Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
λεγε
δὲ καὶ παραβολὴν αὐτοῖς πρὸς
τὸ δεῖν πάντοτε προσεύχεσθαι αὐτοὺς
καὶ μὴ ἐκκακεῖν, |
ιὰ
νὰ διδάξῃ δὲ τοὺς μαθητάς
του νὰ προσεύχωνται πάντοτε καὶ νὰ
μὴ ἀποκάμνουν εἰς τὴν προσευχήν,
τοὺς εἶπε καὶ τὴν παραβολὴν
αὐτήν· |
λεγε
δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς του καὶ παραβολήν,
διὰ να τοὺς διδάξῃ, ὅτι πρέπει πάντοτε
αὐτοὶ νὰ προσεύχωνται καὶ νὰ
μὴ ἀποκάμνουν καὶ ἀποθαρρύνωνται,
ἐὰν αἱ προσευχαί των δὲν εἰσακούωνται
ἀμέσως. |
2
λέγων· κριτής τις ἦν ἔν τινι
πόλει τὸ Θεὸν μὴ φοβούμενος
καὶ ἄνθρωπον μὴ ἐντρεπόμενος.
|
2
<Εἰς μίαν πόλιν ὑπῆρχε κάποιος
κριτής, ὁ χειρότερος τύπος τοῦ
ἀνθρώπου ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ
νοηθῇ, ὁ ὁποῖος οὔτε τὸν
Θεὸν ἐφοβεῖτο οὔτε καὶ κανένα
ἄνθρωπον ἐντρέπετο. |
2
Καὶ τοὺς εἶπε· Ἦτο κάποιος δικαστὴς
εἰς μίαν πόλιν, ποὺ δὲν ἐφοβεῖτο
τὸν Θεόν, ἀλλ’ οὔτε ἐντρέπετο καὶ
κανένα ἄνθρωπον. |
3
Χήρα δὲ ἦν ἐν τῇ πόλει
ἐκείνῃ, καὶ ἤρχετο πρὸς
αὐτὸν λέγουσα· ἐκδίκησόν
μὲ ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου μου.
|
3
Εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην ἦτο
ἐπίσης καὶ μία χήρα, καὶ
ἤρχετο πρὸς αὐτὸν λέγουσα·
Ἀπόδωσέ μου τὸ δίκαιον·
προστάτευσέ με ἀπὸ τὸν ἀντίδικόν
μου, ὁ ὁποῖος μὲ ἀδικεῖ.
|
3
Ἦτο δὲ εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην
μία χήρα, καὶ ἤρχετο εἰς αὐτὸν
καὶ τοῦ ἔλεγε· Κάμε δικαίαν κρίσιν
καὶ προστάτευσέ με ἀπὸ αὐτόν, μὲ
τὸν ὁποῖον εὑρίσκομαι εἰς δίκην,
διότι μὲ ἀδικεῖ. |
4
Καὶ οὐκ ἠθέλησεν ἐπὶ χρόνον·
μετὰ δὲ ταῦτα εἶπεν ἐν ἑαυτῷ·
εἰ καὶ τὸν Θεὸν οὐ φοβοῦμαι
καὶ ἄνθρωπον οὐκ ἐντρέπομαι,
|
4
Ἀλλὰ ὁ κριτὴς ἐπὶ ἀρκετὸν
χρόνον δὲν ἤθελε νὰ ἀποδώσῃ
τὸ δίκαιον. Ἔπειτα ὅμως ἀπὸ
καιρόν, ἐπειδὴ ἡ χήρα ἐπέμενε
νὰ τὸν ἐνοχλῇ, εἶπε ἀπὸ
μέσα του: Ἂν καὶ ἐγὼ τὸν
Θεὸν δὲν φοβοῦμαι καὶ κανένα
ἄνθρωπον δὲν ἐντρέπομαι,
|
4
Καὶ δὲν ἤθελεν ἐπὶ ἀρκετὸν
χρόνον ὁ δικαστὴς νὰ ἀποδώσῃ
τὸ δίκαιον εἰς τὴν χήραν. Μετὰ ταῦτα
ὅμως, ἐπειδὴ ἐπέμενεν ἡ χήρα,
εἶπε μέσα του· Ἂν καὶ δὲν φοβοῦμαι
τὸν Θεὸν καὶ δεν ἐντρέπομαι κανένα
ἄνθρωπον, |
5
διά γε τὸ παρέχειν μοι κόπον τὴν
χήραν ταύτην ἐκδικήσω αὐτήν,
ἵνα μὴ εἰς τέλος ἐρχομένη
ὑποπιάζῃ με. |
5
ὅμως ἐπειδὴ ἡ χήρα αὐτὴ
μὲ ἐνοχλεῖ συνεχῶς, θὰ τῆς
ἀποδώσω τὸ δίκαιον, μόνον καὶ
μόνον διὰ νὰ μὴ ἔρχεται καὶ
μὲ πιέζῃ καὶ μὲ στενοχωρῇ>.
|
5
ὅμως μόνον καὶ μόνον ἐπειδὴ μοῦ
παρέχει ἐνόχλησιν ἡ χήρα αὐτή, θὰ
τῆς ἀποδώσω τὸ δίκαιον, διὰ νὰ
μὴ μὲ ἐνοχλῇ καὶ μὲ πιέζῃ
μὲ τὸ νὰ ἔρχεται ἑξακολουθητικῶς
ἕως ὅτου λάβῃ τέλος ἡ ὑπόθεσίς
της. |
6
Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· ἀκούσατε
τί ὁ κριτὴς τῆς ἀδικίας
λέγει·
|
6
Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· <ἀκοῦστε
καὶ προσέξτε καλά, τί λέγει
ὁ ἄδικος κριτής. |
6
Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· Ἀκούσατε καὶ
προσέξατε καλῶς, τί λέγε ὁ κριτὴς ὁ
ἄδικος. |
7
ὁ δὲ Θεὸς οὐ μὴ ποιήσῃ
τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν
αὐτοῦ τῶν βοώντων πρὸς αὐτὸν
ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ μακροθυμῶν
ἐπ' αὐτοῖς; |
7
Ἀφοῦ λοιπὸν ἐκεῖνος, ἀσεβὴς
καὶ ἀναιδής, ἐδέχθηκε ἐπὶ
τέλους τὴν αἴτησιν τῆς χήρας,
ὁ Θεὸς ὁ πανάγαθος καὶ δίκαιος
δὲν θὰ ἀποδώσῃ τὸ δίκαιον
εἰς τοὺς ἐκλεκτούς του, οἱ ὁποῖοι
φωνάζουν πρὸς αὐτὸν μὲ τὰς
προσευχάς των ἡμέραν καὶ νύκτα,
ἔστω καὶ ἂν εἰς πολλὰς περιστάσεις
δὲν ἀπαντᾷ ἀμέσως ἀλλὰ
ἀναβάλλει (μὲ τὸν σκοπὸν αὐτοὺς
μὲν νὰ στηρίξη εἰς τὴν πίστιν,
τοὺς δὲ ἀδικοῦντας νὰ καλέσῃ
εἰς μετάνοιαν;) |
7
Αἳ λοιπόν, ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἀποδώσῃ
τὸ δίκαιον καὶ δὲν θὰ κάμῃ τὴν
ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν του, ποὺ
διὰ τῶν προσευχῶν των φωνάζουν εἰς
αὐτὸν ἡμέραν καὶ νύκτα καὶ ἀναβάλλει
διὰ τὸ καλόν τους νὰ κάμῃ τὴν
κρίσιν; |
8
Λέγω ὑμῖν ὅτι ποιήσει τὴν
ἐκδίκησιν αὐτῶν ἐν τάχει.
Πλὴν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν
πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;
|
8
Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι ὁ Θεὸς
γρήγορα θὰ ἀποδώσῃ τὸ
δίκαιον εἰς τοὺς ἐκλεκτούς του
καὶ θὰ τιμωρήσῃ τοὺς ἀδικοῦντας,
ἐὰν δὲν μετανοήσουν. Ἀλλά,
ὅταν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἔλθῃ διὰ νὰ ἀποδώσῃ
δικαιοσύνην, ἆρά γε θὰ εὔρῃ
εἰς τοὺς ἀνθρώπους αὐτὴν
τὴν ζωντανὴν πίστιν, ποὺ θὰ
τοὺς ἐνισχύῃ, ὥστε νὰ
μὴ ἀποκάμνουν εἰς τὴν προσευχήν;>
|
8
Σᾶς διαβεβαιῶ, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ
κάμῃ γρήγορα τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν
του καὶ θὰ τιμωρήσῃ ἐκείνους, ποὺ
τοὺς ἀδικοῦν. Ἀλλ’ ὅμως ὅταν
ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
διὰ νὰ κάμῃ κρίσιν καὶ νὰ ἀποδώσῃ
δικαιοσύνην, θὰ εὕρῃ ἄραγε ἐπὶ
τῆς γῆς ἀνθρώπους, ποὺ νὰ ἔχουν
τὴν ἐπίμονον καὶ ἀκατάβλητον αὐτὴν
πίστιν, ὥστε νὰ μὴ ἀποκάμνουν προσευχόμενοι;
|
9
Εἶπε δὲ καὶ πρός τινας τοὺς
πεποιθότας ἐφ' ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ
δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς
λοιπούς, τὴν παραβολὴν ταύτην·
|
9
Εἶπε δὲ καὶ πρὸς μερικούς, ποὺ
εἶχαν τὴν ἀλαζονικὴν αὐτοπεποίθησιν
ὅτι εἶναι δίκαιοι καὶ περιφρονοῦσαν
τοὺς ἄλλους, τὴν παραβολὴν αὐτήν.
|
9
Εἶπε δὲ καὶ πρὸς μερικούς, ποὺ
εἶχαν πεποίθησιν εἰς τοὺς ἑαυτούς
των, ὅτι εἶναι δίκαιοι καὶ ἐνάρετοι,
καὶ δι’ αὐτὸ περιφρονοῦσαν τοὺς
ἄλλους, αὐτὴν τὴν παραβολήν·
|
10
Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ
ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἰς Φαρισαῖος
καὶ ὁ ἕτερος τελώνης.
|
10
<Δύο ἄνθρωποι ἀνέβησαν εἰς
τὸ ἱερὸν νὰ προσευχηθοῦν, ὁ
ἔνας Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης.
|
10
Δύο ἄνθρωποι ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν
διὰ νὰ προσευχηθον· ὁ ἕνας ἦτο
Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης.
|
11
Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν
ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ
σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ
λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες,
ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος
ὁ τελώνης· |
11
Ὁ Φαρισαῖος ἐστάθη ἐπιδεικτικῶς
διὰ νὰ προκαλῇ ἐντύπωσιν·
καὶ διὰ νὰ δοξάσῃ τὸν
εὐατόν του, αὐτὰ προσηύχετο·
Σὲ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, διότι
δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι,
ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοὶ ἢ καὶ
ὡσὰν αὐτὸς ὁ τελώνης.
|
11
Ὁ Φαρισαῖος ἐστάθη ὄρθιος, ὥστε
νὰ φαίνεται καλά, καὶ προσηύχετο καθ’ ἑαυτὸν
καὶ δι’ ἑαυτὸν ταῦτα· Σὲ
εὐχαριστῶ, Θεέ μου, διότι δὲν εἶμαι
σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ
εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ
σὰν αὐτὸν ἐκεῖ τὸν τελώνην.
Εἰς καιρὸν δηλαδὴ ποὺ ὅλοι οἱ
ἄλλοι εἶναι ἔνοχοι καὶ ἀξιοκατάκριτοι,
ἐγὼ προβάλλω ὡς μόνος ἀνένοχος καὶ
σὲ εὐχαριστῶ, διότι δὲν βλέπω εἰς
τὸν ἑαυτόν μου τὰς τόσας κακίας, τὰς
ὁποίας ἔχουν οἱ ἄλλοι.
|
12
νηστεύω δίς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ
πάντα ὅσα κτῶμαι. |
12
Ἐγὼ νηστεύω δύο φορὲς τὴν
ἑβδομάδα, Δευτέρα καὶ Πέμπτην,
δίδω τὸ δέκατον ἀπὸ ὅλα
γενικῶς ὅσα ἀποκτῶ. Ἐγὼ
εἶμαι ἐνάρετος. |
12
Ἔχω ὅμως καὶ ἀρετάς. Νηστεύω δύο φορὰς
τὴν ἑβδομάδα (Δευτέραν καὶ Πέμπτην)· δίδω
τὸ δέκατον ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα,
ποὺ ἀποκτῶ, ἀκόμη καὶ ἀπὸ
τὰ πλέον μικρὰ καὶ εὐτελῆ, διὰ
τὰ ὁποῖα δὲν ἐπιβάλλει ὁ
νόμος τὴν δεκάτην. |
13
Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς
οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς
εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι,
ἀλλ' ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ
λέγων· ὁ Θεός, ἰλάσθητί
μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. |
13
Καὶ ὁ τελώνης, ποὺ ἐστέκετο
κάπου μακρυὰ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον,
δὲν ἤθελε οὔτε τὰ μάτια του
νὰ σηκώσῃ εἰς τὸν οὐρανόν,
ἀλλ' ἐκτυποῦσε τὸ στῆθος του
λέγων· Θεέ μου, σπλαγχνίσου με τὸν
ἁμαρτωλὸν καὶ συγχώρησέ με.
|
13
Ὁ τελώνης ὅμως ἔστεκε μακρὰν ἀπὸ
τὸ θυσιαστήριον, ποὺ ἐκαίοντο αἱ θυσίαι,
καὶ δὲν εἶχε τὴν τόλμην ὄχι
μόνον τὰς χεῖρας του, ἀλλὰ οὔτε
τὰ μάτια του νὰ σηκώσῃ ἐπάνω πρὸς
τὸν οὐρανόν. Ἀλλ’ ἐκτύπα συνεχῶς
τὸ στῆθος του, ποὺ περιέκλειε τὴν
ἁμαρτωλὴν καὶ ἀκάθαρτον καρδίαν του,
καὶ ἔλεγεν· Ὦ Κύριε καὶ Θεέ,
σπλαγχνίσου με καὶ συγχώρησέ με τὸν ἁμαρτωλόν.
|
14
Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος
εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ
γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ
ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται,
ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
|
14
Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι αὐτὸς ὁ
περιφρονημένος ἀπὸ τὸν Φαρισαῖον
τελώνης κατέβηκε εἰς τὸ σπίτι
του μὲ συγχωρημένας τὰς ἁμαρτίας
του, ἀθῶος καὶ δίκαιος ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ, παρὰ ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος.
Διότι κάθε ἔνας ποὺ ὑψώνει
τὸν εὐατόν του, θὰ ταπεινωθῇ
ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ θὰ καταδικασθῇ,
ἐνῶ ἐξ ἀντιθέτου ἐκεῖνος
ποὺ ταπεινώνει τὸν εὐατόν του
θὰ ὑψωθῇ καὶ θὰ δοξασθῇ
ἀπὸ τὸν Θεόν>.
|
14
Σᾶς βεβαιῶ, ὅτι αὐτὸς ὁ
περιφρονημένος τελώνης κατέβη ἀπὸ τὸ ἱερὸν
εἰς τὸ σπίτι του ἀθωωμένος καὶ δίκαιος
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ὁ
Φαρισαῖος ἐκεῖνος. Ἐδικαιώθη δὲ
ὁ τελώνης καὶ κατεκρίθη ὁ Φαρισαῖος,
διότι καθένας ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτόν
του, θὰ ταπεινωθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν
καὶ θὰ κατακριθῇ· ἐκεῖνος
δέ, ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτόν του, θὰ
ὑψωθῇ καὶ θὰ τιμηθῇ ἀπὸ
τὸν Θεόν. |
15
Προσέφερον δὲ αὐτῷ καὶ τὰ
βρέφη ἵνα αὐτῶν ἅπτηται·
καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐπετίμησαν
αὐτοῖς. |
15
Ἔφεραν δὲ εἰς αὐτὸν ἐκτὸς
τῶν ἀσθενῶν καὶ τὰ βρέφη,
διὰ νὰ τὰ ἐγγίσῃ μὲ
τὰ ἄχραντα χέρια του καὶ τοὺς
δώσῃ τὴν εὐλογίαν του. ᾿Αλλὰ
οἱ μαθηταί, ὅταν εἶδαν τοὺς
γονεῖς μὲ τὰ βρέφη νὰ πλησιάζουν,
τοὺς ἐπέπληξαν, νὰ μὴ ἐνοχλοῦν
τὸν διδάσκαλον μὲ τέτοια μικρὰ
καὶ ἀσήμαντα ζητήματα.
|
15
Τοῦ ἔφερναν δὲ ὄχι μόνον τοὺς
ἀσθενεῖς, ἀλλὰ καὶ τὰ
πολὺ μικρὰ παιδιὰ διὰ νὰ ἐγγίζῃ
τὸ καθένα μὲ τὰς χεῖρας του πρὸς
εὐλογίαν· οἱ μαθηταὶ ὅμως, ὅταν
εἶδαν τοὺς γονεῖς νὰ πλησιάζουν, τοὺς
ἐπέπληττον, ἐπειδὴ ἐνομιζαν, ὅτι
δὲν ἤρμοζεν εἰς τὸν Χριστὸν
νὰ τὸν ἀπασχολοὺν διὰ μικρὰ
παιδιά. |
16
Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος
αὐτὰ εἶπεν· ἄφετε τὰ παιδία
ἔρχεσθαι πρός με καὶ μὴ κωλύετε
αὐτά· τῶν γὰρ τοιούτων
ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
|
16
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἐπροσκάλεσε
αὐτὰ καὶ εἶπε· <ἀφῆστε
τὰ παιδιά νὰ ἔρχωνται κοντά
μου καὶ μὴ τὰ ἐμποδίζετε, διότι
εἰς αὐτά, καὶ εἰς ἐκείνους
ποὺ θὰ ὁμοιάσουν μὲ αὐτὰ
κατὰ τὴν ἁπλοϊκότητα καὶ ἀγαθότητα,
ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
|
16
Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς προσεκάλεσεν αὐτὰ
νὰ ἔλθουν πλησίον του καὶ εἶπεν· Ἀφήσατε
τὰ παιδιὰ νὰ ἔρχωνται πρὸς ἐμὲ
καὶ μὴ τὰ ἐμποδίζετε· διότι δι’
αὐτούς, ποὺ θὰ γίνουν σὰν αὐτά,
καὶ θὰ ἀποκτήσουν ταπεινὴν καρδίαν
καὶ παιδικὴν διάθεσιν, εἶναι ἡ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ. |
17
Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν
μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ
εἰς αὐτήν. |
17
Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ἐκεῖνος
ποὺ δὲν θὰ δεχθῇ τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀφέλειαν
καὶ τὴν ἐμπιστοσύνην μικροῦ
παιδιοῦ, δὲν θὰ εἰσέλθῃ
εἰς αὐτήν>. |
17
Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ἐκεῖνος ποὺ
δὲν θὰ δεχθῇ τὸν λόγον καὶ τὸ
κήρυγμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ μὲ
ἀφέλειαν καὶ ἐμπιστοσύνην καὶ ταπείνωσιν
σὰν αὐτήν, ποὺ δεικνύει τὸ παιδίον
εἰς τοὺς γονεῖς καὶ διδασκάλους του,
δὲν θὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτὴν.
|
18
Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν
ἄρχων λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ,
τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;
|
18
Καὶ τὸν ἠρώτησε κάποιος ἄρχων,
λέγων· <Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί
πρέπει νὰ κάμω, διὰ νὰ κληρονομήσω
τὴν αἰώνιον ζωήν;>
|
18
Καὶ τὸν ἠρώτησε κάποιος ἄρχων τῆς
συναγωγῆς καὶ εἶπε· Διδάσκαλε ἀγαθέ,
τί νὰ κάμω διὰ νὰ κληρονομήσω ζωὴν
αἰώνιον; |
19
Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς·
τί μὲ λέγεις ἀγαθόν; Οὐδεὶς
ἀγαθὸς εἰ μὴ εἰς, ὁ Θεός.
|
19
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
<ἐφ' ὅσον μὲ θεωρεῖς ἁπλοῦν
ἄνθρωπον, διατὶ μὲ ὀνομάζεις
ἀγαθόν; Κανένας δὲν εἶναι ἀπολύτως
ἀγαθός, εἰς τὸν ὁποῖον
καὶ νὰ ταιριάζῃ πλήρως τὸ
ὄνομα αὐτό, εἰ μὴ μόνον
ὁ Θεός. |
19
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
Ἀφοῦ ἀπευθύνεσαι πρὸς ἐμὲ
μὲ τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶμαι ἄνθρωπος
ἁπλοῦς, διατὶ μὲ ἀποκαλεῖς
ἀγαθόν; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀπολύτως
καὶ ἐξ ἑαυτοῦ ἀγαθός, παρὰ
μόνον ἕνας, ὁ Θεός. |
20
Τὰς ἐντολὰς οἶδᾳς· μὴ
μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ
κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς,
τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν
μητέρα σου. |
20
Γνωρίζεις τὰς ἐντολάς· νὰ
μὴ μοιχεύσῃς, νὰ μὴ φονεύσῃς,
νὰ μὴ κλέψῃς, νὰ μὴ ψευδομαρτυρήσῃς,
νὰ τιμᾶς τὸν πατέρα σου καὶ
τὴν μητέρα σου>. |
20
Γνωρίζεις τὰς ἐντολάς· Νὰ μὴ
μοιχεύσης· νὰ μὴ φονεύσῃς· νὰ
μὴ κλέψης· νὰ μὴ ψευδομαρτυρήσῃς·
νὰ τιμᾷς τὸν πατέρα σου καὶ τὴν
μητέρα σου. |
21
Ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα
ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου.
|
21
Ἐκεῖνος δὲ εἶπε· <ὅλα
αὐτὰ τὰ ἐφύλαξα ἐκ νεότητός
μου>. |
21
Καὶ ἐκεῖνος εἶπεν· Ὅλα
αὐτὰ τὰ ἐφύλαξα ἀπὸ τὰ
χρόνια, ποὺ ἤμουν νέος. |
22
Ἀκούσας δὲ τοῦτα ὁ Ἰησοῦς
εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι
λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον
καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἔξεις
θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο
ἀκουλούθει μοι.
|
22
Ὅταν ἤκουσε τὰ λόγια αὐτὰ
ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· <ἕνα
ἀκόμα σοῦ λείπει· ὅλα ὅσα
ἔχεις πώλησέ τα καὶ μοίρασέ
τα εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ θὰ ἀποκτήσῃς
ἔτσι θυσαυρὸν εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ ἐμπρὸς ἀκολούθησέ
με ὡς πιστὸς καὶ ὑπάκουος μαθητής
μου>. |
22
Ὅταν δὲ ἤκουσε τὰ λόγια αὐτὰ
ὁ Ἰησοῦς, τοῦ εἶπεν· Ἀκόμη
ἕνα σοῦ λείπει· πώλησε ὅλα, ὅσα
ἔχεις, καὶ μοίρασέ τα εἰς τοὺς πτωχοὺς
καὶ θὰ ἔχῃς θησαυρὸν εἰς
τὸν οὐρανὸν καὶ ἔλα νὰ
μὲ ἀκολουθήσῃς ὡς μαθητής μου, συμμορφούμενος
πάντοτε πρὸς ὅσα τὸ παράδειγμά μου καὶ
ἡ διδασκαλία μου θὰ σὲ διδάσκουν.
|
23
Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος
ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος
σφόδρα. |
23
Ἐκεῖνος, ὅταν ἤκουσε αὐτά,
ἐλυπήθηκε βαθύτατα· διότι ἦτο
πολὺ πλούσιος καὶ εἶχε προσκόλλησιν
εἰς τὰ πλούτη του. |
23
Αὐτὸς ὅμως, ὅταν ἤκουσε τὰ
λόγια αὐτά, ἐκαταλυπήθη· διότι ἦτο
πολὺ πλούσιος καὶ δὲν ἤθελε νὰ
ἀποχωρισθῇ τὰ πλούτη του.
|
24
Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς
περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς
δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες
εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ! |
24
Ὅταν δὲ τὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς
καταλυπημένον νὰ φεύγῃ, εἶπε
εἰς τοὺς μαθητάς του· <πόσον
δύσκολα αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὰ
χρήματα θὰ μποῦν εἰς τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ! |
24
Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὸν εἶδε
νὰ γίνεται καταλυπημένος, εἶπε· Πόσον δυσκόλα
αὐτοί, ποὺ ἔχουν τὰ χρήματα, θὰ
ἔμβουν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ!
|
25
Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλος
διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν
ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.
|
25
Διότι εἶναι εὐκολώτερον νὰ περάσῃ
μιὰ γκαμήλα ἀπὸ τὴν μικρὴ
τρύπα ποὺ ἀνοίγει ἕνα βελόνι,
παρὰ ἔνας πλούσιος νὰ εἰσέλθῃ
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ>.
|
25
Πράγματι· πολὺ δυσκόλα. Διότι εἶναι εὐκολώτερον
μία καμήλα νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν
μικρὰν τρύπαν, ποὺ ἀνοίγει ἡ βελόνα,
παρὰ νὰ εἰσέλθῃ ἕνας πλούσιος
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
|
26
Εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες·
καὶ τίς δύναται σωθῆναι; |
26
Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ τὸν ἤκουσαν
εἶπαν· <καὶ ποιὸς εἶναι δυνατὸν
νὰ σωθῇ, ἀφοῦ λίγο - πολὺ
ὅλοι ἀνακατευόμεθα μὲ τὰ χρήματα
καὶ ἑλκυόμεθα ἀπὸ τὰ χρήματα;
|
26
Ἐκεῖνοι δέ, ποὺ ἤκουσαν αὐτά,
εἶπαν· Καὶ ποῖος ἠμπορεῖ
νὰ σωθῇ, ἀφοῦ εἶναι μέχρι τοῦ
ἀδυνάτου δύσκολον νὰ σωθοῦν οἱ πλούσιοι,
τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ηὐνόησε
καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς τὰ
ἐπίγεια ἀγαθά του; |
27
Ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα
παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ
Θεῷ ἐστιν. |
27
Ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· <τὰ
ἀδύνατα διὰ τοὺς ἀνθρώπους
εἶναι κατορθωτὰ καὶ δυνατὰ εἰς
τὸν Θεόν>. |
27
Ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· Ἐκεῖνα,
ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ γίνουν μὲ
τὴν ἀσθενῆ δύναμιν τοῦ ἀνθρώπου,
αὐτὰ εἶναι κατορθωτὰ καὶ δυνατὰ
διὰ τῆς χάριτος καὶ τῆς δυνάμεως,
μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς λύει κάθε
καλοπροαιρέτου πλουσίου τοὺς δεσμοὺς τῆς
καρδίας του πρὸς τὸ χρῆμα καὶ τὸν
καθιστᾲ ἄξιον τῆς σωτηρίας.
|
28
Εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· ἰδοὺ
ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ
ἠκολουθήσαμέν σοι.
|
28
Λαβὼν ὁ Πέτρος ἀφορμὴν ἀπὸ
τὴν προτροπὴν τοῦ Κυρίου πρὸς
τὸν πλούσιον εἶπε· <Κύριε,
ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήσαμεν ὅλα
καὶ σὲ ἠκολουθήσαμεν>.
|
28
Εἶπε δὲ ὁ Πέτρος ἐξ ἀφορμῆς
τῆς προτροπῆς τοῦ Ἰησοῦ πρὸς
τὸν πλούσιον· Κύριε, ἰδοὺ ἡμεῖς
ἔχομεν ἀφήσει ὅλα καὶ σὲ ἠκολουθήσαμεν.
|
29
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν
λέγω ὑμῖν ὅτι οὐδείς ἐστιν
ὃς ἀφῆκεν οἰκίαν ἢ γονεῖς
ἢ ἀδελφοὺς ἢ γυναῖκα ἢ
τέκνα ἕνεκεν της βασιλείας τοῦ Θεοῦ,
|
29
Ὁ δὲ Κύριος τοὺς εἶπε·
σας διαβεβαιώνω, ὅτι δὲν ὑπάρχει
κανένας ποὺ ἀφῆκε οἰκίαν
ἡ γονεῖς ἡ ἀδελφοὺς ἡ
γυναῖκα ἡ τέκνα διὰ τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ, |
29
Ὁ δὲ Κύριος εἶπεν εἰς αὐτούς·
Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς βεβαιῶ,
ὅτι δὲν ὑπάρχει κανείς, ὁ ὁποῖος
ἀφῆκε σπίτι ἢ γονεῖς ἢ ἀδελφοὺς
ἢ γυναῖκα ἢ παιδιὰ διὰ τὴν
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, |
30
ὃς οὐ μὴ ἀπολάβῃ πολλαπλασίονα
ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ καὶ
ἐν τῷ αἰῶνι τῷ ἐρχομένῳ
ζωὴν αἰώνιον. |
30
καὶ ὁ ὅποιος νὰ μὴ τὰ
ξαναπάρῃ πολλαπλάσια κατὰ τὸν
καιρὸν τῆς ἐπιγείου του ζωῆς,
κατὰ δὲ τὸν αἰῶνα ποὺ
ἔρχεται αἰωνίαν ζωήν>.
|
30
καὶ ὁ ὁποῖος νὰ μὴ λάβῃ
πάλιν ὡς ἀμοιβὴν πολλαπλὰ μὲν
ἀγαθὰ εἰς τὸν καιρὸν αὐτὸν
τῆς ἐπιγείου ζωῆς, ἀλλὰ καὶ
ζωὴν αἰώνιον εἰς τὸν αἰῶνα
ποὺ μέλλει νὰ ἔλθῃ.
|
31
Παραλαβὼν δὲ τοὺς δώδεκα εἶπε
πρὸς αὐτούς· ἰδοὺ ἀναβαίνομεν
εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ τελειωθήσεται
πάντα τὰ γεγεραμμένα διὰ τῶν
προφητῶν τῷ υἱῷ τοῦ ἀνθρώπου.
|
31
Ἐπῆρε τότε ἰδιαιτέρως τοὺς
δώδεκα καὶ τοὺς εἶπε· <ἰδοὺ
ἀναβαίνομεν τώρα εἰς Ἱεροσόλημα
καὶ θὰ πραγματοποιηθοῦν πλήρως ὅλα
ὅσα ἔχουν γραφῆ ἀπὸ τοὺς
προφήτας διὰ τὸν υἱὸν τοῦ
ἀνθρώπου. |
31
Ἀφοῦ δὲ ἐπῆρεν ἰδιαιτέρως
τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, τοὺς εἶπεν·
Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα
καὶ θὰ πληρωθοῦν τελείως κατὰ τοῦ
υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ὅλα, ὅσα
εἶναι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ
Ἅγιον γραμμένα διὰ μέσου τῶν προφητῶν.
|
32
Παραδοθήσεται γὰρ τοῖς ἔθνεσι καὶ
ἐμπαιχθήσεται καὶ ὑβρισθήσεται
καὶ ἐμπτυσθήσεται, |
32
Διότι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
θὰ παραδοθῇ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας
τῶν Ἰουδαίων εἰς τοὺς ἐθνικοὺς
καὶ εἰδωλολάτρας καὶ θὰ τὸν
ἐμπαίξουν καὶ θὰ τὸν ὑβρίσουν
καὶ θὰ τὸν φτύσουν. |
32
Διότι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ
παραδοθῇ ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς
καὶ ἄρχοντας τῶν Ἰουδαίων εἰς
τοὺς ἐθνικούς, τὸν Πιλᾶτον δηλαδὴ
καὶ τοὺς στρατιώτας τῆς εἰδωλολατρικῆς
Ρώμης, καὶ θὰ ἐμπαιχθῇ καὶ θὰ
ὑβρισθῇ καὶ θὰ ἐμπτυσθῇ.
|
33
καὶ μαστιγώσαντες ἀποκτενοῦσιν αὐτόν,
καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ
ἀναστήσεται. |
33
Καὶ ἀφοῦ τὸν μαστιγώσουν, θὰ
τὸν φονεύσουν· καὶ τὴν τρίτην
ἡμέρα ἀπὸ τοῦ θανάτου
του θὰ ἀναστηθῇ>.
|
33
Καὶ ἀφοῦ τὸν μαστιγώσουν, θὰ
τὸν φονεύσουν, καὶ κατὰ τὴν τρίτην
ἡμέραν ἀπὸ τοῦ θανάτου του θὰ
ἀναστηθῇ. |
34
Καὶ αὐτοὶ οὐδὲν τούτων
συνῆκαν, καὶ ἦν τὸ ρῆμα τοῦτο
κεκρυμμένον ἀπ' αὐτῶν, καὶ οὐκ
ἐγίνωσκον τὰ λεγόμενα.
|
34
Αὐτοὶ ὅμως τίποτε δὲν ἐκατάλαβαν
ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἔμεινε κρυμμένος
καὶ ἀκατάληπτος ἀπὸ αὐτοὺς
ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ διδασκάλου
καὶ δὲν ἐγνώριζαν ποίαν σημασίαν
εἶχαν τὰ λεγόμενα του.
|
34
Αὐτοὶ ὅμως δὲν ἐκατάλαβαν τίποτε
ἀπὸ αὐτά, ποὺ τοὺς προεῖπεν
ὁ διδάσκαλός των· καὶ ἡ ἔννοια
τοῦ λόγου αὐτοῦ ἔμενε κρυμμένη ἀπὸ
αὐτοὺς καὶ δὲν ἤξευραν, τὶ
σημασίαν εἶχαν τὰ λεγόμενα, διότι δὲν ἐφαντάζοντο,
πῶς ἦτο δυνατὸν να σταυρωθῇ ὁ
Μεσσίας, διὰ τὸν ὁποῖον ὑπῆρχε
γενικῶς ἡ πεποίθησις, ὅτι δὲν θὰ
ἀπέθνησκε ποτέ. |
35
Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν
αὐτὸν εἰς Ἱεριχὼ τυφλός
τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν
προσαιτῶν. |
35
Καθὼς δὲ ἐπλησίαζε ὁ Κύριος
εἰς τὴν Ἱεριχώ, ἔνας τυφλὸς
ἐκάθητο δίπλα εἰς τὸν δρόμον
καὶ ἐζητιάνευε. |
35
Ὅταν δὲ ἐπλησίαζεν ὁ Κύριος εἰς
τὴν Ἱεριχῶ, συνέβη κάποιος τυφλὸς
νὰ κάθεται κοντὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ
νὰ ζητιανεύῃ. |
36
Ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου
ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.
|
36
Ὅταν δὲ ἤκουσε τὸν θόρυβον τοῦ
λαοῦ που ἐπερνοῦσε, ἐρώτησε,
τί τάχα εἶναι αὐτά, ποὺ
ἤκουε. |
36
Ὅταν δὲ ἤκουσε τὸν θόρυβον τοῦ
λαοῦ ποὺ ἐπερνοῦσεν, ἠρώτησε,
σὰν τί νὰ ἦσαν αὐτά, ποὺ ἤκουε.
|
37
Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι
Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται.
|
37
Τὸν ἐπληροφόρησαν δὲ ὅτι περνᾷ
ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς
ὁ Ναζωραῖος. |
37
Τοῦ ἀνήγγειλαν δέ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς
ὁ Ναζωραῖος ἐπέρνα ἀπ’ ἐκεῖ.
|
38
Καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ
υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με.
|
38
Καὶ ἐφώναξε μὲ μεγάλην φωνὴν
καὶ εἶπε· <Ἰησοῦ, ἀπόγονε
τοῦ Δαυΐδ, ἐλέησέ με>.
|
38
Καὶ τότε αὐτὸς ἔβαλε φωνὴν δυνατὴν
καὶ ἔλεγεν· Ἰησοῦ, ἀπόγονε
ἔνδοξε τοῦ Δαβίδ, τὸν ὁποῖον
προανήγγειλαν καὶ προεκήρυξαν οἱ προφῆται,
ἐλέησέ με. |
39
Καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ
ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ
πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ
Δαυΐδ, ἐλέησόν με.
|
39
Καὶ αὐτοὶ ποὺ ἐπροπορεύοντο,
τὸν ἐπέπλητταν καὶ τοῦ ἔλεγαν
νὰ σιωπήσῃ, διὰ νὰ μὴ
ἐνοχλῇ τὸν διδάσκαλον. Αὐτὸς
ὅμως πολὺ περισσότερο ἐκραύγαζε·
<ἀπόγονε τοῦ Δαυῒδ, ἐλέησέ
με>. |
39
Καὶ αὐτοί, ποὺ ἐπροπορεύοντο, τὸν
ἐπέπληττον καὶ τὸν ἀνάγκαζον νὰ
σιωπήσῃ νομίζοντες, ὅτι μὲ τὰς φωνάς
του θὰ ἠνωχλεῖτο ὁ Ἰησοῦς.
Αὐτὸς ὅμως πολὺ περισσότερον ἐφώναζεν·
Ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με.
|
40
Σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν
αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν.
Ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν
αὐτὸν |
40
Ἐστάθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ
ἔδωσε ἐντολὴν νὰ φέρουν τὸν
τυφλὸν πλησίον του. Ὅταν δὲ αὐτὸς
ἐπλησίασε, τὸν ἠρώτησε
|
40
Διέκοψε δὲ τὴν πορείαν του ὁ Ἰησοῦς
καὶ διέταξε νὰ τὸν φέρουν πλησίον του. Ὅταν
δὲ αὐτὸς ἐπλησίασε, τὸν ἠρώτησεν
ὁ Κύριος |
41
λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω;
Ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω.
|
41
λέγων· <τί θέλεις νά
σοῦ κάνω;> ᾿Ἐκεῖνος δὲ
εἶπε· <Κύριε, θέλω νὰ ἀποκτήσω
καὶ πάλιν τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν
μου>. |
41
καὶ τοῦ εἶπε· Τί θέλεις νὰ σοῦ
κάμω; Ὁ δὲ τυφλὸς εἶπε· Κύριε,
θέλω νὰ ἀποκτήσω πάλιν τὸ φῶς μου
καὶ νὰ ξαναΐδω. |
42
Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ·
ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ
σε. |
42
Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε·
<ἀνάβλεψε· ἡ πίστις, ποὺ
ἔχεις σ' ἐμένα, σὲ ἔσωσε ἀπὸ
τὴν τύφλωσίν σου>. |
42
Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπεν:
Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις ποὺ ἔχεις,
ὅτι εἶμαι ὁ ἀπόγονος τοῦ Δαβὶδ
καὶ ὅτι ἔχω τὴν δύναμιν νὰ σοῦ
δώσω τὴν ὑγείαν τῶν ματιῶν σου, σὲ
ἔσωσεν ἀπὸ τὴν ἀθεράπευτον τύφλωσίν
σου. |
43
Καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ
ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν
Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἱδὼν
ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ. |
43
Καὶ ἀμέσως ἀπέκτησε τὸ
φῶς τῶν ὀφθαλμῶν του καὶ γεμᾶτος
χαρὰν ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστόν,
δοξάζων τὸν Θεόν. Καὶ ὅλος ὁ
λαός, ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα, ἔδωσε
δόξαν εἰς τὸν Θεόν. (Οἱ καλοπροαίρετοι
δοξάζουν τὸν Θεὸν καὶ διὰ τὸ
καλόν, ποὺ γίνεται εἰς τοὺς
ἄλλους). |
43
Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπέκτησε
πάλιν τὸ φῶς του καὶ ἠκολούθει τὸν
Ἰησοῦν δοξάζων τὸν Θεόν, ποὺ τὸν
ἐθεράπευσε διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ.
Καὶ ὅλον τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ,
ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα, ἐδοξολόγησε
καὶ ἀνύμνησε τὸν Θεόν. |