Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
υγκαλεσάμενος
δὲ τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ
ἔδωκεν αὐτοῖς δύναμιν καὶ ἐξουσίαν
ἐπὶ πάντα τὰ δαιμόνια καὶ
νόσους θεραπεύειν·
|
φοῦ
δὲ ἐκάλεσε τοὺς δώδεκα μαθητάς
του, ἔδωσεν εἰς αὐτοὺς δύναμιν
καὶ ἐξουσίαν ἐπὶ ὅλων
τῶν δαιμονίων, καθὼς ἐπίσης
καὶ νὰ θεραπεύουν ἀσθενείας.
|
φοῦ
δὲ ἐκάλεσεν ὅλους μαζὶ τοὺς
δώδεκα μαθητάς του, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς
δύναμιν θαυματουργικὴν καὶ ἐξουσίαν ἐπὶ
ὅλων τῶν δαιμονίων, καθὼς καὶ τὸ
χάρισμα νὰ θεραπεύουν ἀσθενείας.
|
2
καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς κηρύσσειν
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἰᾶσθαι
τοὺς ἀσθενοῦντας, |
2
Καὶ ἔστειλε αὐτοὺς νὰ κηρύσσουν
τὴν διδασκαλίαν περὶ της βασιλείας
τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ θεραπεύουν τοὺς
ἀσθενεῖς, διὰ νὰ ἐπιβεβαιώνεται
ἔτσι μὲ τὰ θαύματα ἡ διδασκαλία
των. |
2
Καὶ τοὺς ἔστειλε νὰ κηρύττουν τὸ
περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ κήρυγμα
καὶ νὰ ἰατρεύουν τοὺς ἀρρώστους,
ἐπιβεβαιοῦντες διὰ τῶν θαυματουργικῶν
θεραπειῶν τὴν ἀλήθειαν καὶ ἀξιοπιστίαν
τοῦ κηρύγματός των. |
3
καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· μηδὲν
αἴρετε εἰς τὴν ὁδόν, μήτε
ράβδους μήτε πήραν μήτε ἄρτον
μῆτε ἀργύριον μήτε ἀνὰ
δύο χιτῶνας ἔχειν. |
3
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· <μὴ
παίρνετε τίποτε εἰς τὸν δρόμον
οὔτε ράβδους οὔτε σάκκον οὔτε
ψωμὶ οὔτε χρήματα οὔτε νὰ ἔχετε
ἀπὸ δύο χιτῶνας.
|
3
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Μὴ
παίρνετε τίποτε μαζί σας εἰς τὸν δρόμον, ποὺ
θὰ πηγαίνετε οὔτε ραβδιά, οὔτε σάκκον ταξιδιωτικόν,
οὔτε ψωμί, οὔτε χρήματα, οὔτε νὰ ἔχετε
ἀπὸ δύο ἐσωτερικὰ ρούχα, διὰ
νὰ φορῆτε συγχρόνως αὐτά, ὅπως συνηθίζεται
ἀπὸ τοὺς ταξιδιώτας. |
4
Καὶ εἰς ἣν ἂν οἰκίαν εἰσέλθητε,
ἐκεῖ μένετε καὶ ἐκεῖθεν
ἐξέρχεσθε. |
4
Καὶ εἰς ὅποιο σπίτι μπῆτε διὰ
νὰ φιλοξενηθῆτε, ἐκεῖ νὰ μένετε
ὅλον τὸ διάστημα της παραμονῆς σας
καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ ἀναχωρῆτε,
ὅταν θὰ ξεκινᾶτε δι' ἄλλην πόλιν.
|
4
Καὶ εἰς ὁποιανδηποτε οἰκίαν εἰσέλθετε
πρὸς φιλοξενίαν, ἐκεῖ νὰ μένετε καθ’
ὅλον τὸ διάστημα τῆς διαμονῆς σας
εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην, καὶ ἀπὸ
τὸν οἶκον αὐτὸν νὰ βγαίνετε,
ὅταν θὰ φεύγετε ὁριστικῶς ἀπὸ
τὴν πόλιν ἢ τὸ χωρίον αὐτό.
|
5
Καὶ ὅσοι ἐὰν μὴ δέξωνται
ὑμᾶς, ἐξερχόμενοι ἀπὸ
της πόλεως ἐκείνης καὶ τὸν κονιορτὸν
ἀπὸ τῶν ποδῶν ὑμῶν ἀποτινάξατε
εἰς μαρτύριον ἐπ' αὐτούς.
|
5
Καὶ ἐὰν τυχὸν μερικοὶ δὲν
σᾶς δεχθοῦν, ὅταν φεύγετε ἀπὸ
τὴν πόλιν ἐκείνην, τινάξτε καλὰ
καὶ τὴν σκόνην ἀπὸ τὰ
πόδια σας, ὡς διαμαρτυρίαν ἐναντίον
των καὶ ὡς ἔλεγχον αὐτῶν ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ>. |
5
Καὶ ὅσοι τυχὸν δὲν σᾶς δεχθοῦν,
ὅταν φεύγετε ἀπὸ τὴν πόλιν ἐκείνην,
εἰς δήλωσιν τοῦ ὅτι δὲν ἐπήρατε
τίποτε μαζί σας ἀπὸ αὐτήν, οὔτε ἔχετε
καμμίαν σχέσιν μετ’ αὐτῆς, τινάξατε καλὰ
ἀπὸ τὰ πόδια σας καὶ αὐτὴν
ἀκόμη τὴν σκόνην, ποὺ τυχὸν σᾶς
ἐκόλλησεν ἀπὸ τὸ χῶμα της, διὰ
νὰ εἶναι ὡς διαμαρτυρία καὶ ὡς
ἔλεγχος κατ’ αὐτῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τῆς κρίσεως. |
6
Ἐξερχόμενοι δὲ διήρχοντο κατὰ
τὰς κώμας εὐαγγελιζόμενοι καὶ
θεραπεύοντες πανταχοῦ. |
6
Ἀφοῦ δὲ ἐξεκίνησαν οἱ
Ἀπόστολοι, διήρχοντο τὸ ἕνα
μετὰ τὸ ἄλλο τὰ χωριά, κηρύττοντες
τὸ Εὐαγγέλιον καὶ θεραπεύοντες
παντοὺ τοὺς ἀσθενεῖς.
|
6
Ἀφοῦ δὲ ἐξεκίνησαν οἱ Ἀπόστολοι,
ἐπερνοῦσαν ἕνα ἕνα τὰ διάφορα
χωρία, ποὺ συνήντων εἰς τὴν περιοδείαν των,
καὶ ἐκήρυττον τὸ εὐαγγέλιον ἐπιβεβαιοῦντες
καὶ ἐπισφραγίζοντες τὸ κήρυγμά των μὲ
θεραπείας θαυματουργικάς, τὰς ὁποίας ἔκαναν
εἰς ὅλα τὰ μέρη, ἀπὸ τὰ
ὁποῖα διέβαινον. |
7
Ἤκουσε δὲ Ἡρῴδης ὁ τετράρχης
τὰ γενόμενα ἀπ' αὐτοὺ πάντα,
καὶ διηπόρει διὰ τὸ λέγεσθαι
ὑπό τινων ὅτι Ἰωάννης ἐγήγερται
ἐκ τῶν νεκρῶν,
|
7
Ἐπληροφορήθη δὲ τότε ὁ Ἡρῴδης
ὁ τετράρχης, ὅλα αὐτὰ ποὺ
ἐγίνοντο ἐκ μέρους τοῦ Ἰησοῦ
καὶ εὑρίσκετο εἰς μεγάλην ἀπορίαν,
ἐπειδὴ ἐλέγετο ἀπὸ μερικούς,
ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς
ἀναστήθηκε ἐκ τῶν νεκρῶν καὶ
κάμνει αὐτὰ τὰ θαύματα.
|
7
Ἤκουσε δὲ ὁ τετράρχης Ἡρῴδης
ὅλα τὰ θαυμαστά, ποὺ ἐγίνοντο ὑπ’
αὐτοῦ, καὶ εὑρίσκετο εἰς μεγάλην
ἀπορίαν, διότι ἐλέγετο ἀπὸ μερικούς,
ὅτι ὁ Ἰωάννης ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν
καὶ αὐτὸς ἐτέλει τὰ θαύματα.
|
8
ὑπό τινων δὲ ὅτι Ἠλίας
ἐφάνη, ἄλλων δὲ ὅτι προφήτης
τις τῶν ἀρχαίων ἀνέστη.
|
8
Ἀπὸ μερικοὺς δὲ ἐλέγετο,
ὅτι ὁ Ἠλίας ἐφάνηκε πάλιν
εἰς τὴν γῆν, ἀπὸ ἄλλους
δέ, ὅτι κάποιος μεγάλος προφήτης
ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἀνεστήθη.
|
8
Ἀπὸ μερικοὺς δὲ ἄλλους, ποὺ
ἐσύγχυζαν τὸν Ἰησοῦν μὲ τοὺς
ἄλλους προφήτας, ἐλέγετο, ὅτι ὁ Ἠλίας,
ὁ ὁποῖος δὲν εἶχεν ἀποθάνει,
ἀλλ’ εἶχεν ἀναληφθῇ, ἐνεφανίσθη
πάλιν· ἀπὸ ἄλλους δὲ ἐλέγετο,
ὅτι κάποιος προφήτης ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς
ἀνεστήθη. |
9
Καὶ εἶπεν ὁ Ἡρῴδης· Ἰωάννην
ἐγὼ ἀποκεφάλισα· τίς δέ
ἐστιν οὗτος περὶ οὗ ἐγὼ
ἀκούω ποιαύτα; Καὶ ἐζήτει
ἰδεῖν αὐτόν.
|
9
Καὶ εἶπεν ὁ Ἡρῴδης· <τὸν
Ἰωάννην ἐγὼ τὸν ἀποκεφάλισα
καὶ ἐπομένως δὲν ζῇ πλέον.
Ἀλλὰ ποιὸς εἶναι αὐτός,
διὰ τὸν ὁποῖον ἐγὼ ἀκούω
ὅτι πράττει τόσον πολλὰ καὶ
τόσον παράδοξα ἔργα;> Καὶ ἐζητοῦσε
νὰ ἵδῃ τὸν Ἰησοῦν.
|
9
Καὶ εἶπεν ὁ Ἡρῴδης· τὸν
Ἰωάννην τὸν ἀπεκεφάλισα ἐγὼ
καὶ ἀπηλλάγην ὁριστικῶς ἀπὸ
αὐτόν. Ποῖος ὅμως νὰ εἶναι αὐτός,
διὰ τὸν ὁποῖον ἐγὼ ἀκούω,
ὅτι ἐνεργεῖ τέτοια παράδοξα ἔργα;
Καὶ ἐζήτει νὰ ἴδῃ τὸν
Ἰησοῦν. |
10
Καὶ ὑποστρέψαντες οἱ ἀπόστολοι
διηγήσαντο αὐτῷ ὅσα ἐποίησαν.
Καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ὑπεχώρησε
κατ' ἰδίαν εἰς τόπον ἔρημον
πόλεως καλουμένης Βηθσαϊδά.
|
10
Καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπὸ
τὴν περιοδείαν οἱ Ἀπόστολοι,
διηγήθηκαν εἰς αὐτὸν ὅσα ἔκαμαν.
Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἐπῆρε
μαζῆ του καὶ ἀνεχώρησε ἰδιετέρως
μὲ αὐτοὺς εἰς ἕνα ἔρημον
τόπον, πλησίον μιᾶς πόλεως ποὺ
ἐκαλεῖτο Βηθσαϊδά. |
10
Καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν
περιοδείαν των οἱ Ἀπόστολοι, τοῦ διηγήθησαν
ὅσα ἔκαμαν. Καὶ ἀφοῦ τοὺς
ἐπῆρε μαζί του, ἀπεσύρθη ἰδιαίτερως
μὲ αὐτοὺς εἰς κάποιο μέρος ἔρημον,
ποὺ ἦτο πλησίον μιᾶς πόλεως, ἡ ὁποία
ἐκαλεῖτο Βηθσαϊδά. |
11
Οἱ δὲ ὄχλοι γνόντες ἠκολούθησαν
αὐτῷ, καὶ δεξάμενος αὐτοὺς
ἐλάλει αὐτοῖς περὶ τῆς
βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ τοὺς
χρείαν ἔχοντας θεραπείας ἰάσατο.
|
11
Τὰ πλήθη ὅμως, μόλις ἐπληροφορήθησαν,
τὸν ἠκολούθησα καὶ αὐτὸς
τοὺς ἐδέχθη καὶ ἐκύρηττε
πρὸς αὐτοὺς περὶ της βασιλείας
τὸ Θεοῦ, καὶ ἰάτρευε ὅσους
εἶχαν ἀνάγκην θεραπείας. |
11
Τὰ πλήθη ὅμως τοῦ λαοῦ, μόλις τὸ
ἔμαθαν, τὸν ἠκολούθησαν. Καὶ ἐκεῖνος
ἀφοῦ τοὺς ἐδέχθη μὲ καλωσύνην,
ὡμίλει πρὸς αὐτοὺς περὶ τῆς
βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἰάτρευεν ἐκείνους,
ποὺ εἶχον ἀνάγκην θεραπείας.
|
12
Ἡ δὲ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν·
προσελθόντες δὲ οἱ δώδεκα εἶπον
αὐτῷ· ἀπόλυσον τὸν ὄχλον,
ἵνα πορευθέντες εἰς τὰς κύκλῳ
κώμας καὶ τοὺς ἀγροὺς καταλύσωσι
καὶ εὕρωσι ἐπισιτισμόν, ὅτι
ὧδε ἐν ἐρήμῳ τόπῳ
ἐσμέν. |
12
Ἀλλ' ἡ ἡμέρα ἤρχισε νὰ
κλίνῃ πρὸς τὴν δύσιν. Τὸν
ἐπλησίασαν τότε οἱ δώδεκα καὶ
τοῦ εἶπαν· διάλυσε τὰ πλήθη
τοῦ λαοῦ, διὰ νὰ πᾶνε εἰς
τὰ γύρω χωριά καὶ τίς ἀγροτικὲς
κατοικίες νὰ καταλύσουν καὶ νὰ
εὔρουν τροφάς, διὰ νὰ φάγουν,
διότι ἐδῶ εὑρισκόμεθα εἰς
ἔρημον τόπον>. |
12
Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως ἡ ἡμέρα
ἤρχισε νὰ κλίνη πρὸς τὸ βράδυ. Πρόσηλθον
δὲ τότε οἱ δώδεκα ἀπόστολοι καὶ τοῦ
εἶπαν· Διάλυσε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ,
διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὰ τριγύρω
χωριὰ καὶ τὰ χωράφια καὶ εὕρουν
καταλύματα, ποὺ θὰ περάσουν τὴν νύκτα, καὶ
τρόφιμα διὰ νὰ φάγουν. Διότι ἐδῶ εὑρισκόμεθα
εἰς ἔρημον τόπον. |
13
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· δότε
αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. Οἱ
δὲ εἶπον· οὐκ εἰσὶν ἡμῖν
πλεῖον ἢ πέντε ἄρτοι καὶ ἰχθύες
δύο, εἰ μήτι πορευθέντες ἡμεῖς
ἀγοράσομεν εἰς πάντα τὸν λαὸν
τοῦτον βρώματα, |
13
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς· <δῶστε τους σεῖς νὰ
φάγουν>. Αὐτοὶ δὲ εἶπαν·
<δὲν μᾶς βρίσκονται παρὰ πάνω
ἀπὸ πέντε ψωμιά καὶ δύο
ψάρια, ἐκτὸς ἐὰν πᾶμε
ἡμεῖς καὶ κυττάξωμεν νὰ ἀγοράσωμε
δι' ὅλον αὐτὸν τὸν λαὸν τροφάς>.
|
13
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς· Δώσατέ τους σεῖς νὰ φάγουν.
Αὐτοὶ δὲ εἶπαν· Δὲν μᾶς
εὑρίσκονται παραπάνω ἀπὸ πέντε ἄρτους
καὶ δύο ψάρια, ἐκτὸς ἐὰν ὑπάγωμεν
ἡμεῖς καὶ ἠμπορέσωμεν νὰ ἀγοράσωμεν
δι΄ ὅλον αὐτὸν τὸν λαὸν τροφάς.
|
14
ἦσαν γὰρ ὡσεὶ ἄνδρες πεντακισχίλιοι.
Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ·
κατακλίνατε αὐτοὺς κλισίας ἀνὰ
πεντήκοντα. |
14
Διότι οἱ ἄνδρες μόνον ἦσαν περίπου
πέντε χιλιάδες. Εἶπε δὲ πρὸς
τοὺς μαθητάς του ὁ Κύριος· <βάλτε
τους νὰ καθίσουν καθ' ὁμάδας ἀπὸ
πενῆντα, πενῆντα>. |
14
Καὶ εἶπαν οἱ μαθηταὶ δι’ ὅλον
αὐτὸν τὸν λαόν, διότι εὑρίσκοντο ἐκεῖ
περίπου πέντε χιλιάδες ἄνδρες. Εἶπε δὲ ὁ
Ἰησοῦς πρὸς τοὺς μαθητάς του·
Βάλετέ τους νὰ καθήσουν κατὰ παρέας ἀπὸ
πεντήκοντα ἀνθρώπους ἡ κάθε ὁμάδα.
|
15
Καὶ ἐποίησαν οὕτω καὶ ἀνέκλιναν
ἅπαντας. |
15
Καὶ ἔκαμαν ἔτσι οἱ μαθηταὶ καὶ
ἔβαλαν ὅλους νὰ καθίσουν.
|
15
Καὶ ἔκαμαν ἔτσι οἱ ἀπόστολοι
καὶ ἔβαλαν ὅλους νὰ καθήσουν
|
16
Λαβὼν δὲ τοὺς πέντε ἄρτους καὶ
τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας
εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησεν
αὐτοὺς καὶ κατέκλασε, καὶ ἐδίδου
τοῖς μαθηταῖς παραθεῖναι τῷ ὄχλῳ.
|
16
Ἐπῆρε τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς
πέντε ἄρτους καὶ τὰ δύο ψάρια,
ὕψωσε τὰ μάτια εἰς τὸν οὐρανόν,
διὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν
Πατέρα, καὶ εὐλόγησε τοὺς ἄρτους.
Ἔπειτα τοὺς ἔκοψε κομμάτια καὶ
ἔδιδε συνεχῶς εἰς τοὺς μαθητάς,
διὰ νὰ παραθέσουν εἰς τὸν λαὸν
νὰ φάγῃ. |
16
Ἀφοῦ δὲ ἐπῆρεν ὁ Ἰησοῦς
τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τὰ δύο ψάρια,
ἐσήκωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανὸν
διὰ νὰ εὐχαριστήσῃ καὶ ἐπικαλέσθῃ
τὸν ἐπουράνιόν του Πατέρα, καὶ εὐλόγησεν
αὐτούς. Καὶ μετὰ τὴν εὐλογίαν
ἔκοψε τοὺς ἄρτους εἰς κομμάτια καὶ
ἔδιδε συνεχῶς εἰς τοὺς μαθητὰς
διὰ νὰ τὰ θέτουν ἐμπρὸς εἰς
τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ.
|
17
Καὶ ἔφαγον καὶ ἐχορτάσθησαν
πάντες, καὶ ἤρθη τὸ περισσεῦσαν
αὐτοῖς κλασμάτων κόφινοι δώδεκα.
|
17
Καὶ ἔφαγαν καὶ ἐχόρτασαν ὅλοι
καὶ ἐσήκωσαν ἔπειτα, ἀπὸ
ὅ,τι τοὺς εἶχε περισσεύσει, δώδεκα
κοφίνια γεμᾶτα. |
17
Καὶ ἔφαγαν καὶ ἐχορτάσθησαν ὅλοι.
Καὶ ἐσήκωσαν ἔπειτα ὅ,τι τοὺς
ἐπερίσσευσε, δηλαδὴ δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα
ἀπὸ κομμάτια. |
18
Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι
αὐτὸν προσευχόμενον κατὰ μόνας,
συνῆσαν αὐτῷ οἱ μαθηταί, καὶ
ἐπηρώτησεν αὐτοὺς λέγων·
τίνα μὲ λέγουσιν οἱ ὄχλοι εἶναι;
|
18
Καὶ ἐνῶ προσηύχετο ἀπομονωμένος
ἀπὸ τὸ πλῆθος, ἦσαν μαζῆ
του οἱ μαθηταὶ καὶ τοὺς ἠρώτησε,
λέγων· <ποῖος λένε τὰ πλήθη
ὅτι εἶμαι;> |
18
Καὶ ἐνῷ προσηύχετο εἰς μέρος μοναχικόν,
μακρὰν ἀπὸ τὸ πλῆθος, συνέβη
νὰ εἶναι μαζί του οἱ μαθηταὶ καὶ
τοὺς ἠρώτησε καὶ εἶπε· Ποῖος
νομίζουν τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ὅτι εἶμαι;
|
19
Οἱ δὲ ἀποκριθέντες εἶπον·
Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι
δὲ Ἠλίαν, ἄλλοι δὲ ὅτι
προφήτης τις τῶν ἀρχαίων ἀνέστη.
|
19
Ἐκεῖνοι δὲ ἀποκριθέντες εἶπαν·
<λέγουν, ὅτι εἶσαι Ἰωάννης
ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι δὲ ὅτι εἶσαι
ὁ Ἠλίας, ἄλλοι δὲ ὅτι
εἶσαι κάποιος προφήτης ἀπὸ τοὺς
παλαιοὺς ποὺ ἀναστήθηκε>.
|
19
Αὐτοὶ δὲ ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον·
Λέγουν, ὅτι εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ
Βαπτιστής· ἄλλοι δέ, ὅτι εἶσαι ὁ
Ἠλίας· ἄλλοι δὲ λέγουν διὰ σέ,
ὅτι κάποιος ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς
προφήτας ἀνεστήθη. |
20
Εἶπε δὲ αὐτοῖς· ὑμεῖς
δὲ τίνα μὲ λέγετε εἶναι; Ἀποκριθεὶς
δὲ Πέτρος εἶπε· τὸν Χριστὸν
τοῦ Θεοῦ. |
20
Εἶπε δὲ εἰς αὐτούς· <σεῖς,
ποιὸς λέτε ὅτι εἶμαι;> Ἀποκριθεὶς
δὲ ὁ Πέτρος εἶπε· <ἡμεῖς
λέμε, ὅτι εἶσαι ὁ Μεσσίας, τὸν
ὁποῖον ὁ Θεὸς ἔχρισε καὶ
ἔστειλε σωτῆρα τοῦ κόσμου>.
|
20
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Σεῖς
δὲ ποῖος λέγετε, ὅτι εἶμαι; Ἀπεκρίθη
ὁ Πέτρος καὶ εἶπεν· Εἶσαι ὁ
Μεσσίας, τὸν ὁποῖον ὡς ἄνθρωπον
ἔχρισεν ὁ Θεὸς μὲ τὸ Πνεῦμα
του ὑπὲρ πάντα ἄλλον ἀσυγκρίτως καὶ
ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον σωτῆρα καὶ
λυτρωτήν. |
21
Ὁ δὲ ἐπιτιμήσας αὐτοῖς
παρήγγειλε μηδενὶ λέγειν τοῦτο,
|
21
Αὐτὸς δὲ τότε ἐντόνως
καὶ αὐστηρῶς τοὺς παρήγγειλε,
νὰ μὴ λέγουν τοῦτο εἰς κανένα.
|
21
Αὐτὸς δὲ τότε τοὺς ἀπηγόρευσεν
αὐστηρῶς καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ
μὴ λέγουν τοῦτο εἰς κανένα, διότι λόγῳ
τοῦ ὅτι ὁ λαὸς ἐπερίμενε τὸν
Μεσσίαν ὡς κοσμικὸν ἄρχοντα, ὑπῆρχε
κίνδυνος ἀπὸ τὸν λαϊκὸν ἐνθουσιασμὸν
νὰ προκληθῇ ἐπανάστασις ἢ ταραχὴ
παρεμποδίζουσα τὸ πνευματικὸν ἔργον του.
|
22
εἰπὼν ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν
τοῦ ἀνθρώπου πολλὰ παθεῖν καὶ
ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων
καὶ ἀρχιερέων καὶ γραμματέων,
καὶ ἀποκταθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ
ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι. |
22
Ἐπρόσθεσε δὲ ὅτι σύμφωνα μὲ
τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ πρέπει αὐτός,
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, νὰ
πάθῃ πολλὰ καὶ νὰ ἀποδοκιμασθῇ
ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς
ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς,
καὶ νὰ θανατωθῇ καὶ τὴν τρίτη
ἡμέρα νὰ ἀναστηθῇ.
|
22
Τοὺς προσέθεσε δέ, ὅτι σύμφωνα μὲ τὴν
βουλὴν καὶ τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ
πρέπει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,
ὁ Μεσσίας, ὅχι νὰ ἀνακηρυχθῇ
βασιλεὺς ἐγκόσμιος, ὅπως τὸν περιμένουν
οἱ πολλοὶ Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ
νὰ πάθῃ πολλὰ καὶ νὰ ἀποδοκιμασθῇ
ἀπὸ τοὺς προεστοὺς καὶ τοὺς
Ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς
καὶ νὰ θανατωθῇ καὶ τὴν τρίτην
ἡμέραν νὰ ἀναστηθῇ. |
23
Ἔλεγε δὲ πρὸς πάντας· εἴ
τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω
ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν
αὐτοῦ καθ' ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω
μοι. |
23
Ἔλεγε δὲ εἰς ὅλους· <ἐὰν
κανεὶς θέλῃ νὰ μὲ ἀκολουθῇ
ὡς ὀπαδός μου, πρέπει νὰ ἀπαρνηθῇ
τὸν ἁμαρτωλὸν ἑαυτόν του, νὰ
πάρῃ τὴν ἀπόφασιν, τὴν
ὁποίαν κάθε ἡμέραν θὰ
ἀνανεώνῃ νὰ ὑποστῇ δι'
ἐμὲ θλίψεις καὶ αὐτὸν
ἀκόμη τὸν σταυρικὸν θάνατον
καὶ ἂς μὲ ἀκολουθῇ, ἂς
σκέπτεται, ἂς ζῇ καὶ ἂς πράττῃ
ἔχων ἐμὲ ὡς ὑπόδειγμα.
|
23
Ἔλεγε δὲ πρὸς ὅλους· Ἐὰν
κανένας θέλῃ νὰ μὲ ἀκολουθῇ
ὡς ὀπαδός μου, ἂς διακόψῃ κάθε φιλίαν
καὶ σχέσιν πρὸς τὸν διεφθαρμένον ἑαυτόν
του καὶ ἂς λάβη τὴν σταθερὰν ἀπόφασιν
καὶ σταυρικὸν ἀκόμη θάνατον δι’ ἐμὲ
νὰ ὑποστῇ, τὴν ἀπόφασιν δὲ
αὐτὴν ἂς ἀνανεώνῃ κάθε ἡμέραν
νεκρώνων τὰ πάθη τῆς σαρκός, καὶ ἂς
μὲ ἀκολουθῇ μιμούμενος τὸ παράδειγμά
μου. |
24
῝Ος γὰρ ἂν θέλει τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν·
ὃς δ' ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, οὗτος
σώσει αὐτήν. |
24
Διότι, ὅποιος θέλει, ἀρνούμενος
ἐμέ, νὰ σώσῃ τὴν πρόσκαιρον
ζωήν του, θὰ χάσῃ τὴν αἰωνίαν
καὶ μακαρίαν ζωὴν πλησίον τοῦ
Θεοῦ. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ
θυσιάσῃ τὴν ζωήν του πρὸς χάριν
ἐμοῦ, θὰ σώσῃ τὴν ψυχήν
του εἰς τὴν αἰωνίαν ζωήν.
|
24
Μὴ διστάσῃ δὲ πᾶς τις νὰ προβῇ
εἰς τὰς ἀποφάσεις καὶ θυσίας αὐτάς.
Διότι ὅποιος θέλει νὰ σώσῃ τὴν πρόσκαιρον
ζωήν του, θὰ χάσῃ τὴν πνευματικὴν
καὶ μακαρίαν ζωὴν τοῦ μέλλοντος. Ἐκεῖνος
δὲ ποὺ θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του
διὰ τὴν πίστιν του καὶ ὑπακοήν του
εἰς ἐμέ, αὐτὸς θὰ σώσῃ
τὴν ψυχήν του ἐν τῷ μέλλοντι βίῳ,
ὅπου θὰ κερδήσῃ τὴν αἰωνίαν
ζωήν. |
25
Τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος κερδήσας
τὸν κόσμον ὅλον, ἑαυτὸν δὲ
ἀπολέσας ἢ ζημιωθείς;
|
25
Διότι, τί ὠφελεῖται ὁ ἄνθρωπος,
ἐὰν κερδήσῃ ὅλον τὸν κόσμον,
χάσῃ δὲ τὴν
ψυχήν του καὶ ζημιωθῇ μὲ τὴν
αἰωνίαν καταδίκην καὶ κόλασιν;
|
25
Ἐκείνη δὲ ἡ σωτηρία εἶναι τὸ
πᾶν. Διότι, τί ὠφελεῖται ὁ ἄνθρωπος,
ἐὰν κερδήσῃ ὅλον αὐτὸν
τὸν ὑλικὸν κόσμον, ὑποστῇ δὲ
πλήρη ἀπώλειαν ἢ ἔστω καὶ μερικὴν
ζημίαν εἰς τὴν πνευματικὴν ψυχήν του, ἡ
ὁποία εἶναι ὁ κυρίως ἐαυτός του καὶ
ἡ ὁποία ὡς πνευματικὴ καὶ ἄφθαρτος
δὲν συγκρίνεται μὲ κανὲν ἀπὸ
τὰ ὑλικὰ τοῦ φθαρτοῦ κόσμου
ἀγαθά; |
26
῝Ος γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ
με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους, τοῦτον
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται
ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ
αὐτοῦ καὶ τοῦ πατρὸς καὶ
τῶν ἁγίων ἀγγέλων.
|
26
Διότι, ὅποιος ἐντραπῇ ἐμὲ
καὶ τοὺς λόγους μου, φοβούμενος ἐμπαιγμοὺς
καὶ περιφρονήσεις ἐκ μέρους τῶν
ἀνθρώπων, αὐτὸν θὰ ἐντραπῇ
καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
νὰ τὸν ὀνομάσῃ ἰδικόν
του καὶ θὰ τὸν ἀποκυρύξῃ,
ὅταν μὲ ὅλην του τὴν δόξαν καὶ
μὲ τὴν δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ
τῶν ἁγίων ἀγγέλων ἔλθῃ
ὡς κριτὴς ὅλων. |
26
Θὰ χάσῃ δὲ τὴν ψυχήν του ἐκεῖνος,
ποὺ δὲν θὰ ὑποστῇ δι΄ ἐμὲ
τὰς θυσίας αὐτάς. Διότι ὁποιοσδήποτε ἐντραπῇ
ἐμὲ καὶ τοὺς λόγους μου ἐπηρεαζόμενος
ἀπὸ τὰς περιφρονήσεις καὶ τοὺς
χλευασμοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου,
θὰ ἐντραπῇ αὐτὸν καὶ ὁ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ θὰ
τὸν ἀποκηρύξῃ, ὅταν θὰ ἔλθῃ
μὲ τὴν δόξαν, τὴν ὁποίαν ὡς
Θεάνθρωπος Κριτὴς θὰ ἔχῃ, ἀλλὰ
καὶ μὲ τὴν δόξαν τοῦ Πατρός του καὶ
τῶν ἁγίων ἀγγέλων, ποὺ θὰ τὸν
συνοδεύουν εὐλαβῶς καὶ θὰ τὸν
ὑπηρετοῦν. |
27
Λέγω δὲ ὑμῖν ἀληθῶς, εἰσί
τινες τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἳ
οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως
ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
|
27
Σᾶς λέγω δὲ ἀληθινὰ καὶ
τοῦτο· ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ
αὐτοὺς ποὺ στέκονται ἐδῶ,
οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ δοκιμάσουν
θάνατον, ἕως ὅτου ἴδουν νὰ ἐγκαθιδρύεται
εἰς τὸν κόσμον ἡ βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ>. (Νὰ ἱδρύεται ἡ Ἐκκλησία
κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς
διὰ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγ.
Πνεύματος μὲ δύναμιν πολλὴν καὶ
νὰ ἐξαπλώνεται εἰς ὅλον τὸν
γνωστὸν τότε κόσμον).
|
27
Σᾶς λέγω δὲ ἀληθινά, ὅτι ὑπάρχουν
μερικοὶ ἀπὸ αὐτούς, ποὺ στέκονται
ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ
δοκιμάσουν θάνατον, προτοῦ νὰ ἴδουν νὰ
καταλύεται κατὰ τὴν καταστροφὴν τῶν
Ἱεροσολύμων καὶ τοῦ ναοῦ των ἡ
Παλαιὰ θεία τάξις καὶ διαθήκη, διὰ νὰ
θεμελιωθῇ μὲ δύναμιν ἀκαταγώνιστον καὶ
ὑπερφυσικὴν ἡ Νέα θεία τάξις ἐν τῷ
κόσμῳ, τὴν ὁποίαν θὰ ἐκπροσωπῇ
ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἡ ἄλλη βασιλεία
τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.
|
28
Ἐγένετο δὲ μετὰ τοὺς λόγους
τούτους ὡσεὶ ἡμέραι ὀκτὼ
καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ
Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον ἀνέβη
εἰς τὸ ὅρος προσεύξασθαι.
|
28
Ὕστερα ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτούς,
ἔπειτα ἀπὸ ὀκτὼ περίπου
ἡμέρας, παρέλαβε ὁ Ἰησοῦς
τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην
καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ ἀνέβηκε
εἰς ἕνα ὅρος διὰ νὰ προσευχηθῇ.
|
28
Ὕστερα δὲ ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτούς,
μετὰ ὀκτὼ περίπου ἡμέρας, ἀφοῦ
ἐπῆρε μαζί του ὁ Ἰησοῦς τὸν
Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν
Ἰάκωβον, συνέβη νὰ ἀναβῇ εἰς
τὸ ὅρος διὰ νὰ προσευχηθῇ.
|
29
Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ προσεύχεσθαι
αὐτὸν τὸ εἰδὸς τοῦ προσώπου
αὐτοῦ ἕτερον καὶ ὁ ἱματισμὸς
αὐτοῦ λευκὸς ἐξαστράπτων.
|
29
Καὶ ἐνῶ προσηύχετο, ἔγινε ἡ
ἐξωτερική του μορφὴ τοῦ προσώπου
του διαφορετικὴ καὶ ἡ ἐνδυμασία
του ὁλόλευκη καὶ ἀπαστράπτουσα.
|
29
Καὶ ἐνῶ προσηύχετο ἔγινεν ἡ
ἐξωτερικὴ μορφὴ τοῦ προσώπου του διαφορετική,
διότι ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιον καὶ
ἡ ἐνδυμασία του ἔγινε λευκὴ καὶ
λαμπρὰ σὰν ἀστραπή. |
30
Καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο συνελάλουν
αὐτῷ, οἵτινες ἦσαν Μωϋσῆς καὶ
᾿Ηλίας, |
30
Καὶ ἰδοὺ δύο ἄνδρες συνωμιλούσαν
μαζῆ του. Καὶ αὐτοὶ ἦσαν ὁ
Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας,
|
30
Καὶ ἰδοὺ δύο ἄνδρες συνωμίλουν μαζί
του, καὶ αὐτοὶ ἦσαν ὁ Μωϋσῆς
ὡς κυριώτερος τοῦ
νόμου ἀντιπρόσωπος, καὶ ὁ Ἠλίας ὡς
ἐκπρόσωπος τῶν προφητῶν.
|
31
οἳ ὀφθέντες ἐν δόξῃ ἔλεγον
τὴν ἔξοδον αὐτοῦ ἣν ἔμελλε
πληροῦν ἐν ῾Ιερουσαλήμ.
|
31
οἱ ὁποῖοι παρουσιάσθησαν μὲ
δόξαν καὶ ἔλεγαν διὰ τὴν ἔξοδόν
του, διὰ τὴν ἀναχώρησίν του
ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν,
τὴν ὁποίαν σύμφωνα μὲ τὰς
προφητείας ἔμελλε νὰ ἐκπληρώσῃ
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
31
Οὗτοι ἐνεφανίσθησαν περιβεβλημένοι μὲ δόξαν
καὶ ἔλεγον περὶ τῆς ἐξόδου του
καὶ ἀναχωρήσεώς του ἀπὸ τὸν
κόσμον αὐτόν, τὴν ὁποίαν διὰ τοῦ
σταυρικοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναλήψεώς
του ἔμελλε σύμφωνα μὲ τὰς προτυπώσεις τοῦ
νόμου καὶ τὰς προρρήσεις τῶν προφητῶν
νὰ ἐκπληρώσῃ καὶ νὰ συντελέσῃ
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. |
32
Ὁ δὲ Πέτρος καὶ οἱ σὺν
αὐτῷ ἦσαν βεβαρημένοι ὕπνῳ·
διαγρηγορήσαντες δὲ εἶδον τὴν δόξαν
αὐτοῦ καὶ τοὺς δύο ἄνδρας
τοὺς συνεστῶτας αὐτῷ.
|
32
Ὁ δὲ Πέτρος καὶ οἱ δύο
ἄλλοι μαθηταὶ εἶχαν καταληφθῇ ἀπὸ
βαρὺν ὕπνον. Ὅταν ὅμως ἐξύπνησαν,
εἶδαν τὴν δόξαν του καὶ τοὺς
δύο ἄνδρας, ποὺ ἐστέκοντο μαζῆ
του. |
32
Ὁ δὲ Πέτρος καὶ οἱ σύντροφοί του εἶχαν
κυριευθῇ ἀπὸ βαρὺν νυσταγμόν, ἐντὸς
ὀλίγου ὅμως ἑξαγρύπνησαν καὶ εἶδαν
τὴν δόξαν του καὶ τοὺς δύο ἄνδρας,
ποὺ ἔστεκαν μαζί του. |
33
Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαχωρίζεσθαι
αὐτοὺς ἀπ' αὐτοῦ εἶπεν
ὁ Πέτρος πρὸς τὸν Ἰησοῦν·
ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς
ὧδε εἶναι· καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς
τρεῖς, μίαν σοὶ καὶ μίαν Μωϋσεῖ
καὶ μίαν Ἠλίαν, μὴ εἰδὼς
ὃ λέγει. |
33
Καὶ συνέβη, ὅταν οἱ δύο ἄνδρες
ἐτοιμάζοντο νὰ χωρισθοῦν ἀπὸ
τὸν Ἰησοῦν, εἶπεν ὁ Πέτρος
πρὸς αὐτόν· <διδάσκαλε, εἶναι
καλὰ νὰ μένωμεν ἐδῶ· ἂς
κάμωμεν τρεῖς σκηνάς, μίαν διὰ
σέ, μίαν διὰ τὸν Μωϋσέα καὶ
μίαν διὰ τὸν Ἠλίαν>. Καὶ
τὰ ἔλεγεν αὐτά, χωρὶς νὰ
καταλαβαίνῃ καλά - καλά, τί
εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔλεγε.
|
33
Καὶ συνέβη, ὅταν οἱ δύο αὐτοὶ
ἄνδρες ἐπρόκειτο νὰ χωριστοῦν ἀπὸ
τὸν Ἰησοῦν, εἶπεν ὁ Πέτρος πρὸς
αὐτόν· Διδάσκαλε, καλὰ εἶναι νὰ
μείνωμεν ἐδῶ. Ἂς κάμωμεν λοιπὸν τρεῖς
σκηνάς· μίαν διὰ σὲ καὶ μίαν διὰ
τὸν Μωϋσῆν καὶ μίαν διὰ τὸν
Ἠλίαν. Εἶπε δὲ ταῦτα ὁ Πέτρος
φανταζόμενος, ὅτι ὁ Κύριος μετὰ τῶν
δύο προφητῶν εἶχεν ἀνάγκην σκηνῶν
καὶ ὅτι ἡ ἔνδοξος Μεταμόρφωσίς του
θὰ παρετείνετο παντοτεινὰ καὶ θὰ προελαμβάνετο
οὕτω ἡ ἔξοδος καὶ τὸ σταυρικὸν
πάθημά του. Συνεπῶς ὁ Πέτρος δὲν ἤξευρε
τί ἔλεγεν. |
34
Ταῦτα δὲ αὐτοῦ λέγοντος ἐγένετο
νεφέλη καὶ ἐπεσκίασεν αὐτούς·
ἐφοβήθησαν δὲ ἐν τῷ εἰσελθεῖν
ἐκείνους εἰς τὴν νεφέλην·
|
34
Ἐνῶ δὲ ὁ Πέτρος ἔλεγε
αὐτά, ἦλθε ἕνα σύννεφο καὶ
τοὺς ἐκέπασε. Ἐφοβήθησαν δὲ
ὁ Πέτρος καὶ οἱ δύο ἄλλοι
μαθηταί, ὅταν ὁ Ἰησοῦς καὶ
οἱ δύο προφῆται εἰσῆλθον εἰς
τὴν παράδοξον ἐκείνην νεφέλην,
ἡ ὁποία ἦτο σημεῖον τῆς
παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ
ἄλλοτε εἰς τὸ ὅρος Σινᾶ.
|
34
Ἐνῷ δὲ αὐτὸς ἔλεγε ταῦτα,
ἦλθε σύννεφον καὶ τοὺς ἐσκέπασεν.
Ἐφοβήθησαν δὲ ὁ Πέτρος καὶ οἱ
συμμαθηταί του, ὅταν ὁ Διδάσκαλος καὶ οἱ
δύο προφῆται ἐμβῆκαν εἰς τὴν
νεφέλην. Καὶ ἐφοβήθησαν, διότι τὸ σύννεφον
αὐτὸ δεν ἦτο σύνηθες, ἀλλ’ ἦτο
σημεῖον τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.
|
35
καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ της νεφέλης
λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ
υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ
ἀκούετε. |
35
Καὶ ἠκούσθη φωνὴ ἀπὸ τὴν
νεφέλην, ἡ ὁποία ἔλεγεν·
<αὐτὸς εἶναι ὁ μονογενὴς
Υἱός μου, ὁ κατ' εξοχὴν ἀγαπητός,
ποὺ τὸν ἔστειλα Σωτῆρα τοῦ κόσμου.
Αὐτὸν νὰ ἀκούετε>.
|
35
Καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὴν νεφέλην
φωνή, ποὺ ἔλεγεν· Αὐτὸς εἶναι
ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ποὺ τὸν
ἀπέστειλα διὰ νὰ σωθῇ ὁ κόσμος.
Αὐτὸν νὰ ἀκούετε.
|
36
Καὶ ἐν τῷ γενέσθαι τὴν φωνὴν
εὑρέθη ὁ Ἰησοῦς μόνος.
Καὶ αὐτοὶ ἐσίγησαν καὶ
οὐδενὶ ἀπήγγειλαν ἐν ἐκείναις
ταῖς ἡμέραις οὐδὲν ὧν
ἑωράκασιν. |
36
Καὶ ἀφοῦ ἔγινε αὐτὴ ἡ
φωνή, εὐρέθηκε ὁ Ἰησοῦς
μόνος· καὶ οἱ τρεῖς μαθηταὶ
ἐκράτησαν σιγὴν διὰ τὸ γεγονὸς
καὶ εἰς κανέναν κατὰ τὰς ἡμέρας
ἐκείνας δὲν ἀνεκοίνωσαν τίποτε
ἀπὸ ὅσα εἶδαν.
|
36
Καὶ ὅταν ἔγινεν ἡ φωνὴ αὐτή,
εὑρέθη ὁ Ἰησοῦς μόνος, χωρὶς
νὰ εἶναι πλέον ἐκεῖ καὶ οἱ
δύο προφῆται. Καὶ οἱ τρεῖς αὐτοὶ
μαθηταὶ κατ’ ἐντολὴν τοῦ Κυρίου ἐσιώπησαν
καὶ δὲν ἀνέφεραν κατὰ τὰς ἡμέρας
ἐκείνας εἰς κανένα τίποτε ἀπὸ ὅσα
εἶχον ἴδει, διότι ὑπῆρχε φόβος νὰ
προκληθῇ εἴτε σφοδρὰ ἀντίδρασις ἀπὸ
τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Κυρίου εἴτε
ἄκαιρος καὶ ταραχώδης ἐνθουσιασμὸς
ἀπὸ τοὺς θαυααστάς του.
|
37
Ἐγένετο δὲ ἐν τῇ ἑξῆς
ἡμέρᾳ κατελθόντων αὐτῶν
ἀπὸ τοὺ ὄρους σηνήντησεν αὐτῷ
ὄχλος πολύς. |
37
Κατὰ δὲ τὴν ἑπομένην ἡμέραν,
ὅταν κατέβηκαν ἀπὸ τὸ ὅρος,
συνήντησε τὸν Ἰησοῦν πολὺς λαός.
|
37
Κατὰ τὴν ἑπομένην δὲ ἡμέραν,
ὅταν αὐτοὶ κατέβησαν ἀπὸ τὸ
ὅρος, συνέβη νὰ τὸν συναντήση λαὸς
πολύς. |
38
Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἀπὸ
τοῦ ὄχλου ἀνεβόησε λέγων·
διδάσκαλε, δέομαί σου, ἐπίβλεψον
ἐπὶ τὸν υἱόν μου, ὅτι
μονογενής μοί ἐστι·
|
38
Καὶ ἰδού, ἔνας ἄνθρωπος ἀπὸ
τὸ πλῆθος ἐφώναξε καὶ εἶπε·
<διδάσκαλε, θερμῶς παρακαλῶ, ρίξε
ἕνα βλέμμα εὐσπλαγχνίας εἰς
τὸν υἱόν μου, διότι μου εἶναι
μονογενής. |
38
Καὶ ἰδοὺ ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ
τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ ἐφώναξε καὶ
εἶπε· Διδάσκαλε, σὲ παρακαλῶ, ρίψε
σπλαγχνικὸν βλέμμα εἰς τὸν υἱόν μου,
διότι μου εἶναι μονάκριβος. |
39
καὶ ἰδοὺ πνεῦμα λαμβάνει αὐτόν,
καὶ ἐξαίφνης κράζει καὶ σπαράσσει
αὐτὸν μετὰ ἀφροῦ καὶ μόγις
ἀποχωρεῖ ἀπ' αὐτοῦ συντρῖβον
αὐτόν· |
39
Καὶ ἰδοὺ τὸν κυριεύει ἀπὸ
καιροῦ εἰς καιρὸν πονηρὸν πνεῦμα
καὶ ἔξαφνα κραυγάζει καὶ τὸν
συγκλονίζει μὲ σπασμοὺς εἰς ὅλον
τὸ σῶμα καὶ μὲ ἀφροὺς
εἰς τὸ στόμα καὶ μὲ δυσκολίαν
φεύγει ἀπὸ αὐτόν, ἀφοῦ
προηγουμένως τὸν συντρίψῃ.
|
39
Καὶ ἰδοὺ τὸν καταλαμβάνει πνεῦμα
πονηρὸν καὶ ἔξαφνα φωνάζει δυνατὰ
καὶ τὸ πνεῦμα τὸν σπαράζει μὲ
ἀφρὸν ἀπὸ τὸ στόμα, καὶ
μὲ κόπον πολὺν φεύγει ἀπ’ αὐτοῦ
τὸ δαιμόνιον, ἀφοῦ τὸν κουρελιάσῃ
καὶ τὸν κάμῃ ἀναίσθητον.
|
40
καὶ ἐδεήθην τῶν μαθητῶν σου
ἵνα ἐκβάλωσιν αὐτό, καὶ
οὐκ ἠδυνήθησαν. |
40
Καὶ παρεκάλεσα τοὺς μαθητάς σου, νὰ
τὸ διώξουν καὶ δὲν ἠμπόρεσαν>.
|
40
Καὶ παρεκάλεσα τοὺς μαθητάς σου νὰ τὸ
βγάλουν καὶ δὲν ἠμπόρεσαν.
|
41
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς
εἶπεν· ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ
διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι πρὸς
ὑμᾶς καὶ ἀνέξομαι ὑμῶν;
Προσάγαγε τὸν υἱόν σου ὧδε.
|
41
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ
εἶπεν· <ὦ γενεά, ποὺ παρ'
ὅλα τὰ θαύματα τὰ ὁποῖα
εἶδες, εἶσαι ἀκόμη ἄπιστος καὶ
ἀπὸ τὴν κακίαν σου διεστραμμένη,
ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζῆ σας καὶ
θὰ σᾶς ἀνέχωμαι; Φέρε τὸ
παιδί σου ἐδῶ>. |
41
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ
εἶπε· Ὦ γενεά, ποὺ τόσα θαύματα εἶδες
καὶ εἶσαι ἀκόμη ἄπιστος, ἀπὸ
τὴν κακίαν σου δὲ εἶσαι καὶ διεστραμμένη,
ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας καὶ θὰ
σᾶς ἀνέχωμαι; Φέρε ἐδῶ τὸν υἱόν
σου. |
42
Ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔρρηξεν
αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν·
ἐπετίμησε δὲ ὁ Ἰησοῦς
τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ,
καὶ ἰάσατο τὸν παῖδα καὶ
ἀπέδωκεν αὐτὸν τῷ πατρὶ
αὐτοῦ. |
42
Ἐνῶ δὲ ὁ νέος προσήρχετο
εἰς τὸν Ἰησοῦν, τὸν ἐπέταξεν
κάτω μὲ ὁρμὴν τὸ δαιμόνιον
καὶ τὸν συνεκλόνισε μὲ σπασμούς.
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἐπέπληξε
καὶ ἔδιωξε τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα,
ἐθεράπευσε τὸ παιδὶ καὶ τὸ
παρέδωσε εἰς τὸν πατέρα του ἐντελῶς
ὑγιές. |
42
Ἐνῷ δὲ ὁ νέος αὐτὸς ἦτο
ἀκόμη εἰς τὸν δρόμον καὶ ἤρχετο
πρὸς τὸν Σωτῆρα, τὸν ἐπέταξε
κάτω μὲ βίαν τὸ δαιμόνιον καὶ τοῦ
ἐτάραξε μὲ σπασμοὺς ὁλόκληρον τὸν
ὀργανισμόν. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἐπέπληξε
τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα καὶ ἰάτρευσε
τὸ παιδίον καὶ τὸ ἔδωκε πίσω εἰς
τὸν πατέρα του ὑγιές. |
43
Ἐξεπλήσσοντο δὲ πάντες ἐπὶ
τῇ μεγαλειότητι τοῦ Θεοῦ. Πάντων
δὲ θαυμαζόντων ἐπὶ πᾶσιν οἷς
ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, εἶπε
πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ·
|
43
Καὶ κατελαμβάνοντο ὅλοι ἀπὸ
μεγάλην ἔκπληξιν καὶ θαυμασμόν, διὰ
τὴν μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ, ὅπως
ἐφαίνετο μὲ τὰ καταπληκτικὰ
αὐτὰ θαύματα. Ἐνῶ δὲ
ὅλοι ἐθαύμαζαν μὲ ὅλα ὅσα
ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς, εἶπε πρὸς
τοὺς μαθητάς του, |
43
Ἐκυριεύοντο δὲ ὅλοι ἀπὸ ἔκπληξιν
διὰ τὸ μεγαλεῖον τῆς δυνάμεως τοῦ
Θεοῦ, ποὺ ἐφανερώνετο διὰ θαυμάτων,
τὰ ὁποῖα ἐνήργει ὁ Ἰησοῦς.
Ἐνῷ δὲ ὅλοι ἐθαύμαζαν δι’ ὅλα
ἐκεῖνα ποὺ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς,
εἶπεν εἰς τοὺς μαθητάς του.
|
44
θέσθε ὑμεῖς εἰς τὰ ὦτα
ὑμῶν τοὺς λόγους τούτους·
ὁ γὰρ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
μέλλει παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων.
|
44
<σεῖς μὴ ἐπηρεάζεσθε ἀπὸ
τὸν ψευδῆ αὐτὸν ἐνθουσιασμὸν
καὶ σχηματίζετε ἐσφαλμένην γνώμην
δι' ἐμέ. Βάλετε εἰς τ' αὐτιά
σας καὶ προσέξτε πολὺ τὰ λόγια
αὐτά, ποὺ θὰ σᾶς πῶ·
ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἐντὸς ὀλίγου παραδίδεται, σύμφωνα
μὲ τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ, εἰς
χεῖρας ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι
θὰ τὸν βασανίσουν καὶ θὰ τὸν
θανατώσουν>. |
44
Μὴ παρασύρεσθε σεῖς ἀπὸ τὸν
θαυμασμὸν αὐτὸν τοῦ λαοῦ. Βάλετε
εἰς τὰ αὐτιά σας, ἐντυπώσατε εἰς
τὴν μνήμην σας, ὥστε νὰ μὴ ξεχάνετε
τοὺς λόγους αὐτούς, ποὺ θὰ σᾶς
εἴπω, ὅτι δηλαδὴ ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου μέλλει νὰ παραδοθῇ σύμφωνα
μὲ τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ εἰς
τὰ χέρια ἀνθρώπων, ποὺ θὰ τὸν
κακοποιήσουν καὶ θὰ τὸν θανατώσουν.
|
45
Οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ρῆμα
τοῦτο, καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ'
αὐτῶν ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτό,
καὶ ἐφοβοῦντο ἐρωτῆσαι αὐτὸν
περὶ τοῦ ρήματος τούτου. |
45
Αὐτοὶ δὲ δὲν ἐκαταλάβαιναν
τὸ νόημα τοῦ λόγου αὐτοῦ·
καὶ ἔμεινε κρυμμένος ἀπὸ αὐτοὺς
ὁ λόγος, ὥστε νὰ μὴν ἠμποροῦν
νὰ τὸν ἐννοήσουν καὶ τὸν
αἰσθανθοῦν. Ἐπειδὴ δὲν εἶχον
λάβει ἀκόμη τὸν φωτισμὸν τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Λόγω δὲ εὐλαβείας
καὶ συστολῆς ἐφοβοῦντο νὰ τὸν
ἐρωτήσουν διὰ τὸ νόημα τοῦ
λόγου τούτου. |
45
Αὐτοὶ δὲ δὲν ἐκατάλαβαν τὴν
σημασίαν τοῦ λόγου αὐτοῦ. Καὶ παρέμενε
κρυμμένος ἀπὸ αὐτοὺς ὁ λόγος,
διὰ νὰ μὴ τὸν ἐννοήσουν, διότι
δὲν ἦτο ἀκόμη καιρὸς νὰ φωτίση
ὁ Θεὸς τὸν νοῦν των διὰ νὰ
ἐννοοῦν τὰς Γραφάς, ἦτο δὲ ἑπόμενον,
ἐὰν παράκαιρα τὸν κατενόουν, νὰ ἐκυριεύοντο
ἀπὸ διαρκῆ κατήφειαν καὶ ἀποθάρρυνσιν.
Καὶ ἐξ εὐλαβείας ἐφοβοῦντο καὶ
δὲν εἶχον τὸ θάρρος νὰ τὸν ἐρωτήσουν
καὶ νὰ ζητήσουν ἐξηγήσεις διὰ τὸν
λόγον αὐτόν. |
46
Εἰσῆλθε δὲ διαλογισμὸς ἐν αὐτοῖς,
τὸ τίς ἂν εἴη μείζων αὐτῶν.
|
46
Ἐν τούτοις εἰσεχώρησεν εἰς αὐτοὺς
ἔνας κακὸς διαλογισμός, ποῖος ἀπὸ
αὐτοὺς θὰ ἦτο μεγαλύτερος καὶ
ἐπισημότερος εἰς τὴν βασιλείαν
τοῦ Χριστοῦ. |
46
Ἀλλὰ ἀπὸ τὰς προειδοποιήσεις
τοῦ Κυρίου, περὶ τοῦ ὅτι ἐπλησίαζεν
ἡ ὥρα τοῦ ἐνδόξου τέλους του, ἐνόμισαν
ἐκ παρεξηγήσεως οἱ μαθηταί, ὅτι ὁ
Διδάσκαλός των ἐπρόκειτο νὰ βασιλεύσῃ. Εἶχον
ἀντιληφθῇ ἐξ ἄλλου, ὅτι οἱ
τρεῖς συμμαθηταί των, ποὺ εἶχαν ἀναβῇ
μετὰ τοῦ Ἰησοῦ εἰς τὸ
ὅρος, προετιμήθησαν ἀπὸ αὐτὸν
καὶ τοὺς εἶχεν ἐμπιστευθῇ κάποιο
μυστικὸν ὁ Διδάσκαλος. Ἐξ ἀφορμῆς
λοιπὸν τούτων ἐμβῆκεν εἰς αὐτοὺς
διαλογισμὸς κακός, περὶ τοῦ ποῖος
θὰ ἦτο μεγαλύτερος καὶ περισσότερον διακεκριμένος
ἐξ αὐτῶν εἰς τὴν βασιλείαν,
περὶ τῆς ὁποίας ὁ Διδάσκαλος ὡμίλει.
|
47
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἱδὼν τὸν
διαλογισμὸν της καρδίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενος
παιδίου ἔστησεν αὐτὸ παρ' ἑαυτῶ.
|
47
Ὁ δὲ Ἰησοῦς μὲ τὴν θείαν
αὐτοῦ παγγνωσίαν εἶδε καθαρὰ
τὸν ἐγωϊστικὸν αὐτὸν διαλογισμὸν
της καρδίας των, ἐπῆρε ἕνα παιδί,
τὸ ἔβαλε νὰ σταθῇ ὄρθιον πλησίον
του |
47
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀντελήφθη διὰ
τῆς ὑπερφυσικῆς του γνώσεως τὸν διαλογισμόν,
ποὺ ἀπησχόλει τὴν διάνοιάν των καὶ
ἀφοῦ ἐπῆρεν ἀπὸ τὸ
χέρι κάποιο παιδίον, τὸ ἔβαλε νὰ σταθῇ
πλησίον του |
48
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὃς ἐὰν
δέξηται τοῦτο τὸ παιδίον ἐπὶ
τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται,
καὶ ὃς ἐὰν ἐμὲ δέξηται,
δέχεται τὸν ἀποστείλαντα μέ.
῾Ο γὰρ μικρότερος ἐν πᾶσιν ὑμῖν
ὑπάρχων, οὗτός ἐστι μέγας.
|
48
καὶ εἶπε εἰς αὐτούς·
<ὅποιος θὰ δεχθῇ διὰ τὸ ὄνομά
μου τὸ παιδὶ τοῦτο ἢ ἕνα ἀπὸ
τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἁπλοϊκοὺς
ἀνθρώπους ποὺ μοιάζουν μὲ αὐτὸ
τὸ παιδί, δέχεται ἐμέ. Καὶ
ὁποῖος θὰ δεχθῇ ἐμέ, δέχεται
τὸν Πατέρα, ποὺ μὲ ἔστειλε εἰς
τὸν κόσμον. Καὶ φυσικὰ θὰ εἶναι
ταπεινὸς καὶ θὰ δείξῃ ἀγάπην
ἐκεῖνος ποὺ θὰ δεχθῇ ἕνα
τέτοιον μικρόν, ἀλλὰ καὶ θὰ
δοξασθῇ διὰ τοῦτο· διότι ἐκεῖνος
ποὺ ταπεινώνεται καὶ φέρεται ὡς
μικρότερος μεταξὺ ὅλων σας, αὐτὸς
θὰ εἶναι μεγάλος εἰς τὴν βασιλείαν
τῶν οὐρανῶν>. |
48
καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Ὅποιος
θὰ δεχθῇ τὸν ἐξομοιωθέντα πρὸς
τὸ ἁπλοῦν καὶ ταπεινὸν καὶ
ἀφιλόδοξον αὐτὸ παιδίον μαθητήν μου μὲ
τὴν πρόθεσιν νὰ τιμήσῃ ἐμέ, δέχεται
ἐμὲ τὸν ἴδιον. Καὶ ὁποῖος
θὰ δεχθῇ ἐμέ, δέχεται τὸν ἐπουράνιον
Πατέρα μου, ὁ ὁποῖος μὲ ἀπέστειλεν
εἰς τὸν κόσμον. Διὰ νὰ δεχθῇ
ὅμως μὲ σεβασμὸν τὸν μικρὸν
καὶ ἄσημον μαθητήν μου, θὰ ταπεινωθῇ
καὶ θὰ γίνῃ μικρότερος κατὰ τὸ
φρόνημα καὶ ἀπὸ τὸν μικρὸν καὶ
ἄσημον τοῦτον, τὸν ὁποῖον ὑποδέχεται.
Ἀλλὰ καὶ δι’ αὐτὸ θὰ ἀξιωθῇ
τῆς δόξῃς, ἡ ὁποία ἀνήκει εἰς
τοὺς ὑποδεχομένους τὸν ἀποστείλαντά
με. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ταπεινοῦται
καὶ εἶναι μικρότερος μεταξὺ ὅλων σας,
αὐτὸς θὰ εἶναι μεγάλος εἰς τὴν
βασιλείαν μου. |
49
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰωάννης
εἶπεν· ἐπιστάτα, εἴδομέν
τινα ἐπὶ τῷ ὀνόματί σου
ἐκβάλλοντα δαιμόνια, καὶ ἐκωλύσαμεν
αὐτόν, ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖ
μεθ' ἡμῶν. |
49
Ἔλαβε δὲ τότε τὸν λόγον ὁ
Ἰωάννης καὶ εἶπε· <διδάσκαλε,
εἴδαμε κάποιον νὰ διώχνῃ δαιμόνια
ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομά σου καὶ
τὸν ἐμποδίσαμε, ἐπειδὴ δὲν
σὲ ἀκολουθεῖ μαζῆ μὲ ἡμᾶς>.
|
49
Ἔλαβε δὲ τότε τὸν λόγον ὀ Ἰωάννης
καὶ εἶπε· Διδάσκαλε, τόσον πολὺ ἐκτιμᾷς
ἐκεῖνον, ποὺ θὰ δεχθῇ τὸ
παιδίον εἰς τὸ ὄνομά σου. Ἡμεῖς
ὅμως εἴδομεν κάποιον, ποὺ διὰ τῆς
ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματός σου ἔβγαζε
δαιμόνια καὶ ἀντὶ νὰ τὸν ἐκτιμήσωμεν,
διότι ἐπεκαλεῖτο τὸ ὄνομά σου, τὸν
ἐμποδίσαμεν, ἐπειδὴ δὲν σὲ ἀκολούθει
μαζὶ μὲ ἡμᾶς, καὶ δὲν
ἔλαβε τὴν ἐξουσίαν αὐτὴν ἀπὸ
σέ, ὅπως τὴν ἐλάβομεν ἡμεῖς.
|
50
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ
Ἰησοῦς· μὴ κωλύετε· οὐ
γάρ ἐστι καθ' ὑμῶν· ὃς
γὰρ οὐκ ἐστὶ καθ' ὑμῶν,
ὑπὲρ ὑμῶν ἐστιν.
|
50
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ
Ἰησοῦς· <μὴ τὸν ἐμποδίζετε·
διότι δὲν εἶναι ἐναντίον σας,
κάθε ἕνας ποὺ δὲν εἶναι ἐναντίον
σας, εἶναι μαζῆ σας>. |
50
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὀ
Ἰησοῦς· Μὴ τὸν ἐμποδίζετε.
Διότι δὲν εἶναι ἐνάντιόν σας. Καὶ
ὅποιος δὲν εἶναι ἐνάντιόν σας καὶ
δὲν εἶναι προκατειλημμένος κατὰ τῆς
διδασκαλίας σας, οὐδὲ πολεμεῖ αὐτήν,
εἶναι μὲ τὸ μέρος σας καὶ ἑπόμενον
εἶναι αὐτὸς νὰ γίνῃ κάποτε ἐξ
ὁλοκλήρου ἰδικός σας. |
51
Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι
τὰς ἡμέρας τῆς ἀναλήψεως
αὐτοῦ καὶ αὐτὸς ἐστήριξε
τὸ πρόσωπον αὐτοῦ τοῦ πορεύεσθαι
εἰς Ἱερουσαλήμ, |
51
Ὅταν δὲ ἐπλησίαζε πλέον νὰ
συμπληρωθοῦν αἱ ἡμέραι, ἔπειτα
ἀπὸ τὰς ὁποίας θὰ ἐγίνετο
ἡ ἀνάληψίς του εἰς τοὺς
οὐρανούς, αὐτὸς ἔστρεψε τὸ
πρόσωπόν του καὶ προσήλωσε τὰ
βλέμματά του μὲ ἀπόφασιν σταθερὰν
νὰ πορευθῇ εἰς Ἱεροσόλυμα, ὅπου
θὰ ὑφίστατο τὸ φρικτὸ πάθος.
|
51
Καὶ συνέβη, ὅταν συνεπληροῦτο ὁ ὡρισμένος
ἀριθμὸς τῶν ἡμερῶν, μετὰ
τὰς ὁποίας θὰ ἐγίνετο ἡ ἀνάληψίς
του εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ αὐτὸς
ἐστήριξε τὸ πρόσωπόν του καὶ ἐκάρφωσε
τὰ μάτια του μὲ ἀπόφασιν στερεὰν καὶ
ἀκλόνητον νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰ
Ἱεροσόλυμα, ὅπου θὰ τὸν ἐσταύρωναν.
|
52
καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸ
προσώπου αὐτοῦ. Καὶ πορευθέντες
εἰσῆλθον εἰς κώμην Σαμαρειτῶν,
ὥστε ἑτοίμασαι αὐτῷ·
|
52
Καὶ ἔστειλε ἀγγελιοφόρους πρὸ
αὐτοῦ εἰς τὰ διάφορα χωρία
καὶ τὰς πόλεις· καὶ αὐτοὶ
ἐπορεύθησαν καὶ ἐπῆγαν εἰς
ἕνα χωριὸ τῶν Σαμαρειτῶν, διὰ
νὰ ἐτοιμάσουν εἰς αὐτὸν
καὶ τοὺς μαθητάς του τόπον νὰ
μείνουν. |
52
Καὶ ἀπέστειλεν ἀγγελιαφόρους εἰς τὰ
διάφορα χωριὰ καὶ τὰς πόλεις, προτοῦ
νὰ ὑπάγῃ αὐτοπροσώπως ἐκεῖ.
Καὶ αὐτοὶ ἀφοῦ ἐπῆγαν,
ἐμβῆκαν εἰς κάποιο χωρίον τῶν Σαμαρειτῶν
διὰ νὰ ἐτοιμάσουν εἰς αὐτὸν
καὶ εἰς τοὺς μαθητὰς τόπον, εἰς
τὸν ὁποῖον θὰ κατέλυον.
|
53
καὶ οὐκ ἐδέξαντο αὐτόν,
ὅτι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἦν
πορευόμενον εἰς Ἱερουσαλήμ. |
53
Ἀλλὰ οἱ κάτοικοι δὲν τὸν
ἐδέχθησαν, διότι αὐτὸς ἐπήγαινε
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, πόλιν ἐχθρικὴν
εἰς αὐτούς. |
53
Ἀλλ’ οἱ κάτοικοι τοῦ χωρίου ἐκείνου
δὲν τὸν ἐδέχθησαν, διότι αὐτὸς
ἐπήγαινεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν
πρωτεύουσαν τῶν ἐχθρῶν των, διὰ νὰ
ἑορτάσῃ ἐκεῖ τὸ Πάσχα καὶ
ὄχι εἰς τὸ Γαρειζίν, ὅπου οἱ
Σαμαρεῖται ἐπέμενον ὅτι ἔπρεπε νὰ
λατρεύεται ὁ Θεός. |
54
Ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης εἶπον·
Κύριε, θέλεις εἴπωμεν πῦρ καταβῆναι
ἀπὸ οὐρανοῦ καὶ ἀναλῶσαι
αὐτούς, ὡς καὶ Ἠλίας ἐποίησε;
|
54
Ὅταν δὲ οἱ μαθηταί του, Ἰάκωβος
καὶ Ἰωάννης, εἶδαν τοὺς ἀπεσταλμένους
νὰ γυρίζουν διωγμένοι καὶ ἐπληροφορήθησαν
τὸ γεγονός, εἶπαν μὲ ἀγανάκτησιν·
<Κύριε, θέλεις νὰ ποῦμε νὰ
κατεβῇ φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
καὶ νὰ τοὺς ἐξολοθρεύσῃ,
ὅπως ἔκαμε ἄλλοτε ὁ Ἠλίας;>
|
54
Ὅταν δὲ οἱ μαθηταί του Ἰάκωβος καὶ
Ἰωάννης εἶδαν τοὺς ἀπεσταλμένους νὰ
γυρίζουν περιφρονημένοι, εἶπαν· Κύριε, εἶναι
μὲ τὴν ἄδειαν καὶ θέλησίν σου νὰ
εἴπωμεν, ἵνα καταβῇ πῦρ ἀπὸ
τὸν οὐρανὸν καὶ τοὺς κατακαύσῃ,
ὅπως καὶ ὁ Ἠλίας ἔκαμεν ἄλλοτε
τοῦτο εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ
Ὀχοζίου; |
55
Στραφεὶς δὲ ἐπετίμησεν αὐτοῖς
καὶ εἶπεν· οὐκ οἴδατε ποίου
πνεύματός ἐστε ὑμεῖς·
|
55
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἐστράφη
πρὸς αὐτούς, τοὺς ἐπέπληξε
καὶ εἶπε· <δὲν ξέρετε ἀκόμη
ποίων διαθέσεων καὶ ποίας πνευματικῆς
καταστάσεως εἶσθε ἐσεῖς. Δὲν
εἶσθε ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος τῆς
ὀργῆς καὶ τῆς τιμωρίας, ποὺ
ἐκυριαρχοῦσε εἰς ἐποχὴν τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ τοῦ πνεύματος
τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συγνώμης,
ποὺ σώζει. |
55
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἐστράφη ὀπίσω
πρὸς αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐπέπληξε
καὶ εἶπε· Δὲν ἠξεύρετε ἀκόμη
ποίων διαθέσεων καὶ φρονημάτων ἀνθρώπους σᾶς
κάνει ἡ νέα πνευματικὴ δύναμις καὶ ζωή,
τὴν ὁποίαν μεταδίδει ἡ διδασκαλία μου καὶ
ἡ χάρις τοῦ Πνεύματός μου. Δὲν εἶσθε
ἄνθρωποι καὶ διδάσκαλοι τοῦ πνεύματος τῆς
ὀργῆς καὶ τιμωρίας, ποὺ ἐπεκράτει
εἰς τὴν Π. Δ., ἀλλὰ τοῦ πνεύματος
τῆς πραότητος καὶ μακροθυμίας καὶ ἀγάπης,
ποὺ δὲν καταστρέφει, ἀλλὰ σώζει. |
56
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ
ἦλθε ψυχὰς ἀνθρώπων ἀπολέσαι,
ἀλλὰ σῶσαι. Καὶ ἐπορεύθησαν
εἰς ἑτέραν κώμην.
|
56
Διότι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
δὲν ἦλθε νὰ καταδικάσῃ ψυχὰς
εἰς ἀπώλειαν, ἀλλὰ νὰ
τὰς σώσῃ>. Καὶ ἐπῆγαν
τότε εἰς ἄλλο χωρίον.
|
56
Διότι καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
δὲν ἦλθε νὰ ρίψῃ εἰς ἀπώλειαν
τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’
ἦλθε νὰ τὰς σώσῃ. Καὶ ἐπῆγαν
εἰς ἄλλο χωρίον τῆς Σαμαρείας.
|
57
Ἐγένετο δὲ πορευομένων αὐτῶν
ἐν τῇ ὁδῷ εἶπέ τις πρὸς
αὐτόν· ἀκολουθήσω σοι ὅπου
ἐὰν ἀπέρχῃ, Κύριε.
|
57
Καθὼς δὲ ἐβάδιζαν εἰς τὸν
δρόμον, εἶπε κάποιος πρὸς αὐτόν·
<Κύριε, θὰ σὲ ἀκολουθήσω,
ὅπου καὶ ἂν πηγαίνῃς>.
|
57
Καὶ συνέβη, ἐνῷ αὐτοὶ ἐπήγαιναν
εἰς τὸν δρόμον, εἶπε κάποιος πρὸς
αὐτόν· Κύριε, θὰ σὲ ἀκολουθήσω,
ὅπου καὶ ἂν ὑπάγῃς.
|
58
Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς·
αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ
τὰ πετεινὰ τοὺ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις,
ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ.
|
58
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ
Ἰησοῦς· <οἱ ἀλώπεκες
ἔχουν τὰς φωλεάς των καὶ τὰ
πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ τίς κούρνιες
των, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
δὲν ἔχει ποῦ νὰ κλίνῃ
τὴν κεφαλήν, καὶ κάθε ἕνας ποὺ
μὲ ἀκολουθεῖ θὰ ὑποβληθῇ,
ὅπως καὶ ἐγώ, εἰς στερήσεις
καὶ θυσίας>. |
58
Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς
αὐτόν· Αἱ ἀλεποῦδες ἔχουν
φωλεὰς καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ
ἔχουν μέρη ποὺ κουρνιάζουν· ὁ δὲ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, (δηλ. ἐγώ,
ποὺ ἐγεννήθην ἀπὸ μόνην τὴν
Παρθένον καὶ εἶμαι ὁ κατ’ ἐξοχὴν
καὶ γνωστὸς ἐκ τῆς ὑποσχέσεως
τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀδὰμ
ἄνθρωπος), δὲν ἔχει ποὺ νὰ ἀκουμβήσῃ
τὴν κεφαλήν του. Μὴ περιμένῃς λοιπὸν
καὶ σὺ σωματικὰς ἀνέσεις καὶ
ἀναπαύσεις, ἀλλὰ λάβε τὰς ἀποφάσεις
σου γνωρίζων ἐκ προτέρου, ὅτι ἡ ζωὴ
τῶν ἀκολούθων μου εἶναι γεμᾶτη ἀπὸ
στερήσεις καὶ θυσίας ὅπως ἡ ἰδική
μου. |
59
Εἶπε δὲ πρὸς ἕτερον· ἀκολούθει
μοι· ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἐπίτρεψόν
μοι ἀπελθόντι πρῶτον θάψαι τὸν
πατέρα μου. |
59
Εἶπε δὲ πρὸς κάποιον ἄλλον·
<ἔλα μαζῆ μου>. Ἐκεῖνος δὲ
εἶπε· <Κύριε, δός μου τὴν
ἄδεια νὰ πάω πρῶτον νὰ θάψω
τὸν πατέρα μου καὶ ἔπειτα νὰ
σὲ ἀκολουθήσω>. |
59
Εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς εἰς κάποιον
ἄλλον· Ἀκολούθει με. Αὐτὸς δὲ
εἶπε· Κύριε, δός μου τὴν ἄδειαν νὰ
ἀπέλθω καὶ νὰ θάψω πρῶτον τὸν
πατέρα μου καὶ ὕστερα νὰ σὲ ἀκολουθήσω.
|
60
Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς·
ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς
ἑαυτῶν νεκρούς· σὺ δὲ ἀπελθὼν
διάγγελε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
|
60
Ὁ δὲ Ἰησοῦς (διότι ἤθελε
νὰ τὸν προφυλάξῃ ἀπὸ τὰς
συνήθεις κληρονομικὰς διαφοράς ποὺ
ἐπακολουθοῦν τὸν θάνατον τοῦ
πατρός) τοῦ εἶπε· <ἄφησε τοὺς
πνευματικῶς νεκρούς, τοὺς ἀνθρώπους
ποὺ δὲν πιστεύουν εἰς ἐμέ,
νὰ θάψουν τοὺς νεκρούς των. Σὺ
δὲ μαζῆ μὲ τοὺς ἄλλους μαθητάς
μου, πήγαινε καὶ κήρυττε εἰς τοὺς
ἀνθρώπους τὴν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ>. |
60
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως διαβλέπων, ὅτι
ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ἐκινδύνευε
νὰ ἐμπλέξῃ εἰς κληρονομικὰς
διαμάχας, ποὺ θὰ τοῦ ἐψύχραιναν τὸν
ζῆλον, εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἄφησε
τοὺς συγγενεῖς σου, οἱ ὁποῖοι
φαίνονται μὲν ζωντανοί, πράγματι ὅμως λόγῳ
τῆς ἀπιστίας των εἶναι πνευματικῶς
νεκροί, νὰ θάψουν τοὺς νεκρούς, ποὺ εἶναι
ἰδικοί των, διότι καὶ αὐτοὶ ἐν
ἀπιστίᾳ ἀπέθανον. Σὺ δὲ πήγαινε
μαζὶ μὲ αὐτούς, ποὺ πρόκειται μετ’
ὀλίγον νὰ ἀποστείλω, καὶ διὰ
τοῦ κηρύγματός σου διάδιδε τὴν εἴδησιν,
ὅτι μετ’ ὀλίγον ἐγκαθιδρύεται καὶ
ἐπὶ τῆς γῆς ἡ βασιλεία τοῦ
Θεοῦ. |
61
Εἶπε δὲ καὶ ἕτερος· ἀκολουθήσω
σοι, Κύριε· πρῶτον δὲ ἐπίτρεψόν
μοι ἀποτάξασθαι τοῖς εἰς τὸν
οἶκόν μου. |
61
Εἶπε δὲ καὶ ἔνας ἄλλος·
<Κύριε, θὰ σὲ ἀκολουθήσω,
ἀλλὰ δός μου τὴν ἄδειαν νὰ
ἀποχαιρετήσω τοὺς οἰκείους μου>.
|
61
Εἶπε δὲ καὶ κάποιος ἄλλος· θὰ
σὲ ἀκολουθήσω, Κύριε· ἀλλὰ δός
μου τὴν ἄδειαν νὰ ἀποχαιρετήσω πρῶτον
ἐκείνους, ποὺ εἶναι στὸ σπίτι μου.
|
62
Εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς πρὸς
αὐτόν· οὐδεὶς ἐπιβαλὼν
τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ' ἄροτρον
καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω
εὔθετός ἐστιν εἰς τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ. |
62
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
<κανένας γεωργός, ποὺ ἔχει βάλει
τὸ χέρι εἰς τὸ ἀλέτρι
καὶ βλέπει εἰς τὰ ὀπίσω,
δὲν ἠμπορεῖ νὰ ὀργώσῃ
τὸ χωράφι. Ἔτσι καὶ καθένας
ποὺ ἀναλαμβάνει νὰ ἐργασθῇ
ὡς μαθητὴς καὶ ἀπόστολός
μου καὶ γυρίζει πίσω πρὸς τοὺς
ἰδικούς του καὶ τοὺς ἀνθρώπους
τοῦ κόσμου, δὲν εἶναι ἄξιος
διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν>.
|
62
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
Κάθε ἕνας ποὺ ἔβαλε τὸ χέρι του ἐπάνω
εἰς ἀλέτρι καὶ βλέπει εἰς τὰ
ὀπίσω καὶ ὅχι πρὸς τὸ μέρος,
τὸ ὁποῖον πρόκειται νὰ ὀργώσῃ,
δὲν εἶναι κατάλληλος διὰ γεωργός. Ἔτσι
καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐκλήθη εἰς
τὴν διακονίαν τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ βλέπῃ
πάντοτε ἐμπρὸς εἰς τὸ πνευματικόν
του ἔργον καὶ νὰ ξεχάσῃ ὁλοτελῶς
τὰ σωματικὰ καὶ ὑλικά, διότι ἄλλως
δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ κρατήσῃ διὰ
τὸν ἑαυτόν του στερεὰ τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐργασθῇ
ἀποτελεσματικῶς πρὸς διάδοσιν αὐτῆς
καὶ εἰς τοὺς ἄλλους. |