Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
λεάζαρος
δέ τις ἀνὴρ ἐπίσημος τῶν
ἀπὸ τῆς χώρας ἱερέων,
ἐν πρεσβείῳ τὴν ἡλικίαν
ἤδη λελογχὼς καὶ πάσῃ τῇ
κατὰ τὸν βίον ἀρετῇ κεκοσμημένος,
τοὺς περὶ αὐτὸν καταστείλας
πρεσβυτέρους ἐπικαλεῖσθαι τὸν ἅγιον
Θεὸν προσηύξατο τάδε·
|
νας
δὲ ἀνήρ, ἐπίσημος μεταξὺ
τῶν ἱερέων, τῶν ἀπὸ τῆς
Αἰγύπτου, Ἐλεάζαρος ὀνομαζόμενος,
ὁ ὁποῖος εἶχεν ἤδη προχωρήσει
εἰς τὴν γεροντικὴν ἡλικίαν καὶ
ἦτο στολισμένος καθ' ὅλον του τὸν
βίον μὲ κάθε ἀρετήν, συνέστησεν
εἰς τοὺς πρεσβυτέρους νὰ σταματήσουν
δεόμενοι πρὸς τὸν ἅγιον Θεὸν
καὶ αὐτὸς προοηυχήθη ὡς ἐξῆς·
|
ότε
ὅμως κάποιος ὀνομαζόμενος Ἐλεάζαρος, ἄνδρας
ἐπίσημος μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων ἱερέων
τῆς Αἰγυπτιακῆς ὑπαίθρου, ὁ
ὁποῖος εἶχεν ἤδη φθάσει εἰς
γεροντικὴν ἡλικίαν καὶ ἐστολίζετο
μὲ κάθε ἀρετὴν καθ’ ὅλην τὴν
διάρκειαν τῆς ζωῆς του, ἀφοῦ συνέστησεν
εἰς τοὺς περὶ αὐτὸν πρεσβυτέρους
νὰ σταματήσουν νὰ ἐπικαλοῦνται τὸν
ἅγιον Θεόν, προσηυχήθη ὡς ἀκολούθως:
|
2
βασιλεῦ μεγαλοκράτωρ, ὕψιστε, παντοκράτωρ
Θεὲ τὴν πᾶσαν διακυβερνῶν ἐν
οἰκτιρμοῖς κτίσιν, |
2
<Βασιλεῦ παντοδύναμε, Ὕψιστε Θεὲ
παντοκράτωρ, σὺ ποὺ μὲ τὸ ἔλεός
σου κυβερνᾷς ὅλην τὴν δημιουργίαν,
|
2
<Βασιλεῦ, ὁ Ὁποῖος ἔχεις
μεγάλην ἰσχὺν καὶ δύναμιν, Ὕψιστε,
Σὺ ὁ Ὁποῖος εἶσαι ὁ Κύριος
καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός, Σύ, Θεέ,
ὁ Ὁποῖος κυβερνᾷς ὅλην τὴν
δημιουργίαν μὲ συμπάθειαν καὶ εὐσπλαγχνίαν,
|
3
ἔπιδε ἐπὶ Ἁβραὰμ σπέρμα,
ἐπὶ ἠγιασμένου τέκνα Ἰακώβ,
μερίδος ἠγιασμένης σου λαὸν ἐν
ξένῃ γῇ ξένον ἀδίκως ἀπολλύμενον,
πάτερ. |
3
ρῖξε σπλαγχνικὸν βλέμμα εἰς ἡμᾶς
τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ,
εἰς τὰ παιδιὰ τοῦ ἐκλεκτοῦ
σου Ἰακώβ, εἰς τὴν ἠγιασμένην
ὑπὸ σοῦ αὐτὴν μερίδα τοῦ
λαοῦ, ποὺ ξένος εὑρίσκεται εἰς
ξένην γῆν, καὶ ἡ ὁποία
ἀποθνήσκει ἀδίκως, ὦ πάτερ.
|
3
κύτταξε μὲ προσοχὴν καὶ ρίψε τὸ πλῆρες
οἰκτιρμῶν καὶ συμπαθείας βλέμμα Σου εἰς
τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, εἰς
τὰ παιδιὰ τοῦ ἐκλεκτοῦ καὶ
ἁγιασμένου Ἰακώβ, εἰς τὸν λαὸν
τῆς ἐκλεκτῆς καὶ ἁγιασμένης
μερίδος Σου, ὁ ὁποῖος χάνεται καὶ
ἀφανίζεται ἀδίκως ὡς ξένος εἰς ξένην
χώραν. Ὤ, Πάτερ, |
4
Σὺ Φαραὼ πληθύνοντα ἅρμασι, τὸν
πρὶν Αἰγύπτου ταύτης δυνάστην,
ἐπαρθέντα ἀνόμῳ θράσει
καὶ γλώσσῃ μεγαλορρήμονι, σὺν
τῇ ὑπερηφάνῳ στρατιᾷ ποντοβρόχους
ἀπώλεσας, φέγγος ἐπιφάνας ἐλέους
Ἰσραὴλ γένει. |
4
Σύ, τὸν Φαραὼ μὲ τὰ πλήθη
τῶν πολεμικῶν ἁρμάτων του, ὁ
ὁποῖος ἦτο πρὶν βασιλεὺς αὐτῆς
τῆς Αἰγύπτου καὶ ὑπερηφανεύθη
μὲ παράνομον θράσος καὶ μὲ μεγαλορρήμονα
γλῶσσαν, τὸν κατέστρεψες μαζῆ μὲ
τὴν ἀλαζονικὴν στρατιάν του, τοὺς
ἔπνιξες εἰς τὴν θάλασσαν, ἐνῷ
ἐξ ἀντιθέτου ἀνέτειλες καὶ
ἐδώρισες φῶς τοῦ ἐλέους
σου εἰς τὸ γένος τῶν Ἰσραηλιτῶν.
|
4
Σὺ τὸν Φαραώ, τὸν πρώην ἐξουσιαστὴν
καὶ κυβερνήτην αὐτῆς τῆς Αἰγύπτου,
μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος τῶν πολεμικῶν
του ἁρμάτων, ἐπειδὴ ὑπερηφανεύθη διὰ
τῆς παρανόμου αὐθαδείας καὶ προπετείας του
καὶ τῆς γλώσσης, ἡ ὁποία λαλεῖ
μεγάλα καὶ ἀλαζονικὰ λόγια, τὸν κατέστρεψες
μαζὶ μὲ τὸ ὑπερήφανον στράτευμά του,
μὲ τὸ νὰ τοὺς καταποντίσῃς καὶ
τοὺς πνίξῃς εἰς τὸ πέλαγος (τὴν
Ἐρυθρὰν θάλασσαν). Καὶ ἔτσι ἔκαμες
ὥστε νὰ φανερωθῇ καὶ νὰ ἀνατείλῃ
τὸ φῶς τοῦ ἐλέους Σου εἰς τὸ
Ἰσραηλιτικὸν ἔθνος. |
5
Σὺ τὸν ἀναριθμήτους δυνάμεσι
γαυρωθέντα Σενναχηρείμ, βαρὺν Ἀσσυρίων
βασιλέα, δόρατι τὴν πᾶσαν ὑποχείριον
ἤδη λαβόντα γῆν καὶ μετεωρισθέντα
ἐπὶ τὴν ἁγίαν σου πόλιν,
βαρέα λαλοῦντα κόμπῳ καὶ θράσει
σύ, Δέσποτα, ἔθραυσας, ἔκδηλον δεικνὺς
ἔθνεσι πολλοῖς τὸ σὸν κράτος.
|
5
Σύ, τὸν φοβερὸν βασιλέα τῶν
Ἀσσυρίων, τὸν Σενναχηρείμ, ὁ
ὁποῖος εἶχεν ὑπερηφανευθῆ διὰ
τὰς ἀναριθμήτους του στρατιωτικὰς
δυνάμεις καὶ εἶχεν ἤδη ὑποτάξει
διὰ τοῦ δόρατός του ὅλην τὴν
γῆν εἰς τὰ χέρια του, ἐπειδὴ
ἀλαζονεύθηκε ἐναντίον τῆς ἁγίας
σου πόλεως, τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐκστομίζων
λόγους ἀσεβεῖς κατ' αὐτῆς μὲ
θράσος καὶ ἀλαζονείαν, σύ, Δέσποτα,
συνέτριψες καὶ αὐτὸν δείξας
ἔτσι ὁλοφάνερον τὴν δύναμίν
σου εἰς πολλὰ ἔθνη.
|
5
τὸν Σενναχηρείμ, τὸν σκληρόν, φοβερὸν καὶ
τυραννικὸν βασιλιᾶ τῶν Ἀσσυρίων, ὁ
ὁποῖος εἶχε ὑπερηφανευθῆ καὶ
ἐκαυχᾶτο φουσκωμένος διὰ τὶς ἀναρίθμητες
στρατιωτικές του δυνάμεις· ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ
ὑπέταξεν ἤδη καὶ ὑπεδούλωσεν ὅλην
τὴν γῆν μὲ τὸ δόρυ του, εἶχεν
ἐπαρθῆ καὶ ὑπερηφανευθῆ ἐναντίον
τῆς ἁγίας Σου πόλεως, τῆς Ἱερουσαλήμ,
μὲ τὸ νὰ ἐκστομίζῃ σκληροὺς
καὶ ἀσεβεῖς λόγους μὲ ἀλαζονείαν
καὶ κομπασμὸν καὶ μὲ αὐθάδειαν
καὶ προπέτειαν, Σύ, Δέσποτα, τὸν συνέτριψες καὶ
τὸν ἐτσάκισες. Ἔτσι δι' ὅλων αὐτῶν
κατέστησες γνωστὴν καὶ ὁλοφάνερον μὲ
τρόπον ἐπίσημον τὴν δύναμίν Σου εἰς πολλὰ
ἔθνη. |
6
Σὺ τοὺς κατὰ τὴν Βαβυλωνίαν
τρεῖς ἑταίρους, πυρὶ τὴν ψυχὴν
αὐθαιρέτως δεδωκότας εἰς τὸ
μὴ λατρεῦσαι τοῖς κενοῖς, διάπυρον
δροσίσας κάμινον ἔρρυσω μέχρι τριχὸς
ἀπημάντους, φλόγα πᾶσιν ἐπιπέμψας
τοῖς ὑπεναντίοις. |
6
Σύ, διὰ τοὺς τρεῖς φίλους παῖδας,
ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν Βαβυλωνίαν,
οἱ ὁποῖοι ἐκουσίως παρέδωσαν
τὴν ζωήν των εἰς τὸ πῦρ, διὰ
νὰ μὴ λατρεύσουν τὰ μάταια εἴδωλα,
ἐδρόσισες τὴν κατακαιομένην κάμινον
καὶ τοὺς ἀπήλλαξες καὶ τοὺς
διεφύλαξες ἀβλαβεῖς μέχρι καὶ
τῆς τριχὸς τῆς κεφαλῆς των, ἀπέστειλες
δὲ τὴν φλόγα σου ἐναντίον ὅλων
ἐκείνων, ποὺ ἦσαν ἐχθροί
των καὶ εὑρίσκοντο πλησίον τῆς
καμίνου.
|
6
Σὺ τοὺς τρεῖς συντρόφους (τοὺς τρεῖς
Παῖδας), ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν
Βαβυλῶνα, οἱ ὁποῖοι ἐλεύθερα
καὶ μὲ τὴν θέλησίν των παρέδωσαν τὴν
ζωήν των εἰς τὴν φωτιά, διὰ νὰ μὴ
προσκυνήσουν καὶ λατρεύσουν τὰ μάταια καὶ
κούφια εἰδωλολατρικὰ ἀγάλματα, ἀφοῦ
ἐδρόσισες τὸ πολὺ πυρωμένον καμίνι, τοὺς
διέσωσες ἀβλαβεῖς καὶ ἀκεραίους μέχρι
καὶ τῆς τριχὸς καὶ ἔστειλες
τὴν φλόγα ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν
των, ποὺ ἦσαν γύρω ἀπὸ τὸ καμίνι.
|
7
Σὺ τὸν διαβολοῖς φθόνου λέουσι
κατὰ γῆς ριφέντα θηρσὶ βορὰν
Δανιὴλ εἰς φῶς ἀνήγαγες ἀσινῆ,
|
7
Σὺ ἔσωσες καὶ ἔβγαλες ἀβλαβῆ
εἰς τὸ φῶς τῆς ἡμέρας
τὸν Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἐξ
αἰτίας συκοφαντιῶν ἀπὸ φθόνον
προερχομένων, ἐρρίφθη εἰς τοὺς
λέοντας ἐντὸς σκοτεινοῦ λάκκου,
διὰ νὰ χρησιμεύσῃ ὡς τροφὴ
αὐτῶν. |
7
Σὺ τὸν προφήτην Δανιήλ, ὁ ὁποῖος
ἔπειτα ἀπὸ συκοφαντίες, ποὺ προήρχοντο
ἀπὸ φθόνον, ἐρρίφθη κάτω εἰς τὸν
λάκκον τῶν λεόντων ὡς τροφὴ τῶν ἀγρίων
θηρίων (τῶν λεόντων), τὸν ἔσωσες καὶ
τὸν ἀνέβασες ἀπὸ τὸν σκοτεινὸν
λάκκον εἰς τὸ φῶς ἀβλαβῆ καὶ
ἀνέπαφον. |
8
τόν τε βυθοτρεφοῦς ἐν γαστρὶ κήτους
Ἰωνᾶν τηκόμενον ἀφειδῶς ἀπήμαντον
πᾶσιν οἰκείοις ἀνέδειξας, πάτερ.
|
8
Σύ, Πάτερ, τὸν Ἰωνᾶν, ὁ
ὁποῖος ἐρρίφθη εἰς τὴν
κοιλίαν τοῦ εἰς τοὺς βυθοὺς
τῶν θαλασσῶν ζῶντος καὶ τρεφομένου
κήτους, ἐνῷ εἶχε καταβροχθισθῆ
χωρὶς οἶκτον, τὸν ἀνέσυρες ἀβλαβῆ
πρὸς χάριν ὅλων τῶν οἰκείων
του. |
8
Καὶ τὸν Ἰωνᾶν, ὁ ὁποῖος
ἔλειωνε ἀφειδῶς, χωρὶς νὰ τὸν
λυπᾶται κανείς, εἰς τὴν κοιλία τοῦ
μεγάλου κήτους, τὸ ὁποῖον τὸν ἐκατάπιε
καὶ τὸ ὁποῖον ἐτρέφετο εἰς
τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης, Σύ, Πάτερ, τὸν
ἔσωσες καὶ τὸν ἐφανέρωσες εἰς
ὅλους τοὺς οἰκείους του ἀβλαβῆ
καὶ ἀκέραιον. |
9
Καὶ νῦν μίσυβρι, πολυέλεε, τῶν
ὅλων σκεπαστά, τὸ τάχος ἐπιφάνηθι
τοῖς ἀπὸ Ἰσραὴλ γένους,
ὑπὸ δὲ ἐβδελυγμένων ἀνόμων
ἐθνῶν ὑβριζομένοις.
|
9
Καὶ τώρα σύ, Κύριε, ὁ ὁποῖος
μισεῖς τὴν ὑπερηφάνειαν, πολυέλεε,
προστάτα ὅλων, ταχέως κάμε τὴν
ἐμφάνισίν σου εἰς τοὺς ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι κατάγονται ἀπὸ
τὸ γένος τοῦ Ἰσραὴλ καὶ
οἱ ὁποῖοι ἀπὸ βδελυροὺς
καὶ ἀνόμους εἰδωλολάτρας ὑβρίζονται.
|
9
Καὶ τώρα Σύ, Κύριε, ὁ ὁποῖος μισεῖς
τὴν αὐθάδειαν καὶ τὴν ἔπαρσιν,
Πολυέλεε, Ὑπερασπιστὰ καὶ Προστάτα ὅλων,
κάμε τὸ ταχύτερον φανερὸν τὸν ἑαυτόν
Σου εἰς ἐκείνους, ποὺ ἀνήκουν εἰς
τὸ ἔθνος τοῦ Ἰσραὴλ καὶ
οἱ ὁποῖοι περιφρονοῦνται καὶ
περιϋβρίζονται ἀπὸ σιχαμερὰ καὶ παράνομα
εἰδωλολατρικὰ ἔθνη. |
10
Εἰ δὲ ἀσεβείαις κατὰ τὴν
ἀποικίαν ὁ βίος ἡμῶν ἐνέσχηται,
ρυσάμενος ἡμᾶς ἀπὸ ἐχθρῶν
χειρός, ὡς προαιρῇ, Δέσποτα, ἀπόλεσον
ἡμᾶς μόρῳ. |
10
Ἐὰν ὅμως ὁ βίος μας κατὰ
τὸ διάστημα τῆς ἀπομακρύνσεώς
μας ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ εἶναι
πλήρης ἀσεβειῶν, ἁπάλλαξέ
μας ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἐχθρῶν
μας καὶ σύ, Δέσποτα, θανάτωσέ
μας ὅπως προτιμᾷς.
|
10
Ἐὰν δὲ ἡ ζωή μας, κατὰ τὴν
περίοδον τῆς ἀπομακρύνσεώς μας ἀπὸ
τὴν Ἱερουσαλήμ, ἔχῃ περιπλεχθῆ
καὶ ζυμωθῆ μὲ ἀσέβειαν καὶ ἀνευλάβειαν,
γλίτωσέ μας ἀπὸ τὰ χέρια τῶν
ἐχθρῶν καὶ κατάστρεψέ μας Σύ, Δέσποτα,
μὲ ὁποῖον κλῆρον (θάνατον) προτιμᾷς.
|
11
Μὴ τοῖς ματαίοις οἱ ματαιόφρονες
εὐλογησάτωσαν ἐπὶ τῇ τῶν
ἠγαπημένων σου ἀπωλείᾳ λέγοντες·
οὐδὲ ὁ Θεὸς αὐτῶν ἐρρύσατο
αὐτούς. |
11
Καὶ τοῦτο, διὰ νὰ μὴ δοξολογήσουν
οἱ ματαιόφρονες αὐτοὶ εἰδωλολάτραι
τὰ εἴδωλά των, εἰς τὰ ὁποῖα
θὰ θελήσουν νὰ ἀποδώσουν τὴν
καταστροφὴν τῶν ἠγαπημένων ἀπὸ
σε ἀνθρώπων. Διὰ νὰ μὴ λέγουν,
ὅτι οὔτε ὁ Θεός των δὲν τοὺς
ἐγλύτωσε.
|
11
Μὴ ἐπιτρέψῃς, ὥστε οἱ ἀνόητοι
εἰδωλολάτραι, οἱ ὁποῖοι φρονοῦν
μάταια, νὰ ὑμνήσουν καὶ νὰ δοξάσουν
τὰ ψευδῆ καὶ ἄχρηστα εἴδωλα
διὰ τὴν καταστροφὴν τοῦ ἀγαπημένου
λαοῦ Σου, λέγοντες: (Οὔτε καὶ αὐτὸς
ὁ Θεός των δὲν τοὺς ἔσωσεν>!
|
12
Σὺ δὲ ὁ πᾶσαν ἀλκὴν καὶ
δυναστείαν ἔχων ἄπασαν, αἰώνιε,
νῦν ἔπιδε· ἐλέησον ἡμᾶς
τοὺς καθ' ὕβριν ἀνόμων ἀλόγιστον
ἐκ τοῦ ζῆν μεθιστανομένους ἐν
ἐπιβούλων τρόπῳ.
|
12
Σύ, αἰώνιε Θεέ, ποὺ ἔχεις
πᾶσαν δύναμιν καὶ πᾶσαν ἰσχὺν
ρίψε τώρα τὸ βλέμμα σου εἰς
ἡμᾶς. Ἐλέησε ἡμᾶς, οἱ
ὁποῖοι πρόκειται νὰ θανατωθῶμεν,
ὅπως θανατώνονται οἱ κακοῦργοι, ἀπὸ
ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι ὑπερήφανοι,
παράνομοι καὶ ἀπερίσκεπτοι.
|
12
Ἀλλὰ Σύ, ὁ Ὁποῖος ἔχεις
ὅλην τὴν δύναμιν καὶ ὅλην τὴν
ἀπόλυτον καὶ δυναστικὴν ἐξουσίαν Σύ,
αἰώνιε Θεέ, ρίψε τώρα προσεκτικὰ τὸ βλέμμα
Σου ἐπάνω μας. Ἐλέησε ἠμᾶς, οἱ
ὁποῖοι κινδυνεύομεν πλέον νὰ μετατεθῶμεν
ἀπὸ τὴν ζωὴν αὐτὴν εἰς
τὴν ἄλλην, ἀπὸ τὴν ἀστόχαστον,
παράφρονα καὶ ἀναίσθητον αὐθάδειαν καὶ
θρασύτητα ἀνθρώπων παρανόμων, καὶ να ἀποθάνωμεν,
ὅπως ἀποθνήσκουν οἱ κακοῦργοι καὶ
οἱ προδόται. |
13
Πτηξάτω δὲ ἔθνη σὴν δύναμιν
ἀνίκητον σήμερον, ἔντιμε, δύναμιν
ἔχων ἐπὶ σωτηρίᾳ Ἰακὼβ
γένους. |
13
Ἂς τρομάξουν, καὶ κατατρομαγμένα ἂς
συμμαζευθοῦν σήμερον τὰ ἔθνη ἐνώπιον
τῆς ἀκατανίκητου δυνάμεώς σου,
ἔντιμε Κύριε, Σὺ ὁ ὁποῖος
ἔχεις ἀκατανίκητον τὴν δύναμιν,
διὰ νὰ σώσῃς τὸ γένος
τοῦ Ἰακώβ.
|
13
Ἂς τρομάξουν καὶ ἂς ζαρώσουν ἀπὸ
φόβον σήμερα οἱ ἐθνικοὶ ἐμπρὸς
εἰς τὴν ἀκατανίκητον δύναμίν σου, ἔνδοξε
καὶ ἄξιε πάσης τιμῆς, Σύ, ὁ ὁποῖος
ἔχεις τὴν δύναμιν νὰ σώσῃς τὸ
ἔθνος τοῦ Ἰακώβ (ἢ κατ’ ἄλλην
ἑρμηνείαν: Σύ, ὁ ὁποῖος εἰργάσθης
μεγάλα καὶ θαυμαστὰ διὰ τὴν σωτηρίαν
τοῦ ἔθνους τοῦ Ἰακώβ).
|
14
Ἱκετεύει σε τὸ πᾶν πλῆθος τῶν
νηπίων καὶ οἱ τούτων γονεῖς
μετὰ δακρύων. |
14
Σὲ ἱκετεύει ὅλον τοῦτο τὸ
πλῆθος τῶν νηπίων καὶ οἱ γονεῖς
αὐτῶν μετὰ δακρύων.
|
14
Διὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν Σὲ
ἱκετεύει ὅλον αὐτὸ τὸ πλῆθος
τῶν νηπίων καὶ οἱ γονεῖς των μὲ
δάκρυα. |
15
Δειχθήτω πᾶσιν ἔθνεσιν, ὅτι μεθ' ἡμῶν
εἶ, Κύριε, καὶ οὐκ ἀπέστρεψας
τὸ πρόσωπόν σου ἀφ' ἡμῶν,
ἀλλὰ καθὼς εἶπας ὅτι οὐδ'
ἐν τῇ γῇ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν
ὄντων ὑπερεῖδες αὐτούς, οὕτως
ἐπιτέλεσον, Κύριε. |
15
Ἂς φανῇ, Κύριε, εἰς ὅλα τὰ
ἔθνη, ὅτι εἶσαι μαζῆ μας καὶ
δὲν ἀπέστρεψες τὸ πρόσωπόν
σου ἀπὸ ἡμᾶς, ἀλλά, ὅπως
ἄλλοτε ὑπεσχέθης ὅτι δὲν θὰ
μας παραβλέψῃς, ὅταν εὑρισκώμεθα
εἰς τὴν χώραν τῶν ἐχθρῶν
μας, πρᾶξε τοῦτο καὶ τώρα, Κύριε>.
|
15
Ἂς φανῇ εἰς ὅλους τοὺς ἐθνικοὺς
ὅτι Σύ, Κύριε, εἶσαι μαζί μας καὶ
δὲν ἔστρεψες ἀλλοῦ μὲ ἀδιαφορίαν
τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ ἡμᾶς·
ἀλλ’ ὅπως ὑπεσχέθης, ὅτι (ἀκόμη
καὶ τότε, ποὺ εὑρίσκοντο τιμωρημένοι εἰς
τὴν χώραν τῶν ἐχθρῶν των, δὲν
ἔδειξα περιφρόνησιν πρὸς αὐτούς), ἔτσι
πραγματοποίησε καὶ τώρα τὴν ὑπόσχεσίν Σου,
Κύριε>. |
16
Τοῦ δὲ Ἐλεαζάρου λήγοντος ἄρτι
τῆς προσευχῆς, ὁ βασιλεὺς σὺν
τοῖς θηρίοις καὶ παντὶ τῷ τῆς
δυνάμεως φρυάγματι κατὰ τὸν ἱππόδρομον
παρῆγε. |
16
Ἀμέσως, μόλις ἐτελείωσε τὴν
προσευχήν του ὁ Ἐλεάζαρος, εἰσώρμησεν
ὁ βασιλεὺς μαζῆ μὲ τὰ θηρία
καὶ μὲ ὅλον τὸν φρυαττόμενον
στρατόν του εἰς τὸ ἱπποδρόμιον.
|
16
Μόλις δὲ ὁ Ἐλεάζαρος ἐτελείωσε
τὴν προσευχήν του, ὁ βασιλιᾶς μαζὶ
μὲ τοὺς ἐξαγριωμένους ἐλέφαντες
καὶ μὲ ὅλον τὸ γεμᾶτον αὐθάδειαν
καὶ ὑπεροψίαν καὶ ἀφηνιασμένον
στράτευμά του ἔφθασεν εἰς τὸν ἱππόδρομον.
|
17
Καὶ θεωρήσαντες οἱ Ἰουδαῖοι
μέγα εἰς οὐρανὸν ἀνέκραξαν,
ὥστε καὶ τοὺς παρακειμένους αὐλῶνας
συνηχήσαντας ἀκατάσχετον οἰμωγὴν
ποιῆσαι παντὶ τῷ στρατοπέδῳ.
|
17
Οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν εἶδαν αὐτά,
ἀνέκραξαν μὲ μεγάλην φωνὴν πρὸς
τὸν Θεόν, ὥστε ἀντήχησαν αἱ
πλησίον κοιλάδες καὶ ἠκούσθη
εἰς ὅλον τὸ στρατόπεδον τοῦ
Πτολεμαίου ἀσυγκράτητος θρῆνος,
|
17
Ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι εἶδαν ὅλα
αὐτά, ἐφώναξαν μὲ φωνὴν ἰσχυρὰν
πρὸς τὸν οὐρανόν, τὸν Θεόν, ὥστε
καὶ αὐτὲς ἀκόμη οἱ γειτονικὲς
κοιλάδες ἀντήχησαν καὶ ἀντιλάλησαν
τὸν ἴδιον ἦχον καὶ τὴν δυνατὴν
κραυγήν των· τοῦτο δὲ ἐδημιούργησεν
ἀκράτητον καὶ ἀσταμάτητον ὀδυρμόν,
κλαυθμὸν μὲ ἀναστεναγμοὺς καὶ
τρόμον εἰς ὅλον τὸ στρατόπεδον.
|
18
Τότε ὁ μεγαλόδοξος παντοκράτωρ καὶ
ἀληθινὸς Θεός, ἐπιφάνας τὸ
ἅγιον αὐτοῦ πρόσωπον, ἠνέῳξε
τὰς οὐρανίους πύλας, ἐξ ὧν
δεδοξασμένοι δύο φοβεροειδεῖς ἄγγελοι
κατέβησαν φανεροὶ πᾶσι, πλὴν τοῖς
Ἰουδαίοις, |
18
τότε ὁ ἄπειρος κατὰ τὴν δόξαν,
καὶ παντοδύναμος καὶ ἀληθινὸς
Θεός, κατέστησεν ὁλοφάνερον τὴν
ἁγίαν αὐτοῦ δύναμιν, διότι
ἤνοιξε τὰς πύλας τοῦ οὐρανοῦ
καὶ κατέβησαν ἀπὸ αὐτοὺς
δύο ὁλόλαμπροι, ἀλλὰ καὶ
φοβεροὶ κατὰ τὴν μορφήν, ἄγγελοι,
τοὺς ὁποίους ἔβλεπον ὅλοι οἱ
ἄλλοι πλὴν τῶν Ἰουδαίων.
|
18
Τότε ὁ ἀπείρως ἔνδοξος παντοκράτωρ καὶ
ἀληθινὸς Θεὸς ἐπενέβη καὶ ἐφανέρωσε
κατὰ τρόπον θαυμαστὸν τὸ εὐμενὲς
καὶ ἅγιον πρόσωπόν του καὶ ἄνοιξε
τὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ, ἀπὸ
τὶς ὁποῖες κατέβησαν δύο ἄγγελοι ὁλόλαμπροι,
φοβεροὶ εἰς τὴν ὄψιν, οἱ ὁποῖοι
ἦσαν φανεροὶ εἰς ὅλους τοὺς
ἄλλους, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς
Ἰουδαίους. |
19
καὶ ἀντέστησαν καὶ τὴν δύναμιν
τῶν ὑπεναντίων ἐπλήρωσαν ταραχῆς
καὶ δειλίας καὶ ἀκινήτοις ἔδησαν
πέδαις. |
19
Αὐτοὶ ἀντεστάθησαν εἰς τὴν
ἐπιδρομὴν τῶν θηρίων καὶ ἐγέμισαν
ἀπὸ φόβον καὶ ταραχὴν τὴν
στρατιωτικὴν δύναμιν τῶν ἐχθρῶν
καὶ σὰν μὲ σιδερένια δεσμὰ τοὺς
ἔδεσαν καὶ τοὺς ἔκαμαν ἀκινήτους.
|
19
Οἱ δύο αὐτοὶ ἄγγελοι ἐστάθησαν
ἀντιμέτωποι τοῦ ἐχθρικοῦ στρατοῦ,
τὸν ὁποῖον ἐγέμισαν ἀπὸ
σύγχυσιν καὶ τρόμον, ἔδεσαν τοὺς στρατιῶτες
μὲ στερεὰ καὶ ἀτράνταχτα δεσμὰ
καὶ τοὺς ἀκινητοποίησαν.
|
20
Καὶ ὑπόφρικον καὶ τὸ τοῦ
βασιλέως σῶμα ἐγενήθη καὶ λήθη
τὸ θράσος αὐτοῦ τὸ βαρύθυμον
ἔλαβε. |
20
Καὶ αὐτοῦ τοῦ βασιλέως τὸ
σῶμα, ἐκυριεύθη ἀπὸ φρίκην,
ὥστε αὐτὸς ἐλησμόνησε τὸν
ἄγριον του θυμόν.
|
20
Μεγάλος δὲ τρόμος, ἀνατριχίλα καὶ φρίκη
ἐκυρίευσε καὶ τὸ σῶμα τοῦ βασιλιᾶ,
καὶ ἡ λησμοσύνη ἐπῆρε τὴν θέσιν
τοῦ θράσους καὶ τοῦ ἀγρίου θυμοῦ
του. |
21
Καὶ ἀπέστρεψαν τὰ θηρία ἐπὶ
τὰς συνεπομένας ἐνόπλους δυνάμεις
καὶ κατεπάτουν αὐτὰς καὶ ὠλόθρευον.
|
21
Τότε τὰ θηρία ἐστράφησαν ἐναντίον
τῶν στρατιωτῶν, ποὺ τὰ ἀκολουθοῦσαν,
τοὺς καταπατοῦσαν καὶ τοὺς ἐξωλόθρευαν.
|
21
Τότε δὲ τὰ θηρία, οἱ ἐξαγριωμένοι
ἐλέφαντες, ἐγύρισαν καὶ ἐστράφησαν
ἐναντίον τῶν ἐνόπλων στρατιωτῶν, ποὺ
τοὺς ἀκολουθοῦσαν, καὶ ἄρχισαν
νὰ καταπατοῦν τοὺς στρατιῶτες αὐτοὺς
καὶ νὰ τοὺς ἐξολοθρεύουν!
|
22
Καὶ μετεστράφη τοῦ βασιλέως ἡ
ὀργὴ εἰς οἶκτον καὶ δάκρυα
ὑπὲρ τῶν ἔμπροσθεν αὐτῷ
μεμηχανευμένων. |
22
Ἀμέσως ἡ ὀργὴ τοῦ βασιλέως
μετεστράφη εἰς θρήνους καὶ δάκρυα,
διότι αὐτὸς προηγουμένως εἶχε
μηχανευθῆ καὶ ἀποφασίσει τὴν
μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον καταστροφὴν
τῶν Ἑβραίων.
|
22
Τότε ὁ θυμὸς καὶ ἡ ἐκδίκησις
τοῦ Φιλοπάτορος μετεστράφησαν εἰς συμπάθειαν καὶ
δάκρυα δι’ ὅσα εἶχεν ἐπινοήσει καὶ
μεθοδεύσει προηγουμένως διὰ τὴν καταστροφὴν
τῶν Ἰουδαίων. |
23
Ἀκούσας γὰρ τῆς κραυγῆς καὶ
συνιδὼν πρηνεῖς ἅπαντας εἰς τὴν
ἀπώλειαν, δακρύσας μετὰ ὀργῆς
τῆς φίλοις διηπειλεῖτο λέγων·
|
23
Διότι, ὅταν ὁ βασιλεὺς ἤκουσε
τὴν κραυγὴν καὶ εἶδεν ὅτι ὅλοι
εὑρίσκονται κατὰ γῆς παράλυτοι
πρὸς καταστροφήν, ἐδάκρυσε καὶ
ἀπηύθυνε βαρείας ἀπειλὰς ἐναντίον
τῶν φίλων του λέγων·
|
23
Διότι ὅταν ἄκουσε τὴν μεγάλην καὶ
ἰσχυρὰν φωνὴν τῶν Ἰουδαίων καὶ
ὅταν εἶδε συγχρόνως ὅλους μαζὶ νὰ
εἶναι πεσμένοι κατὰ γῆς μπρούμυτα καὶ
κατενόησεν ὅτι ὅλοι ἦσαν ἕτοιμοι πρὸς
καταστροφήν, ἀφοῦ ἐδάκρυσεν, ἀπείλησε
ἔντονα καὶ μὲ θυμὸν τοὺς φίλους
του καὶ τοὺς εἶπε: |
24
παραβασιλεύετε καὶ τυράννους ὑπερβεβήκατε
ὠμότητι καὶ ἐμὲ αὐτὸν
τὸν ὑμῶν εὐεργέτην ἐπιχειρεῖτε
τῆς ἀρχῆς ἤδη καὶ τοῦ
πνεύματος μεθιστᾶν, λάθρα μηχανώμενοι
τὰ μὴ συμφέροντα τῇ βασιλείᾳ.
|
24
<σεῖς ἔχετε κάμει ἰδικήν
σας παραβασιλείαν καὶ ἐξεπεράσατε
κατὰ τὴν σκληρότητα τοὺς τυράννους.
Διότι ἐμέ, τὸν εὐεργέτην
σας, ἐπιχειρεῖτε νὰ μὲ ἀποξενώσετε
ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν καὶ νὰ
μοῦ ἀφαιρέσετε τὴν ζωήν μου
καὶ συνωμοτεῖτε κρυφίως ἐναντίον
τῶν συμφερόντων τῆς βασιλείας μου.
|
24
<Σφετερίζεσθε παράνομα τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν,
ἔχετε ὑπερβῆ εἰς σκληρότητα καὶ
θηριωδίαν καὶ αὐτοὺς τοὺς τυράννους.
Ἐπὶ πλέον ἐμέ, τὸν εὐεργέτην
σας, ἐπιχειρεῖτε νὰ μὲ ἀπομακρύνετε
ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν
ἡγεμονίαν, νὰ μοῦ ἀφαιρέσετε
δὲ ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν
ζωήν, μὲ τὸ νὰ ἐπινοῆτε καὶ
νὰ μεθοδεύετε κρυφὰ ἐνέργειες, ποὺ
εἶναι ἀντίθετες εἰς τὰ συμφέροντα
τοῦ βασιλείου μου. |
25
Τίς τοὺς κρατήσαντας ἡμῶν ἐν
πίστει τὰ τῆς χώρας ὀχυρώματα,
τῆς οἰκίας ἀποστήσας ἕκαστον
ἀλόγως ἤθροισεν ἐνθάδε;
|
25
Ποιὸς χωρὶς κανένα λόγον καὶ
ἀφορμὴν συνεκέντρωσεν ἐδῶ αὐτοὺς
τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς ἀπεμάκρυνεν
ἀπὸ τὰ σπίτια των, αὐτοὺς
οἱ ὁποῖοι διὰ τὴν μεγάλην
των πρὸς ἡμᾶς πίστιν ἠγωνίσθησαν
καὶ ἐκράτησαν ἀδούλωτα τὰ
ὀχυρώματα τῆς χώρας μας;
|
25
Ποιὸς ἀπεμάκρυνεν ἀπὸ τὰ σπίτια
τους κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς
Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι μὲ πιστότητα
καὶ ἀφοσίωσιν ἐκράτησαν καὶ
διετήρησαν ἐλεύθερα τὰ φρούρια τῆς
χώρας καὶ τοὺς συνεκέντρωσεν ἐδῶ χωρὶς
κανένα λόγον, ἀστόχαστα καὶ ἀνόητα;
|
26
Τίς τοὺς ἐξ ἀρχῆς εὐνοίᾳ
πρὸς ἡμᾶς κατὰ πάντα διαφέροντας
πάντων ἐθνῶν καὶ τοὺς χειρίστους
πλεονάκις ἀνθρώπων ἐπιδεδεγμένους
κινδύνους, οὕτως ἀθέσμοις περιέβαλεν
αἰκίαις; |
26
Ποιὸς μὲ τέτοια παράνομα βασανιστήρια
ἐταλαιπώρησεν αὐτοὺς τοὺς Ἰουδαίους,
οἱ ὁποῖοι ἀπ' ἀρχῆς διέκειντο
εὐμενῶς πρὸς ἡμᾶς καὶ
ἐνδιεφέροντο διὰ τὰ ἰδικά
μας πράγματα περισσότερον ἀπὸ ὅλα
τὰ ἄλλα ἔθνη καὶ οἱ ὁποῖοι
πρὸς χάριν ἡμῶν εἶχαν ἐκτεθῆ
καὶ εἰς τοὺς χειροτέρους, πολλὲς
φορές, κινδύνους;
|
26
Ποιὸς ἔχει κυριολεκτικὰ κατασυντρίψει μὲ
παράνομες πληγὲς καὶ κακομεταχείρισιν αὐτοὺς
τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι
εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἐφέροντο
ἀπέναντί μας μὲ εὐμένειαν, καὶ κατὰ
τοῦτο διέφεραν ἐμφανῶς ἀπὸ ὅλα
τὰ ἔθνη, καὶ οἱ ὁποῖοι
πολλὲς φορὲς ὑπέστησαν χάριν ἠμῶν
μὲ προθυμίαν τοὺς χειροτέρους κινδύνους, τοὺς
ὁποίους ἠμποροῦν νὰ συναντήσουν οἱ
ἄνθρωποι; |
27
Λύσατε, ἐκλύσατε ἄδικα δεσμά·
εἰς τὰ ἴδια μετ' εἰρήνης ἐξαποστείλατε,
τὰ προπεπραγμένα παραιτησάμενοι.
|
27
Λύσατε, λύσατε τελείως τὰ ἄδικα
δεσμὰ καὶ ἀποστείλατέ τους μὲ
εἰρήνην εἰς τὴν πατρίδα των,
ἀποκηρύσσοντες ὅσα ἐναντίον
των εἴχατε πράξει προηγουμένως.
|
27
Λύστε, ἀπαλλάξετε καὶ ἐλευθερῶστε
τους ἐντελῶς ἀπὸ τὰ ἄδικα
δεσμά! Στείλετέ τους πίσω εἰς τὰ σπίτια τους μὲ
εἰρήνην, ἀφοῦ ζητήσετε συγγνώμην δι’ ὅσα
ἔχετε κάμει (ἢ δι' ὅσα ἔχουν γίνει)
εἰς βάρος των· (ἄλλοι ἐρμηνεύουν: Ἀφοῦ
ἀνακαλέσετε τὶς προηγούμενες διαταγές σας).
|
28
Ἀπολύσατε τοὺς υἱοὺς τοῦ
παντοκράτορος ἐπουρανίου Θεοῦ ζῶντος,
ὃς ἀφ' ἡμετέρων μέχρι τοῦ
νῦν προγόνων ἀπαραπόδιστον μετὰ
δόξης εὐστάθειαν παρέχει τοῖς
ἡμετέροις πράγμασιν.
|
28
Ἐλευθερώσατε τοὺς υἱοὺς τοῦ
παντοκράτορος καὶ ἐπουρανίου καὶ
ζῶντος Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπὸ
τοὺς προγόνους μας μέχρι τῆς σημερινῆς
ἡμέρας δίδει εἰς τὰ ἰδικά
μας πράγματα ἀνεμπόδιστον μετὰ δόξης
σταθερότητα>. |
28
Ἐλευθερῶστε τοὺς υἱοὺς τοῦ
Παντοκράτορος καὶ Ἐπουρανίου ζωντανοῦ καὶ
ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος
ἀπὸ τὶς ἡμέρες τῶν προγόνων
μας μέχρι σήμερα χορηγεῖ εἰς τὸ κράτος μας
ἀπαρεμπόδιστον σταθερότητα καὶ ἀδιάσειστον
στερέωσιν μὲ φήμην καὶ ὑπόληψιν>.
|
29
Ὁ μὲν οὖν ταῦτα ἔλεξεν·
οἱ δὲ ἐν ἀμερεῖ χρόνῳ
λυθέντες τὸν ἅγιον σωτῆρα Θεὸν
αὐτῶν εὐλόγουν, ἄρτι τὸν
θάνατον ἐκπεφευγότες.
|
29
Ὁ μέν, λοιπόν, βασιλεὺς αὐτὰ
εἶπε· οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ἀμέσως,
χωρὶς καμμίαν χρονοτριβὴν ἐλύθησαν
ἀπὸ τὰ δεσμά των, ἐδοξολογοῦσαν
τὸν ἅγιον σωτῆρα των, τὸν Θεόν,
διότι διέφυγον τὸν πρὸ ὀλίγου
φοβερὸν θάνατον. |
29
Ὁ μὲν βασιλιᾶς λοιπὸν αὐτὰ
εἶπεν οἱ δὲ Ἰουδαῖοι, ἀφοῦ
ἐλευθερώθηκαν εὐθὺς ἀμέσως, ἐντὸς
στιγμῆς, ἀπὸ τὰ δεσμά των, αἰνοῦσαν
καὶ ἐδοξολογοῦσαν τὸν ἅγιον
Θεόν, τὸν Σωτῆρα των, διότι εἶχαν διαφύγει
μόλις, τὴν στιγμὴν ἐκείνην, τὸν θάνατον.
|
30
Εἶτα ὁ βασιλεὺς εἰς τὴν πόλιν
ἀπαλλαγείς, τὸν ἐπὶ τῶν
προσόδων προσκαλεσάμενος, ἐκέλευσεν
οἴνους τε καὶ τὰ λοιπὰ πρὸς
εὐωχίαν ἐπιτήδεια τοῖς Ἰουδαίοις
χορηγεῖν ἐπὶ ἡμέρας ἑπτά,
κρίνας αὐτοὺς ἐν ᾧ τόπῳ
ἔδοξαν τὸν ὄλεθρον ἀναλαμβάνειν,
ἐν τούτῳ ἐν εὐφροσύνῃ
πάσῃ σωτηρί ἄγειν. |
30
Ἔπειτα ὁ βασιλεύς, ὅταν ἐπανῆλθεν
εἰς τὴν πόλιν, προσεκάλεσε τὸν
εἰσπράκτορα τῶν προσόδων του καὶ
τοῦ ἔδωσεν ἐντολὴν νὰ χορηγήσῃ
εἰς τοὺς Ἰουδαίους ἑπτὰ
ἡμέρας οἶνον καὶ ὅσα ἄλλα
ἐχρειάζοντο διὰ συμπόσια εὐωχίας·
κρίνας ὅτι ἔπρεπεν οἱ Ἰουδαῖοι
εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου
ἐπίστευσαν ὅτι θὰ ἔβρισκαν τὸν
ὄλεθρόν των, εἰς αὐτὸν νὰ
ἐορτάσουν μὲ κάθε εὐφροσύνην
καὶ χαρὰν τὴν σωτηρίαν των.
|
30
Κατόπιν ὁ βασιλιᾶς, ἀφοῦ ἐπέστρεψεν
εἰς τὴν πόλιν, ἐπροσκάλεσε τὸν ἀξιωματοῦχον,
τὸν ὑπεύθυνον διὰ τὶς εἰσπράξεις
τῶν ἐσόδων του, καὶ τὸν διέταξε νὰ
χορηγήσῃ εἰς τοὺς Ἰουδαίους κρασί
καὶ ὅ,τι ἄλλο ἦταν ἀπαραίτητον
διὰ συμπόσιον διαρκείας ἑπτὰ ἡμερῶν
διότι ὁ βασιλιᾶς ἔκρινε καὶ ἀπεφάσισεν
ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἔπρεπε νὰ
ἐορτάσουν καὶ νὰ πανηγυρίσουν τὴν
σωτηρίαν των μὲ πᾶσαν εὐφροσύνην καὶ
χαρὰν εἰς τὸν ἴδιον ἀκριβῶς
τόπον (δηλαδὴ τὸν ἱππόδρομον), εἰς
τὸν ὁποῖον ἐπερίμεναν καὶ ἐνόμιζαν
ὅτι θὰ κατεστρέφοντο. |
31
Τότε οἱ πρὶν ἐπονείδιστοι καὶ
πλησίον τοῦ ᾅδου, μᾶλλον δ' ἐπ'
αὐτῷ βεβηκότες, ἀντὶ πικροῦ
καὶ δυσαιάκτου μόρου, κώθωνα σωτήριον
δυστασάμενοι, τὸν εἰς πτῶσιν αὐτοῖς
καὶ τάφον ἡτοιμασμένον τόπον
κλισίαις κατεμέρισαν πλήρεις χαρμονῆς.
|
31
Καὶ τότε οἱ μέχρι πρὸ ὀλίγου
σκληρῶς ἐμπαιζόμενοι καὶ βασανιζόμενοι
Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν
εὑρεθῆ πλησίον τοῦ ᾅδου, μᾶλλον
δὲ καὶ εἶχαν εἰσέλθει εἰς
τὸν ᾅδην, ἀντὶ τοῦ πικροῦ
καὶ ἀξιοθρηνήτου θανάτου, ὀργάνωσαν
συμπόσιον σωτηρίας, ὥστε ὁ τόπος
ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε προορισθῆ
ὡς τόπος σφαγῆς των καὶ θανάτου,
ἔγινε τόπος χαρᾶς, καταμερισμένος
εἰς τμήματα, ὅπου καθ' ὁμάδας
ἐκάθηντο οἱ Ἰουδαῖοι καὶ
ἐώρταζαν τὸ συμπόσιον τῆς χαρᾶς.
|
31
Τότε οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι
προηγουμένως ἐθεωροῦντο ἄξιοι λοιδοριῶν,
κατηγοριῶν καὶ ὀνειδισμῶν καὶ
εἶχαν φθάσει μέχρι τὸν θάνατον, ἢ μᾶλλον
εὑρίσκοντο ἐμπρὸς εἰς αὐτὸ
τοῦτο τὸ στόμα τοῦ ἅδου, ἀντὶ
τοῦ πικροῦ καὶ κατὰ πολλὰ ἀξιοθρηνήτου
θανάτου συνεκρότησαν καὶ ὠργάνωσαν συμπόσιον οἰνοποσίας
διὰ τὴν σωτηρίαν των. Καὶ γεμᾶτοι
χαρμοσύνην διεμέρισαν εἰς τὶς ὁμάδες τῶν
πανηγυριστῶν τὸν χῶρον ἐκεῖνον,
ὁ ὁποῖος εἶχε προετοιμασθῆ προηγουμένως
διὰ τὴν καταστροφὴν καὶ τὴν
ταφήν των. |
32
Καταλήξαντες δὲ θρήνου πανόδυρτον
μέλος ἀνέλαβαν ᾠδην πάτριον,
τὸν σωτῆρα καὶ τερατοποιὸν αἰνοῦντες
Θεόν· οἰμωγήν τε πᾶσαν καὶ
κωκυτὸν ἀπωσάμενοι χοροὺς συνίσταντο
εὐφροσύνης εἰρηνικῆς σημεῖον.
|
32
Ἀφοῦ δὲ ἔπαυσαν πλέον τὰ
πλήρη ὀδυρμῶν πένθιμα ᾄσματά
των, ἤρχισαν νὰ ψάλλουν τοὺς πατροπαραδότους
ὕμνους, δοξολογοῦντες τὸν θαυματουργὸν
καὶ σωτῆρα των Θεόν. Ἀφοῦ δὲ
ἀπέβαλον πλέον κάθε στεναγμὸν
καὶ θρῆνον, ἔστησαν χοροὺς χαρᾶς
εἰς ἔκφρασιν τῆς εἰρηνικῆς καὶ
χαρουμένης ζωῆς των.
|
32
Ἀφοῦ δὲ ἔπαυσαν τὸ κατὰ
πάντα ἄξιον θρήνων καὶ πολλῶν ὀδυρμῶν
ἆσμα των, ἄρχισαν νὰ ψάλλουν τὸν ὕμνον
τῶν πατέρων των, ὑμνοῦντες καὶ δοξολογοῦντες
τὸν Θεὸν καὶ Σωτῆρα των καὶ
θαυματουργόν. Ἀφοῦ δὲ ἀπεμάκρυναν
κάθε κλαυθμὸν μὲ ἀναστεναγμούς, τὰ
ξεφωνητὰ καὶ τὰ μυρολόγια, ἐσχημάτισαν
χορωδίες χαρᾶς (κατ’ ἄλλους: Ὠργάνωσαν χορούς)
εἰς ἀπόδειξιν τῆς εἰρηνικῆς
καὶ χαρούμενης πλέον ζωῆς των.
|
33
Ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ βασιλεὺς
περὶ τούτων συμπόσιον βαρὺ συναγαγών,
ἀδιαλείπτως εἰς οὐρανὸν ἀνθωμολογεῖτο
μεγαλοπρεπῶς ἐπὶ τῇ παραδόξῳ
γενηθείσῃ αὐτῷ σωτηρίᾳ.
|
33
Ἐπίσης καὶ ὁ βασιλεὺς διὰ
τὰ αὐτὰ γεγονότα ὠργάνωσε
πλούσιον συμπόσιον, ἀδιαλείπτως δὲ
καὶ μεγαλοπρεπῶς ἐδόξαζε τὸν
Θεὸν διὰ τὴν σωτηρίαν του, ἡ
ὁποία κατὰ τόσον θαυμαστὸν καὶ
παράδοξον τρόπον ἔγινε δι' αὐτόν.
|
33
Κατὰ τὸν ἴδιον ἐπίσης τρόπον καὶ
ὁ βασιλιᾶς, ἀφοῦ συνεκάλεσε καὶ
ὠργάνωσε πλούσιον συμπόσιον διὰ νὰ ἑορτάσῃ
τὰ γεγονότα αὐτά, εὐχαριστοῦσε καὶ
ἐδοξολογοῦσε τὸν οὐρανόν (τὸν
Θεόν) ἀκατάπαυστα καὶ μεγαλοπρεπῶς διὰ
τὴν σωτηρίαν, ποὺ ἀπήλαυσε κατὰ τρόπον
ἀναπάντεχον καὶ θαυμαστόν. |
34
Οἵ τε πρὶν εἰς ὄλεθρον καὶ οἰωνοβρώτους
αὐτοὺς ἔσεσθαι τιθέμενοι, μετὰ
χαρᾶς ἀπογραψάμενοι κατεστέναξαν,
αἰσχύνην ἐφ' ἑαυτοῖς περιβαλλόμενοι
καὶ τὴν πυρίπνουν τολμᾶν ἀκλεῶς
ἐσβεσμένοι. |
34
Οἱ δὲ ἐχθροὶ τῶν Ἰουδαίων,
οἱ ὁποῖοι ὀλίγον προηγουμένως
εἶχαν ἀκλόνητον τὴν πεποίθησιν
ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι θὰ ἐξολοθρευθοῦν
καὶ θὰ γίνουν βορὰ τῶν σαρκοφάγων
πτηνῶν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ οἱ
ὁποῖοι μὲ χαρὰν τοὺς κατέγραφαν,
τώρα ἀνεστέναζαν, διότι εἶχαν
κατεντροπιασθῆ. Ἡ δὲ πυρίνη των θρασύτης
ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων εἶχε
σβήσει τόσον ἀδόξως.
|
34
Καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι
προηγουμένως ἐφρονοῦσαν καὶ ἐπίστευαν
ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι θὰ κατεστρέφοντο
καὶ θὰ ἐγίνοντο τροφὴ τῶν σαρκοφάγων
ὀρνέων καὶ εἶχαν καταγράψει μὲ χαρὰν
τοὺς Ἰουδαίους, τώρα ἐστέναξαν πικρῶς,
διότι εἶχαν περιβληθῆ ὡς ἄλλο ἔνδυμα
αἰσχύνην καὶ ἐντροπήν. Ἡ δὲ
αὐθάδεια καὶ τὸ θράσος των, ποὺ ἀπέπνεαν
φωτιά, εἶχαν σβησθῇ κατὰ τρόπον ἄδοξον.
|
35
Οἵ τε Ἰουδαῖοι, καθὼς προειρήκαμεν,
συστησάμενοι τὸν προειρημένον χορόν,
μετ' εὐωχίας ἐν ἐξομολογήσεσιν
ἱλαραῖς καὶ ψαλμοῖς διῆγον,
|
35
Οἱ Ἰουδαῖοι, ὅπως προηγουμένως
ἀνεφέραμεν, ἔστησαν χορούς, μετεῖχαν
εἰς χαρμόσυνα συμπόσια καὶ ἐδόξαζον
μὲ ὕμνους εὐχαριστίας τὸν Κύριον.
|
35
Ἀλλ' οἱ Ἰουδαῖοι, ὅπως εἴπαμε
προηγουμένως, ἀφοῦ συνέστησαν τὶς χορωδίες
χαρᾶς (κατ' ἄλλους: Ὠργάνωσαν τοὺς
χορούς), περὶ τῶν ὁποίων ἐκάμαμεν
λόγον προηγουμένως, ἐπερνοῦσαν τὸν χρόνον
των μὲ συμπόσια καὶ ξεφαντώματα μὲ δοξολογίες
καὶ αἴνους φαιδροὺς καὶ χαρούμενους
καὶ μὲ ὕμνους εἰς τὸν Θεόν.
|
36
καὶ κοινὸν ὁρισάμενοι περὶ τούτων
θεσμὸν ἐπὶ πᾶσαν τὴν παροικίαν
αὐτῶν εἰς γενεάς, τὰς προειρημένας
ἡμέρας ἄγειν ἔστησαν εὐφροσύνους,
οὐ πότου χάριν καὶ λιχνείας,
σωτηρίας δὲ τῆς διὰ Θεὸν γενομένης
αὐτοῖς. |
36
Ἔλαβον δὲ ὁμόφωνον ἀπόφασιν
καὶ ὥρισαν, ὅπως εἰς ὅλην τὴν
παροικίαν των καὶ εἰς ὅλας τὰς
ἐπερχομένας γενεὰς ἐορτάζωνται
μὲ εὐφροσύνην αἱ προμνημονευθεῖσαι
ἡμέραι τῆς σωτηρίας των, ὄχι
διὰ νὰ πίνουν καὶ τρώγουν καλομαγειρευμένα
φαγητά, ἀλλὰ διὰ τὴν σωτηρίαν
των, ἡ ὁποία ἐδόθη εἰς
αὐτοὺς ἀπὸ τὸν Θεόν.
|
36
Ἀπεφάσισαν δὲ καὶ ὥρισαν γενικὸν
νόμον, σχετικὸν μὲ τὰ γεγονότα αὐτά,
δι’ ὅλην τὴν κοινότητά των, ὁ ὁποῖος
θὰ ἴσχυε δι’ ὅλες τὶς ἐπερχόμενες
γενεὲς τῶν ἀπογόνων των· ἀπεφάσισαν
δηλαδὴ ὅπως οἱ ἡμέρες, ποὺ ἀνεφέρθησαν
προηγουμένως, πανηγυρίζωνται ὡς ἑόρτιες εὐφρόσυνες
ἡμέρες, ὄχι χάριν φαγοποτιοῦ καὶ λαιμαργίας
πρὸς τὰ καλομαγειρευμένα φαγητά, ἀλλὰ
χάριν τῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία τοὺς ἐδόθη
(τοὺς ἐστάλη) ἀπὸ τὸν Θεόν.
|
37
Ἐνέτυχον δὲ τῷ βασιλεῖ τὴν
ἀπόλυσιν αὐτῶν εἰς τὰ
ἴδια αἰτούμενοι. |
37
Παρεκάλεσαν δὲ τὸν βασιλέα νὰ
τοὺς ἀφήσῃ νὰ ἐπανέλθουν
εἰς τὰ σπίτια των.
|
37
Κατόπιν οἱ Ἰουδαῖοι ὑπέβαλαν παράκλησιν
εἰς τὸν βασιλιᾶ, διὰ τῆς ὁποίας
ἐζητοῦσαν νὰ τοὺς ἀφήσῃ
νὰ ἀναχωρήσουν διὰ τὰ σπίτια των.
|
38
Ἀπογράφονται δὲ αὐτοὺς ἀπὸ
πέμπτης καὶ εἰκάδος τοῦ Παχὼν
ἕως τῆς τετάρτης τοῦ Ἐπιφί,
ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα, συνίστανται
δὲ αὐτῶν τὴν ἀπώλειαν
ἀπὸ πέμπτης τοῦ Ἐπιφὶ
ἕως ἑβδόμης, ἡμέραις τρισίν,
|
38
Ἡ διὰ τὸ ἔργον τῆς ἐξοντώσεώς
των ἀπογραφὴ τῶν Ἰουδαίων ὑπὸ
τῶν ἐθνικῶν ἔγινεν ἀπὸ
τῆς εἰκοστῆς πέμπτης τοῦ μηνὸς
Παχὼν μέχρι τῆς τετάρτης τοῦ
μηνὸς Ἐπιφί, ἐπὶ τεσσαράκοντα
ἡμέρας. Αἱ δὲ ἐναντίον
αὐτῶν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ταλαιπωρίαι
καὶ βασανισμοὶ διήρκεσαν ἀπὸ
τῆς πέμπτης τοῦ μηνὸς Ἐπιφὶ
μέχρι καὶ τῆς ἑβδόμης τοῦ
ἰδίου μηνός, δηλαδὴ τρεῖς ἡμέρας.
|
38
Ἡ καταγραφὴ τῶν Ἰουδαίων, ποὺ
ἔγινε ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, διήρκεσεν
ἀπὸ τὴν εἰκοστὴν πέμπτην ἡμέραν
τοῦ αἰγυπτιακοῦ μηνὸς Παχών (ἀντιστοιχεῖ
πρὸς τὸν ἰδικόν μας Ἀπρίλιον /Μάϊον)
μέχρι τὴν τετάρτην τοῦ αἰγυπτιακοῦ
μηνὸς Ἐπιφί (ἀντιστοιχεῖ πρὸς
τὸν ἰδικόν μας Ἰούνιον / Ἰούλιον)·
δηλαδὴ ἐπὶ σαράντα ἡμέρες. Τὰ
δὲ βάσανα καὶ οἱ κακώσεις εἰς τὴν
Ἀλεξάνδρειαν διὰ τὴν καταστροφήν των διήρκεσαν
ἀπὸ τὴν πέμπτην ἡμέραν τοῦ μηνὸς
Ἐπιφὶ μέχρι τὴν ἑβδόμην ἡμέραν
τοῦ ἰδίου μηνός, δηλαδὴ τρεῖς ἡμέρες
(μὲ τὸ ἰδικόν μας ἡμερολόγιον ἀπὸ
29ης Ἰουνίου ἕως 1ης Ἰουλίου).
|
39
ἐν αἷς καὶ μεγαλοδόξως ἐπιφάνας
τὸ ἔλεος αὐτοῦ ὁ τῶν ὅλων
δυνάστης ἀπταίστους αὐτοὺς ἐρρύσατο
ὁμοθυμαδόν. |
39
Ἔπειτα ἀπὸ τὰς ἡμέρας
αὐτάς, ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ
ἔδειξε κατὰ ἕνα μεγαλόδοξον τρόπον
τὸ ἔλεός του καὶ ἐγλύτωσεν
αὐτοὺς ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς
σώους καὶ ἀβλαβεῖς.
|
39
Κατὰ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἡμέρες
ὁ ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων Θεός, ἀφοῦ
ἐφανέρωσε διὰ τῆς μεγάλης δόξης του τὴν
εὐσπλαγχνίαν καὶ τὸ ἔλεός του, ἔσωσε
τελικῶς ὅλους μαζὶ τοὺς Ἰουδαίους
καὶ τοὺς διεφύλαξεν ἀβλαβεῖς.
|
40
Εὐωχοῦντο δὲ πάνθ' ὑπὸ
τοῦ βασιλέως χορηγούμενοι μέχρι τῆς
τεσσαρεσκαιδεκάτης, ἐν ᾗ καὶ τὴν
ἐντυχίαν ἐποιήσαντο περὶ τῆς
ἀπολύσεως αὐτῶν.
|
40
Μὲ τὰς χορηγηθείσας δὲ ἀπὸ
τὸν βασιλέα τροφὰς οἱ Ἰουδαῖοι
εὐωχοῦντο εἰς συμπόσια ἀπὸ
τῆς ὀγδόης ἕως τῆς δεκάτης
τετάρτης τοῦ Ἐπιφί, κατὰ τὴν
ὁποίαν παρεκάλεσαν τὸν βασιλέα
νὰ τοὺς ἀφήσῃ ἐλευθέρους.
|
40
Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι πανηγύριζαν καὶ
ἐξεφάντωναν, μὲ τὶς χορηγίες καὶ τὶς
προμήθειες ὅλων τῶν ἀναγκαίων, ποὺ
τοὺς προσέφερεν ὁ βασιλιᾶς, μέχρι τῆς
δεκάτης τετάρτης ἡμέρας τοῦ μηνὸς Ἐπιφί,
κατὰ τὴν ὁποίαν καὶ ὑπέβαλαν
εἱς τὸν βασιλιᾶ τὴν παράκλησιν νὰ
τοὺς ἀπολύσῃ καὶ νὰ τοὺς
δώσῃ τὴν ἄδειαν νὰ ἀναχωρήσουν.
|
41
Συναινέσας τε αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς
ἔγραψεν αὐτοῖς τὴν ὑπογεγραμμένην
ἐπιστολὴν πρὸς τοὺς κατὰ πόλιν
στρατηγοὺς μεγαλοψύχος τὴν ἐκτενίαν
ἔχουσαν. |
41
Ἐκεῖνος ἀπεδέχθη τὴν αἴτησίν
των καὶ ἔγραψε πρὸς τοὺς ἀνὰ
τὰς διαφόρους πόλεις στρατηγούς, κατὰ
τρόπον ἔντονον, τὰς καλυτέρας συστάσεις
διὰ τοὺς Ἰουδαίους, τὴν κατωτέρω
ἐπιστολήν. |
41
Ὁ βασιλιᾶς, ἀφοῦ συγκατένευσε καὶ
ἀπεδέχθη τὸ αἴτημά των, ἔγραψε πρὸς
χάριν των τὴν ἐπιστολήν, ποὺ ἀναφέρεται
εἰς τὴν συνέχειαν, τὴν ὁποίαν ἀπηύθυνε
πρὸς τοὺς στρατηγούς των κατὰ τόπους πόλεων.
Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ ἐκφράζει
καὶ διακηρύσσει τὸ συνεχὲς καὶ θερμὸν
ἐνδιαφέρον τοῦ Φιλοπάτορος διὰ τοὺς
Ἰουδαίους κατὰ τρόπον μεγαλόψυχον. |