Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ν
οἷς ἐπισυναχθεισῶν τῶν μυριάδων
τοῦ ὄχλου ὡς καταπατεῖν ἀλλήλους,
ἤρξατο λέγειν πρὸς τοὺς μαθητὰς
αὐτοῦ πρῶτον· προσέχετε ἑαυτοῖς
ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων,
ἥτις ἐστὶν ὑπόκρισις.
|
ν
τῷ μεταξὺ πολλὰ πλήθη λαοῦ εἶχαν
συγκεντρωθῆ ἐκεῖ, τόσον πυκνά,
ὥστε νὰ πατοῦν ὁ ἔνας τὸν
ἄλλον. Ἤρχισε τότε ὁ Ἰησοῦς
νὰ ὁμιλῇ πρὸς τοὺς μαθητάς
του πρῶτον καὶ νὰ τοὺς λέγῃ·
<προσέχετε τὸν εὐατόν σας ἀπὸ
τὸ προζύμι τῶν Φαρισαίων, ποὺ
εἶναι ἡ ὑποκρισία των.
|
ν
τῷ μεταξὺ δέ, ὅταν ἔλεγεν ὁ
Ἰησοῦς τοὺς λόγους αὐτούς, ἐσυνήχθησαν
πλῆθος πολὺ λαοῦ τόσον, ὥστε ἐπατοῦντο
οἱ ἄνθρωποι μεταξύ των. Καὶ ἤρχισε
τότε νὰ ὁμιλῇ πρῶτον πρὸς τοὺς
μαθητάς του καὶ νὰ τοὺς λέγῃ·
Προσέχετε τὸν ἑαυτόν σας ἀπὸ τὸ
κακὸν καὶ μολυσματικὸν προζύμιον τῶν
Φαρισαίων, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ὑποκρισίαν
των, ἡ ὁποία κάτω ἀπὸ τὸ φαινόμενον
τῆς ἀληθείας καὶ ἀρετῆς ὑποκρύπτει
τὴν πλάνην καὶ διαφθοράν. |
2
Οὐδὲν δὲ συγκεκαλυμμένον ἐστὶν
ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, καὶ κρυπτὸν
ὃ οὐ γνωσθήσεται· |
2
Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει τίποτε
τὸ σκεπασμένο, ποὺ δὲν θὰ ξεσκεπασθῇ
καὶ τίποτε τὸ κρυφό, ποὺ δὲν
θὰ γίνῃ φανερὸν καὶ γνωστόν.
|
2
Ἀλλ’ ἡ ὑποκρισία των αὐτὴ δὲν
θὰ μείνῃ διὰ παντὸς σκεπασμένη. Τίποτε
δὲν ὑπάρχει, ὁσονδήποτε καλὰ καὶ
ἂν εἶναι σκεπασμένον, ποὺ νὰ μὴ
ξεσκεπασθῇ εἰς τὸ τέλος καὶ φανερωθῇ,
καὶ δὲν ὑπάρχει κρυφό, ποὺ δὲν
θὰ γίνῃ γνωστόν. |
3
ἀνθ' ὧν ὅσα ἐν τῇ σκοτίᾳ
εἴπατε, ἐν τῷ φωτὶ ἀκουσθήσεται,
καὶ ὃ πρὸς τὸ οὖς ἐλαλήσατε
ἐν τοῖς ταμιείοις, κηρυχθήσεται ἐπὶ
τῶν δωμάτων. |
3
Ὅλα θὰ φανερωθοῦν· δι' αὐτὸ
ὅσα σεῖς λέγετε μυστικὰ μεταξύ
σας καὶ πρὸς τοὺς ἀκροατὰς τῆς
ἐμπιστοσύνης σας, θὰ ἀκουσθοῦν
εἰς τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος.
Καὶ ἐκεῖνο ποὺ ὡμιλήσατε
εἰς τὸ αὐτί, μέσα εἰς
τὰ ἰδιαίτερα δωμάτια, θὰ κηρυχθῇ
ἀπὸ τίς ταράτσες, (Ἡ ἀλήθεια
τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ εἰς ὀλίγους
τώρα καὶ σὰν μὲ κάποια μυστικότητα
λέγεται, θὰ κηρυχθῇ φανερὰ εἰς
ὅλην τὴν οἰκουμένην).
|
3
Διότι δὲ ὁλα θὰ φανερωθοῦν, δι’ αὐτό,
ὅσα καὶ σεῖς ἠρχίσατε νὰ
λέγετε μυστικά, ἰδιαιτέρως ἀνακοινοῦντες
τὰς ἀληθείας τοῦ εὐαγγελίου εἰς
ἐμπίστους ἀκροατάς, θὰ ἀκουσθοῦν
εἰς τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος. Καὶ
ἐκεῖνο, ποὺ ὡμιλήσατε εἰς τὸ
αὐτὶ μέσα εἰς τὰ ἰδιαίτερά σας
δωμάτια, θὰ κηρυχθῇ ἐπάνω ἀπὸ
τίς ταράτσες, ὥστε νὰ ἀκουσθῇ
ἀπὸ ὅλους καὶ νὰ κηρυχθῇ
τὸ εὐαγγέλιον μετὰ πάσης δημοσιότητος.
|
4
Λέγω δὲ ὑμῖν τοῖς φίλοις
μου· μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν
ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, καὶ μετὰ
ταῦτα μὴ ἐχόντων περισσότερον
τί ποιῆσαι. |
4
Λέγω δὲ εἰς σᾶς τοὺς φίλους
μου· μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ ἐκείνους
ποὺ θανατώνουν τὸ σῶμα καὶ ὕστερα
δὲν ἔχουν τὴν δύναμιν τίποτε
περισσότερον νὰ κάμουν.
|
4
Λέγω δὲ εἰς σᾶς τοὺς φίλους μου·
θὰ ἀντιμετωπίσετε κινδύνους καὶ διωγμούς.
Μὴ παρασυρθῆτε εἱς ὑποκρισίαν διὰ
νὰ ἀσφαλισθῆτε ἀπὸ αὐτούς.
Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ
θανατώνουν τὸ σῶμα καὶ ὕστερα δὲν
ἠμποροῦν νὰ κάμουν τίποτε περισσότερον.
|
5
Ὑποδείξω δὲ ὑμῖν τίνα
φοβηθῆτε· φοβήθητε τὸν μετὰ τὸ
ἀποκτεῖναι ἔχοντα ἐξουσίαν ἐμβαλεῖν
εἰς τὴν γέενναν· ναί, λέγω
ὑμῖν, τοῦτον φοβήθητε.
|
5
Θὰ σᾶς ὑποδείξω ὅμως ποῖον
νὰ φοβηθῆτε· νὰ φοβηθῆτε ἐκεῖνον,
ὁ ὅποιος ἀφοῦ σᾶς ἀφαιρέσῃ
τὴν παροῦσαν ζωήν, ἔχει τὴν
ἐξουσίαν νὰ σᾶς ρίψῃ εἰς
τὸ αἰώνιον πῦρ τῆς κολάσεως.
Ναὶ σᾶς λέγω, αὐτὸν πρέπει
νὰ φοβηθῆτε. |
5
Θὰ σᾶς ὑποδείξω δὲ ἐγώ, ποῖον
νὰ φοβηθῆτε. Νὰ φοβηθῆτε ἐκεῖνον,
ποὺ ἀφοῦ σᾶς θανατώσῃ καὶ
σᾶς ἀφαιρέσῃ τὴν πρόσκαιρον καὶ
ἐπίγειον ζωήν, ἔχει ἐξουσίαν νὰ σᾶς
ρίψῃ καὶ εἰς τὸ αἰώνιον πῦρ
τῆς κολάσεως. Ναί, σᾶς λέγω, αὐτὸν
πρέπει νὰ φοβηθῆτε. |
6
Οὐχὶ πέντε στρουθία πωλεῖτε
ἀσσαρίων δύο; Καὶ ἓν ἐξ
αὐτῶν οὐκ ἐστὶν ἐπιλελησμένον
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· |
6
Τοὺς διώκτας σας μὴ τοὺς λογαριάζετε,
διότι ὁ Θεὸς θὰ εἶναι προστάτης
σας. Πέντε
σπουργίτια δὲν πωλοῦνται δύο ἀσσάρια;
(δηλαδὴ δέκα πέντε περίπου λεπτά).
Καὶ ὅμως οὔτε ἕνα ἀπὸ
αὐτὰ δὲν εἶναι λησμονημένο καὶ
παραπεταμένο ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια
τοῦ Θεοῦ. |
6
Τοὺς ἀνθρώπους μὴ τοὺς λογαριάζετε.
Διότι καὶ ἂν ἀκόμη σᾶς θανατώσουν,
μὴ νομίσετε, ὅτι ὁ Θεὸς σᾶς
ἐγκατέλιπε καὶ δι’ αὐτὸ θανατώνεσθε.
Ὄχι. Πέντε σπουργίτια δὲν πωλοῦνται δύο
ἀσσάρια, δηλαδὴ εἴκοσι λεπτά; Καὶ
ὅμως οὔτε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ
δὲν εἶναι ξεχασμένον καὶ ἐγκαταλελειμμένον
ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ.
|
7
ἀλλὰ καὶ αἱ τρίχες τῆς
κεφαλῆς ὑμῶν πᾶσαι ἠρίθμηνται.
Μὴ οὖν φοβεῖσθε· πολλῶν στρουθίων
διαφέρετε. |
7
Ὅσον δὲ γιὰ σᾶς, καὶ οἱ
τρίχες τῆς κεφαλῆς σας ἔχουν μετρηθῇ
ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὅποιος
παρακολουθεῖ καὶ τὰς πλέον ἀσημάντους
λεπτομερείας τῆς ζωῆς σας. Μὴ λοιπὸν
φοβεῖσθε· σεῖς εἶσθε ἀσυγκρίτως
ἀνώτεροι ἀπὸ πολλὰ σπουργίτια.
|
7
Ὅσον δὲ διὰ σᾶς, μάθετε, ὅτι
ἀκόμη καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς
σας ὅλαι ἔχουν ἀριθμηθῆ. Καὶ
ἠξεύρει ὁ Θεὸς καὶ τὰ πλέον
ἀσήμαντα καὶ ἐλάχιστα, ποὺ ἡμπορεῖ
νὰ σᾶς συμβοῦν. Ἀφοῦ λοιπὸν
παρακολουθεῖ ὁ Θεὸς ὅσα σᾶς
συμβαίνουν, μὴ φοβεῖσθε. Εἶσθε σεῖς
ἀσυγκρίτως ἀνώτεροι ἀπὸ πολλὰ
σπουργίτια. |
8
Λέγω δὲ ὑμῖν· πᾶς ὃς
ἂν ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοὶ
ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, καὶ
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁμολογήσει
ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τῶν ἀγγέλων
τοῦ Θεοῦ. |
8
Σᾶς λέγω δὲ τοῦτο· καθένας,
ὁ ὁποῖος μὲ θάρρος
καὶ χωρὶς νὰ πτοηθῇ κανένα,
θὰ μὲ ὁμολογήσῃ ἐμπρὸς
εἰς τοὺς ἀνθρώπους σωτῆρα καὶ
Θεόν, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,
ὁ Θεάνθρωπος λυτρωτής, θὰ τὸν
ὁμολογήσῃ καὶ θὰ τὸ διακηρύξῃ
ὡς πιστὸν ὀπαδόν του ἐμπρὸς
εἰς τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ.
|
8
Διὰ δὲ τοὺς διωγμοὺς καὶ τοὺς
κινδύνους, εἰς τοὺς ὁποίους ἐνδέχεται
νὰ ἐκτεθῆτε διὰ τὴν πρὸς
ἐμὲ πίστιν σας, σᾶς λέγω· καθέναν,
ὁ ὁποῖος θὰ μὲ ὁμολογήσῃ
ὡς Σωτῆρα του καὶ Θεόν του ἐμπρὸς
εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κατατρέχουν
τὴν πίστιν μου, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου, ὁ Θεάνθρωπος Μεσσίας θὰ τὸν
ὁμολογήσῃ καὶ θὰ τὸν συστήσῃ
ὡς λάτριν του καὶ ὡς πιστόν του ἀκόλουθον
ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀγγέλους τοῦ
Θεοῦ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως.
|
9
Ὁ δὲ ἀρνησάμενός με ἐνώπιον
τῶν ἀνθρώπων ἀπαρνηθήσεται ἐνώπιον
τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ.
|
9
Ἐκεῖνον δὲ ποὺ, εἴτε ἀπὸ
φόβον εἴτε ἀπὸ ἐντροπήν,
θὰ μὲ ἀρνηθῇ ἐμπρὸς εἰς
τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐγὼ
θὰ τὸν ἀρνηθῶ ἐντελῶς
ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀγγέλους
τοῦ Θεοῦ. |
9
Ἐκεῖνον δέ, ποὺ θὰ μὲ ἀρνηθῇ
ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, θὰ
τὸν ἀρνηθῶ ἐξ ὁλόκληρου καὶ
ἐγὼ ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀγγέλους
τοῦ Θεοῦ. |
10
Καὶ πᾶς ὃς ἐρεῖ λόγον
εἰς τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου,
ἁφεθήσεται αὐτῷ· τῷ δὲ
εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα βλασφημήσαντι
οὐκ ἁφεθήσεται, |
10
Μεγάλο ἁμάρτημα τὸ νὰ ἀρνηθῇ
κανείς, ἀλλὰ καθένας ποὺ θὰ
ἐκστομίσῃ λόγον ἐναντίον
τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου,
σκανδαλιζόμενος ἀπὸ τὴν φαινομενικὴν
ἀδυναμίαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς
του, θὰ λάβῃ συγχώρησιν διὰ
τὴν ἁμαρτίαν του αὐτήν, ἐὰν
εἰλικρινῶς μετανοήσῃ. Ἐκεῖνος
ὅμως ποὺ θὰ ἐκστομίσῃ
βλάσφημον λόγον ἐναντίον τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος καὶ μὲ ἐπίγνωσιν
θὰ διαβάλῃ τὰς λυτρωτικάς του
ἐνεργείας, δὲν θὰ συγχωρηθῇ
ποτέ (διότι τὸ βαρύτατον αὐτὸ
ἁμάρτημά του φανερώνει ὅτι αὐτὸς
ἔχει πλέον σκληρυνθῇ ἀνεπανορθώτως
εἰς τὴν κακότητά του καὶ δὲν
ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ μετανοήσῃ).
|
10
Ὑπάρχει ἐν τούτοις καὶ ἄλλη πολὺ
βαρυτέρα ἁμαρτία ἀπὸ τὴν ἄρνησιν
τοῦ ὀνόματός μου. Καθένας, ποὺ θὰ
εἴπῃ λόγον ἐναντίον τοῦ ἐνανθρωπήσαντος
Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ σκανδαλιζόμενος ἀπὸ
τὸ ἀσθενὲς φαινόμενον τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεώς του, ἐνδέχεται νὰ μετανοήσῃ καὶ
νὰ συγχωρηθῇ. Ἐκεῖνος ὅμως,
ποὺ θὰ εἴπῃ βλάσφημον λόγον κατὰ
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συκοφαντῶν ἐθελοκάκως
τὰς φανερὰς ἐνεργείας τοῦ Πνεύματος,
δὲν θὰ συγχωρηθῇ. Αὐτὸς ἔχει
πλέον πωρωθῆ καὶ δὲν ὑπάρχει ἐλπὶς
νὰ μετανοήσῃ. |
11
ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ
τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς ἀρχὰς
καὶ τὰς ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε
πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ
τί εἴπητε· |
11
Ὅταν δὲ σᾶς ὁδηγοῦν ὑποδίκους
ἐμπρὸς εἰς τὰς συναγωγὰς καὶ
εἰς τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς
ἐξουσίας, μὴ ταράσσεσθε ἀπὸ
ἀνησυχητικὰς φροντίδας πῶς ἢ
τί θὰ ἀπολογηθῆτε ἢ τί
θὰ πῆτε. |
11
Ἀλλὰ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ
ὁποῖον οἱ διῶκται τοῦ εὐαγγελίου
μου καὶ τῶν ὀπαδῶν μου διατρέχουν
τὸν κίνδυνον νὰ βλασφημήσουν καὶ νὰ
μείνουν δι’ αὐτὸ ἀσυγχώρητοι, διὰ
σᾶς θὰ εἶναι διδάσκαλος καὶ ὁδηγὸς
καὶ προστάτης. Ὅταν δηλαδὴ σᾶς ὁδηγήσουν
πρὸς δίκην ἐμπρὸς εἰς τὰς συναγωγὰς
καὶ εἰς τὰς ἀρχὰς καὶ
εἰς τὰς ἐξουσίας, μὴ ζαλισθῆτε
ἀπὸ τὴν ταραχώδη φροντίδα περὶ τοῦ
πῶς ἢ τί θὰ ἀπολογηθῆτε ἢ
τί θὰ εἴπετε. |
12
τὸ γὰρ Ἅγιον Πνεῦμα διδάξει
ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ
ἃ δεῖ εἰπεῖν. |
12
Διότι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα θὰ σᾶς
διδάξῃ ἐκείνη τὴν ὥρα
αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ πῆτε>.
|
12
Διότι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα θὰ σᾶς
διδάξῃ κατ’ αὐτὴν τὴν ὥραν ἐκεῖνα,
ποὺ πρέπει νὰ εἴπετε, ὥστε ὅχι
μόνον τοὺς ἑαυτούς σας πειστικῶς νὰ
ὑπερασπίσετε, ἀλλὰ καὶ τὴν σωτηριώδη
ἀλήθειαν νὰ διακηρύξετε. |
13
Εἶπε δέ τις αὐτῷ ἐκ τοῦ
ὄχλου· διδάσκαλε, εἰπὲ τῷ
ἀδελφῷ μου μερίσασθαι τὴν κληρονομίαν
μετ' ἐμοῦ. |
13
Κάποιος δὲ ἀπὸ τὸν λαὸν
τοῦ εἶπε· <διδάσκαλε, πὲς
εἰς τὸν ἀδελφόν μου νὰ μοιρασθῇ
μὲ ἐμὲ τὴν κληρονομίαν>.
|
13
Κάποιος δὲ ἀπὸ τὸν λαὸν εἶπεν
εἰς αὐτόν· Διδάσκαλε, εἰπὲ εἰς
τὸν ἀδελφόν μου νὰ μοιράσῃ μαζί μου
τὴν κληρονομία τοῦ πατέρα μας.
|
14
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπε,
τίς με κατέστησε δικαστὴν ἢ μεριστὴν
ἐφ' ὑμᾶς; |
14
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ εἶπε·
<ἄνθρωπε, ποιὸς μὲ ἔκαμε δικαστὴν
μεταξύ σας ἢ μοιραστήν;>
|
14
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ εἶπεν·
Ἄνθρωπε, ποῖος μὲ διώρισε
μὲ ἐγκατέστησε δικαστὴν ἢ μοιραστήν
σας διὰ νὰ ἐκδώσω ἀπόφασιν ἐπὶ
τῆς διαφορᾶς σας ἢ διὰ νὰ ἐπιβλέψω
εἰς τὴν τέλεσιν τῆς διανομῆς;
|
15
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· ὁρᾶτε
καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας·
ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ
ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν
ὑπαρχόντων αὐτοῦ. |
15
Εἶπε δὲ τότε ὁ Κύριος πρὸς
αὐτούς, ποὺ τὸν ἤκουσαν·
<προσέχετε καὶ προφυλάσσεσθε ἀπὸ
κάθε πλεονεξίαν, διότι ἡ ζωὴ
του ἀνθρώπου δὲν ἐξαρτᾶται καὶ
δὲν διατηρεῖται ἀπὸ τὰ πολλὰ
πλούτη καὶ τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ>.
|
15
Ἐκ τῆς ἀφορμῆς δὲ ταύτης εἶπεν
ὁ Κύριος πρὸς αὐτούς, ποὺ τὸν
ἤκουαν· προσέχετε καὶ προφυλάσσεσθε ἀπὸ
κάθε εἶδος πλεονεξίας. Δὲν συντελεῖ αὕτη
εἰς τίποτε διὰ νὰ ἔχετε ἄνετον
καὶ χαρούμενη τὴν ζωήν σας. Διότι ἡ ζωὴ
τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ
τὰ περισσὰ πλούτη καὶ δὲν διατηρεῖται
τὰ ὑπάρχοντά του, οὔτε τὰ πολλὰ
πλούτη του ἑξασφαλίζουν εἰς αὐτὸν
μακροζωίαν καὶ εὐχάριστον ζωήν.
|
16
Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς
λέγων· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου
εὐφόρησεν ἡ χώρα·
|
16
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς καὶ
τὴν ἐξῆς παραβολήν· <κάποιου
πλουσίου ἀνθρώπου ἐσημείωσαν
ἐξαιρετικὴν εὐφορίαν τὰ χωράφια
του. |
16
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς μίαν παραβολὴν
λέγων· Κάποιου πλουσίου ἀνθρώπου εὐτύχησαν
καὶ ἀπέδωκαν πλουσίαν παραγωγὴν τὰ
ἐκτεταμένα του χωράφια. |
17
καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων·
τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ
συνάξω τοὺς καρπούς μου; |
17
Καὶ αὐτὸς ἔπεσεν ἀμέσως
εἰς ἀγωνιώδην συλλογὴν καὶ μέριμναν,
λέγων· Τί νὰ κάμω, διότι
δὲν ἔχω ποῦ νὰ συγκεντρώσω καὶ
ἀποθηκεύσω τοὺς καρποὺς τῶν
χωραφιῶν μου; |
17
Καὶ ἀντὶ νὰ εὐχαριστήσῃ
τὸν Θεόν, καὶ νὰ εὐχαριστηθῇ
δὲ καὶ ὁ ἴδιος διὰ τὴν
εὐφορίαν αὐτήν, ἐσυλλογίζετο μέσα του καὶ
ἐζαλίζετο λέγων· Τί νὰ κάμω, διότι δὲν
ἔχω ποὺ νὰ συνάξω τοὺς περισσεύοντας
καρποὺς τῶν χωραφιῶν μου, οἱ ὁποῖοι
θέλω νὰ γίνουν ὅλοι ἰδικοί μου, ὥστε
νὰ τοὺς ἀπολαύσω μόνος ἐγώ;
|
18
Καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω·
καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ
μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω
ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά
μου καὶ τὰ ἀγαθά μου,
|
18
Καὶ ὕστερα ἀπὸ μεγάλην σκέψιν
εἶπε· τοῦτο θὰ κάμω· Θὰ
κρημνίσω τὰς ἀποθήκας μου καὶ
θὰ οἰκοδομήσω ἄλλας μεγαλυτέρας,
καὶ θὰ συγκεντρώσω ἐκεῖ ὅλα
τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά
μου. |
18
Καὶ ἐπὶ τέλους ὕστερα ἀπὸ
μεγάλην σκέψιν καὶ συλλογισμὸν εἶπε·
Τοῦτο θὰ κάμω· θὰ κρημνίσω τὰς
ἀποθήκας μου καὶ θὰ οἰκοδομήσω μεγαλυτέρας
καὶ εὐρυχωροτέρας. Καὶ θὰ συνάξω ἐκεῖ
ὅλα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά
μου. |
19
καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή,
ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς
ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε,
πίε, εὐφραίνου.
|
19
Καὶ θὰ πῶ εἰς τὴν ψυχήν
μου· Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ
ἀποθηκευμένα γιὰ ἔτη πολλά·
ἀπόλαυσε τὴν ζωήν, ἀναπαύου,
φάγε, πίε, εὐφραίνου.
|
19
Καὶ σὰν ἄνθρωπος, ποὺ μόνον τὰς
ἀπολαύσεις τῆς κοιλίας ἐγνώρισα, θὰ
εἴπω εἰς τὴν ψυχήν μου· ψυχή, ἔχεις
πολλὰ ἀγαθά, ποὺ εἶναι ἀποθηκευμένα
καὶ σὲ φθάνουν διὰ πολλὰ χρόνια. Μὴ
σκοτίζεσαι διὰ τίποτε πλέον, ἀλλὰ ἀπόλαυσε
ζωὴν ἀναπαυτικήν· φάγε, πίε, εὐφραίνου.
|
20
Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός·
ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν
ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ·
ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;
|
20
Ἀφοῦ δὲ ἐτοίμασε ὅλα καὶ
πρὶν προλάβῃ τίποτε ἀπὸ
αὐτὰ νὰ ἀπολαύση, τοῦ
εἶπεν ὁ Θεός· ἀνόητε ἀπὸ
τὴν κακίαν σου ἄνθρωπε καὶ ἀπερίσκεπτε,
αὐτὴν τὴν νύκτα, ποὺ ἐπίστευσες
ὅτι θὰ ἀρχίσῃ ἡ ἀπολαυστικὴ
ζωή σου, ἀπαιτοῦν νὰ πάρουν
ἀπὸ σὲ χωρὶς ἀναβολὴν
τὴν ψυχήν σου· αὐτὰ δὲ
ποὺ ἔχεις ἑτοιμάσει, εἰς ποῖον
τώρα ἀνήκουν; |
20
Ἀφοῦ ὅμως τὰ ἐτοίμασεν ὅλα,
προτοῦ ἀκόμη προφθάσῃ νὰ εἴπῃ
εἰς τὴν ψυχήν του τὰ ὅσα ἐσχεδίαζε,
τοῦ εἶπεν ὁ Θεὸς εἴτε διὰ
τῆς συνειδήσεως εἴτε εἰς τὸν ὕπνόν
του· Ἄμυαλε καὶ ἀνόητε ἄνθρωπε,
ποὺ ἐστήριξες τὴν εὐτυχίαν σου εἰς
μόνας τὰς ἀπολαύσεις τῆς κοιλίας σου καὶ
ἐνόμισες ὅτι ἡ μακροζωΐα σου ἐξηρτᾶτο
ἀπὸ τὰ πλούτη σου καὶ ὄχι ἀπὸ
ἐμέ. Τὴν νύκτα αὐτήν, τὴν ὁποίαν
πρὸ πολλοῦ ὠνειρεύεσο ὡς νύκτα εὐτυχίας,
ἀπὸ τὴν ὁποίαν θὰ ἤρχιζεν
ἡ ἀναπαυτικὴ καὶ ἀπολαυστικὴ
ζωή σου, ζητοῦν χωρὶς ἄλλο νὰ πάρουν
τὴν ψυχήν σου. Μετ’ ὀλίγον πεθαίνεις. Αὐτὰ
λοιπὸν ποὺ ἐτοίμασες καὶ ἀποθήκευσες,
τίνος θὰ εἶναι καὶ εἰς ποίους κληρονόμους
θὰ περιέλθουν; |
21
Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ
μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.
|
21
Ἔτσι παθαίνει καὶ αὐτὸ τὸ
τέλος ἔχει ἐκεῖνος, ποὺ ἐγωϊστικὰ
θησαυαρίζει διὰ τὸν εὐατόν του
καὶ δὲν προσπαθεῖ νὰ ἀποκτήσῃ
τὸν πλοῦτον τῶν καλῶν ἔργων,
εἰς τὰ ὁποῖα εὐχαριστεῖται
ὁ Θεός>. |
21
Ἔτσι θὰ τὴν πάθῃ καὶ τέτοιο
τέλος θὰ ἔχῃ ἐκεῖνος, ποὺ
θησαυρίζει διὰ τὸν ἑαυτόν του, διὰ
νὰ ἀπολαμβάνῃ αὐτὸς καὶ
μόνον ἐγωϊστικὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς
γῆς, καὶ δὲν ἀποταμιεύει μὲ
τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης εἰς τὸν
οὐρανὸν θησαυροὺς πνευματικούς, εἰς
τοὺς ὁποίους καὶ μόνους ἀρέσκεται
ὁ Θεός. |
22
Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ·
διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ
μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί
φάγητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν
τί ἐνδύσησθε. |
22
Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς του·
<διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, μὴ ταλαιπωρεῖσθε
ἀπὸ βασανιστικὲς φροντίδες διὰ
τὴν ζωήν σας, μὴ μεριμνᾶτε τί
θὰ φᾶτε οὔτε καὶ διὰ τὸ
σῶμα σας τί θὰ ἐνδυθῆτε.
|
22
Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς του ὁ
Κύριος· ἀφοῦ ἡ διατήρησις τῆς
ζωῆς σας δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ
τὰ ἄφθονα ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλ’
ἀπὸ τὸν Θεόν, διὰ τοῦτο σᾶς
λέγω, ὅχι μόνον νὰ μὴ ἐπιδιώκετε τὸ
νὰ ἀποκτήσετε πολλά, ἀλλὰ καὶ
δι’ αὐτὰ τὰ ἀπαραίτητα καὶ ἀναγκαῖα
νὰ μὴ καταλαμβάνεσθε ἀπὸ ἀγωνιώδεις
καὶ βασανιστικὰς φροντίδας. Μὴ φροντίζετε
μὲ ἀγωνίαν καὶ ἀνησυχίαν διὰ
τὴν ζωήν σας, τί θὰ φάγετε, οὔτε διὰ
τὸ σῶμα σας, τί θὰ ἐνδυθῆτε.
|
23
Οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι
τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ
ἐνδύματος; |
23
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι ἀνωτέρα
ἀπὸ τὴν τροφὴν καὶ τὸ
σῶμα ἀπὸ τὸ ἔνδυμα; Ὁ
Θεός ποὺ σᾶς ἔδωσε τὸ ἀνώτερον,
δὲν θὰ σᾶς δώσῃ καὶ τὸ
κατώτερον; |
23
Δὲν ἀξίζει ἡ ζωὴ περισσότερον ἀπὸ
τὴν τροφὴν καὶ τὸ σῶμα περισσότερον
ἀπὸ τὸ ἔνδυμα; Ἀφοῦ δὲ
ὁ Θεός, χωρὶς σεῖς νὰ τὸ περιμένετε,
σᾶς ἔδωσε τὴν ζωὴν καὶ τὸ
σῶμα, ποὺ ἀξίζουν περισσότερον, θὰ
σᾶς δώσῃ καὶ τὴν τροφὴν καὶ
τὸ ἔνδυμα, ποὺ ἀξίζουν ὀλιγώτερον.
|
24
Κατανοήσατε τοὺς κόρακας, ὅτι οὐ
σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν, οἷς
οὐκ ἐστι τεμεῖον οὐδὲ ἀποθήκη,
καὶ ὁ Θεὸς τρέφει αὐτούς·
πόσῳ μᾶλλον ὑμεῖς διαφέρετε
τῶν πετεινῶν; |
24
Παρατηρῆστε μὲ προσοχὴ καὶ καταλάβετε,
τί συμβαίνει μὲ τοὺς κόρακας
ὅτι δηλαδὴ αὐτοὶ οὔτε σπείρουν
οὔτε θερίζουν καὶ δὲν ἔχουν
οὔτε κελλάρι οὔτε ἀποθήκην·
καὶ ὅμως ὁ Θεὸς τοὺς τρέφει.
Πόσῳ μᾶλλον θὰ θρέψῃ σᾶς,
οἱ ὁποῖοι εἶσθε ἀσυγκρίτως
ἀνώτεροι ἀπὸ τὰ πτηνά;
|
24
Παρατηρήσατε μὲ προσοχὴν τὰ κοράκια καὶ
σκεφθῆτε, ὅτι ταῦτα δὲν σπέρνουν οὔτε
θερίζουν. Δὲν ἔχουν αὐτὰ οὔτε
κελλάριον οὔτε ἀποθήκην. Καὶ μολονότι καὶ
οἱ ἄνθρωποι τὰ κυνηγοῦν, ἀλλὰ
καὶ τὰ ψοφίμια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα
ζοῦν, εἶναι σπάνια καὶ δυσεύρετα, ὅμως
ὁ Θεὸς τὰ τρέφει. Πόσον περισσότερον θὰ
θρέψῃ σᾶς, οἱ ὁποῖοι διαφέρετε
καὶ εἶσθε ἀσυγκρίτως ἀνώτεροι ἀπὸ
τὰ πετεινά; |
25
Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν
δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν
αὐτοῦ πῆχυν ἕνα;
|
25
Ποιὸς δὲ ἀπὸ σᾶς ἠμπορεῖ,
ἔστω καὶ ἂν καταβάλῃ πολλὰς
καὶ μεγάλας φροντίδας, νὰ προσθέσῃ
εἰς τὸ ἀνάστημά του ἕναν
πῆχυν; |
25
Ποῖος δὲ ἀπὸ σᾶς ὀσονδήποτε
καὶ ἂν φροντίσῃ, ἡμπορεῖ νὰ
προσθέσῃ εἰς τὸ ἀνάστημά του ἕνα
πῆχυν; Κανείς. |
26
Εἰ οὖν οὔτε ἐλάχιστον δύνασθε,
τί περὶ τῶν λοιπῶν μεριμνᾶτε;
|
26
Ἐὰν λοιπὸν οὔτε κάτι τὸ
ἐλάχιστον δὲν ἠμπορεῖτε νὰ
κάμετε, διατὶ ταλαιπωρεῖσθε μὲ καταθλιπτικὲς
φροντίδες διὰ τὰ ἄλλα, ἐπὶ
τῶν ὁποίων μηδαμινὴν ἢ καὶ
καμμίαν ἐξουσίαν ἔχετε;
|
26
Ἐὰν λοιπὸν δὲν ἔχετε δύναμιν
νὰ αὐξήσετε τὸ ἀνάστημά σας, ποὺ
ἂν συγκριθῇ πρὸς τὴν δημιουργίαν καὶ
διατήρησιν τῆς ζωῆς σας, εἶναι ἐλάχιστον,
διατὶ φροντίζετε διὰ τὰ ἄλλα, τὰ
ὁποῖα πολὺ ὀλιγώτερον ἀπὸ
τὸ ἀνάστημά σας εἶναι ὑπὸ τὴν
ἐξουσίαν σας; |
27
Κατανοήσατε τὰ κρίνα πῶς αὐξάνει·
οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω
δὲ ὑμῖν, οὐδὲ Σολομὼν
ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ
περιβάλετο ὡς ἓν τούτων.
|
27
Προσέξτε καὶ διδαχθῆτε ἀπὸ τὰ
κρίνα, πῶς μεγαλώνουν. Δὲν κοπιάζουν
οὔτε γνέθουν καὶ ὅμως, σᾶς διαβεβαιώνω
ὅτι οὔτε ὁ σοφὸς Σολομὼν μὲ
ὅλην αὐτοῦ τὴν δόξαν καὶ
μεγαλοπρέπειαν δὲν ἐφόρεσε ποτὲ
ἕνα τόσον λαμπρὸν ἔνδυμα, ὡσὰν
αὐτὸ ποὺ φορεῖ ἕνα ἀπὸ
τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ.
|
27
Προσέξατε καὶ λάβετε μαθήματα ἀπὸ τὰ
κρίνα, πῶς φυτρώνουν καὶ μεγαλώνουν. Δὲν
κοπιάζουν οὔτε γνέθουν. Καὶ ὅμως σᾶς
λέγω, οὔτε ὁ ἐπινοητικώτατος λόγῳ
τῆς σοφίας του Σολομὼν μὲ ὅλην τὴν
φημισμένην δόξαν του καὶ μεγαλοπρεπῆ περιβολήν
του, δὲν περιεβλήθη ἔνδυμα τόσον ὡραῖον
καὶ μεγαλοπρεπές, ὅπως περιβάλλεται ἓν ἀπὸ
τὰ κρίνα αὐτά. |
28
Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ,
σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς
κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως
ἀμφιέννυσι, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς,
ὀλιγόπιστοι; |
28
Ἐὰν δὲ τὸ χορτάρι τοῦ
χωραφιοῦ, ποὺ σήμερα ὑπάρχει
καὶ αὔριο ρίπτεται εἰς τὸν φοῦρνο,
ὁ Θεὸς τόσον ὡραῖα τὸ
ἐνδύῃ, πόσῳ μᾶλλον θὰ
ἐνδύσῃ σᾶς, ὀλιγόπιστοι;
|
28
Ἐὰν δὲ τὸ ἀγριόχορτον, ποὺ
φυτρώνει μόνον του εἰς τὸ χωράφια καὶ ποὺ
δὲν ἔχει προορισμὸν νὰ ζήσῃ,
ὅπως σεῖς, ἀλλὰ σήμερον ὑπάρχει
καὶ αὔριον ρίπτεται εἰς τὸν φοῦρνον,
ὁ Θεὸς τόσον ὡραῖα τὸ ἐνδύει,
πόσον περισσότερον θὰ ἐνδύσῃ σᾶς,
ὦ ὀλιγόπιστοι; |
29
Καὶ ὑμεῖς μὴ ζητεῖτε τί
φάγητε καὶ τί πίητε, καὶ μὴ
μετεωρίζεσθε· |
29
Καὶ σεῖς μὴ ζητᾶτε μὲ ἁνήσυχον
φροντίδα, τί θὰ φᾶτε καὶ τί
θὰ πιῆτε καὶ μὴ περισπᾶσθε ἐδῶ
καὶ ἐκεῖ μὲ τίς ἀνήσυχες
αὐτὲς φροντίδες. |
29
Καὶ σεῖς λοιπὸν μὴ ζητᾶτε μὲ
ἀνησυχίαν, τί θὰ φάγετε ἢ τί θὰ πίετε.
Καὶ μὴν ἀφίνετε τὴν ψυχήν σας νὰ
παραδέρνῃ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ
μὲ ἀνησύχους σκέψεις καὶ φροντίδας.
|
30
ταῦτα γὰρ πάντα τὰ ἔθνη τοὺ
κόσμου ἐπιζητεῖ· ὑμῶν δὲ
ὁ πατὴρ οἶδεν ὅτι χρῄζετε τούτων·
|
30
Διότι ὅλα αὐτὰ τὰ ζητοῦν
καὶ ἀγωνίζονται νὰ τὰ ἀποκτήσουν
οἱ εἰδωλολάτραι ἐθνικοί, ποὺ
δὲν ἔχουν γνωρίσει τὸν ἀληθινὸν
καὶ πανάγαθον Θεόν, ἀλλὰ ἔχουν
ὡς θεοὺς προστάτας τὰ εἴδωλα.
Ὁ ἰδικός σας ὅμως Πατὴρ γνωρίζει
πολὺ καλά, ὅτι ἔχετε ἀνάγκην
ἀπὸ αὐτὰ καὶ θὰ σᾶς
τὰ δώσῃ. |
30
Διότι ὅλα αὐτὰ οἱ ἐθνικοὶ
καὶ εἰδωλολάτραι, ποὺ ἀγνοοῦν
τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ τὴν
πατρικὴν πρόνοιάν του, τὰ ζητοῦν ὡς
τὰ μόνα σοβαρὰ καὶ ἀπαραίτητα. Ὁ
ἰδικός σας ὅμως Πατὴρ γνωρίζει, ὅτι
ἔχετε ἀνάγκην αὐτῶν καὶ συνεπῶς
θὰ σᾶς τὰ δώσῃ αὐτός.
|
31
πλὴν ζητεῖτε τὴν βασιλείαν του Θεοῦ,
καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
|
31
Μόνον σεῖς νὰ ζητῆτε πρὸ παντὸς
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ
τότε ὅλα τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ
θὰ σᾶς δοθοῦν μαζῆ μὲ τὰ
πνευματικὰ καὶ οὐράνια.
|
31
Μόνον νὰ ζητῆτε σεῖς ὡς τὸ κυριώτερον
ἀπὸ ὅλα νὰ ζήσετε τὴν ζωὴν
τῆς χάριτος καὶ ὑπακοῆς εἰς
τὸν Θεόν, ἡ ὁποία θὰ σᾶς καταστήσῃ
μέλη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ
τῆς παρούσης ζωῆς καὶ θὰ σᾶς
ἑξασφαλίσῃ τὴν κληρονομίαν τῶν οὐρανίων
ἀγαθῶν της ἐν τῷ αἰωνίῳ
μέλλοντι. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπίγεια
θὰ σᾶς δοθοῦν μαζὶ μὲ ἐκεῖνα.
|
32
Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον·
ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατὴρ ὑμῶν
δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν.
|
32
Μὴ φοβεῖσθε σεῖς, ποὺ εἶσθε
μικρὸν ποίμνιον, ἐν συγκρίσει πρὸς
τὸ πολὺ πλῆθος τῶν ἀπίστων,
διότι ὁ Πατήρ σας εὐδόκησε νὰ
δώσῃ εἰς σᾶς τὴν βασιλείαν
τῶν οὐρανῶν. (Πολὺ δὲ περισσότερον
θὰ σᾶς δώσῃ τὰ πρόσκαιρα
ὑλικὰ ἀγαθά). |
32
Μὴν ἀνησυχῇς διὰ τὰ ὑλικὰ
ἀγαθὰ καὶ μὴ φοβεῖσαι σὺ
τὸ ποίμνιόν μου, ποὺ φαίνεσαι, ἐν σχέσει
πρὸς τὸ πλῆθος τῶν ἀπίστων,
μικρόν, διότι ὁ Πατήρ σας εὐηρεστήθη νὰ
δώσῃ εἰς σᾶς τὴν βασιλείαν τῶν
οὐρανῶν. Ἐὰν λοιπὸν τόσον μεγάλην
δωρεὰν καὶ ἀπόλαυσιν σᾶς δίδῃ,
πολὺ περισσότερον θὰ σᾶς δώσῃ τὰ
πρόσκαιρα καὶ τὰ ἐπίγεια.
|
33
Πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν
καὶ δότε ἐλεημοσύνην. Ποιήσατε
ἑαυτοῖς βαλάντια μὴ παλαιούμενα,
θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς
οὐρανοῖς, ὅπου κλέπτῃς οὐκ
ἐγγίζει οὐδὲ σὴς διαφθείρει·
|
33
Ἐὰν βλέπετε ὅτι τὰ ὑλικὰ
ἀγαθὰ σᾶς γίνονται ἐμπόδιον
διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν,
πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντά σας καὶ
δῶστε ἐλεημοσύνην. Καὶ κάμετε
ἔτσι τὸν εὐατόν σας θησαυροφυλάκια
ποὺ δὲν παλαιώνουν ποτέ, θησαυρὸν
εἰς τοὺς οὐρανούς ποὺ δὲν
χάνεται, ἐκεῖ ὅπου ὁ κλέπτῃς
δὲν πλησιάζει καὶ οὔτε ὁ σκόρος
καταστρέφει. |
33
Καὶ ἐὰν διὰ τὴν ἑξασφάλισιν
τῆς οὐρανίου αὐτῆς βασιλείας τὰ
ὑλικὰ ἀγαθὰ σᾶς γίνωνται ἐμπόδιον,
πωλήσατε ὅσα ἔχετε καὶ δώσατέ τα ἐλεημοσύνην
εἰς τοὺς πτωχούς. Καὶ μὲ τὴν
ἐλεημοσύνην καὶ τὴν ἀγαθοεργίαν κάμετε
διὰ τὸν ἑαυτόν σας πουγγιά, ποὺ δὲν
παληώνουν, θησαυρὸν ποὺ δὲν χάνεται καὶ
δὲν λιγοστεύει· θησαυρὸν εἰς τοὺς
οὐρανούς, ὅπου δὲν πλησιάζει κλέπτῃς
διὰ νὰ τὸν ἁρπάσῃ, οὔτε
σκόρος τὸν καταστρέφει. |
34
ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν,
ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ὑμῶν
ἔσται. |
34
Διότι, ὅπου εἶναι ὁ θυσαυρός
σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ
καρδία σας. |
34
Πρέπει δὲ εἰς τοὺς οὐρανοὺς
νὰ μεταφέρετε διὰ τῆς ἐλεημοσύνης
τοὺς θησαυρούς σας, διὰ νὰ εἶναι καὶ
ἡ καρδία σας προσκολλημένη εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ τὰ οὐράνια. Διότι ἐκεῖ,
ποὺ εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ
θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδία σας.
|
35
Ἔστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες
περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι·
|
35
Ἂς
εἶναι ζωσμένη ἡ μέση σας καὶ
τὰ λυχνάρια σας πάντοτε ἀναμμένα·
νὰ εἶσθε δηλαδὴ ἕτοιμοι καὶ
ἄγρυπνοι νὰ ἐκτελῆτε τὸ θέλημα
τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ ἀποκτήσετε
ἔτσι θησαυροὺς εἰς τὸν οὐρανόν.
|
35
Ἡ μέση σας ἂς εἶναι ζωσμένη καλὰ καὶ
τὰ λυχνάρια σας ἂς εἶναι πάντοτε ἀναμμένα.
Μὲ ἄλλας λέξεις· ἐὰν θέλετε οἱ
ἐν οὐρανοῖς θησαυροὶ νὰ γίνουν
κτῆμα σας, πρέπει νὰ εἶσθε πάντοτε ἕτοιμοι
καὶ ἄγρυπνοι προσέχοντες νὰ ἐκτελῆτε
εἰς πᾶσαν περίστασιν τὰ παραγγέλματα τοῦ
Κυρίου σας καὶ πρόθυμοι νὰ τὸν ὑπηρετήσετε.
|
36
καὶ ὑμεῖς ὅμοιοι ἀνθρώποις
προσδεχομένοις τὸν κύριον ἑαυτῶν,
πότε ἀναλύσει ἐκ τῶν γάμων,
ἵνα ἐλθόντος καὶ κρούσαντος
εὐθέως ἀνοίξωσιν αὐτῷ.
|
36
Καὶ σεῖς εἶσθε ὅμοιοι μὲ ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι περιμένουν τὸν κύριόν
των, πότε θὰ ἐπιστρέψῃ ἀπὸ
τοὺς γάμους, ὥστε, ὅταν ἔλθῃ
καὶ κτυπήσῃ τὴν θύραν, νὰ
τοῦ ἀνοίξουν ἀμέσως.
|
36
Προκειμένου νὰ κατακτήσετε τὸν οὐρανόν,
εἶσθε καὶ σεῖς ὅμοιοι πρὸς ἀνθρώπους,
ποὺ περιμένουν τὸν κύριόν των, πότε θὰ ἐπιστρέψῃ
πάλιν ἀπὸ τοὺς γάμους, διὰ νὰ
τοῦ ἀνοίξουν ἀμέσως, ὅταν ἔλθῃ
καὶ κτυπήσῃ τὴν θύραν. Διότι καὶ ὁ
ἰδικός σας Κύριος εὑρίσκεται τώρα εἰς τοὺς
οὐρανούς, ἀπὸ τὴν ἀτελεύτητον
πανήγυριν τῶν ὁποίων θὰ ἐπανέλθῃ,
εἴτε κατὰ τὴν ἄγνωστον ὥραν
τοῦ θανάτου διὰ τὸν καθένα σας, εἴτε
κατὰ τὴν ἔνδοξον ἡμέραν τῆς
δευτέρας παρουσίας του δι’ ὅλους.
|
37
Μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι,
οὓς ἐλθὼν ὁ κύριος εὑρήσει
γρηγοροῦντας· ἀμὴν λέγω ὑμῖν
ὅτι περιζώσεται καὶ ἀνακλινεῖ
αὐτούς, καὶ παρελθὼν διακονήσει
αὐτοῖς. |
37
Μακάριοι εἶναι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι,
τοὺς ὁποίους, ὅταν ἔλθῃ
ὁ Κύριος, θὰ τοὺς εὔρῃ
νὰ ἀγρυπνοῦν. Σᾶς διαβεβαιώνω
ὅτι αὐτὸς θὰ γίνῃ διάκονός
των, θὰ ζώσῃ τὴν μέσην του,
διὰ νὰ μὴ ἐμποδίζεται εἰς
τὰς κινήσεις του ἀπὸ τὰ ἐνδύματά
του, θὰ τοὺς βάλῃ νὰ καθίσουν
εἰς τὴν τράπεζαν τοῦ φαγητοῦ
καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος θὰ ἔλθῃ
κοντά τους καὶ θὰ τοὺς ὑπηρετήσῃ.
|
37
Μακάριοι εἶναι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι,
ποὺ ὅταν θὰ ἔλθῃ ὁ Κύριος,
θὰ τοὺς εὕρῃ νὰ ἀγρυπνοῦν.
Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι εἰς τὴν
μέλλουσαν ζωὴν θὰ γίνῃ διάκονός των καὶ
θὰ ζώσῃ τὴν μέσην του, ὥστε νὰ
μὴν ἐμποδίζεται εἱς τὰς κινήσεις του
ἀπὸ τὸ ὑποκάμισον του, καὶ θὰ
τοὺς βάλῃ νὰ καθίσουν καὶ ἀφοῦ
ἔλθῃ πλησίον τους, θὰ τοὺς ὑπηρετήσῃ.
|
38
Καὶ ἐὰν ἔλθῃ ἐν τῇ
δευτέρᾳ φυλακῇ καὶ ἐν τῇ
τρίτῃ φυλακῇ ἔλθῃ καὶ
εὔρῃ οὕτω, μακάριοί εἰσιν
οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι.
|
38
Καὶ ἂν ἔλθῃ εἰς τὸ δεύτερον
τετράωρον τῆς νυκτὸς καὶ εἰς
τὸ τρίτον τετράωρον, κατὰ τὰ
ἐξημερώματα, καὶ τοὺς εὔρῃ
ἔτσι, δηλαδὴ νὰ τὸν περιμένουν
ἄγρυπνοι, σᾶς λέγω, ὅτι εἶναι
μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι.
|
38
Καὶ ἐὰν ἔλθῃ μετὰ τὰ
μεσάνυχτα κατὰ τὸ δεύτερον τετράωρον τῆς
νυκτός, καὶ περὶ τὰ ἐξημερώματα κατὰ
τὸ τρίτον τετράωρον ἐὰν ἔλθῃ
καὶ τοὺς εὔρῃ ἔτσι, νὰ
εἶναι ἄγρυπνοι δηλαδὴ καὶ νὰ
τὸν περιμένουν, μακάριοι εἶναι οἱ δοῦλοι
ἐκεῖνοι. Μὲ ἄλλας λέξεις μακάριοι
ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι προσεκτικοὶ
καὶ γρήγοροι περιμένουν ὡς πιστοί μου δοῦλοι
τὴν παρουσίαν μου καὶ εἶναι πάντοτε ἕτοιμοι
νὰ ἐκτελέσουν τὸ θέλημά μου καὶ νὰ
μὲ ὑποδεχθοῦν, ὁποτεδήποτε ἔλθω.
Ὅπως αὐτοὶ μὲ ὑπηρετοῦν
πιστῶς κατὰ τὴν νύκτα τοῦ παρόντος
βίου, ἔτσι θὰ τοὺς ὑπηρετήσω καὶ
ἐγὼ εἰς τὴν οὐράνιον βασιλείαν,
παρέχων εἰς αὐτοὺς τὰ αἰώνια
ἀγαθά της. |
39
Τοῦτο δὲ γινώσκετε ὅτι εἰ ἤδει
ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ ὥρᾳ
ὁ κλέπτῃς ἔρχεται, ἐγρηγόρησεν
ἂν καὶ οὐκ ἂν ἀφῆκε διορυγῆναι
τὸν οἶκον αὐτοῦ.
|
39
Τοῦτο δὲ τὸ ξεύρετε καὶ σεῖς,
ὅτι ἐὰν ἐγνώριζε ὁ νοικοκύρης
ποιὰ ὥρα ἔρχεται ὁ κλέπτῃς,
θὰ ἕμενε ἄγρυπνος καὶ δὲν θὰ
ἄφινε νὰ ἀνοιχθῇ τρύπα εἰς
τὸ σπίτι του, διὰ νὰ μπῇ μέσα
ὁ κλέπτῃς καὶ νὰ κλέψῃ.
|
39
Ἡξεύρετε δὲ ἐκ τῆς πείρας σας καὶ
τοῦτο, ὅτι, ἐὰν ἐγνώριζεν ὁ
νοικοκύρης εἰς ποίαν ὥραν ὁ κλέπτῃς
ἔρχεται, θὰ ἔμενεν ἄγρυπνος, καὶ
δὲν θὰ ἄφινε νὰ ἀνοιχθῇ
τρῦπα εἰς τὸν τοῖχον τοῦ σπιτιοῦ
του, διὰ τῆς ὁποίας ὁ κλέπτῃς
θὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτὸ πρὸς
ἁρπαγήν. |
40
Καὶ ὑμεῖς οὖν γίνεσθε ἕτοιμοι·
ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται.
|
40
Καὶ σεῖς λοιπὸν νὰ εἶσθε πάντοτε
ἕτοιμοι, διότι εἰς ὥραν κατὰ
τὴν ὁποίαν δὲν γνωρίζετε, ἔρχεται
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου>
(εἴτε διὰ τοῦ θανάτου ἑνὸς
ἑκάστου, εἴτε κατὰ τὴν δευτέραν
παρουσίαν). |
40
Καὶ σεῖς λοιπὸν ἀφοῦ δὲν
ἠξεύρετε, πότε θὰ ἔλθῃ ὁ Κύριος,
καὶ ἀφοῦ σᾶς εἶναι ἄγνωστος
καὶ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου σας καὶ
ὁ χρόνος τῆς δευτέρας παρουσίας, πρέπει νὰ
ἐτοιμάζεσθε διαρκῶς, διότι, εἰς ὥραν
ποὺ δὲν περιμένετε, ἔρχεται ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου εἴτε διὰ τοῦ θανάτου
δι’ ἕνα ἕκαστον ἀπὸ σᾶς, εἴτε
διὰ τῆς δευτέρας παρουσίας του δι’ ὅλους.
|
41
Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος·
Κύριε, πρὸς ἡμᾶς τὴν παραβολὴν
ταύτην λέγεις ἢ καὶ πρὸς πάντας;
|
41
Εἶπε δὲ εἰς αὐτὸν ὁ Πέτρος·
<Κύριε, αὐτὴν τὴν παραβολὴν
δι' ἡμᾶς μόνον τὴν λέγεις ἢ
δι' ὅλους; |
41
Εἶπε δὲ εἰς αὐτὸν ὁ Πέτρος·
Κύριε, δι’ ἡμᾶς λέγεις τὴν παραβολὴν
αὐτὴν ἢ τὴν λέγεις δι’ ὅλους;
Αἱ πρωτάκουστοι ὑποσχέσεις ποὺ δίδεις εἰς
αὐτήν, ἀποβλέπουν μόνον εἰς ἡμᾶς
ἢ ἀναφέρονται εἰς ὅλους;
|
42
Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· τίς ἄρα
ἐστὶν ὁ πιστὸς οἰκονόμος
καὶ φρόνιμος, ὃν καταστήσει ὁ
κύριος ἐπὶ τῆς θεραπείας αὐτοῦ
τοῦ διδόναι ἐν καιρῷ τὸ σιτομέτριον;
|
42
Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· <ποιὸς
ἆράγε εἶναι ὁ πιστὸς καὶ
συνετὸς οἰκονόμος, τὸν ὁποῖον
θὰ ἐγκαταστήσῃ ὁ κύριος
προϊστάμενον εἰς τὸ ὑπηρετικὸν
προσωπικόν του, διὰ νὰ δίδῃ
πρὸς αὐτοὺς εἰς τὴν κατάλληλον
ὥραν τὴν κανονικὴν μερίδα τῆς
τροφῆς; |
42
Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· Ποῖος ἄραγε
νὰ εἶναι ὁ ἔμπιστος καὶ μυαλωμένος
ὑπηρέτης καὶ ἐπιστάτης, τὸν ὁποῖον
θὰ ἐγκαταστήσῃ ὁ κύριος προϊστάμενον
εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του, διὰ νὰ
δίδῃ εἰς τὴν κατάλληλον ὥραν τὴν
ἀνάλογον καὶ κανονισμένην μερίδα τροφῆς
εἰς ἕκαστον ἀπὸ τοὺς συνδούλους
του; Ποῖος θὰ ἀποδειχθῇ ἐν τῇ
Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνον
πιστὸς ἄλλα καὶ συνετὸς τοῦ
Κυρίου διάκονος καὶ ὑπηρέτης μετὰ πάσης
εἰλικρινείας καὶ σοφίας ὑπηρετῶν καὶ
ἐκτρέφων τὰ πρόβατά του; |
43
Μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, ὃν
ἐλθὼν ὁ κύριος αὐτοῦ εὑρήσει
οὕτω ποιοῦντα. |
43
Μακάριος εἶναι ὁ δοῦλος ἐκεῖνος,
τὸν ὁποῖον, ὅταν ἔλθῃ
ὁ Κύριος, θὰ τὸν εὕρῃ
νὰ ἐνεργῇ μὲ τέτοιαν σύνεσιν
καὶ ἀξιοπιστίαν. |
43
Μακάριος θὰ εἶναι ὁ δοῦλος ἐκεῖνος,
τὸν ὁποῖον, ὅταν ἔλθῃ
ὁ κύριός του, θὰ εὕρῃ νὰ φέρεται
καὶ νὰ ἐνεργῇ φρόνιμα καὶ πιστά.
|
44
Ἀληθῶς λέγω ὑμῖν ὅτι ἐπὶ
πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ
καταστήσει αὐτόν. |
44
Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ὅτι θὰ
τοῦ δώσῃ ἐξουσίαν ἐπάνω
εἰς ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του.
|
44
Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι θὰ τὸν
ἐγκαταστήσῃ ἐπιστάτην καὶ διαχειριστὴν
εἰς ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του.
|
45
Ἐὰν δὲ εἴπῃ ὁ δοῦλος
ἐκεῖνος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ,
χρονίζει ὁ κύριός μου ἔρχεσθαι,
καὶ ἄρξηται τύπτειν τοὺς παῖδας
καὶ τὰς παιδίσκας, ἐσθίειν τε
καὶ πίνειν καὶ μεθύσκεσθαι, |
45
Ἐὰν ὅμως ὁ δοῦλος ἐκεῖνος
πῇ ἀπὸ μέσα του· Ἀργεῖ
νὰ ἔρθῃ ὁ κύριός μου·
καὶ ἀρχίσῃ νὰ κτυπᾷ τοὺς
ὑπηρέτας καὶ τὰς ὑπηρετρίας
καὶ νὰ τρώγῃ καὶ νὰ πίνῃ
καὶ νὰ μεθᾷ, |
45
Ἐὰν ὅμως ὁ δοῦλος ἐκεῖνος
εἴπῃ ἀπὸ μέσα του· Ἀργεῖ
νὰ ἔλθῃ ὁ κύριός μου· καὶ
κάμνων κατάχρησιν τῆς ἐξουσίας, ποὺ τοῦ
ἔδωκεν ὁ κύριος, ἀρχίσῃ νὰ κτυπᾷ
μὲν τοὺς ὑπηρέτας καὶ τὰς ὑπηρετρίας,
αὐτὸς δὲ νὰ τρώγῃ καὶ
νὰ πίνῃ καὶ νὰ μεθᾷ διάγων βίον
ὀργιαστικόν, |
46
ἥξει ὁ Κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου
ἐν ἡμέρᾳ ᾗ οὐ προσδοκᾷ
καὶ ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκει,
καὶ διχοτομήσει αὐτόν, καὶ τὸ
μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀπίστων
θήσει. |
46
θὰ ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ δούλου
ἐκείνου εἰς ἡμέραν ποὺ
δὲν περιμένει καὶ εἰς ὥραν ποὺ
δὲν γνωρίζει καὶ θὰ τὸν κόψῃ
εἰς τὰ δύο, θὰ τὸν τιμωρήσῃ
δηλαδὴ μὲ σκληρὸν θάνατον, καὶ
θὰ ὁρίσῃ τὴν θέσιν του
μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ὑπῆρξαν
ἀξιόπιστοι καὶ καταχρασταί. (Οἱ
ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας
θὰ εἶναι μακάριοι, ἐὰν καλῶς
διαχειρίζωνται τὴν πνευματικὴν ἐξουσίαν
καὶ τὰ χαρίσματα, ποὺ τοὺς ἐνεπιστεύθη
ὁ Χριστὸς καὶ ἐξυπηρετοῦν μὲ
σύνεσιν καὶ προθυμίαν τοὺς πιστούς.
Σκληροτάτη ὅμως τιμωρία τοὺς περιμένει,
ἐὰν ἀποδειχθοῦν ἀναξιόπιστοι
καὶ καταχρασταί). |
46
θὰ ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ δούλου
ἐκείνου εἰς ἡμέραν, ποὺ δὲν
περιμένει, καὶ εἰς ὤραν, ποὺ δὲν
ξεύρει. Καὶ θὰ τὸν τεμαχίσῃ εἰς
τὰ δύο καὶ μετὰ τὸν σκληρὸν
καὶ παραδειγματικὸν θάνατόν του θὰ ὁρίσῃ
τὴν θέσιν του μὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
δὲν ὑπῆρξαν πιστοὶ εἰς τὴν
διαχείρισίν των, ἀλλ’ ἀπεδείχθησαν καταχρασταί.
Μὲ ἄλλας λέξεις ἡ προσοχὴ καὶ
ἡ προθυμία του νὰ ὑπηρετήσωμεν τὸν
Κύριον καὶ νὰ εἴμεθα πάντοτε ἕτοιμοι
νὰ τὸν ὑποδεχθῶμεν καὶ νὰ
τοῦ δώσωμεν λόγον τῶν πράξεών μας εἶναι
καθῆκον ὅλων μας. Ἰδιαιτέρως ὅμως
ὑπόχρεοι διὰ τὸ καθῆκον αὐτὸ
εἶναι ἐκεῖνοι, εἰς τοὺς ὁποίους
ὁ Κύριος ἀνέθεσε τὴν ἐπιστασίαν ἐπὶ
τῶν ἄλλων. Ἡ ἀθέτησις δὲ τοῦ
καθήκοντος τούτου συνεπάγεται τιμωρίας τρομερὰς καὶ
αἰωνίους. |
47
Ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ
γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ
καὶ μὴ ἐτοιμάσας μηδὲ ποιήσας
πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται
πολλάς· |
47
Ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ποὺ
ἐγνώρισε τὸ θέλημα τοῦ κυρίου
του, καὶ δὲν ἐτοίμασε οὔτε καὶ
ἔπραξε σύμφωνα πρὸς τὸ θέλημα
τοῦ Κυρίου του, θὰ τιμωρηθῇ μὲ
πολλὰς μαστιγώσεις, θα τιμωρηθῇ πολύ,
διότι ἐν γνώσει παρέβη τὸ θέλημα
τοῦ Κυρίου. |
47
Γενικῶς δὲ διὰ πάντα δοῦλον ἰσχύει
αὐτὸς ὁ κανών· Ἐκεῖνος
ὁ δοῦλος, ὁ ὁποῖος ἐγνώρισε
τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του καὶ δὲν ἐτοίμασεν,
οὔτε ἔκαμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του,
θὰ δαρῇ μὲ πολλὰς μαστιγώσεις καὶ
θὰ τιμωρηθῇ αὐστηρά, διότι ἐν γνώσει
του παρέβη τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του.
|
48
ὁ δὲ μὴ γνούς, ποιήσας δὲ
ἄξια πληγῶν, δαρήσεται ὀλίγας.
Παντὶ δὲ ᾧ ἐδόθη πολύ,
πολὺ ζητηθήσεται παρ' αὐτοῦ, καὶ
ᾧ παρέθεντο πολύ, περισότερον αἰτήσουσιν
αὐτόν. |
48
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ δὲν ἐγνώρισε
τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ἔκαμε
δὲ πράξεις ἀξίας τιμωρίας, θὰ
τιμωρηθῇ μὲ ὀλίγας μαστιγώσεις.
Εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἐδόθη
πολύ, θὰ τοῦ ζητηθῇ καὶ πολύ,
καὶ εἰς ἐκεῖνον ποὺ τοῦ
παρέδωσαν πολλὰ χαρίσματα, θὰ ζητηθοῦν
περισσότερα καλὰ ἔργα, παρ' ὅσα θὰ
ζητήσουν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ
ἔλαβαν ὀλιγώτερα. |
48
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ δὲν ἐγνώρισε
τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του, αἱ πράξεις ὅμως
ποὺ ἔκαμε εἶναι ἄξιαι τιμωρίας καὶ
μαστιγώσεων, θὰ δαρῇ μὲ ὀλίγας μαστιγώσεις.
Καὶ εἶναι δίκαιον νὰ τιμωρηθῇ καὶ
οὗτος, διότι ἐξ ἀμελείας ἠγνόησε τὸ
θέλημα τοῦ κυρίου του. Εἰς καθένα δὲ ποὺ
ἐδόθη πολὺ, θὰ ζητηθῇ ἀπὸ
αὐτὸν πολύ. Ἀνάλογος πρὸς τὰ
χαρίσματα, τὴν γνῶσιν καὶ τὸ ἀξίωμα,
ποὺ ἔχει ὁ καθένας μας, εἶναι καὶ
ἡ εὐθύνη του. Καὶ εἰς ἐκεῖνον
ποὺ ἐνεπιστεύθησαν πολλά, θὰ τοῦ ζητήσουν
πολλά, περισσότερα ἀπὸ ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι ἔλαβον ὀλιγώτερα.
|
49
Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν
γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη
ἀνήφθη! |
49
Ἦρθα νὰ βάλω φωτιὰ εἰς τὴν
γῆν, φλογερὸν ζῆλον καὶ ἐνθουσιασμὸν
εἰς τὰς καρδίας τῶν καλοπροαιρέτων,
ὁ ὁποῖος ὅμως ζῆλος θὰ
ἀνάψῃ εἰς τοὺς κακοπροαιρέτους
πυρκαϊὰν μίσους ἐναντίον ἐμοῦ
καὶ τῶν ὀπαδῶν μου. Καὶ τί
ἄλλο θέλω, ἐὰν τώρα ἔχῃ
πλέον ἀνάψει αὐτὴ ἡ φωτιά!
|
49
Δεν εἶναι καιρὸς κραιπάλης καὶ ὕπνου
ὁ τωρινὸς καιρός, ὥστε νὰ περνοῦν
ξένοιαστα τὰς ἡμέρας των οἱ δοῦλοί
μου. Ἦλθα νὰ βάλω φωτιὰ εἰς τὴν
γῆν. Ἦλθα δηλαδὴ νὰ ἀνάψω τὴν
πυρκαϊάν, ἡ ὁποία εἰς μὲν τὰς
καλοπροαιρέτους καρδίας θὰ ἐμβάλῃ φλογερὰν
ἀγάπην καὶ ζῆλον διὰ τὸν Θεόν,
εἰς τοὺς κακοπροαιρέτους δὲ καὶ δυστρόπους
θὰ διεγείρῃ φανατικὸν μῖσος. Καὶ
ἔτσι θὰ χωρισθοῦν οἱ πιστοὶ
ἀπὸ τοὺς ἀπίστους. Τοῦ πολέμου
αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ τὴν φωτιὰ
ἦλθα νὰ ρίψω ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
εἰς τὴν γῆν. Καὶ τί ἄλλο περισσότερον
θέλω, ἐὰν τώρα πλέον ἤναψεν ἡ φωτιὰ
αὐτή; |
50
Βάπτισμα δὲ ἔχω βαπτισθῆναι, καὶ
πῶς συνέχομαι ἕως οὗ τελεσθῇ! |
50
Ἐγὼ ἔχω τὸ βάπτισμα τοῦ
μαρτυρίου, διὰ νὰ βαπτισθῶ εἰς
αὐτό, καὶ πόσον κατέχομαι ἀπὸ
τὸν πόθον καὶ ἀνυπομονῶ πότε
νὰ πραγματοποιηθῇ καὶ ἀπλωθῇ
ἔτσι εἰς ὅλον τὸν κόσμον τὸ
πῦρ τῆς πίστεως καὶ τοῦ θείου
ζήλου! |
50
Ἀλλὰ διὰ νὰ ἀνάψῃ καὶ
ἐπεκταθῇ ἡ φωτιὰ αὐτή, πρέπει
προηγουμένως νὰ βαπτισθῶ τὸ προκαθωρισμένον
δι’ ἐμὲ βάπτισμα τοῦ αἵματος καὶ
τοῦ σταυρικοῦ θανάτου. Καὶ πῶς στενοχωροῦμαι
καὶ ἀνυπομονῶ, ἕως ὅτου τελεσθῇ
τὸ βάπτισμα αὐτό, τοῦ ὁποίου ἡ
πρόβλεψις καὶ ἀνάμνησις ταράττει τὴν ψυχήν
μου! |
51
Δοκεῖτε ὅτι εἰρήνην παρεγενόμην
δοῦναι ἐν τῇ γῇ; Οὐχί,
λέγω ὑμῖν, ἀλλ' ἢ διαμερισμόν.
|
51
Νομίζετε ὅτι ἦλθα εἰς τὴν γῆν
νὰ δώσω ὑποκριτικὴν καὶ ψευδῆ
εἰρήνην, ὅπως τὴν φαντάζονται
οἱ Ἑβραῖοι; Ὄχι σᾶς λέγω,
ἀλλὰ ἔχω ἔλθει, διὰ νὰ
προκαλέσω διαίρεσιν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων,
διὰ τὴν ὁποίαν ὅμως διαίρεσιν
ὑπεύθυνοι θὰ εἶναι οἱ πονηροὶ
καὶ ἀμετανόητοι ἄνθρωποι.
|
51
Νομίζετε, ὅτι ἦλθα νὰ δώσω εἰς τὴν
γῆν τέτοιαν εἰρήνην, ὅπως τὴν φαντάζονται
αὐτοί, ποὺ περιμένουν τὸν Μεσσίαν ὡς
ἐπίγειον βασιλέα καὶ κατακτητήν; Ὄχι. Σᾶς
βεβαιῶ, ὅτι δὲν ἦλθα νὰ φέρω
τέτοιαν εἰρήνην, ἀλλὰ μόνον διαίρεσιν καὶ
διχασμόν, (διὰ τὰ ὁποῖα ὅμως
ὑπεύθυνος εἶναι ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων).
|
52
Ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν
πέντε ἐν οἴκῳ ἑνὶ διαμεμερισμένοι,
τρεῖς ἐπὶ δυσὶ καὶ δύο
ἐπὶ τρισί· |
52
Διότι ἀπὸ τώρα θὰ εἶναι
εἰς ἕνα σπίτι πέντε χωρισμένοι,
τρεῖς ἐναντίον δύο καὶ δύο
ἐναντίων τριῶν. |
52
Θὰ ἔλθῃ δὲ διχασμός, διότι ἀπὸ
τώρα θὰ εἶναι εἰς ἕνα σπίτι πέντε
χωρισμένοι, ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, ἡ κόρη,
ἡ νύμφη καὶ ὁ υἱός. Τρεῖς θὰ
εἶναι χωρισμένοι κατὰ τῶν δύο καὶ
δύο θὰ εἶναι χωρισμένοι κατὰ τῶν τριῶν.
|
53
διαμερισθήσονται πατὴρ ἐπὶ υἱῷ
καὶ υἱὸς ἐπὶ πατρί, μήτηρ
ἐπὶ θυγατρὶ καὶ θυγάτηρ ἐπὶ
μητρί, πενθερᾷ ἐπὶ τὴν νύμφην
αὐτῆς καὶ νύμφη ἐπὶ τὴν
πενθερὰν αὐτῆς. |
53
Καὶ θὰ χωρισθῇ ὁ πατέρας ὁ
ἄπιστος ἐναντίον τοῦ πιστοῦ
υἱοῦ του, καὶ ὁ ἄπιστος υἱὸς
ἐναντίον τοῦ πιστοῦ πατρός του,
ἡ μητέρα ἐναντίον τῆς κόρης
της καὶ ἡ κόρη ἐναντίον τῆς
μητρός· ἡ πενθερὰ ἐναντίον
τῆς νύμφης καὶ ἡ νύμφη ἐνάντιον
τῆς πενθερᾶς· τὰ ἄπιστα μέλη
τῆς οἰκογενείας ἐναντίον τῶν
πιστῶν>. |
53
Θὰ χωρισθῇ ὁ πατέρας, ποὺ δὲν
ἐπίστευσεν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον, κατὰ
τοῦ υἱοῦ τοῦ πιστεύσαντος· καὶ
ὁ υἱὸς ὁ ἄπιστος θὰ χωρισθῇ
κατὰ τοῦ πατρός του· καὶ ἡ μητέρα
ἡ ἄπιστος κατὰ τῆς πιστῆς κόρης
της, καὶ ἡ κόρη κατὰ τῆς μητέρας της·
ἡ πενθερὰ δέ, ποὺ εἶναι τὸ αὐτὸ
πρόσωπον μὲ τὴν μητέρα τοῦ σπιτιοῦ,
θὰ χωρισθῇ ἀπὸ τὴν νύμφην της,
καὶ ἡ νύμφη ἀπὸ τὴν πενθεράν
της. |
54
Ἔλεγε δὲ καὶ τοῖς ὄχλοις·
ὅταν ἴδητε τὴν νεφέλην ἀνατέλλουσαν
ἀπὸ δυσμῶν, εὐθέως λέγετε,
ὄμβρος ἔρχεται, καὶ γίνεται οὕτω·
|
54
Ἔλεγε δὲ εἰς τὰ πλήθη·
<ὅταν ἴδετε τὸ σύνεφο νὰ
ἀνεβαίνῃ ἀπὸ τὴν δύσιν,
ἀμέσως λέγετε· βροχὴ ἔρχεται·
καὶ γίνεται ἔτσι. |
54
Ἔλεγε δὲ καὶ εἰς τὰ πλήθη τοῦ
λαοῦ· Εἶναι κρίσιμοι οἱ καιροὶ
καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνετε. Εἶσθε ὅμως
ἀδικαιολόγητοι, διότι τοὺς ἄλλους καιροὺς
τοῦ χειμῶνος καὶ τῆς καλοκαιρίας τοὺς
νοιώθετε. Ὅταν ἴδετε σύννεφον νὰ βγαίνῃ
ἀπὸ τὴν δύσιν, ἀμέσως λέγετε·
Βροχὴ ἔρχεται. Καὶ γίνεται ἔτσι.
|
55
καὶ ὅταν νότον πνέοντα, λέγετε
ὅτι καύσων ἔσται, καὶ γίνεται.
|
55
Καὶ ὅταν ἴδετε νότιον ἄνεμον
νὰ φυσᾷ, λέγεται ὅτι θὰ γίνῃ
ζέστη· καὶ γίνεται ἔτσι.
|
55
Καὶ ὅταν ἴδετε νὰ φυσᾷ νοτιᾶς,
λέγετε, ὅτι θὰ γίνῃ ζέστη· καὶ
γίνεται. |
56
Ὑποκριταί, τὸ πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ
καὶ τῆς γῆς οἴδατε δοκιμάζειν,
τὸν δὲ καιρὸν τοῦτον πῶς οὐ
δοκιμάζετε; |
56
Ὑποκριταί! Τὰ σημεῖα τοῦ οὐρανοῦ
καὶ τῆς γῆς, ποὺ προαναγγέλους
τὸν καιρόν, ξέρετε νὰ τὰ διακρίνετε.
Τὸν καιρὸν ὅμως τοῦτον, ποῦ
ὅλα τὰ σημεῖα τὸν παρουσιάζουν
ὡς ἐποχὴν τῆς ἐλεύσεως
τοῦ Μεσσίου, πῶς δὲν τὸν διακρίνετε;
|
56
Ὑποκριταὶ καὶ σᾶς ἀποκαλῶ
ἔτσι, διότι ἐνῷ διὰ τὰ συμφέροντά
σας ἔχετε ἀρκετὴν ἀντίληψιν καὶ
πρόγνωσιν, τὰ ὑψηλότερα καὶ σπουδαιότερα,
ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐξαρτᾶται
ἡ σωτηρία σας, δὲν ἔχετε ἀγαθὴν
διάθεσιν καὶ ἐνδιαφέρον νὰ αντιληφθῆτε.
Τὰ ἐξωτερικὰ δηλαδὴ σημάδια τοῦ
ὁρίζοντος καὶ τῆς γῆς ξεύρετε νὰ
τὰ διακρίνετε. Τὸν καιρὸν ὅμως αὐτόν,
ποὺ παρουσιάζει τὰ σημάδια τῆς παρουσίας
τοῦ Μεσσίου, πῶς δὲν τὸν διακρίνετε;
|
57
Τί δὲ καὶ ἀφ' ἑαυτῶν οὐ
κρίνετε τὸ δίκαιον; |
57
Διατὶ δὲ καὶ ἀπὸ μόνον
τὸν ἑαυτόν σας, μὲ ὁδηγὸν
τὸ λογικὸν καὶ τὴν συνείδησίν
σας, δὲν κρίνετε τὸ ὀρθὸν καὶ
δίκαιον, ὅτι δηλαδὴ εἶναι καιρὸς
πλέον νὰ μετανοήσετε, διὰ νὰ
εὕρετε σωτηρίαν; |
57
Διατί δὲ καὶ χωρὶς σημάδια, ἀλλὰ
μόνον ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σας, μὲ
ὁδηγὸν τὴν συνείδησίν σας καὶ τὴν
διάνοιάν σας κρίνετε τὸ δίκαιον καὶ σωστόν; Διατὶ
δὲν βλέπετε, ὅτι ὁ βίος σας δὲν εἶναι
σύμφωνος πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ
δὲν ἀποφασίζετε νὰ ἀλλάξετε συμπεριφορὰν
καὶ τρόπον ζωῆς; |
58
Ὡς γὰρ ὑπάγεις μετὰ τοῦ
ἀντιδίκου σου ἐπ' ἄρχοντα, ἐν
τῇ ὁδῷ δὸς ἐργασίαν ἀπηλλάχθαι
ἀπ' αὐτοῦ, μήποτε κατασύρῃ
σε πρὸς τὸν κριτήν, καὶ ὁ κριτὴς
σε παραδῶ τῷ πράκτορι, καὶ ὁ
πράκτωρ σὲ βαλεῖ εἰς φυλακήν. |
58
Ἐφ' ὄσον εἶναι καιρὸς συμφιλιωθῆτε
μὲ τὸν Θεόν, διότι ὅταν πηγαίνῃς
μὲ τὸν ἀντίδικόν σου εἰς
τὸν ἄρχοντα νὰ δικασθῇς, προσπάθησε
νὰ ἀπαλλαγῇς ἀπὸ αὐτὸν
καὶ νὰ συμβιβασθῇς μαζῆ του, μήπως
σὲ τραβήξῃ ἐμπρὸς εἰς
τὸν δικαστὴν καὶ ὁ δικαστὴς
σὲ παραδώσῃ εἰς τὸν εἰσπράκτορα
καὶ ὁ εἰσπράκτωρ σὲ βάλῃ
εἰς τὴν φυλακήν. |
58
Σπεύσατε νὰ συνδιαλλαγῆτε μὲ τὸν Θεὸν
καὶ μὴ ἀναβάλλετε. Διότι, ὅταν πηγαίνῃς
μὲ τὸν ἀντίδικόν σου εἰς δικαστὴν,
προσπάθησε εἰς τὸν δρόμον νὰ ἀπαλλαγῇς
καὶ νὰ συμβιβασθῇς μαζί του· μήπως
σὲ σύρῃ, χωρὶς νὰ τὸ θέλῃς,
εἰς τὸν δικαστὴν καὶ ὁ δικαστὴς
σὲ παραδώσῃ εἰς τὸν εἰσπράκτορα
καὶ ὁ εἰσπράκτωρ σὲ ρίψῃ εἰς
φυλακήν. |
59
Λέγω σοι, οὐ μὴ ἐξέλθῃς
ἐκεῖθεν ἕως οὗ καὶ τὸ
ἔσχατον λεπτὸν ἀποδῷς. |
59
Σοῦ λέγω ὅτι δὲν θὰ βγῇς
ἀπὸ ἐκεῖ, ἕως ὅτου ἐξοφλήσῃς
καὶ τὸ τελευταῖον λεπτόν. Συμφιλιωθῆτε
μὲ τὸν Θεὸν διὰ της μετανοίας
σας, πρὶν ἐκδοθῇ ἀπὸ αὐτὸν
ἡ καταδικαστικὴ γιὰ σᾶς ἀπόφασίς
του. |
59
Σοῦ λέγω, ὅτι δὲν θὰ βγῇς ἀπ’
ἐκεῖ, ἕως ὅτου - πρᾶγμα ἀδύνατον
- ἐξοφλήσῃς καὶ τὸ τελευταῖον
λεπτόν. Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν εἶναι καιρὸς
καὶ προτοῦ ἐκσπάσῃ ἡ δικαία
ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, συμφιλιώθητε μαζί του,
διότι, ἐὰν παρουσιασθῆτε εἰς τὸ
φοβερόν του κριτήριον χρεῶσται, τιμωρία ἀδυσώπητος
καὶ αἰωνία σᾶς περιμένει. |