Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐπορεύθη Σαμψὼν εἰς Γάζαν·
καὶ εἶδεν ἐκεῖ γυναῖκα πόρνην
καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτήν.
|
Σαμψὼν
ἐπῆγε εἰς τὴν πόλιν Γάζαν.
Εἶδεν ἐκεῖ γυναῖκα πόρνην καὶ
εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον της.
|
ίαν
ἡμέραν ὁ Σαμψὼν ἐπῆγε εἰς
τὴν (πόλιν τῶν Φιλισταίων) Γάζαν· ἐκεῖ
εἶδε μίαν γυναῖκα πόρνην, ἐμπῆκε εἰς
τὸ σπίτι της καὶ συνευρέθη μαζί της.
|
2
Καὶ ἀνηγγέλη τοῖς Γαζαίοις λέγοντες·
ἥκει Σαμψὼν ὧδε. Καὶ ἐκύκλωσαν
καὶ ἐνήδρευσαν ἐπ' αὐτὸν
ὅλην τὴν νύχτα ἐν τῇ πύλῃ
τῆς πόλεως καὶ ἐκώφευσαν ὅλην
τὴν νύκτα λέγοντες· ἕως διαφαύσῃ
ὁ ὄρθρος, καὶ φονεύσωμεν αὐτόν.
|
2
Διεδόθη τὸ γεγονὸς εἰς τοὺς
κατοίκους τῆς Γάζης καὶ ἐλέχθη
ὅτι ἔχει ἔλθει ἐδῶ ὁ Σαμψών.
Οἱ κάτοικοι τῆς Γάζης καθ' ὅλην
τὴν νύκτα περιεκύκλωσαν τὴν πόλιν
καὶ ἔστησαν ἐνέδραν εἰς τὴν
πύλην τῆς πόλεως καὶ ἐτήρουν
σιγὴν καθ' ὅλον τὸ διάστημα τῆς
νυκτὸς λέγοντες μεταξύ των· Ἂς
περιμένωμεν ἐδῶ ἕως ὅτου φωτίσῃ
ἡ πρωΐα, διὰ νὰ φονεύσωμεν αὐτὸν
ὅταν ἐξέλθῃ. |
2
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐγνωστοποιήθη
εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Γάζης, εἰς
τοὺς ὁποίους εἶπαν: Ὁ Σαμψὼν
ἔχει ἔλθει ἐδῶ>. Αὐτοὶ
μὲ πολλὴν περίσκεψιν καὶ προφύλαξιν
περιεκύκλωσαν τὴν πόλιν (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν:
Τὸ σπίτι τῆς πόρνης) καὶ τοῦ ἔστησαν
ἐνέδραν καθ' ὅλην τὴν νύκτα εἰς τὴν
πύλην τῆς πόλεως. Ἔμειναν ἀθόρυβοι, ἥσυχοι
καὶ σιωπηλοὶ ὅλην τὴν νύκτα καὶ
ἔλεγαν: Θὰ περιμένωμεν ἕως τὸ πρωΐ,
μέχρις ὅτου φωτίσῃ ἡ ἡμέρα (ὁπότε
θὰ βγῇ ἀπὸ τὴν πόρταν ἀνύποπτος),
καὶ τότε θὰ τὸν φονεύσωμεν>.
|
3
Καὶ ἐκοιμήθη Σαμψὼν ἕως μεσονυκτίου·
καὶ ἀνέστη ἐν ἡμίσει τῆς
νυκτὸς καὶ ἐπελάβετο τῶν θυρῶν
τῆς πύλης τῆς πόλεως σὺν τοῖς
δυσὶ σταθμοῖς καὶ ἀνεβάσταζεν
αὐτὸς σὺν τῷ μοχλῷ καὶ
ἔθηκεν ἐπὶ ὤμων αὐτοῦ
καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὴν κορυφὴν
τοῦ ὅρους τοῦ ἐπὶ προσώπου
τοῦ Χεβρὼν καὶ ἔθηκεν αὐτὰ
ἐκεῖ. |
3
Ὁ Σαμψὼν ἐκοιμήθη μέχρι τοῦ
μεσονυκτίου. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον
ἠγέρθη, ἐβγῆκεν ἀπὸ τὴν
οἰκίαν καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν
θύραν τῆς πόλεως ἐπῆρε τὰ
θυρόφυλλα τῆς πύλης μαζῆ μὲ
τοὺς δύο ὀρθοστάτας καὶ τὸν
μοχλόν, ἀνεσήκωσε καὶ ἐφορτώθη
αὐτὰ εἰς τοὺς ὤμους του, ἀνέβη
εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὅρους ἀπὸ
ὅπου φαίνεται ἡ περιοχὴ τῆς
πόλεως Χεβρὼν καὶ ἀπέθεσεν αὐτὰ
ἐκεῖ. |
3
Ἀλλά ὁ Σαμψὼν ἐκοιμήθη
εἰς τὸ σπίτι ἐκεῖνο μέχρι τὰ
μεσάνυκτα. Τὰ μεσάνυκτα ἐσηκώθη (ἐβγῆκε
ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔφθασεν εἰς τὴν
πόρταν τοῦ φρουρίου τῆς πόλεως) καὶ ἐξεκόλλησε
τὰ θυρόφυλλα τῆς πόρτας τῆς πόλεως ἀπὸ
τὸν τοῖχον μαζὶ μὲ τὰ δύο στηρίγματα
(ὀρθοστάτες) της καὶ (παρὰ τὸ μεγάλο
βάρος τους) τὰ ἐσήκωσε ψηλὰ μαζὶ
μὲ τὴν ἀμπάραν των καὶ τὰ
ἔβαλεν εἰς τοὺς ὤμους του· ἔτσι
φορτωμένος ἀνέβη εἰς τὴν κορυφὴν ἐνὸς
λόφου, ποὺ εὑρίσκεται ἐμπρὸς εἰς
τὴν πόλιν Χεβρῶν, καὶ τὰ ἔβαλεν
ἐκεῖ. |
4
Καὶ ἐγένετο μετὰ τοῦτο καὶ
ἠγάπησε γυναῖκαν Ἀλσωρήχ, καὶ
ὄνομα αὐτῇ Δαλιδά.
|
4
Ἔπειτα ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ
ἠγάπησεν ὁ Σαμψὼν εἰς τὴν
πόλιν Ἀλσωρὴχ μίαν γυναίκα,
ὀνόματι Δαλιδά. |
4
Μετὰ τὸ περιστατικὸν αὐτὸ συνέβη
τοῦτο: Ὁ Σαμψὼν ἐρωτεύθη μίαν
γυναῖκα εἰς τὴν πόλιν Ἀλσωρήχ·
τὸ ὄνομά της ἦταν Δαλιδά.
|
5
Καὶ ἀνέβησαν πρὸς αὐτὴν
οἱ ἄρχοντες τῶν ἀλλοφύλων καὶ
εἶπαν αὐτῇ· ἀπάτησον αὐτόν,
καὶ ἰδὲ ἐν τίνι ἡ ἰσχὺς
αὐτοῦ ἡ μεγάλη καὶ ἐν
τίνι δυνησόμεθα αὐτῷ καὶ δήσομεν
αὐτὸν τοῦ ταπεινῶσαι αὐτόν,
καὶ ἡμεῖς δώσομέν σοι ἀνὴρ
χιλίους καὶ ἑκατὸν ἀργυρίου.
|
5
Ἐπῆγαν πρὸς αὐτὴν οἱ ἄρχοντες
τῶν Φιλισταίων καὶ τῆς εἶπαν·
<κοίταξε νὰ ξεγελάσῃς τὸν
Σαμψὼν καὶ μάθε ποῦ ἔγκειται
ἡ δύναμις αὐτοῦ ἡ μεγάλη
καὶ μὲ ποῖον τρόπον θὰ κατορθώσωμεν
ἡμεῖς νὰ τὸν δέσωμεν καὶ
ταπεινωμένον νὰ τὸν ἔχωμεν εἰς
τὰ χέρια μας. Ἐὰν μᾶς δώσῃς
αὐτὴν τὴν πληροφορίαν, ὁ καθένας
ἀπὸ ἡμᾶς θὰ σοῦ δώσῃ
χίλια ἑκατὸν ἀργυρᾶ νομίσματα
(σίκλους)>. |
5
Οἱ δὲ ἄρχοντες (τῶν πέντε πόλεων)
τῶν Φιλισταίων ἐπῆγαν εἰς αὐτὴν
καὶ τῆς εἶπαν: <Ἑξαπάτησέ
τον, κολάκευσέ τον καὶ πεῖσε τον, ὥστε
νὰ μάθῃς ποὺ ὀφείλεται ἡ
δύναμίς του ἡ μεγάλη καὶ πῶς θὰ ἠμπορέσωμεν
νὰ τὸν ὑποτάξωμεν καὶ τὸν συλλάβωμεν
καὶ νὰ τὸν δέσωμεν καὶ τὸν ἀποδυναμώσωμεν.
Σοῦ ὑποσχόμεθα δὲ ὅτι (ἐὰν
τὸ ἐπιτύχῃς) θὰ σοῦ δώσωμεν
ὁ καθένας μας ἀπὸ χίλια ἑκατὸν
νομίσματα ἀργυρᾶ>. |
6
Καὶ εἰπὲ Δαλιδὰ πρὸς Σαμψών·
ἀπάγγειλον δή μοι ἐν τίνι ἡ
ἰσχύς σου ἡ μεγάλη καὶ ἐν
τίνι δεθήσῃ τοῦ ταπεινωθῆναί
σε. |
6
Ἡ Δαλιδὰ ἠρώτησε τὸν Σαμψών·
<πές μου λοιπὸν ποῦ ἔγκειται ἡ
μεγάλη δύναμίς σου, καὶ μὲ τί
τάχα εἶναι δυνατὸν νὰ δεθῇς,
ὤστε νὰ σὲ καταστήσῃ κανεὶς
ὑποχείριόν του;> |
6
Ἡ Δαλιδὰ εἶπεν εἰς τὸν Σαμψών:
<Πές μου, σὲ παρακαλῶ, ποὺ ὀφείλεται
ἡ δύναμίς σου ἡ τόσον μεγάλη καὶ μὲ
τὶ θὰ ἠμποροῦσε κανεὶς νὰ
σὲ ὑποτάξῃ, νὰ σὲ καταβάλῃ
καὶ νὰ σὲ δέσῃ, ὥστε νὰ
σὲ ἀποδυναμώσῃ;> |
7
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν Σαμψών·
ἐὰν δήθωσί με ἐν ἐπτά
νευραῖς ὑγραῖς μὴ διεφθαρμέναις,
καὶ ἀσθενήσω καὶ ἔσομαι ὡς
εἶς τῶν ἀνθρώπων.
|
7
Ὁ Σαμψὼν τῆς εἶπε· <ἐὰν
μὲ δέσουν μὲ ἑπτὰ ὑγρὰς
καινουργεῖς νευρὰς αἱ ὁποῖαι
δὲν ἔχουν καθόλου φθαρῆ, τότε
ἐγὼ θὰ χάσω τὴν μεγάλην
μου δύναμιν καὶ θὰ εἶμαι ὡς
ἕνας ἀπὸ τοὺς συνήθεις ἀνθρώπους>.
|
7
Ὁ Σαμψὼν (διὰ νὰ ἀποφύγῃ
καὶ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὶς
ἐνοχλήσεις της) τῆς ἀπάντησε: <Ἐὰν
μὲ δέσουν μὲ ἑπτὰ χλωρές, φρέσκες,
ἄφθαρτες χορδὲς (ἢ ἑπτὰ καινούργιες
ὑγρὲς νευρές), ποὺ δὲν ἐξεράθηκαν
ποτέ, τότε θὰ ἀδυνατίσω, θὰ
ἑξασθενήσω καὶ θὰ γίνω ὅπως
ὅλοι οἰ ἄλλοι ἄνθρωποι>.
|
8
Καὶ ἀνήνεγκαν αὐτῇ οἱ
ἄρχοντες τῶν ἀλλοφύλων ἐπτὰ
νευρὰς ὑγρὰς μὴ διεφθαρμένας,
καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν αὐταῖς·
|
8
Οἱ ἄρχοντες τῶν Φιλισταίων ἔφεραν
εἰς τὴν Δαλιδὰ ἑπτὰ σχοινία
κατασκευασμένα ἀπὸ νεῦρα ὑγρὰ
καὶ ἀχρησιμοποίητα, καὶ μὲ αὐτὰ
ἐκείνη τὸν ἔδεσε.
|
8
Οἱ ἄρχοντες τῶν Φιλισταίων ἔφεραν
εἰς τὴν Δαλιδὰ ἑπτὰ χλωρές,
φρέσκες, ἄφθαρτες χορδὲς (ἢ ἑπτὰ
καινούργιες ὑγρὲς νευρές), ποὺ δὲν
ἐξεράθηκαν ποτέ, καὶ ἐκείνη
ἔδεσε μὲ αὐτὲς τὸν Σαμψών.
|
9
καὶ τὸ ἔνεδρον αὐτῇ ἐκάθητο
ἐν τῷ ταμιείω· καὶ εἶπεν
αὐτῷ· ἀλλόφυλοι ἐπὶ
σέ, Σαμψών· καὶ διέσπασε τὰς
νεύρας, ὡς εἴ τις ἀποσπάσοι
στρέμμα στυπίου ἐν τῷ ὀσφρανθῆναι
αὐτὸ πυρός· καὶ οὐκ ἐγνώσθη
ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ.
|
9
Εἰς τὸ παράπλευρον ἐσωτερικὸν
δωμάτιον εἶχαν στήσει ἐνέδραν
οἱ Φιλισταῖοι. Ἡ Δαλιδὰ εἶπε
τότε εἰς τὸν Σαμψών· <Σαμψών,
ἀλλόφυλοι ὁρμοῦν ἐναντίον
σου>! Ὁ Σαμψὼν ἔκοψε τότε τὰς
νευράς, ὅπως ἠμπορεῖ νὰ κόψῃ
κανεὶς μίαν κλωστὴν ἀπὸ στουπὶ
τὴν ὁποίαν ἔχει ἐγγίσει
ἡ φωτιά. ῎Ετσι δὲ δὲν ἔγινε
γνωστόν πῶς θὰ ἠχρηστεύετο ἡ
δύναμις αὐτοῦ. |
9
(Αὐτὸ ἔγινε, ἐνῷ) εἰς
ἄλλο ἰδιαίτερον δωμάτιον ἦταν κρυμμένη μία
ἐνέδρα ἀπὸ Φιλισταίους (διὰ νὰ
συλλάβουν τὸν Σαμψὼν τὴν ὥραν τῆς
ἀδυναμίας του). Καὶ (εἰς κάποιαν στιγμήν)
ἡ Δαλιδὰ τοῦ ἐφώναξε ἀλαφιασμένη:
<Φιλισταῖοι ἦλθαν νὰ σὲ συλλάβουν,
Σαμψών!>
Ἀλλὰ
ἐκεῖνος τεντώνοντας τοὺς μυῶνες του
ἔσπασε ἀμέσως τὶς χορδές (ἢ
νευρές), μὲ τὶς ὁποῖες ἦταν
δεμένος, μὲ τόσην εὐκολίαν, ὅσην κόβεται
τὸ νῆμα ἀπὸ στουπί, ποὺ ἔχει
ἀγγίξει ἡ φωτιά. Ἔτσι δὲν ἔγινε
γνωστὸν τὸ μυστικὸν τῆς ὑπερβολικῆς
δυνάμεώς του. |
10
Καὶ εἶπε Δαλιδὰ πρὸς Σαμψών·
ἰδοὺ ἐπλάνησάς με καὶ
ἐλάλησας πρός με ψευδῆ· νῦν
οὖν ἀνάγγειλόν μοι ἐν τίνι
δεθήσῃ. |
10
Ἡ Δαλιδὰ εἶπεν εἰς τὸν Σαμψών·
<ἰδού, ὅτι μὲ ἐγέλασες.
Μοῦ εἶπες ψέματα. Τώρα ὅμως
πές μου τὴν ἀλήθειαν· μὲ
τί πρέπει νὰ δεθῇς, ὥστε νὰ
μὴ ἠμπορῇς νὰ λυθῇς>.
|
10
Τότε ἡ Δαλιδὰ εἶπεν εἰς τὸν
Σαμψών: <Νά' μὲ ἐγέλασες καὶ μοῦ
εἶπες ψέματα. Πές μου λοιπόν, σὲ παρακαλῶ,
τώρα τὴν ἀλήθειαν καὶ μὴ μὲ
ἀπατᾷς· μὲ τί θὰ ἠμποροῦσε
κανεὶς νὰ σὲ δέσῃ, ὥστε νὰ
ἐξουδετερώσῃ τὴν δύναμίν σου;>
|
11
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· ἐὰν
δεσμεύοντες δήσωσί με ἐν καλωδίοις
καινοῖς, οἷς οὐκ ἐγένετο ἐν
αὐτοῖς ἔργον, καὶ ἀσθενήσω
καὶ ἔσομαι ὡς εἷς τῶν ἀνθρώπων.
|
11
Ὁ Σαμψὼν τῆς ἀπήντησεν·
<ἐὰν μὲ δέσουν καλὰ μὲ
καινούργια σχοινία τὰ ὁποῖα
δὲν ἔχουν καθόλου χρησιμοποιηθῆ, τότε
θὰ εἶμαι ἔνας ἀδύνατος ἄνθρωπος
ὡσὰν τοὺς ἄλλους>.
|
11
Ὁ Σαμψὼν τῆς ἀπάντησε: <Ἐὰν
μὲ δέσουν μὲ πολλὰ καινούργια σχοινιά,
τὰ ὁποῖα δὲν ἐχρησιμοποιήθησαν
ποτέ· τότε θὰ χάσω τὴν δύναμίν μου, θὰ
ἑξασθενήσω καὶ θὰ γίνω ὅπως
ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι>.
|
12
Καὶ ἔλαβε Δαλιδὰ καλώδια καινὰ
καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν αὐτοῖς·
καὶ τὰ ἐνέδρα ἐξῆλθεν
ἐκ τοῦ ταμιείου· καὶ εἶπεν·
ἀλλόφυλοι ἐπί σέ, Σαμψών·
καὶ διέσπασεν αὐτὰ ἀπὸ
βραχιόνων αὐτοῦ ὡσεὶ σπαρτίον.
|
12
Ἡ Δαλιδὰ ἐπῆρε σχοινία καινούργια
καὶ μὲ αὐτὰ τὸν ἔδεσε.
Οἱ ἐνεδρεύοντες Φιλισταῖοι ἐξῆλθον
ἀπὸ τὸ δωμάτιον, ἕτοιμοι νὰ
τὸν συλλάβουν. ῾Η Δαλιδὰ ἐφώναξε
πρὸς αὐτόν· <Σαμψών, ἀλλόφυλοι
ἔρχονται ἐναντίον σου>. Ἐκεῖνος
ἔσπασε τὰ δεσμὰ τῶν χειρῶν του
ὡς ἐὰν αὐτὰ ἦσαν κάποιο
ἀδύνατον νῆμα. |
12
Ἔτσι ἡ Δαλιδὰ ἐπῆρε (πολλὰ)
καινούργια σχοινιὰ καὶ ἔδεσε τὸν
Σαμψὼν μὲ αὐτά. Ἡ δὲ ἐνέδρα
ἀπὸ Φιλισταίους ἐβγῆκε ἀπὸ
τὸ ἰδιαίτερον δωμάτιον, ποὺ ἦταν κρυμμένη
(ὥστε νὰ εἶναι ἔτοιμη νὰ συλλάβῃ
τὸν Σαμψών). Τότε ἡ Δαλιδὰ ἐφώναξεν
εἰς τὸν Σαμψών: <Φιλισταῖοι ἦλθαν
νὰ σὲ συλλάβουν, Σαμψών!> Ἀλλὰ
ἐκεῖνος τινάζοντας τὰ μπράτσα του ἔσπασε
ἀμέσως τὰ δεσμὰ ἀπὸ τὰ
χέρια του, ὡσὰν νὰ ἦσαν μικρά, λεπτὰ
σχοινιὰ ἀπὸ νῆμα!
|
13
Καὶ εἶπε Δαλιδὰ πρὸς Σαμψών·
ἰδοὺ ἐπλάνησάς με καὶ
ἐλάλησας πρός με ψευδῆ· ἀνάγγειλον
δή μοι ἐν τίνι δεθήσῃ. Καὶ
εἶπε πρὸς αὐτήν· ἐὰν
ὑφάνῃς τὰς ἑπτὰ σειρὰς
τῆς κεφαλῆς μου σὺν τῷ διάσματι
καὶ ἐγκρούσῃς τῷ πασσάλω
εἰς τὸν τοῖχον, καὶ ἔσομαι ὡς
εἷς τῶν ἀνθρώπων ἀσθενής.
|
13
Τοῦ εἶπε πάλιν ἡ Δαλιδά·
<ἰδού, μὲ ἐγέλασες πάλιν
καὶ μοῦ εἶπες ψέματα. Τώρα ὅμως
πές μου, μὲ τί πρέπει νὰ δεθῇς
ὥστε νὰ μὴ σοῦ εἶναι δυνατὸν
νὰ λυθῇς;> Ἐκεῖνος τῆς εἶπε·
<ἐὰν ὑφάνῃς τὰς ἑπτὰ
πλεξίδας τῆς κεφαλῆς μου μὲ τὸ
στημόνι τοῦ ἀργαλειοῦ σου καὶ
στερεώσῃς αὐτὰ μὲ ἕνα
πάσσαλον εἰς τὸν τοῖχον, θὰ
εἶμαι τότε τόσον ἀδύνατος, ὅσον
καὶ ἔνας ἀπὸ τοὺς ἄλλους
ἀνθρώπους>. |
13
Τότε ἡ Δαλιδά (μὲ πολλὰ ἀπατηλὰ
καμώματα) εἶπεν εἰς τὸν Σαμψών: <Νά·
μὲ ἐγέλασες (πάλιν) καὶ μοῦ
εἶπες ψέματα. Πές μου λοιπόν, σὲ παρακαλῶ,
τὴν ἀλήθειαν καὶ μὴ μὲ ἀπατᾷς·
μὲ τὶ θὰ ἠμποροῦσε κανεὶς
νὰ σὲ δέσῃ, ὥστε νὰ ἐξονδετερώσῃ
τὴν δύναμίν σου;> Ὁ Σαμψών (τῆς
ἐξέφυγε διὰ τρίτην φορὰν καί) τῆς
ἀπάντησε: <Ἐὰν πλέξῃς τὶς
ἑπτὰ πλεξοῦδες (ἢ κοτσίδες) τῶν
μαλλιῶν τῆς κεφαλῆς μου μὲ τὸ
στημόνι τοῦ ἀργαλειοῦ, καὶ τὸ
κορδόνι ποὺ θὰ πλέξῃς μὲ αὐτὸν
τὸν τρόπον τὸ στερεώσης εἰς πάσσαλον, τὸν
ὁποῖον θὰ ἐμπήξῃς εἰς
τὸν τοῖχον· τότε θὰ χάσω τὴν δύναμίν
μου, θὰ ἑξασθενήσω καὶ θὰ γίνω
ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι>.
|
14
Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κοιμᾶσθαι
αὐτὸν καὶ ἔλαβε Δαλιδὰ τὰς
ἑπτὰ σειρὰς τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ
καὶ ὕφανεν ἐν τῷ διάσματι καὶ
ἔπηξε τῷ πασσάλῳ εἰς τὸν
τοῖχον καὶ εἶπεν· ἀλλόφυλοι
ἐπί σέ, Σαμψών· καὶ ἐξυπνίσθη
ἀπὸ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ καὶ
ἐξῇρε τὸν πάσσαλον τοῦ ὑφάσματος
ἐκ τοῦ τοίχου.
|
14
Ὅταν κατόπιν ὁ Σαμψὼν ἀπεκοιμήθη
ἐπῆρεν ἡ Δαλιδὰ τὰς ἑπτὰ
πλεξίδας τῆς κεφαλῆς του, τὰς ὕφανε
μὲ τὸ στημόνι τοῦ ἀργαλειοῦ
της, τὰς ἐκάρφωσεν εἰς τὸν τοῖχον
μὲ πάσσαλον καὶ ἐφώναξε·
<ἀλλόφυλοι ἐπὶ σὲ Σαμψών>.
Ὁ Σαμψὼν ἐξύπνησεν ἀπὸ
τὸν ὕπνον του καὶ ἐξεκάρφωσε
τὸν πάσσαλον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου
ἐτυλίγετο τὸ ὕφασμα ἀπὸ
τὸν τοῖχον ὅπου ἦτο στερεωμένος.
|
14
Καὶ συνέβη τοῦτο: Ἐνῷ ὁ Σαμψὼν
ἐκοιμᾶτο, ἐπῆρε ἡ Δαλιδὰ
τὶς ἑπτὰ πλεξοῦδες (ἢ κοτσίδες)
τῶν μαλλιῶν τῆς κεφαλῆς του καὶ
τὶς ἔπλεξε μὲ τὸ στημόνι τοῦ
ἀργαλειοῦ, καὶ τὸ κορδόνι ποὺ
ἔπλεξε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον,
τὸ ἐστερέωσεν εἰς πάσσαλον, τὸν
ὁποῖον ἔμπηξε εἰς τὸν τοῖχον.
Καὶ (ἡ Δαλιδὰ) ἐφώναξεν εἰς
τὸν Σαμψών: <Φιλισταῖοι ἦλθαν νὰ
σὲ συλλάβουν, Σαμψών!> Ὁ Σαμψὼν ὅμως
ἐξύπνησεν ἀμέσως καὶ ἐπετάχθη
ὄρθιος καὶ ἔβγαλε τὸν πάσσαλον, ποὺ
ἦταν τυλιγμένα καὶ στερεωμένα (καρφωμένα) τὰ
μαλλιά του εἰς τὸν τοῖχον.
|
15
Καὶ εἶπε πρὸς Σαμψὼν Δαλιδά·
πῶς λέγεις, ἠγάπηκά σε, καὶ
ἡ καρδία σου οὐκ ἐστὶ μετ' ἐμοῦ;
Τοῦτο τρίτον ἐπλάνησάς με καὶ
οὐκ ἀπήγγειλάς μοι ἐν τίνι
ἡ ἰσχύς σου ἡ μεγάλη.
|
15
Τότε παραπονουμένη δῆθεν ἡ Δαλιδὰ
τοῦ εἶπε· <πῶς λέγεις ὅτι
μὲ ἔχεις ἀγαπήσει ἐνῶ
ἡ καρδιά σου δὲν εἶναι μαζῆ
μου; Τρίτην αὐτὴν φορν μὲ ἐγέλασες
καὶ δὲν μοῦ εἶπὲς ποῦ
ἔγκειται ἡ μεγάλη δύναμίς σου>.
|
15
Ἡ Δαλιδά (τῆς ὁποίας ἡ ἐπιμονὴ
καὶ ἡ ὑποκρισία ἐξεπέρασαν κάθε
ὅριον) εἶπε (μὲ παράπονον) εἰς
τὸν Σαμψών: Πῶς λέγεις <σὲ ἔχω
ἀγαπήσει>, ὅταν ἡ καρδιά
σου δὲν εἶναι μαζί μου; (ὅταν δὲν
μοῦ δείχνῃς ἐμπιστοσύνην;) Αὐτὴ
εἶναι ἡ τρίτη φορά, ποὺ ἐγέλασες
καὶ δὲν μοῦ εἶπες ποὺ ὀφείλεται
ἡ ὑπερβολικὴ δύναμίς σου>.
|
16
Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐξέθλιψεν
αὐτὸν ἐν λόγοις αὐτῆς
πάσας τὰς ἡμέρας καὶ ἐστενοχώρησεν
αὐτόν, καὶ ὠλιγοψύχησεν ἕως
τοῦ ἀποθανεῖν·
|
16
Μὲ τέτοιους λόγους ἐταλαιπωροῦσε
κάθε ἡμέραν ἡ Δαλιδὰ τὸν
Σαμψὼν καὶ τὸν ἐστενοχωροῦσε
τόσον μάλιστα πολύ, ὥστε ἐκεῖνος
ἐλιποθύμησε μέχρι σημείου νὰ
πλησίασῃ τὸν θάνατον.
|
16
Καὶ συνέβη τοῦτο: Τὸν ἐπίεζε δὲ
καὶ τὸν ἐστενοχωροῦσε τόσον πολὺ
μὲ τὰ λόγια της ὅλες τὶς ἡμέρες
(δὲν ἄφηνε να περάσῃ ἡμέρα,
ποὺ να μὴ τὸν στενοχωρῇ), ὥστε
να μελαγχολῇ καὶ νὰ λιγοψυχῇ ὁ
(γίγας) Σαμψών, μέχρι σημείου νὰ κινδυνεύῃ νὰ
ἀποθάνῃ. |
17
καὶ ἀνήγγειλεν αὐτῇ πᾶσαν
τὴν καρδίαν αὐτοῦ καὶ εἶπεν
αὐτῇ· σίδηρος οὐκ ἀνέβη
ἐπὶ τὴν κεφαλήν μου, ὅτι ἅγιος
Θεοῦ ἐγὼ εἰμι ἀπὸ κοιλίας
μητρός μου· ἐὰν οὖν ξυρήσωμαι,
ἀποστήσεται ἐπ' ἐμοῦ ἡ
ἰσχύς μου, καὶ ἀσθενήσω καὶ
ἔσομαι ὡς πάντες οἱ ἄνθρωποι.
|
17
Ἀποκαμωμένος πλέον ὁ Σαμψὼν
ἤνοιξεν εἰς αὐτὴν τὴν καρδίαν
του καὶ τῆς ἐφανέρωσε τὸ μυστικόν
του λέγων· <ψαλλίδι δὲν ἔχει
ἀνεβῆ εἰς τὴν κεφαλήν μου διὰ
νὰ μοῦ κόψῃ τὴν κόμην,
διότι ἐγὼ εἶμαι ἀφιερωμένος
εἰς τὸν Θεὸν ἐκ κοιλίας μητρός
μου. Ἐὰν λοιπὸν ξυρίσω τὴν κεφαλήν
μου, θὰ φύγῃ ἀπὸ ἐμὲ
ἡ δύναμίς μου, θὰ ἐξασθενήσω
καὶ θὰ εἶμαι ὅπως ὅλοι οἱ
ἄλλοι ἄνθρωποι>. |
17
Τελικῶς ὁ ἀνίκητος ἀπὸ τοὺς
Φιλισταίους Σαμψὼν ὑπεχώρησε, ἄνοιξε καὶ
τῆς ἐφανέρωσε ὅλην τὴν καρδιάν
του καὶ τῆς εἶπε: <Σιδερένιο ὄργανο
(ψαλίδι ἢ ξυράφι) δὲν ἀκούμπησε ποτὲ
εἰς τὸ κεφάλι μου, διὰ νὰ κοποῦν
μὲ αὐτὸ τὰ μαλλιά μου, διότι εἶμαι
Ναζιραῖος, ἀφιερωμένος εἰς τὸν
Θεόν, ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ μὲ
συνέλαβεν ἡ μητέρα μου εἰς τὴν κοιλία της.
Ἐὰν λοιπὸν ξυρίσω τὰ μαλλιά μου (τὰ
κόψω σύρριζα), παύω νὰ εἶμαι Ναζιραῖος,
σταματὰ τὸ τάξιμόν μου· (τότε θὰ σηκωθῇ
ἀπ' ἐπάνω μου ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ,
ποὺ μὲ κάμνει ἀνίκητον) ὁπότε θὰ
φύγῃ καὶ ἡ δύναμις, ποὺ μὲ κάμνει
φοβερὸν εἰς τοὺς ἐχθρούς μου. Τότε
θὰ ἐξασθενήσω καὶ θὰ γίνω ὅπως
ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι>.
|
18
Καὶ εἶδε Δαλιδά, ὅτι ἀπήγγειλεν
αὐτῇ πᾶσαν τὴν καρδίαν αὐτοῦ,
καὶ ἀπέστειλε καὶ ἐκάλεσε
τοὺς ἄρχοντας τῶν ἀλλοφύλων,
λέγουσα· ἀνάβητε ἔτι τὸ
ἅπαξ τοῦτο, ὅτι ἀπήγγειλέ
μοι πᾶσαν τὴν καρδίαν αὐτοῦ·
καὶ ἀνέβησαν πρὸς αὐτὴν
οἱ ἄρχοντες τῶν ἀλλοφύλων καὶ
ἀνήνεγκαν τὸ ἀργύριον ἐν
χερσὶν αὐτῶν. |
18
Ἡ Δαλιδὰ ἀντελήφθη ὅτι αὐτὴν
τὴν φορὰν ὁ Σαμψὼν ἤνοιξε τὴν
καρδίαν του καὶ τῆς εἶπεν ὅλην
τὴν ἀλήθειαν. Ἔστειλεν ἀνθρώπους
καὶ ἐκάλεσε τοὺς ἀρχηγοὺς
τῶν Φιλισταίων, εἰς τοὺς ὁποίους
εἶπεν· <ἐλᾶτε διὰ μίαν
ἀκόμη φοράν, διότι τώρα ὁ
Σαμψών μοῦ ἐφανέρωσεν ὅλην τὴν
ἀλήθειαν>. Ἦλθον ἀρχηγοὶ
τῶν Φιλισταίων φέροντες εἰς τὰ
χέρια των τοὺς ἀργυροῦς σίκλους,
ποὺ τῆς εἶχαν ὑποσχεθῆ.
|
18
Ὅταν ἡ Δαλιδὰ ἐκατάλαβε ὅτι
ὁ Σαμψὼν τῆς ἐφανέρωσε ὅλην
τὴν καρδιάν του καὶ τῆς εἶπε
τὴν ἀλήθειαν, ἔστειλε μήνυμα καὶ
ἐκάλεσε τοὺς ἄρχοντες τῶν Φιλισταίων
καὶ τοὺς εἶπε: <Ἐλᾶτε διὰ
μίαν ἀκόμη καὶ τελευταίαν φοράν, διότι (ὁ
Σαμψών) μοῦ ἐφανέρωσε ὅλην τὴν
καρδιάν του, μοῦ εἶπε τὴν ἀλήθειαν>.
Τότε ἦλθαν εἰς αὐτήν οἰ ἄρχοντες
τῶν Φιλισταίων, ἔφεραν δὲ καὶ τὰ
χρήματα, ποὺ τῆς ὑπεσχέθησαν.
|
19
Καὶ ἐκοίμησε Δαλιδὰ τὸν Σαμψὼν
ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτῆς·
καὶ ἐκάλεσεν ἄνδρα, καὶ ἐξύρησε
τὰς ἑπτὰ σειρὰς τῆς κεφαλῆς
αὐτοῦ· καὶ ἤρξατο ταπεινῶσαι
αὐτόν, καὶ ἀπέστη ἡ ἰσχὺς
αὐτοῦ ἀπ' αὐτοῦ.
|
19
Ἡ Δαλιδὰ ἀπεκοίμησε τὸν Σαμψὼν
εἰς τὰ γόνατά της καὶ προσεκάλεσεν
ἐναν ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἐξύρισε
τὰς ἑπτὰ πλεξίδας τῆς κεφαλῆς
τοῦ Σαμψών. ῾Ο Σαμψὼν ἀπὸ
τότε περιῆλθεν εἰς τὰ χέρια
τῶν Φιλισταίων καὶ ἤρχισεν ὁ
ἐξευτελισμός του, διότι ἔφυγε πλέον
ἀπὸ αὐτὸν ἡ θεία δύναμις·
|
19
Ἡ δὲ Δαλιδὰ ἐνανούρισε καὶ
ἀπεκοίμισε τὸν Σαμψὼν ἐπάνω
εἰς τὰ γόνατά της. Καὶ (ὅταν
αὐτὸς ἀπεκοιμήθη) ἐκάλεσεν ἕνα
ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἐξύρισε
τὶς ἑπτὰ πλεξοῦδες (ἢ κοτσίδες)
τῆς κεφαλῆς τοῦ Σαμψών. Ἀπὸ
τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἄρχισε ὁ
ἐξευτελισμός του, διότι ἡ μεγάλη δύναμίς
του τὸν ἐγκατέλειψε. Τὸν ἐγκατέλειψεν
ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔπαυσε
πλέον νὰ εἶναι Ναζωραῖος, ἐπειδὴ
τοῦ ἀφήρεσαν τὴν σφραγῖδα καὶ
τὸ ἐξωτερικὸν γνώρισμα τοῦ ἀφιερωμένου
εἰς τὸν Θεόν. |
20
Καὶ εἶπε Δαλιδά· ἀλλόφυλοι
ἐπὶ σέ, Σαμψών. Καὶ ἐξυπνίσθη
ἐκ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ καὶ
εἶπεν· ἐξελεύσομαι ὡς ἅπαξ
καὶ ἅπαξ καὶ ἐκτιναχθήσομαι·
καὶ αὐτὸς οὐκ ἔγνω ὅτι
ὁ Κύριος ἀπέστη ἀπάνωθεν
αὐτοῦ. |
20
διότι ὅταν εἶπεν εἰς αὐτὸν
ἡ Δαλιδά· <ἀλλόφυλοι ἔρχονται
ἐναντίον σου, Σαμψών>· ἐκεῖνος
ἐξύπνησεν ἀπὸ τὸν ὕπνον
του καὶ εἶπε· <θὰ ἐξέλθω
ἀπὸ ἐδῶ ὅπως ἔκαμα καὶ
τὰς ἄλλας φορὰς καὶ θὰ ἐκτιναχθῶ
μὲ δύναμιν>. Ἀλλὰ δὲν ἐγνώριζεν
ὅτι ὁ Κύριος καὶ ἡ δύναμις
τοῦ Κυρίου εἶχον πλέον ἀπομακρυνθῆ
ἀπὸ αὐτόν. |
20
Τότε ἐφώναξεν ἔξαφνα ἡ Δαλιδά: <Φιλισταῖοι
ἦλθαν νὰ σὲ συλλάβουν, Σαμψών!> Αὐτὸς
ἐξύπνησεν ἀμέσως καὶ εἶπε: <Θὰ
βγῶ ἀπὸ ἐδῶ ὅπως καὶ
τὶς ἄλλες φορὲς καὶ θὰ πεταχθῶ
ἐπάνω ἐλεύθερος>. Δὲν ἐγνώριζεν
ὅμως ὅτι ὁ Κύριος καὶ ἡ δύναμίς
του εἶχαν φύγει ἀπὸ πάνω του καὶ τὸν
ἐγκατέλειψαν. |
21
Καὶ ἐκράτησαν αὐτὸν οἱ
ἀλλόφυλοι καὶ ἐξέκοψαν τοὺς
ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ· καὶ κατήνεγκαν
αὐτὸν εἰς Γάζαν καὶ ἐπέδησαν
αὐτὸν ἐν πέδαις χαλκείαις, καὶ
ἦν ἀλήθων ἐν οἴκῳ τοῦ
δεσμωτηρίου. |
21
Ἀδύνατον πλέον τὸν συνέλαβον
οἱ ἀλλόφυλοι καὶ τοῦ ἔβγαλαν
τοὺς ὀφθαλμούς. Τὸν κατεβίβασαν
εἰς τὴν Γάζαν καὶ ἔδεσαν μὲ
χαλκίνας χειροπέδας αὐτὸν καὶ
τὸν ὑπεχρέωσαν νὰ γυρίζῃ
μυλόπετραν καὶ νὰ ἀλέθῃ
σῖτον εἰς τὴν φυλακήν.
|
21
Οἱ Φιλισταῖοι συνέλαβαν τότε (μὲ τὴν
μεγαλυτέραν εὐκολίαν) τὸν Σαμψὼν καὶ
(διὰ νὰ ἀσφαλισθοῦν καλύτερα) τοῦ
κατέστρεψαν ἐντελῶς καὶ τοῦ ἔβγαλαν
τὰ μάτια. Κατόπιν τὸν μετέφεραν εἰς τὴν
Γάζαν καὶ τὸν ἀλυσόδεσαν μὲ χαλκίνους
χαλκάδες εἰς τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια,
ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ κινῆται
εὔκολα· ἐπὶ πλέον τὸν ἔκλεισαν
εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ἐκεῖ
(τυφλὸς καὶ ἁλυσοδεμένος) ἐγύριζε
τὴν πέτραν ἐνὸς χειρομύλου (ποὺ ἄλεθε
σιτάρι). |
22
Καὶ ἤρξατο θρὶξ τῆς κεφαλῆς
αὐτοῦ βλαστάνειν, καθὼς ἐξυρήσατο.
|
22
Μετὰ τὸ ξύρισμα εἰς τὸ ὁποῖον
ὑπεβλήθη, ἤρχισαν νὰ φυτρώνουν
πάλιν καὶ νὰ αὐξάνουν αἱ
τρίχες τῆς κεφαλῆς του.
|
22
Ἀλλὰ οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς του
ἄρχισαν νὰ μεγαλώνουν καὶ πάλιν εὐθὺς
μετὰ τὸ ξύρισμά τους.
|
23
Καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν ἀλλοφύλων
συνήχθησαν θυσιάσαι θυσίασμα μέγα
τῷ Δαγὼν θεῷ αὐτῶν καὶ
εὐφρανθῆναι καὶ εἶπαν· ἔδωκεν
ὁ Θεὸς ἐν χειρὶ ἡμῶν τὸν
Σαμψὼν τὸν ἐχθρὸν ἡμῶν.
|
23
Μίαν ἀπὸ τὰς ἡμέρας ἐκείνας
οἱ ἄρχοντες τῶν Φιλισταίων συνεκεντρώθησαν
διὰ νὰ προσφέρουν μεγάλην θυσίαν
εἰς τὸν θεόν των Δαγὼν καὶ νὰ
εὐφρανθοῦν λέγοντες· <ὁ θεὸς
παρέδωσεν εἰς τὰ χέρια μας τὸν
Σαμψών, τὸν ἐχθρόν μας.
|
23
Οἱ ἄρχοντες τῶν Φιλισταίων ἐμαζεύθησαν
ὅλοι μαζὶ διὰ νὰ προσφέρουν μεγάλην
θυσίαν εὐχαριστίας εἰς τὸν Δαγών,
τὸν θεόν των, καὶ νὰ πανηγυρίσουν,
νὰ χαροῦν καὶ νὰ διασκεδάσουν, διότι
εἶπαν: <Ὁ θεὸς παρέδωκεν εἰς τὰ
χέρια μας τὸν Σαμψών, τὸν ἐχθρόν μας!>
|
24
Καὶ εἶδον αὐτὸν ὁ λαὸς
καὶ ὕμνησαν τὸν Θεὸν αὐτῶν,
ὅτι παρέδωκεν ὁ Θεὸς ἡμῶν
τὸν ἐχθρὸν ἡμῶν ἐν χειρὶ
ἡμῶν, τὸν ἐρημοῦντα τὴν
γῆν ἡμῶν, καὶ ὃς ἐπλήθυνε
τοὺς τραυματίας ἡμῶν.
|
24
Ὁ λαὸς τῶν Φιλισταίων εἶδον
δέσμιον τὸν Σαμψὼν καὶ ἐδοξολόγησαν
τὸν θεόν των λέγοντες ὅτι <ὁ
θεός μας παρέδωκεν εἰς τὰ χέρια
μας τὸν ἐχθρόν μας, αὐτόν ποὺ
ἐρήμωνε τὴν χώραν μας καὶ ἐφόνευε
πολλοὺς ἀπὸ ἡμᾶς>.
|
24
Ὅταν δὲ ὁ λαὸς εἶδαν τὸν
Σαμψών, ὕμνησαν τὸν θεόν των Δαγών,
<διότι>, ὅπως ἔψαλλαν, <παρέδωκεν ὁ
θεός μας τὸν ἐχθρόν μας εἰς
τὰ χέρια μας· τὸν ἐχθρόν, ὁ ὁποῖος
ἐρήμωνε καὶ κατέστρεφε τὴν χώραν μας
καὶ ἐσκότωνε καὶ ἐθανάτωνε
πολλοὺς ἀπὸ ἡμᾶς>.
|
25
Καὶ ὅτε ἠγαθύνθη ἡ καρδία
αὐτῶν, καὶ εἶπαν· καλέσατε
τὸν Σαμψὼν ἐξ οἴκου φυλακῆς,
καὶ παιξάτω ἐνώπιον ἡμῶν·
καὶ ἐκάλεσαν τὸν Σαμψὼν ἐξ
οἴκου δεσμωτηρίου, καὶ ἔπαιζεν ἐνώπιον
αὐτῶν, καὶ ἐρράπιζον αὐτὸν
καὶ ἔστησαν αὐτὸν ἀνὰ
μέσον τῶν κιόνων.
|
25
Ὅταν δὲ αἱ καρδίαι των εἶχαν
εὐφρανθῆ ἀπὸ τὴν ἑορτήν,
εἶπαν <καλέσατε καὶ φέρετε ἀπὸ
τὴν φυλακὴν ἐδῶ τὸν Σαμψὼν
καὶ ἂς παίξῃ ἐνώπιόν
μας, διὰ νὰ διασκεδάσωμεν> Πράγματι
μετέφεραν τὸν Σαμψὼν ἀπὸ τὴν
φυλακήν, τὸν ὑπεχρέωναν νὰ παίζῃ
ἐνώπιόν των, τὸν ἐρράπιζαν
καὶ τὸν ἐτοποθέτησαν ὄρθιον
ἀνάμεσα ἀπὸ δύο στύλους
τοῦ οἰκοδομήματος. |
25
Καὶ ὅταν ἡ ψυχή τους εἶχε διασκεδάσει
καὶ εὐφρανθῇ πολὺ ἀπὸ
τοὺς πανηγυρισμούς, εἶπαν: <Καλέστε καὶ
φέρτε τὸν Σαμψὼν ἀπὸ τὴν φυλακήν,
διὰ νὰ παίξῃ ἐμπρός μας καὶ
νὰ μᾶς διασκεδάσῃ>. Ἐκάλεσαν καὶ
ἔφεραν τὸν τυφλὸν Σαμψὼν ἀπὸ
τὴν φυλακήν, καὶ τὸν ὑπεχρέωσαν
νὰ τοὺς διασκεδάζῃ (ἢ κατ' ἄλλην
ἑρμηνείαν: Καὶ τὸν ἐχλεύαζαν)
καὶ τὸν ἐρράπιζαν (ἄνανδρα καὶ
ἀπάνθρωπα) καὶ τὸν ἔβαλαν νὰ
σταθῇ ὄρθιος ἀνάμεσα σὲ (δύο) κολῶνες
τοῦ ναοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον
ἐγίνοντο οἱ πανηγυρισμοί.
|
26
Καὶ εἶπε Σαμψὼν πρὸς τὸν νεανίαν
τὸν κρατοῦντα τὴν χεῖρα αὐτοῦ·
ἄφες με καὶ ψηλαφήσω τοὺς κίονας,
ἐφ' οἷς ὁ οἶκος ἐπ' αὐτούς,
καὶ ἐπιστηριχθήσομαι ἐπ' αὐτούς.
|
26
Εἶπε δὲ ὁ Σαμψὼν πρὸς τὸν
ἄνδρα ὁ ὁποῖος τὸν κρατοῦσε
ἀπὸ τὸ χέρι, διὰ νὰ τὸν
ὁδηγῇ· <ἄφησέ με νὰ
ψηλαφήσω τοὺς δύο στύλους οἱ
ὁποῖοι ὑποβαστάζουν τὸ οἰκοδόμημα
τοῦτο καὶ νὰ στηριχθῶ ὀλίγον
εἰς αὐτούς>. |
26
Ὁ τυφλὸς Σαμψών (εἰς κάποιαν
στιγμὴν) εἶπεν εἰς τὸν νέον, ὁ
ὁποῖος τοῦ ἐκρατοῦσε τὸ
χέρι καὶ τὸν ὠδηγοῦσε: <Ἄφησέ
με νὰ ἄγγιξω (νὰ ἀπλώσω τὰ χέριά
μου καὶ νὰ πιάσω) τις κολῶνες, ἐπανῶ
εἴς τις ὅποιες στηρίζεται τὸ μεγάλο αὐτὸ
οἰκοδόμημα, καὶ νὰ στηριχθῶ ἐπάνω
τους ὡσὰν σὲ ἀποκούμπι, διὰ
νὰ ξεκουρασθῶ ὀλίγον>.
|
27
Καὶ ὁ οἶκος πλήρης τῶν ἀνδρῶν
καὶ τῶν γυναικῶν, καὶ ἐκεῖ
πάντες οἱ ἄρχοντες τῶν ἀλλοφύλων,
καὶ ἐπὶ τὸ δῶμα ὡσεὶ
τρισχίλιοι ἄνδρες καὶ γυναῖκες οἱ
θεωροῦντες ἐν παιγνίαις Σαμψών.
|
27
Τὸ οἰκοδόμημὰ ἦτο γεμᾶτο
ἀπὸ ἄνδρας καὶ γυναῖκας. Ἐκεῖ
ἦσαν ὅλοι οἱ ἄρχοντες τῶν Φιλισταίων,
ἐπάνω δὲ εἰς τὸ ἠλιακωτὸν
τρεῖς περίπου χιλιάδες ἄνδρες καὶ
γυναῖκες, οἱ ὁποῖοι παρηκολούθουν
τοὺς ἐμπαιγμοὺς καὶ ἐξευτελισμοὺς
τοῦ Σαμψών. |
27
Τὸ μεγάλο οἰκοδόμημα ἦταν κατάμεστον ἀπὸ
ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Ἐκεῖ εὑρίσκοντο
καὶ ὅλοι (οἱ πέντε) ἄρχοντες τῶν
Φιλισταίων ἐπάνω δὲ εἰς τὴν
ταράτσαν (τὸ δῶμα) εὑρίσκοντο τρεῖς
περίπου χιλιάδες ἄνδρες καὶ γυναῖκες, οἱ
ὁποῖοι παρηκολούθουν τὴν διασκέδασιν, ποὺ
τοὺς προσέφερεν ὁ Σαμψών (ἢ κατ' ἄλλην
ἑρμηνείαν: Οἱ ὁποῖοι ἐχλεύαζαν
τὸν Σαμψών). |
28
Καὶ ἔκλαυσε Σαμψὼν πρὸς Κύριον,
καὶ εἶπεν· Ἀδωναϊὲ Κύριε,
μνήσθητι δή μου νῦν καὶ ἐνίσχυσόν
με ἔτι τὸ ἅπαξ τοῦτο, Θεέ, καὶ
ἀνταποδώσω ἀνταπόδοσιν μίαν
περὶ τῶν δύο ὀφθαλμῶν μου τοῖς
ἀλλοφύλοις. |
28
Ὁ Σαμψὼν μέσα εἰς τὴν θλῖψιν
του συνῃσθάνθη τὸ σφάλμα του, ἔκλαυσεν
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ προσηυχήθη
πρὸς αὐτὸν λέγων· <Ἀδωναϊὲ
Κύριε, μνήσθητί μου καὶ τώρα,
ἐνίσχυσέ με μίαν ἀκόμη
φοράν, Θεέ μου, διὰ νὰ ἀνταποδώσω
σκληρὰν τιμωρίαν κατὰ τῶν Φιλισταίων
οἱ ὁποῖοι μοῦ ἔβγαλαν τὰ
δυό μου μάτια>. |
28
Τότε ὁ Σαμψὼν μὲ κλάματα πολλὰ καὶ
θερμὰ παρεκάλεσε (μυστικῶς) τὸν Κύριον καὶ
εἶπε: <Ἀδωναϊέ (= Κύριέ μου), Κύριε,
θυμήσου με, σὲ παρακαλῶ, καὶ τὴν στιγμὴν
αὐτὴν καὶ δῶσε μου δύναμιν καὶ
ἐνίσχυσιν ἄλλη μιὰ φορά, Θεέ μου,
ὥστε νὰ ἀνταποδώσω μιὰ γιὰ πάντα
εἰς τοὺς Φιλισταίους τὴν τύφλωσιν,
ποὺ μοῦ ἐπροξένησαν μὲ τὸ νὰ
μοῦ βγάλουν τὰ μάτια>. |
29
Καὶ περιέλαβε Σαμψὼν τοὺς δύο
κίονας τοῦ οἴκου, ἐφ' οὓς ὁ
οἶκος εἱστήκει, καὶ ἐπεστηρίχθη
ἐπ' αὐτοὺς καὶ ἐκράτησεν
ἕνα τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ καὶ
ἕνα τῇ ἀριστερᾷ αὐτοῦ.
|
29
Ἀγκάλιασε ὁ Σαμψὼν τοὺς δύο
στύλους ἐπάνω εἰς τοὺς ὁποίους
ὑπεβαστάζετο ὁ οἶκος, ἐστηρίχθη
εἰς αὐτούς, ἐκράτησε τὸν
ἕνα στῦλον μὲ τὸ δεξί του χέρι
καὶ τὸν ἄλλον μὲ τὸ ἀριστερόν,
|
29
Καὶ ὁ Σαμψὼν ἀγκάλιασε σφιχτὰ
μὲ τὰ ξαναδυναμωμένα μπράτσα του τὶς δύο
κολῶνες τοῦ μεγάλου οἰκοδομήματος, ἐπάνω
εἰς τὶς ὁποῖες ἐστηρίζετο
τὸ οἰκοδόμημα, καὶ ἐστηρίχθη
γερὰ ἐπάνω τους· καὶ ἐκράτησε
τὴν μίαν μὲ τὸ δεξί του χέρι, τὴν
δὲ ἄλλην μὲ τὸ ἀριστερό του,
|
30
Καὶ εἶπε Σαμψών· ἀποθανέτω
ψυχή μου μετὰ τῶν Ἀλλοφύλων·
καὶ ἐβάσταξεν ἐν ἰσχύϊ,
καὶ ἔπεσεν ὁ οἶκος ἐπὶ
τοὺς ἄρχοντος καὶ ἐπὶ πάντα
τὸν λαὸν τὸν ἐν αὐτῷ·
καὶ ἦσαν οἱ τεθνηκότες, οὓς
ἐθανάτωσε Σαμψὼν ἐν τῷ θανάτῳ
αὐτοῦ, πλείους ἢ οὓς ἐθανάτωσεν
ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ.
|
30
καὶ εἶπε μεγαλοφώνως· <ἂς
ἀποθάνω μαζῆ μὲ τοὺς ἀλλοφύλους>.
Ἐκράτησε καὶ συνεκλόνισε μὲ
δύναμιν τοὺς στύλους καὶ κατεκρημνίσθη
ὅλον τὸ οἰκοδόμημα ἐπάνω
εἰς τοὺς ἄρχοντας καὶ ἐπάνω
εἰς τὸν λαὸν τῶν Φιλισταίων
ποὺ εὑρίσκοντο ἐντὸς αὐτοῦ.
Αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἐφόνευσεν
ὁ Σαμψὼν ἐκεῖ κατὰ τὸν
θάνατόν του ἦσαν περισσότεροι ἀπὸ
ὅσους εἶχε φονεύσει κατὰ τὸ
διάστημα τῆς ζωῆς του.
|
30
καὶ εἶπεν: <Ἂς ἀποθάνῃ
ἡ ζωή μου (ἂς ἀποθάνω) μαζὶ μὲ
τοὺς ἀλλοφύλους (Φιλισταῖους)!> Καὶ
ἔσφιξε μὲ ὅλην τὴν δύναμίν του
(ἢ ὀρθότερον: Ἐτράβηξε ἢ
ἔσπρωξε μὲ δύναμίν) τὶς δύο κολῶνες·
καὶ ἔπεσε τὸ οἰκοδόμημα καὶ
ἐπλάκωσε τοὺς ἄρχοντες καὶ ὅλον
τὸν λαόν, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς αὐτό.
Ὅλοι δὲ ὅσοι ἐτάφησαν κάτω ἀπὸ
τὰ ἐρείπια, ὅλοι ὅσους ἐθανάτωσεν
ὁ Σαμψὼν κατὰ τὸν θάνατόν του, ἦσαν
περισσότεροι ἀπὸ ἐκείνους, τοὺς ὁποίους
ἐθανάτωσε κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς
ζωῆς του. |
31
Καὶ κατέβησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ
καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
καὶ ἔλαβον αὐτὸν καὶ ἀνέβησαν
καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἀνὰ μέσον
Σαραὰ καὶ ἀνὰ μέσον Ἐσθαόλ
ἐν τῷ τάφῳ Μανωὲ τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς ἔκρινε
τὸν Ἰσραὴλ εἴκοσιν ἔτη.
|
31
Οἱ ὁμοεθνεῖς τοῦ Σαμψὼν καὶ
οἱ συγγενεῖς αὐτοῦ κατέβησαν
εἰς τὴν Γάζαν, ἔλαβαν τὸ νεκρὸν
σῶμα τοῦ Σαμψών, ἀνέβησαν καὶ
ἔθαψαν αὐτὸν μεταξὺ Σαραὰ καὶ
Ἐσθαὸλ εἰς τὸν τάφον τοῦ
πατρός του, τοῦ Μανωέ. Ὁ Σαμψὼν
ἔκρινε τὸν Ἰσραὴλ ἐπὶ
εἴκοσιν ἔτη. |
31
Τότε κατέβηκαν εἰς τὴν Γάζαν οἱ (ὁμοεθνεῖς)
συγγενεῖς του καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι
ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τοῦ
πατέρα του καὶ παρέλαβαν τὸ πτῶμα του ἀπὸ
τὰ χαλάσματα καὶ ἀνέβηκαν καὶ τὸν
ἔθαψαν μεταξὺ τῆς Σαραὰ καὶ
τῆς Ἐσθαὸλ εἰς τὸν τάφον τοῦ
πατέρα του Μανωέ. Ὁ δὲ Σαμψὼν ὑπῆρξε
(μὲ τὴν εὐλογίαν, τὴν χάριν καὶ
τὴν ἐνίσχυσιν τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ)
Κριτὴς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ
ἐπὶ εἴκοσι χρόνια. |