Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
γένετο
δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις
ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου
ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην.
|
ατὰ
τὰς ἡμέρας ἐκείνας, μετὰ
τὴν γέννησιν τοῦ Ἰωάννου, ἐξεδόθη
ἕνα διάταγμα ἀπὸ τὸν Αὔγουστον
Καίσαρα, νὰ γίνῃ ἀπογραφὴ
ὅλων τῶν κατοίκων τοῦ κόσμου,
ποὺ εὑρίσκετο ὑπὸ τὴν
κυριαρχίαν τῆς Ρώμης.
|
υνέβη
δὲ κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας,
ποὺ ἐπηκολούθησαν εἰς τὴν γέννησιν
τοῦ Ἰωάννου, νὰ ἐκδοθῇ διάταγμα
ἀπὸ τὸν Καίσαρα Αὔγουστον, ὅπως
ἐγγραφοῦν εἰς τοὺς δημοσίους φορολογικοὺς
καταλόγους ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ κόσμου,
ποὺ ἐκυριαρχεῖτο ἀπὸ τοὺς
Ρωμαίους. |
2
Αὐτὴ ἡ ἀπογραφὴ πρώτη
ἐγένετο ἠγεμονεύοντος τῆς Συρίας
Κυρηνίου. |
2
Αὐτὴ ἡ ἀπογραφὴ ἦτο ἡ
πρώτη ποὺ ἔγινεν, ὅταν ἡγεμὼν
τῆς Συρίας ἦτο ὁ Κυρήνιος.
|
2
Ἡ ἀπογραφὴ αὕτη ἦτο ἡ
πρώτη, ποὺ ἔγινεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν,
εἰς ἐποχὴν ποὺ ὁ Κυρήνιος ἦτο
ἡγεμὼν τῆς Συρίας, καὶ διακρίνεται
ἀπὸ τὴν δευτέραν ἀπογραφήν, τὴν
ὁποίαν βραδύτερον ἐνήργησεν ὁ αὐτὸς
Κυρήνιος. |
3
Καὶ ἐπορεύοντο πάντες ἀπογράφεσθαι,
ἕκαστος εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.
|
3
Καὶ ἐπήγαιναν ὅλοι νὰ ἀπογραφοῦν,
ὁ καθένας εἰς τὴν πόλιν ἀπὸ
τὴν ὁποίαν κατήγετο. |
3
Καὶ ἐπήγαιναν ὅλοι νὰ ἐγγραφοῦν
εἰς τοὺς φορολογικοὺς καταλόγους, καθένας
εἰς τὴν πόλιν ἀπὸ τὴν ὁποίαν
κατήγετο ἡ οἰκογένειά του. |
4
Ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ
τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲτ
εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν
Δαυΐδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ, διὰ
τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου
καὶ πατριᾶς Δαυΐδ, |
4
Ἀνέβηκε δὲ καὶ ὁ ᾿Ιωσὴφ
ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας
εἰς τὴν Ἰουδαίαν, εἰς τὴν
πόλιν τὸν Δαυΐδ, ἡ ὁποία
ὠνομάζετο Βηθλεέμ, ἐπειδὴ κατήγετο
ἀπὸ τὸ γένος καὶ τὴν οἰκογένειαν
τοῦ Δαυΐδ. |
4
Ἀνέβη δὲ καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ
τὴν Γαλιλαίαν ἐκ τῆς πόλεως Ναζαρέτ, ὅπου
ἔμενεν, εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς
τὴν πόλιν Δαβίδ, ἡ ὁποία καλεῖται
Βηθλεέμ, ἐπειδὴ κατήγετο ἀπὸ τὸ
γένος καὶ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Δαβίδ.
|
5
ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένῃ
αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ.
|
5
Ἐπῆγε δὲ νὰ ἀπογραφῇ μαζῆ
μὲ τὴν Μαριάμ, τὴν μνηστευομένην
μὲ αὐτὸν γυναῖκα, ἡ ὁποία
ἦτο ἔγκυος. |
5
Καὶ ἐπῆγεν ἐκεῖ διὰ νὰ
ἀπογραφῇ μὲ τὴν Μαρίαν, τὴν
γυναῖκα ποὺ ἦταν ἀρραβωνισμένη μὲ
αὐτόν, καὶ ἡ ὁποία ἦτο ἔγκυος
καὶ ὡς ἔγκυος ἐδηλώθη, διὰ νὰ
γίνῃ οὕτω καὶ ὁ Κύριος, τὸν
ὁποῖον ἐβάσταζεν εἰς τοὺς κόλπους
της, φορολογούμενος ὑπὸ τὸν ρωμαϊκὸν
νόμον |
5
Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι
αὐτοὺς ἐκεῖ ἐπλήσθησαν
αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν,
|
6
Συνέβη δὲ ὅταν αὐτοὶ ἦσαν
ἐκεῖ, συνεπληρώθησαν αἱ ἡμέραι,
διὰ νὰ γεννήσῃ αὐτή.
|
6
Συνέβη δέ, ὅταν αὐτοὶ ἦσαν ἐκεῖ,
νὰ συμπληρωθοῦν αἱ ἡμέραι διὰ
νὰ γεννήσῃ αὕτη. |
7
καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς
τὸν πρωτοτόκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν
αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν
ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ
ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ
καταλύματι. |
7
Καὶ ἐγέννησε τὸν πρῶτον καὶ
μόνον υἱόν της καὶ τὸν ἐσπαργάνωσε
καὶ τὸν ἔβαλεν εἰς φάτνην, διότι
δὲν ὑπῆρχε δι' αὐτοὺς τόπος
εἰς τὸ πανδοχεῖον νὰ παραμείνουν
(ἐπειδὴ τοῦτο εἶχε καταληφθῇ
ἐνωρίτερα ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους,
ποὺ κατήγοντο ἀπὸ τὴν Βηθλεὲμ
καὶ εἶχαν ἔλθει ἐκεῖ νὰ
ἀπογραφοῦν. Καὶ ἔτσι ἀπὸ
αὐτὴν ἀκόμη τὴν νηπιακὴν
του ἡλικίαν ὁ Κύριος δὲν εἶχε
ποῦ νὰ κλίνῃ τὴν κεφαλήν).
|
7
Καὶ ἐγέννησε τὸν πρῶτον καὶ
μονογενῆ υἱόν της, καὶ τὸν περιετύλιξε
μὲ σπάργανα καὶ τὸν ἔβαλε μέσα εἰς
τὴν φάτνην, διότι λόγῳ τῆς συρροῆς
πολλῶν ξένων, ποὺ ἦλθαν νὰ ἀπογραφοῦν,
δὲν ὕπηρχε δι’ αὐτοὺς τόπος εἰς
τὸ πανδοχεῖον, ποὺ ἐστάθμευσαν διὰ
νὰ περάσουν τὴν νύκτα. |
8
Καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χῶρᾳ
τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ
φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ
τὴν ποίμνην αὐτῶν. |
8
Καὶ ἦσαν μερικοὶ ποιμένες εἰς
τὴν περιοχὴν αὐτήν,
ποὺ ἔμεναν εἰς τοὺς ἀγροὺς
καὶ μὲ τὴν σειράν των κατὰ τὸ
διάστημα τῆς νυκτὸς ἐφύλατταν
ἄγρυπνοι τὸ ποίμνιον των. |
8
Καὶ ἦσαν μερικοὶ ποιμένες εἰς τὴν
αὐτὴν χώραν, οἱ ὁποῖοι ἔμεναν
ἔξω εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ
ἐφύλαττον τὸ ποίμνιον τῶν παραμένοντες μὲ
τὴν σειράν των ἄγρυπνοι καθ’ ὡρισμένας ὤρας
τὴν νύκτα. |
9
Καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη
αὐτοῖς καὶ δόξα Κυρίου περιέλαμψεν
αὐτούς, καὶ ἐφοβήθησαν φόβον
μέγαν. |
9
Καὶ ἰδοὺ ἔνας ἄγγελος Κυρίου
παρουσιάσθη ἔξαφνα εἰς αὐτοὺς
καὶ φῶς ὁλόλαμπρον, θεῖον καὶ
ὑπερφυσικόν, τοὺς περιεκύκλωσε καὶ
ἐφοβήθησαν πάρα πολὺ δι' αὐτά,
ποὺ ἀντίκρυσαν. |
9
Καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου παρουσιάσθη
αἰφνιδίως εἰς αὐτοὺς καὶ φῶς
λαμπρὸν καὶ ἑξαστράπτον, θεῖον καὶ
ὑπερφυσικὸν τοὺς περιεκύκλωσε καὶ
ἐφοβήθησαν ὑπερβολικά, διότι ἐκατάλαβαν
ἀμέσως, ὅτι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
τοὺς παρουσιάσθη, δὲν ἦτο ὅμοιός των
ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὕπαρξις οὐράνια καὶ
ὑπερφυσική. |
10
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος·
μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι
ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται
παντὶ τῷ λαῷ, |
10
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτοὺς ὁ
ἄγγελος· <μὴ φοβεῖσθε, διότι
σᾶς ἀναγγέλλω χαρμόσυνον εἴδησιν,
χαρὰν μεγάλην, ἡ ὁποία θὰ
εἶναι χαρὰ δι' ὅλον τὸν λαὸν
τοῦ Θεοῦ. |
10
Καὶ τοὺς εἶπεν ὁ ἄγγελος·
Μὴ φοβεῖσθε· τοὐναντίον χαρῆτε.
Διότι ἰδοὺ σᾶς ἀναγγέλλω χαρμόσυνον
εἴδησιν, ποὺ θὰ σᾶς προκαλέσῃ
μεγάλην χαράν, ἡ ὁποία θὰ εἶναι καὶ
χαρὰ δι’ ὅλον τὸν
λαὸν τοῦ Θεοῦ. |
11
ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον
σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος,
ἐν πόλει Δαυΐδ. |
11
Σᾶς ἀναγγέλῳ, ὅτι ἐγεννήθη
σήμερον γιὰ σᾶς Σωτήρ, ὁ ὁποῖος
εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Κύριος καὶ
Θεός. Καὶ ἐγεννήθη εἰς τὴν
πόλιν τοῦ Δαυῒδ τὴν Βηθλεέμ,
σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας τῆς
Γραφῆς. |
11
Θὰ εἶναι δὲ χαρὰ ὅλου τοῦ
λαοῦ, διότι ἐγεννήθη σήμερον διὰ σᾶς
Σωτήρ, ὁποῖος ὡς
ἄνθρωπος μὲν εἶναι ὅμοιός σας, ἀλλὰ
χρισμένος μὲ τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος, ὡς
Θεὸς δὲ εἶναι καὶ Κύριός σας. Καὶ
ἐγεννήθη εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ,
πρὸς τὸν ὁποῖον ἐδόθησαν αἱ
ἐπαγγελίαι, ὅτι ἀπὸ τὸ γένος
του θὰ προέλθῃ ὁ Χριστός.
|
12
Καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον·
εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον,
κείμενον ἐν φάτνῃ. |
12
Καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι γιὰ
σᾶς σημεῖον, μὲ τὸ ὁποῖον
θὰ ἀναγνωρίσετε τὸν γεννηθέντα
Σωτῆρα· θὰ βρῆτε ἕνα βρέφος
ἁπλοϊκὰ σπαργανωμένον, βαλμένο εἰς
τὴν φάτνην. |
12
Καὶ αὐτὸ ἂς εἶναι εἰς
σᾶς σημεῖον, μὲ τὸ ὁποῖον
θὰ ἀναγνωρίσετε τὸν γεννηθέντα Σωτῆρα·
θὰ εὕρετε ἓν βρέφος εἰς ἁπλᾶ
σπάργανα τυλιγμένον καὶ τοποθετημένον ὄχι εἰς
κούνιαν βασιλικὴν ἢ πολυτελῆ, ἀλλὰ
μέσα εἰς μίαν φάτνην. Βρέφος δέ, ποὺ νὰ
ἐγεννήθη ἀπόψε καὶ νὰ ἔχῃ
ἀντὶ κούνιας τὴν φάτνην αὐτήν, ἓν
καὶ μόνον ὑπάρχει εἰς τὴν Βηθλεὲμ
καὶ τὰ περίχωρά της. |
13
Καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν
τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς
οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν
καὶ λεγόντων· |
13
Καὶ ἔξαφνα πλῆθος στρατιᾶς ἀγγέλων
ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἐνώθηκε
μὲ τὸν ἄγγελον καὶ ὅλοι μαζῆ
ἐδοξολογοῦσαν τὸν Θεὸν καὶ ἔλεγαν·
|
13
Καὶ ἔξαφνα συνενώθη μὲ τὸν ἄγγελον
ἐκεῖνον πλῆθος στρατοῦ ἀγγέλων
ἐξ οὐρανοῦ, οἱ ὁποῖοι
ἐδοξολόγουν τὸν Θεὸν καὶ ἔλεγον·
|
14
Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ
ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις
εὐδοκία. |
14
<Δόξα ἂς εἶναι εἰς τὸν Θεὸν
εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ εἰς
ὁλόκληρον τὴν γῆν εἰρήνη,
θεία εὔνοια καὶ εὐλογία εἰς
τοὺς ἀνθρώπους>. |
14
Δόξα ἂς εἶναι εἰς τὸν Θεὸν εἰς
τὰ ὕψιστα μέρη τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ
τοὺς ἐκεῖ κατοικοῦντας ἀγγέλους·
καὶ εἰς τὴν γῆν ὁλόκληρον, ποὺ
εἶναι ταραγμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν
καὶ τὰ βίαια πάθη της, ἀς βασιλεύσῃ
ἡ θεία εἰρήνη· διότι ὁ Θεὸς ἐξεδήλωσε
τώρα λαμπρῶς τὴν εὔνοιαν καὶ εὐαρέσκειάν
του εἰς τοὺς ἀνθρώπους διὰ τῆς
ἐνανθρωπήσεως τοῦ υἱοῦ του.
|
15
Καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον
ἀπ' αὐτῶν εἰς τὸν οὐρανὸν
οἱ ἄγγελοι, καὶ οἱ ἄνθρωποι
οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους·
διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ
ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός,
ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν.
|
15
Ὁταν δὲ οἱ ἄγγελοι ἔφυγαν ἀπὸ
αὐτοὺς εἰς τὸν οὐρανόν,
τότε οἱ ποιμένες εἶπαν μεταξύ
των· <ἂς περάσωμεν λοιπὸν ἕως
εἰς τὴν Βηθλεέμ, διὰ νὰ ἴδωμεν
αὐτὸ ποὺ ἔγινε καὶ τὸ
ὁποῖον μᾶς ἐγνωστοποίησε διὰ
τοῦ ἀγγέλου ὁ Κύριος>.
|
15
Καὶ συνέβη, ὅταν οἱ ἄγγελοι ἔφυγον
ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ἐπῆγαν
εἰς τὸν οὐρανόν, τότε καὶ οἱ
ἄνθρωποι, δηλαδὴ οἱ ποιμένες, εἶπον
μεταξύ των· ἂς περάσωμεν λοιπὸν διὰ
μέσου τῆς πεδιάδος μέχρι τῆς Βηθλεὲμ καὶ
ἂς ἴδωμεν αὐτό, ποὺ μᾶς εἶπεν
ὁ ἄγγελος, ὅτι ἔγινε καὶ τὸ
ὁποῖον μᾶς ἐγνωστοποίησεν ὁ
Κύριος. |
16
Καὶ ἦλθον σπεύσαντες, καὶ ἀνεῦρον
τήν τε Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσὴφ
καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ
φάτνῃ. |
16
Καὶ ἦλθαν ὅσον ἠμποροῦσαν γρηγορώτερα
καὶ ἀφοῦ ἔψαξαν εὐρῆκαν
καὶ τὴν Μαρίαν καὶ τὸν Ἰωσὴφ
καὶ τὸ βρέφος τοποθετημένο εἰς
τὴν φάτνην. |
16
Καὶ ἦλθαν γρήγορα καὶ κατώρθωσαν νὰ
εὕρουν καὶ τὴν Μαριὰμ καὶ τὸν
Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος τοποθετημένον
εἰς τὴν φάτνην, περὶ τῆς ὁποίας
τοὺς εἶχεν ὁμιλήσει ὁ ἄγγελος.
|
17
Ἰδόντες δὲ διεγνώρισαν περὶ
τοῦ ρήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς
περὶ τοῦ παιδίου τούτου·
|
17
Ὅταν δὲ εἶδον αὐτά, ἐγνωστοποίησαν
τότε μὲ λεπτομέρειαν ὅλα ὅσα
εἶχεν εἴπει εἰς αὐτοὺς ὁ
ἄγγελος διὰ τὸ παιδίον αὐτό.
(Οἱ ἁπλοϊκοὶ καὶ πιστοὶ ποιμένες,
ὡς ἐὰν ἦσαν πνευματικοὶ ποιμένες
καὶ ἀπόστολοι, ἠξιώθησαν νὰ
γίνουν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων οἱ
πρῶτοι κήρυκες τοῦ Χριστοῦ).
|
17
Ὅταν δὲ εἶδαν αὐτά, ποὺ ἐσυμφωνοῦσαν
μὲ ὅσα πρὸ ὀλίγου εἶχον ἀκούσει,
ἐγνωστοποίησαν λεπτομερῶς καὶ τὰ ὅσα
τοὺς εἶχον λεχθῆ ἀπὸ τὸν
ἄγγελον περὶ τοῦ παιδίου τούτου.
|
18
καὶ πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν
περὶ τῶν λαλήθεντων ὑπὸ τῶν
ποιμένων πρὸς αὐτούς. |
18
Καὶ ὅλοι ὅσοι ἤκουσαν, ἐθαύμασαν
δι' ὅσα τοὺς εἶχον εἴπει οἱ
ποιμένες. |
18
Καὶ ὅλοι ὅσοι ἤκουσαν, ἐθαύμασαν
δι’ ὅσα ἐλέχθησαν εἰς αὐτοὺς
ἀπὸ τοὺς ποιμένας. |
19
Ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει
τὰ ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν
τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. |
19
Ἡ δὲ Μαριὰμ ἔβαλεν εἰς τὴν
καρδίαν της καὶ ἐκρατοῦσε εἰς
τὴν μνήμην της ὅλους αὐτοὺς
τοὺς λόγους καὶ τοὺς συνέκρινε
μὲ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα κατὰ
τὴν ὥρα τοῦ εὐαγγελισμοῦ της
εἶχεν εἴπει ὁ ἄγγελος. |
19
Τῆς Μαρίας ὅμως ἡ ἐντύπωσις ὐπῆρξε
βαθύτερα. Διετήρει αὕτη ὅλους αὐτοὺς
τοὺς λόγους εἰς τὴν καρδίαν καὶ τὴν
μνήμην της καὶ συνέκρινε αὐτοὺς πρὸς
ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἀπὸ
τὴν ὥραν τοῦ εὐαγγελισμοῦ της
ἐγνώριζε περὶ τοῦ παιδίου, ἐμβαθύνουσα
οὕτω περισσότερον εἰς τὸ συντελεσθὲν
μυστήριον. |
20
Καὶ ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες
καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ
πᾶσαν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον
καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς.
|
20
Καὶ ἐπέστρεψαν οἱ ποιμένες εἰς
τὸ ποίμνιόν των, δοξάζοντες καὶ
ὑμνοῦντες τὸν Θεὸν δι' ὅλα ὅσα
ἤκουσαν καὶ εἶδαν καὶ τὰ ὁποῖα
ἦσαν ἀκριβῶς ὅπως τοὺς τὰ
εἶπε ὁ ἄγγελος. |
20
Καὶ ἐγύρισαν πίσω οἱ ποιμένες εἰς
τὸ ποίμνιόν των καὶ ἐδόξαζον καὶ ὑμνολογοῦν
τὸν Θεὸν δι’ ὅλα, ὅσα ἤκουσαν
ἀπὸ τὸν ἄγγελον καὶ ὅσα
εἶδον τὰ μάτια των, ὅταν ἐπῆγαν
εἰς τὴν Βηθλεὲμ καὶ τὰ ὁποῖα
ἦσαν ἀκριβῶς ὅπως τοὺς τὰ
εἶπεν ὁ ἄγγελος. |
21
Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν ἡμέραι
ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν τὸ παιδίον,
καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Ἰησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ
τοῦ ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι
αὐτὸν ἐν τῇ κοιλίᾳ.
|
21
Καὶ ὅταν συνεπληρώθησαν ὀκτὼ
ἡμέραι, διὰ νὰ γίνῃ ἡ
περιτομὴ τοῦ παιδίου, ἔκαμαν τὴν
περιτομὴν καὶ ἐδόθη εἰς τὸ
παιδίον τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, ὅπως
εἶχεν εἴπει ὁ ἄγγελος πρὶν ἀκόμη
συλληφθῇ αὐτὸ εἰς τὴν κοιλίαν
τῆς μητέρας του. |
21
Καὶ ὅταν συνεπληρώθησαν αἱ ὀκτὼ
ἡμέραι διὰ νὰ γίνῃ εἰς τὸ
παιδίον ἡ περιτομή, τὸ περιέτεμαν, ἵνα καὶ
διὰ τῆς περιτομῆς ἐπιβεβαιωθῇ
ὅτι ἦτο γνήσιος ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ.
Καὶ ἐκλήθη τὸ ὅνομά του Ἰησοῦς,
ὄνομα ποὺ τὸ εἶχεν εἴπει ὁ
ἄγγελος προτοῦ συλληφθῇ αὐτὸς
εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας του.
|
22
Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι
τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν
νόμον Μωϋσέως, ἀνήγαγον αὐτὸν
εἰς Ἱεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ
Κυρίῳ |
22
Καὶ ὅταν, σύμφωνα μὲ τὸν νόμον
τοῦ Μωϋσέως, συνεπληρώθησαν αἱ ἡμέραι
τοῦ καθαρισμοῦ τῆς μητέρας τοῦ
παιδίου καὶ τοῦ μνηστῆρος της, ἀνέβασαν
αὐτὸ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα,
διὰ νὰ τὸ παρουσιάσουν καὶ τὸ
ἀφιερώσουν εἰς τὸν Κύριον.
|
22
Καὶ ὅταν σύμφωνα μὲ τὸν νόμον τοῦ
Μωϋσέως συνεπληρώθησαν αἱ ἡμέραι διὰ τὸν
καθαρισμὸν τῆς μητέρας τοῦ παιδίου καὶ
τοῦ ἀρραβωνιαστικοῦ της, ἀνέβασαν
αὐτὸν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ
νὰ τὸν παρουσιάσουν καὶ τὸν ἀφιερώσουν
εἰς τὸν Κύριον. |
23
καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ Κυρίου
ὅτι πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν
ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται,
|
23
Αὐτὸ δὲ ἔγινε σύμφωνα μὲ
τὸ γραμμένον εἰς τὸν νόμον τοῦ
Κυρίου, ὅτι κάθε πρωτότοκον ἀρσενικόν,
ποὺ διανοίγει τὴν μήτραν τῆς
μητέρας του, θὰ θεωρηθῇ ἀφιερωμένον
εἰς τὸν Κύριον. |
23
Ἡ παρουσίασις δὲ καὶ ἀφιέρωσις αὐτὴ
ἐγίνετο σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ
εἶχε γραφῆ εἰς τὸν νόμον τοῦ
Κυρίου, ὅτι κάθε ἀρσενικόν, ποὺ διὰ
πρώτην φορὰν ἀνοίγει τὴν μήτραν τῆς
μητέρας του καὶ γεννᾶται, δηλαδὴ κάθε πρωτότοκον
καὶ πρωτογενές, θὰ κληθῇ καὶ θὰ
θεωρηθῇ ὡς ἀφιερωμένον εἰς τὸν
Κύριον. |
24
καὶ τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ
εἰρημένον ἐν νόμῳ Κυρίου,
ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς
περιστερῶν. |
24
Ἀνέβησαν ἀκόμη εἰς τὸν
ναὸν νὰ προσφέρουν τὴν θυσίαν
διὰ τὸν καθαρισμόν των, ὅπως ἦτο
πάλιν γραμμένον εἰς τὸν νόμον
Κυρίου, δηλαδὴ ἕνα ζεῦγος τρυγόνες
ἢ δύο μικρὰ περιστέρια, σὰν
πτωχοὶ ποὺ ἦσαν. |
24
Ἀνέβησαν ἀκόμη εἰς τὸν ναόν, καὶ
διὰ νὰ προσφέρουν θυσίαν διὰ τὸν καθαρισμόν
των ἓν ζεῦγος τρυγόνια ἢ δύο μικρὰ
περιστέρια, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ
ἔχει ὁρισθῇ εἰς τὸν νόμον τοῦ
Κυρίου διὰ τοὺς πτωχούς, οἱ ὁποῖοι
δὲν εἶχαν τὰ μέσα νὰ προσφέρουν θυσίαν
ὁλόκληρον ἀρνίον. |
25
Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν
Ἱεροσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών,
καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος
καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν
τοῦ Ἰσραήλ, καὶ Πνεῦμα ἦν
Ἅγιον ἐπ' αὐτόν·
|
25
Καὶ ἰδοὺ ἐζοῦσε εἰς τὴν
Ἱερουσαλὴμ ἔνας ἄνθρωπος, ὀνόματι
Συμεών. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
ἦτο δίκαιος καὶ εὐλαβὴς καὶ
ἐπερίμενε νὰ ἔλθῃ λύτρωσις
καὶ παρηγορία εἰς τὸν λαὸν τοῦ
Ἰσραὴλ μὲ τὴν ἔλευσιν τοῦ
Χριστοῦ, ὅπως εἶχαν προείπει αἱ
Γραφαί, καὶ Πνεῦμα Ἅγιον ἦτο
εἰς αὐτόν· |
25
Καὶ ἰδοὺ ἦτο εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ὠνομάζετο Συμεών.
Καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἦτο δίκαιος
φυλάττων τὰς ἐντολὰς τοῦ νόμου καὶ
εὐλαβής, φοβούμενος τὸν Θεόν. Αυτὸς εἶχε
φωτισθῇ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν
προφητικῶν βιβλίων καὶ μὲ πόθον ζωηρὸν
ἐπερίμενε νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν
Ἰσραηλιτικὸν λαὸν διὰ τῆς ἐλεύσεως
τοῦ Μεσσίου παρηγορία ἀπὸ τὰ κακὰ
καὶ τὰς θλίψεις, ποὺ ὑπέφερεν ἕνεκα
τῆς ἁμαρτίας. Καὶ Πνεῦμα προφητικὸν
Ἅγιον ἦτο ἐπάνω του. |
26
καὶ ἢν αὐτῷ κεχρηματισμένον
ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου
μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ
ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου.
|
26
καὶ τοῦ εἶχεν ἀποκαλυφθῆ ἀπὸ
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὅτι δὲν θὰ
ἀπέθνησκεν, πρὶν ἴδῃ ἐκεῖνον,
τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς θὰ ἔχριε
Σωτῆρα καὶ βασιλέα τοῦ κόσμου.
|
26
Καὶ εἶχεν ἀποκαλυφθῆ εἰς αὐτὸν
ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅτι
δὲν θὰ ἀπέθνησκε προτοῦ ἴδῃ
ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον ὁ
Κύριος καὶ Θεὸς ἔχρισε βασιλέα καὶ
Σωτῆρα τοῦ κόσμου. |
27
Καὶ ἦλθεν ἐν τῷ Πνεύματι εἰς
τὸ ἱερόν· καὶ ἐν τῷ
εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον
Ἰησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς
κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου
περὶ αὐτοῦ, |
27
Καὶ κατὰ παρακίνησιν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ἦλθεν εἰς τὸν ναόν.
Καὶ ὅταν οἱ γονεῖς ἔφεραν τὸ
παιδίον Ἰησοῦν εἰς τὸν ναὸν
νὰ κάμουν δι' αὐτὸ ὅ,τι ὥριζεν
ὁ νόμος διὰ τὰ πρωτότοκα,
|
27
Καὶ ἦλθεν ὁ Συμεὼν κατὰ παρακίνησιν
καὶ ἔμπνευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
εἰς τὸ ἱερόν. Καὶ ὅταν οἱ
γονεῖς εἰσήγαγον εἰς τὸ ἱερὸν
τὸ παιδίον Ἰησοῦν διὰ νὰ κάμουν
δι’ αὐτὸ ἐκεῖνο, ποὺ σύμφωνα
μὲ τὰς διατάξεις τοῦ νόμου ἦτο συνηθισμένον
νὰ γίνεται εἰς τὰ πρωτότοκα,
|
28
καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸν
εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ
καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν καὶ
εἶπε· |
28
τότε καὶ αὐτὸς ὁ Συμεὼν
ἐδέχθη εἰς τὰς ἀγκάλας
του τὸ παιδίον, ἐδοξολόγησε τὸν
Θεὸν καὶ εἶπε· |
28
τότε καὶ αὐτὸς ὁ Συμεὼν ἐδέχθη
τὸ παιδίον εἰς τὰς ἀγκάλας του καὶ
ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε·
|
29
Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν
σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου
ἐν εἰρήνῃ, |
29
<τώρα πλέον μὲ ἀπολύεις ἐμὲ
τὸν δοῦλον σου νὰ φύγω ἀπὸ
τὸν κόσμον αὐτόν, Δέσποτα, εἰρηνικὸς
καὶ χαρούμενος, σύμφωνα μὲ τὸν
λόγον ποὺ μοῦ εἶπες,
|
29
Τώρα, ὅτε πλέον εἶδον τὸν Λυτρωτὴν
τοῦ κόσμου, ἐλευθερώνεις ἀπὸ τοὺς
δεσμοὺς τοῦ σώματος ἐμὲ τὸν
δοῦλον σου. Δεσπότα, καὶ μετ’ ὀλίγον ἀποθνήσκω
σύμφωνα μὲ τὸν λόγον σου, ποὺ μοῦ
εἶπες, ὅτι δὲν θὰ ἀποθάνω, πρὶν
ἴδω τὸν Χριστόν. Καὶ μὲ ἐλευθερώνεις
ἐν εἰρήνῃ καὶ χωρὶς νὰ
ἀνησυχῶ πλέον διὰ τὴν λύτρωσιν τοῦ
Ἰσραήλ, |
30
ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ
σωτήριόν σου, |
30
διότι εἶδαν τὰ μάτια μου τὸν
Χριστόν, ὁ ὁποῖος θὰ φέρῃ
τὴν σωτηρίαν, |
30
διότι εἶδαν οἱ ὀφθαλμοί μου τὸν ἐνανθρωπήσαντα
υἱόν σου, ὁ ὁποῖος θὰ φέρῃ
τὴν σωτηρίαν, |
31
ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων
τῶν λαῶν. |
31
τὴν ὁποίαν σὺ ἔχεις ἑτοιμάσει,
διὰ νὰ τὴν ἴδουν ὅλοι οἱ
λαοὶ τῆς γῆς. |
31
τὴν ὁποίαν ἠτοίμασες διὰ νὰ
γίνῃ φανερὰ ἐνώπιον ὅλων τῶν
λαῶν πρὸς εὐεργεσίαν ὄχι μόνον τῶν
Ἰουδαίων, ἄλλα καὶ τῶν ἐθνικῶν.
|
32
Φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν
καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ.
|
32
Φῶς πνευματικόν, ποὺ θὰ φανερώσῃ
εἰς τὰ ἔθνη τὸν ἀληθινὸν
Θεὸν καὶ τὴν δόξαν τοῦ λαοῦ
σου Ἰσραήλ, ἀφοῦ ἀπὸ αὐτὸν
τὸν λαὸν κατὰ τὸ ἀνθρώπινον
προέρχεται ὁ Χριστός>. |
32
Καὶ θὰ εἶναι οὕτω τὸ σωτήριόν
σου αὐτὸ φῶς πνευματικόν, ποὺ θὰ
φανερώσῃ καὶ θὰ ἀποκαλύψῃ εἰς
τὰ ἔθνη τὸν ἀληθινὸν Θέον καὶ
τὴν ἀληθῆ ὁδὸν σωτηρίας, ἀλλὰ
καὶ δόξα τοῦ λαοῦ σου Ἰσραήλ, ἀφοῦ
ἀπὸ τὸν Ἰσραὴλ κατάγεται ὡς
ἄνθρωπος ὁ Σωτὴρ καὶ ἀφοῦ
τελικῶς καὶ ὁ Ἰσραὴλ ὡς
σύνολον θὰ τὸν ἐγκολπωθῇ ὡς
σωτῆρα του. |
33
Καὶ ἦν Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ
αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς
λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ. |
33
Καὶ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ μητέρα
τοῦ παιδίου συνεχῶς ἐθαύμαζαν
δι' ὅσα ἐλέγοντο περὶ τοῦ παιδίου.
|
33
Καὶ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ μητέρα
τοῦ παιδίου εὑρίσκοντο εἰς συνεχῆ
θαυμασμὸν δι’ ὅσα καὶ τώρα καὶ προτήτερα
καὶ ἀπὸ τὸν Συμεὼν καὶ
ἀπὸ τοὺς ποιμένας καὶ ἀπὸ
τοὺς ἀγγέλους ἐλέγοντο δι’ αὐτό.
|
34
Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν
καὶ εἶπε πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα
αὐτοῦ· ἰδοὺ οὗτος κεῖται
εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν
ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον
ἀντιλεγόμενον. |
34
Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ
Συμεὼν καὶ εἶπε πρὸς τὴν Μαρίαν
τὴν μητέρα τοῦ παιδίου· <ἰδοὺ
αὐτὸς θὰ γίνῃ αἰτία
νὰ πέσουν καὶ νὰ ἀναστηθοῦν
πολλοὶ εἰς τὸν Ἰσραήλ, (θὰ
πέσουν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν θὰ
πιστεύσουν, θὰ ἀναστηθοῦν καὶ
θὰ λυτρωθοῦν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ
πιστεύσουν). Καὶ θὰ γίνῃ αὐτὸς
σημεῖον ἀντιλογίας μεταξὺ τῶν
ἀνθρώπων. |
34
Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Συμεὼν
καὶ εἶπεν εἰς τὴν Μαρίαν τὴν
μητέρα του· Ἰδοὺ αὐτὸς εἶναι
προωρισμένος διὰ νὰ γίνῃ αἰτία πτώσεως
καὶ ἀναστάσεως πολλῶν ἐν τῷ
Ἰσραήλ. Ὅσοι θ’ ἀπιστήσουν εἰς αὐτόν,
θὰ πέσουν καὶ θὰ ἀπολεσθοῦν·
ὅσοι θὰ πιστεύσουν, θὰ ἀναστηθοῦν
καὶ θὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ
τὴν ἁμαρτίαν καὶ θὰ σωθοῦν,
θὰ εἶναι δὲ καὶ θαῦμα, ἀφοῦ
ἐν τῷ προσώπῳ του θὰ ἐμφανίζεται
ἡ ἕνωσις τῶν δύο φύσεων, τῆς θείας
καὶ τῆς ἀνθρωπίνης. Ἀλλὰ τὸ
θαῦμα τοῦτο θὰ ἀντιλέγεται ἀπὸ
τοὺς ἀπιστοῦντας καὶ ἐνῷ
οἱ καλοπροαίρετοι θὰ ὁδηγοῦνται δι’
αὐτοῦ εἰς τὴν πίστιν καὶ θὰ
σώζονται, οἱ ἀνειλικρινεῖς καὶ ἐγωϊσταὶ
θὰ ἀπιστοῦν καὶ θὰ κατακρίνωνται.
|
35
Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν
διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν
ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί.
|
35
Καὶ τὴν ἰδικήν σου μητρικὴν
καρδίαν θὰ διαπεράσῃ ἡ ρομφαία
τοῦ πόνου, ὅταν ἴδῃς τὸν
υἱόν σου νὰ πάσχῃ διὰ
τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Ὅλα
δὲ αὐτὰ θὰ γίνουν, διὰ
νὰ φανερωθοῦν οἱ μυστικοὶ διαλογισμοὶ
καὶ ἀπόκρυφοι πόθοι πολλῶν καρδιῶν>.
|
35
Λόγῳ δὲ τῆς ἀντιλογίας αὐτῆς,
καὶ σοῦ, τῆς μητρὸς αὐτοῦ,
τὴν καρδίαν θὰ διαπεράσῃ μεγάλη καὶ
ὀδυνηρὰ μάχαιρα θλίψεως καὶ ὀδύνης,
ὅταν θὰ τὸν ἴδῃς νὰ σταυρώνεται.
Καὶ ἔτσι ἡ πτῶσις καὶ ἡ
ἀνάστασις πολλῶν, καθὼς καὶ ἡ
ἀντιλογία γύρω ἀπὸ τὸ θαῦμα
αὐτὸ θὰ γίνωνται, διὰ νὰ ξεσκεπασθοῦν
πολλῶν καρδιῶν οἱ διαλογισμοὶ καὶ
αἰ διαθέσεις, ποὺ ἔμεναν ἔως τώρα
ἀπόκρυφοι, καὶ μὲ τὴν ἀπόρριψιν
ἢ ἀποδοχὴν τοῦ Μεσσίου θὰ φανεροθοῦν.
|
36
Καὶ ἦν Ἀννα προφῆτις, θυγάτηρ
Φανουήλ, ἐκ φυλῆς Ἀσήρ·
αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις
πολλαῖς, ζήσασα ἔτη μετὰ ἀνδρὸς
ἑπτὰ ἀπὸ τῆς παρθενίας
αὐτῆς, |
36
Ὑπῆρχε δὲ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα
καὶ κάποια προφῆτις, ὀνόματι
Ἄννα, θυγάτηρ τοῦ Φανουήλ, ἀπὸ
τὴν φυλὴν Ἀσήρ· αὐτὴ
ἦτο πολὺ προχωρημένη εἰς τὴν
ἡλικίαν της καὶ εἶχε ζήσει ἑπτὰ
ἔτη μετὰ τοῦ ἀνδρός της, ἀπὸ
τὴν ἡμέρα ποὺ ὡς παρθένος
εἶχεν ὑπανδρευθῆ αὐτόν.
|
36
Ὑπῆρχε δὲ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα
καὶ κάποια Ἄννα προφῆτις. Αὕτη ἦτο
κόρη τοῦ Φανουὴλ ἀπὸ τὴν φυλὴν
τοῦ Ἀσήρ, τοῦ ὀγδόου παιδιοῦ
τοῦ Ἰακὼβ ἐκ τῆς Λείας, ἦτο
δὲ πολὺ προχωρημένη εἰς τὴν ἡλικίαν,
καὶ εἶχε ζήσει μὲ ἄνδρα ἑπτὰ
χρόνια ἀπὸ τὸν καιρόν, ποὺ ὡς
παρθένος ἦλθεν εἰς γάμον μὲ αὐτόν.
|
37
καὶ αὐτὴ χήρα ὡς ἐτῶν
ὀγδοήκοντα τεσσάρων, ἣ οὐκ ἀφίστατο
ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ νηστείαις
καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ
ἡμέραν· |
37
Καὶ αὐτὴ ἦτο χήρα, ὀγδοήκοντα
τεσσάρων περίπου ἐτῶν, ἡ ὁποία
δὲν ἀπεμακρύνετο ἀπὸ τὸν
Ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ, λατρεύουσα
νύκτα καὶ ἡμέραν τὸν Θεὸν
μὲ νηστείας καὶ προσευχάς.
|
37
Καὶ αὐτὴ ἦτο χήρα, ἡλικίας περίπου
ὀγδοήκοντα τεσσάρον ἐτῶν, ἡ ὁποία
δὲν ἀπεμακρύνετο ἀπὸ τὸν ἱερὸν
περίβολον τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ παρέμενεν
εἰς αὐτὸν καὶ κατὰ τὰς
ὤρας, ποὺ δὲν ἐγίνοντο ἀκολουθίαι
εἰς τὸν ναόν. Καὶ ἔτσι ἐλάτρευε
νύκτα καὶ ἡμέραν τὸν Θεὸν μὲ
νηστείας καὶ προσευχάς. |
38
καὶ αὕτη αὐτῇ τῇ ὥρᾳ
ἐπιστᾶσα ἀνθωμολογεῖτο τῷ Κυρίῳ
καὶ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ
πᾶσι τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν
ἐν Ἱερουσαλήμ. |
38
Καὶ αὐτὴ ἐκείνη τὴν ὥραν,
ἀφοῦ εἶδε τὸ παιδίον, ἐδοξολογοῦσε
τὸν Κύριον καὶ ἔλεγε περὶ αὐτοῦ
εἰς ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς
Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἐπερίμεναν τὴν
λύτρωσίν των ἀπὸ τὰ δεινὰ
καὶ τὴν καταδίκην τῆς ἁμαρτίας.
|
38
Καὶ αὐτὴ ἦλθε κατ’ ἐκείνην τὴν
ὥραν καὶ ἀφοῦ εἶδε τὸ
παιδίον, ηὐχαρίστει καὶ ἐδοξολόγει τὸν
Θεὸν καὶ ἔλεγε περὶ αὐτοῦ
εἰς ὅλους, ὅσοι κατοικοῦντες εἰς
τὴν Ἱερουσαλὴμ περιέμενον λύτρωσιν καὶ
ἀπελευθέρωσιν ἀπὸ τῶν δεινῶν
καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας.
|
39
Καὶ ὡς ἐτέλεσαν ἅπαντα τὰ
κατὰ τὸν νόμον Κυρίου, ὑπέστρεψαν
εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὴν πόλιν
ἑαυτῶν Ναζαρέτ.
|
39
Καὶ ἀμέσως, ὅταν ὁ Ἰωσὴφ
καὶ ἡ Μαρία ἐξετέλεσαν ὅλα
ὅσα ὁ νόμος τοῦ Κυρίου ὥριζε,
ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν,
εἰς τὴν πατρίδα των τὴν Ναζαρέτ. |
39
Καὶ ὅταν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ
Μαρία ἐτελείωσαν ὅλα, ὅσα ὁ νόμος
τοῦ Κυρίου ὁρίζει περὶ τοῦ καθαρισμοῦ
καὶ τῆς ἀφιερώσεως τοῦ παιδίου, ἐγύρισαν
ὀπίσω εἰς τὴν Γαλιλαίαν, εἰς τὴν
πατρίδα τῶν Ναζαρέτ. |
40
Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο
πνεύματι πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις
Θεοῦ ἦν ἐπ' αὐτό. |
40
Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε κατὰ τὸ
σῶμα καὶ ἰσχυροποιεῖτο πολὺ
κατὰ τὸ πνεῦμα καὶ ἐπληροῦτο
ἀπὸ σοφίαν, τὴν ὁποίαν
εἰς αὐτὸ μετέδιδεν, καθόσον
ἐπροχωροῦσε ἡ ἡλικία του, ἡ
ἐνωμένη μὲ αὐτὸ θεία του
φύσις. Καὶ χάρις Θεοῦ ἦτο εἰς
αὐτό, ἡ ὁποία τὸ ἐπροφύλασσε
ἀμόλυντο ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν,
τὸ καθωδηγοῦσε δὲ καὶ τὸ ἐνίσχυε
πρὸς κάθε ἀρετήν.
|
40
Τὸ δὲ παιδίον ἐμεγάλωνε κατὰ τὸ
σῶμα καὶ ἐνισχύετο ἐκτάκτως κατὰ
τὰς διανοητικὰς καὶ πνευματικὰς δυνάμεις.
Καὶ ἡ θεότης, μὲ τὴν ὁποίαν
ἦτο ἠνωμένον, καθ’ ὅσον ἡ ἡλικία
τοῦ παιδίου ἐπροχώρει, μετέδιδεν εἰς αὐτὸ
καὶ τὸ ἐγέμιζε σοφίαν. Καὶ χάρις Θεοῦ,
ἡ ὁποία τὸ ἐνίσχυεν εἰς πᾶσαν
ἀρετὴν καὶ τὸ ἐφύλαττεν ἀπὸ
πᾶσαν ἁμαρτίαν, ἦτο ἐπ’ αὐτοῦ,
διευθύνουσα τὴν ὁμαλὴν καὶ ἀπρόσκοπτον
ἀνάπτυξιν καὶ ἠθικὴν πρόοδόν του. |
41
Καὶ ἐπορεύοντο οἱ γονεῖς αὐτοῦ
κατ' ἔτος εἰς Ἱερουσαλὴμ τῇ
ἑορτῇ τοῦ πάσχα. |
41
Καὶ ἐπήγαιναν οἱ γονεῖς του
κάθε ἔτος εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
διὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ πάσχα. |
41
Καὶ ἐπήγαιναν οἱ γονεῖς του κάθε χρόνον
εἰς Ἱερουσαλὴμ διὰ τὴν ἑορτὴν
τοῦ Πάσχα, ὅπως ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς
Ἰσραηλῖται. |
42
Καὶ ὅτε ἐγένετο ἐτῶν δώδεκα,
ἀναβάντων αὐτῶν εἰς Ἱεροσόλυμα
κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἑορτῆς |
42
Καὶ ὅταν τὸ παιδίον ἔγινε δώδεκα
ἐτῶν, ἀνέβησαν μαζῆ μὲ
αὐτὸ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα,
σύμφωνα μὲ τὴν συνήθειαν ποὺ
εἶχε καθιερώσει ὁ νόμος διὰ
τὴν ἑορτήν. |
42
Καὶ ἀφοῦ ἔγινε τὸ παιδίον δώδεκα
ἐτῶν, ὅταν ἀνέβησαν αὐτοὶ
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, σύμφωνα μὲ τὴν
συνήθειαν ποὺ εἶχε καθιερωθῆ ὑπὸ
τοῦ νόμου διὰ τὴν ἑορτήν, ἐπῆραν
καὶ αὐτὸ μαζί των. |
43
καὶ τελειωσάντων τὰς ἡμέρας,
ἐν τῷ ὑποστρέφειν αὐτοὺς
ὑπέμεινεν Ἰησοῦς ὁ παῖς
ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνω
Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ. |
43
Ὅταν δὲ ἐτελείωσαν αἱ ἡμέραι
τῆς ἐκεῖ παραμονῆς των, καθὼς
ἐγύριζαν πρὸς τὴν Ναζαρέτ, ἀπέμεινε
τὸ παιδίον Ἰησοῦς εἰς τὴν
Ἱερουσαλὴμ καὶ δὲν ἀντελήφθησαν
τοῦτο ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ μητέρα
αὐτοῦ. |
43
Καὶ ὅταν συνεπλήρωσαν τὰς ἡμέρας τῆς
παραμονῆς των εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ
ἐγύριζαν αὐτοὶ εἰς τὴν πατρίδα
των, ὁ παῖς Ἰησοῦς ἔμεινεν ὀπίσω
εἰς Ἱερουσαλήμ. Καὶ δὲν ἀντελήφθησαν
τοῦτο ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ μητέρα
τοῦ παιδίου. |
44
Νομίσαντες δὲ αὐτὸν ἐν τῇ
συνοδίᾳ εἶναι ἦλθον ἡμέρας
ὁδὸν καὶ ἀνεζήτουν αὐτὸν
ἐν τοῖς συγγενέσι καὶ ἐν τοῖς
γνωστοῖς· |
44
Ἐπειδὴ δὲ ἐνόμισαν ὅτι
ἦτο εἰς τὴν συνοδείαν των προσκυνητῶν,
ἐπροχώρησαν μιᾶς ἡμέρας δρόμον
μεταξὺ τῶν συγγενῶν καὶ τῶν
γνωστῶν. |
44
Ἐπειδὴ δὲ τὸν ἐνόμισαν, ὅτι
ἦτο εἰς τὸ καραβάνι τῶν προσκυνητῶν,
ἐπροχώρησαν μιᾶς ἡμέρας δρόμον. Καὶ
τὸ ἑσπέρας ἐζήτουν νὰ τὸν εὕρουν
μεταξὺ τῶν συγγενῶν καὶ γνωστῶν.
|
45
καὶ μὴ εὑρόντες αὐτὸν
ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ζητοῦντες
αὐτόν. |
45
Ἐπειδὴ δὲ τὸν εὐρῆκαν,
ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
ἀναζητοῦντες αὐτὸν καθ' ὁδόν,
μήπως ἦτο μεταξὺ τῶν ἐρχομένων
προσκυνητῶν. |
45
Καὶ ἐπειδὴ δὲν τὸν εὗρον,
ἐγύρισαν ὀπίσω εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
καὶ εἰς τὸν δρόμον ἐζητοῦσαν
νὰ τὸν εὕρουν ἐρωτῶντες καὶ
τοὺς προσκυνητάς, τοὺς ὁποίους συνήντων. |
46
Καὶ ἐγένετο μεθ' ἡμέρας τρεῖς
εὗρον αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ
καθεζόμενον ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων
καὶ ἀκούοντα αὐτῶν καὶ
ἐπερωτῶντα αὐτούς· |
46
Καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν εἰς τὴν
Ἱερουσαλήμ, εὐρῆκαν αὐτὸν
ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρας
νὰ κάθεται εἰς τὴν αὐλὴν
τοῦ ναοῦ, ἐν μέσῳ τῶν
διδασκάλων, νὰ τοὺς ἀκούῃ
καὶ νὰ τοὺς ἐρωτᾷ διὰ
σπουδαῖα καὶ ὑψηλὰ ζητήματα,
ἀσυνήθη διὰ τὴν παιδικήν του
ἡλικίαν. |
46
Καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ
μετὰ τρεῖς ἡμέρας, ἀφ’ ὅτου
εἶχον ἀναχωρήσει ἐκεῖθεν χωρὶς
τὸν Ἰησοῦν, συνέβη νὰ τὸν εὕρουν
εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ
ναοῦ νὰ κάθεται ἐν μέσῳ τῶν
διδασκάλων καὶ νὰ ἀκούῃ αὐτοὺς
καὶ νὰ τοὺς ἐρωτᾷ διὰ
σπουδαία ζητήματα, ἀσυνήθη διὰ τὴν ἡλικίαν
του. |
47
ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες
αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συνέσει καὶ
ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ. |
47
Καὶ ὅλοι ὅσοι τὸν ἤκουαν, ἐθαύμαζαν
διὰ τὴν μοναδικὴν νοημοσύνην καὶ
τὰς ἀπαντήσεις του. |
47
Καὶ ἠπόρουν καὶ ἐθαύμαζαν ὅλοι
ὅσοι τὸν ἤκουαν διὰ τὴν ἐξαιρετικὴν
νοημοσύνην καὶ διὰ τὰς ἀπαντήσεις,
ποὺ ἔδιδε. |
48
Καὶ ἰδόντες αὐτὸν ἐξεπλάγησαν,
καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ
αὐτοῦ εἶπε· τέκνον, τί
ἐποίησας ἡμῖν οὕτως; Ἰδοὺ
ὁ πατήρ σου κἀγὼ ὀδυνώμενοι
ἐζητοῦμέν σε. |
48
Καὶ ὅταν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ
Μαρία τὸν εἶδαν, κατελήφθησαν ἀπὸ
ἔκπληξιν καὶ ἡ μητέρα του εἶπε
πρὸς αὐτόν· <παιδί μου,τί
εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔκαμες
καὶ ἔμεινες ὀπίσω; Ἰδοὺ
ὁ πατέρας σου καὶ ἐγὼ μὲ
πόνον καὶ μεγάλην ἀνησυχίαν
σὲ ἀναζητούσαμε>. |
48
Καὶ ὅταν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ
Μαρία τὸν εἶδαν, κατελήφθησαν ἀπὸ
ἔκπληξιν, διότι διὰ πρώτην φορὰν ὁ
μικρὸς Ἰησοῦς παρουσιάζεται μὴ σκεπτόμενος
τὴν ἀνησυχίαν, ποὺ θὰ τοὺς ἐπροκάλει
ἡ καθυστέρησις αὐτή. Καὶ ἡ μητέρα
του εἶπε πρὸς αὐτόν· Παιδί μου, διατὶ
μᾶς ἔκαμες ἔτσι καὶ ἔμεινες
ὀπίσω; Ἰδοὺ ὁ πατήρ σου καὶ
ἐγὼ μὲ πόνον καὶ λαχτάραν σὲ
ἐζητούσαμεν. |
49
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τί
ὅτι ἐζητεῖτέ μέ; Οὐκ ᾔδειτε
ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ
εἶναί με; |
49
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· <διατὶ
μὲ ἐζητούσατε; Δὲν ἐγνωρίζατε
ὅτι εἰς τὸν οἶκον τοῦ Πατρός
μου πρέπει νὰ εἶμαι;> (Ὑπενθύμισε
εἰς αὐτοὺς ὅτι πατὴρ του δὲνἦτο
ὁ Ἰωσήφ, ἀλλ' ὁ Θεός,
τοῦ ὁποίου ὁ ναὸς ἦτο
ὁ οἶκος του). |
49
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Διατὶ
ἐζητεῖτε νὰ μὲ εὕρετε; Δὲν
ἠξεύρατε, ὅτι εἰς τὰ οἰκήματα
τοῦ πατρός μου πρέπει νὰ εἶμαι; Δὲν
ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ἀνησυχῆτε,
οὔτε ὑπῆρχε λόγος νὰ μὲ ἀναζητῆτε
ὡς χαμένον. |
50
Καὶ αὐτοὶ οὐ συνῆκαν τὸ
ρῆμα ὃ ἐλάλησεν αὐτοῖς. |
50
Καὶ αὐτοὶ δὲν ἐνόησαν
τὸν λόγον, ποὺ τοὺς εἶπε, διότι
δὲν ἠμποροῦσαν νὰ εἰσχωρήσουν
εἰς τὸ μέγα μυστήριον τῆς ἐνανθρωπήσεως
τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
|
50
Καὶ αὐτοὶ δὲν ἐκατάλαβαν τὸν
λόγον αὐτόν, ποὺ τοὺς εἶπε, διότι
δὲν ἤξευραν ἀκόμη, ὅτι ὁ Ἰησοῦς
ἦτο καὶ φυσικὸς Υἱὸς τοῦ
Θεοῦ καὶ συνεπῶς ἐδικαιοῦτο
νὰ ἀποκαλέσῃ τὸν Ναὸν πατρικὴν
κατοικίαν του. |
51
Καὶ κατέβη μετ' αὐτῶν καὶ ἦλθεν
εἰς Ναζαρέτ, καὶ ἦν ὑποτασσόμενος
αὐτοῖς· καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ
διετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα
ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς.
|
51
Καὶ ὁ Ἰησοῦς κατέβηκε μαζῆ
των ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα εἰς
τὴν Ναζαρὲτ καὶ ὑπήκουεν εἰς
αὐτοὺς κατὰ πάντα. Καὶ ἡ
μητέρα του διατηροῦσε ὅλα τὰ λόγια
καὶ τὰ συμβάντα αὐτὰ εἰς
τὴν καρδίαν της καὶ εἰς τὴν
μνήμην της. |
51
Καὶ κατέβη μαζί τους ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα
καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ. Καὶ ἐξηκολούθει
ὡς εὐπειθὴς υἱὸς νὰ ὑποτάσσεται
εἰς αὐτούς. Καὶ ἡ μητέρα του διετήρει
τὰ λόγια καὶ τὰ συμβάντα αὐτὰ
εἰς τὴν μνήμην της, βαθεῖα χαραγμένα εἰς
τὴν καρδίαν της. |
52
Καὶ Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ
καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι
παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις.
|
52
Καὶ ὁ Ἰησοῦς προώδευε συνεχῶς
κατὰ τὴν σοφίαν καὶ κατὰ τὴν
αὔξησιν τοῦ σώματος καὶ κατὰ
τὴν χάριν, ποὺ ἐλάμβανε ὁλονὲν
καὶ πλουσιωτέραν ἀπὸ τὸν Θεὸν
καὶ κατὰ τὴν ἐκτίμησιν καὶ
τὸν θαυμασμόν, ποὺ ἀπελάμβανε
ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων διὰ
τὰ πολλὰ καὶ θεῖα χαρτίσματά
του. |
52
Καὶ ὁ Ἰησοῦς βαθμηδὸν προώδευε
κατὰ τὴν σοφίαν καὶ κατὰ τὴν
αὔξηση τοῦ σώματος καὶ κατὰ τὴν
χάριν τόσον παρὰ τῷ Θεῷ, ὁ ὁποῖος
ὁλονὲν ἐξεδήλωνε πλουσιώτερον τὴν
εὔνοιάν του εἰς αὐτὸν καὶ κατὰ
τὸ μέτρον τῆς σωματικῆς καὶ πνευματικῆς
αὐξήσεως καὶ ἀναπτύξεως τοῦ Ἰησοῦ
ἐξέχυνεν ἐπὶ τὴν ἀνθρωπίνην
φύσιν του πλουσιωτέραν τὴν ἐνίσχυσίν του καὶ
τὴν εὐλογίαν του, ὅσον καὶ παρὰ
τοῖς ἀνθρώποις, οἱ ὁποῖοι ἀνεύρισκον
ἐν αὐτῷ ὁλονὲν καὶ περισσότερον
ἔκτακτα καὶ ἀσυνήθη χαρίσματα σοφίας καὶ
καλοσύνης καὶ ἀρετῆς. |