Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
λεγε
δὲ καὶ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ·
ἀνένδεκτόν ἐστι τοῦ μὴ
ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα· οὐαὶ
δὲ δι' οὗ ἔρχεται. |
λεγε
δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς του ὁ Κύριος·
<εἶναι ἀδύνατον μέσα εἰς
τὸν διεφθαρμένον καὶ πονηρὸν αὐτὸν
κόσμον, νὰ μὴν ἔλθουν τὰ σκάνδαλα
καὶ οἱ πειρασμοί. Ἀλλοίμονον
ὅμως εἰς ἐκεῖνον, διὰ τοῦ
ὁποίου ἔρχεται τὸ σκάνδαλον
καὶ σκοντάπτει ὁ ἀδύνατος εἰς
τὸν δρόμον του. |
Κύριος
τώρα ἀπευθύνεται ἀποκλειστικῶς πρὸς
τοὺς μαθητάς του. Τοὺς ἔλεγε δέ· Ὅπως
ἔχει τώρα ἡ κατάστασις τοῦ κόσμου τοῦ
διεφθαρμένου, εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ
ἔλθουν τὰ σκάνδαλα καὶ οἱ πειρασμοί,
ποὺ σπρώχνουν τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν
ἁμαρτίαν. Ἀλλοίμονον ὅμως εἰς ἐκεῖνον,
διὰ τοῦ ὁποίου ἔρχεται τὸ σκάνδαλον
καὶ γίνεται αἰτία νὰ ἁμαρτήση ὁ
πλησίον του. |
2
Λυσιτελεῖ αὐτῷ εἰ λίθος μυλικὸς
περίκειται περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ
καὶ ἔρριπται εἰς τὴν θάλασσαν,
ἢ ἵνα σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν
μικρῶν τούτων. |
2
Εἶναι προτιμότερον δι' αὐτὸν νὰ
κρεμασθῇ γύρω ἀπὸ τὸν λαιμόν
του μυλόπετρα καὶ νὰ ἔχῃ ριφθῇ
εἰς τὴν θάλασσαν, παρὰ νὰ σκανδαλίσῃ
ἕνα ἀπὸ τοὺς ταπεινοὺς αὐτοὺς
καὶ ἁπλοϊκοὺς ποὺ πιστεύουν
εἰς ἐμέ. |
2
Τὸν συμφέρει περισσότερον νὰ κρεμασθῇ γύρω
ἀπὸ τὸν λαιμόν του μυλόπετρα καὶ μὲ
αὐτὴν νὰ ριφθῇ εἰς τὴν
θάλασσαν, παρὰ νὰ παρασύρῃ εἰς τὴν
ἁμαρτίαν ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς
τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἀπλοῦς, ποὺ
πιστεύουν εἰς ἐμέ. |
3
Προσέχετε ἑαυτοῖς. Ἐὰν δὲ
ἁμάρτῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός
σου, ἐπιτίμησον αὐτῷ· καὶ
ἐὰν μετανοήσῃ, ἔφες αὐτῷ·
|
3
Προσέχετε εἰς τοὺς ἑαυτούς σας.
Ἐὰν φταίξῃ εἰς σὲ ὁ
ἀδελφός σου, ἐπίπληξέ τον μὲ
ἀδελφικὴν ἀγάπην. Καὶ ἂν
μετανοήσῃ, συγχώρησέ του τὸ
φταίξιμο. |
3
Προσέχετε εἰς τοὺς ἑαυτούς σας νὰ
μὴ γίνετε ποτὲ σκάνδαλον εἰς τὸν πλησίον
σας. Ἐὰν δὲ σοῦ πταίσῃ ὁ
ἀδελφός σου, ἐπίπληξέ τον μὲ ἀδελφικὴν
συμπάθειαν ἀποβλέπων εἰς τὸ νὰ τὸν
διορθώσῃς. Καὶ ἐὰν μετανοήσῃ,
συγχώρησέ τον. |
4
καὶ ἐὰν ἑπτάκις τῆς ἡμέρας
ἁμάρτῃ εἰς σὲ καὶ ἑπτάκις
τῆς ἡμέρας ἐπιστρέψῃ πρὸς
σὲ λέγων, μετανοῶ, ἀφήσεις αὐτῷ.
|
4
Καὶ ἐὰν ἑπτὰ φορὲς τὴν
ἡμέραν σοῦ φταίξῃ καὶ
ἑπτὰ φορὲς ἐπιστρέψῃ καὶ
σοῦ πῇ <μετανοῶ>, ἔχεις καθῆκον
νὰ τὸν συγχωρήσῃς>.
|
4
Καὶ ἐὰν ἑπτὰ φορὰς τὴν
ἡμέραν (δηλαδὴ πολλὰς φοράς) σοι πταίσῃ
καὶ ἑπτὰ φορὰς ἐπιστρέψῃ
καὶ σοῦ εἴπῃ· Μετανοῶ·
ὀφείλεις νὰ τὸν συγχωρῇς.
|
5
Καὶ εἶπον οἱ ἀπόστολοι τῷ
Κυρίῳ· πρόσθες ἡμῖν πίστιν.
|
5
Καὶ εἶπαν οἱ Ἀπόστολοι πρὸς
τὸν Κύριον· <Κύριε πρόσθεσεν
εἰς ἡμᾶς πίστιν, ὥστε καὶ
τὰ σκάνδαλα νὰ ὑπερνικῶμεν καὶ
μὲ ὅλην μας τὴν καρδίαν τοὺς
ἀδελφύς μας νὰ συγχωροῦμεν>.
|
5
Καὶ εἶπαν οἱ ἀπόστολοι εἰς τὸν
Κύριον· Κύριε· πρόσθεσέ μας πίστιν, καὶ διὰ
τῆς χάριτός σου αὔξησε τὴν πίστιν ποὺ
ἔχομεν, καὶ κάνε την τελειοτέραν, ὥστε δι’
αὐτῆς νὰ ἀνταποκριθῶμεν εἰς
τὰς ὑποχρεώσεις τῆς ἀποστολῆς
μας καὶ ὑπερνικήσωμεν τὰ σκάνδαλα τοῦ
κόσμου. |
6
Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· εἰ ἔχετε
πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐλέγετε
ἂν τῇ συκαμίνῳ ταύτῃ,
ἐκριζώθητι καὶ φυτεύθητι ἐν
τῇ θαλάσσῃ, καὶ ὑπήκουσεν
ἂν ὑμῖν. |
6
Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· <ἐὰν
ἔχετε πίστιν θερμὴν καὶ δραστικὴν
σὰν τὸν σπόρον τοῦ σιναπιοῦ,
θὰ ἐλέγατε εἰς τὴν συκαμινιὰ
αὐτήν· Ξερριζώσου καὶ πήγαινε
νὰ φυτευθῇς μέσα εἰς τὴν θάλασσαν,
καὶ θὰ σᾶς ὑπήκουε.
|
6
Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· Πράγματι ἔχετε
ἀνάγκην νὰ τελειοποιηθῆτε εἰς τὴν
πίστιν. Ἐὰν εἴχατε πίστιν τόσον θερμὴν
καὶ σφοδρὰν σὰν τὸν μικρὸν σπόρον
τοῦ σιναπιοῦ, θὰ ἐλέγατε εἰς
τὸ δένδρον αὐτὸ τῆς συκαμινιᾶς,
ξερριζώσου καὶ πήγαινε νὰ φυτευθῇς μέσα
εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ θὰ σᾶς
ὑπήκουε. |
7
Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν δοῦλον
ἔχων ἀροτριῶντα ἢ ποιμαίνοντα,
ὃς εἰσελθόντι ἐκ τοῦ ἀγροῦ
ἐρεῖ, εὐθέως παρελθὼν ἀνάπεσε,
|
7
Ἐὰν δὲ καὶ τέτοια θαύματα
πραγματοποιήσετε, μὴ λησμονεῖτε ὅτι
εἶσθε δοῦλοι τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ
ὑπερηφανευθῆτε· διότι ποιὸς ἀπὸ
σᾶς ποὺ ἔχει ἕνα δοῦλον καὶ
ὀργώνει τὸ χωράφι ἢ βόσκει
τὰ πρόβατα, ὅταν αὐτὸς ὁ
δοῦλος ἐπιστρέψῃ ἀπὸ τὸ
χωράφι εἰς τὸ σπίτι, ποιὸς ποτὲ
κύριος θὰ τοῦ πῇ· Πέρασε
ἀμέσως καὶ κάθισε νὰ φᾶς;
|
7
Καὶ τέτοια θαύματα ὅμως ἐὰν κατορθώσετε,
μὴ ὑπερηφανευθῆτε, καὶ μὴ ξεχάνετε
ποτέ, ὅτι εἶσθε ταπεινοὶ δοῦλοι τοῦ
Θεοῦ. Πράγματι· ποῖος ἀπὸ σᾶς,
ποὺ ἔχει δοῦλον, ὁ ὁποῖος
ὀργώνει τὸ χωράφι ἢ βόσκει τὰ πρόβατα,
ὅταν ὁ δοῦλος αὐτὸς ἐπιστρέψῃ
καὶ ἔμβῃ εἰς τὸ σπίτι ἀπὸ
τὸ χωράφι, ποῖος κύριος ἀπὸ σᾶς
θὰ τοῦ εἴπῃ· πέρασε ἀμέσως
καὶ κάθησε νὰ φάγῃς; Κανείς.
|
8
ἀλλ' οὐχὶ ἐρεῖ αὐτῷ·
ἐτοίμασον τί δειπνήσω, καὶ περιζωσάμενος
διακόνει μοι ἕως φάγω καὶ πίω,
καὶ μετὰ ταῦτα φάγεσαι καὶ πίεσαι
σύ; |
8
Ἀλλὰ θὰ τοῦ πῇ τοῦτο·
Ἐτοίμασέ μου τὸ φάγητον νὰ
δειπνήσω καὶ ζώσου νὰ μὲ ὑπηρετῇς,
ἕως ὅτου φάγω καὶ πίω·
καὶ ἔπειτα φάγε καὶ πιὲ ἐσύ.
|
8
Ἀλλὰ τί θὰ τοῦ εἴπῃ; Δὲν
θὰ τοῦ εἴπῃ· ἑτοίμασε ἐκεῖνο,
ποὺ θὰ δειπνήσω καὶ ζώσου νὰ μὲ
ὑπηρετήσῃς, ἕως ὅτου φάγω καὶ
πίω, καὶ ὕστερα θὰ φάγῃς καὶ
θὰ πίῃς σύ; |
9
Μὴ χάριν ἔχει τῷ δούλῳ
ἐκείνῳ ὅτι ἐποίησε τὰ
διαταχθέντα; Οὐ δοκῶ |
9
Μήπως ὁ κύριος αὐτὸς θὰ
χρεωστῇ εὐγνωμοσύνην εἰς ἐκεῖνον
τὸν δοῦλον, διότι ἔκαμεν ὅσα
τὸν διέταξε; Δὲν τὸ νομίζω.
|
9
Μήπως ὁ κύριος οὗτος χρεωστεῖ εὐγνωμοσύνην
εἰς τὸν δοῦλον ἐκεῖνον, ἐπειδὴ
ἔκαμεν, ὅσα τὸν διέταξε; Δὲν νομίζω,
ὅτι τοῦ χρεωστεῖ εὐγνωμοσύνην.
|
10
Οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ποιήσετε
πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε
ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν,
ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν.
|
10
Ἔτσι καὶ σεῖς, καὶ ὅταν ἀκόμα
ἐκτελέσατε ὅλα ὅσα σας διέταξεν
ὁ Θεός, πρέπει νὰ λέγετε ὅτι
εἴμεθα ἄχρηστοι δοῦλοι, διότι ἁπλῶς
ἐκάμαμεν ὅ,τι εἴχαμεν χρέος
νὰ κάμωμεν. |
10
Ἔτσι καὶ σεῖς, ὅταν κάμετε ὅλα,
ὅσα σᾶς διέταξεν ὁ Θεὸς διὰ
τῶν ἐντολῶν του, πρέπει νὰ λέγετε,
ὅτι εἴμεθα δοῦλοι ἄχρηστοι· διότι
ἐκεῖνο, ποὺ εἴχαμεν χρέος καὶ
καθῆκον νὰ κάμωμεν, αὐτὸ καὶ
μόνον ἐκάμαμεν, τίποτε δὲ τὸ ἔκτακτον
καὶ ἐξαιρετικόν. |
11
Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι
αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ
αὐτὸς διήρχετο διὰ μέσου Σαμαρείας
καὶ Γαλιλαίας. |
11
Καὶ ἐνῶ ἐβάδιζεν αὐτὸς
πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐπέρασε
ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ σύνορα
Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας.
|
11
Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐπήγαινε
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, συνέβη νὰ διέρχεται
διὰ μέσου τῶν συνόρων τῆς Σαμαρείας καὶ
Γαλιλαίας βαδίζων ἀπὸ δυσμῶν πρὸς
ἀνατολὰς πρὸς τὴν πέραν τοῦ
Ἰορδάνου χώραν. |
12
Καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἰς
τινὰ κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ
δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν
πόρρωθεν, |
12
Καὶ καθὼς εἰσήρχετο εἰς ἕνα
χωριό, τὸ ἀπήντησαν δέκα λεπροί,
οἱ ὁποῖοι ἐστάθηκαν ἀπὸ
μακρυά, διότι ὁ μωσαϊκὸς νόμος
διέτασσε νὰ μὴ πλησιάζουν ποτὲ
οἱ λεπροὶ τοὺς ὑγιεῖς.
|
12
Καὶ ὅταν εἰσήρχετο εἰς κάποιο χωρίον,
τὸν συνήντησαν δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἱ
ὁποῖοι ἐστάθησαν ἀπὸ μακράν,
ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸν νόμον κάθε λεπρὸς
ἐθεωρεῖτο ἀκάθαρτος καὶ δὲν
τοῦ ἐπετρέπετο νὰ πλησιάσῃ κανένα.
|
13
καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες·
Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον
ἡμᾶς. |
13
Καὶ αὐτοὶ ἐφώναξαν δυνατὰ
καὶ εἶπαν· <Ἰησοῦ διδάσκαλε,
σπλαγχνίσου μας, ἐλέησέ μας, δός
μας τὴν ὑγείαν μας>. |
13
Καὶ αὐτοὶ ἔβγαλαν φωνὴν μεγάλην
καὶ εἶπαν· Ἰησοῦ, Κύριε, κάμε
ἔλεος εἰς ἡμᾶς καὶ θεράπευσέ
μας. |
14
Καὶ ἱδὼν εἶπεν αὐτοῖς·
πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς
τοῖς ἱερεῦσι. Καὶ ἐγένετο
ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοῦ ἐκαθαρίσθησαν.
|
14
Καὶ ὅταν τοὺς εἶδεν ὁ Ἰησοῦς
τοὺς εἶπε· <πηγαίνετε καὶ
δείξετε τὸ σῶμα σας εἰς τοὺς
ἱερεῖς, διὰ νὰ βεβαιώσουν αὐτοὶ
ἐπισήμως τὴν θεραπείαν σας>. Καὶ
καθὼς ἐπήγαιναν ἐκαθαρίσθησαν
ἀπὸ τὴν λέπραν.
|
14
Καὶ ὅταν τοὺς εἶδε, εἶπε πρὸς
αὐτούς· Πηγαίνετε καὶ δείξατε τὸ σῶμα
σας εἰς τοὺς ἱερεῖς διὰ νὰ
βεβαιώσουν αὐτοί, σύμφωνα μὲ τὴν διάταξιν
τοῦ νόμου, ἐὰν πράγματι ἐθεραπεύθητε.
Καὶ συνέβη, ὅταν αὐτοὶ ἐπήγαιναν
νὰ ἐξετασθοῦν ἀπὸ τοὺς
ἱερεῖς, ἐκαθαρίσθησαν ἀπὸ τὴν
λέπραν. |
15
Εἰς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἱδὼν
ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψεν μετὰ
φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν,
|
15
Ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτούς, ὅταν
εἶδεν ὅτι ἐθεραπεύθη, ἐπέστρεψε
δοξάζων καὶ εὐχαριστῶν τὸν Θεὸν
μὲ μεγάλην φωνήν. |
15
Ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτούς, ὅταν
εἶδε ὅτι ἐθεραπεύθη, ἐπέστρεψε καὶ
μὲ φωνὴν μεγάλην ἐκφράζων τὴν χαρὰν
καὶ εὐγνωμοσύνην του ἐδόξαζε τὸν Θεόν,
ποὺ διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ τὸν
ἐθεράπευσε. |
16
καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ
τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν
αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἢν
Σαμαρείτης. |
16
Καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ
γῆς κοντὰ εἰς τὰ πόδια τοῦ
Ἰησοῦ, εὐχαριστῶν αὐτὸν
ἐκ βάθους ψυχῆς. Καὶ αὐτὸς
ἦτο Σαμαρείτης. |
16
Καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ
γῆς πλησίον τῶν ποδῶν τοῦ Ἰησοῦ
καὶ τὸν εὐχαριστεῖ. Καὶ αὐτὸς
ἦτο Σαμαρείτης, σχισματικὸς καὶ ὀλιγώτερον
φωτισμένος ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ
συνεπῶς δὲν θὰ ἐπερίμενε κανεὶς
νὰ δείξῃ αὐτὸς εὐγνωμοσύνην,
ὁποίαν δὲν ἔδειξαν οἱ ἄλλοι
ἐννέα, ποὺ ἦσαν Ἰσραηλῖται.
|
17
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς
εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν;
Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;
|
17
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ
εἶπε· <δὲν ἐκαθαρίσθησαν καὶ
οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννέα
ποῦ εἶναι; |
17
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ
εἶπε· Δὲν ἐκαθαρίσθησαν ἀπὸ
τὴν λέπραν καὶ οἱ δέκα; Οἱ δὲ
ἄλλοι ἐννέα ποὺ εἶναι;
|
18
Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες
δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ
ἀλλογενὴς οὗτος; |
18
Δὲν ἐθεώρησαν καθῆκον των νὰ
ἐπιστρέψουν καὶ νὰ δοξάσουν
τὸν Θεόν, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν
ποὺ δὲν εἶναι Ἰουδαῖος, ἀλλὰ
κατάγεται ἀπὸ ἄλλο γένος;>
|
18
Ἐχάθησαν νὰ γυρίσουν πίσω καὶ νὰ δώσουν
δόξαν εἰς τὸν Θεόν, ἐκτὸς ἀπὸ
τὸν ξένον αὐτόν, ποὺ δὲν ἀνήκει
εἰς τὸ γνήσιον ἰουδαϊκὸν γένος;
|
19
Καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς
πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ
σε. |
19
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν· <σήκω
καὶ πήγαινε, ἡ πίστις σου ἐκτὸς
ἀπὸ τὴν θεραπείαν τοῦ σώματος,
σοῦ ἔχει δώσει καὶ τὴν σωτηρίαν
τῆς ψυχῆς σου>. (Ἡ εὐγνωμοσύνη
μας πρὸς τὸν Θεὸν μᾶς κάνει
ἀξίους ἀκόμη μεγαλυτέρων δωρεῶν
ἐκ μέρους του). |
19
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Σήκω καὶ
πήγαινε· ἡ πίστις σου δὲν ἐθεράπευσε
τὸ σῶμα σου μόνον, ἀλλ’ ἀποτελεῖ
καὶ καλὴν ἀρχήν, ποὺ θὰ σὲ
ὁδηγηση εἰς τὴν πνευματικὴν σωτηρίαν.
|
20
Ἐπερωτηθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν
Φαρισαίων πότε ἔρχεται ἡ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ, ἀπεκρίθη αὐτοῖς
καὶ εἶπεν· οὐκ ἔρχεται ἡ
βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως,
|
20
Ὅταν δὲ κάποιος ἀπὸ τοὺς
Φαρισαίους τὸν ἠρώτησε, πότε
ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ,
ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς καὶ
εἶπεν· <ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ
δὲν ἔρχεται μὲ ἐξωτερικὴν πομπὴν
καὶ ἐντυπωσιακὰ γεγονότα, ὥστε
νὰ προκαλῇ τὴν προσοχὴν καὶ
παρατήρησιν τῶν ἀνθρώπων.
|
20
Ὅταν δὲ ἠρωτήθη ἀπὸ τοὺς
Φαρισαίους, πότε ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ
Θεοῦ, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπερίμεναν
αὐτοὶ ὅτι θὰ ἐβασίλευεν ὁ
Μεσσίας μετὰ κοσμικῆς δυνάμεως, ἀπεκρίθη
εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς καὶ
εἶπεν· ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν
ἔρχεται μὲ πομπὴν καὶ ἐξωτερικὴν
λαμπρότητα, ὥστε νὰ προσελκύῃ τὴν
παρατήρησιν ὅλων καὶ νὰ γίνεται ἀντιληπτὴ
ἡ ἔλευσίς της ἀπὸ τὰς ἐξωτερικὰς
τῶν ἀνθρώπων αἰσθήσεις.
|
21
οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ ὧδε
ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ· ἰδοὺ
γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς
ὑμῶν ἐστιν. |
21
Οὔτε ὅταν ἔλθῃ θὰ εἴπουν
οἱ ἄνθρωποι· Ἰδοὺ ἐδῶ
εἶναι ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ εἶναι.
Διότι εἰς τὴν πραγματικότητα ἡ
βασιλεία τοῦ Θεοῦ εὑρίσκεται
μεταξύ σας, ἐφ' ὅσον ἐγώ, ὁ
Μεσσίας καὶ ἀρχηγὸς τῆς βασιλείας
τοῦ Θεοῦ, εὑρίσκομαι ἐνώπιόν
σας. Καὶ ὅμως σεῖς δὲν τὸ ἔχετε
ἀντιληφθῇ>. |
21
Οὔτε ὅταν ἔλθῃ ἡ βασιλεία τοῦ
Θεοῦ, θὰ εἴπουν οἱ ἄνθρωποι·
Ἰδοὺ ἐδῶ εἶναι ὁ βασιλεὺς
καὶ Μεσσίας· ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ
εἶναι. Ὅτι δὲ αὐτά, ποὺ σᾶς
λέγω, εἶναι ἀληθῆ, ἀποδεικνύεται ἀπὸ
τὸ ὅτι ἐγὼ ὁ Μεσσίας, ποὺ
εἶμαι ἡ προσωποποίησις τῆς βασιλεῖας
τοῦ Θεοῦ, εἶμαι μεταξύ σας καὶ σεῖς
ἑξακολουθεῖτε νὰ μὴ ἔχετε εἴδησιν,
ὅτι ἦλθεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
|
22
Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς·
ἐλεύσονται ἡμέραι ὅτε ἐπιθυμήσετε
μίαν τῶν ἡμερῶν τοῦ υἱοῦ
τοῦ ἀνθρώπου ἰδεῖν, καὶ
οὐκ ὄψεσθε.
|
22
Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς του·
<θὰ ἔλθουν ἡμέραι, ποὺ θὰ
ἐπιθυμήσετε νὰ ἰδῆτε, διὰ
νὰ πάρετε θάρρος καὶ ἐνίσχυσιν
εἰς τὸν ἀγῶνα σας, μίαν ἀπὸ
τὰς ἡμέρας τοῦ υἱοῦ τοῦ
ἀνθρώπου, καὶ δὲν θὰ ἴδετε,
διότι ἐγὼ θὰ ἔχω φύγει
καὶ δὲν θὰ εἶμαι κατὰ ἕνα
τρόπον αἰσθητὸν μαζῆ σας.
|
22
Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς· θὰ
φύγω καὶ θὰ ἐπιθυμήσετε τὴν παρουσίαν
μου. Θὰ ἔλθουν ἡμέραι, ποὺ ὕστερα
ἀπὸ ἀντιδράσεις καὶ μόχθους καὶ
δυσκόλους περιστάσεις, τὰ ὁποῖα θὰ
ἀντιμετωπίζετε ἐν τῷ ἔργῳ τῆς
ἀποστολῆς σας, θὰ ἐπιθυμήσετε νὰ
ἴδετε μίαν ἀπὸ τὰς ἐνδόξους
ἡμέρας τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ υἱοῦ
τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ δὲν θὰ τὴν
ἴδετε. |
23
Καὶ ἐροῦσιν ὑμῖν· ἰδοὺ
ὧδε, ἰδοὺ ἐκεῖ· μὴ
ἀπέλθητε μηδὲ διώξητε. |
23
Καὶ θὰ σᾶς ποῦν τότε· Ἰδοὺ
ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός, ἰδοὺ
ἐκεῖ εἶναι ὁ Χριστός. Μὴν
πᾶτε καὶ μὴν ἀκολουθήσετε αὐτόν,
ποὺ θὰ σᾶς φέρῃ τὴν ψευδῆ
αὐτὴν πληροφορίαν. |
23
Καὶ θὰ σᾶς εἶπουν τότε: Ἰδοὺ
ἔδω εἶναι ὁ Χριστὸς ἢ ἰδοὺ
ἐκεῖ εἶναι ὁ Χριστός. Προσέξατε νὰ
μὴ πάτε, οὔτε νὰ ἀκολουθήσετε αὐτόν,
ποὺ θὰ σᾶς φέρῃ τὴν εἴδησιν
αὐτήν. |
24
Ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἀστράπτουσα
ἐκ τῆς ὑπ' οὐρανὸν λάμπει,
οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ ἡμέρᾳ
αὐτοῦ. |
24
Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ
ἔλθῃ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς
ἐνδόξου αὐτοῦ δευτέρας παρουσίας,
θὰ ἔλθῃ ὅμως τότε ὁλοφάνερα,
ἀλλὰ καὶ ἔξαφνα, ὅπως ἀκριβῶς
ἡ ἀστραπὴ φαίνεται ἔξαφνα καὶ
ἀστράφτει ἀπὸ κάποιαν περιοχὴν
τοῦ οὐρανοῦ, λάμπει δὲ καὶ
φωτίζει ὅλην τὴν ἔκτασιν κάτω
ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
|
24
Σᾶς λέγω δὲ νὰ μὴ ἀκολουθήσετε
εἰς ὡρισμένον τόπον, διότι ὁ Μεσσίας δὲν
θὰ εἶναι τότε κρυμμένος εἰς μέρος τι, ἀλλὰ
καθὼς ἡ ἀστραπή, ποὺ ἀστράπτει
ἀπὸ ἕνα οἰονδήποτε σημεῖον τῆς
ἀτμοσφαίρας καὶ τῶν νεφῶν, καὶ
ἐν γένει τῆς περιοχῆς, ποὺ εἶναι
κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανόν, λάμπει διὰ
μιᾶς εἰς ὅλην τὴν ἔκτασιν τοῦ
ὁρίζοντος, ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ
τὸν οὐρανόν, ἔτσι θὰ εἶναι καὶ
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου κατὰ
τὴν ἡμέραν τῆς ἐνδόξου παρουσίας του.
Ἡ παρουσία του θὰ ἐπέλθῃ αἰφνιδίως
καὶ θὰ εἶναι εἰς ὅλους αἰσθητή.
|
25
Πρῶτον δὲ δεῖ αὐτὸν πολλὰ
παθεῖν καὶ ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ
τῆς γενεᾶς ταύτης.
|
25
Πρὶν ὅμως ἔλθῃ μὲ ὅλην
του τὴν δόξαν ὡς κριτής, πρέπει
σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ
νὰ πάθῃ πολλὰ καὶ νὰ ἀποδοκιμασθῇ
ἀπὸ τὴν γενεὰν αὐτήν.
|
25
Προτοῦ ὅμως ἔλθῃ ἐνδόξως ὡς
κριτής, πρέπει σύμφωνα μὲ τὴν ὡρισμένην
βουλὴν καὶ πρόγνωσιν τοῦ Θεοῦ νὰ
πάθῃ πολλὰ καὶ νὰ ἀποδοκιμασθῇ
ἀπὸ τὴν γενεὰν αὐτὴν τῶν
ἀπίστων Ἰουδαίων. |
26
Καὶ καθὼς ἐγένετο ἐν ταῖς
ἡμέραις Νῶε, οὕτως ἔσται καὶ
ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ υἱοῦ
τοῦ ἀνθρώπου· |
26
Καὶ καθὼς συνέβη κατὰ τὰς ἡμέρας
τοῦ Νῶε, ἔτσι θὰ εἶναι καὶ
κατὰ τὰς ἡμέρας ποὺ θὰ
ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.
|
26
Καὶ καθὼς συνέβη κατὰ τὰς ἡμέρας
τοῦ Νῶε, ἔτσι θὰ συμβῇ καὶ
κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς δευτέρας παρουσίας
τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
|
27
ἤσθιον, ἔπινον, ἐγάμουν, ἐξεγαμίζοντο,
ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε
Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, καὶ ἦλθεν
ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἀπώλεσεν ἅπαντας.
|
27
Οἱ ἄνθρωποι τότε ἔτρωγαν, ἔπιναν,
διασκέδαζαν, ἐνυμφεύοντο, ἔδιδαν εἰς
γάμον τὰ παιδιά των, χωρὶς νὰ
δίδουν σημασίαν εἰς ὅσα τοὺς
ἔλεγεν ὁ Νῶε, μέχρι τῆς ἡμέρας
ποὺ ἐμπῆκε ὁ Νῶε εἰς τὴν
κιβωτὸν καὶ ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς
καὶ ἐξωλόθρευσεν ὅλους. |
27
Οἱ ἄνθρωποι δηλαδὴ τότε ἐπὶ
τοῦ Νῶε, μολονότι οὗτος τοὺς προανήγγελλε
τὴν διὰ τοῦ κατακλυσμοῦ καταστροφήν,
ἔτρωγαν ἀσυλλόγιστα καὶ ἔπιναν, ἐνυμφεύοντο
καὶ ὑπάνδρευαν τὰ παιδιά των μέχρι τῆς
ἡμέρας, ποὺ ἐμβῆκεν ὁ Νῶε
εἰς τὴν κιβωτόν, χωρὶς νὰ ἔρχεται
καμμία σκέψις εἰς αὐτοὺς περὶ τῆς
τιμωρίας, ποὺ τοὺς ἐπερίμενε. Καὶ
ἔξαφνα ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ
τοὺς κατέστρεψεν ὅλους. |
28
Ὁμοίως καὶ ὡς ἐγένετο
ἐν ταῖς ἡμέραις Λώτ· ἤσθιον,
ἔπινον, ἠγόραζον, ἐπώλουν, ἐφύτευον,
ᾠκοδόμουν· |
28
Θὰ συμβῇ ὅ,τι ἔγινε καὶ κατὰ
τὰς ἡμέρας τοῦ Λώτ. Καὶ
τότε οἱ ἄνθρωποι ἔτρωγαν, ἔπιναν,
ἠγόραζαν, ἐπωλοῦσαν, ἐφύτευαν,
ἔκτιζαν χωρὶς νὰ σκέπτωνται καθόλου
τὸν Θεόν. |
28
Θὰ συμβῇ τὸ ἴδιο μὲ ἐκεῖνο,
ποὺ ἔγινε καὶ εἰς τὰς ἡμέρας
τοῦ Λώτ· ἔτρωγαν τότε οἱ ἄνθρωποι,
ἔπιναν, ἠγόραζαν, ἐπωλοῦσαν, ἐφύτευαν,
ἔκτιζαν οἰκοδομάς, χωρὶς νὰ συλλογίζονται
τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ, ἡ
ὁποία μετ’ ὀλίγον θὰ ἐξέσπα κατ’ αὐτῶν.
|
29
ᾗ δὲ ἡμέρᾳ ἐξῆλθε
Λὼτ ἀπὸ Σοδόμων, ἔβρεξε πῦρ
καὶ θεῖον ἀπ' οὐρανοῦ καὶ
ἀπώλεσεν ἅπαντας.
|
29
Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ ἔφυγεν ὁ
Λὼτ ἀπὸ τὰ Σόδομα, ἔβρεξε
ἀπὸ τὸν οὐρανὸν φωτιὰ
καὶ θειάφι καὶ κατέστρεψε ὅλους.
|
29
Τὴν ἡμέραν ὅμως, ποὺ ἐβγῆκεν
ὁ Λὼτ ἀπὸ τὰ Σόδομα, ἔβρεξε
φωτιὰ καὶ θειάφι ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
καὶ τοὺς κατέστρεψεν ὅλους.
|
30
Κατὰ τὰ αὐτὰ ἔσται ᾗ ἡμέρᾳ
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύπτεται.
|
30
Ὅμοια μὲ αὐτὰ θὰ συμβοῦν
καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς
δευτέρας παρουσίας, ποὺ θὰ φανῇ
μὲ ὅλην του τὴν δόξαν ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου. |
30
Ὅμοια πρὸς αὐτὰ θὰ συμβοῦν
καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν, ποὺ θὰ
φανερωθῇ ἐνδόξως ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου διὰ νὰ κρίνῃ τὸν κόσμον.
Καὶ τότε δηλαδὴ θὰ εἶναι ἀμέριμνοι
καὶ ἀσυλλόγιστοι οἱ ἄνθρωποι, ὅπως
ἐπὶ τοῦ Νῶε καὶ τοῦ Λώτ,
καὶ θὰ ἔλθῃ ἔξαφνα, καὶ
χωρὶς νὰ τὴν περιμένουν, ἡ δευτέρα
παρουσία. |
31
Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ
ὃς ἔσται ἐπὶ τοῦ δώματος
καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ ἐν
τῇ οἰκίᾳ, μὴ καταβάτω
ἆραι αὐτά, καὶ ὁ ἐν τῷ
ἀγρῷ ὁμοίως μὴ ἐπιστρεψάτω
εἰς τὰ ὀπίσω. |
31
Κατὰ τὴν ἄλλην δὲ ἡμέραν
τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ, ποὺ
δὲν θὰ βραδύνῃ νὰ ἔλθῃ
(ὅταν δηλαδὴ θὰ πλησιάζουν τὰ
ρωμαϊκὰ στρατεύματα διὰ νὰ καταστρέψουν
τὴν Ἱερουσαλήμ) ἐκεῖνος ποὺ
θὰ εὑρίσκεται εἰς τὴν ταράτσαν
καὶ τὰ πράγματά του θὰ ἔχῃ
μέσα στὸ σπίτι, ἂς μὴ κατεβῇ
νὰ τὰ πάρῃ. Καὶ ἐκεῖνος
ἐπίσης ποὺ θὰ εὑρίσκεται
στὸ χωράφι, ἂς μὴ γυρίσῃ
εἰς τὴν πόλιν. |
31
Κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, ποὺ θὰ
πρόκειται νὰ ἐπέλθῃ ἡ δευτέρα παρουσία,
οἱ φρόνιμοι καὶ εὐσεβεῖς ἂς
ἔχουν νεκρωμένον κάθε ἐνδιαφέρον πρὸς τὰ
ἐγκόσμια καὶ ἂς εἶναι ἄγρυπνοι
καὶ προσεκτικοὶ διὰ νὰ δεχθοῦν
τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖνος,
ποὺ θὰ εὑρίσκεται ἐπάνω εἰς
τὸ ἠλιακωτὸν καὶ τὴν στέγην,
ἐνῷ τὰ πράγματά του θὰ εἶναι
κάτω, μέσα εἰς τὸ σπίτι, ἂς μὴ καταβῇ
διὰ νὰ τὰ πάρῃ. Καὶ ἐκεῖνος
ποὺ θὰ εἶναι εἰς τὸ χωράφι,
ὁμοίως καὶ αὐτός, ἂς μὴ γυρίσῃ
ὀπίσω εἰς τὴν πόλιν διὰ νὰ σώσῃ
τὰ ἐκεῖ πράγματά του.
|
32
Μνημονεύετε τῆς γυναικὸς Λώτ.
|
32
Νὰ ἐνθυμῆσθε τὴν γυναῖκα τοῦ
Λώτ, ἡ ὁποία ἔγινε στήλη
ἅλατος, μόνον καὶ μόνον διότι
ἔστρεψε τὸ κεφάλι της, διὰ νὰ
ἵδῃ τί γίνεται εἰς τὰ
Σόδομα. |
32
Νὰ ἐνθυμῆσθε τὴν γυναῖκα τοῦ
Λώτ, ποὺ ἁπλῶς καὶ μόνον ἐγύρισεν
ὀπίσω διὰ νὰ ἴδῃ τί ἐγίνετο
εἰς τὰ Σόδομα, καὶ μετεβλήθη εἰς στήλην
ἅλατος. |
33
῝Ος ἐὰν ζητήσῃ τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν,
καὶ ὃς ἐὰν ἀπολέσῃ
αὐτήν, ζωογονήσει αὐτήν.
|
33
Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ζητήσῃ
μὲ τὴν προσκόλλησίν του εἰς
τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, νὰ ἐξασφαλίση
τὴν ζωήν του, θὰ τὴν χάσῃ.
Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ χάσῃ
τὴν ζωὴήν του, διὰ νὰ μείνῃ
πιστὸς εἰς τὸ καθῆκον του, εἰς
τὴν πραγματικότητα θὰ τὴν διατηρήσῃ,
διότι θὰ ἐξασφαλίσῃ τὴν
αἰωνίαν ζωήν. |
33
Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἐπιδιώξῃ
διὰ τῆς προσκολλήσεώς του εἰς τὰ ἐπίγεια
νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του ἀπὸ τὸν
σωματικὸν θάνατον, αὐτὸς θὰ χάσῃ
αὐτὴν αἰωνίως, διότι ἡ ψυχή
του θὰ καταδικασθῇ εἰς τὴν αἰωνίαν
κόλασιν. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ διὰ
νὰ μείνῃ πιστὸς εἰς τὸ καθῆκον,
θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του, αὐτὸς
θὰ τὴν διατηρήσῃ, διότι θὰ σώσῃ
τὴν ψυχήν του εἰς τὸν μέλλοντα βίον.
|
34
Λέγω ὑμῖν, ταύτῃ τῇ νυκτὶ
δύο ἔσονται ἐπὶ κλίνης μιᾶς,
εἷς παραληφθήσεται καὶ ὁ ἕτερος
ἁφεθήσεται· |
34
Σᾶς λέγω δὲ ὅτι αὐτὴν
τὴν νύκτα, ποὺ θὰ προηγηθῇ ἀπὸ
τὴν μεγάλην καταστροφήν, δύο θὰ
εὑρίσκονται εἰς ἕνα κρεββάτι,
ὁ ἔνας, ὁ πιστός, θὰ παραληφθῇ
καὶ θὰ ὁδηγηθῇ ἀπὸ φωτισμὸν
Θεοῦ καὶ θὰ φύγῃ, διὰ
νὰ σωθῇ μακράν, ὡς ἐὰν
θὰ ἔχῃ παραληφθῇ ἀπὸ τοὺς
ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ· καὶ
ἄλλος, ὁ ἄπιστος, θὰ ἀφεθῇ,
διὰ νὰ τιμωρηθῇ. |
34
Ἡ στενὴ σχέσις καὶ συμβίωσίς σας εἰς
τὴν ζωὴν αὐτὴν δὲν θὰ
ἐμποδίσῃ νὰ χωρισθῆτε καὶ νὰ
ἔχετε διάφορον τύχην ὁ ἕνας ἀπὸ
τὸν ἄλλον κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν.
Σᾶς βεβαιῶ· κατ’ αὐτὴν τὴν
νύκτα, ποὺ θὰ προηγηθῇ τῆς δευτέρας
παρουσίας, δύο θὰ κοιμῶνται εἰς τὸ
αὐτὸ κρεββάτι, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι
μητέρα καὶ κόρη ἢ σύζυγος μετὰ τῆς
συζύγου ἢ δύο ἀδελφοὶ ἢ δι’ ἄλλου
δεσμοῦ συγγενείας συνδεόμενα πρόσωπα. Ὁ ἕνας
ἀπὸ αὐτοὺς ὡς δίκαιος καὶ
θεοφιλὴς θὰ παραληφθῇ πρὸς προϋπάντησιν
τοῦ Κυρίου, καὶ ὁ ἄλλος ὡς ἀνάξιος
θὰ ἐγκαταλειφθῇ. |
35
δύο ἔσονται ἀλήθουσαι ἐπὶ
τὸ αὐτό, μία παραληφθήσεται
καὶ ἡ ἑτέρα ἁφεθήσεται·
|
35
Δύο γυναῖκες θὰ εἶναι ποὺ θὰ
ἀλέθουν μαζῆ, ἡ μία, ἡ
πιστή, θὰ παραληφθῇ καὶ θὰ σωθῇ,
ἡ ἄλλη θὰ ἀφεθῇ, διὰ νὰ
τιμωρηθῇ. |
35
Δύο γυναῖκες θὰ εἶναι, ποὺ θὰ
ἀλέθουν εἰς τὸ αὐτὸ μέρος καὶ
θὰ γυρίζουν καὶ αἱ δύο τὸν αὐτὸν
χειρόμυλον. Ἡ μία θὰ παραληφθῇ ἀπὸ
τοὺς ἀγγέλους καὶ ἡ ἄλλη θὰ
ἀφεθῇ ἐκεῖ, ποὺ εὑρίσκεται.
|
36
δύο ἐν τῷ ἀγρῷ, εἷς παραληφθήσεται
καὶ ὁ ἕτερος ἁφεθήσεται.
|
36
Δύο θὰ εἶναι εἰς τὸ χωράφι,
ὁ ἔνας, ὁ πιστός, θὰ παραληφθῇ
διὰ νὰ σωθῇ, ὁ ἄλλος, ὁ
ἄπιστος, θὰ ἀφεθῇ νὰ τιμωρηθῇ>.
|
36
Δύο θὰ εἶναι εἰς τὸ χωράφι. Ὁ
ἕνας θὰ παραληφθῇ ἀπὸ τοὺς
ἀγγέλους καὶ ὁ ἄλλος θὰ ἐγκαταλειφθῇ.
|
37
Καὶ ἀποκριθέντες λέγουσιν αὐτῷ·
ποῦ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς·
ὅπου τὸ σῶμα, ἐκεῖ ἐπισυναχθήσονται
καὶ οἱ ἀετοί.
|
37
Ἀπεκρίθησαν δὲ οἱ μαθηταὶ καὶ
τοῦ εἶπαν· <ποῦ, Κύριε, θὰ
γίνουν αὐτά;> ὁ δὲ Κύριος
τοὺς εἶπε· <ὅπου εἶναι τὸ
νεκρὸν σῶμα, ἐκεῖ θὰ μαζευθοῦν
ἀπὸ διάφορα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος
τὰ ὄρνια διὰ νὰ τὸ καταβροχθίσουν>.
(Ὅπου οἱ ἠθικῶς νεκροί, ἐξ
αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν των, ἄνθρωποι,
ἐκεῖ θὰ πέσουν καὶ αἱ
τιμωρίαι). |
37
Καὶ ἀπεκρίθησαν οἱ μαθηταὶ καὶ
εἶπαν· Ποῦ θὰ ἐγκαταλειφθοῦν
καὶ εἰς ποῖον μέρος θὰ ἀφεθοῦν,
Κύριε; Ὁ δὲ Κύριος τοὺς εἶπεν·
ἐκεῖ ὅπου εἶναι τὸ νεκρὸν
σῶμα, δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι οἱ
νεκροὶ ἠθικῶς καὶ ἁμαρτωλοί,
ἐκεῖ θὰ μαζευθοῦν καὶ οἱ
ἀετοί, ποὺ θὰ καταβροχθίσουν τὸ πτῶμα·
δηλαδὴ ἐκεῖ θὰ συναχθοῦν καὶ
οἱ τιμωροὶ ἄγγελοι, ποὺ θὰ τιμωρήσουν
τοὺς ἠθικῶς νεκροὺς καὶ ἁμαρτωλούς.
|