Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
σαν
δὲ ἐγγίζοντες αὐτῷ πάντες
οἱ τελῶναι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ
ἀκούειν αὐτοῦ.
|
αθὼς
ἐπερνοῦσε τὰ διάφορα μέρη, τὸν
ἐπλησίαζαν ὅλοι οἱ τελῶναι καὶ
οἱ ἁμαρτωλοὶ μὲ ἐνδιαφέρον
νὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλίαν
του. |
ὸν
ἐπλησίαζαν δὲ εἰς κάθε πόλιν ἢ χωρίον,
ποὺ ἐπήγαινεν, ὅλοι οἱ τελῶναι
καὶ οἱ ἁμαρτωλοί, ὄχι ἁπλῶς
ἐκ περιεργείας διὰ νὰ ἴδουν τὰ
θαύματά του, ἀλλ’ ἐξ εἰλικρινοῦς ἐνδιαφέροντος
νὰ άκούσουν τὴν διδασκαλίαν του.
|
2
Καὶ διεγόγγυζον οἱ Φαρισαῖοι καὶ
οἱ γραμματεῖς λέγοντες ὅτι οὗτος
ἁμαρτωλοὺς προσδέχεται καὶ συνεσθίει
αὐτοῖς. |
2
Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως καὶ οἱ γραμματεῖς
ἐγόγγυζαν μεταξύ των λέγοντες, ὅτι
αὐτὸς δέχεται κοντά του μὲ πολλὴν
συμπάθειαν ἁμαρτωλοὺς καὶ μάλιστα
τρώγει μαζῆ των. |
2
Καὶ ἐγόγγυζαν μεταξύ των οἱ Φαρισαῖοι
καὶ oι γραμματεῖς καὶ ἔλεγαν, ὅτι
αὐτὸς δέχεται μὲ πολλὴν συμπάθειαν
καὶ οἰκειότητα τοὺς ἁμαρτωλοὺς
καὶ συντρώγει μὲ αὐτοὺς ἀθετῶν
τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων, ποὺ μᾶς
ἐδίδαξαν νὰ εἴμεθα εὐπρεπεῖς
καὶ νὰ μὴ συναναστρεφώμεθα ὑπόπτου
ἠθικῆς πρόσωπα. |
3
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς τὴν
παραβολὴν ταύτην λέγων·
|
3
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς τὴν
παραβολὴν αὐτήν. |
3
Ἀντιθέτως ὅμως ὁ Κύριος τοὺς εἶπε
τὴν παραβολὴν ταύτην λέγων·
|
4
τίς ἄνθρωπος ἐξ ὑμῶν ἔχων
ἑκατὸν πρόβατα, καὶ ἀπολέσας
ἓν ἐξ αὐτῶν, οὐ καταλείπει
τὰ ἐννενήκοντα ἐννέα ἐν
τῇ ἐρήμῳ καὶ πορεύεται
ἐπὶ τὸ ἀπολωλὸς ἕως οὗ
εὕρῃ αὐτό; |
4
<Ποιὸς ἄνθρωπος ἀπὸ σᾶς,
ἐὰν ἔχῃ ἑκατὸν πρόβατα
καὶ χάσῃ ἕνα ἀπὸ αὐτά,
δὲν ἀφίνει τὰ ἐνενῆντα
ἐννέα μόνα των εἰς ἐρημικὸν
μέρος καὶ πηγαίνει εἰς ἀναζήτησιν
του χαμένου, ἕως ὅτου τὸ εὔρη;
|
4
Ποῖος ἄνθρωπος ἀπὸ σᾶς, ἐὰν
ἔχῃ ἑκατὸν πρόβατα καὶ χάσῃ
ἓν ἀπὸ αὐτά, δὲν ἀφίνει
τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα εἰς τὴν
ἐρημία καὶ δὲν πηγαίνει νὰ ἀναζητήσῃ
τὸ χαμένο πρόβατον, καὶ δὲν παύει νὰ
τὸ ἀναζητῇ ἕως ὅτου τὸ
εὔρῃ; |
5
Καὶ εὐρὼν ἐπιτίθησιν ἐπὶ
τοὺς ὤμους αὐτοῦ χαίρων,
|
5
Καὶ ἀφοῦ τὸ εὔρῃ δὲν
κτυπᾷ, ἀλλὰ τὸ βάζει γεμᾶτος
χαρὰν ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους
του. |
5
Καὶ ὅταν τὸ εὔρῃ, δὲν
τὸ κλωτσᾷ οὔτε τὸ σύρει ὀπίσω
του, ἀλλὰ κουρασμένον, καθὼς εἶναι,
τὸ βάζει μὲ χαρὰν ἐπὶ τῶν
ὤμων του. |
6
καὶ ἐλθὼν εἰς τὸν οἶκον
συγκαλεῖ τοὺς φίλους καὶ τοὺς
γείτονας λέγων αὐτοῖς· συγχάρητέ
μοι ὅτι εὗρον τὸ πρόβατόν μου
τὸ ἀπολωλός. |
6
Καὶ ἀφοῦ ἔλθῃ εἰς τὸ
σπίτι του, προσκαλεῖ τοὺς φίλους καὶ
τοὺς γείτονας καὶ τοὺς λέγει·
Χαρῆτε καὶ σεῖς μαζῆ μου, διότι
εὑρῆκα τὸ χαμένο πρόβατό
μου. |
6
Καὶ ὅταν ἔλθῃ εἰς τὸ σπίτι
του, προσκαλεῖ ὅλους μαζὶ τοὺς φίλους
καὶ τοὺς γείτονας καὶ τοὺς λέγει·
χαρῆτε καὶ σεῖς μαζί μου, διότι ηὗρα
τὸ πρόβατόν μου, ποὺ εἶχε χαθῆ.
|
7
Λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτω χαρὰ
ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ
ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἢ
ἐπὶ ἐνενήκοντα ἐννέα δικαίοις,
οἵτινες οὐ χρείαν ἔχουσιν μετανοίας.
|
7
Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι ἔτσι μεγάλη
χαρὰ θὰ εἶναι εἰς τὸν οὐρανὸν
δι' ἕνα ἁμαρτωλόν ποὺ μετανοεῖ,
περισσότερον κτυπητὴ ἀπὸ ὅσον
εἶναι ἡ χαρὰ διὰ τοὺς ἐνενῆντα
ἐννέα δικαίους, οἱ ὁποῖοι
δὲν ἔχουν ἀνάγκην ἀπὸ
μετάνοιαν.(Χαίρει ὁ πανάγαθος Θεός.
Χαίρουν τὰ ἀγγελικὰ τάγματα
τὰ ὁποῖα ὄχι μόνον κατ' ἐντολὴν
τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ
τὴν ἀγάπην ποὺ μᾶς ἔχουν,
ποθοῦν καὶ ἐργάζονται ὡς λειτουργικὰ
πνεύματα νὰ μᾶς ὁδηγήσουν εἰς
μετάνοιαν καὶ σωτηρίαν).
|
7
Σᾶς διαβεβαιῶ λοιπόν, ὅτι κατὰ τὸν
ἴδιον τρόπον δι’ ἕνα ἁμαρτωλόν, ποὺ
μετανοεῖ, θὰ εἶναι χαρὰ εἰς
τὸν οὐρανὸν μεγαλυτέρα καὶ περισσότερον
αἰσθητή, παρ’ ὅσον εἶναι αἰσθητή ἡ
χαρὰ διὰ τοὺς ἐνενήκοντα ἐννέα
δικαίους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν
ἀνάγκην μετανοίας. Διατὶ λοιπὸν μὲ
κατηγορεῖτε, ἐπειδὴ καταδέχομαι τοὺς
ἁμαρτωλοὺς καὶ ζητῶ τὴν σωτηρίαν
των; |
8
Ἢ τις γυνὴ δραχμὰς ἔχουσα δέκα,
ἐὰν ἀπολέσῃ δραχμὴν μίαν,
οὐχὶ ἅπτει λύχνον καὶ σαροῖ
τὴν οἰκίαν καὶ ζητεῖ ἐπιμελῶς
ἕως ὅτου εὕρῃ;
|
8
Ἢ ποιὰ γυναίκα, ποὺ ἔχει δέκα
δραχμές, ἐὰν χάσῃ μίαν
δραχμήν, δὲν ἀνάπτει τὸν λυχνάρι
καὶ δὲν σαρώνει τὸ σπίτι καὶ
δὲν ψάχνει προσεκτικὰ μὲ τὸ
φῶς τοῦ λυχναριοῦ παντοῦ, ἕως
ὅτου εὔρῃ τὴν δραχμήν;
|
8
Ἢ ποία γυναῖκα, ποὺ ἔχει δέκα δραχμάς,
ἐὰν χάσῃ μίαν δραχμὴν ἀπὸ
αὐτάς, δὲν ἀνάπτει λύχνον ὥστε νὰ
φωτίζωνται καλά ὅλα τὰ μέρη καὶ ὅλαι
αἱ γωνίαι τοῦ σπιτιοῦ της καὶ δὲν
σαρώνει αὐτὸ καὶ δὲν ψάχνει προσεκτικὰ
καὶ εἰς αὐτὰ τὰ σαρίδια, ἕως
ὅτου εὔρῃ τὴν χαμένην δραχμήν;
|
9
Καὶ εὑροῦσα συγκαλεῖ τὰς φίλας
καὶ τὰς γείτονας λέγουσα· συγχάρητέ
μοι ὅτι εὗρον τὴν δραχμὴν ἣν
ἀπώλεσα. |
9
Καὶ ἀφοῦ τὴν εὔρῃ καλεῖ
εἰς τὸ σπίτι της ὄλες τίς φίλες
καὶ τίς γειτόνισες καὶ λέγει·
Χαρῆτε μαζῆ μου, διότι εὑρῆκα
τὴν δραχμὴν ποὺ ἔχασα.
|
9
Καὶ ὅταν τὴν εὔρῃ, καλεῖ
ὅλας μαζὶ τὰς φίλας καὶ τὰς
γειτόνισσας της καὶ λέγει· χαρῆτε μαζί μου,
διότι ηὗρα τὴν δραχμήν, ποὺ ἔχασα.
|
10
Οὕτω, λέγω ὑμῖν, χαρὰ γίνεται
ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ
Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ
μετανοοῦντι. |
10
Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι γίνεται χαρὰ
μεγάλη ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀγγέλους
τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ συμμετοχὴν τῶν
ἀγγέλων δι' ἕνα ἁμαρτωλόν ποὺ
μετανοεῖ>. |
10
Ὅπως λοιπὸν ἡ γυνὴ χαίρει διὰ
τὴν ἀνεύρεσιν τῆς δραχμῆς, ἔτσι
σᾶς βεβαιῶ, γίνεται χαρὰ εἰς τοὺς
οὐρανοὺς ἐπὶ παρουσίᾳ τῶν
ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι
καὶ συμμετέχουν εἰς τὴν χαρὰν αὐτήν,
δι’ ἕνα ἁμαρτωλὸν ποὺ μετανοεῖ.
|
11
Εἶπε δὲ· ἄνθρωπός τις εἶχε
δύο υἱούς. |
11
Εἶπε δὲ ἀκόμη καὶ τὴν
ἐξῆς παραβολήν· <ἕνας ἄνθρωπος
εἶχε δύο υἱούς.
|
11
Διὰ νὰ κάμῃ δὲ σαφεστέραν καὶ
περισσότερον καταληπτὴν τὴν ἀλήθειαν αὐτήν,
εἶπε καὶ τὴν ἀκόλουθον παραβολήν·
ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Θεὸς δηλαδή, εἶχε
δύο υἱούς. |
12
Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν
τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ
ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας.
Καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον.
|
12
Καὶ εἶπε ὁ νεώτερος ἀπὸ
αὐτοὺς εἰς τὸν πατέρα·
πατέρα, δός μου τὸ μερίδιο τῆς
περιουσίας ποὺ μοῦ ἀνήκει. Καὶ
ὁ πατέρας ἐμοίρασε εἰς αὐτοὺς
τὴν περιουσίαν του. |
12
Καὶ εἶπεν εἰς τὸν πατέρα ὁ μικρότερος
υἱός, ποὺ εἰκονιζει τὸν ἀποστάτην
ἁμαρτωλόν, ὁ ὁποῖος φεύγει ἀπὸ
τὴν ὑπακοὴν καὶ προστασίαν τοῦ
ἐπουρανίου Πατρός· Πατέρα, δός μου τὸ μερίδιον
τῆς περιουσίας, ποὺ μοῦ ἀνήκει. Καὶ
ἐμοίρασεν ὁ πατὴρ καὶ εἰς τοὺς
δύο υἱοὺς τὴν περιουσίαν. Ὁ Θεὸς
δηλαδὴ καὶ εἰς τὸν ἁμαρτωλόν,
ποὺ θέλει νὰ ζῇ μακρὰν ἀπὸ
αὐτόν, παρέχει τὰ μέσα τῆς συντηρήσεως καὶ
ὅλα ἐκεῖνα τὰ πνευματικὰ καὶ
ὑλικὰ χαρίσματα, ποὺ ἐὰν αὐτὸς
δὲν τὰ κατεχρᾶτο, θὰ τὸν ἔκαναν
πραγματικῶς εὐτυχῆ καὶ μακάριον.
|
13
Καὶ μετ' οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν
ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν
εἰς χώραν μακρὰν καὶ ἐκεῖ
διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ
ζῶν ἀσώτως. |
13
Καὶ ὕστερα ἀπὸ ὀλίγας
ἡμέρας ὁ νεώτερος υἱὸς
ἐμάζευσεν ὅλα ἀνεξαιρέτως ὅσα
τοῦ εἶχε δώσει ὁ πατέρας καὶ
ἐταξίδεψε εἰς μακρυνὴν χώραν.
Καὶ ἐκεῖ ἐσπατάλησε τὴν
περιουσίαν του ζῶν ἕνα βίον ἄσωτον,
παραλυμένον καὶ ἀσυλλόγιστον.
|
13
Καὶ ὁ νεώτερος υἱὸς ὕστερα ἀπὸ
ὀλίγας ἡμέρας, ἀφοῦ ἐμάζευσεν
ὅλα, ὅσα τοῦ ἔδωκεν ὁ πατέρας
του, ἐταξίδευσεν εἰς μέρος μακρυνὸν καὶ
ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν περιουσίαν του μὲ
τὸ νὰ ζῇ βίον ἄσωτον καὶ παραλυμένον.
Ἔτσι χωρίζουν καὶ τὸν ἁμαρτωλὸν
αἱ ἁμαρτίαι του πολὺ μακρὰν ἀπὸ
τὸν Θεόν, μὲ τὴν κατάχρησιν δὲ τῶν
χαρισμάτων, ποὺ τοῦ ἔδωκεν ὁ οὐράνιος
Πατήρ, ἑξαχρειώνεται καὶ διαφθείρεται.
|
14
Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα
ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ
τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς
ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. |
14
Ὅταν δὲ ἐξώδευσε ὅλα ὅσα
εἶχε, ἔπεσε μεγάλη πεῖνα εἰς
τὴν χώραν ἐκείνην καὶ αὐτὸς
ἤρχισε νὰ στερῆται καὶ νὰ πεινᾷ.
|
14
Ὅταν δὲ ὁ νεώτερος υἱὸς ἐδαπάνησεν
ὅλα, ὅσα εἶχεν, ἔγινε πεῖνα
μεγάλη εἰς τὴν χώραν ἐκείνην καὶ αὐτὸς
ἤρχισε νὰ στερῆται. Δὲν εἶναι
δηλαδὴ ἀπεριόριστοι αἱ ἀπολαύσεις
τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ἀργὰ ἢ
γρήγορα θὰ αἰσθανθῇ τὴν ἀθλιότητα
καὶ τὸ κενόν, ποὺ δημιουργεῖ εἰς
τὴν καρδίαν του ὁ ἄσωτος βίος καὶ
ἡ στέρησις τῆς θείας παρηγορίας.
|
15
Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ
τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης,
καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς
ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους.
|
15
Καὶ ἀπὸ τὴν πεῖναν πλέον
ζαλισμένος ἐπῆγε καὶ προσκολλήθηκε
σὰν δοῦλος εἰς ἕνα ἀπὸ
τοὺς κατοίκους τῆς χώρας ἐκείνης.
Καὶ αὐτὸς τὸν ἔστειλε εἰς
τὰ χωράφια του, νὰ βόσκῃ χοίρους.
|
15
Καὶ ὁ ἄσωτος υἱὸς λόγῳ
τῶν στερήσεων καὶ τῆς πείνας του ἐπῆγε
καὶ προσελήφθη δοῦλος ἀπὸ ἕνα
ἐκ τῶν κατοίκων τοῦ τόπου ἐκείνου.
Καὶ αὐτὸς τὸν ἔστειλε εἰς
τὰ χωράφια του διὰ νὰ βόσκῃ χοίρους,
ζῷα δηλαδὴ ἀκάθαρτα, ποὺ εἰς
ἕνα Ἰουδαῖον, ὅπως ἦτο ὁ
νεώτερος υἱός, ἐπροκάλουν τὴν ἀηδίαν
καὶ τὴν ἀποστροφήν. Εἰς ποῖον
ἐξευτελισμὸν καταπίπτει καὶ πόσον χάνει
τὴν ἀξιοπρέπειάν του ὁ ταλαίπωρος ἁμαρτωλός
! |
16
Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν
αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων
ὧν ἤσθιον οἱ χοίροι, καὶ οὐδεὶς
ἐδίδου αὐτῷ.
|
16
Καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ γεμίσῃ
τὴν κοιλίαν του ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα,
ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοίροι, ἀλλὰ
κανεὶς δὲν τοῦ ἔδιδε, διότι
οἱ ὑπηρέται τὰ προώριζαν διὰ
τοὺς χοίρους. |
16
Καὶ ἐπεθύμει ὁ νεώτερος υἱὸς
νὰ γεμίσῃ τὴν κοιλίαν του ἀπὸ
τὰ ξυλοκέρατα, τὰ ὁποῖα ἔτρωγαν
οἱ χοῖροι, καὶ κανεὶς δὲν τοῦ
ἔδιδε, διότι οἱ ὑπηρέται, ποὺ ἔκαναν
τὴν διανομήν, ἐπέβλεπον νὰ τρέφωνται οἱ
χοῖροι μὲ αὐτά. |
17
Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε·
πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν
ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι!
|
17
Κάποιαν ὅμως ἡμέραν συνῆλθεν
ἀπὸ τὴν ζάλην καὶ τὸ κατάντημα
τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς του καὶ εἶπε·
Πόσοι μισθωτοὶ τοῦ πατέρα μου ἔχουν
μὲ τὸ παραπάνω ψωμιὰ καὶ φαγητά,
ἐγὼ δὲ χάνομαι ἀπὸ τὴν
πεῖναν; |
17
Εἰς κάποιαν ὅμως στιγμὴν συνῆλθεν
οὗτος εἰς τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ
τὴν μέθην καὶ τὴν τρέλλαν τῆς ἁμαρτίας
καὶ εἶπε· πόσοι μισθωτοὶ τοῦ
πατέρα μου ἔχουν ἄφθονον καὶ περισσεύοντα
τὸν ἄρτον, ἐγὼ δὲ κινδυνεύω
νὰ χαθῶ ἀπὸ τὴν πεῖναν;
Τὸ πρῶτον βῆμα τῆς μετανοίας, ἡ
ὑπὸ τοῦ ἁμαρτωλοῦ συναίσθησις
τῆς ἀθλιότητός του. |
18
Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν
πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ·
πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ ἐνώπιόν σου·
|
18
Καὶ ἀμέσως ἐπῆρε τὴν ἀπόφασιν
τῆς ἐπιστροφῆς καὶ εἶπε·
Θὰ σηκωθῶ, θὰ ὑπάγω πρὸς
τὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ·
πατέρα μου, ἡμάρτησα εἰς τὸν
οὐρανὸν ἐμπρὸς εἰς τὸν
Θεὸν καὶ τοὺς ἀγγέλους του·
ἡμάρτησα καὶ ἐνώπιόν σου,
διότι περιφρόνησα τὴν πατρικήν σου
ἀγάπην καὶ δὲν ἐλογάριασα
τὴν λύπην, ποὺ θὰ σοῦ προξενοῦσα
μὲ τὴν φυγήν μου. |
18
Εἰς τὴν συναίσθησιν αὐτὴν ἐπακολουθεῖ
καὶ ἡ σωτηριώδης ἀπόφασις. Θὰ σηκωθῶ,
λέγει ὁ ἄσωτος, καὶ θὰ ὑπάγω
πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ
εἴπω· Πατέρα, ἡμάρτησα εἰς τὸν
οὐρανόν, ὅπου ἐκτελεῖται μετ’ εὐλαβείας
τὸ θεῖον θέλημα ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους,
οἱ ὁποῖοι καὶ ἀξιοῦν ὅλα
τὰ κτίσματα νὰ συμμορφοῦνται πρὸς
αὐτό, ὅπως σομμορφοῦνται καὶ αὐτοί,
λυποῦνται δὲ διὰ τὴν ἀποστασίαν
κάθε ἀνθρώπου· ἡμάρτησα καὶ ἐνώπιόν
σου, διότι ἐπεριφρόνησα τὴν στοργήν σου καὶ
δὲν ἐλογάριασα τὴν λύπην, ποὺ ἐδοκίμαζες,
ὅταν ἔφευγα μακρὰν ἀπὸ σέ.
|
19
οὐκέτι εἶμι ἄξιος κληθῆναι υἱός
σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν
μισθίων σου. |
19
Δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομασθῶ
υἱός σου καὶ νὰ φέρω τὸ
τιμημένο ὄνομά σου· κάμε μὲ
σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας
σου. |
19
Καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ
ὀνομασθῶ υἱός σου. Δὲν ἔχω τὴν
ἀξίωσιν, οὔτε ὡς μόνιμος δοῦλος σου
παραμένων διαρκῶς ἐν τῇ οἰκίᾳ
σου νὰ προσληφθῶ. Κάμε με σὰν ἕνα
ἀπὸ τοὺς μισθωτούς σου.
|
20
Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν
πατέρα αὐτοῦ. Ἔτι δὲ αὐτοῦ
μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν
ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχίσθη,
καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ
τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν
αὐτόν. |
20
Καὶ ἔθεσε εἰς ἐφαρμογὴν τὴν
καλὴν του ἀπόφασιν. Ἐσηκώθη
καὶ ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα του.
Ἐνῶ δὲ ἀκόμη εὑρίσκετο
εἰς μακρυνὴν ἀπόστασιν, ὁ πατέρας
του, ποὺ ἀπὸ καιρὸν τώρα τὸν
ἐπερίμενε καὶ παρατηροῦσε πάντοτε
μὲ λαχτάρα εἰς τὸν δρόμον, τὸν
εἶδε καὶ τὸν ἐσπλαγχνίσθη, ἔτρεξε
εἰς προϋπάντησίν του, ἔπεσε μὲ
στοργὴν ἀπέραντον εἰς τὸν τράχηλον
τοῦ παιδιοῦ του, τὸ ἀγκάλιασε
καὶ τὸ ἐγέμισε φιλήματα.
|
20
Καὶ ἡ σωτηριώδης ἀπόφασις ἐτέθη εἰς
ἐνέργειαν. Ὁ ἄσωτος ἐσηκώθη καὶ
ἦλθεν εἰς τὸν πατέρα του. Καὶ ἐνῷ
αὐτὸς ἀπεῖχεν ἀκόμη μακράν,
τὸν εἶδεν ὁ πατέρας του καὶ τὸν
ἐλυπήθη καὶ ἀφοῦ ἔτρεξεν εἰς
προυπάντησιν αὐτοῦ, ἔπεσεν εἰς τὸν
τράχηλόν του καὶ ἐναγκαλισθεὶς αὐτὸν
τὸν ἐφίλησε μὲ πόθον καὶ στοργήν.
Ὁ Θεὸς δηλαδὴ ὄχι μόνον δέχεται τὸν
διὰ τῆς μετανοίας ἐπιστρέφοντα ἁμαρτωλόν,
ἀλλὰ καὶ προτοῦ ἀκόμη πλησιάσῃ
αὐτὸς πρὸς τὸν Θεόν, σπεύδει ὁ
Θεὸς πρὸς ἀναζήτησίν του καὶ τὸν
ἐναγκαλίζεται μὲ στοργήν. |
21
Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός·
πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι
εἶμι ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
|
21
Συντετριμμένος ὁ υἱὸς ἀπὸ
τὴν ἀπέραντον αὐτὴν στοργὴν
εἶπε εἰς τὸν πατέρα του· Πατέρα,
ἡμάρτησα εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ ἐνώπιόν σου καὶ δὲν
εἶμαι ἄξιος νὰ ὀνομασθῶ υἱός
σου. |
21
Παρὰ τὴν στοργὴν ὅμως τοῦ Πατρός,
καὶ παρὰ τὴν ἐπελθοῦσαν συνδιαλλαγήν,
ὁ υἱὸς συντετριμμένος ἔκαμε τὴν
ἐξομολόγησίν του καὶ εἶπε: Πατέρα, ἡμάρτησα
εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν
σου, καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ
ὀνομασθῶ υἱός σου. |
22
Εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς
δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε
τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε
αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς
τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα
εἰς τοὺς πόδας,
|
22
Ὅ δὲ πατέρας τὸν διέκοψε, ἐστράφη
πρὸς τοὺς δούλους, ποὺ εἶχαν
μαζευθῆ ἐκεῖ, καὶ εἶπε·
Βγάλτε τὴν πιὸ καλὴ φορεσιὰ
καὶ ἐνδύσατέ τον, καὶ δῶστε
του τὸ δακτυλίδι εἰς τὰ χέρια,
σὰν αὐτό ποῦ φοροῦν οἱ
ἐλεύθεροι καὶ οἱ κύριοι. Δῶστε
του ὑποδήματα εἰς τὰ πόδια,
διὰ νὰ μὴ περπατῇ ξυπόλητος
ὅπως οἱ δοῦλοι.
|
22
Ὁ πατέρας δὲ τότε τὸν διέκοψε καὶ
εἶπεν εἰς τοὺς δούλους του· Βγάλετε
ἔξω τὴν πιὸ καλὴν φορεσιάν, ἀπὸ
ὅσας ἔχομεν, φορεσιὰν ὁμοίαν πρὸς
ἐκείνην, ποὺ ἐφοροῦσε προτοῦ
φύγῃ ἀπὸ τὸ σπίτι μου. Καὶ ἐπειδὴ
αὐτὸς θὰ ἐντρέπεται εἰς τὴν
κατάστασιν ποὺ εἶναι, νὰ τὴν φορέσῃ,
ἐνδύσατέ τον σεῖς, διὰ νὰ μὴ
εἶναι πλέον γυμνὸς καὶ κουρελιάρης. Καὶ
δώσατε δακτυλίδιον εἰς τὸ χέρι του νὰ τὸ
φορῇ, ὅπως φοροῦν οἱ κύριοι καὶ
οἱ ἐλεύθεροι. Δώσατέ του καὶ ὑποδήματα
εἰς τοὺς πόδας, νὰ μὴ περιπατῇ
ἀνυπόδητος ὅπως οἱ σκλάβοι. Τὸν ἀποκαθιστῶ
δηλαδὴ ἐξ ὁλοκλήρου είς τὴν θέσιν
καὶ τὰ δικαιώματα, ποὺ εἶχε προτοῦ
ἀσωτεύσῃ. |
23
καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν
σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν,
|
23
Καὶ φέρτε τὸ θρεφτὸ μοσχάρι,
σφάξτε τὸ καὶ ἐτοιμάστε τὸ
πιὸ πλούσιο τραπέζι, διὰ νὰ
πανηγυρίσωμε τὸ ἐξαιρετικὰ χαρμόσυνο
αὐτὸ γεγονός. Καὶ ἀφοῦ
φᾶμε, ἂς εὐφρανθοῦμε ὅλοι.
|
23
Καὶ ἐπὶ πλέον διατάσσω νὰ φέρετε καὶ
νὰ σφάξετε ἐκεῖνο ἀπὸ τὰ
μοσχάρια, ποὺ τὸ τρέφομεν ξεχωριστὰ διὰ
κάποιαν χαρμόσυνον καὶ ἐξαιρετικὴν περίστασιν.
Καὶ ἀφοῦ φάγωμεν, ἀς χαρῶμεν
καὶ ἀς διασκεδάσωμεν μὲ τραγούδια καὶ
μὲ χορούς. |
24
ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς
ἦν καὶ ἀνέζησε καὶ ἀπολωλὼς
ἦν καὶ εὑρέθη. Καὶ ἤρξαντο
εὐφραίνεσθαι. |
24
Διότι ὁ υἱός μου αὐτὸς
ἦτο νεκρὸς καὶ ἀναστήθηκε, χαμένος
ἦτο καὶ εὐρέθηκε. Καὶ ἤρχισαν
νὰ εὐφραίνωνται. (Ἄγγελοι καὶ
δίκαιοι καλοῦνται ἀπὸ τὸν Θεὸν
νὰ χαροῦν καὶ νὰ εὐφρανθοῦν,
ὅταν ἔνας ἁμαρτωλός, ποὺ ἐγκατέλειψε
τὸν Θεὸν καὶ ἐσπατάλησε τὰ
θεῖα δῶρα εἰς τὴν ἁμαρτίαν
καὶ ἐβυθίσθη εἰς τὸν ἐξευτελισμὸν
καὶ τὴν κοινὴν περιφρόνησιν, μετανοήσῃ
εἰλικρινῶς, ἐπανέλθῃ πρὸς
τὸν Πατέρα καὶ ξαναπάρῃ τὴν
υἱοθεσίαν καὶ τὴν πρώτην του
θέσιν). |
24
Διότι ὁ υἱός μου αὐτὸς ἕως πρὸ
ὀλίγου ἦτο πεθαμένος καὶ ἑξαναζωντάνευσε·
καὶ ἦτο χαμένος καὶ εὑρέθη. Καὶ
ἤρχισαν νὰ εὐφραίνωνται.
|
25
Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ
ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ·
καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ
οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ
χορῶν, |
25
Ἀλλὰ ὁ μεγαλύτερος υἱὸς
εὑρίσκετο εἰς τὸ χωράφι καὶ
καθὼς τὴν ὥραν ποὺ ἤρχετο ἐπλησίασε
εἰς τὸ σπίτι, ἤκουσε μουσικὰ
ὄργανα καὶ τραγούδια καὶ χορούς.
|
25
Ὁ μεγαλύτερος δὲ υἱός, πρὸς τὸν
ὁποῖον ὠμοίαζον οἱ Φαρισαῖοι,
ἦτο εἰς τὸ χωράφι. Καὶ καθὼς
ἤρχετο καὶ ἐπλησίαζεν εἰς τὸ
σπίτι, ἤκουσεν ὄργανα καὶ τραγούδια καὶ
χορούς. |
26
καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων
ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.
|
26
Καὶ ἀφοῦ ἐκάλεσε ἕνα ἀπὸ
τοὺς ὑπηρέτας, τὸν ἠρώτησε
τί ἄραγε εἶναι αὐτά ποὺ
γίνονται. |
26
Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσεν ἕνα ἀπὸ
τοὺς ὑπηρέτας, ποὺ ἐστέκοντο ἀπ’
ἔξω, ἠρώτα νὰ μάθῃ σὰν τὶ
τάχα νὰ ἦσαν αὐτά; |
27
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ
ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν
ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν,
ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν.
|
27
Ἐκεῖνος δὲ τοῦ εἶπε ὅτι·
Ἦλθε ὁ ἀδελφός σου καὶ ὁ
πατέρας σου ἔσφαξε τὸ θρεπτὸ μοσχάρι,
διότι μὲ μεγάλην χαρὰν τὸν εἶδε
καὶ τὸν ὑπεδέχθη ὑγιῆ.
|
27
Αὐτὸς δὲ τοῦ εἶπεν· ὅτι
ὁ ἀδελφός σου ἦλθε καὶ ὁ πατέρας
σου ἔσφαξε τὸ μοσχάρι τὸ θρεφτό, διότι τοῦ
ἦλθε πάλιν ὑγιὴς |
28
Ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν
εἰσελθεῖν. Ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ
ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν.
|
28
Ἐθύμωσε δὲ αὐτὸς καὶ δὲν
ἤθελε νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ
σπίτι καὶ νὰ παρακαθίσῃ εἰς
τὸ χαρμόσυνο τραπέζι. ῞Οταν ὁ
πατέρας ἐπληροφορήθη αὐτό, ἐβγῆκε
ἔξω πρὸς τὸν μεγαλύτερον υἱὸν
καὶ μὲ στοργὴν πολλὴν τὸν παρακαλοῦσε.
|
28
Ὅπως δὲ οἱ Φαρισαῖοι ἐσκανδαλίζοντο,
ὅταν ἔβλεπαν τὸν Κύριον νὰ συναναστρέφεται
καὶ νὰ διδάσκῃ τοὺς ἁμαρτολους,
ἔτσι καὶ ὁ μεγαλύτερος υἱὸς
ἐθύμωσε καὶ δὲν ἤθελε να ἔμβῃ
εἰς τὸ σπίτι. Ὁ πατέρας του λοιπὸν
μὲ τὴν αὐτὴν στοργήν, ποὺ ἐδέχθη
τὸν νεώτερον, ἐβγῆκε καὶ εἰς
αὐτὸν καὶ τὸν παρεκάλει.
|
29
Ὁδὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ
πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη
δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν
σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε
ἔδωκας ἔρριφον ἵνα μετὰ τῶν
φίλων μου εὐφρανθῶ·
|
29
Ἐκεῖνος ὅμως πικραμένος ἀπεκρίθη
μὲ δυσφορίαν μεγάλην καὶ τοῦ
εἶπε· Ἰδοὺ τόσα χρόνια
σὲ ὑπηρετῶ καὶ ποτὲ δὲν
κατεπάτησα τὴν ἐντολή σου. Καὶ
ὅμως εἰς ἐμὲ δὲν ἔδωσες
ποτὲ ἕνα κατσίκι, διὰ νὰ ἐφρανθῶ
μὲ τοὺς φίλους μου. |
29
Ἀλλ’ ὁ μεγαλύτερος υἱὸς ἀπεκρίθη
καὶ εἶπε πρὸς τὸν πατέρα· Ἰδού,
τόσα χρόνια σὲ δουλεύω καί ποτὲ προσταγὴν
δὲν παρέβην. Καὶ δὲν μοῦ ἔδωκες
ποτὲ οὔτε ἕνα ἐρίφιον διὰ εὐφρανθῶ
μὲ τοὺς φίλους μου. (Πόσον ὁ πρεσβύτερος
υἱὸς πλανᾶται ! Ἐὰν ὑπῆρξε
τόσον πειθαρχικὸς πρὸς τὸν πατέρα πῶς
τώρα μετὰ τόσου πείσματος παρακούει αὐτόν; Πότε
δὲ ζήτησεν ἐρίφιον παρὰ τοῦ πατρὸς
καὶ ὁ πατὴρ δὲν τοῦ ἔδωκε;).
|
30
ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος,
ὁ καταφαγῶν σου τὸν βίον μετὰ
πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν
μόσχον τὸν σιτευτόν.
|
30
Ὅταν δὲ ἦλθε τὸ παιδί σου αὐτό,
ποὺ κατέφαγε τὸ βιό σου μὲ πόρνας,
ἔσφαξες πρὸς χάριν του τὸ θρεπτὸ
μοσχάρι. |
30
Ὅταν δὲ ἦλθεν ὁ προκομμένος αὐτὸς
υἱός σου, ποὺ κατέφαγε τὴν περιουσίαν
σου μὲ πόρνας, ἔσφαξες δι’ αὐτὸν τὸ
μοσχάρι, ποὺ τὸ εἴχαμεν θρεφτάρι. Δηλαδὴ
ὁ μεγαλύτερος υἱὸς μετεχειρίσθη τὴν
ἀλαζονικὴν γλῶσσαν τῶν Φαρισαίων,
ποὺ περιφρονοῦσαν τοὺς ἁμαρτωλοὺς
καὶ ἐνόμιζαν, ὅτι μόνον αὐτοὶ
ὡς δίκαιοι εἶχαν δικαιώματα ἐπὶ τῆς
ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. |
31
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον,
σὺ πάντοτε μετ' ἐμοῦ εἶ, καὶ
πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν·
|
31
Εἶπε δὲ εἰς αὐτὸν ὁ πατέρας·
Παιδί μου, σὺ πάντοτε εἶσαι μαζῆ
μου καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά
μου εἶναι δικά σου καί ποτὲ ἀπὸ
τίποτε δὲν σὲ ἐστέρησα.
|
31
Καὶ ὁ πατέρας τότε τοῦ εἶπε·
Παιδί μου, σὺ εἶσαι πάντα μαζί μου. Καὶ
ὅλα ὅσα ἔχω, ἰδικά σου εἶναι.
|
32
Εὐρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει,
ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς
ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς
ἦν καὶ εὑρέθη. |
32
Ἔπρεπε δὲ καὶ σὺ νὰ εὐρανθῇς
καὶ νὰ χαρῇς, διότι ὁ ἀδελφός
σου αὐτὸς ἦτο νεκρὸς καὶ ἀναστήθηκε,
χαμένος καὶ ξαναβρέθηκε>. (Ἀγανακτοῦσαν
οἱ ὑψηλόφρονες Φαρισαῖοι, ὅταν
ἔβλεπαν τὸν Κύριον νὰ δέχεται
μὲ στοργὴν τοὺς μετανοοῦντας ἁμαρτωλοὺς
καὶ νὰ τοὺς ἀνακηρύσσῃ
πολίτας τῆς βασιλείας του. Ἐγωπαθεῖς
καὶ ἰδιοτελεῖς, καθὼς ἦσαν οἱ
Φαρισαῖοι καὶ οἱ ὅμοιοι μὲ αὐτούς,
τυπικῶς μόνον καὶ ἐξωτερικῶς
τιμῶντες τὸν Θεόν, ἀπεξένωσαν
τὸν εὐατόν των ἀπὸ τὴν
ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ
τὴν χαρμόσυνον ἐπικοινωνίαν μὲ
τοὺς πολίτας τῆς βασιλείας τῶν
οὐρανῶν). |
32
Ἔπρεπε δὲ καὶ σὺ νὰ εὐφρανθῇς
καὶ νὰ χαρῇς, διότι ὁ ἀδελφός
σου αὐτός, διὰ τὸν ὁποῖον μὲ
τόσην περιφρόνησιν ὁμιλεῖς ἦτο νεκρὸς
καὶ ἔζησε πάλιν· καὶ χαμένος ἦτο
καὶ εὑρέθη. |