Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πεὶ
δὲ ἐπλήρωσε πάντα τὰ ρήματα
αὐτοῦ εἰς τὰς ἀκοὰς τοῦ
λαοῦ, εἰσῆλθεν εἰς Καπερναούμ.
|
ταν
δὲ ἐτελείωσε ὁ Κύριος ὅλα
τὰ λόγια αὐτὰ πρὸς τὸ
πλῆθος, ποὺ μὲ προσοχὴν τὸν
ἤκουε, εἰσῆλθε εἰς τὴν Καπερναούμ.
|
ταν
δὲ ἐτελείωσεν ὅλους τοὺς λόγους αὐτοὺς
καὶ ἐγέμισε μὲ αὐτοὺς τὰ
αὐτιὰ τοῦ λαοῦ, ἐμβῆκεν
ἀπὸ τὸ πεδινὸν μέρος, ποὺ ἦτο,
εἰς τὴν Καπερναούμ. |
2
Ἑκατοντάρχου δέ τινος δοῦλος κακῶς
ἔχων ἤμελλε τελευτᾶν, ὃς ἦν
αὐτῷ ἔντιμος.
|
2
Κάποιου δὲ ἑκατοντάρχου ὁ δοῦλος
ἦτο ἀσθενὴς πολὺ βαρειὰ καὶ
ἐπρόκειτο νὰ ἀποθάνῃ.
Καὶ ὁ δοῦλος αὐτὸς ἦτο
διὰ τὴν τιμιότητα καὶ ὑπακοήν
του πολὺ ἀγαπητὸς εἰς τὸν ἑκατόνταρχον.
|
2
Ὁ δοῦλος δὲ κάποιου ἑκατοντάρχου εἶχεν
ἄσχημα εἰς τὴν ὑγείαν του καὶ
ἐκινδύνευε νὰ ἀποθάνῃ. Καὶ ὁ
δοῦλος αὐτὸς ἦτο ἀγαπητὸς
εἰς τὸν ἑκατόνταρχον διὰ τὴν
πρὸς αὐτὸν πίστιν καὶ ὑπακοήν.
|
3
Ἀκούσας δὲ περὶ τοῦ Ἰησοῦ
ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρεσβυτέρους
τῶν Ἰουδαίων ἐρωτῶν αὐτὸν
ὅπως ἐλθὼν διασώσῃ τὸν
δοῦλον αὐτοῦ.
|
3
Ὅταν δὲ ὁ ἑκατόνταρχος ἐπληροφορήθηκε
περὶ τοῦ Ἰησοῦ, ἔστειλε πρὸς
αὐτὸν μερικοὺς πρεσβυτέρους τῶν
Ἰουδαίων, παρακαλῶν αὐτὸν νὰ
ἔλθῃ καὶ σώσῃ τὸν δοῦλον
του. |
3
Ὅταν δὲ ἤκουσε περὶ τοῦ Ἰησοῦ,
ὅτι ἦλθεν εἰς τὴν Καπερναούμ, τοῦ
ἔστειλε μερικοὺς προεστοὺς τῶν Ἰουδαίων
καὶ τὸν παρεκάλει νὰ ἔλθῃ καὶ
νὰ σώσῃ ἀπὸ τὸν μεγάλον κίνδυνον
τὸν δοῦλον του. |
4
Οἱ δὲ παραγενόμενοι πρὸς τὸν
Ἰησοῦν παρεκάλουν αὐτὸν σπουδαίως,
λέγοντες ὅτι ἄξιός ἐστιν ᾧ
παρέξει τοῦτο. |
4
Αὐτοὶ δέ, ἀφοῦ ἦλθαν εἰς
τὸν Ἰησοῦν, τὸν παρακαλοῦσαν
μὲ θερμὸν ἐνδιαφέρον καὶ ἐπιμονὴν
λέγοντες, ὅτι ἀξίζει ὁ ἑκατόνταρχος
νὰ τοῦ κάμῃς αὐτὴν τὴν
χάριν, |
4
Αὐτοὶ δὲ ἀφοῦ ἦλθον εἰς
τὸν Ἰησοῦν, τὸν παρεκάλουν μὲ
ἐπιμονὴν καὶ θερμότητα λέγοντες, ὅτι
εἶναι ἄξιος αὐτός, εἰς τὸν ὁποῖον
θὰ παράσχῃ τὴν χάριν αὐτὴν ποὺ
ζητεῖ. |
5
Ἀγαπᾷ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν,
καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς ᾠκοδόμησεν
ὑμῖν. |
5
διότι ἀγαπᾷ τὸ ἔθνος μας καὶ
μὲ ἰδικά του χρήματα ἔκτισε
τὴν συναγωγήν. |
5
διότι, ἔλεγον οἱ προεστοὶ οὗτοι, ἀγαπᾷ
τὸ ἔθνος μας καὶ τὴν συναγωγὴν
αὐτὸς δι’ ἰδίων του χρημάτων μᾶς τὴν
ἔκτισε. |
6
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπορεύετο
σὺν αὐτοῖς. Ἤδη δὲ αὐτοῦ
οὐ μακρὰν ἀπέχοντος ἀπὸ
τῆς οἰκίας ἔπεμψε πρὸς αὐτὸν
ὁ ἑκατόνταρχος φίλους λέγων
αὐτῷ· Κύριε, μὴ σκύλλου·
οὐ γὰρ εἶμι ἱκανὸς ἵνα
ὑπὸ τὴν στέγην μου εἰσέλθῃς·
|
6
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπήγαινε μαζῆ
μὲ αὐτούς. Καὶ ὅταν ἐπλησίαζε
εἰς τὸ σπίτι, ἔστειλε πρὸς αὐτὸν
ὁ ἑκατόνταρχος μερικοὺς φίλους
του καὶ τοῦ εἶπε· <Κύριε,
μὴ ἐνοχλεῖσαι· διότι δὲν
εἶμαι ἐγὼ ἄξιος νὰ εἰσέλθῃς
κάτω ἀπὸ τὴν στέγην μου.
|
6
Πράγματι δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐπήγαινε
μαζί τους εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἑκατοντάρχου.
Καὶ ὅταν πλέον δὲν ἦτο μακρὰν
ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔστειλεν ὁ ἑκατόνταρχος
κάποιους φίλους του καὶ τοῦ εἶπε· Κύριε,
μὴ ἐνοχλῆσαι καὶ μὴ ἐμβαίνῃς
εἰς τὸν μεγαλύτερον κόπον του νὰ ἔλθῃς
εἰς τὸ σπίτι μου. Διότι δὲν εἶμαι
ἄξιος διὰ νὰ ἔμβῃς κάτω ἀπὸ
τὴν στέγην μου. |
7
διὸ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἠξίωσα
πρὸς σὲ ἐλθεῖν· ἀλλ' εἰπὲ
λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ
παῖς μου. |
7
Δι' αὐτό καὶ οὔτε τὸν εὐατόν
μου ἔκρινα ἄξιον νὰ ἔλθω πρὸς
σέ. Ἀλλὰ πὲς μόνον λόγον,
δῶσε προσταγὴν καὶ θὰ θεραπευθῇ
ἀμέσως ὁ ὑπηρέτης μου.
|
7
Δι’ αὐτὸ δὲ καὶ δὲν ἔκρινα
τὸν ἑαυτόν μου ἄξιον νὰ ἔλθω
αὐτοπροσώπως εἰς σέ. Ἀλλὰ εἰπὲ
μὲ ἀπλοῦν λόγον νὰ γίνῃ αὐτό,
ποὺ σοῦ ζητῶ, καὶ θὰ ἰατρευθῇ
ἀσφαλῶς ὁ ὑπηρέτης μου. |
8
Καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι
ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος, ἔχων
ὑπ' ἐμαυτὸν στρατιώτας καὶ λέγω
τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται,
καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται,
καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο
καὶ ποιεῖ. |
8
Διότι καὶ ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος,
ποὺ θέτω τὸν εὐατόν μου κάτω
ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν τῶν ἀνωτέρων
μου, ἔχω ὅμως καὶ ἐγὼ ὑπὸ
τὴν ἐξουσίαν μου στρατιώτας καὶ
λέγω εἰς τοῦτον, πήγαινε καὶ
πηγαίνει καὶ εἰς τὸν ἄλλον,
ἔλα καὶ ἔρχεται καὶ εἰς τὸν
ὑπηρέτην μου, κάμε τοῦτο καὶ
τὸ κάμνει. Πολὺ περισσότερον ὁ
ἰδικός σου λόγος θὰ γίνῃ
ἀμέσως ἔργον>. |
8
Διότι καὶ ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος,
ποὺ τίθεμαι ὑπὸ τὰς διαταγὰς
τοῦ ἀνωτέρου μου καὶ ἐξαρτῶμαι
ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν αὐτοῦ,
ἔχω ὅμως καὶ ἐγὼ ὑπὸ
τὸν ἑαυτόν μου στρατιώτας. Καὶ λέγω εἰς
αὐτὸν τὸν στρατιώτην· Πήγαινε, καὶ
πηγαίνει. Καὶ εἰς τὸν ἄλλον λέγω·
Ἐλθέ, καὶ ἔρχεται. Καὶ εἰς τὸν
ὑπηρέτην μου λέγω· Κάμε τοῦτο, καὶ
τὸ κάνει. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἰδικός
μου λόγος ἐκτελεῖται ἀμέσως, ἐὰν
διατάξῃς σύ, ποὺ δὲν εἶσαι ὑπὸ
τὰς διαταγὰς κανενὸς ἀνθρώπου, ἀλλ’
ἔχεις ἐξουσίαν καὶ ἐπὶ τῶν
ἀοράτων δυνάμεων, δὲν θὰ γίνῃ ἐκεῖνο,
ποὺ θέλεις; |
9
Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς
ἐθαύμασεν αὐτόν, καὶ στραφεὶς
τῷ ἀκολουθοῦντι αὐτῷ ὄχλῳ
εἶπε· λέγω ὑμῖν, οὐδὲ
ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν
εὗρον. |
9
Ὅταν ἤκουσε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς,
ἐθαύμασε τὸν ἑκατόνταρχον, καὶ
ἀφοῦ ἐγύρισε πρὸς τὸν
λαόν, ποὺ ἀκολουθοῦσε, εἶπε·
<σᾶς λέγω ὅτι οὔτε μεταξὺ
τῶν Ἰσραηλιτών, ποὺ εἶναι παρασκευασμένοι
ἀπὸ τὸν νόμον καὶ τοὺς
προφήτας, δὲν εὑρῆκα τόσον μεγάλην
πίστιν>. (Ἀμέσως δὲ τὴν στιγμὴν
ἐκείνην ἐθεράπευσε μὲ τὴν
ἄπειρόν του δύναμιν τὸν δοῦλον,
χωρὶς νὰ τὸν ἐπισκεφθῇ εἰς
τὸ σπίτι>. |
9
Ὅταν δὲ ἤκουσεν αὐτὰ ὁ
Ἰησοῦς, ἐθαύμασε τὸν ἑκατόνταρχον
καὶ ἀφοῦ ἐγύρισε πρὸς τὸ
μέρος τοῦ πλήθους, ποὺ τὸν ἠκολούθει,
εἶπε· Σᾶς λέγω, ὅτι οὔτε εἰς
τὸν Ἰσραήλ, τὸν ἐκλεκτὸν λαὸν
τοῦ Θεοῦ, δὲν εὗρον τόσην μεγάλην
πίστιν. |
10
Καὶ ὑποστρέψαντες οἱ πεμφθέντες
εἰς τὸν οἶκον εὗρον τὸν ἀσθενοῦντα
δοῦλον ὑγιαίνοντα. |
10
Καὶ ὅταν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ
ἑκατοντάρχου ἐπέστρεψαν εἰς
τὸ σπίτι, εὐρῆκαν τὸν ἀσθενῆ
δοῦλον ἐντελῶς ὑγιῆ.
|
10
Καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν εἰς τὸ σπίτι
τοῦ ἑκατοντάρχου ἐκεῖνοι, ποὺ
ἐστάλησαν ἀπὸ αὐτὸν διὰ
νὰ παρακαλέσουν τὸν Ἰησοῦν, εὗρον
τὸν δοῦλον νὰ εἶναι ἐν πλήρει
ὑγείᾳ. |
11
Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐξῆς
ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην
Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ
καὶ ὄχλος πολύς. |
11
Ἔπειτα ἀπὸ αὐτά, ἐπήγαινε
ὁ Ἰησοῦς πρὸς τὴν πόλιν
Ναΐν. Καὶ μαζῆ του ἐπήγαιναν
ἀρκετοὶ μαθηταί του καὶ λαὸς
πολύς. |
11
Καὶ εἰς τὸν κατόπιν χρόνον συνέβη νὰ
πηγαίνη ὁ Ἰησοῦς εἰς καποίαν πόλιν,
ποὺ ἐλέγετο Ναΐν. Καὶ ἐπήγαιναν μαζί
του οἱ μαθηταί του, οἱ ὁποῖοι ἦσαν
ἀρκετοί, καὶ πλῆθος λαοῦ πολύ.
|
12
Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ της
πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο
τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ
αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα,
καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς
ἦν σὺν αὐτῇ.
|
12
Μόλις δὲ ἐπλησίασε εἰς τὴν
πύλην τῆς πόλεως καὶ ἰδοὺ
ἐγίνετο ἡ ἐκφορὰ ἑνὸς
νεκροῦ, ὁ ὁποῖος ἦτο μονογενὴς
υἱὸς εἰς μητέρα χήραν καὶ
ἀποστράτευτον καὶ πολὺς λαὸς
μὲ πολλὴν συμπάθειαν πρὸς αὐτὴν
παρακολουθοῦσε μαζῆ της τὴν κηδείαν.
|
12
Μόλις δὲ ἐπλησίασεν εἰς τὴν πύλην
τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἔβγαζαν
ἔξω ἕνα πεθαμένον, ποὺ ἦτο μονάκριβος
υἱὸς εἰς τὴν μητέρα του, καὶ
αὐτὴ ἦτο χήρα μὴ ἔχουσα κανένα
ἄλλον προστάτην. Καὶ λαὸς πολὺς ἀπὸ
τὴν πόλιν ἦτο μαζὶ μὲ αὐτὴν
παρακολουθῶν μὲ πολλὴν συμπάθειαν τὴν
κηδείαν. |
13
Καὶ ἱδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος
ἐσπλαγχνίσθη ἀπ' αὐτῇ καὶ
εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε·
|
13
Καὶ ὅταν τὴν εἶδε ὁ Κύριος,
τὴν εὐσπλαγχνίσθη καὶ τῆς εἶπε·
<μὴ κλαίεις>. |
13
Καὶ ὅταν τὴν εἶδεν ὁ Ἰησοῦς,
τὴν ἐλυπήθη, καὶ βέβαιος περὶ τοῦ
ὅτι μετ’ ὀλίγον ὁ υἱός της θὰ
ἀνεσταίνετο, τῆς εἶπε· Μὴν κλαῖς.
|
14
καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ,
οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ
εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι.
|
14
Καὶ ἀφοῦ ἐπλησίασε, ἤγγισε
τὸ φέρετρον, ἐνῶ ἐκεῖνοι
ποὺ τὸ ἐκρατοῦσαν ἐσταμάτησαν,
καὶ εἶπε· <νεανίσκε, εἰς σὲ
λέγω· Σήκω>. |
14
Καὶ ἀφοῦ ἐπλησίασεν, ἤγγισε
τὸ φέρετρον. Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ
τὸ ἐβάσταζαν, ἐστάθησαν. Καὶ εἶπεν
ὁ Ἰησοῦς· Νεανίσκε, εἰς σὲ
ὁμιλῶ· σήκω. |
15
Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ
ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν
τῇ μητρὶ αὐτοῦ. |
15
Καὶ ἀμέσως ἐσηκώθη καὶ
ἐκάθισε ὁ νεκρὸς καὶ ἤρχισε
νὰ ὁμιλῇ. Ὁ δὲ Ἰησοῦς
ἔδωκε αὐτὸν εἰς τὴν μητέρα
του. |
15
Καὶ ὁ νεκρὸς ἀνεσηκώθη καὶ ἐκάθησε
ζωντανὸς ἐπὶ τοῦ φερέτρου καὶ
ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ. Καὶ ὁ
Ἰησοῦς τότε τὸν ἔδωκεν εἰς τὴν
μητέρα του. |
16
Ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον
τὸ Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης
μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν,
καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς
τὸν λαὸν αὐτοῦ. |
16
Καὶ κατέλαβε φόβος ὅλους καὶ
ἐδόξαζαν τὸν Θεὸν λέγοντες ὅτι
<προφήτης μέγας παρουσιάσθη μεταξύ
μας καὶ ὅτι ὁ πανάγαθος Θεὸς
ἐπεσκέφθηκε τὸν λαόν του>.
|
16
Ἐκυρίευσε δὲ φόβος ὅλους, διότι ᾐσθάνοντο
τὴν παρουσίαν θείας δυνάμεως ἐν μέσῳ τῆς
ἁμαρτωλότητος καὶ ἀναξιότητος αὐτῶν.
Καὶ ἐδόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ ἔλεγαν,
ὅτι προφήτης μεγάλος ἀνεφάνη μεταξύ μας καὶ
ὅτι ὁ Θεὸς ἐπεσκέφθη τὸν λαόν
του διὰ νὰ προστατεύσῃ αὐτόν.
|
17
Καὶ ἐξῆλθεν ὁ λόγος οὗτος
ἐν ὅλη τῇ Ἰουδαίᾳ περὶ
αὐτοῦ καὶ ἐν πᾶσι τῇ περιχώρω.
|
17
Καὶ διεδόθη τὸ γεγονὸς τῆς ἀναστάσεως
τοῦ νεκροῦ ἐκ μέρους τοῦ Χριστοῦ
εἰς ὅλην τὴν Ἰουδαίαν καὶ
εἰς τὰς πλησίον γειτονικὰς χώρας.
(Ὅτι δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς μὲ
ἕνα λόγον, χωρὶς καμμίαν δυσκολίαν
καὶ χρονοτριβὴ ἀνέστησε τὸν
νεκρόν). |
17
Καὶ διεδόθη ἡ φήμη τῆς ἀναστάσεως
αὐτῆς τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας
εἰς ὅλην τὴν Ἰουδαίαν περὶ τοῦ
Ἰησοῦ καὶ εἰς ὅλας τὰς
γειτονικὰς χώρας, ποὺ ἦσαν τριγύρω ἀπὸ
τὴν Ἰουδαίαν. |
18
Καὶ ἀπήγγειλαν Ἰωάννῃ
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ πάντων
τούτων. |
18
Καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου
ἀνέφεραν εἰς τὸν Ἰωάννην,
τὸν φυλακισμένον, ὅλα αὐτὰ τὰ
καταπληκτικὰ θαύματα, ποὺ ἔκανε ὁ
Ἰησοῦς. |
18
Καὶ ἀνέφεραν εἰς τὸν Ἰωάννην
οἱ μαθηταί του δι’ ὅλα αὐτά, τόσον διὰ
τὴν θεραπείαν τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου,
ὅσον καὶ διὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ
υἱοῦ τῆς χήρας. |
19
Καὶ προσκαλεσάμενος δύο τινὰς τῶν
μαθητῶν αὐτοῦ ὁ Ἰωάννης
ἔπεμψε πρὸς τὸν Ἰησοῦν λέγων·
σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον
προσδοκῶμεν; |
19
Καὶ ὁ Ἰωάννης, ἀφοῦ ἐκάλεσε
δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, τοὺς
ἔστειλε πρὸς τὸν Ἰησοῦν λέγων·
<σὺ εἶσαι ὁ Μεσσίας, ποὺ
τώρα ἔρχεται, ἢ πρέπει νὰ περιμένωμεν
κανέναν ἄλλον; (Καὶ ἔκαμε αὐτὸ
ὁ Ἰωάννης διὰ νὰ θέσῃ
εἰς ἐπαφὴν τοὺς μαθητάς του
μὲ τὸν Κύριον καὶ τοὺς στηρίξῃ
ἔτσι εἰς τὴν πίστιν).
|
19
Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσεν ὁ Ἰωάννης
δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, τοὺς ἔστειλε
πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶπε·
Σὺ εἶσαι ὁ Μεσσίας, ποὺ ἀπὸ
ὤρας εἰς ὤραν πρόκειται νὰ ἔλθῃ
εἰς τὸν κόσμον, ἢ πρέπει νὰ περιμένωμεν
ἄλλον; Καὶ ἔκαμε τὴν ἐρώτησιν
αὐτὴν ὁ Ἰωάννης, διὰ νὰ
στηριχθοῦν οἱ κλονισμένοι μαθηταί του εἰς
τὴν πίστιν πρὸς τὸν Χριστὸν μὲ
τὴν ἀπάντησιν, ποὺ θὰ ἐλάμβανον
ἀπὸ αὐτόν. |
20
Παραγενόμενοι δὲ πρὸς αὐτὸν
οἱ ἄνδρες εἶπον· Ἰωάννης
ὁ βαπτιστὴς ἀπέσταλκεν ἡμᾶς
πρὸς σὲ λέγων· σὺ εἶ ὁ
ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν;
|
20
Ἀφοῦ δὲ ἦλθαν πρὸς αὐτὸν
οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τοῦ εἶπον·
<ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς μᾶς
ἔστειλε εἰς σέ, λέγων· Σὺ
εἶσαι ὁ Μεσσίας ποὺ ἔρχεται
ἢ πρέπει νὰ περιμένωμεν ἄλλον;>
|
20
Ἀφοῦ δὲ ἦλθαν πρὸς αὐτὸν
οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, εἶπον· ὁ
Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς μᾶς ἔστειλεν
εἰς σὲ καὶ λέγει· Σὺ εἶσαι
ὁ Μεσσίας, ποὺ πρόκειται τώρα σύντομα νὰ
ἔλθῃ, ἢ πρέπει νὰ περιμένωμεν ἄλλον
διάφορον ἀπὸ σέ; |
21
Ἐν αὐτῇ δὲ τῇ ὥρᾳ
ἐθεράπευσε πολλοὺς ἀπὸ νόσων
καὶ μαστίγων καὶ πνευμάτων πονηρῶν,
καὶ τυφλοῖς πολλοῖς ἐχαρίσατο
τὸ βλέπειν. |
21
Κατὰ τὴν ὥραν δὲ ἐκείνην
ὁ Ἰησοῦς ἐθεράπευσε πολλοὺς
ἀπὸ ἀσθενείας καὶ ἀπὸ
βασανιστικὰς παθήσεις καὶ ἀπὸ
πονηρὰ πνεύματα. Καὶ εἰς πολλοὺς
τυφλοὺς ἐχάρισε τὸ φῶς των.
|
21
Κατ’ αὐτὴν δὲ τὴν ὥραν ὁ
Ἰησοῦς ἐθεράπευσε πολλοὺς ἀπὸ
ἀσθενείας καὶ ἀπὸ βασανιστικὰ
νοσήματα καὶ ἀπὸ πονηρὰ πνεύματα.
Καὶ εἰς τυφλοὺς πολλοὺς ἐχάρισε
τὸ φῶς των. |
22
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς
εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἀπαγγείλατε
Ἰωάννῃ ἃ εἴδατε καὶ ἠκούσατε·
τυφλοὶ ἀναβλέπουσι καὶ χωλοὶ
περιπατοῦσι, λεπροὶ καθαρίζονται, κωφοὶ
ἀκούουσι, νεκροὶ ἐγείρονται,
πτωχοὶ εὐαγγελίζονται· |
22
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ
τοὺς εἶπε· <πηγαίνετε καὶ
ἀναφέρετε εἰς τὸν Ἰωάννην
αὐτά, ποὺ εἴδατε καὶ ἠκούσατε·
ὅτι δηλαδὴ τυφλοὶ ξαναβλέπουν, χωλοὶ
περιπατοῦν, λεπροὶ καθαρίζονται, κωφοὶ
ἀκούουν, νεκροὶ ἀνασταίνονται,
πτωχοὶ καὶ ταπεινοὶ ἄνθρωποι ἀκούουν
καὶ δέχονται τὸ χαροποιὸν μήνυμα
τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
|
22
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ
τοὺς εἶπε· Πηγαίνετε καὶ ἀναφέρετε
εἰς τὸν Ἰωάννην αὐτά, ποὺ εἴδατε
καὶ ἠκούσατε. Ὅτι δηλαδὴ τυφλοὶ
ξαναβλέπουν, κουτσοὶ περιπατοῦν, λεπροὶ
καθαρίζονται, κωφοὶ γίνονται καλὰ καὶ ἀκούουν,
νεκροὶ ἀνασταίνονται, καὶ περιφρονημένοι
ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς καὶ
ἐπισήμους πτωχοὶ ἀκούουν τὸ χαροποιὸν
ἄγγελμα τῆς οὐρανίου βασιλείας, ἡ
ὁποία θὰ τοὺς φέρῃ τὴν εὐδαιμονίαν
καὶ δόξαν. |
23
καὶ μακάριός ἐστιν ὃς ἐὰν
μὴ σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί.
|
23
Καὶ μακάριος εἶναι ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος δὲν θὰ κλονισθῇ
εἰς τὴν πίστιν του ἐξ αἰτίας
τῆς πτωχῆς καὶ ταπεινῆς ἐμφανίσεώς
μου>. |
23
Καὶ μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ
δὲν θὰ λάβῃ ἀφορμὴν ἀπὸ
τὸ ταπεινὸν φαινόμενον τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεώς μου διὰ νὰ πέσῃ πνευματικῶς
καὶ νὰ σκληρυνθῆ ἕνεκα τῆς πτωχείας
καὶ ταπεινώσεως, εἰς τὴν ὁποίαν ἑκουσίως
ὑπεβλήθην διὰ νὰ ὑψώσω τὸν ἄνθρωπον.
|
24
Ἀπελθόντων δὲ τῶν μαθητῶν Ἰωάννου
ἤρξατο λέγειν πρὸς τοὺς ὄχλους
περὶ Ἰωάννου· τί ἐξεληλύθατε
εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι; Κάλαμον
ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενον;
|
24
Ὅταν δὲ ἀνεχώρησαν οἱ μαθηταὶ
τοῦ Ἰωάννου, ἤρχισεν νὰ λέγῃ
ὁ Κύριος εἰς τὰ πλήθη τοῦ
λαοῦ διὰ τὸν Ἰωάννην· <τί
ἐβγήκατε εἰς τὴν ἔρημον νὰ
ἰδῆτε; Καλάμι ποῦ τὸ σαλεύει
ἐδῶ κι' ἐκεῖ ὁ ἄνεμος;
Μήπως ἐβγήκατε νὰ ἰδῆτε
κανένα ἄνθρωπον ἄστατον, ποὺ παρασύρεται
ἀπὸ τὰς γνώμας τοῦ ἑνὸς
καὶ τοῦ ἄλλου καὶ προσπαθεῖ
νὰ συμφωνῇ μὲ ὅλους; Ὄχι βέβαια.
|
24
Ὅταν δὲ ἀνεχώρησαν οἱ ἀπεσταλμένοι
τοῦ Ἰωάννου, ἤρχησεν ὁ Ἰησοῦς
νὰ λέγῃ εἰς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ
περὶ τοῦ Ἰωάννου· Τί ἐβγήκατε
νὰ ἴδετε εἰς τὴν ἔρημον τὴν
ἐποχήν, ποὺ ἐκήρυττεν ἐκεῖ ὁ
Ἰωάννης; Μήπως ἐβγήκατε νὰ ἴδετε κανένα
ἄνθρωπον ἄστατον, ὁ ὁποῖος νὰ
ὁμοιάζῃ μὲ κάλαμον, ποὺ σαλεύεται
ἀπὸ κάθε φύσημα ἀέρος; Ὄχι βέβαια.
Διότι δὲν θὰ ἄξιζε πλέον τὸν κόπον
νὰ μεταβῆτε εἰς τὴν ἔρημον δ’
αὐτόν. |
25
Ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν;
Ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις
ἠμφιεσμένον; Ἰδοὺ οἱ ἐν
ἱματισμῷ ἐνδόξῳ καὶ τρυφῇ
ὑπάρχοντες ἐν τοῖς βασιλείοις
εἰσίν. |
25
Ἀλλὰ τί ἐξήλθατε νὰ ἰδῆτε;
Ἄνθρωπον κοσμικὸν καὶ μαλθακόν, ἐνδεδυμένον
μαλακὰ καὶ ἀκριβὰ φορέματα;
Ἰδού, αὐτοὶ ποὺ φοροῦν
τὰ πολύτιμα καὶ φανταχτερὰ ἐνδύματα
καὶ ζοῦν μίαν τρυφηλὴν καὶ ἁμαρτωλὴν
ζωήν, μένουν εἰς τὰ βασιλικὰ
ἀνάκτορα. |
25
Ἀλλὰ τί ἐβγήκατε νὰ ἴδετε;
Ἄνθρωπον ἐνδεδυμένον μαλακὰ φορέματα καὶ
μαλθακόν; Ἰδοὺ αὐτοί, ποὺ φοροῦν
φορέματα πολυτελῆ καὶ ζοῦν τὴν ἀποχαυνωτικὴν
ζωὴν τῶν ἀπολαύσεων, μένουν εἰς τὰ
βασιλικὰ ἀνάκτορα. |
26
Ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν;
Προφήτην· ναὶ λέγω ὑμῖν,
καὶ περισσότερον προφήτου. |
26
Ἀλλὰ τί ἐβγήκατε νὰ ἰδῆτε;
Προφήτην; Βεβαίως, ναί· σᾶς λέγω
ὅτι αὐτὸς εἶναι πολὺ περισσότερον
ἀπὸ προφήτης. |
26
Ἀλλὰ τί ἐβγήκατε νὰ ἴδετε; Προφήτην;
Ναί· σᾶς λέγω δὲ καὶ περισσότερον ἀπὸ
προφήτην, διότι αὐτὸς ἠξιώθη νὰ ἴδῃ
τὸν προφητευόμενον Μεσσίαν, ἐπὶ πλέον δὲ
καὶ ἐπροφητεύθη ἡ δρᾶσις καὶ
ἡ ἀποστολή του. |
27
Οὗτός ἐστι περὶ οὖ γέγραπται,
ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν
ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς
κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν
σου. |
27
Αὐτὸς εἶναι, διὰ τὸν ὁποῖον
ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν προφήτην
Μαλαχίαν· Ἰδοὺ ἐγώ, λέγει
ὁ Θεός, ἀποστέλλω τὸν ἀγγελιοφόρον
μου, ὀλίγον ἐνωρίτερα ἀπὸ
σέ, ὁ ὁποῖος θὰ προετοιμάσῃ
ἔμπροσθέν σου τὸν δρόμον, θὰ
προπαρασκευάσῃ δηλαδὴ τὰς καρδίας
τῶν ἀνθρώπων νὰ σὲ δεχθοῦν.
|
27
Πράγματι αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος,
διὰ τὸν ὁποῖον ἔχει γραφῆ
ἀπὸ τοῦ Μαλαχίου· Ἰδοὺ
ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἀγγελιαφόρον
μου ἀμέσως προτήτερα ἀπὸ σέ, ποὺ θὰ
προετοιμάσῃ τὸν δρόμον σου ἐμπρὸς
ἀπὸ σὲ καὶ θὰ προπαρασκευάσῃ
τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων νὰ σὲ
δεχθοῦν. |
28
Λέγω γὰρ ὑμῖν, μείζων ἐν
γεννητοῖς γυναικῶν προφήτης Ἰωάννου
τοῦ βαπτιστοῦ οὐδείς ἐστιν·
ὁ δὲ μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ
τοῦ Θεοῦ μείζων αὐτοῦ ἐστι.
|
28
Διότι σᾶς λέγω, ὅτι μεταξὺ τῶν
ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους ἕως
τώρα ἐγέννησαν αἱ γυναῖκες,
κανεὶς δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος
ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν.
Ἀλλὰ πρέπει νὰ ξέρετε καὶ
τοῦτο, ὅτι ὁ πλέον ταπεινὸς
καὶ ἄσημος πολίτης της βασιλείας τοῦ
Θεοῦ, τὸ ἐλάχιστον μέλος τῆς
Ἐκκλησίας μου, εἶναι, ὡς πρὸς
τὴν σωτηρίαν καὶ τὰ θεῖα χαρίσματα,
ποὺ θὰ παίρνῃ μέσα εἰς
τὴν Ἐκκλησίαν, ἀνώτερος ἀπὸ
τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν, ὁ
ὁποῖος δὲν ἐπῆρε ἀκόμη
τὰς ἀνεκτιμήτους αὐτὰς δωρεάς>.
|
28
Καὶ σᾶς εἶπα περισσότερον ἀπὸ
προφήτην, διότι σᾶς προσθέτω· Μεταξὺ τῶν
ἀνθρώπων, ποὺ ἐγέννησαν ἕως τώρα γυναῖκες,
μεγαλύτερος κατὰ τὴν ἀξίαν προφήτης ἀπὸ
τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστὴν δὲν
εἶναι κανείς. Πρέπει ὅμως νὰ ξεύρετε καὶ
τοῦτο· ὅτι ὁ πλέον ταπεινὸς καὶ
ἄσημος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ,
τὸ τελευταῖον μέλος τῆς Ἐκκλησίας
μου, εἶναι ὑπὸ τὴν ἔποψιν τῶν
θείων χαρισμάτων καὶ τῆς σωτηριώδους γνώσεως τὰ
ὁποῖα ἀπολαμβάνει ἐντὸς τῆς
Ἐκκλησίας μου, μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν
Ἰωάννην, ὁ ὁποῖος δὲν ἀπήλαυσε
τὰς δωρεὰς καὶ τὸ χαρίσματα τῆς
Καινῆς Διαθήκης. |
29
Καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας
καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν
Θεόν, βαπτισθέντες τὸ βάπτισμα Ἰωάννου·
|
29
Καὶ ὅλος ὁ λαὸς καὶ αὐτοὶ
ἀκόμη οἱ τελῶναι, ποὺ εἶχαν
ἀκούσει τὸν Ἰωάννην, μὲ
τὸ νὰ βαπτισθοῦν τὸ βάπτισμα
τοῦ Ἰωάννου καὶ νὰ μετανοήσουν,
ὅπως ἐκεῖνος εἶπεν, ἀπέδειξαν
ὅτι σαφῶς καὶ δικαίως ἐνήργησε
ὁ Θεός. |
29
Καὶ ὅλος ὁ λαός, ὅταν ἤκουσαν
τὸν Ἰωάννην, καὶ αὐτοὶ οἱ
τελῶναι, ποὺ θεωροῦνται ὡς οἱ
πλέον ἁμαρτωλοί, ἀπέδειξαν διὰ τῆς
μετανοίας των, ὅτι ὀρθῶς καὶ δικαίως
ἐνήργησεν ἡ σοφία καὶ ἡ ἀγαθότης
τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔστειλεν ἕνα τέτοιον
προφήτην. Ἀπέδειξαν δὲ τοῦτο, μὲ τὸ
νὰ βαπτισθοῦν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου
καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν δι’ αὐτοῦ
εἰς καλυτέρευσιν βίου καὶ διαγωγῆς.
|
30
οἱ δὲ Φαρισαῖοι καὶ οἱ νομικοὶ
τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ ἠθέτησαν
εἰς ἑαυτούς, μὴ βαπτισθέντες
ὑπ' αὐτοῦ.
|
30
Ἀντιθέτως δὲ οἱ Φαρισαῖοι καὶ
οἱ νομικοί, ποὺ ἐθεωροῦντο ἐνάρετοι
καὶ γνῶσται τῆς Ἁγίας Γραφῆς,
ἀπέδειξαν διὰ τὸν ἑαυτόν
των μάταιον καὶ ἀνωφελὲς τὸ
σχέδιον τοῦ Θεοῦ πρὸς σωτηρίαν
τοῦ ἀνθρώπου. Ἐθεώρησαν ματαίαν
τὴν ἀποστολὴν τοῦ Προδρόμου,
ἀφοῦ οὔτε τὸ κήρυγμα οὔτε
τὸ βάπτισμά του ἐδέχθησαν.
|
30
Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως, ποὺ θεωροῦνται
ἐνάρετοι, καὶ οἱ νομικοί, ποὺ θεωροῦνται
πεπαιδευμένοι εἰς τὸν νόμον, αὐτοὶ
ἀπέδειξαν ἀνωφελὲς καὶ μάταιον διὰ
τοὺς ἑαυτούς των τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ,
ποὺ ἀπέβλεπεν εἰς τὴν σωτηρίαν τοῦ
ἀνθρώπου. Δι' αὐτοὺς ἡ ἀποστολὴ
τοῦ Προφήτου ἀπεδείχθη ἄκαρπος καὶ
ὁ σκοπός, διότι δὲν ἐδέχθησαν τὸ κήρυγμά
του καὶ δὲν ἐβαπτίσθησαν ὑπ’ αὐτοῦ.
|
31
Τίνι οὖν ὁμοιώσω τοὺς ἀνθρώπους
τῆς γενεᾶς ταύτης, καὶ τίνι
εἰσὶν ὅμοιοι; |
31
<Μὲ τί λοιπὸν να παρομοιάσω τοὺς
ἀνθρώπους τῆς γενεὰς αὐτῆς;
Μὲ ποιὸν εἶναι ὅμοιοι; |
31
Κατόπιν λοιπὸν τῆς συμπεριφορᾶς αὐτῆς
τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν νομικῶν πρὸς
ποῖον νὰ παρομοιάσω τοὺς ἀνθρώπους
τῆς γενεᾶς αὐτῆς; Καὶ πρὸς
ποῖον εἶναι ὅμοιοι; |
32
Ὅμοιοί εἰσι παιδίοις τοῖς ἐν
ἀγορᾷ καθημένοις καὶ προσφωνοῦσιν
ἀλλήλοις καὶ λέγουσιν· ηὐλήσαμεν
ὑμῖν, καὶ οὐκ ὠρχήσασθε,
ἐθρηνήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ
ἐκλαύσατε. |
32
Ὁμοιάζουν μὲ ἄτακτα ἀργόσχολα
παιδιά, ποὺ κάθονται εἰς τὴν
ἀγορὰν καὶ φωνάζουν μεταξύ των
καὶ λέγουν· Σᾶς ἐπαίξαμεν
μὲ τὸν αὐλὸν χαρούμενους σκοποὺς
καὶ δὲν ἐχορέψατε, σᾶς ἐτραγουδήσαμε
μοιρολόγια καὶ δὲν ἐκλάψατε.
Οὔτε μὲ τὸ ἕνα οὔτε μὲ
τὸ ἄλλο δὲν σᾶς ἰκανοποιήσαμεν.
|
32
Εἶναι ὅμοιοι πρὸς παιδιὰ ἄτακτα
καὶ ὀκνηρά, ποὺ κάθηνται εἰς τὴν
ἀγοράν, καὶ φωνάζουν δυνατὰ μεταξύ των καὶ
λέγουν· Σᾶς ἐπαίξαμεν χαρούμενα μὲ
τὸν αὐλὸν καὶ δὲν ἐχόρευσατε·
σᾶς ἐμοιρολογήσαμεν καὶ σᾶς εἴπαμεν
τραγούδια θλιβερὰ καὶ δὲν ἐκλαύσατε.
Οὔτε μὲ τὸ ἕνα λοιπὸν εὐχαριστεῖσθε,
οὔτε μὲ τὸ ἄλλο ἰκανοποιεῖσθε.
|
33
Ἐλήλυθε γὰρ Ἰωάννης ὁ
βαπτιστὴς μήτε ἄρτον ἐσθίων
μῆτε οἶνον πίνων, καὶ λέγετε,
δαιμόνιον ἔχει. |
33
Ἔτσι καὶ σεῖς ποὺ δὲν πιστεύετε.
Διότι ἦλθεν ὁ Ἰωάννης ὁ
βαπτιστής, ὁ ὁποῖος, νηστευτὴς
καὶ ἀσκητὴς καθὼς ἦτο, οὔτε
ψωμὶ ἔτρωγε οὔτε κρασὶ ἔπινε,
καὶ λέγετε· Ἔχει δαιμόνιον.
|
33
Ἔτσι καὶ σεῖς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι·
εἶσθε δύστροποι καὶ δὲν ἠμπορεῖ
κανεὶς νὰ σᾶς εὔρῃ πουθενά.
Διότι ἦλθεν ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής,
ὁ ὁποῖος οὔτε ἄρτον ἔτρωγε,
οὔτε οἶνον ἔπινε. Καὶ λέγετε·
ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ὑποχόνδριος
καὶ μελαγχολικὸς καὶ ἔχει μέσα του
δαιμόνιον, δι’ αὐτὸ δὲ ζῇ καὶ
μακρὰν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
|
34
Ἐλήλυθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγετε·
ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης,
φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν.
|
34
Ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,
ὁ ὁποῖος τρώγει καὶ πίνει,
ὅπως κάθε κοινωνικὸς καὶ συνετὸς
ἄνθρωπος, καὶ λέγετε· Ἰδοὺ
ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης,
φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν.
|
34
Ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,
ποὺ τρώγει καὶ πίνει, ὡς ἐγκρατὴς
ἀλλὰ καὶ κοινωνικὸς ἄνθρωπος,
καὶ λέγετε· Ἰδοὺ ἄνθρωπος φαγᾶς
καὶ οἰνοπότης, φίλος τῶν τελωνῶν καὶ
ἁμαρτωλῶν. |
35
Καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ
τῶν τέκνων αὐτῆς πάντων.
|
35
Καὶ ἔτσι ἡ θεία σοφία ἐθαυμάσθη
ἀπὸ τὰ τέκνα της ὡς δικαία,
διότι ὀρθῶς εἰς κάθε περίστασιν
ἐνεργεῖ, χρησιμοποιοῦσα τὰς ἀρίστας
καὶ δικαιοτάτας μεθόδους διὰ τὴν
σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων>.
|
35
Παρὰ ταῦτα ὅμως ἐθαυμάσθη ἡ
θεία σοφία ὡς δικαία καὶ σοφῶς ἐργασθεῖσα
διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ
ὅλα τὰ τέκνα της, δηλαδὴ ἀπὸ
ὅλους τοὺς πράγματι συνετοὺς καὶ πνεῦμα
σοφίας ἔχοντας ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι
ἐπληροφορήθησαν ἀπὸ τῶν πραγμάτων,
ὅτι καὶ διὰ τῶν δύο αὐτῶν
μεθόδων ἡ θεία σοφία ἐνήργει θαυμαστῶς.
|
36
Ἠρώτα δέ τις αὐτὸν τῶν
Φαρισαίων ἵνα φάγῃ μετ' αὐτοῦ·
καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν
τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη.
|
36
Τὸν παρακαλοῦσε δὲ κάποιος ἀπὸ
τοὺς Φαρισαίους νὰ φάγῃ μαζῆ
του. Καὶ ἀφοῦ εἰσῆλθεν εἰς
τὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου, ἐξηπλώθη,
κατὰ συνήθειαν ποὺ ἐπικρατοῦσε
τότε, πλησίον τῆς τραπέζης τοῦ
φαγητοῦ. |
36
Τὸν παρεκάλει δὲ κάποιος ἀπὸ τοὺς
Φαρισαίους νὰ φάγῃ μαζί του. Καὶ ἀφοῦ
ἐμβῆκεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ
Φαρισαίου, ἐξηπλώθη πλησίον τῆς τραπέζης, ὅπως
τότε ἐσυνηθίζετο. |
37
Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει
ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα
ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ
τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον
μύρου |
37
Καὶ ἰδοὺ μία γυναῖκα τῆς
πόλεως αὐτῆς, ἡ ὁποία
ἦτο ἁμαρτωλή, ὅταν ἐπληροφορήθη
ὅτι ὁ Ἰησοῦς τρώγει εἰς
τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου, ἔφερε
ἕνα ἀλαβάστρινον δοχεῖον γεμᾶτο
μύρον |
37
Καὶ ἰδοὺ μία γυναῖκα, ποὺ ἔζη
εἰς τὴν πόλιν, ἡ ὁποία ἦτο ἁμαρτωλή,
ὅταν ἐπληροφορήθη ὅτι εἶναι καθισμένος
καὶ τρώγει εἰς τὸν οἶκον τοῦ
Φαρισαίου, ἔφερεν ἀγγεῖον ἀπὸ
ἀλάβαστρον γεμᾶτον ἀπὸ μῦρον
|
38
καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς
πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο
βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς
δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ της κεφαλῆς
αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει
τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε
τῷ μύρῳ. |
38
Καὶ ἀφοῦ ἐστάθη πίσω,
πλησίον εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ,
ἀνελύθη εἰς δάκρυα καὶ ἤρχισεν
νὰ βρέχῃ τοὺς πόδας του μὲ
τὰ δάκρυά της, καὶ νὰ τοὺς
σπογγίζῃ μὲ τὰς τρίχας τῆς
κεφαλῆς της. Συγρόνως δὲ ἐφιλοῦσε
συνεχῶς μὲ βαθεῖαν εὐλάβειαν
τοὺς πόδας του καὶ τοὺς ἤλειφε
μὲ μύρον. |
38
καὶ ἀφοῦ ἐστάθη πλησίον τῶν
ποδῶν του, ὀπίσω ἀπὸ τὴν τράπεζαν,
ὅπως ἦτο ἑξαπλωμένος ὁ Κύριος, σκεπτομένη
τὰς ἁμαρτίας της ἐξέσπασεν εἰς κλαυθμούς.
Καὶ ἤρχισε νὰ βρέχει τοὺς πόδας του
μὲ τὰ ἄφθονα δάκρυά της καὶ τοὺς
ἐσπόγγιζε μὲ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς
της. Συγχρόνως δὲ ἐφιλοῦσε μὲ εὐλαβῆ
πόθον τοὺς πόδας του καὶ τοὺς ἔλειφε
μὲ τὸ μύρον. |
39
Ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ
καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ
λέγων· οὗτος εἰ ἦν προφήτης,
ἐγίνωσκεν ἄν τίς καὶ ποταπὴ
ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ,
ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι.
|
39
Ὅταν δὲ ὁ Φαρισαῖος, ποὺ τὸν
εἶχε καλέσει εἰς τὸ γεῦμα, εἶδε
τὸ γεγονὸς αὐτό, εἶπε μέσα
του· Ἐὰν αὐτὸς ἦτο προφήτης,
θὰ ἐγνώριζε ποίας διαγωγῆς εἶναι
ἡ γυναῖκα αὐτή ποὺ τὸν
ἐγγίζει, θὰ ἐγνώριζε δηλαδὴ
ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή. |
39
Ὅταν δὲ εἶδεν αὐτὸ ὁ Φαρισαῖος,
ποὺ τὸν ἐκάλεσεν εἰς τὸ γεῦμα,
ἐσκέφθη μέσα του καὶ εἶπεν· Αὐτός,
ἐὰν ἦτο προφήτης, θὰ ἐγνώριζε
διὰ τοῦ διορατικοῦ πνεύματος, ποὺ
ἔχουν οἱ προφῆται, ποία εἶναι καὶ
ποίαν διαγωγὴν καὶ ποῖον βίον διεφθαρμένον
ἔχει ἡ γυναῖκα αὐτή, ποὺ τὸν
ἐγγίζει· θὰ ἐγνώριζε δηλαδὴ ὅτι
εἶναι ἁμαρτωλή. |
40
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς
εἶπε πρὸς αὐτόν· Σίμων,
ἔχω σοι τι εἰπεῖν. Ὁ δέ φησι·
διδάσκαλε, εἰπέ. |
40
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπαντῶν εἰς
τοὺς διαλογισμοὺς αὐτοὺς τοῦ
Σίμωνος εἶπε· <Σίμων, ἔχω
κάτι νά σοῦ πῶ>. Ἐκεῖνος
δὲ εἶπε· <διδάσκαλε, λέγε>.
|
40
Καὶ τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπαντῶν
εἰς τοὺς ἀποκρύφους αὐτοὺς διαλογισμοὺς
τοῦ Φαρισαίου τοῦ εἶπε· Σίμων, ἔχω
κάτι νὰ σοῦ εἴπω. Αὐτὸς δὲ
εἶπε· Διδάσκαλε, εἰπέ. |
41
Δύο χρεωφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι·
ὁ εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια,
ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα. |
41
Ἦσαν δύο χρεωφειλέται πρὸς κάποιον
δανειστήν. Ὁ ἔνας τοῦ ἐχρεωστοῦσε
πεντακόσια δηνάρια ὁ δὲ ἄλλος
πενῆντα. |
41
Ἦσαν εἰς κάποιον δανειστὴν δύο χρεωφειλέται.
Ὁ ἕνας ἐχρεώστει πεντακόσια δηνάρια, ὁ
ἄλλος πεντήκοντα. |
42
Μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι,
ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο. Τίς οὖν
αὐτῶν, εἶπε, πλεῖον αὐτὸν
ἀγαπήσει; |
42
Ἐπειδὴ δὲ δὲν εἶχαν αὐτοὶ
νὰ ἐξοφλήσουν τὸ χρέος των,
ὁ δανειστὴς τὸ ἐχάρισε καὶ
εἰς τοὺς δύο. Πές μου, ποιὸς
ἀπὸ τοὺς δύο θὰ τὸν ἀγαπήσῃ
περισσότερον;> |
42
Ἐπειδὴ δὲ αὐτοὶ δὲν εἶχαν
νὰ δώσουν πάλιν τὰ δανεικά, ὁ δανειστὴς
ἐχάρισε τὸ χρέος καὶ εἰς τοὺς
δύο. Εἰπέ μου λοιπὸν τώρα, ποῖος ἐξ
αὐτῶν θὰ ἀγαπήσῃ τοῦτον
περισσότερον; |
43
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπεν·
ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον
ἐχαρίσατο. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ·
ὀρθῶς ἔκρινας. |
43
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Σίμων καὶ
εἶπε· νομίζω, ὅτι ἐκεῖνος
εἰς τὸν ὁποῖον ἐχάρισε
τὸ μεγαλύτερον χρέος>. Ὁ δὲ
Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· <ὀρθὴ
εἶναι ἡ κρίσις σου>. |
43
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Σίμων καὶ εἶπε·
Νομίζω, ὅτι ἐκεῖνος εἰς τὸν
ὁποῖον ὁ δανειστὴς ἐχάρισε τὸ
περισσότερον χρέος, αὐτὸς καὶ θὰ ἀγαπήσῃ
περισσότερον. Ὁ Ἰησοῦς δὲ τοῦ
εἶπε τότε· Ὀρθῶς ἔκρινας. |
44
Καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα
τῷ Σίμωνι ἔφη· βλέπεις ταύτην
τὴν γυναῖκα; Εἰσῆλθόν σου εἰς
τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς
πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ
τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς
πόδας καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς
αὐτῆς ἐξέμαξε. |
44
Καὶ ἀφοῦ ἐγύρισε πρὸς
τὴν γυναῖκα, εἶπε εἰς τὸν Σίμωνα·
<βλέπεις αὐτὴν τὴν γυναῖκα;
Ἦλθα εἰς τὸ σπίτι σου καὶ δὲν
μοῦ ἔδωσες νερὸ νὰ διὰ τὸ
πλύσιμο τῶν ποδιῶν μου. Αὐτὴ
ὅμως ἔβρεξε τὰ πόδια μου μὲ
τὰ δάκρυα της καὶ τὰ ἐσπόγγισε
μὲ τὰς τρίχας τῂς κεφαλῆς της.
|
44
Καὶ ἀφοῦ ἔστρεψε πρὸς τὴν
γυναῖκα, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα·
Βλέπεις αὐτὴν τὴν γυναῖκα; Ἐμβῆκα
εἰς τὸν οἶκον σου καὶ δέν μοῦ
ἔρριψες νερὸ διὰ νὰ πλύνω τοὺς
πόδας μου· αὐτὴ ὅμως ὄχι μὲ
κοινὸν νερό, ἀλλὰ μὲ αὐτὰ
τὰ δάκρυά της μοῦ ἔβρεξε τοὺς πόδας
καὶ μοῦ τοὺς ἐσπόγγισε μὲ τὰς
τρίχας τῆς κεφαλῆς της. |
45
Φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη
δὲ ἀφ' ἧς εἰσῆλθεν οὐ
διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας. |
45
Σὺ δὲν μοῦ ἔδωσες φίλημα, ὅπως
συνηθίζουν διὰ τὸν κάθε φιλοξενούμενον·
αὐτὴ δὲ ἀπὸ τὴν ὥραν
ποὺ ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι,
δὲν ἔπαυσε μὲ πολλὴν εὐλάβειαν
νὰ καταφιλῇ τοὺς πόδας μου.
|
45
Σὺ δέν μοῦ ἔδωκες φίλημα οὔτε εἰς
τὸ πρόσωπον. Αὐτὴ ὅμως, ἀπὸ
τὴν ὥραν ποὺ ἐμβῆκε, δὲν
ἔπαυσε μὲ πολλὴν ταπείνωσιν νὰ μοῦ
καταφιλῇ τοὺς πόδας. |
46
Ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ
ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ
μου τοὺς πόδας. |
46
Σὺ δὲν μοῦ ἄλειψες τὴν κεφαλὴν
οὔτε μὲ ἁπλὸ λάδι. Αὐτὴ
δὲ μοῦ ἄλειψε τοὺς πόδας μὲ
πανάκριβο μύρον. |
46
Σὺ δὲν μοῦ ἤλειψες τὴν κεφαλὴν
μὲ ἀπλοῦν ἔλαιον, ποὺ εἶναι
τόσον ἐθηνόν. Αὐτὴ ὅμως μὲ πανάκριβον
μύρον μοῦ ἤλειψεν ὄχι τὴν κεφαλήν,
ἀλλὰ τοὺς πόδας. |
47
Οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται
αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί,
ὅτι ἠγάπησε πολὺ· ᾧ δὲ
ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον
ἀγαπᾷ. |
47
Ἕνεκα δὲ τούτου ἀκριβῶς σοῦ
λέγω ὅτι εἶναι συγχωρημέναι αἱ
πολλαὶ αὐτῆς ἁμαρτίαι, διότι
ἠγάπησε πολὺ ἐμὲ τὸν Λυτρωτήν,
καὶ ἐπόθησε βαθύτατα τὴν λύτρωσίν
της. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ νομίζει
ὅτι ὀλίγον χρέος ἔχει ἀπέναντι
τοῦ Θεοῦ, ὀλίγον ἀγαπᾷ>.
|
47
Ἕνεκα δὲ τούτου, σὲ βεβαιῶ καὶ
μάθε το, εἶναι συγχωρημέναι αἱ πολλαί της ἁμαρτίαι,
διότι ἠγάπησε πολύ. Ἐζήτησε τὴν ἄφεσιν
τοῦ χρέους τῶν ἁμαρτιῶν της, γεμᾶτη
εὐγνωμοσύνην καὶ ἀφοσίωσιν πρὸς ἐμέ,
ποὺ θὰ τὴν συνεχώρουν. Ἐκεῖνος
δὲ ποὺ νομίζει, ὅτι δὲν χρεωστεῖ
πολλά, καὶ εἰς τὸν ὁποῖον κατὰ
τὴν ἰδέαν του ἀφίνεται ὀλίγον χρέος,
ὀλίγον ἀγαπᾷ, ὅπως συμβαίνει μὲ
σέ. Ἡ γυναῖκα δηλαδὴ αὐτὴ μὲ
ἠγάπησεν ὡς σωτῆρα της πολὺ περισσότερον
ἀπὸ σέ, ποὺ δὲν αἰσθάνεσαι τόσον
τὴν ἀνάγκην νὰ σὲ σώσω.
|
48
Εἶπε δὲ αὐτῇ· ἀφέωνταί
σου αἱ ἁμαρτίαι. |
48
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς·
<εἶναι συγχωρημέναι αἱ ἁμαρτίαι
σου> |
48
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτήν· Εἶναι
συγχωρημέναι αἱ ἁμαρτίαι σου.
|
49
Καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν
ἐν ἑαυτοῖς· τίς οὗτός
ἐστιν ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν;
|
49
Καὶ αὐτοί, ποὺ παρεκάθηντο μαζῆ
του εἰς τὸ τραπέζι ἤρχισαν νὰ
σκέπτωνται καὶ νὰ λέγουν ἀπὸ
μέσα των· <ποιὸς εἶναι αὐτός,
ὁ ὁποῖος καὶ ἁμαρτίας
ἀκόμη συγχωρεῖ;> |
49
Καὶ ἤρχισαν αὐτοί, ποὺ ἐκάθηντο
μαζὶ εἰς τὸ τραπέζι, νὰ λέγουν μέσα
τους· Ποῖος εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος
καὶ ἁμαρτίας ἀκόμη τολμᾷ νὰ
συγχωρῇ; |
50
Εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα·
ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου
εἰς εἰρήνην. |
50
Εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα ὁ
Ἰησοῦς· <ἡ πίστις σου σὲ
ἔχει σώσει· πήγαινε μὲ εἰρηνικὴ
καὶ καθαρὰν τὴν καρδίαν σου εἰς
τὸν δρόμον τῆς εἰρήνης>.
|
50
Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς
τὴν γυναῖκα· Οἱ ὁμοτράπεζοί μου
δὲν ἔχουν τὴν πίστιν τὴν ἰδικήν
σου. Σὺ ἦλθες εἰς ἐμὲ μὲ
τὴν πεποίθησιν ὅτι θὰ λάβῃς τὴν
ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν σου. Ἡ πίστις
σου αὐτὴ σὲ ἔσωσε. Πήγαινε μὲ
τὴν συνείδησιν ἤρεμον καὶ μὲ τὴν
καρδίαν γεμᾶτην εἰρήνην. Καὶ πρόσεξε νὰ
μὴ χάσῃς ποτὲ τὴν εἰρήνην αὐτήν.
|