Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγένετο ἐν τῷ καθεξῆς καὶ
αὐτὸς διώδευε κατὰ πόλιν καὶ
κώμην κηρύσσων καὶ εὐαγγελιζόμενος
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ
οἱ δώδεκα σὺν αὐτῷ,
|
ατὰ
τὸν χρόνον ποὺ ἀκολούθησε, ἐπερνοῦσε
ὁ Κύριος τὴν μίαν μετὰ τὴν
ἄλλην, κάθε πόλιν καὶ χωρίον
καὶ ἐκήρυττε καὶ ἐδίδασκε
τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα τὴς βασιλείας
τοῦ Θεοῦ. Μαζῆ δὲ μὲ αὐτὸν
ἦσαν καὶ οἱ δώδεκα μαθηταί,
|
αὶ
εἰς τὸν μετέπειτα χρόνον συνέβη ὁ Ἰησοῦς
νὰ διέρχεται μίαν πρὸς μίαν ἕκαστην πόλιν
καὶ χωρίον, καὶ ἐκήρυττε καὶ ἐδίδασκε
τὸ χαρμόσυνον μήνυμα, ὅτι διὰ τῆς
ἱδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐπεκτείνεται
καὶ ἐπὶ τῆς γῆς ἡ οὐράνιος
βασιλεῖα τοῦ Θεοῦ. Ἦσαν δὲ μαζί
του εἰς τὴν περιοδείαν αὐτὴν καὶ
οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι, |
2
καὶ γυναῖκές τινες αἳ ἦσαν τεθεραπευμέναι
ἀπὸ νόσων καὶ μαστίγων καὶ
πνευμάτων πονηρῶν καὶ ἀσθενειῶν,
Μαρία ἡ καλουμένη Μαγδαληνή, ἐφ'
ἧς δαιμόνια ἑπτὰ ἐξεληλύθει,
|
2
καὶ μερικαὶ γυναῖκες αἱ ὁποῖαι
εἶχαν θεραπευθῇ ὑπ' αὐτοῦ ἀπὸ
νόσους καὶ βασανιστικὲς παθήσεις καὶ
ἀπὸ πνεύματα πονηρὰ καὶ ἀπὸ
ἀσθενείας ἡ Μαρία, ἡ ὁποία
ἐλέγετο Μαγδαληνὴ καὶ ἀπὸ
τὴν ὁποίαν εἶχαν ἐκδιωχθῆ
μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Κυρίου ἑπτὰ
δαιμόνια |
2
καὶ μερικαὶ γυναῖκες, αἱ ὁποῖαι
εἶχαν θεραπευθῇ ὑπὸ τοῦ Ἰησοῦ
ἀπὸ νοσήματα καὶ βασανιστικοὺς πόνους
καὶ ἀπὸ πνεύματα πονηρὰ καὶ
ἀσθενείας. Δηλαδὴ ἡ Μαρία, ἡ ὁποία
ἐλέγετο Μαγδαληνή, (διότι πιθανῶς κατήγετο ἀπὸ
τὰ Μάγδαλα), ἀπὸ τὴν ὁποίαν
διὰ τῆς παρεμβάσεως τοῦ Κυρίου εἶχαν
βγῇ ἑπτὰ δαιμόνια, |
3
καὶ ᾿Ιωάννα γυνὴ Χουζᾶ ἐπιτρόπου
Ἡρῴδου, καὶ Σουσάννα καὶ ἕτεραι
πολλαί, αἴτινες διηκόνουν αὐτῷ
ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς.
|
3
καὶ ἡ Ἰωάννα, σύζυγος τοῦ
Χουζᾶ, ὁ ὁποῖος ἦτο οἰκονομικὸς
διαχειριστὴς τοῦ Ἡρῴδου καὶ
ἡ Σουσάννα καὶ ἄλλαι πολλαί,
αἱ ὁποῖαι ὑπηρετοῦσαν αὐτὸν
καὶ προσέφεραν διὰ τὴν συντήρησιν
αὐτοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων
ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά των.
|
3
καὶ ἡ Ἰωάννα ἡ σύζυγος τοῦ Χουζά,
τοῦ οἰκονομοῦ καὶ διαχειριστοῦ
τοῦ Ἡρῴδου, καὶ ἡ Σουσάννα καὶ
πολλαὶ ἄλλαι, αἱ ὁποῖαι ὑπηρέτουν
τὸν Κύριον καὶ εἰσέφερον διὰ τὴν
συντήρησιν αὐτοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων
του ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά των.
|
4
Συνιόντος δὲ ὄχλου πολλοῦ καὶ
τῶν κατὰ πόλιν ἐπιπορευομένων
πρὸς αὐτὸν εἶπε διὰ παραβολῆς·
|
4
Ἐνῶ δὲ ἐμαζεύετο πολὺς
λαὸς καὶ ἀπὸ κάθε πόλιν
ἤρχοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν ὁ
Κύριος διδασκαλίαν μὲ παραβολήν.
|
4
Ἐνῷ δὲ ἐμαζεύετο λαὸς πολὺς
καὶ ἤρχοντο ἀπὸ κάθε πόλιν εἰς
αὐτὸν διὰ νὰ τὸν ἀκούσουν,
εἶπεν ὁ Κύριος μὲ παραβολήν·
|
5
ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι
τὸν σπόρον αὐτοῦ. Καὶ ἐν
τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν
ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ
κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ
οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό
|
5
Ἐβγῆκε ὁ σπορεὺς εἰς τὸ
χωράφι, διὰ νὰ σπείρῃ τὸν
σπόρον του. Καὶ καθὼς αὐτὸς
ἔσπερνε, ἄλλο μὲν μέρος τοῦ
σπόρου ἔπεσε κοντὰ εἰς τὸν δρόμον,
κατεπατήθη ἀπὸ τοὺς διαβάτας
καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ
τὸ κατέφαγαν. |
5
Ἐβγῆκεν αὐτός, ποὺ σπέρνει ἔξω
εἰς τὸ χωράφι, διὰ νὰ σπείρῃ
τὸν σπόρον του. Καὶ καθὼς αὐτὸς
ἔσπερνεν, ἄλλο μὲν μέρος τοῦ σπόρου
ἔπεσε κοντὰ εἰς τὸν δρόμον τοῦ
χωραφιοῦ καὶ κατεπατήθη ἀπὸ τοὺς
διαβάτας, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ
τὸ κατέφαγαν. |
6
καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν
πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ
τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα·
|
6
Καὶ ἄλλο ἔπεσε εἰς τὴν πετρώδη
γῆν καὶ ἀφοῦ ἐφύτρωσε,
ἐξηράνθη, διότι δὲν εἶχε ὑγρασίαν.
|
6
Καὶ ἄλλο μέρος ἔπεσεν ἐπάνω εἰς
τὴν πέτραν, καὶ ἀφοῦ ἐφύτρωσεν,
ἐξηράνθη, ἐπειδὴ δὲν εἶχεν ὑγρασίαν.
|
7
καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ
τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι
αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό.
|
7
Καὶ ἄλλο ἔπεσε ἀνάμεσα εἰς
ἀγκάθια καὶ καθὼς ἐβλάστησαν
καὶ ἐμεγάλωσαν τὰ ἀγκάθια,
τὸ ἔπνιξαν ἐντελῶς. |
7
Καὶ ἄλλο μέρος ἔπεσε μέσα εἰς ἔδαφος
γεμᾶτον ἀπὸ σπόρους ἀγκαθιῶν.
Καὶ ἐβλάστησαν μαζὶ τὰ ἀγκάθια
καὶ τὸ ἔπνιξαν τελείως.
|
8
Καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν
ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε
καρπὸν ἐκατονταπλασίονα. Ταῦτα λέγων
ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν
ἀκουέτω. |
8
Καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὴν εὔφορον
καὶ καλὴν γῆν καὶ ἀφοῦ
ἐφύτρωσε, ἔκαμε καρπὸν ἑκατονταπλάσιον>.
Ἐνῶ δὲ ἔλεγε αὐτά, εἶπε
μὲ φωνὴν μεγάλην· <Ἐκεῖνος
ποὺ ἔχει αὐτιὰ πνευματικά, διὰ
νὰ ἀκούῃ τὴν ἀλήθειαν
τοῦ Θεοῦ, ἂς ἀκούῃ αὐτά
ποὺ ἐγὼ διδάσκω>. |
8
Καὶ ἄλλο μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε μέσα
εἰς τὴν γῆν τὴν μαλακὴν καὶ
εὔφορον καὶ ὅταν ἐφύτρωσεν, ἔκαμε
καρπὸν ἑκατὸν φορὰς περισσότερον ἀπὸ
ὅ,τι ὁ σπόρος. Ἐνῷ δὲ ἔλεγεν
αὐτά, διὰ νὰ δώσῃ μεγαλύτερον τόνον
εἰς τοὺς λόγους του καὶ διεγείρῃ τὴν
προσοχὴν τῶν ἀκροατῶν του, ἐφώναζε
δυνατά· Αὐτὸς ποὺ ἔχει αἰτιὰ
πνευματικὰ καὶ ἐνδιαφέρον πνευματικὸν
διὰ νὰ ἀκούῃ καὶ ἐγκολπώνεται
αὐτὰ ποὺ λέγω, ἂς ἀκούῃ.
|
9
Ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ
αὐτοῦ λέγοντες· τί εἴη
ἡ παραβολὴ αὕτη; |
9
Τὸν ἐρωτοῦσαν δὲ οἱ μαθηταί
του λέγοντες· <ποιὸ εἶναι τὸ
νόημα αὐτῆς τῆς παραβολῆς;>
|
9
Τὸν ἐρωτοῦσαν δὲ οἱ μαθηταί
του καὶ ἔλεγαν· Ποία εἶναι ἡ
ἔννοια καὶ ἡ σημασία αὐτῆς τῆς
παραβολῆς; |
10
Ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται
γνῶναι τὰ μυστήρια της βασιλείας τοῦ
Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς,
ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ
ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. |
10
Αὐτὸς δὲ εἶπεν· <εἰς
σᾶς ποὺ ἔχετε ἀγαθὴν διάθεσιν,
ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸ
προνόμιον καὶ ἡ χάρις νὰ γνωρίζετε
τὰς μυστηριώδεις ἀληθείας της βασιλείας
τοῦ Θεοῦ. Τοὺς ἄλλους δὲ (ἐπειδὴ
δὲν ἔχουν ἀγαθὴν διάθεσιν καὶ
ἐνδιαφέρον νὰ ἀκούσουν καὶ
δεχθοῦν τὴν ἀλήθειαν καὶ διὰ
νὰ τοὺς προφυλάξω ἀπὸ τὴν
μεγάλη εὐθύνην, ποὺ θὰ εἶχαν
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἂν ἐκαταλάβαιναν
καὶ περιφρονοῦσαν τὰς θείας ἀληθείας)
τοὺς διδάσκω μὲ παραβολάς, ὥστε,
ἐνῶ βλέπουν νὰ μὴ ἠμποροῦν
νὰ εἰσχωρήσουν εἰς τὸ βαθύτερον
νόημα, καὶ ἐνῶ ἀκούουν
νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ ἐνοήσουν
τὴν ἀλήθειαν. |
10
Αὐτὸς δὲ εἶπεν· Εἰς σᾶς,
ποὺ ἔχετε ἐνδιαφέρον καὶ καλὴν
διάθεσιν, ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν
ὡς χάρις νὰ μάθετε τὰς μυστηριώδεις ἀληθείας
τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, εἰς τοὺς
ἄλλους ὅμως ὁμιλῶ μὲ παραβολάς.
Αὐτοὶ δὲν ἔχουν ἐνδιαφέρον διὰ
νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ δεχθοῦν τὰς
πνευματικὰς ἀληθείας. Καὶ ὁ νοῦς
των εἶναι παχυλὸς καὶ ἀνίκανος διὰ
πνευματικὴν διδασκαλίαν. Δι’ αὐτὸ διδάσκω
μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, διὰ νὰ
μὴ ἠμποροῦν νὰ ἴδουν βαθύτερον
καὶ καθαρώτερον, ἐνῷ βλέπουν μὲ τοὺς
ὀφθαλμοῦς τοῦ σώματος, διὰ νὰ
μὴ ἠμποροῦν νὰ καταλάβουν, ἐνῷ
ἄκουουν τὴν διδασκαλίαν, ποὺ τοὺς
ἐξηγεῖ τὰ μυστήρια. Καὶ πράττω τοῦτο
ὄχι μόνον κατὰ λόγον δικαιοσύνης, ἀλλὰ
καὶ ἐξ ἀγαθότητος, ἵνα μὴ οὔτοι
διὰ τῆς περιφρονήσεως τῆς ἀληθείας
ἐπιβαρύνουν τὴν θέσιν των καὶ σκληρυνθοῦν
περισσότερον. |
11
Ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή·
ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος
τοῦ Θεοῦ· |
11
Τὸ νόημα δὲ τῆς παραβολῆς αὐτῆς
εἶναι τὸ ἐξῆς· Ὁ σπόρος
συμβολίζει τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
|
11
Εἶναι δὲ ἡ ἔννοια τῆς παραβολῆς
αὐτή. Ὁ σπόρος σημαίνει τὸν λόγον τοῦ
Θεοῦ. |
12
οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν
οἱ ἀκούσαντες, εἴτα ἔρχεται
ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον
ἀπὸ της καρδίας αὐτῶν, ἵνα
μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. |
12
Ἐκεῖνοι δέ ποὺ ὁμοιάζουν
πρὸς τὸ ἔδαφος κοντὰ εἰς τὸν
δρόμον, εἶναι ὅσοι ἤκουσαν καὶ
δὲν ἐπρόσεξαν τὸν λόγον τοῦ
Θεοῦ. Ἔπειτα ἔρχεται ὁ διάβολος
καὶ παίρνει τὸν λόγον ἀπὸ
τὴν καρδία των, διὰ νὰ μὴν πιστεύσουν
καὶ σωθοῦν. |
12
Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ὁμοιάζουν πρὸς
τὸ ἔδαφος, τὸ ὁποῖον εἶναι
πλησίον εἰς τὸν δρόμον, εἶναι αὐτοὶ
ποὺ ἤκουσαν ἁπλῶς καὶ μόνον
τὸν λόγον. Ἔπειτα ἔρχεται ὁ διάβολος
καὶ ἀφαιρεῖ τὸν λόγον ἀπὸ
τὰς καρδίας των, διὰ νὰ μὴ πιστεύσουν
εἰς τὸν λόγον καὶ σωθοῦν.
|
13
Οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ
ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται
τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ρίζαν οὐκ
ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι
καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται.
|
13
Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ συμβολίζονται
μὲ τὴν πετρώδη γῆν, εἶναι ὅσοι
ὅταν ἀκούσουν δέχονται μὲ χαρὰν
τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχουν
ὅμως βαθειὲς ρίζες εἰς τὴν καρδία
των καὶ δι' αὐτὸ ὀλίγον καιρὸν
πιστεύουν καὶ εἰς ἐποχὴν πειρασμοῦ
ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν πίστιν.
|
13
Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἐδέχθησαν τὸν
σπόρον, ὁ ὁποῖος ἔπεσεν ἐπὶ
τῆς πέτρας, εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι,
ὅταν ἀκούσουν, δέχονται μὲ χαρὰν καὶ
ἐνθουσιασμὸν τὸν λόγον. Δὲν ἔχει
ὅμως εἰς αὐτοὺς ρίζαν βαθεῖαν
ὁ λόγος, ὥστε νὰ στερεώσῃ μέσα τους.
Ὡς ἐκ τούτου αὐτοὶ δι’ ὀλίγον
χρόνον πιστεύουν καὶ ὅταν ἔλθῃ καιρὸς
πειρασμοῦ ἢ διωγμοῦ ἀπομακρύνονται
ἀπὸ τὴν πίστιν. |
14
Τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας
πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες,
καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου
καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι
συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι.
|
14
Τὸ δὲ μέρος τοῦ σπόρου, ποὺ
ἔπεσε εἰς τὰ ἀγκάθια, συμβολίζει
ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, ὅταν
ἤκουσαν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ,
τὸν ἐδέχθησαν καὶ ἐπροσπάθησαν
νὰ τὸν τηρήσουν μὲ κάποιαν προθυμίαν,
ἀλλὰ πνίγονται ἀπὸ ἀγωνιώδεις
φροντίδας διὰ τὴν ἀπόκτησιν
πλούτου καὶ ἀπὸ τὰς ὑλιστικὰς
ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς αὐτῆς,
καὶ ἔτσι δὲν προχωροῦν μέχρι
τέλους, ὥστε νὰ ἔχουν καλοὺς
καὶ μονίμους καρπούς.
|
14
Τὸ δὲ μέρος τοῦ σπόρου, ποὺ ἔπεσεν
εἰς τὰ ἀγκάθια, σημαίνει ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι ἤκουσαν τὸν λόγον
τοῦ Θεοῦ καὶ ἀρχίζουν μὲ καποίαν
προθυμίαν νὰ βαδίζουν εἰς τὸν δρόμον τῆς
πίστεως. Πνίγονται ὅμως ἀπὸ τὰς ἀγωνιώδεις
φροντίδας πρὸς ἀπόκτησιν πλοῦτου, καὶ
ἀπὸ τὰς ἀπολαύσεις βίου σαρκικοῦ,
εἰς τὸν ὁποῖον τὰ ἀποκτηθέντα
πλούτη διευκολύνουν, καὶ ἔτσι δὲν προκόπτουν,
οὔτε βγάζουν πέρα μέχρι τέλους τὸν καρπόν.
|
15
Τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί
εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ
καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν
λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν
ἐν ὑπομονῇ. |
15
Τὸ δὲ μέρος τοῦ σπόρου, ποὺ
ἐσπάρθηκε εἰς τὴν εὔφορον γῆν,
συμβολίζει τοὺς καλοπροαιρέτους ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι μὲ καλὴν καὶ
ἀγαθὴν καρδίαν, ἀφοῦ ἤκουσαν
τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸν κρατοῦν
μὲ προσοχὴν καὶ εὐλάβειαν μέσα
των καὶ ἔχουν ὡς καρποὺς τὰ
ἔργα τῆς ἀρετῆς μαζῆ μὲ
τὴν ὑπομονήν, τὴν ὁποίαν
θὰ δεικνύουν εἰς διαφόρους θλίψεις
καὶ περιπετείας. |
15
Τὸ δὲ μέρος τοῦ σπόρου, ποὺ ἔπεσεν
εἰς τὴν εὔφορον γῆν, σημαίνει τοὺς
ἀνθρώπους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
μὲ καρδίαν καλοπροαίρετον, εὐθεῖαν καὶ
ἀγαθὴν ἤκουσαν καὶ κατενόησαν τὸν
λόγον καὶ τὸν κρατοῦν σφικτὰ μέσα
των, καὶ καρποφοροῦν τὰς ἀρετὰς
δεικνύοντες ὑπομονὴν καὶ καρτερίαν εἰς
τὰς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμοὺς καὶ
εἰς ὅλα τὰ προσκόμματα, ποὺ συναντοῦν
εἰς τὴν ἄσκησιν τῆς πνευματικῆς
ζωῆς. |
16
Οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει
αὐτὸν σκεύει ἢ ὑποκάτω
κλίνης τίθησιν, ἀλλ' ἐπὶ λυχνίας
ἐπιτίθησιν, ἵνα οἱ εἰσπορευόμενοι
βλέπωσι τὸ φῶς. |
16
Κανεὶς δέ, ὅταν ἀνάψῃ
λύχνον, δὲν τὸν σκεπάζει μὲ
δοχεῖον οὔτε τὸν βάζει κάτω
ἀπὸ τὸ κρεββάτι, ἀλλὰ
ἐπάνω εἰς τὸν λυχνοστάτην, ὥστε
ὅσοι εἰσέρχονται νὰ βλέπουν
τὸ φῶς. Καὶ ἡ διδασκαλία μου
εἶναι φῶς ἐπὶ τὴν λυχνίαν,
ὥστε ὅσοι θέλουν νὰ βλέπουν
ποῦ καί πῶς νὰ προχωροῦν.
|
16
Μὲ τὴν διδασκαλίαν μου ἤναψα εἰς τὰς
ψυχάς σας φῶς καὶ ἐγίνατε πνευματικοὶ
λύχνοι. Κανεὶς δέ, ὅταν ἀνάψῃ λύχνον,
δὲν τὸν σκεπάζει μὲ δοχεῖον, οὔτε
τὸν τοποθετεῖ κάτω ἀπὸ τὸ κρεββάτι.
Ἀλλὰ τὸν βάζει ἐπάνω εἰς τὸν
λυχνοστάτην, διὰ νὰ βλέπουν τὸ φῶς
ἐκεῖνοι, ποὺ ἐμβαίνουν εἰς τὸ
δωμάτιον. |
17
Οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ οὐ
φανερὸν γενήσεται, οὐδὲ ἀπόκρυφον
ὃ οὐ γνωσθήσεται καὶ εἰς φανερὸν
ἔλθῃ. |
17
Δὲν ὑπάρχει κρυπτόν, τὸ ὁποῖον
δὲ θὰ γίνῃ φανερὸν καὶ
μυστικόν, τὸ ὁποῖον δὲ θὰ
γίνῃ γνωστὸν καὶ δὲ θὰ
φανερωθῇ. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ
μὲ τὴν διδασκαλία μου, ἡ ὁποία
ὀπωσδήποτε θὰ γίνῃ γνωστὴ
εἰς ὅλον τὸν κόσμον.
|
17
Ἔτσι καὶ σεῖς σὰν ἄλλος λύχνος
καλὰ τοποθετημένος πρέπει νὰ φωτίζετε τοὺς
ἀνθρώπους καὶ αὐτά, ποὺ ἀκούετε
τώρα, νὰ μὴ τὰ κρύπτετε, ἀλλὰ
νὰ μεταδίδετε ταῦτα καὶ εἰς τοὺς
ἄλλους. Διότι δὲν ὑπάρχει κρυφόν, τὸ
ὀποῖον δὲν θὰ γίνῃ φανερόν·
οὔτε μυστικόν, τὸ ὁποῖον δὲν
θὰ γίνῃ γνωστὸν καὶ δὲν θὰ
φανερωθῇ. Καὶ ἡ διδασκαλία μου λοιπόν, ἀκόμη
καὶ ἐὰν σεῖς τὴν κρατήσετε μυστικήν,
θὰ φανερωθῇ ἀπὸ ἄλλους καὶ
θὰ φωτίσῃ τὸν κόσμον.
|
18
Βλέπετε οὖν πῶς ἀκούετε·
ὃς γὰρ ἐὰν ἔχῃ, δοθήσεται
αὐτῷ καὶ ὃς ἐὰν μὴ
ἔχῃ, καὶ ὃ δοκεῖ ἔχειν
ἀρθήσεται ἀπ' αὐτοῦ.
|
18
Λοιπὸν σεῖς, ποὺ σὰν Ἀπόστολοι
τῆς οἰκουμένης θὰ τὴν διαδώσετε,
προσέχετε πῶς τὴν ἀκούετε. (Νὰ
τὴν ἀκούετε μὲ ἀκλόνητον
πίστιν, διὰ νὰ τὴν κάμετε κτῆμα
σας). Διότι εἰς ἐκεῖνον ποὺ
κατέχει τὴν ἀλήθειαν, θὰ τοῦ
δοθῇ πλουσιωτέρα καὶ καθαρωτέρα. Ἐνῶ
ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ
ἀδιαφορίαν δὲν κατέχει τὴν ἀλήθειαν,
θὰ τοῦ ἀφαιρεθῇ καὶ αὐτό
ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει>. |
18
Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ διδασκαλία μου θὰ
γίνῃ φανερά, προσέχετε ! Σεῖς, ποὺ θὰ
τὴν διαδώσετε, πῶς τὴν ἀκούετε. Νὰ
τὴν ἀκούετε μὲ καθαρὰν καρδίαν καὶ
νὰ τὴν κατανοῆτε καὶ νὰ τὴν
ἐγκολπώνεσθε, ὥστε νὰ γίνετε τέλειοι διδάσκαλοι
τῆς ἀληθείας. Διότι εἰς ἐκεῖνον,
ποὺ ἀκούει προθύμως τὴν ἀλήθειαν καὶ
κατέχει αὐτήν, θὰ τοῦ δοθῇ μεγαλυτέρα
καὶ πλουσιωτέρα γνῶσις καὶ φωτισμὸς
τῆς ἀληθείας. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον,
ποὺ δὲν κατέχει τὴν ἀλήθειαν, θὰ
ἀφαιρεθῇ καὶ ἐκεῖνος ὁ
βαθμὸς τῆς γνώσεως, ποὺ τοῦ φαίνεται,
ὅτι κατέχει. |
19
Παρεγένοντο δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ
μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ,
καὶ οὐκ ἠδύναντο συντυχεῖν αὐτῷ
διὰ τὸν ὄχλον. |
19
Ἐνῶ δὲ ἐδίδασκε, ἦλθον
πρὸς αὐτὸν ἡ μητέρα του καὶ
οἱ νομιζόμενοι ἀδελφοὶ του καὶ
δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τὸν πλησιάσουν,
ἕνεκα τοῦ λαοῦ, ποὺ τὸν περιεστοίχιζε.
|
19
Ἦλθον δὲ ἐν τῷ μεταξὺ πρὸς
αὐτὸν ἡ μητέρα του καὶ οἱ νομιζόμενοι
ἀδελφοί του καὶ δὲν ἠμποροῦσαν
νὰ τὸν πλησιάσουν καὶ νὰ τοῦ
ὁμιλήσουν ἕνεκα τῆς συρροῆς τοῦ
πλήθους. |
20
Καὶ ἀπηγγέλη αὐτῷ λεγόντων·
ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί
σου ἑστήκασιν ἔξω ἰδεῖν σε θέλοντες.
|
20
Καὶ μερικοὶ ἀνήγγειλαν εἰς αὐτὸν
ὅτι <ἡ μητέρα σου καὶ οἱ
ἀδελφοί σου στέκονται ἔξω καὶ
θέλουν νὰ σὲ ἰδοῦν>.
|
20
Καὶ τοῦ ἀνηγγέλθη ἀπὸ μερικούς,
ποὺ τοῦ εἶπαν· Ἡ μητέρα σου καὶ
οἱ ἀδελφοί σου στέκονται ἔξω καὶ θέλουν
νὰ σὲ ἴδουν. |
21
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε πρὸς
αὐτούς· μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί
μου οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον
τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες
αὐτόν. |
21
Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ
τοὺς εἶπε· <μητέρα μου καὶ
ἀδελφοί μου εἶναι αὐτοί, οἱ
ὁποῖοι ἀκούουν τὸν λόγον
τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν τηροῦν εἰς
τὴν ζωήν των>. |
21
Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ τοὺς
εἶπε· Μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι
αὐτοὶ ἐδῶ, ὅσοι ἀκούουν
τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν τηροῦν
εἰς τὸν βίον των, χωρὶς νὰ τὸν
παραβαίνουν καὶ τὸν ἀθετοῦν.
|
22
Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν
ἡμερῶν καὶ αὐτὸς ἐνέβη
εἰς πλοῖον καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ,
καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· διέλθωμεν
εἰς τὸ πέραν τῆς λίμνης·
καὶ ἀνήχθησαν. |
22
Μίαν δὲ ἀπὸ τὰς ἡμέρας
αὐτάς, ἐμπῆκε ὁ Ἰησοῦς
εἰς κάποιο πλοῖον μαζῆ μὲ τοὺς
μαθητάς του καὶ εἶπε εἰς αὐτούς·
<ἂς περάσωμεν εἰς τὸ ἀπέναντι
μέρος τῆς λίμνης>. Καὶ ἀνοίχθησας
εἰς τὴν λίμνην. |
22
Καὶ συνέβη κατὰ μίαν ἀπὸ τὰς
ἡμέρας ἐκείνας, ποὺ περιώδευεν ὁ Ἰησοῦς
τὰς πόλεις καὶ τὰ χωρία, καὶ αὐτὸς
ἐμβῆκεν εἰς κάποιο πλοῖον καὶ
μαζὶ μὲ αὐτὸν ἐμβῆκαν
καὶ οἱ μαθηταί του. Καὶ εἶπε πρὸς
αὐτούς· Ἂς περᾴσωμεν εἰς τὸ
ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Καὶ
ἔπλευσαν εἰς τὰ ἀνοικτά.
|
23
Πλεόντων δὲ αὐτῶν ἀφύπνωσε.
Καὶ κατέβη λαῖλαψ ἀνέμου εἰς
τὴν λίμνην, καὶ συνεπληροῦντο καὶ
ἐκινδύνευον. |
23
Ἐνῶ δὲ αὐτοὶ ἔπλεαν, ἀπεκοιμήθη·
καὶ κατέβη αἰφνιδίως ἀπὸ
τὰ γύρω βουνὰ ἄνεμος σφοδρός,
θύελλα μεγάλη εἰς τὴν λίμνην.
Κύματα δὲ μεγάλα ἔσπαζαν εἰς
τὸ πλοῖον καὶ νερὰ ὁλοένα
περισσότερα εἰσωρμοῦσαν εἰς αὐτό,
ὥστε ἐκινδύνευαν νὰ πνιγοῦν.
|
23
Ἐνῷ δὲ αὐτοὶ ἔπλεον, ἀπεκοιμήθη.
Καὶ κατέβη ἀπὸ τὰ τριγύρω βουνὰ
εἰς τὴν λίμνην ἄνεμος σφοδρὸς καὶ
αἰφνίδιος. Καὶ ἀπὸ τὰ μεγάλα
κύματα, ποὺ ἔσπαζαν ἐπάνω εἰς τὸ
πλοῖον, ἐγέμιζε τοῦτο ὁλονὲν
μὲ περισσότερα νερὰ καὶ ἐκινδύνευαν
νὰ πνιγοῦν. |
24
Προσελθόντες δὲ διήγειραν αὐτὸν
λέγοντες· ἐπιστάτα ἐπιστάτα,
ἀπολλυόμεθα! Ὁ δὲ ἐγερθεὶς
ἐπετίμησε τῷ ἀνέμῳ καὶ
τῷ κλύδωνι τοῦ ὕδατος, καὶ ἐπαύσαντο,
καὶ ἐγένετο γαλήνη. |
24
Οἱ δὲ μαθηταὶ προσῆλθον εἰς
τὸν Ἰησοῦν, τὸν ἐξύπνησαν
καὶ τοῦ εἶπαν· <διδάσκαλε
διδάσκαλε, χανόμαστε !> Αὐτὸς δὲ
ἐσηκώθηκε, διέταξε τὸν ἄνεμον
καὶ τὴν θαλασσοταραχήν, καὶ ἔπαυσαν,
καὶ ἔγινε ἀμέσως γαλήνη.
|
24
Οἱ μαθηταὶ δέ, ἀφοῦ ἐπλησίασαν
εἰς τὸν Ἰησοῦν, τὸν ἐξύπνησαν
λέγοντες· Διδάσκαλε, διδάσκαλε, χανόμεθα. Αὐτὸς
δέ, ἀφοῦ ἐσηκώθη, διέταξεν αὐστηρῶς
τὸν ἄνεμον καὶ τὰ κύματα τῆς
λίμνης, καὶ ἔπαυσαν, καὶ ἔγινεν ἀμέσως
γαλήνη. |
25
Εἶπε δὲ αὐτοῖς· ποῦ ἐστιν
ἡ πίστις ὑμῶν; Φοβηθέντες δὲ
ἐθαύμασαν λέγοντες πρὸς ἀλλήλους·
τί ἄρα οὗτός ἐστιν, ὅτι
καὶ τοῖς ἀνέμοις ἐπιτάσσει
καὶ τῷ ὕδατι, καὶ ὑπακούουσιν
αὐτῷ; |
25
Εἶπε δὲ εἰς αὐτούς· <ποῦ
εἶναι ἡ πίστις σας; Τόσα καὶ
τόσα θαύματα μὲ εἴδατε νὰ κάμνω
καὶ ἀκόμα δὲν ἐπιστέψατε
μὲ ὅλην σας τὴν καρδιὰ εἰς ἐμέ;>
Αὐτοὶ κατ' ἀρχὰς ἐκυριεύθησαν
ἀπὸ φόβον καὶ δέος ἐμπρὸς
εἰς τὴν δύναμιν τοῦ Κυρίου,
ἔπειτα δὲ ἀπὸ μεγάλον θαυμασμὸν
καὶ ἔλεγαν μεταξύ των, <ποιὸς ἆρά
γε εἶναι αὐτός; Διότι διατάσσει
τοὺς ἀνέμους καὶ τὰ κύματα
καὶ ὑπακούουν εἰς αὐτόν>!
|
25
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Ποῦ
εἶναι ἡ πίστις σας; Ποὺ εἶναι ἡ
πεποίθησις, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ ἔχετε,
ὅτι ἐφ’ ὅσον μὲ ἔχετε μαζί σας,
δὲν διατρέχετε κανένα κίνδυνον; Ἀφοῦ δὲ
κατ’ ἀρχὰς τοὺς κατέλαβε φόβος διὰ
τὴν ὑπερφυσικὴν παρουσίαν καὶ καταπληκτικὴν
ἐνέργειαν τῆς θείας δυνάμεως, ἔπειτα ἐθαύμασαν
καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους: Ποῖος λοιπὸν
νὰ εἶναι αὐτός; Εἶναι πολὺ μεγαλύτερος
ἀπὸ ὅ,τι τὸν ἐθεωρούσαμεν ἕως
τώρα. Διότι διατάσσει καὶ τοὺς ἀνέμους καὶ
τὰ κύματα τῆς λίμνης καὶ τὸν ὑπακούουν.
|
26
Καὶ κατέπλευσεν εἰς τὴν χώραν
τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα
τῆς Γαλιλαίας. |
26
Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ ἔπλευσαν
καὶ ἀγκυροβόλησαν εἰς τὴν χώραν
τῶν Γαδαρηνῶν, ἡ ὁποία εἶναι
ἀντίπερα ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν.
|
26
Καὶ ἔφθασαν μὲ τὸ πλοῖον εἰς
τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ποὺ εἶναι
ἀντικρὺ τῆς Γαλιλαίας.
|
27
Ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ
τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ
ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς
εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν,
καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο
καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν,
ἀλλ' ἐν τοῖς μνήμασιν. |
27
Ὁταν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐβγῆκεν
εἰς τὴν ξηράν, τὸν συνάντησεν
ἔνας ἄνθρωπος τῆς πόλεως ἐκείνης,
ὁ ὁποῖος εἶχε μέσα του δαιμόνια
ἀπὸ πολλὰ χρόνια καὶ δὲν
ἐφοροῦσε ἔνδυμα καὶ δὲν ἕμενε
σὲ σπίτι, ἀλλὰ μέσα εἰς
τὰ μνήματα. |
27
Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐβγῆκεν
εἰς τὴν ξηράν, τὸν συνήντησε κάποιος ἄνθρωπος
καταγόμενος ἀπὸ τὴν πόλιν, ὁ ὁποῖος
εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπὸ πολλὰ χρόνια
καὶ δὲν ἐφοροῦσεν ἐπάνω του
ροῦχα καὶ δὲν ἔμενεν εἰς σπίτι,
ἀλλὰ μέσα εἰς τὰ μνήματα.
|
28
Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ
ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ
φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ
καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ
Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Δέομαί
σου, μὴ μὲ βασανίσῃς. |
28
Ὀταν ὅμως εἶδε τὸν Ἰησοῦν
ἐκραύγασε δυνατά, ἔπεσεν εἰς
τὰ πόδια του καὶ μὲ φωνὴν μεγάλην
εἶπε· <ποία σχέσις ὑπάρχει
ἀνάμεσα εἰς ἐμὲ καὶ σέ,
Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ
Ὑψίστου; Σὲ παρακαλῶ, μὴ μὲ
βασανίσῃς καὶ μὴ μὲ κλείσῃς
ἀπὸ τώρα εἰς τὸν φρικτὸν
Ἅδην>. |
28
Ὅταν ὅμως εἶδε τὸν Ἰησοῦν,
ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ ἐφώναξε δυνατὰ
καὶ ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας του καὶ
μὲ φωνὴν μεγάλην εἶπε· Ποία σχέσις
ὑπάρχει μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ
καὶ τὶ ζητᾷς ἀπὸ ἐμέ,
Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ
Ὑψίστου; Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ βασανίσῃς,
καὶ μὴ μοῦ ἐπιβάλῃς τὴν
τιμωρίαν νὰ ἐγκλεισθῶ ἀπὸ τώρα
εἰς τὰ σκότη τοῦ Ἅδου.
|
29
Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ
ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ
τοῦ ἀνθρώπου, πολλοῖς γὰρ χρόνος
συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο
ἀλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος,
καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο
ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς
ἐρήμους. |
29
Εἶπε δὲ αὐτὰ ὁ δαιμονιζόμενος,
διότι ὁ Χριστὸς διέταξε τὸ ἀκάθαρτον
πνεῦμα νὰ βγῇ καὶ νὰ φύγῃ
ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ἐπειδὴ
ἀπὸ πολλὰ χρόνια τὸν εἶχεν
ἁρπάξει καὶ κυριεύσει. Οἱ δὲ
ἄλλοι ἄνθρωποι, ἕνεκα τῆς ἀγριότητος
αὐτοῦ, τὸν ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες
καὶ μὲ ἰσχυρὰ δεσμὰ εἰς
τὰ πόδια, διὰ νὰ τὸν φυλάσσουν,
ὥστε νὰ μὴ ἐπιτίθεται καὶ
κακοποιῇ τοὺς ἄλλους. Ἀλλὰ αὐτὸς
ἔσπαζε τὰ δεσμὰ καὶ ὠδηγεῖτο
βιαίως ἀπὸ τὸν δαίμονα εἰς
ἐρημικοὺς τόπους. |
29
Εἶπε δὲ τὸν λόγον αὐτὸν ὁ
δαιμονιζόμενος, διότι ὁ Ἰησοῦς παρήγγειλε
καὶ διέταξε τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα νὰ
βγῇ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον. Διότι
ἐπὶ πολλὰ ἔτη τὸν εἶχε
κυριεύσει. Καὶ λόγῳ τῆς ἀγρίας ἑξάψεως,
ποὺ τοῦ ἐδημιουργεῖ, τὸν ἔδεναν
μὲ ἁλύσεις καὶ μὲ σιδηρᾶ δεσμὰ
εἰς τὰ πόδια, ἐπειδὴ τὸν ἐφύλαττον
νὰ μὴ κακοποιήσῃ ἢ βλάψῃ τινά.
Ἀλλ’ αὐτὸς ἔσπαζε τὰ δεσμὰ
καὶ ἐσύρετο βιαίως ὑπὸ τοῦ δαίμονος
εἰς τοὺς ἐρήμους τόπους.
|
30
Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς
λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα;
Ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι
δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς
αὐτόν· |
30
Τὸν ἐρώτησε δὲ ὁ Ἰησοῦς,
λέγων· <ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά
σου;> Ἐκεῖνος δὲ ἀπήντησε·
<λεγεών>. Διότι πολλὰ δαιμόνια
εἶχαν εἰσέλθει εἰς τὸν ἄνθρωπον
αὐτόν. |
30
Τὸν ἠρώτησε δὲ ὁ Ἰησοῦς
καὶ τοῦ εἶπε· Τί εἶναι
τὸ ὄνομά σου; Αὐτὸς δὲ εἶπε·
Λεγεών, δηλαδὴ σύνταγμα στρατιωτῶν. Καὶ
ἦτο αὐτὸ τὸ ὄνομά του, διότι
οὐχὶ ἕν, ἀλλὰ πολλὰ δαιμόνια
εἶχον εἰσέλθει εἰς τὸν ἄνθρωπον
αὐτόν. |
31
καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ
ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν
ἄβυσσον ἀπελθεῖν. |
31
Καὶ παρακαλοῦσαν τὰ δαιμόνια αὐτόν,
νὰ μὴ τὰ διατάξῃ καὶ πᾶνε
εἰς τὰ τρίσβαθα τοῦ Ἅδου.
|
31
Καὶ διὰ στόματος τοῦ δαιμονιζομένου παρεκάλουν
αὐτὸν νὰ μὴ διατάξῃ νὰ
ὑπάγουν εἰς τὰ τρίσβαθα τοῦ Ἅδου.
|
32
Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων
ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὅρει·
καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ
αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν·
καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς.
|
32
Ἦτο δὲ ἐκεῖ μία ἀγέλη
μὲ πολλοὺς χοίρους, ποὺ ἔβοσκαν
εἰς τὸ βουνό· καὶ τὸν παρακαλοῦσαν
τὰ δαιμόνια νὰ τοὺς δώσῃ
τὴν ἄδειαν νὰ μποῦν εἰς ἐκείνους
τοὺς χοίρους. Καὶ τοὺς τὸ ἐπέτρεψεν
ὁ Κύριος (διότι κατὰ λόγον δικαιοσύνης
ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦν μὲ τὴν
ἀπώλειαν τῶν χοίρων οἱ ἰδιοκτήται
των, ἐπειδὴ τοὺς ἔτρεφαν, μολονότι
αὐτὸ ἀπηγορεύετο ἀπὸ τὸν
μωσαϊκὸν νόμον). |
32
Ἦτο δὲ ἐκεῖ ἕνα κοπάδι ἀπὸ
πολλοὺς χοίρους, ποὺ ἔβοσκαν εἰς τὸ
βουνόν. Καὶ τὸν παρεκάλουν νὰ ἐπιτρέψῃ
εἰς αὐτὰ νὰ ἔμβουν εἰς
ἐκείνους τοὺς χοίρους. Καὶ ἐπειδὴ
αὐτοί, ποὺ ἔτρεφον τοὺς χοίρους, ἔπραττον
τοῦτο παρὰ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον, ὁ
ὁποῖος ἀπηγόρευεν ὡς ἀκάθαρτον
τὸ χοιρινὸν κρέας, ὁ Κύριος τιμωρῶν
τὴν παρανομίαν ταύτην ἐπέτρεψε τοῦτο εἰς
αὐτά. |
33
Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ
τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς
τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ
ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς
τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη.
|
33
Ἀφοῦ δὲ ἐξῆλθον τὰ δαιμόνια
ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ἐμπῆκαν
εἰς τοὺς χοίρους καὶ ὥρμησε
ἀσυγκράτητο ὅλο τὸ καπάδι ἐπάνω
εἰς τὸν κρυμνόν, ἐρρίφθη ἀπὸ
ἐκεῖ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ
ἐπνίγησαν οἱ χοίροι.
|
33
Ἀφοῦ δὲ ἐβγῆκαν τὰ δαιμόνια
ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ἐμβῆκαν
εἰς τοὺς χοίρους. Καὶ ἔτρεξεν ἀσυγκράτητα
καὶ μὲ μανίαν τὸ κοπάδι ἀπὸ
τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ κρημνοῦ πρὸς
τὰ κάτω εἰς τὴν λίμνην καὶ ἐπνίγη.
|
34
Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ
γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν
εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς
ἀγρούς. |
34
Ὅταν δὲ οἱ βοσκοὶ εἶδαν τὸ
γεγονὸς αὐτό, ἔφυγαν καὶ τὸ
ἀνήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ
εἰς ὅσους συναντοῦσαν, ἀπὸ αὐτούς
ποὺ ἔμεναν εἰς τοὺς ἀγρούς.
|
34
Ὅταν δὲ ἐκεῖνοι, ποὺ ἔβοσκαν
τοὺς χοίρους, εἶδαν αὐτὸ ποὺ
ἔγινεν, ἔφυγαν. Καὶ ἀνήγγειλαν τὸ
συμβὰν τῆς καταστροφῆς τῶν χοίρων
εἰς τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ
εἰς ἐκείνους, ποὺ ἔμεναν ἔξω
εἰς τοὺς ἀγρούς. |
35
Ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός,
καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν
καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον,
ἀφ' οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει,
ἰματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ
τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ
ἐφοβήθησαν. |
35
Ἐβγῆκαν δὲ ἀπὸ τὴν πόλιν
οἱ ἄνθρωποι, διὰ νὰ ἴδουν αὐτό
ποὺ ἔγινε. Ἦλθαν εἰς τὸν Ἰησοῦν
καὶ εἶδαν τὸν ἄνθρωπον, ἀπὸ
τὸν ὁποῖον εἶχαν βγῆ τὰ
δαιμόνια, νὰ κάθεται κοντὰ εἰς
τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ, ντυμένος,
ἤρεμος καὶ φρόνιμος, καὶ ἐφοβήθησαν.
|
35
Ἐβγῆκαν δὲ ἀπὸ τὴν πόλιν
καὶ τὰ περίχωρα οἱ ἄνθρωποι διὰ
νὰ ἴδουν ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε.
Καὶ ἦλθον εἰς τὸν Ἰησοῦν.
Καὶ ηὗραν τὸν ἄνθρωπον, ἀπὸ
τὸν ὁποῖον εἶχαν βγῇ τὰ
δαιμόνια, νὰ κάθεται κοντὰ εἰς τοὺς
πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἐνδεδυμένος καὶ
σωφρονισμένος. Καὶ ἐφοβήθησαν.
|
36
Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ
ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς.
|
36
Εἶχαν δὲ διηγηθῇ εἰς αὐτοὺς
ἐκεῖνοι ποὺ εἶδαν τὸ γεγονός,
πῶς ἐλευθερώθηκε ὁ δαιμονιζόμενος.
|
36
Τοὺς διηγήθησαν δὲ καὶ ἐκεῖνοι,
ποὺ εἶχαν ἴδει τὸ περιστατικόν, πῶς
ἔγινε καλὰ ὁ δαιμονισμένος.
|
37
Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν
τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν
Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ' αὐτῶν,
ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο·
αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ
πλοῖον ὑπέστρεψεν. |
37
Καὶ ὅλον τὸ πλῆθος της περιοχῆς
τῶν Γαδαρηνῶν τὸν παρεκάλεσαν νὰ
φύγῃ ἀπὸ αὐτούς, διότι
εἶχαν κυριευθῇ ἀπὸ μεγάλον φόβον,
διὰ τὴν τιμωρίαν ποὺ τοὺς ἐπεβλήθη.
Ἔνοχοι δὲ καὶ δι' ἄλλα καθὼς
ἦσαν, ἐφοβοῦντο πολὺ καὶ ἄλλας
τιμωρίας. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμπῆκε
εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἐπέστρεψε.
|
37
Καὶ τὸν παρεκάλεσαν ὅλον τὸ πλῆθος
τῆς περιφερείας τῶν Γαδαρηνῶν νὰ φύγῃ
ἀπὸ αὐτούς, διότι ἐκυριεύθησαν ἀπὸ
μεγάλον φόβον, ὅταν εἶδαν τὴν δικαίαν τιμωρίαν,
ποὺ ἐπεβλήθη εἰς αὐτούς, οἱ
ὁποῖοι παρὰ τὴν ἀπαγόρευσιν
τοῦ νόμου ἔτρεφον χοίρους. Αὐτὸς δέ,
ἀφοῦ ἐμβῆκεν εἰς τὸ πλοῖον,
ἐπέστρεψεν εἰς τὸ μέρος, ἀπὸ
τὸ ὁποῖον εἶχεν ἔλθει.
|
38
Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ,
ἀφ' οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια,
εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε
δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων·
|
38
Παρακαλοῦσε δὲ αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος,
ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶχαν βγῆ
τὰ δαιμόνια, νὰ μένῃ μαζῆ
του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸν ἔστειλε
εἰρηνικὰ εἰς τὴν πόλιν του,
λέγων· |
38
Παρεκάλει δὲ αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος,
ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶχαν βγῇ
τὰ δαιμόνια, νὰ μένῃ μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς
ὅμως τὸν ἀφῆκεν ἐλεύθερον καὶ
τοῦ παρήγγειλε νὰ φύγῃ λέγων·
|
39
ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν
σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ
σοι ὁ Θεός. Καὶ ἀπῆλθε καθ'
ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα
ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς. |
39
<γύρισε εἰς τὸ σπίτι σου καὶ
νὰ διηγῆσαι ὅσα ἔκαμε εἰς σὲ
ὁ Θεός>. Καὶ ἐκεῖνος ἔφυγε
καὶ διαλαλοῦσε εἰς ὅλην τὴν
πόλιν, ὅσα ὁ ἰησοῦς ἔκαμε
εἰς αὐτόν. |
39
Γύρισε ὀπίσω εἰς τὸ σπίτι σου καὶ
διηγοῦ ὅσα ἔκαμεν εἰς σὲ ὁ
Θεός, ὁ ὁποῖος σὲ ἀπήλλαξεν
ἀπὸ τὰ δαιμόνια. Καὶ ἔφυγεν
ἐκεῖνος καὶ διεκήρυττεν εἰς ὅλην
τὴν πόλιν ὅσα τοῦ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς.
|
40
Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ὑποστρέψαι
τὸν Ἰησοῦν ἀπεδέξατο αὐτὸν
ὄχλος· ἦσαν γὰρ πάντες προσδοκῶντες
αὐτόν. |
40
Ὅταν δὲ ἐπέστρεψε ὁ Ἰησοῦς,
τὸν ὑπεδέχθη μὲ ἐνθουσιασμὸν
ὁ λαός, διότι ὅλοι τὸν ἐπερίμεναν.
|
40
Συνέβη δέ, ὅταν ἐπέστρεψεν ὁ Ἰησοῦς
εἰς τὴν Γαλιλαίαν, τὸν ὑπεδέχθη ὁ
λαὸς μὲ χαράν, διότι ὅλοι τὸν ἐπερίμεναν
ἀνυπομόνως. |
41
Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ
ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς
ἄρχων της συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ
πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ
παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς
τὸν οἶκον αὐτοῦ,
|
41
Καὶ ἰδού, ἦλθε κάποιος ἄνθρωπος,
ὀνόματι Ἰάρειος, ὁ ὁποῖος
ἦτο καὶ ἄρχων τῆς συναγωγῆς.
Καὶ ἀφοῦ ἔπεσεν εἰς τὰ
πόδια τοῦ Ἰησοῦ, τὸν παρακαλοῦσε
νὰ μεταβῇ εἰς τὸ σπίτι του,
|
41
Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν εἰς τὸν
Ἰησοῦν κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ ὠνομάζετο
Ἰάειρος. Καὶ ἦτο αὐτὸς ἄρχων
τῆς συναγωγῆς. Καὶ ἀφοῦ ἔπεσε
γονατιστὸς πλησίον τῶν ποδῶν τοῦ Ἰησοῦ,
τὸν παρεκάλει νὰ ἔμβῃ εἰς τὸν
οἶκον του· |
42
ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ
ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὔτη
ἀπέθνῃσκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν
αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. |
42
διότι ἡ μονογενὴς κόρη, τὴν
ὁποίαν εἶχε, δώδεκα περίπου
ἐτῶν, ἦτο ἐτοιμοθάνατος. Καθὼς
δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐπήγαινεν
εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου,
τὰ πλήθη τὸν ἐπίεζαν μὲ
τὸν συνωστισμόν των. |
42
διότι εἶχε κόρην μονάκριβον περίπου δώδεκα χρόνων, καὶ
αὐτὴ ἦτο εἰς τὰ τελευταῖα
της καὶ ἐπέθαινεν. Ὅταν δὲ ὁ
Ἰησοῦς ἐπήγαινε εἰς τὸ σπίτι
τοῦ Ἰαείρου, τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ
τὸν ἐστενοχώρουν καὶ τὸν ἐπίεζον.
|
43
Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος
ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις
ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν
βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ' οὐδενὸς
θεραπευθῆναι, |
43
Καὶ μία γυναίκα, ποὺ ἀπὸ
δώδεκα ἔτη ὑπέφερε ἀπὸ
αἱμοραγίαν καὶ ἡ ὁποία
εἶχε ἐξοδέψει ὅλην τὴν περιουσίαν
της εἰς ἰατρούς, χωρὶς νὰ μπορέσῃ
νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ κανένα,
|
43
Καὶ μία γυναῖκα, ποὺ ὑπέφερεν ἀπὸ
αἱμορραγίαν πρὸ δώδεκα ἐτῶν, ἡ
ὁποία μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα βάσανα
τῆς ἀσθενείας εἶχεν ἐξοδεύσει ὅλην
τὴν περιουσίαν της εἰς ἰατροὺς καὶ
δὲν ἠδυνήθη νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ
κανένα, |
44
προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου
τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ
παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος
αὐτῆς. |
44
ἐπλησίασε πίσω ἀπὸ τὸν
Ἰησοῦν, ἤγγισε τὴν ἄκρη ἀπὸ
τὸ ἱμάτιόν του καὶ ἀμέσως
ἐσταμάτησε ἡ αἱμοραγία της.
|
44
ἀφοῦ ἐπλησίασεν ἀπὸ πίσω τὸν
Ἰησοῦν, ὥστε νὰ μὴ τὴν
ἀντιληφθῇ κανείς, ἐπειδὴ ἐντρέπετο
νὰ γίνῃ φανερὸν τὸ νόσημά της, ἤγγισε
τὸ ἄκρον τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐνδύματός
του καὶ παρευθὺς ἐσταμάτησεν ἡ αἱμορραγία
της. |
45
Καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· τίς
ὁ ἁψάμενός μου; Ἀρνουμένων
δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ
οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα,
οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι,
καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός
μου; |
45
Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· <ποιὸς
εἶναι αὐτός, ποὺ μὲ ἤγγισε;>
Ἐπειδὴ δὲ ὅλοι ἠρνοῦντο,
εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ μαθηταὶ
ποὺ ἦσαν μαζῆ του· <διδάσκαλε,
τὰ πλήθη σὲ στενοχωροῦν καὶ
σὲ πιέζουν ὁλόγυρα καὶ σὺ
λέγεις ποιὸς μὲ ἤγγισε;>
|
45
Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Ποῖος
εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ μὲ ἤγγισεν;
Ἐπειδὴ δὲ ὅλοι οἱ τριγύρω ἠρνοῦντο,
εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι
μαθηταί, ποὺ ἦσαν μαζί του· Διδάσκαλε, τὰ
πλήθη τοῦ λαοῦ σὲ περιεκύκλωσαν καὶ
σὲ πιέζουν· καὶ σὺ λέγεις· Ποῖος
μὲ ἤγγισε; |
46
Ὀ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό
μου τίς· ἐγὼ γὰρ ἔγνων
δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ' ἐμοῦ. |
46
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· <κάποιος
μὲ ἤγγισε. Διότι ἐγὼ κατάλαβα
ὅτι δύναμις θαυματουργικὴ ἐβγῆκε
ἀπὸ ἐμέ>. |
46
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπε· Κάποιος
μὲ ἤγγισε. Διότι ἐγὼ ἐκατάλαβα,
ὅτι ἐβγῆκεν ἀπὸ ἐπάνω
μου δύναμις θαυματουργική. |
47
Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ
ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα
αὐτῷ δι' ἣν αἰτίαν ἥψατο
αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ
ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ
ὡς ἰάθη παραχρῆμα. |
47
Ἠ δὲ γυναίκα, ὅταν εἶδε ὅτι
δὲν ἐξέφυγε ἀπὸ τὴν προσοχὴν
τοῦ Ἰησοῦ, τρέμουσα ἀπὸ
φόβον καὶ εὐλάβειαν ἦλθε, ἔπεσε
γονατιστὴ ἐμπρός του καὶ διηγήθηκε
εἰς αὐτὸν καὶ ἐμπρὸς εἰς
ὅλον τὸ πλῆθος τὴν αἰτίαν,
διὰ τὴν ὁποίαν τὸν ἤγγισεν,
ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ γεγονός,
ὅτι ἐθεραπεύθηκε ἀμέσως.
|
47
Ὅταν δὲ εἶδεν ἡ γυναῖκα, ὅτι
δὲν ἐκρύφθη καὶ δὲν ἐξέφυγεν
ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν αὐτὸ
ποὺ ἔκαμεν, ἦλθε τρέμουσα ἀπὸ
τὸν φόβον της καὶ ἀφοῦ ἔπεσε
γονατιστὴ πρὸ αὐτοῦ, διηγήθη εἰς
αὐτὸν ἐμπρὸς εἰς ὅλον
τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ τὴν αἰτίαν,
διὰ τὴν ὁποίαν τὸν ἤγγισε, καὶ
πῶς ἐθεραπεύθη ἀμέσως.
|
48
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει,
θυγάτερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ
σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. |
48
Ὁ δὲ Ἰησοῦς της εἶπε· <θάρρος,
κόρη μου, ἡ πίστις σου σὲ ἔχει
σώσει· πήγαινε εἰρηνικὴ καὶ
χαρούμενη, χωρὶς τὴν ἀνησυχίαν
καὶ τὴν θλῖψιν ποὺ εἶχες προηγουμένως
ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν σου>.
|
48
Ὁ Ἰησοῦς δὲ τῆς εἶπεν·
Ἔχε θάρρος, κόρη μου· ἡ πεποίθησις ποὺ
εἶχες, ὅτι θὰ εὕρισκες τὴν ὑγείαν
σου, ἐὰν μὲ ἤγγιζες, αὐτὴ
ἡ πίστις σου σὲ ἔχει θεραπεύσει. Πήγαινε
εἰς τὸ καλό, εἰρηνικὴ καὶ ἐλευθέρα
ἀπὸ κάθε ἀνησυχίαν, ποὺ ἐδοκίμαζες
προτήτερα ἐξ αἰτίας τῆς ἀσθενείας
σου. |
49
Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί
τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων
αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ
σου· μὴ σκύλε τὸν διδάσκαλον. |
49
Ἐνῶ δὲ αὐτὸς ἀκόμη
ὠμιλοῦσε, ἔρχεται κάποιος ἀπὸ
τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων
εἰς αὐτόν, ὅτι <πέθανε ἡ
κόρη σου, μὴ ἐνοχλεῖς καὶ μὴ
βάζεις εἰς κόπον τὸν διδάσκαλον>.
|
49
Ἐνῷ δὲ ὡμίλει ἀκόμη ὁ
Ἰησοῦς, ἦλθε κάποιος ἀπὸ τὸ
σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ τοῦ εἶπεν
ὅτι ἀπέθανεν ἡ κόρη σου μὴ βάζης πλέον
εἰς κόπον καὶ ἐνόχλησιν τὸν Διδάσκαλον.
|
50
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη
αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ·
μόνο πίστευε, καὶ σωθήσεται. |
50
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως, ὅταν ἤκουσε
τὴν εἴδησιν, εἶπεν εἰς τὸν ἀρχισυνάγωγον·
<μὴ φοβεῖσαι, μόνον πίστευε καὶ
θὰ σωθῇ ἡ κόρη σου>.
|
50
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως, ὅταν ἤκουσε
τὴν εἴδησιν αὐτήν, ἔδωκεν εἰς
αὐτὸν τὴν ἀπάντησιν καὶ εἶπε·
Μὴ φοβῆσαι, μόνον ἑξακολούθει νὰ πιστεύῃς
καὶ θὰ σωθῇ ἀπὸ τὸν θάνατον
ἡ κόρη σου. |
51
Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν
οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα
εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην
καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα
τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. |
51
Ὅταν δὲ ἦλθε εἰς τὸ σπίτι,
δὲν ἀφῆκε κανένα νὰ μπῇ,
εἰ μὴ μόνον τὸν Πέτρον καὶ
τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν Ἰάκωβον
καὶ τὸν πατέρα τῆς κόρης καὶ
τὴν μητέρα. |
51
Ὅταν δὲ ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι τοῦ
Ἰαείρου, δὲν ἀφῆκε νὰ ἔμβῃ
κανεὶς ἄλλος εἰς τὸ δωμάτιον τῆς
νεκρᾶς, παρὰ μόνον ὁ Πέτρος καὶ ὁ
Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ
πατέρας τοῦ κορασίου καὶ ἡ μητέρα. |
52
Ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο
αὐτήν. Ὁ δὲ εἶπε· μὴ
κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ
καθεύδει. |
52
Ἔκλαιαν δὲ ὅλοι καὶ ὀδυρόμενοι
ἐκτυποῦσαν τὰς κεφαλὰς καὶ τὰ
στήθη των διὰ τὴν νεκράν. Ὁ
δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπε· <μὴ
κλαίετε· δὲν ἀπέθανε, ἀλλὰ
κοιμᾶται>. |
52
Ἔκλαιον δὲ ὅλοι καὶ ἐκτυποῦσαν
τὰ στήθη των καὶ τὰς κεφαλάς των διὰ
τὴν νεκράν. Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε·
Μὴ κλαίετε· δὲν ἀπέθανεν, ἀλλὰ
κοιμᾶται. |
53
Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες
ὅτι ἀπέθανεν. |
53
Καὶ τὸν περιγελοῦσαν, διότι ἤξευραν
καλά, ὅτι ἡ κόρη εἶχε πεθάνει.
|
53
Καὶ τὸν περιγελοῦσαν, διότι ἦσαν βέβαιοι,
ὅτι τὸ κοράσιον ἦτο πεθαμένον.
|
54
Αὐτὸς δὲ ἐκβαλών ἔξω πάντας
καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς
ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς,
ἐγείρου. |
54
Αὐτὸς ὅμως ἔβγαλε ὅλους ἔξω,
ἐπιασε τὸ χέρι της καὶ ἐφώναξε
λέγων· <Κόρη, σήκω ἐπάνω>.
|
54
Αὐτὸς ὅμως, ἀφοῦ ἔβγαλεν
ἔξω ὅλους καὶ ἔπιασε τὸ χέρι
της, ἐφώναξε καὶ εἶπε· Κόρη, σήκω ἐπάνω.
|
55
Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς,
καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν
αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. |
55
Καὶ ἀμέσως ἡ ψυχή της ἐπέστρεψε
εἰς τὸ σῶμα καὶ ἀναστήθηκε·
καὶ ὁ Ἰησοῦς διέταξε νὰ
τῆς δώσουν νὰ φάγῃ, διὰ
νὰ ἀναλάβῃ τελείως ἀπὸ
τὴν ἐξάντλησιν τῆς ἀσθενείας
ποὺ τὴν ὁδήγησε εἰς τὸν
θάνατον. |
55
Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ σῶμα ἡ
ψυχή της, καὶ ἀνεστήθη ἀμέσως· καὶ
ὁ Ἰησοῦς διέταξε νὰ τῆς δοθῇ
φαγητὸν νὰ φάγῃ διὰ νὰ ἀναλάβῃ
δυνάμεις κατόπιν τῆς ἑξαντλήσεως, ποὺ τῆς
εἶχε φέρει ἡ μακρὰ καὶ θανατηφόρος
ἀσθένειά της. |
56
Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς.
Ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ
εἰπεῖν τὸ γεγονός.
|
56
Καὶ ἔμειναν ἐκστατικοὶ καὶ κατάπληκτοι
οἱ γονεῖς αὐτῆς. Ὁ δὲ
Ἰησοῦς παρήγγειλε εἰς αὐτούς,
νὰ μὴ εἴπουν εἰς κανένα τὸ
γεγονός. |
56
Καὶ ἐκυριεύθησαν ἀπὸ βαθὺν καὶ
μεγάλον θαυμασμὸν οἱ γονεῖς της. Ὁ
δὲ Ἰησοῦς τοὺς παρήγγειλε νὰ
μὴ εἶπουν εἰς κανένα τὸ γεγονός, διὰ
νὰ μὴ ἐρεθίζεται ὁ φθόνος τῶν
ἐχθρῶν του. |