀκούσῃς θὰ
πάρῃς θάρρος καὶ κατόπιν θὰ
ἐπιτεθῇς ἐναντίον τοῦ στρατοπέδου>.
Πράγματι ὁ Γεδεὼν κατέβη μαζῆ
μὲ τὸν ὑπηρέτην του Φαρὰ πρὸς
τὴν ἐμπροσθοφυλακὴν τοῦ στρατοπέδου,
ἡ ὁποία περιελάμβανε πεντήκοντα
ἄνδρας. |
11
καὶ ἐκεῖ θὰ ἀκούσῃς τί
θὰ εἰποῦν μεταξύ των τὴν ὥραν
αὐτὴν οἱ ἐχθροί σου. Καὶ
μετὰ ἀπὸ ὅσα θὰ ἀκούσῃς,
θὰ λάβῃς πολὺ καὶ μεγάλο θάρρος καὶ
θὰ κατέβῃς διὰ νὰ ὁρμήσῃς
ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σου>. Πράγματι
ὁ Γεδεὼν κατέβη μαζὶ μὲ τὸν
Φαρά, τὸν δοῦλον του, καὶ ἔφθασεν
εἰς τὴν ἄκρην τοῦ ἐχθρικοῦ
στρατοπέδου, ὅπου εὑρίσκετο ἡ Ἐμπροσθοφυλακή,
ἡ ὁποία ἀπετελεῖτο ἀπὸ
πενῆντα ἄνδρες. |
12
Καὶ Μαδιὰμ καὶ Ἀμαλὴκ καὶ
πάντες οἱ υἱοὶ ἀνατολῶν
βεβλημένοι ἐν τῇ κοιλάδι ὡσεὶ
ἀκρὶς εἰς πλῆθος, καὶ ταῖς
καμήλοις αὐτῶν οὐκ ἦν ἀριθμὸς
ἀλλ' ἦσαν ὡς ἡ ἄμμος ἡ
ἐπὶ χείλους τῆς θαλάσσης εἰς
πλῆθος. |
12
Οἱ Μαδιανῖται, οἱ Ἀμαληκῖται
καὶ οἱ ἄλλοι ἀπὸ ἀνατολῶν
νομάδες εἶχαν διασκορπισθῆ εἰς τὴν
κοιλάδα, πολυάριθμοι ὡσὰν τὰς
ἀκρίδας. Ἀλλὰ καὶ αἱ κάμηλοι
αὐτῶν ἦσαν ἀναρίθμητοι, ὅσον
οἱ κόκκοι τῆς ἄμμου εἰς τὴν
παραλίαν. |
12
Οἱ Μαδιανῖται, οἱ Ἀμαληκῖται
καὶ οἱ ἄλλοι νομάδες τῆς Ἀραβικῆς
ἐρήμου ἦσαν στρατοπεδευμένοι εἰς τὴν
πεδιάδα Ἐσραελών, ἦσαν δὲ τόσον πολλοί,
ὅσες καὶ οἱ ἀκρίδες· καὶ οἱ
καμῆλες τους ἐπίσης ἦσαν ἀναρίθμητες.
Ἦσαν τόσον πολλές, ὅσοι καὶ οἱ κόκκοι
τῆς ἄμμου, ποὺ εὑρίσκεται ἀπλωμένη
εἰς τὴν ἀκροθαλασσιάν.
|
13
Καὶ ἦλθε Γεδεών, καὶ ἰδοὺ
ἀνὴρ ἐξηγούμενος τῷ πλησίον
αὐτοῦ ἐνύπνιον καὶ εἶπεν·
ἰδοὺ ἐνυπνιασάμην ἐνύπνιον,
καὶ ἰδοὺ μαγὶς ἄρτου κριθίνου
στρεφομένη ἐν τῇ παρεμβολῇ Μαδιὰμ
καὶ ἦλθεν ἕως τῆς σκηνῆς καὶ
ἐπάταξεν αὐτήν, καὶ ἔπεσε,
καὶ ἀνέστρεψεν αὐτὴν ἄνω,
καὶ ἔπεσεν ἡ σκηνή.
|
13
Ἐπλησίασεν ὁ Γεδεὼν εἰς τὴν
ἐμπροσθοφυλακὴν καὶ ἰδοὺ ἀκούει
ἐναν ἄνδρα νὰ διηγῆται εἰς τὸν
πλησίον αὐτοῦ τὸ ὄνειρόν
του καὶ νὰ τοῦ λέγῃ· <εἶδον
ὅτι ἐνας κρίθινος ἄρτος κυλιόμενος
εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Μαδιανιτῶν
ἔφθασεν ἕως τὴν σκηνὴν τοῦ ἀρχηγοῦ
μας καὶ τὴν ἐκτύπησεν· ἡ
σκηνὴ ἔπεσεν. Ὁ κρίθινος αὐτὸς
ἄρτος τὴν ἀναποδογύρισεν. Ἔτσι
ἔπεσε καὶ κατεστράφη ἡ σκηνὴ
τοῦ ἀρχηγοῦ μας>.
|
13
Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ Γεδεὼν ἐπροχώρησε
ἄφοβα καὶ ἔφθασεν ἔξω ἀπὸ
μίαν σκηνήν· ἐτέντωσε τὰ αὐτιά του
καὶ νά· ἕνας Μαδιανίτης διηγεῖτο εἰς
τὸν σύντροφόν του τὸ ὄνειρον ποὺ εἶδε.
Τοῦ ἔλεγε: <Πρόσεξε· εἶδα εἰς
τὸν ὕπνον μου τὸ ἀκόλουθον ὄνειρον·
Ἕνα κριθαρένιο ψωμί (στρογγυλό) ἐκυλοῦσε
εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Μαδιανιτῶν,
ἕως ὅτου ἔφθασε μέχρι τῆς σκηνῆς
(τοῦ ἀρχιστρατήγου ἢ βασιλιᾶ ἢ
κάποιου ἰσχυροῦ), τὴν ὁποίαν
ἐκτύπησε· ἡ σκηνὴ ἀμέσως
ἔπεσε. Τὸ κρίθινο ψωμὶ τὴν ἀναποδογύρισε,
καὶ ἡ σκηνὴ ἔπεσε καὶ κατεστράφη>.
|
14
Καὶ ἀπεκρίθη ὁ πλησίον αὐτοῦ
καὶ εἶπεν· οὐκ ἔστιν αὕτη
εἰ μὴ ρομφαία Γεδεὼν υἱοῦ
Ἰωὰς ἀνδρὸς Ἰσραήλ·
παρέδωκεν ὁ Θεὸς ἐν χειρὶ αὐτοῦ
τὴν Μαδιὰμ καὶ πᾶσαν τὴν παρεμβολήν.
|
14
Ὁ πλησίον αὐτοῦ στρατιώτης ποὺ
ἤκουσε τὸ ὄνειρον εἶπεν· <ὁ
κρίθινος αὐτὸς ἄρτος δὲν εἶναι
τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ρομφαία τοῦ
Γεδεών, τοῦ Ἰσραηλίτου, τοῦ
υἱοῦ Ἰωάς. Παρέδωκεν ὁ
Θεὸς εἰς τὰ χέρια του τοὺς Μαδιανίτας
καὶ ὅλον τὸ στρατόπεδον μας>.
|
14
Ὁ ἄλλος Μαδιανίτης, ὁ σύντροφος ἐκεῖνον
ποὺ διηγήθη τὸ ὄνειρον, ἀπάντησε ἐξηγῶντας
τὸ ὄνειρον: <Τὸ κρίθινο καρβέλι, ποὺ
εἶδες εἰς τὸ ὄνειρόν σου, δὲν
εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ ξίφος τοῦ
Γεδεών, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰωάς, τοῦ
Ἰσραηλίτου· εἰς αὐτὸν παρέδωκεν ὁ
Θεὸς τοὺς Μαδιανῖτες καὶ ὅλον
τὸ στρατόπεδον των>, |
15
Καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσε Γεδεὼν
τὴν ἐξήγησιν τοῦ ἐνυπνίου
καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ, καὶ
προσεκύνησε Κυρίῳ καὶ ὑπέστρεψεν
εἰς τὴν παρεμβολὴν Ἰσραὴλ καὶ
εἶπεν· ἀνάστητε, ὅτι παρέδωκε
Κύριος ἐν χειρὶ ἡμῶν τὴν
παρεμβολὴν Μαδιάμ. |
15
Ὅταν ὁ Γεδεὼν ἤκουσε τὴν διήγησιν
καὶ τὴν ἐξήγησιν τοῦ ὀνείρου,
προσεκύνησε τὸν Θεὸν καὶ ἐπέστρεψεν
εἰς τὸ Ἰσραηλιτικὸν στρατόπεδον
καὶ εἶπε· <σηκωθῆτε καὶ ἐτοιμασθῆτε,
διότι ὁ Κύριος παρέδωκεν εἰς
τὰ χέρια μας τὸ στρατόπεδον τῶν
Μαδιανιτῶν>. |
15
Καὶ τὴν ὥραν ποὺ ἄκουσε ὁ
Γεδεὼν τὴν διήγησιν τοῦ ὀνείρου καὶ
τὴν ἐξήγησίν του, γεμᾶτος εὐγνωμοσύνην
ἔπεσεν ἀμέσως μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ
γῆς καὶ ἐπροσκύνησε τὸν Κύριον. Καὶ
(ἀμέσως) ἐγύρισε πίσω εἰς τὸ
στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ γεμᾶτος
θάρρος εἶπεν εἰς τοὺς τριακοσίους του: <Σηκωθῆτε
καὶ ἐτοιμασθῆτε! Διότι ὁ Κύριος παρέδωκεν
εἰς τὰ χέρια μας τὸ στρατόπεδον τῶν
Μαδιανιτῶν!> |
16
Καὶ διεῖλε τοὺς τριακοσίους ἄνδρας
εἰς τρεῖς ἀρχὰς καὶ ἔδωκε
κερατίνας ἐν χειρὶ πάντων καὶ
ὑδρίας κενὰς καὶ λαμπάδας ἐν
ταῖς ὑδρίαις |
16
Ἐχώρισεν εἰς τρία τμήματα ἀνὰ
ἑκατὸ τοὺς τριακοσίους ἄνδρας
καὶ τοὺς ἐτοποθέτησεν εἰς τρία
σημεῖα γύρω ἀπὸ τὸ ἐχθρικὸν
στράτευμα. Ἔδωκεν εἰς τὰ χέρια
τοῦ καθενὸς ἀπὸ αὐτοὺς
τὰς κερατίνας σάλπιγγας, τὰς κενὰς
ὑδρίας καὶ λαμπάδας μέσα εἰς
τὰς ὑδρίας, |
16
Ἔπειτα ὁ Γεδεὼν γεμᾶτος θάρρος καὶ
πεποίθησιν εἰς τὸν Θεὸν ἐμοίρασε,
σύμφωνα μὲ τὸν θεῖον φωτισμὸν ποὺ
ἔλαβε, τοὺς τριακοσίους ἄνδρες του εἰς
τρία τμήματα, ἀπὸ ἑκατὸν ἄνδρες
εἰς τὸ κάθε τμῆμα. Εἰς τὰ χέρια
τοῦ καθενὸς ἔδωκε ἀπὸ μιὰ
κερατίνῃ σάλπιγγα καὶ ἀπὸ μιὰ
στάμνα ἀδειανή, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν
ὑπῆρχεν ἐφαρμοσμένη μιὰ λαμπάδα,
|
17
καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἀπ'
ἐμοῦ ὄψεσθε καὶ οὕτω ποιήσετε·
καὶ ἰδοὺ ἐγὼ εἰσπορεύομαι
ἐν ἀρχῇ τῆς παρεμβολῆς, καὶ
ἔσται καθὼς ἂν ποιήσω, οὕτω
ποιήσετε· |
17
καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· <θὰ
βλέπετε πρὸς ἐμὲ καὶ ὅ,τι
ἐγὼ κάμνω θὰ κάμετε καὶ
σεῖς. Ἐγὼ θὰ μεταβῶ εἰς
τὴν ἐμπροσθοφυλακὴν τῶν ἐχθρῶν·
ὅ,τι δὲ θὰ κάμω ἐγὼ ἐκεῖ,
τὸ ἰδιο θὰ κάμετε καὶ σεῖς.
|
17
καὶ εἶπε πρὸς τοὺς στρατιῶτες
του: <Ἐμὲ θὰ κυττάζετε καὶ θὰ
κάμετε ὅ,τι κάμω ἐγώ. Νά· μόλις φθάσω εἰς
τὴν ἀρχὴν τοῦ στρατοπέδου, θὰ
γίνῃ τοῦτο: Ὅ,τὶ κάμω ἐγώ, τὸ
ἴδιον θὰ κάμετε καὶ σεῖς.
|
18
καὶ σαλπιῶ ἐν τῇ κερατίνῃ
ἐγώ, καὶ πάντες μετ' ἐμοῦ
σαλπιεῖτε ἐν ταῖς κερατίναις κύκλῳ
ὅλης τῆς παρεμβολῆς καὶ ἐρεῖτε·
τῷ Κυρίῳ καὶ τῷ Γεδεών.
|
18
Ἐγὼ θὰ σαλπίσω μὲ τὴν
κερατίνην σάλπιγγα, σεῖς δὲ ὅλοι
μαζῆ μὲ ἐμὲ θὰ σαλπίσετε
μὲ τὰς κερατίνας σάλπιγγας γύρω
ἀπὸ τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον
καὶ θὰ φωνάξετε· Ρομφαία τῷ
Κυρίῳ καὶ τῷ Γεδεών>.
|
18
Ὅταν δηλαδὴ ἐγὼ σαλπίσω μὲ τὴν
κερατίνην σάλπιγγα, θὰ σαλπίσετε μαζί μου καὶ
ὅλοι ἐσεῖς μὲ τὶς κεράτινες
σάλπιγγες γύρω - γύρω ἀπὸ ὅλον τὸ
στρατόπεδον καὶ θὰ φωνάζετε: <Τὸ σπαθί,
ποὺ θὰ σφάξῃ καὶ θὰ ἐξοντώσῃ
τώρα, εἶναι εἰς τὰ χέρια τοῦ Κυρίου
καὶ τοῦ Γεδεών>· (ἢ κατ' ἄλλην
ἑρμηνείαν: <Ἡ νίκη θὰ κερδηθῇ τώρα
καὶ ἔτσι θὰ δοξασθῇ τώρα ὁ Κύριος
μὲ τὸ σπαθὶ τοῦ Γεδεών!>)
|
19
Καὶ εἰσῆλθε Γεδεὼν καὶ οἱ
ἑκατὸν ἄνδρες οἱ μετ' αὐτοῦ
ἐν ἀρχῇ τῆς παρεμβολῆς ἐν
ἀρχῇ τῆς φυλακῆς μέσης καὶ
ἐγείροντες ἤγειραν τοὺς φυλάσσοντας
καὶ ἐσάλπισαν ἐν ταῖς κερατίναις
καὶ ἐξετίναξαν τὰς ὑδρίας
τὰς ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν.
|
19
Ὁ Γεδεὼν μαζῆ μὲ τοὺς ἑκατὸν
ἄνδρας του ἐπλησίασεν ἀθέατος
εἰς τὴν ἄκραν τοῦ ἐχθρικοῦ
στρατεύματος κατὰ τὴν ἀλλαγὴν
τῆς μεσαία, φουράς, καὶ ἀκριβῶς
κατὰ τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν
οἱ ἄνδρες τῆς πρώτης φρουρὰς
ἐξυπνοῦσαν τοὺς τῆς δευτέρας
διὰ νὰ ἀναλάβουν ὑπηρεσίαν,
οἱ περὶ τὸν Γεδεὼν ἐσάλπισαν
μὲ τὰς κερατίνας σάλπιγγας, ἔρριψαν
μὲ ὁρμὴν κάτω καὶ ἔθραυσαν
τὰς ὑδρίας ποὺ εἶχαν εἰς
τὰ χέρια των. |
19
Ἔτσι ὁ Γεδεὼν καὶ οἱ ἑκατὸν
ἄνδρες, ποὺ ἦσαν μαζί του, ἦλθαν
εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ἐχθρικοῦ
στρατοπέδου ὀλίγον πρὶν ἀπὸ τὰ
μεσάνυκτα, εὐθὺς μετὰ τὴν ἀλλαγὴν
τῆς μεσαίας φρουρᾶς (περὶ τὴν ἑνδεκάτην
νυκτερινήν), ὁπότε οἱ ἄνδρες τῆς μιᾶς
φρουρᾶς εἶχαν ξυπνήσει τοὺς ἄνδρες
τῆς ἑπομένης, οἱ ὁποῖοι μόλις
ἀνέλαβαν σκοπιάν. Τότε ἀκριβῶς ὁ Γεδεὼν
καὶ ἡ ὁμάδα του ἐσάλπισαν μὲ
τὶς κεράτινες σάλπιγγες καὶ ταυτοχρόνως ἐπέταξαν
κάτω μὲ δύναμιν καὶ ἔσπασαν τὶς στάμνες,
ποὺ ἐκρατοῦσαν εἰς τὰ χέρια
των. |
20
Καὶ ἐσάλπισαν αἱ τρεῖς ἀρχαὶ
ἐν τοῖς κερατίναις καὶ συνέτριψαν
τὰς ὑδρίας καὶ ἐκράτησαν
ἐν χερσὶν ἀριστεραῖς αὐτῶν
τὰς λαμπάδας καὶ ἐν χερσὶ δεξιαῖς
αὐτῶν τὰς κερατίνας τοῦ σαλπίζειν
καὶ ἀνέκραξαν· ρομφαία τῷ
Κυρίῳ καὶ τῷ Γεδεών.
|
20
Ἀμέσως ἐσάλπισαν οἱ ἄνδρες
καὶ τῶν τριῶν τμημάτων μὲ τὰς
κερατίνας σάλπιγγάς των, συνέτριψαν
τὰς ὑδρίας καί, κρατοῦντες εἰς
τὸ ἀριστερόν των χέρι τὰς λαμπάδας
εἰς τὸ δεξιὸν τὴν κερατίνην
σάλπιγγα, σαλπίζοντες ἐκραύγασαν·
<ρομφαία τῷ Κυρίῳ καὶ τῷ
Γεδεών>. |
20
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν σάλπισαν καὶ
οἰ ἄνδρες τῶν τριῶν ὁμάδων (τμημάτων)
μὲ τὶς κεράτινες σάλπιγγες καὶ ταυτοχρόνως
ἔσπασαν τὶς στάμνες· καὶ ἐκράτησαν
εἰς τὰ ἀριστερά των χέρια τὶς
ἀναμμένες λαμπάδες καὶ εἰς τὰ δεξιά
τῶν χέρια τὶς σάλπιγγες, μὲ τὶς ὁποῖες
ἐσάλπιζαν· καὶ (κάποιαν στιγμὴν
ποὺ ἐσταμάτησαν ὅλες οἱ σάλπιγγες)
τριακόσια στόματα ἐφώναξαν δυνατὰ τὸ
σύνθημα: <Τὸ σπαθί, ποὺ θὰ σφάζῃ
καὶ θὰ ἐξοντώσῃ τώρα, εἶναι
εἰς τὰ χέρια τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ
Γεδεών>· (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: «Ἡ
νίκη θὰ κερδηθῇ τώρα καὶ ἔτσι θὰ
δοξασθῇ τώρα ὁ Κύριος μὲ τὸ σπαθὶ
τοῦ Γεδεών!>) |
21
Καὶ ἔστησεν ἀνὴρ ἐφ' ἑαυτῷ
κύκλῳ τῆς παρεμβολῆς, καὶ ἔδραμε
πᾶσα ἡ παρεμβολὴ καὶ ἐσήμαναν
καὶ ἔφυγον. |
21
Ἔμεινε δὲ ὁ καθένας των ὄρθιος
καὶ ἀκίνητος γύρω ἀπὸ
τὸ ἐχθρικὸν στράτευμα. Ὅλοι
δὲ οἱ ἐχθροί, νομίσαντες ὅτι
εἶχον περικυκλωθῆ ἐτράπησαν εἰς
φυγήν, ἔδωσαν διὰ σαλπίγγων τὸ
σύνθημα τῆς φυγῆς καὶ ἔφυγον
πανικοβλητοι. |
21
Καὶ κάθε στρατιώτης τοῦ Γεδεὼν ἐστάθη
ἀκίνητος εἰς τὴν θέσιν του γύρω ἀπὸ
τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον· καὶ ὅταν
οἰ ἐχθροὶ εἶδαν νὰ τοὺς
ζώνουν φλόγες καὶ νὰ σαλπίζουν σάλπιγγες, κατελήφθησαν
ἀπὸ ἀσυγκράτητον πανικὸν καὶ
ἐτράπησαν εἰς ἄτακτον φυγήν· οἱ ἐχθροὶ
ἐσάλπισαν ἀναχώρησιν καὶ ἔφυγαν
τρομοκρατημένοι. |
22
Καὶ ἐσάλπισαν ἐν ταῖς τριακοσίοις
κερατίναις, καὶ ἔθηκε Κύριος τὴν
ρομφαίαν ἀνδρὸς ἐν τῷ πλησίον
αὐτοῦ ἐν πάσῃ τῇ παρεμβολῇ,
|
22
Ἀλλὰ καὶ οἱ τριακόσιοι ἐσάλπισαν
πάλιν μὲ τὰς κερατίνας σάλπιγγας.
Ὁ Κύριος ἐνέβαλλε τέτοιαν σύγχυσιν
εἰς τὸ ἐχθρικὸν στράτευμα, ὥστε
εἰς ὅλον τὸ στρατόπεδον ὁ ἕνας
ἔστρεφε τὴν μάχαιραν ἐναντίον
τοῦ ἄλλου καὶ ἀλληλοεφονεύοντο,
|
22
Καὶ ἐνῷ οἱ ἄνδρες τοῦ
Γεδεὼν ἐσάλπιζαν μὲ τὶς τριακόσιες
κεράτινες σάλπιγγες, ὁ Κύριος ἐνέβαλε πανικόν,
σύγχυσιν καὶ σαστιμάρα εἰς τοὺς ἐχθρούς,
ὥστε ὁ καθένας ἐνόμιζε τὸν διπλανόν
του ὡς ἐχθρὸν Ἰσραηλίτην καὶ
στρατιώτην τοῦ Γεδεὼν καὶ ἐσκότωνε
μέσα εἰς τὸ στρατόπεδον ὁ ἕνας τὸν
ἄλλον σύντροφόν του, τὸν ὁποῖον ἐθεωροῦσε
ἐχθρόν! Ἔτσι οἱ ἐχθροὶ ἀλληλοεξωντώνοντο!
|
23
καὶ ἔφυγεν ἡ παρεμβολὴ ἕως Βηθσεεδτὰ
Γαραγαθὰ ἕως χείλους Ἀβωμεουλὰ
ἐπὶ Ταβάθ. Καὶ ἐβόησαν
ἀνὴρ Ἰσραὴλ ἀπὸ Νεφθαλὶ
καὶ ἀπὸ Ἀσὴρ καὶ ἀπὸ
παντὸς Μανασσῆ καὶ ἐδίωξαν ὀπίσω
Μαδιάμ. |
23
Ἔτσι ἔφυγεν ὁ ἐχθρικὸς στρατὸς
καὶ ἔφθασεν μέχρι τῆς Βηθσεεδτὰ
Γαραγαθὰ ἕως εἰς τὸ ἄκρον τοῦ
Ἀβωμεουλὰ πλησίον Ταβάθ. Τότε
ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν φυλὴν
Νεφθαλὶ καὶ Ἀσὴρ καὶ ὁλόκληρος
ἡ φυλὴ Μανασσῆ κατεδίωξαν μὲ
κραυγὰς καὶ ἀλλαλαγμούς, τοὺς
φεύγοντας Μαδιανίτας. |
23
Καὶ τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον ἔφυγε
καὶ ἔφθασε μέχρι τῆς Βηθσεεδτὰ Γαραγαθὰ
καὶ μέχρι τὰ σύνορα Ἀβωμεουλὰ πρὸς
τὴν Ταβάθ. Καὶ συνεκεντρώθησαν Ἰσραηλῖται
ἀπὸ τὴν φυλὴν Νεφθαλὶ καὶ
ἀπὸ τὴν φυλὴν Ἀσὴρ καὶ
ἀπὸ ὅλην τὴν φυλὴν Μανασσῆ
καὶ κατεδίωξαν τοὺς Μαδιανῖτες.
|
24
Καὶ ἀγγέλους ἀπέστειλε Γεδεὼν
ἐν παντὶ ὅρει Ἐφραὶμ λέγων·
κατάβητε εἰς συνάντησιν Μαδιὰμ καὶ
καταλάβετε ἑαυτοῖς τὸ ὕδωρ ἕως
Βαιθηρὰ καὶ τὸν Ἰορδάνην·
καὶ ἐβόησε πᾶς ἀνὴρ Ἐφραὶμ
καὶ προκατελάβοντο τὸ ὕδωρ ἕως
Βαιθηρὰ καὶ τὸν Ἰορδάνην.
|
24
Ὁ Γεδεὼν ἔστειλεν ἀγγελιαφόρους
εἰς ὅλους τοὺς κατοικοῦντας τὸ
ὄρος Ἐφραὶμ καὶ εἶπε πρὸς
αὐτούς· <καταβῆτε καὶ σεῖς
ἀπὸ τὸ ὄρος εἰς καταδίωξιν
τῶν Μαδιανιτῶν. Τρέξατε καὶ καταλάβετε
σεῖς τὰς ὑδατίνας διαβάσεις
μέχρι Βαιθηρὰ καὶ τὸν Ἰορδάνην,
ὥστε νὰ μὴ ἔχουν τόπον διαφυγῆς
οἱ Μαδιανῖται>. Ὅλη ἡ φυλὴ
Ἐφραὶμ μὲ ἀλλαλαγμὸν ὥρμησαν
καὶ κατέλαβον ἐγκαίρως τὰς διόδους
ἐντεῦθεν τοῦ Ἰορδάνου ἕως
Βαιθηρά. |
24
Καὶ ὁ Γεδεὼν ἔστειλεν ἀγγελιαφόρους
εἰς ὅλην τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν
τοῦ Ἐφραὶμ καὶ εἶπε: <Κατέβητε
κάτω διὰ νὰ ἐπιτεθῆτε ἐναντίον
τῶν Μαδιανιτῶν· καὶ καταλάβετε σεῖς
πρὶν ἀπὸ τοὺς Μαδιανῖτες τὶς
διαβάσεις τῶν παραποτάμων (τῶν ρεμάτων δυτικὰ
τοῦ Ἰορδάνη) μέχρι Βαιθηρὰ καὶ τὸν
Ἰορδάνην>. Καὶ ὅλοι οἰ ἄνδρες
τῆς φυλῆς Ἐφραὶμ ἐμαζεύθησαν
καὶ μὲ πολεμικὴν ἰαχὴν ὥρμησαν
καὶ κατέλαβαν πρὶν ἀπὸ τοὺς
Μαδιανῖτες τὶς διαβάσεις τῶν παραποταμων
(τῶν ρεμάτων δυτικὰ τοῦ Ἰορδάνη) μέχρι
Βαιθηρὰ καὶ τὸν Ἰορδάνην.
|
25
Καὶ συνελάβοντο τοὺς ἄρχοντας Μαδιὰμ
καὶ τὸν Ὠρὴβ καὶ τὸν Ζὴβ
καὶ ἀπέκτειναν τὸν Ὠρὴβ
ἐν Σοὺρ καὶ τὸν Ζὴβ ἀπέκτειναν
ἐν Ἰακεφζὴφ κοὶ κατεδίωξαν Μοδιάμ·
καὶ τὴν κεφαλὴν Ὠρὴβ καὶ
Ζὴβ ἤνεγκαν πρὸς Γεδεὼν ἀπὸ
πέραν τοῦ Ἰορδάνου. |
25
Συνέλαβαν τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν
Μαδιανιτῶν, τὸν Ὠρὴβ καὶ Ζηβ.
Τὸν μὲν Ὠρὴβ ἐφόνευσαν
εἰς Σούρ, τὸν δὲ Ζὴβ ἐφόνευεσαν
εἰς Ἰακεφζήφ, καὶ κατεδίωξαν
πέραν τοῦ Ἰορδάνου τοὺς διαφυγόντας
Μαδιανίτας. Ἐπιστρέφοντες δὲ ἀπὸ
τὴν πέραν τοῦ Ἰορδάνου περιοχὴν
ἔγεραν πρὸς τὸν Γεδεὼν τὴν κεφαλὴν
τοῦ Ὠρὴβ καὶ τοῦ Ζήβ.
|
25
Καὶ συνέλαβαν τοὺς δύο ἀρχηγοὺς τῶν
Μαδιανιτῶν, τὸν Ὠρὴβ καὶ τὸν
Ζήβ· καὶ ἐσκότωσαν τὸν Ὠρὴβ
εἰς τὴν Σοὺρ καὶ τὸν Ζὴβ
ἐσκότωσαν εἰς τὴν Ἰακεφζὴφ
καὶ κατεδίωξαν πέραν τὸν Ἰορδάνη τοὺς
Μαδιανῖτες. Καὶ ἔφεραν τὶς κεφαλὲς
τοῦ Ὠρὴβ καὶ τοῦ Ζὴβ εἰς
τὸν Γεδεών, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο
εἰς τὴν ἄλλην πλευράν (τὴν ἀνατολικήν)
τοῦ Ἰορδάνη καὶ κατεδίωκε τοὺς Μαδιανῖτες.
|