Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
γένετο
δὲ ἐν σαββάτω δευτεροπρώτῳ διαπορεύεσθαι
αὐτῶν διὰ τῶν σπορίμων·
καὶ ἔτιλλον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
τοὺς στάχυας καὶ ἤσθιον ψώχοντες
ταῖς χερσί. |
ατὰ
τὸ δεύτερον Σάββατον, ἔπειτα ἀπὸ
τὸ πρῶτον Σάββατον τῆς ἑορτῆς
τοῦ Πάσχα, ἐπερνοῦσε ὁ Ἰησοῦς
διὰ μέσου τῶν σπαρμένων ἀγρῶν
καὶ οἱ μαθηταὶ ἔκοβαν τὰ στάχυα,
τὰ ἔτριβον μὲ τὰ χέρια των καὶ
ἔτρωγαν τοὺς κόκκους.
|
ατὰ
δὲ τὸ Σάββατον τὸ πρῶτον τοῦ
μηνὸς Νισάν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον
ἤρχιζε τὸ νέον ἔτος, καὶ τὸ
ὁποῖον Σάββατον ἦτο ἡ δευτέρα ἑορτὴ
μετὰ τὸν ἐορτασμὸν τῆς ἀρχιμηνιᾶς
καὶ πρωτοχρονιᾶς τοῦ ἰουδαϊκοῦ
ἔτους, συνέβη νὰ περνα ὁ Ἰησοῦς
διὰ μέσου τῶν σπαρμένων χωραφιῶν. Καὶ
ἐμαδοῦσαν οἱ μαθηταί του τὰ στάχυα
καὶ τρίβοντες αὐτὰ μὲ τὰ χέρια
ἔτρωγον τὸν καρπόν. |
2
Τινὲς δὲ τῶν Φαρισαίων εἶπον
αὐτοῖς· τί ποιεῖτε ὃ οὐκ
ἔξεστι ποιεῖν ἐν τοῖς σάββασι;
|
2
Μερικοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους
τοὺς εἶπαν· <διατὶ κάνετε
αὐτὸ τὸ ὁποῖον, ὡς ἐργασία
ποὺ εἶναι, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ
τὸ κάνετε κατὰ τὴν ἡμέραν
τοῦ Σαββάτου;> |
2
Μερικοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους
τοὺς εἶπαν· Διατὶ κάνετε αὐτό,
ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὸ κάμωμεν
κατὰ τὸ Σάββατον, κατὰ τὸ ὁποῖον
μᾶς ἀπαγορεύεται κάθε εἶδος ἐργασίας;
|
3
Καὶ ἀποκριθεὶς πρὸς αὐτοὺς
εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· οὐδὲ
τοῦτο ἀνέγνωτε ὃ ἐποίησε
Δαυῒδ ὁπότε ἐπείνασεν αὐτὸς
καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ ὄντες;
|
3
Καὶ ἀποκριθεὶς πρὸς αὐτοὺς
ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· <δὲν
ἔχετε ἀναγνώσει οὔτε κἂν καὶ
τοῦτο, ποὺ εἶχε κάμει ὁ Δαυΐδ,
ὅταν ἐπείνασε αὐτὸς καὶ
ἐκεῖνοι ποῦ ἦσαν μαζῆ του;
|
3
Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη
καὶ εἶπε· Δὲν ἀνεγνώσατε οὔτε
κὰν ἐκεῖνο, ποὺ ἔκαμεν ὁ
ἔνδοξός σας βασιλεὺς Δαβίδ, ὅταν πείνασεν
αὐτὸς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ
ἦταν μαζί του; |
4
Ὡς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον
τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἄρτους τῆς
προθέσεως ἔλαβε καὶ ἔφαγε, καὶ
ἔδωκε καὶ τοῖς μετ' αὐτοῦ, οὓς
οὐκ ἔξεστι φαγεῖν εἰ μὴ μόνους
τοὺς ἱερεῖς; |
4
Ὅτι δηλαδὴ εἰσῆλθε εἰς τὸν
οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἐπῆρε τοὺς
ἄρτους τῆς προθέσεως, ἔφαγε καὶ
αὐτὸς καὶ ἔδωκε καὶ εἰς
ἐκείνους ποὺ εἶχε μαζῆ του;
Αὐτοὺς δὲ τοὺς ἄρτους, ὅπως
γνωρίζετε, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ
τοὺς φάγῃ κανεὶς ἄλλος, εἰ
μὴ μόνο οἱ ἱερεῖς. (Καὶ
ὅμως τὴν πρᾶξιν αὐτὴν τοῦ
Δαυΐδ, βαρυτέραν ἀπὸ αὐτὴν
ποὺ κάνουν τώρα οἱ μαθηταί μου,
οὔτε ὁ Θεὸς οὔτε καὶ σεῖς
βέβαια τὴν καταδικάζετε)>.
|
4
Πῶς δηλαδὴ ἐμβῆκεν εἰς τὸν
οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπῆρε
τοὺς ἄρτους, ποὺ ἦσαν βαλμένοι ὡς
θυσία εἰς τὸν Θεὸν ἐπάνω εἰς
τὴν τράπεζαν τῆς σκηνῆς, καὶ ἔφαγε
καὶ ἔδωκε καὶ εἰς ἐκείνους ποὺ
ἦσαν μαζί του; Αὐτοὺς δὲ τοὺς
ἄρτους δὲν ἐπιτρέπεται να τοὺς φάγῃ
κανεὶς ἄλλος παρὰ μόνοι οἱ ἱερεῖς.
Καὶ ὅμως εἰς τὴν περίστασιν ἐκείνην
οὔτε ὁ Θεὸς ὠργίσθη, οὔτε ἡ
Γραφὴ ἀπεδοκίμασε τὴν πρᾶξιν αὐτήν.
Ἀλλ’ οὔτε καὶ σεῖς κατακρίνεται τὸν
Δαβίδ, μολονότι αὐτὸ ποὺ ἔκαμεν εἶναι
πολὺ περισσότερον ἀπὸ ἐκεῖνο,
ποὺ κάνουν τώρα οἱ μαθηταί μου. |
5
Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι κύριός
ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
καὶ τοῦ σαββάτου.
|
5
Καὶ ἔλεγεν ἐν συμπεράσματι εἰς
αὐτούς, ὅτι <ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου εἶναι Κύριος καὶ
τοῦ Σαββάτου καὶ μὲ τὴν θείαν
του ἐξουσίαν ἔχει τὸ δικαίωμα
νὰ τροποποιῇ καὶ νὰ λαμπρύνῃ
τὸν δεσμὸν αὐτόν>.
|
5
Καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς· ὁ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι
ὁ τέλειος ἄνθρωπος καὶ δὲν ἔχει
ἀνάγκην νὰ παιδαγωγηθῇ ἀπὸ τὸ
θεσμὸν τοῦ Σαββάτου, ὡς Θεὸς δὲ
ἔχει ὁρίσει αὐτὸς τὸν θεσμὸν
τοῦτον, εἶναι κύριος τοῦ Σαββάτου καὶ
ἔχει ἐξουσίαν κι νὰ τροποποιήσῃ ἀκόμη
τὸν θεσμὸν τοῦτον. Ὅ,τι δὲ ἔκαμαν
τώρα οἱ μαθηταί, τὸ ἔκαμαν μὲ τὴν
σιωπηρὰν συγκατάθεσιν τοῦ Διδασκάλου των, ποὺ
εἶναι κύριος τοῦ Σαββάτου. |
6
Ἐγένετο δὲ καὶ ἐν ἑτέρῳ
σαββάτῳ εἰσελθεῖν αὐτὸν
εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ διδάσκειν·
καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρωπος, καὶ
ἡ χεὶρ αὐτοῦ ἡ δεξιὰ ἦν
ξηρά. |
6
Συνέβη δὲ καὶ κάποιο ἄλλο Σάββατον
νὰ εἰσέλθῃ αὐτὸς εἰς
τὴν συναγωγὴν καὶ νὰ διδάσκῃ.
Εὑρίσκετο δὲ ἐκεῖ καὶ
ἔνας ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου τὸ
δεξὶ χέρι ἦτο ἀκίνητον καὶ
ξηρόν. |
6
Συνέβη δὲ καὶ κατ’ ἄλλο Σάββατον νὰ
εἰσέλθῃ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν
συναγωγὴν καὶ νὰ διδάσκῃ εἰς
αὐτήν. Καὶ παρευρίσκετο ἐκεῖ ἄνθρωπος,
τοῦ ὁποίου τὸ δεξιὸν χέρι ἦτο
ξηρὸν καὶ ἀκίνητον. |
7
Παρετήρουν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ
οἱ Φαρισαῖοι εἰ ἐν τῷ σαββάτῳ
θεραπεύσει, ἵνα εὕρωσι κατηγορίαν
αὐτοῦ. |
7
Τὸν κατεσκόπευον δὲ οἱ γραμματεῖς
καὶ Φαρισαῖοι, ἐὰν κατὰ τὸ
Σάββατον θὰ θεραπεύσῃ αὐτόν,
διὰ νὰ εὔρουν ἀφορμὴ κατηγορίας
ἐνάντιον του. |
7
Τὸν παρεφύλαττον δὲ καὶ τὸν παρηκολούθουν
προσεκτικὰ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ
Φαρισαῖοι, ἐὰν θὰ θεραπεύσῃ
τὸν πάσχοντα κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ
Σαββάτου διὰ νὰ εὕρουν κατηγορία ἐναντίον
του, ὅτι κατέλυε τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου.
|
8
Αὐτὸς δὲ ᾔδει τοὺς διαλογισμοὺς
αὐτῶν, καὶ εἶπε τῷ ἀνθρώπῳ
τῷ ξηρὰν ἔχοντι τὴν χεῖρα·
ἔγειρε καὶ στῆθι εἰς τὸ μέσον·
ὁ δὲ ἀναστὰς ἔστη.
|
8
Αὐτὸς δὲ ὡς παντογνώστης ἐγνώριζε
πολὺ καλὰ τοὺς διαλογισμούς των καὶ
εἶπε εἰς τὸν ἄνθρωπον, ποὺ εἶχε
τὸ ξηρὸν χέρι· <σήκω ὀρθὸς
καὶ στάσου εἰς τὸ μέσον τῆς
συναγωγῆς>. Ἐκεῖνος δὲ ἐσηκώθη
καὶ ἐστάθη. |
8
Αὐτὸς ὅμως ὡς καρδιογνώστης ἐγνώριζε
τοὺς διαλογισμού των. Καὶ εἶπεν εἰς
τὸν ἄνθρωπον, ποὺ εἶχε τὸ ξηρὸν
καὶ ἀκίνητοτον χέρι· Σήκω καὶ στάσου
εἰς τὸ μέσον τῆς συναγωγῆς. Ἐκεῖνος
δὲ ἐσηκώθη καὶ ἐστάθη.
|
9
Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς
αὐτούς· ἐπερωτήσω ὑμᾶς
τί ἔξεστι τοῖς σάββασιν, ἀγαθοποιῆσαι
ἢ κακοποιῆσαι, ψυχὴν σῶσαι ἢ
ἀποκτεῖναι; |
9
Εἶπε τότε πρὸς τοὺς Φαρισαίους
ὁ Ἰησοῦς· <θὰ σᾶς ἐρωτήσω,
τί ἐπιτρέπεται νὰ κάμῃ
κανεὶς τὰς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου·
νὰ κάμῃ τὸ καλὸν ἢ νὰ
κάμῃ τὸ κακόν; Νὰ σώσῃ
μίαν ζωήν ποὺ κινδυνεύει ἢ νὰ
ἀδιαφορήσῃ καὶ νὰ γίνῃ
αἰτία τοῦ θανάτου ἑνὸς
ἀνθρώπου;> |
9
Εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς πρὸς
αὐτούς· θὰ σᾶς ἐρωτήσω, τί εἶναι
ἐπιτετραμμένον κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ
Σαββάτου νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος·
εἶναι ἐπιτετραμμένον νὰ κάνῃ καλὸν
ἢ ἠμπορεῖ να παραλείψῃ τὴν εὐεργεσίαν
τοῦ πλησίον καὶ ἔτσι νὰ γίνῃ
αἴτιος βλάβης καὶ κακοῦ εἰς αὐτόν;
Ἐπιβάλλεται κατὰ τὸ Σάββατον νὰ σώσῃ
τὴν ζωὴν τοῦ πλησίον, ἢ ἐπιτρέπεται
νὰ μὴ τὸν βοηθήσῃ κινδυνεύοντα καὶ
ἔτσι ἐμμέσως νὰ τὸν θανατώσῃ;
Βέβαια ἠθικῶς ἐπιτετραμμένον, ἀλλὰ
καὶ ἐπιβεβλημένον καὶ κατ’ αὐτὴν
τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου εἶναι νὰ
κάνῃ ὁ καθένας μας καλὸν καὶ νὰ
σώσῃ τὴν ζωὴν τοῦ πλησίον.
|
10
Καὶ περιβλεψάμενος πάντας αὐτοὺς
εἶπεν αὐτῷ· ἔκτεινον τὴν
χεῖρά σου. Ὁ δὲ ἐποίησε,
καὶ ἀποκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ
ὡς ἡ ἄλλη. |
10
Καὶ ἀφοῦ περιέφερε γύρω τὸ
βλέμμα του πρὸς ὅλους (μήπως τυχὸν
καὶ κανεὶς ἀπαντήσῃ) εἶπεν
εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον·
ἄπλωσε τὸ χέρι σου>. Ἐκεῖνος
ἔκαμε ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ Κύριος
καὶ ἀμέσως τὸ χέρι του ἔγινε
ἐντελῶς ὑγιές, ὅπως καὶ
τὸ ἄλλο. |
10
Καὶ ἀφοῦ ἐκύτταξε τριγύρω ὅλους
αὐτοὺς περιμένων νὰ τοῦ ἀπαντήσουν,
εἶπεν εἰς τὸν ἀσθενῆ· Ἐξάπλωσε
τὴν χεῖρα σου. Αὐτὸς δὲ μολονότι
ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν του ἠμποδίζετο
νὰ πράξῃ τοῦτο, ὅμως φανερώνων τὴν
πίστιν του κατέβαλε προσπάθειαν καὶ ἔκαμεν ὅπως
τοῦ παρήγγειλεν ὁ Κύριος. Καὶ ἔγινε
πάλιν ὑγιὲς τὸ χέρι του σὰν τὸ
ἄλλο. |
11
Αὐτοὶ δὲ ἐπλήσθησαν ἀνοίας,
καὶ διελάλουν πρὸς ἀλλήλους
τί ἂν ποιήσειαν τῷ Ἰησοῦ.
|
11
Αὐτοὶ δὲ ἐκυριεύθησαν ἀπὸ
σκοτισμὸν τοῦ νοῦ καὶ πώρωσιν
τῆς καρδίας καὶ συζητοῦσαν ἐντόνως
μεταξύ τους, τί θὰ μποροῦσαν νὰ
κάνουν ἐνάντιον τοῦ Ἰησοῦ.
|
11
Αὐτοὶ δὲ ἐκυριεύθησαν ἀπὸ
τρελλὸν σκοτισμὸν τοῦ νοῦ καὶ
συνωμίλουν μεταξύ των, τί θὰ μποροῦσαν νὰ
κάμουν εἰς τὸν Ἰησοῦν πρὸς τιμωρίαν
τῆς κατὰ τὸ Σάββατον θεραπείας. |
12
Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις
ταύταις ἐξῆλθεν εἰς τὸ ὅρος
προσεύξασθαι καὶ ἦν διανυκτευρεύων
ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ Θεοῦ.
|
12
Κατὰ τὰς ἡμέρας δὲ αὐτὰς
ἐβγῆκεν ὁ Κύριος εἰς τὸ
ὅρος νὰ προσευχηθῇ καὶ διενυκτέρευσε
προσευχόμενος πρὸς τὸν Θεόν.
|
12
Συνέβη δὲ κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας νὰ
βγῆ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ὅρος
διὰ νὰ προσευχηθῇ. Καὶ ἐπέρασε
τὴν νύκτα ὁλόκληρον ἐν τῇ προσευχῇ
πρὸς τὸν Θεόν. |
13
Καὶ ὅτε ἐγένετο ἡμέρα,
προσεφώνησε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ,
καὶ ἐκλεξάμενος ἀπ' αὐτῶν
δώδεκα, οὓς καὶ ἀποστόλους ὠνόμασε,
|
13
Καὶ ὅταν ἔγινε ἡμέρα ἐκάλεσε
κοντά του τοὺς μαθητάς του καὶ ἐξέλεξε
ἀπὸ αὐτοὺς δώδεκα, τοὺς
ὁποίους ὠνόμασε καὶ Ἀποστόλους.
|
13
Καὶ ὅταν ἔγινεν ἡμέρα, ἐφώναξε
πλησίον του τοὺς μαθητάς του καὶ ἐξέλεξεν
ἀπὸ αὐτοὺς δώδεκα, τοὺς ὁποίους
καὶ ὠνόμασεν Ἀποστόλους.
|
14
Σίμωνα, ὃν καὶ ὠνόμασε Πέτρον,
καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ, Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην,
Φίλιππον καὶ Βαρθολομαῖον, |
14
Δηλαδὴ τὸν Σίμωνα, τὸν ὁποῖον
ὠνόμασε Πέτρον, καὶ τὸν Ἀνδρέα
τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, τὸν
Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην,
τὸν Φίλιππον καὶ τὸν Βαρθολομαῖον,
|
14
Ἐξέλεξε δηλαδὴ τὸν Σίμωνα, εἰς τὸν
ὁποῖον ἔδωσε τὸ ὄνομα Πέτρος,
καὶ τὸν Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφόν
του· τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην,
τὸν Φίλιππον καὶ τὸν Βαρθολομαῖον·
|
15
Ματθαῖον καὶ Θωμᾶν, Ἰάκωβον
τὸν τοῦ Ἀλφαίου καὶ Σίμωνα
τὸν καλούμενον Ζηλωτήν, |
15
τὸν Ματθαῖον καὶ τὸν Θωμᾶν,
τὸν Ἰάκωβον, τὸν υἱὸν
τοῦ Ἀλφαίου καὶ Σίμωνα τὸν
ὀνομαζόμενον Ζηλωτήν, |
15
τὸν Ματθαῖον καὶ τὸν Θωμᾶν,
τὸν Ἰάκωβον τὸν υἱὸν τοῦ
Ἀλφαίου καὶ τὸν Σίμωνα, ποὺ τὸν
ἔλεγαν ζηλωτήν· |
16
Ἰούδαν Ἰακώβου καὶ Ἰούδαν
Ἰσκαριώτην, ὃς καὶ ἐγένετο
προδότης, |
16
Ἰούδαν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰακώβου
καὶ Ἰούδαν τὸν Ἰσκαριώτην,
ὁ ὁποῖος κατόπιν ἔγινε προδότης.
|
16
τὸν Ἰούδαν τὸν υἱὸν τοῦ
Ἰακώβου καὶ τὸν Ἰούδαν τὸν Ἰσκαριώτην,
ὁ ὁποῖος καὶ ἔγινε εἰς
τὸ τέλος προδότης. |
17
καὶ καταβὰς μετ' αὐτῶν ἔστη
ἐπὶ τόπου πεδινοῦ, καὶ ὄχλος
μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ πλῆθος πολὺ
τοῦ λαοῦ ἀπὸ πάσης της Ἰουδαίας
καὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς παραλίου
Τύρου καὶ Σιδῶνος, οἳ ἦλθον
ἀκοῦσαι αὐτοῦ καὶ ἰαθῆναι
ἀπὸ τῶν νόσων αὐτῶν,
|
17
Καὶ ὅταν κατέβηκε μαζῆ μὲ αὐτοὺς
ἀπὸ τὸ ὅρος ἐστάθηκε εἰς
τὰς ὑπωρείας τοῦ ὅρους, ὅπου
ἤρχιζε ἡ πεδιάς. Καὶ ἐκεῖ
εἶχε συγκεντρωθῆ πλῆθος ἀπὸ
μαθητὰς καὶ λαὸς πολὺς ἀπὸ
ὅλην τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν
Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀπὸ τὰ
παράλια Τύρου καὶ Σιδῶνος, οἱ
ὁποῖοι ἦλθαν νὰ
τὸν ἀκούσουν καὶ νὰ θεραπευθοῦν
ἀπὸ τὰς ἀσθενείας των.
|
17
Καὶ ὅταν κατέβη μαζὶ μὲ αὐτοὺς
ἀπὸ τὸ ὅρος, ἐστάθη εἰς
κάποιαν πεδιάδα. Καὶ εἶχε μαζευθῆ ἐκεῖ
πλῆθος ἀπὸ μαθητάς του καὶ λαὸς
πολὺς ἀπὸ ὅλην τὴν Ἰουδαίαν
καὶ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ
καὶ ἀπὸ τὴν παραλίαν τῆς Τύρου
καὶ τῆς Σιδῶνος, οἱ ὁποῖοι
ἦλθον διὰ νὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλίαν
του καὶ διὰ νὰ ἰατρευθοῦν ἀπὸ
τὰς ἀσθενείας των. |
18
καὶ οἱ ὀχλούμενοι ἀπὸ
πνευμάτων ἀκαθάρτων, καὶ ἐθεραπεύοντο·
|
18
Εἶχαν ἔλθει δὲ ἐκεῖ καὶ
πολλοί, ποὺ ἐταλαιπωροῦντο ἀπὸ
ἀκάθαρτα πνεύματα καὶ οἱ ὁποῖοι
μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ ἐθεραπεύοντο.
|
18
Ἦσαν δὲ ἐκεῖ καὶ πολλοί, ποὺ
ἠνοχλοῦντο ἀπὸ πνεύματα ἀκάθαρτα.
Καὶ ἐθεραπεύοντο. |
19
καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτει
ἅπτεσθαι αὐτοῦ, ὅτι δύναμις
παρ' αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο
πάντας. |
19
Καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἐζητοῦσε
νὰ τὸν ἐγγίσῃ, διότι θεία
δύναμις ἔβγαινε ἀπὸ αὐτὸν
καὶ ἐθεράπευεν ὅλους, ὅσοι εἶχαν
πίστιν εἰς αὐτόν.
|
19
Καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἐζήτει νὰ
τὸν ἐγγίσῃ· διότι ὡς Θεάνθρωπος
ἦτο πηγὴ χάριτος καὶ δυνάμεως καὶ
δὲν εἶχεν ἀνάγκην νὰ δανεισθῇ
ἀπὸ ἄλλον ταῦτα καὶ ἡ
δύναμις αύτή, ποὺ ἔβγαινεν ἀπὸ ἐπάνω
του, ἰάτρευεν ὅλους. |
20
Καὶ αὐτὸς ἐπάρας τοὺς
ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τοὺς
μαθητὰς αὐτοῦ ἔλεγε· μακάριοι
οἱ πτωχοί, ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν
ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
|
20
Καὶ αὐτός, ἀφοῦ ἐσήκωσε
τὰ μάτια του πρὸς τοὺς μαθητάς,
ἔλεγε· <μακάριοι εἶσθε σεῖς
οἱ πτωχοί, ποὺ δὲν ἔχετε δώσει
τὴν καρδία σας εἰς τὰ πλούτη,
ἀλλὰ στηρίζετε τὰς ἐλπίδας
σας στὸν Θεόν, διότι ἰδική σας
εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
|
20
Καὶ αὐτός, ἀφοῦ ἐσήκωσε τὰ
μάτια του καὶ τὰ προσήλωσεν εἰς τοὺς
μαθητάς του, ἔλεγε· Πανευτυχεῖς καὶ
μακάριοι εἶσθε σεῖς οἱ πτωχοί, ποὺ
δὲν ξιππάζεσθε ἀπὸ τὰ πλούτη,
ἀλλὰ ἑξαρτᾶτε ταπεινῶς τὸν
ἑαυτόν σας ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ
ἔχετε στηριγμένην τὴν ἐλπίδα σας εἰς
τὴν πρόνοιάν του. Καὶ εἶσθε μακάριοι, διότι
εἶναι ἰδική σας ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
|
21
Μακάριοι οἱ πεινῶντες νῦν, ὅτι
χορτασήσεσθε. Μακάριοι οἱ κλαίοντες
νῦν, ὅτι γελάσετε. |
21
Μακάριοι εἶσθε σεῖς, ποὺ πεινᾶτε
καὶ στερεῖσθε, χωρὶς νὰ γογγύζετε,
διότι θὰ χορτασθῆτε μὲ τὰς ἀνεκτιμήτους
δωρεὰς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Μακάριοι εἶσθε σεῖς, ποὺ κλαίετε
διὰ τὰς ἁμαρτήματά σας καὶ
διὰ τὰς ἄλλας θλίψεις, τὰς ὁποίας
ὑπομένετε, διότι θὰ χαρῆτε καὶ
θὰ γελάσετε. |
21
Μακάριοι εἶσθε σεῖς, ποὺ πεινᾶτε τώρα
καὶ ὑπομένετε καρτερικῶς καὶ χωρὶς
νὰ γογγύζετε τὰς στερήσεις καὶ τὰς
ἀνάγκας τῆς πτωχείας, διότι θὰ χορτασθῆτε
μὲ τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ τῆς
οὐρανίου βασιλείας. Μακάριοι εἶσθε σεῖς,
ποὺ κλαίετε τώρα διὰ τὰ ἁμαρτήματά
σας καὶ διὰ τὰς δοκιμασίας, ποὺ δέχεσθε
μὲ εὐγνωμοσύνην ἀπὸ τὸν Θεόν,
ὁ ὁποῖος δι’ αὐτῶν σᾶς
παιδαγωγεῖ, διότι θὰ γελάσετε καὶ θὰ
χαρῆτε κατὰ τὴν μέλλουσαν ζωήν.
|
22
Μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν
ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν
ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσι
καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν
ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ
τοῦ ἀνθρώπου. |
22
Μακάριοι εἶσθε ὅταν σᾶς μισήσουν
οἱ ἄνθρωποι καὶ ὅταν διακόψουν
κάθε σχέσιν μὲ σᾶς καὶ σᾶς
ἀπομονώσουν καὶ σᾶς ὑβρίσουν
καὶ διαβάλουν τὸ ὄνομά σας ὡς
πονηρὸν καὶ κακόν, κάμουν δὲ
ὅλα αὐτά, διότι εἶσθε πιστοὶ
μαθηταὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
|
22
Μακάριοι εἶσθε, ὅταν σᾶς μισήσουν οἱ
ἄνθρωποι καὶ ὅταν σᾶς ἀφορίσουν
καὶ διακόψουν κάθε θρησκευτικὴν καὶ κοινωνικὴν
σχέσιν μαζί σας καὶ ὅταν σᾶς ὑβρίσουν
καὶ ὅταν βγάλουν τὸ ὄνομά σας ὡς
κακὸν καὶ σᾶς διαπομπεύσουν, ὅλα δὲ
αὐτὰ σᾶς τὰ κάμουν, ἐπειδὴ
εἶσθε μαθηταὶ καὶ πιστοὶ ἀκόλουθοι
τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
|
23
Χάρητε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ
καὶ σκιρτήσατε· ἰδοὺ γὰρ
ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν
τῷ οὐρανῷ· κατὰ τὰ αὐτὰ
γὰρ ἐποίουν τοῖς προφήταις οἱ
πατέρες αὐτῶν.
|
23
Χαρῆτε κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην,
ποὺ θὰ ὑφίστασθε αὐτὰ
καὶ σκιρτήσατε ἀπὸ τὴν
μεγάλην χαράν. Διότι ἰδού,
ἡ ἀνταμοιβή σας θὰ εἶναι μεγάλη
καὶ ἀνεκτίμητος εἰς τὸν οὐρανόν.
Διότι τὰ ἴδια ἔκαναν οἱ πατέρες
αὐτῶν καὶ εἰς τοὺς προφήτας,
οἱ ὁποῖοι σήμερον τιμῶνται καὶ
δοξάζονται εἰς τὸν οὐρανόν.
|
23
Χαρῆτε κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν καὶ
πηδήσατε ἀπὸ τὴν μεγάλην σας χαράν. Διότι
ἰδοὺ ὁ μισθός σας καὶ ἡ ἀνταμοιβή
σας θὰ εἶναι μεγάλη εἰς τὸν οὐρανόν.
Διότι καὶ εἰς τοὺς τιμηθέντας καὶ
βραβευθέντας ἀπὸ τὸν Θεὸν προφήτας
τὰ ἴδια ἔκαναν οἱ πρόγονοι τῶν
σημερινῶν διωκτῶν σας. |
24
Πλὴν οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις,
ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν.
|
24
Πλὴν ἀλλοίμονον εἰς σᾶς τοὺς
πλουσίους, ποὺ χρησιμοποιεῖτε τὸν
πλοῦτον ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον
διὰ τὴν ἰδικήν σας καλοπέρασιν
καὶ ἀπόλαυσιν, διότι ἔχετε πλέον
πάρει τὴν παρηγορίαν καὶ τὴν
χαρὰν ἀπὸ τὸν πλοῦτον καὶ
συνεπῶς δὲν ἔχετε τὸ δικαίωμα
νὰ περιμένετε ἀμοιβὴν ἀπὸ
τὸν Θεόν. |
24
Ἀλλοίμονον ὅμως εἰς σᾶς τοὺς
πλουσίους, ποὺ χρησιμοποιεῖτε ἐγωϊστικῶς
τὸν πλοῦτον σας πρὸς ἰκανοποίησιν
τῶν σαρκικῶν σας ἀνέσεων καὶ ἀπολαύσεων.
Ἀλλοίμονόν σας, διότι ἔχετε πλήρη καὶ τελείαν
τὴν παρηγορίαν σας ἀπὸ τὸν πλοῦτον
καὶ συνεπῶς δὲν μένει νὰ ἐλπίζετε
τίποτε εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν.
|
25
Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι,
ὅτι πεινάσετε. Οὐαὶ ὑμῖν
οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε
καὶ κλαύσετε. |
25
Ἀλλοίμονον εἰς σᾶς, ποὺ εἶσθε
χορτασμένοι ἀπὸ τὰ ὑλικὰ
ἀγαθὰ καὶ τὰς ἀπολαύσεις,
διότι θὰ στερηθῆτε ἀπὸ τὰ
ἀνεκτίμητα πνευματικὰ ἀγαθὰ
καὶ θὰ πεινάσετε αἰωνίαν πεῖναν.
Ἀλλοίμονον εἰς σᾶς, ποὺ γελᾶτε
καὶ διασκεδάζετε μὲ τὰς ἁμαρτωλὰς
ἀπολαύσεις σας, διότι εἰς τὴν
μέλλουσαν ζωὴν θὰ πενθήσετε καὶ
θὰ κλαύσετε πικρά. |
25
Ἀλλοίμονον εἰς σᾶς, ποὺ εἶσθε
χορτασμένοι ἀπὸ τὰς σαρκικὰς ἀπολαύσεις
καὶ ὡς μόνον σκοπὸν τοῦ βίου σας ἐθέσατε
τὸ φάγωμεν καὶ πίωμεν· διότι θὰ στερηθῆτε
τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ εἰς τὸν
μέλλοντα βίον καὶ θὰ πεινάσετε. Καὶ σὲ
σᾶς, ποὺ ὡς μοναδικὸν σκοπὸν
τῆς ζωῆς σας ἔχετε τὴν σαρκικὴν
χαρὰν καὶ γελᾶτε τώρα ἐξ αἰτίας
τῶν διασκεδάσεων καὶ τῶν ἀπολαύσεων,
ποὺ ἔχετε ἀπὸ βίον σαρκικόν, οὐαὶ
καὶ ἀλλοίμονον, διότι εἰς τὴν μέλλουσαν
ζωὴν θὰ πενθήσετε καὶ θὰ κλαύσετε.
|
26
Οὐαὶ ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσιν
πάντες οἱ ἄνθρωποι· κατὰ τὰ
αὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς
ψευδοπροφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν.
|
26
Ἀλλοίμονον, ὅταν σᾶς ἐπαινέσουν
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδὴ ὅλους
θὰ τοὺς κολακεύετε, εἰς ὅλους
θάλετε νὰ ἀρέσετε, μὲ ὅλους
θέλετε νὰ τὰ ἔχετε καλά, καταπατοῦντες
τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ. Τὰ ἴδια
ἔκαναν (τέτοιους ἐπαίνους δηλαδὴ
ἀπέδιδαν) εἰς τοὺς ψευδοπροφήτας
καὶ οἱ πρόγονοι τῶν σημερινῶν
Ἑβραίων. |
26
Ἀλλοίμονον ὅταν σᾶς ἐπαινέσουν ὅλοι
οἱ ἄνθρωποι καὶ αὐτοὶ ἀκόμη,
ποὺ διὰ τὰς κακάς των πράξεις εἶναι
ἄξιοι ἐλέγχων. Ἀλλοίμονόν σας, διότι τὰ
ἴδια ἀκριβῶς ἔκαναν καὶ εἰς
τοὺς ψευδοπροφήτας οἱ πρόγονοι τῶν σημερινῶν
Ἰουδαίων. Τοὺς ἐπευφήμουν δηλαδὴ καὶ
τοὺς ἐπεκρότουν ὅλοι, ἐπειδὴ
ἐκεῖνοι προδιδόντες τὴν ἀλήθειαν ἐλάλουν
τὰ ἀρεστὰ εἰς αὐτοὺς καὶ
ἐκολάκευον τὰς ἀδυναμίας των.
|
27
Άλλὰ ὑμῖν λέγω τοῖς ἀκούουσιν·
ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν,
καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς,
|
27
Ἀλλὰ εἰς σᾶς, ποὺ μὲ ἀκοῦτε
μὲ καλὴν διάθεσιν, λέγω καὶ
τὰ ἐξῆς· Ἀγαπᾶτε τοὺς
ἐχθρούς σας, εὐεργετεῖτε ἐκείνους
ποὺ σᾶς μισοῦν, |
27
Εἰς σᾶς ὅμως, ποὺ μὲ ἀκούετε
καὶ ἔχετε τὴν διάθεσιν νὰ συμμορφοῦσθε
πρὸς τὴν ἀλήθειαν, ἐπειδὴ θὰ
ἀντιμετωπίσετε πολλοὺς ἐπικριτὰς καὶ
διώκτας, σᾶς λέγω νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς
ἐχθρούς σας, νὰ εὐεργετῆτε ἐκείνους
ποὺ σᾶς μισοῦν,
|
28
εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμῖν,
προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων
ὑμᾶς. |
28
εὐλογεῖτε ἐκείνους, ποὺ σᾶς
καταρῶνται, προσεύχεσθε εἰς τὸν Θεὸν
δι' ἐκείνους, ποὺ σᾶς δυσφημοῦν
καὶ σᾶς προβάλλουν καὶ σᾶς βλάπτουν.
|
28
νὰ εὔχεσθε πρὸς τὸν Θεὸν ἀγαθὰ
καὶ νὰ ἐπικαλῆσθε τὰς θείας
εὐλογίας δι’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
σᾶς καταρῶνται, καὶ νὰ προσεύχεσθε
ὑπὲρ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
σᾶς δυσφημοῦν καὶ ὁπωσδήποτε σᾶς
βλάπτουν. |
29
Τῷ τύπτοντί σε ἐπὶ τὴν
σιαγόνα πάρεχε καὶ τὴν ἄλλην,
καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντός σου
τὸ ἱμάτιον καὶ τὸν χιτῶνα
μὴ κωλύσῃς. |
29
Εἰς ἐκεῖνον ποὺ σὲ κτυπᾷ
εἰς τὴν μίαν παρειάν, πρόσφερε
καὶ τὴν ἄλλην νὰ κτυπήσῃ·
καὶ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ
σοῦ ἁρπάσῃ τὸ ἐπανωφόρι,
μὴ τὸν ἐμποδίσῃς νὰ σοῦ
πάρῃ καὶ τὸν χιτῶνα.
|
29
Εἰς ἐκεῖνον ποὺ σὲ κτυπᾷ
εἰς τὴν μίαν πλευρὰν τῆς σιαγόνος,
πρόσφερέ του καὶ τὴν ἄλλην πλευράν. Καὶ
ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ σοῦ πάρῃ
τὸ ἐπανωφόριον, μὴ τὸν ἐμποδίσῃς
νὰ πάρῃ καὶ τὸ ὑποκάμισόν σου.
(Ἡ πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπη σου δηλαδὴ
πρέπει νὰ σὲ κάνῃ ὑποχωρητικὸν
πάντοτε καὶ νὰ σὲ προθυμοποιῆ, ὅπως
παραιτῆσαι ὑπὲρ τοῦ πλησίον καὶ
ἀπὸ αὐτὰ τὰ πλέον νόμιμα δικαιώματά
σου). |
30
Παντὶ δὲ τῷ αἰτοῦντί σε
δίδου, καὶ ἀπὸ τοῦ αἴροντος
τὰ σὰ μὴ ἀπαίτει.
|
30
Σὲ καθένα ποὺ σοῦ ζητεῖ δίδε
του μὲ εἰλικρινῆ ἀγάπην καὶ
διάκρισιν καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον
ποὺ διὰ τῆς βίας σοῦ ἁρπάζει
τὰ ἰδικά σου, μὴ ἀπαιτεῖς
καὶ μὴ ἀνοίγεις δικαστικοὺς
ἀγῶνας διὰ νὰ τὰ ξαναπάρῃς.
|
30
Εἰς καθένα δὲ ποὺ σοῦ ζητεῖ,
δίδε, ἀλλὰ πάντοτε μὲ διάκρισιν, ποὺ
θὰ τὴν διαπνέῃ εἰλικρινὴς ἀγάπη.
Καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ παίρνει
τὰ ἰδικά σου, νὰ μὴ ἀπαιτῇς
καὶ νὰ μὴ ἀνοίγῃς δίκας διὰ
νὰ τὰ ξαναπάρῃς. |
31
Καὶ καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν
ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς
ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως.
|
31
Καὶ ὅπως θέλετε νὰ κάνουν καὶ
νὰ συμπεριφέρωνται ἀπέναντι σας οἱ
ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ σεῖς νὰ πράττετε
καὶ νὰ συμπεριφέρεσθε πρὸς αὐτούς.
|
31
Καὶ μὲ ὀλίγας λέξεις, ὅπως θέλετε
νὰ συμπεριφέρωνται πρὸς σᾶς καὶ νὰ
σᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, καὶ σεῖς
νὰ κάνετε εἰς αὐτοὺς τὰ ἴδια.
|
32
Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας
ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις
ἐστί; Καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ
τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι.
|
32
Ἐὰν ἀγαπᾶτε μόνον αὐτοὺς
ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, ποία χάρις
τοῦ Θεοῦ καὶ ἀμοιβὴ σᾶς
ἀξίζει; Διότι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ
ἀγαποῦν ἐκείνους ποὺ τοὺς
ἀγαποῦν. |
32
Διότι ἐὰν ἀγαπᾶτε μόνον ἐκείνους,
ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, ποία εὔνοια
ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ποία ἀμοιβὴ
ἀπὸ αὐτὸν σᾶς ἀνήκει;
Καμμία. Διότι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀγαποῦν
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἀγαποῦν.
|
33
Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς
ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν
χάρις ἐστί; Καὶ γὰρ οἱ
ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι.
|
33
Καὶ ἐὰν κάνετε τὸ καλὸν
εἰς ἐκείνους μόνον ποὺ σᾶς
εὐεργετοῦν, ποία ἀνταμοιβὴ ἐκ
μέρους τοῦ Θεοῦ σᾶς ἀνῆκει;
Διότι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ
ἴδιον κάμνουν. |
33
Καὶ ἂν κάνετε τὸ καλὸν εἰς ἐκείνους,
ποὺ σᾶς εὐεργετοῦν, ποία εὔνοια
καὶ χάρις καὶ ἀνταμοιβὴ σᾶς
ἀνήκει ἀπὸ τὸν Θεόν; Καμμία. Διότι
καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ ἴδιο
κάνουν. |
34
Καὶ ἐὰν δανείζητε παρ' ὧν ἐλπίζετε
ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις
ἐστί; Καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ
ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι
τὰ ἴσα. |
34
Καὶ ἐὰν δανείζετε εἰς ἐκείνους,
ἀπὸ τοὺς ὁποίους περιμένετε
νὰ πάρετε πίσῳ τὰ δανεικά,
ποία εὐμένεια καὶ ἀνταπόδοσις
ἀπὸ τὸν Θεὸν σᾶς ἁρμόζει;
Διότι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ δανείζουν
τοὺς ἁμαρτωλούς, διὰ νὰ λάβουν
ἀπὸ αὐτοὺς ὁμοίας ἐξυπηρετήσεις
εἰς τὴν ἀνάγκην των. |
34
Καὶ ἐὰν δανείζετε ἐκείνους, ἀπὸ
τοὺς ὁποίους ἐλπίζετε νὰ λάβετε ὀπίσω
τὰ δανεισθέντα, ποῖα χάρις καὶ ἀνταπόδοσις
ἀπὸ τὸν Θεὸν σᾶς ἀνήκει;
Καμμία. Διότι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ δανείζουν
ἄλλους ἁμαρτωλοὺς διὰ νὰ λάβουν
ὀπίσω ὁλόκληρον τὸ δανεισθὲν ποσὸν
ἢ καὶ ἐν καιρῷ ἀνάγκης λάβουν
καὶ αὐτοὶ ἴσα ὠφελήματα καὶ
δάνεια ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἐδάνεισαν.
|
35
Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς
ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ
δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ
ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς,
καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου,
ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ
τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς.
|
35
Ἀλλὰ σεῖς νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς
ἐχθρούς σας, νὰ εὐργετῆτε καὶ
νὰ δανείζετε, χωρὶς νὰ ἀποβλέπετε
εἰς καμμίαν ἀνταπόδοσιν καὶ
θὰ εἶναι ὁ μισθός σας πολὺς
καὶ θὰ εἶσθε εἰς τὴν βασιλείαν
τῶν οὐρανῶν παιδιὰ τοῦ Ὑψίστου,
διότι καὶ αὐτὸς εἶναι ἀγαθὸς
καὶ εὐργετικὸς καὶ πρὸς αὐτοὺς
ἀκόμη τοὺς ἀχαρίστους καὶ
πονηρούς. |
35
Σεῖς ὅμως νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς
ἐχθρούς σας καὶ νὰ τοὺς εὐεργετῆτε
καὶ νὰ τοὺς δανείζετε, χωρὶς νὰ
ἐλπίζετε τίποτε ὡς ἀνταπόδοσιν ἀπὸ
αὐτούς. Καὶ θὰ εἶναι πολὺς ὁ
μισθός σας καὶ μεγάλη ἡ ἀνταμοιβή σας ἀπὸ
τὸν Θεόν. Καὶ θὰ εἶσθε ἐν τῇ
βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν κατὰ χάριν
τέκνα τοῦ ὑψίστου Θεοῦ, πρὸς τὸν
ὁποῖον θὰ ὁμοιάζετε ἡθικῶς.
Διότι καὶ αὐτὸς εἶναι εὐεργετικὸς
καὶ ὠφέλιμος εἰς τοὺς ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι δεικνύουν ἀχαριστίαν εἰς
τὰς τόσας εὐεργεσίας του καὶ οἱ ὁποῖοι
δὲν ἔχουν καλὴν διάθεσιν καὶ προαίρεσιν
ἀλλ’ εἶναι πονηροί. |
36
Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς
καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων
ἐστί. |
36
Γίνεσθε λοιπὸν εὔσπλαχνοι εἰς τοὺς
γύρω σας ἀνθρώπους, ὅπως καὶ
ὁ Πατήρ σας εἶναι πολυεύσπλαγχνος
πρὸς ὅλους. |
36
Γίνεσθε λοιπὸν σπλαγχνικοὶ πρὸς τὸν
πλησίον καὶ συμπονετικοὶ εἰς τὰς δυστυχίας
του καὶ τὰς ἀνάγκας του, καθὼς καὶ
ὁ οὐράνιος Πατήρ σας εἶναι εὐσπλαγχνικὸς
πρὸς ὅλους. |
37
Καὶ μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ
κριθῆτε· μὴ καταδικάζετε, καὶ
οὐ μὴ καταδικασθῆτε· ἀπολύετε,
καὶ ἀπολυθήσεσθε· |
37
Καὶ μὴ κατακρίνετε καὶ δὲν θὰ
κατακριθῆτε· μὴ καταδικάζετε τὸν
πλησίον καὶ δὲν θὰ καταδικασθῆτε·
συγχωρεῖτε τοὺς ἄλλους καὶ θὰ
συγχωρηθῆτε. |
37
Καὶ μὴ κατακρίνετε ἐξ ἀσυμπαθείας
καὶ ἐγωϊσμοῦ τὰς πράξεις τοῦ
πλησίον σας· ἀσφαλῶς δὲ τότε καὶ
σεῖς δὲν θὰ κατακριθῆτε ὑπὸ
τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει.
Μὴ γίνεσθε δικασταὶ ἀπρόσκλητοι καὶ
προπετεῖς διὰ νὰ καταδικάζετε τὸν
πλησίον· καὶ δὲν θὰ καταδικασθῆτε
ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Ἐφ’ ὅσον
δὲν θὰ σᾶς ἔχῃ ἀνατεθῇ
ὡς καθῆκον τὸ νὰ δικάζετε, κρίνετε
εἰς τὰς ἰδιωτικάς σας συζητήσεις μὲ
συμπάθειαν καὶ ἀπολύετε ὡς ἀθῴους
τοὺς ἄλλους, καὶ θὰ κριθῆτε
καὶ σες μὲ ἐπιείκειαν καὶ θὰ
ἀθῳωθῆτε ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.
|
38
δίδοτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν·
μέτρον καλόν, πεπιεσμένον καὶ σεσαλευμένον
καὶ ὑπερεκχυνόμενον δώσουσιν εἰς
τὸν κόλπον ὑμῶν· τῷ γὰρ
αὐτῷ μέτρῳ, ᾧ μετρεῖτε,
ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν.
|
38
Δίδετε μὲ προθυμίαν εἰς ἐκείνους
ποὺ ἔχουν ἀνάγκην, καὶ θὰ
δοθῇ εἰς σᾶς ἐκ μέρους τοῦ
Θεοῦ. Δοχεῖον καλόν ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦν
ὡς μέτρον, γεμᾶτον ἕως ἐπάνω,
στοιβαγμένον δοχεῖον ἀπὸ τὸ
ὁποῖον θὰ ξεχειλίζῃ τὸ
καλὸν περιεχόμενόν του, θὰ δώσουν
εἰς σᾶς. Διότι μὲ τὸ μέτρον
καὶ τὴν διάθεσίν ποὺ προσφέρετε
τὰς εὐργεσίας σας εἰς τοὺς ἄλλους,
μὲ τὸ ἴδιον μέτρον θὰ ἀνταποδοθῇ
καὶ εἰς σᾶς ἀπὸ τὸν Θεόν>.
|
38
Δίδετε εἰς ἐκείνους, ποὺ ἔχουν ἀνάγκην
βοηθείας, καὶ θὰ δοθῇ καὶ εἰς
σᾶς βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεόν. Μέτρον καλόν,
στοιβαγμένον καὶ κουνημένον, ὥστε νὰ μὴ
μείνῃ διόλου χῶρος κενὸς εἰς τὸ
δοχεῖον τῆς μετρήσεως, καὶ μέτρον, ποὺ
θὰ πλεονάζῃ καὶ θὰ ξεχύνεται, θὰ
δοθῇ εἰς τὴν ἀγκάλην σας ἀπὸ
τὴν πρόνοιαν καὶ δικαιοσύνην καὶ ἀγαθότητα
τοῦ Θεοῦ. Διότι μὲ τὴν αὐτὴν
πλουσίαν διάθεσιν καὶ μὲ τὸ ἴδιον
μέτρον τῆς εὐεργεσίας, μὲ τὸ ὁποῖον
μετρᾶτε τὰς δωρεάς σας πρὸς τοὺς ἄλλους,
θὰ μετρηθῇ καὶ θὰ ἀνταποδοθῇ
καὶ εἰς σᾶς ἀπὸ τὸν Θεόν.
|
39
Εἶπε δὲ παραβολὴν αὐτοῖς·
μήτι δύναται τυφλὸς τυφλὸν ὁδηγεῖν;
Οὐχὶ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον
πεσοῦνται;
|
39
Εἶπε δὲ καὶ μίαν παραβολὴν εἰς
αὐτούς· <μήπως ἠμπορεῖ
ἔνας τυφλὸς νὰ ὁδηγῇ ἄλλον
τυφλόν; Δὲν θὰ πέσουν καὶ οἱ
δύο εἰς λάκκον; Πῶς εἶναι δυνατὸν
σεῖς, ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀδύνατοι
καθὼς εἷσθε, νὰ κρίνετε ἄλλους
καὶ νὰ καθοδηγῆτε ἄλλους; |
39
Εἶπε δὲ καὶ τὴν ἑξῆς παραβολὴν
εἰς αὐτούς· Μήπως δύναται τυφλὸς νὰ
ὁδηγῇ τυφλόν; Δὲν θὰ πέσουν καὶ
οἱ δύο εἰς λάκκον; Ἔτσι καὶ σεῖς
προτοῦ νὰ κρίνετε τοὺς ἄλλους, κρίνατε
πρῶτον τὸν ἑαυτόν σας, ὁπότε θὰ
γίνετε καὶ ἐπιεικεῖς πρὸς τοὺς
ἄλλους. Διότι, ἐὰν δὲν κάμετε αὐτό,
τότε θὰ εἶσθε τυφλοί, ποὺ θέλουν νὰ
γίνουν ὁδηγοὶ τυφλῶν. Καὶ τὸ
ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι ὀλέθριον καὶ
διὰ σᾶς καὶ δι’ ἐκείνους. |
40
Οὐκ ἐστὶ μαθητὴς ὑπὲρ
τὸν διδάσκαλον αὐτοῦ· κατηρτισμένος
δὲ πᾶς ἔσται ὡς ὁ διδάσκαλος
αὐτοῦ. |
40
Δὲν ὑπάρχει μαθητὴς ἀνώτερος
ἀπὸ τὸν διδάσκαλόν του, ἐφ'
ὄσον θὰ ἐξακολουθῇ νὰ εἶναι
μαθητὴς αὐτοῦ. Ἐκεῖνος δὲ
ποὺ θὰ ἀκούσῃ ὅλα ὅσα
ἔχει νὰ τὸν διδάξῃ ὁ διδάσκαλος,
θὰ καταρτισθῇ τὸ πολὺ τόσον
ὅσον καὶ ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ.
Ἐὰν δὲ ὁ διδάσκαλος εἶναι
ἀμόρφωτος καὶ τυφλός, ὅμοιόν
του θὰ ἀναδείξῃ καὶ τὸν
μαθητήν. |
40
Δὲν ὑπάρχει μαθητὴς ἀνώτερος ἀπὸ
τὸν διδάσκαλόν του, ἐφ’ ὅσον ἑξακολουθεῖ
νὰ διδάσκεται ὑπ’ αὐτοῦ. Ἐκεῖνος
δὲ ὁ μαθητής, ποὺ θὰ τελειοποιηθῇ
εἰς τὰ μαθήματα, θὰ εἶναι, ὅταν
θὰ περατωθῇ ὁ κύκλος τῶν μαθημάτων,
σὰν τὸν διδάσκαλόν του. Ἐὰν λοιπὸν
ὁ διδάσκαλος εἶναι τυφλός, τυφλὸς θὰ
μείνῃ καὶ ὁ μαθητής. Διὰ νὰ
γίνῃς συνεπῶς ὁδηγὸς καὶ διδάσκαλος
τῶν ἄλλων, πρέπει προηγουμένως νὰ γίνῃς
διδάσκαλος τοῦ ἑαυτοῦ σου καὶ νὰ
διορθώσῃς τὸν ἑαυτόν σου, διότι ἄλλως
καὶ σὺ θὰ εἶσαι τυφλὸς καὶ
οἱ μαθηταί σου τυφλοὶ θὰ παραμείνουν. |
41
Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ
ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ
σου, τὴν δὲ δοκὸν τὴν ἐν τῷ
ἰδίῳ ὀφθαλμῷ οὐ κατανοεῖς;
|
41
Διατὶ βλέπεις μὲ προσοχὴν τὸ
ἀχυράκι, ποὺ εἶναι εἰς τὸν
ὀφθαλμὸν τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἐνῶ
τὸ δοκάρι ποὺ εἶναι στὸ μάτι
σου, δὲν τὸ ἀντιλαμβάνεσαι; |
41
Διατί δὲ βλέπεις τὸ ξυλαράκι, ποὺ εἶναι
εἰς τὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου,
τὸ δοκάρι δέ, ποὺ εἶναι εἰς τὸ
μάτι σου, δὲν τὸ αἰσθάνεσαι καὶ δὲν
τὸ καταλαβαίνεις; |
42
῍Η πῶς δύνασαι λέγειν τῷ ἀδελφῷ
σου, ἀδελφέ, ἄφες ἐκβάλω τὸ
κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ
σου, αὐτὸς τὴν ἐν τῷ ὀφθαλμῷ
σου δοκὸν οὐ βλέπων; Ὑποκριτὰ
ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ
ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις
ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος τὸ ἐν
τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ
σου. |
42
῍Η πῶς ἠμπορεῖς νὰ λέγῃς
εἰς τὸν ἀδελφόν σου· ἀδελφέ,
ἄφησε νὰ βγάλω ἀπὸ τὸ
μάτι σου τὸ ἀχυράκι καθ' ὃν
χρόνον σὺ δὲν βλέπεις τὸ δοκάρι,
ποὺ εἶναι εἰς τὸ μάτι σου; (Πῶς
τολμᾷς νὰ κάμῃς ἐλέγχους
καὶ ὑποδείξεις, τάχα πρὸς διώρθωσιν,
εἰς τὸν ἀδελφόν σου, ἐνῶ
σὺ παρουσιάζεις βαρύτερα σφάλματα
καὶ ἐλαττώματα;) |
42
Ἢ μὲ ποῖον θάρρος θὰ ἠμπορέσῃς
νὰ εἴπῃς εἰς τὸν ἀδελφόν
σου· Ἀδελφέ, ἄφησε νὰ βγάλω τὸ
ξυλαράκι, ποὺ εἶναι εἰς τὸ μάτι σου,
ἐνῷ σὺ ὁ ἴδιος δὲν βλέπεις
τὸ δοκάρι, ποὺ εἶναι εἰς τὸ
μάτι σου; Πῶς ἡμπορεῖς νὰ τοῦ
εἴπῃς: ἀδελφέ, ἐπίτρεψόν μου νὰ
διορθώσω τὸ μικρὸν σφάλμα σου, ἐνῷ
σὺ δὲν βλέπεις τὸ ἰδικόν σου βαρύτατον
ἐλάττωμα; Ὑποκριτά, βγάλε πρῶτον τὸ
δοκάρι ἀπὸ τὸ μάτι σου· διόρθωσε τὸ
βαρὺ ἐλάττωμά σου· καὶ τότε θὰ ἴδῃς
καθαρὰ διὰ νὰ βγάλῃς τὸ ξυλαράκι,
ποὺ εἶναι εἰς τὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ
σου· τότε θὰ εἶσαι εἰς θέσιν νὰ
διορθώσῃς καὶ τὸ ἐλαφρὸν σφάλμα
τοῦ πλησίον σου. |
43
Οὐ γάρ ἐστι δένδρον καλὸν ποιοῦν
καρπὸν σαπρόν, οὐδὲ δένδρον
σαπρὸν ποιοῦν καρπὸν καλόν·
|
43
Διότι δὲν ὑπάρχει δένδρον καλόν,
ποὺ νὰ κάνῃ ἀχρήστους
καὶ ἐπιβλαβεῖς καρποὺς οὔτε
δένδρον σάπιο, ποὺ νὰ κάνῃ
καρπὸν καλόν. (Ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου
τὰ ἔργα εἶναι κακά, δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ ἐπιδιώξῃ μὲ
ἀγαθὴν διάθεσιν καὶ νὰ προσφέρῃ
καλὸν εἰς τοὺς ἄλλους).
|
43
Διότι δὲν εἶναι δένδρον καλόν, ποὺ νὰ
κάνῃ καρπὸν κακὸν καὶ ἐπιβλαβῆ,
οὔτε πάλιν ὑπάρχει δένδρον κακόν, ποὺ νὰ
κάνῃ καρπὸν καλόν. Ἔτσι καὶ ὁ
κάθε ἄνθρωπος διὰ νὰ φέρῃ καρπὸν
καὶ ὠφέλειαν εἰς τὸν πλησίον, πρέπει
νὰ εἶναι καλός. Ἄνθρωπος, ποὺ δὲν
διώρθωσε προτήτερα τὸν ἑαυτόν του, πῶς εἶναι
δυνατὸν νὰ διορθώσῃ τοὺς ἄλλους
καὶ νὰ δώσῃ εἰς αὐτοὺς
τὸ καλόν, τὸ ὁποῖον δὲν ἠμπόρεσε
προτήτερα νὰ δώσῃ εἰς τὸν ἑαυτόν
του; |
44
ἕκαστον γὰρ δένδρον ἐκ τοῦ ἰδίου
καρποῦ γινώσκεται. Οὐ γὰρ ἐξ
ἀκανθῶν συλλέγουσι σῦκα, οὐδὲ
ἐκ βάτου τρυγῶσι σταφυλήν.
|
44
Κάθε δένδρον, ἂν εἶναι καλὸν
ἢ κακόν, γνωρίζεται ἀπὸ τὸν
καρπὸν του. Διότι δὲν μαζεύουν ἀπὸ
ἀγκάθια σῦκα, οὔτε καὶ τρυγοῦν
ἀπὸ βάτον σταφύλι. |
44
Κάθε δένδρον ἀπὸ τὸν καρπόν, ποὺ βγάζει,
διακρίνεται καὶ γνωρίζεται, ἐὰν εἶναι
καλὸν ἢ κακόν. Διότι ἀπὸ ἀγκάθια
δὲν μαζεύουν ὡς καρπὸν σῦκα, οὔτε
ἀπὸ βάτον τρυγοῦν ποτὲ σταφύλι. Ἔτσι
καὶ ὁ ἀδιόρθωτος, εἰς τοῦ ὁποίου
τὴν ψυχὴν ὑπάρχουν τὰ ἀγκάθια
τῶν κακιῶν καὶ ἐλαττωμάτων, δὲν
ἠμπορεῖ νὰ διορθώσῃ τὸν ἄλλον.
Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ
αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκην νὰ εὔρῃ
ὁδηγὸν καὶ διδάσκαλον τῆς ζωῆς
του, εὔκολα ἀπὸ τὸν βίον καὶ
τὴν συμπεριφορὰν τῶν ἄλλων ἡμπορεῖ
νὰ διακρίνῃ, ποῖος ἀπὸ αὐτοὺς
εἶναι ὁ καλός, εἰς τοῦ ὁποίου
τὸν λόγον νὰ δίδῃ προσοχήν.
|
45
Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ
αγαθοῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας αὐτοῦ
προσφέρει τὸ ἀγαθόν, καὶ ὁ
πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ
θησαυροῦ της καρδίας αὐτοῦ προσφέρει
τὸ πονηρόν· ἐκ γὰρ τοῦ
περισσεύματος της καρδίας λαλεῖ τὸ
στόμα αὐτοῦ. |
45
Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος βγάζει ἀπὸ
τὸν ἀγαθὸν θησαυρὸν της καρδίας
του πάντοτε τὸ ἀγαθόν, καὶ ὁ
πονηρὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν κακὸν
θησαυρὸν τῆς καρδίας του βγάζει τὸν
κακὸν καὶ φαῦλον. Διότι τὸ στόμα
λαλεῖ ἀπὸ τὸ περίσσευμα, ποὺ
ξεχύνεται ἀπὸ τὴν καρδίαν (Μόνον
ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἠμπορεῖ
νὰ ὑποδεικνύῃ τὸ ἀγαθὸν
καὶ νὰ γίνῃ ὁ καλὸς ὁδηγὸς
τῶν πλανωμένων). |
45
Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἔχει τὴν
ψυχήν του πολύτιμον θησαυροφυλάκιον ἀγαθῶν σκέψεων
καὶ συναισθημάτων, καὶ ἀπὸ τὸν
ἀγαθὸν τοῦτον θησαυρὸν τῆς καρδίας
του βγάζει λόγους καὶ πράξεις ἀγαθάς. Καὶ
ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν
κακὸν θησαυρὸν τῆς καρδίας του βγάζει τὸ
κακόν. Διότι ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ
περισσεύει καὶ ξεχύνεται εἰς τὴν καρδίαν,
λαλεῖ τὸ στόμα· θὰ συμβουλεύσῃς
λοιπὸν καὶ σὺ τὸν ἄλλον σύμφωνα
μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχεις στὴν
καρδιά σου. Καὶ ἂν δὲν ἔχῃς
διορθώσει τὸν ἑαυτόν σου, πῶς εἶναι
δυνατὸν νὰ γίνῃς ὁδηγὸς ὠφέλιμος
εἰς τὸν πλησίον σου; |
46
Τί δὲ μὲ καλεῖτε, Κύριε Κύριε,
καὶ οὐ ποιεῖτε ἄ λέγω;
|
46
Διατὶ δὲ μὲ καλεῖτε, Κύριε,
Κύριε, καὶ δὲν πράττετε αὐτὰ
ποὺ λέγω; Διατί ἄλλα ὁμολογεῖτε
μὲ τὸ στόμα, καὶ ἄλλα παρουσιάζεται
μὲ τὰ ἔργα σας; |
46
Καὶ διατὶ μὲ καλεῖτε· Κύριε,
Κύριε, καὶ δὲν πράττετε ἐκεῖνα, ποὺ
λέγω καὶ διδάσκω; Θὰ γίνετε καὶ σεῖς
ὅμοιοι πρὸς τοὺς ἐμπαικτάς μου καὶ
τοὺς ὑποκριτάς, οἱ ὁποῖοι μὲ
τὴν γλῶσσαν των μὲ ὁμολογοῦν
Κύριον, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα των
μὲ ἀρνοῦνται καὶ μὲ ἐμπαίζουν.
|
47
Πᾶς ὁ ἐρχόμενος πρὸς με καὶ
ἀκούων μου τῶν λόγων καὶ ποιῶν
αὐτούς, ὑποδείξω ὑμῖν
τίνι ἐστὶν ὅμοιος· |
47
Καθένας ποὺ ἔρχεται κοντά μου καὶ
ἀκούει τὸ λόγιά μου καὶ
τηρεῖ αὐτά, θὰ σᾶς δείξω
ἐγὼ μὲ τί εἶναι ὅμοιος. |
47
Καθένας ποὺ ἔρχεται εἰς ἐμὲ
καὶ ἀκούει τοὺς λόγους μου καὶ τοὺς
ἐφαρμόζει εἰς τὴν ζωήν του, θὰ σᾶς
δείξω διὰ συγκρίσεως καὶ εἰκόνος μὲ
ποῖον εἶναι ὅμοιος. |
48
ὅμοιός ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδομοῦντι
οἰκίαν, ὃς καὶ ἔσκαψε καὶ
ἐβάθυνε καὶ ἔθηκε θεμέλιον ἐπὶ
τὴν πέτραν· πλημμύρας δὲ γενομένης
προσέρρηξεν ὁ ποταμὸς τῇ οἰκίᾳ
ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἴσχυσε
σαλεῦσαι αὐτήν· τεθεμελίωτο γὰρ
ἐπὶ τὴν πέτραν. |
48
Εἶναι ὅμοιος μὲ συνέτον ἄνθρωπον,
ποὺ κτίζει σπίτι καὶ ὁ ὁποῖος
ἔσκαψε καὶ ἐπροχώρησε βαθειά
καὶ ἔβαλε θεμέλιον εἰς βράχον.
῞Οταν δὲ ἔγινε πλημμύρα, ἔπεσε
ὁρμητικὰ τὸ ποτάμι εἰς τὸ
σπίτι ἐκεῖνο καὶ δὲν ἠμπόρεσε
νὰ τὸ κλονίση, διότι εἶχε θεμελιωθῆ
ἐπάνω εἰς τὸν ἀσάλευτον
βράχον. |
48
Εἶναι ὅμοιος μὲ ἄνθρωπον, ποὺ
κτίζει σπίτι, ὁ ὁποῖος ἔσκαψε καὶ
ἐπροχώρησε βαθειὰ καὶ ἔθεσε θεμέλιον
ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν. Ὅταν δὲ
ἔγινε νεροποντὴ καὶ πλήμμυρα, ἔπεσε
μὲ ὁρμὴν ὁ ποταμὸς εἰς
τὸ σπίτι ἐκεῖνο καὶ δὲν ἠμπόρεσε
νὰ τὸ σείσῃ, διότι ἦτο θεμελιωμένον
ἐπάνω εἰς τὴν στερεὰν καὶ ἀμετακίνητον
πέτραν. |
49
Ὁ δὲ ἀκούσας καὶ μὴ ποιήσας
ὅμοιός ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδομήσαντι
οἰκίαν ἐπὶ τὴν γῆν χωρὶς
θεμελίου· ᾗ προσέρρηξεν ὁ ποταμός,
καὶ εὐθὺς ἔπεσε, καὶ ἐγένετο
τὸ ρῆγμα της οἰκίας ἐκείνης
μέγα. |
49
Αὐτὸς δὲ ποὺ ἤκουσε τὰ
λόγια μου καὶ δὲν τὰ ἐφήρμοσε,
εἶναι ὅμοιος μὲ ἀσύνετον ἄνθρωπον,
ποὺ οἰκοδόμησε τὸ σπίτι του
εἰς τὸ χῶμα, χωρὶς θεμέλιον.
Εἰς αὐτὸ ἐχτύπησε ὁρμητικὰ
τὸ ποτάμι καὶ ἀμέσως ἐκρημνίσθη
καὶ ἔγινε ρῆγμα μεγάλο καὶ ἀνεπανώρθοτον
εἰς τὸ σπίτι ἐκεῖνο. (῾Ο
πιστὸς ἀντιμετωπίζει μὲ σταθερότητα
τοὺς πειρασμοὺς καὶ μένει ἀκλόνητος.
῾Ο ὀλιγόπιστος παρασύρεται.
|
49
Ἐκεῖνος δέ, ποὺ ἤκουσε τὴν διδασκαλίαν
μου, ἀλλὰ δὲν τὴν ἐφήρμοσε,
εἶναι ὅμοιος πρὸς ἄνθρωπον, ποὺ
ἔκτισε τὸ σπίτι του εἰς τὸ χῶμα
χωρὶς θεμέλιον. Καὶ εἰς τὸ σπίτι αὐτὸ
ἔπεσε μὲ ὁρμὴν ὁ ποταμὸς
καὶ ἀμέσως ἐκρημνίσθη ὁλόκληρον καὶ
ἐσωριάσθη. Καὶ ἔγινεν ἡ διάρρηξις
καὶ διάλυσις τῆς οἰκίας ἐκείνης μεγάλη
καὶ ἀνεπανόρθωτος. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ
πρῶτος πειρασμὸς καὶ τὸ πρῶτον
κῦμα τῆς δοκιμασίας φθάνει νὰ ρίψῃ
κάτω τὸ πνευματικὸν οἰκοδόμημα τοῦ
ἀνθρώπου, ποὺ ἤκουσε μὲν μὲ
κάποιαν προθυμίαν τὸν λόγον, ἀλλὰ δὲν
ἐφρόντισε νὰ τὸν θεμελιώσῃ στερεὰ
καὶ βαθειὰ εἰς τὴν στηριγμένην ἐξ
ὁλοκλήρου πρὸς τὸν Κύριον καρδίαν του.
|