Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ασιλεὺς
Πτολεμαῖος ὁ Φιλοπάτωρ τοῖς κατ' Αἴγυπτον
στρατηγοῖς καὶ πόσι τοῖς τεταγμένοις
ἐπὶ πραγμάτων χαίρειν καὶ ἐρρῶσθαι·
|
βασιλεὺς
Πτολεμαῖος ὁ Φιλοπάτωρ, εὔχομαι χαρὰν
καὶ ὑγείαν εἰς τοὺς ἀνὰ
τὴν Αἴγυπτον στρατηγοὺς καὶ εἰς
ὅλους τοὺς ὑπαλλήλους τοὺς διορισμένους
διὰ τὰς ὑποθέσεις τοῦ βασιλείου.
|
ἐπιστολή
- διάταγμα, ποὺ ἀπηύθυνεν ὁ Πτολεμαῖος
εἰς τοὺς κατὰ πόλιν στρατηγούς, ἦταν
ἡ ἀκόλουθη: <Ὁ βασιλιᾶς Πτολεμαῖος
Ὁ Φιλοπάτωρ πρὸς τοὺς ἀνὰ τὴν
Αἴγυπτον στρατηγοὺς καὶ γενικς πρὸς
ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι κατέχουν
ὑπεύθυνες θέσεις εἰς τὴν διοίκησιν τῆς
χώρας, εὔχομαι (εἰς αὐτούς) νὰ
χαίρουν καὶ νὰ ὑγιαίνουν.
|
2
ἐρρώμεθα δὲ καὶ αὐτοὶ
καὶ τὰ τέχνα ἡμῶν, κατευθύναντος
ἡμῖν τοῦ μεγάλου Θεοῦ τὰ
πράγματα καθὼς προαιρούμεθα. |
2
Καὶ ἡμεῖς οἱ ἴδιοι ὑγιαίνομεν,
ὅπως καὶ τὰ τέκνα μας, διότι
ὁ μεγάλος Θεὸς διηύθυνε τὰ πράγματά
μας, ὅπως καὶ ἡμεῖς οἱ ἴδιοι,
ἠθέλομεν.
|
2
Ὑγιαίνομεν καὶ ἡμεῖς οἱ ἴδιοι,
καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ τέκνα μας, διότι
ὁ μεγάλος Θεὸς κατηύθυνε τὶς ὑποθέσεις
καὶ τὰ ζητήματα τοῦ κράτους σύμφωνα μὲ
τὴν ἐπιθυμίαν μας. |
3
Τῶν φίλων τινές, κακοηθείᾳ πυκνότερον
ἡμῖν παρακείμενοι, συνέπεισαν ἡμᾶς
εἰς τὸ τοὺς ὑπὸ τὴν βασιλείαν
Ἰουδαίους συναθροίσαντας σύστημα κολάσασθαι
ξενιζούσαις ἀποστατῶν τιμωρίαις,
|
3
Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φίλους μας
ἀπὸ κακὰς συχνότερα διαθέσεις
ἐναντίον ἡμῶν παρακινούμενοι
μᾶς ἔπεισαν, νὰ συγκεντρώσωμεν εἰς
μίαν ὁμάδα τοὺς Ἰουδαίους,
ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὸ βασίλειόν
μου, καὶ νὰ τοὺς τιμωρήσωμεν μὲ
τρομερὰς καὶ ἀσυνήθεις βασάνους,
ὅπως τιμωροῦνται οἱ ἐπαναστάται.
|
3
Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φίλους μας, κινούμενοι
ἀπὸ δόλιες διαθέσεις καὶ ἐξαναγκάζοντες
ἡμᾶς συνεχῶς, μᾶς ἔπεισαν καὶ
μᾶς παρέσυραν εἰς τὸ νὰ συγκεντρώσωμεν
ὅλους μαζὶ εἰς μίαν ὁμάδα τοὺς
Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ζοῦν εἰς
τὸ βασίλειόν μας, καὶ νὰ τοὺς
τιμωρήσωμεν μὲ πρωτάκουστα, ἀσυνήθη, βάρβαρα
βασανιστήρια, ὅπως ταιριάζει νὰ τιμωροῦνται
οἱ προδόται καὶ ἐπαναστάται.
|
4
προσφερόμενοι μήποτε εὐσταθήσειν τὰ
πράγματα ἡμῶν, δι' ἣν ἔχουσιν
οὗτοι πρὸς πάντα τὰ ἔθνη δυσμένειαν,
μέχρις ἂν συντελεσθῇ τοῦτο.
|
4
Ὑπέβαλαν δὲ εἰς ἡμᾶς αὐτά,
ἰσχυριζόμενοι ὅτι ποτὲ τὰ πράγματά
μας δὲν θὰ προοδεύσουν ἐξ αἰτίας
τοῦ μίσους, ποὺ τρέφουν οἱ Ἑβραῖοι
ἐναντίον ὅλων τῶν ἐθνῶν.
Ἐλπὶς καὶ βεβαιότης προόδου
ὑπάρχει, ὅταν σταματήσῃ αὐτὴ
ἡ κατάστασις.
|
4
Μᾶς παρακινοῦσαν δι’ ὅλα αὐτά, διότι
ἐπέμεναν ὅτι οἱ ὑποθέσεις τοῦ
κράτους μας δὲν ἐπρόκειτο νὰ σταθεροποιηθοῦν,
νὰ γαληνεύσουν καὶ νὰ προοδεύσουν, ἕνεκα
τῆς ἐχθρότητος καὶ τοῦ μίσους, τὸ
ὁποῖον οἱ Ἰουδαῖοι τρέφουν πρὸς
ὅλα τὰ ἔθνη, μέχρις ὅτου πραγματοποιηθῇ
ἡ τιμωρία καὶ ἡ ἐξολόθρευσις
τοῦ λαοῦ αὐτοῦ.
|
5
Οἳ καὶ δεσμίους καταγαγόντες αὐτοὺς
μετὰ σκυλμῶν ὡς ἀνδράποδα, μᾶλλον
δὲ ὡς ἐπιβούλους, ἄνευ πάσης
ἀνακρίσεως καὶ ἐξετάσεως ἐπεχείρησαν
ἀνελεῖν, νόμου Σκυθῶν ἀγριωτέραν
ἐμπεπορπημένοι ὠμότητα.
|
5
Αὐτοί, λοιπόν, σιδηροδεσμίους τοὺς
ὠδήγησαν εἰς τὴν παραλίαν μὲ
πολλὰς βασάνους, ὡς ἐὰν ἐπρόκειτο
δι' ἀνδράποδα, μᾶλλον δὲ διὰ
κακούργους. Καὶ ταῦτα χωρὶς καμμίαν
προηγουμένως ἀνάκρισιν καὶ ἐξέτασιν.
Ἀπεφάσισαν δὲ νὰ τοὺς ἐξολοθρεύσουν
ἐμποτισμένοι ἀπὸ τέτοιαν ὠμότητα,
ἡ ὁποία εἶναι ἀγριωτέρα
καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀκόμη
τοὺς σκληροὺς νόμους τῶν Σκυθῶν.
|
5
Καὶ ἔτσι αὐτοί (ὡρισμένοι ἀπὸ
τοὺς φίλους μας), ἀφοῦ ὡδήγησαν
δεσμίους τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τὴν
ἐνδοχώραν εἰς τὴν παραλίαν μὲ πολλὰ
βάσανα, ὡσὰν νὰ ἦσαν δοῦλοι,
ἢ μᾶλλον ὡσὰν νὰ ἦσαν
ὕπουλοι καὶ δόλιοι κακοῦργοι, ἐπεχείρησαν
νὰ τοὺς φονεύσουν χωρὶς καμμίαν προηγουμένως
νόμιμον ἀνάκρισιν ἢ ἐξέτασιν. Μὲ τὴν
διαγωγήν των αὐτὴν ἐδείκνυαν
ὅτι εἶχαν ἐμποτισθῆ (φορέσει κυριολεκτικά)
μὲ σκληρότητα καὶ θηριωδίαν πολὺ πιὸ
ἀγρίαν ἀπὸ ἐκείνην τοῦ σκληροῦ
νόμου τῶν Σκυθῶν. |
6
Ἡμεῖς δὲ ἐπὶ τούτοις σκληρότερον
διαπειλησάμενοι, καθ' ἣν ἔχομεν πρὸς
ἅπαντας ἀνθρώπους ἐπιείκειαν,
μόγις τὸ ζῆν αὐτοῖς χαρισάμενοι
καὶ τὸν ἐπουράνιον Θεὸν ἐγνωκότες
ἀσφαλῶς ὑπερησπικότα τῶν Ἰουδαίων,
ὡς πατέρα ὑπὲρ υἱῶν διαπαντὸς
ὑπερμαχοῦντα, |
6
Ἡμεῖς δι' ὅλα αὐτὰ τοὺς
ἠπειλήσαμεν κατὰ τὸν σκληρότερον
τρόπον καὶ ἐπειδὴ ἐφαρμόζομεν
τὴν ἐπιείκειαν, ποὺ δεικνύομεν
πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἐχαρίσαμεν
εἰς αὐτοὺς μόλις τὴν ζωήν,
ὅταν εἴδομεν ὀφθαλμοφανῶς, ὅτι
ὁ ἐπουράνιος Θεὸς ὑπερασπίζει
τοὺς Ἰουδαίους μὲ κάθε ἀσφάλειαν
καὶ ὡσὰν πατέρας ὑπερμαχεῖ
ὑπὲρ τῶν υἱῶν του πάντοτε.
|
6
Ἀλλ’ ἠμεῖς, ἀπειλήσαμε ἔντονα
καὶ πάρα πολὺ σκληρὰ τοὺς συκοφάντας
δι’ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐνέργειές
τους, σύμφωνα δὲ πρὸς τὴν ἐπιείκειαν,
ποὺ δεικνύομεν πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους,
μόλις καὶ μὲ πολλὴν δυσκολίαν ἐχαρίσαμεν
εἰς αὐτοὺς (τοὺς Ἰουδαίους)
τὴν ζωήν. Τοῦτο δέ, διότι ἔχομεν γνωρίσει
μὲ βεβαιότητα ὅτι ὁ ἐπουράνιος Θεὸς
ὑπερασπίζει σταθερὰ καὶ μὲ ἀσφάλειαν
τοὺς Ἰουδαίους καὶ ὡς στοργικὸς
Πατέρας ὑπὲρ τῶν παιδιῶν του μάχεται
ὑπὲρ αὐτῶν πάντοτε.
|
7
τήν τε τοῦ φίλου ἣν ἔχουσι πρὸς
ἡμᾶς βεβαίαν καὶ τοὺς προγόνους
ἡμῶν εὔνοιαν ἀναλογισέμενοι,
δικαίως ἀπολελύκαμεν πάσης καθ' ὁντινοῦν
αἰτίας τρόπον |
7
Τοὺς ἀπηλλάξαμεν δὲ ἀπὸ
κάθε κατηγορίαν ὁθενδήποτε προερχομένην
καὶ τοὺς ἀφήσαμεν ἐλευθέρους,
διότι ἐλάβομεν ὑπ' ὄψιν καὶ
τὴν σταθερὰν φιλίαν, ποὺ ἔχουν
οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς ἡμᾶς,
καὶ τὴν εὔνοιαν, τὴν ὁποίαν
οἱ πρόγονοί μας εἶχαν δείξει
πρὸς αὐτούς.
|
7
λάβαμε ἐπίσης ὑπ’ ὅψιν τὴν σταθερὰν
φιλίαν, ποὺ ἔχουν πρὸς ἡμᾶς,
καὶ τὴν ἀγάπην καὶ φιλοφροσύνην, ποὺ
ἔτρεφαν πρὸς τοὺς προγόνους μας, καὶ
δι’ αὐτὸ εὐλόγως καὶ κατ’ ἀξίαν
τοὺς ἀπηλλάξαμεν ἀπὸ κάθε εἴδους
κατηγορίαν, ἀπὸ ὁπουδήποτε καὶ ἀπὸ
ὁποιανδήποτε ἀφορμὴν καὶ ἂν
προήρχετο αύτή. |
8
καὶ προστετάχαμεν ἑκάστῳ πάντας
εἰς τὰ ἴδια ἐπιστρέφειν, ἐν
παντὶ τόπῳ μηθενὸς αὐτοὺς
τὸ σύνολον καταβλάπτοντος, μῆτε ὀνειδίζειν
περὶ τῶν γεγενημένων παρὰ λόγον.
|
8
Διατάσσομεν, λοιπόν, τὸν καθένα ἀπὸ
σᾶς, νὰ συνεργήσετε διὰ τὴν
ἐπιστροφὴν ὅλων αὐτῶν εἰς
τὴν πατρίδα των, χωρὶς κανεὶς ἀπὸ
ὅλους σᾶς εἰς κάθε τόπον οὐδὲ
ἐπ' ἐλάχιστον νὰ τοὺς βλάψῃ
ἢ νὰ τοὺς χλευάσῃ, διὰ
τὰ παράλογα γεγονότα, τὰ ὁποῖα
ἔλαβον χώραν ἐναντίον των.
|
8
Ἔχομεν διατάξει ἐπίσης ὅλους αὐτοὺς
νὰ ἐπιστρέψουν ὀ καθένας εἰς
τὸ σπίτι του, χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς
βλάψῃ καθόλου εἰς οἰονδηποτε τόπον, οὔτε
κἀν νὰ τοὺς μεμφθῇ, νὰ τοὺς
ἐπιπλήξῃ καὶ νὰ τοὺς ὑβρίσῃ
ἢ νὰ τοὺς εἰρωνευθῇ δι’ ὅσα
παράνομα καὶ χωρὶς κανένα λόγον ἔλαβαν χώραν
ἐναντίον των. |
9
Γινώσκετε γὰρ ὅτι κατὰ τούτων,
ἐάν τι κακοτεχνήσωμεν πονηρὸν ἢ
ἐπιλυπήσωμεν αὐτοὺς τὸ σύνολον,
οὐκ ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸν πάσης
δεσπόζοντα δυνάμεως Θεὸν ὕψιστον ἀντικείμενον
ἡμῖν ἐπ' ἐκδικήσει τῶν
πραγμάτων κατὰ πᾶν ἄφευκτως διὰ
παντὸς ἕξομεν. Ἔρρωσθε>.
|
9
Μάθετε, ὅτι, ἐὰν διαπράξωμεν
κάτι κακὸν ἐναντίον των ἢ γενικῶς
τοὺς λυπήσωμεν, δὲν θὰ λυπήσωμεν
ἄνθρωπον ἀλλὰ τὸν ὕψιστον Θεόν,
ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖ ἐπὶ
ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ κόσμου
καὶ θὰ τὸν ἔχωμεν ἰσοβίως
καὶ ἀναποφεύκτως ἐκδικητὴν καὶ
τιμωρὸν διὰ τὰς παρανόμους πράξεις
μας. Ὑγιαίνετε>. |
9
Διότι πρέπει νὰ γνωρίζετε πολὺ καλὰ ὅτι,
ἐὰν δολιευθῶμεν καὶ ραδιουργήσωμεν
κάτι κακὸν ἐναντίον των ἢ γενικῶς
τοὺς πικράνωμεν καὶ τοὺς κακοκαρδίσωμεν,
δὲν θὰ ἔχωμεν ὡς ἀντίπαλον καὶ
πολέμιόν μας ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸν
Ὕψιστον Θεόν, ὁ Ὁποῖος ἔχει
ἀπόλυτον ἐξουσίαν ἐπὶ ὅλων τῶν
δυνάμεων τοῦ κόσμου· Αὐτὸν θὰ
ἔχωμεν ἰσοβίως ς ἀντίπαλον καὶ
πολέμιόν μας, ὁ Ὁποῖος καὶ θὰ
ἐκδικηθῇ τὸ κράτος μας δι’ ὅσα θὰ
ἐνεργήσωμεν· θὰ ἐκδικηθῇ
ἀναποφεύκτως μὲ κάθε τρόπον καὶ καθ’ οἰονδήποτε
χρόνον. Ὑγιαίνετε>. |
10
Λαβόντες δὲ τὴν ἐπιστολὴν ταύτην
οὐκ ἐσπούδασαν εὐθέως γενέσθαι
περὶ τὴν ἄφοδον, ἀλλὰ τὸν
βασιλέα προσηξίωσαν τοὺς ἐκ τοῦ
γένους τῶν Ἰουδαίων τὸν ἅγιον
Θεὸν αὐθαιρέτως παραβεβηκότα καὶ
τοῦ Θεοῦ τὸν νόμον τυχεῖν δι'
αὐτῶν τῆς ὀφειλομένης κολάσεως,
|
10
Οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν ἔλαβαν αὐτὴν
τὴν ἐπιστολήν, δὲν ἐβιάσθησαν
νὰ ἀναχωρήσουν ἀμέσως, ἀλλὰ
παρεκάλεσαν τὸν βασιλέα, ὅπως εἰς
τοὺς Ἰουδαίους ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι ἐλευθέρως καὶ χωρὶς
ἐξαναγκασμὸν ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ
τὸν ἅγιον Θεὸν καὶ κατεπάτησαν
τὸν θεῖον νόμον, ἐπιβληθῇ ἡ
ὀφειλομένη τιμωρία.
|
10
Ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἔλαβαν τὴν
ἐπιστολὴν αὐτήν, δὲν ἔσπευσαν
νὰ ἀναχωρήσουν ἀμέσως. Παρεκάλεσαν ἐπιμόνως
καὶ ἀπήτησαν ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ
νὰ ἐπιτρέψῃ, ὥστε νὰ λάβουν
ἀπὸ τὰ χέρια των ἀνταξίαν καὶ
πρέπουσαν τιμωρίαν ἐκεῖνοι ἀπὸ τὸ
Ἰουδαϊκὸν γένος, οἱ ὁποῖοι παρηνόμησαν
ἐνώπιον τοῦ ἁγίου Θεοῦ μὲ τὴν
θέλησίν των καὶ παρέβησαν τὸν νόμον τοῦ
Θεοῦ. |
11
προφερόμενοι τοὺς γαστρὸς ἕνεκεν τὰ
θεῖα παραβεβηκότας προστάγματα μηδέποτε
εὐνοήσειν μηδὲ τοῖς τοῦ βασιλέως
πράγμασιν. |
11
Ἔλεγαν δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ὅσοι
διὰ λόγους κοιλιοδουλείας παραβαίνουν
τὰ θεῖα προστάγματα, ποτὲ δὲν
θὰ ἔχουν καλὴν διαγωγὴν ἀπέναντι
καὶ τῶν πραγμάτων τοῦ βασιλέως.
|
11
Οἱ Ἰουδαῖοι κατήγοροι τῶν ἐξωμοτῶν
ὑπεγράμμιζαν καὶ ὑπεστήριζαν
ἐπίσης ὅτι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι
εἶχαν παραβῆ τὰ προστάγματα τοῦ Θεοῦ
χάριν τῆς κοιλίας των καὶ τοῦ φαγητοῦ,
οὐδέποτε θὰ συμμορφωθοῦν πρὸς τοὺς
νόμους τοῦ κράτους τοῦ ἐπιγείου βασιλιᾶ.
|
12
Ὁ δὲ τἀληθὲς αὐτοὺς λέγειν
παραδεξάμενος καὶ συναινέσας ἔδωκεν
αὐτοῖς ἄδειαν πάντων, ὅπως τοὺς
παραβεβηκότας τοῦ Θεοῦ τὸν νόμον
ἐξολοθρεύσωσι κατὰ πάντα τὸν
ὑπὸ τὴν βασιλείαν αὐτοῦ
τόπον μετὰ παρρησίας ἄνευ πάσης
βασιλικῆς ἐξουσίας καὶ ἐπισκέψεως.
|
12
Ὁ βασιλεὺς παρεδέχθη,
ὅτι αὐτοὶ ὄντως λέγουν
τὴν ἀλήθειαν, συγκατετέθη καὶ
ἔδωσεν εἰς αὐτοὺς τὴν ἄδειαν,
νὰ ἐξολοθρεύσουν εἰς οἰονδήποτε
μέρος τοῦ βασιλείου του ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι εἶχαν παραβῆ τὸν
νόμον τοῦ Θεοῦ. Νὰ ἐπιβάλουν
τὴν τιμωρίαν αὐτὴν
μετὰ θάρρους, χωρὶς καὶ νὰ
περιμένουν εἰδικὴν βασιλικὴν διαταγήν,
ἢ ἔστω καὶ ἁπλῆν γνῶσιν
ἐκ μέρους τοῦ βασιλέως.
|
12
Ὁ βασιλιᾶς, ἀφοῦ ἀνεγνώρισε
καὶ παρεδέχθη τὴν ἀλήθειαν ὅσων τοῦ
ἔλεγαν, καὶ ἀφοῦ συγκατετέθη εἰς
τὸ αἴτημά των, τοὺς ἔδωκε πλήρη
καὶ ἀπόλυτον ἄδειαν, ὅπως ἐξολοθρεύσουν
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν παραβῇ
τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ εἰς οἰονδήποτε
τόπον, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται ὑπὸ
τὴν βασιλικήν του ἐξουσίαν. Θὰ ἠμποροῦσαν
δὲ νὰ τοὺς ἐξολοθρεύουν ἄφοβα,
φανερά, ἐλεύθερα, χωρὶς καμμίαν ἐπὶ
πλέον εἰδικὴν βασιλικὴν ἐξουσιοδότηση
καὶ ἐξέτασιν ἢ ἀνάκρισιν.
|
13
Τότε κατευφημήσαντες αὐτόν, ὡς
πρέπον ἦν, οἱ τούτων ἱερεῖς
καὶ πᾶν τὸ πλῆθος ἐπιφωνήσαντες
τὸ ἀλληλούϊα, μετὰ χαρᾶς ἀνέλυσαν.
|
13
Τότε οἱ Ἰουδαῖοι ἐπευφήμησαν
τὸν βασιλέα, ὅπως ἄλλωστε ἦτο
καὶ πρέπον, οἱ ἐξ αὐτῶν
ἱερεῖς καὶ ὅλον τὸ πλῆθος
ἀνεφώνησαν τὸ <ἀλληλούϊα>
καὶ ἀνεχώρησαν κατόπιν μετὰ
χαρᾶς. |
13
Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι, ἀφοῦ ἐπευφήμησαν
τὸν βασιλιᾶ, ὅπως ἦταν πρέπον, καὶ
ἀφοῦ οἱ ἱερεῖς των καὶ
ὅλον τὸ πλῆθος ἀνεφώνησαν τὸ
<ἀλληλούϊα> (=αἰνεῖτε τὸν Θεόν),
ἀνεχώρησαν μετὰ χαρᾶς.
|
14
Τότε τὸν ἐμπεσόντα τῶν μεμιασμένων
ὁμοεθνῆ κατὰ τὴν ὁδὸν
ἐκολάζοντο καὶ μετὰ παραδειγματισμῶν
ἀνῄρουν. |
14
Ἔπειτα ὁποιονδήποτε
ὁμοεθνῆ των συναντοῦσαν
εἰς τὸν δρόμον των, ὁ ὁποῖος,
καθ' ὃ ἐξωμότης, ἦτο μολυσμένος,
τὸν ἐτιμωροῦσαν, τὸν διεπόμπευαν
καὶ τὸν ἐφόνευαν.
|
14
Τότε ὁποιονδήποτε ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς
των συναντοῦσαν εἰς τὸν δρόμον των, ὁ
ὁποῖος εἶχεν ἐξωμόσει καὶ
ἑπομένως εἶχε μολυνθῆ μὲ τὴν
εἰδωλολατρίαν, τὸν ἐτιμωροῦσαν καὶ
τὸν ἐθανάτωναν, ἀφοῦ προηγουμένως
τὸν διεπόμπευαν καὶ τὸν ἐθεάτριζαν
πρὸς παραδειγματισμόν. |
15
Ἐκείνῃ δὲ τῇ ἡμέρᾳ
ἀνεῖλον ὑπέρ τοὺς τριακοσίους
ἄνδρας καὶ ἤγαγον εὐφροσύνην
μετὰ χαρᾶς τοὺς βεβήλους χειρωσάμενοι.
|
15
Κατὰ τὴν ἡμέραν
δὲ ἐκείνην ἐφόνευσαν
περισσοτέρους ἀπὸ τριακοσίους ἐξωμότας
ἄνδρας καὶ ἑώρτασαν μὲ μεγάλην
χαράν, διότι ἔδωσαν τὴν πρέπουσαν
τιμωρίαν εἰς τοὺς βεβήλους αὐτούς.
|
15
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐφόνευσαν
ἄνω τῶν τριακοσίων (300) ἀνδρῶν, οἱ
ὁποῖοι εἶχαν ἐξωμόσει. Ἑώρτασαν
δὲ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὡς χαρμόσυνον
ἑορτήν, διότι ἔβαλαν εἰς τὸ χέρι καὶ
ἐφόνευσαν τοὺς ἀκαθάρτους ἐξωμότας.
|
16
Αὐτοὶ δὲ οἱ μέχρι θανάτου
τὸν Θεὸν ἐσχηκότες, παντελῆ
σωτηρίας ἀπόλαυσιν εἰληφότες,
ἀνέζευξαν ἐκ τῆς πόλεως παντοίοις
εὐωδεστάτοις ἄνθεσι κατεστεμμένοι
μετ' εὐφροσύνης καὶ βοῆς, ἐν
αἴνοις καὶ παμμελέσιν ὕμνοις εὐχαριστοῦντες
τῷ Θεῷ τῶν πατέρων αὐτῶν
αἰωνίῳ σωτῆρι τοῦ Ἰσραήλ.
|
16
Αὐτοὶ δέ, ποὺ μέχρι θανάτου
εἶχαν μείνει πιστοὶ εἰς τὸν
Θεὸν καὶ οἱ
ὁποῖοι ἀπήλαυσαν
τὴν πλήρη σωτηρίαν των, ἀνεχώρησαν
ἀπὸ τὴν πόλιν
καταστεφανωμένοι μὲ
διάφορα εὐωδέστατα
ἄνθη· ὑμνοῦσαν
τὸν Θεὸν μὲ χαρὰν καὶ μὲ
κραυγὰς χαρᾶς καὶ εὐχαριστοῦσαν
μὲ μελωδικώτατα
ᾄσματα τὸν
Θεὸν τῶν πατέρων των,
τὸν αἰώνιον σωτῆρα τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. |
16
Ἐκεῖνοι δέ, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν
πιστοὶ καὶ σταθεροὶ μέχρι θανάτου εἰς
τὸν Θεόν, ἀφοῦ ἀπήλαυσαν τὴν
πληρεστάτην χαρὰν τῆς σωτηρίας των, ἀνεχώρησαν
ἀπὸ τὴν πόλιν καταστεφανωμένοι μὲ
κάθε εἴδους εὐωδέστατα ἄνθη μετὰ χαρᾶς
καὶ μεγάλης κραυγῆς. Εὐχαριστοῦσαν
δὲ μὲ δοξολογίες καὶ μελωδικοὺς καὶ
παναρμονίους ὕμνους τὸν Θεὸν τῶν πατέρων
των, τὸν αἰώνιον Σωτῆρα τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. |
17
Παραγενηθέντες δὲ εἰς Πτολεμαΐδα τὴν
ὀνομαζομένην διὰ τὴν τοῦ τόπου
ἰδιότητα ροδοφόρον, ἐν ἡ προσέμεινεν
αὐτοὺς ὁ στόλος κατὰ κοινὴν
αὐτῶν βουλὴν ἡμέρας ἑπτά,
|
17
Διὰ τῶν πλοίων ἦλθον εἰς τὴν
Πτολεμαΐδα, ἡ ὁποία ὠνομάζετο
ροδοφόρος, ὡς ἐκ τῆς ἰδιότητος
τοῦ τόπου νὰ εὐδοκιμοῦν ἐκεῖ
τὰ ρόδα. Ὁ στόλος τοὺς ἐπερίμενε
σύμφωνα μὲ κοινήν των ἀπόφασιν
ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας.
|
17
Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς τὴν Πτολεμαΐδα,
ἡ ὁποία λόγῳ τοῦ ἰδιαιτέρου
χαρακτηριστικοῦ τοῦ τόπου ὠνομάζετο <Ροδοφόρος>,
ὅπου ὁ στόλος τῶν πλοίων τοὺς ἐπερίμενε,
σύμφωνα μὲ τὴν κοινὴν ἐπιθυμίαν των,
ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες,
|
18
ἐκεῖ ἐποίησαν πότον σωτήριον,
τοῦ βασιλέως χορηγήσαντος αὐτοῖς
εὐψύχως τὰ πρὸς τὴν ἄφιξιν
πάντα ἑκάστῳ ἕως εἰς τὴν
ἰδίαν οἰκίαν. |
18
Ἐκεῖ ὠργάνωσαν συμπόσιον διὰ
τὴν σωτηρίαν, ἐφ' ὅσον ὁ βασιλεὺς
εἶχε χορηγήσει εἰς αὐτοὺς ἐξ
ὅλης ψυχῆς ὅλα τὰ μέσα διὰ
τὴν ἄφιξιν ὅλων καὶ ἑνὸς
ἑκάστου ἀπὸ αὐτοὺς μέχρι
τῆς ἰδιαιτέρας του οἰκίας.
|
18
ὠργάνωσαν καὶ πάλιν ἐκεῖ συμπόσιον
διὰ τὴν σωτηρίαν των. Ἑώρταζαν, διότι
ὁ βασιλιᾶς τοὺς ἐφωδίασε πλουσιοπάροχα
καὶ μὲ γενναιοδωρίαν μὲ ὅλα τὰ
ἀπαραίτητα διὰ τὸ ταξίδιόν των, μέχρις
ὅτου φθάσῃ ὁ καθένας των εἰς
τὸ ἰδικόν του σπίτι. |
19
Καταχθέντες δὲ μετ' εἰρήνης ἐν
ταῖς πρεπούσαις ἐξομολογήσεσιν, ὠσαύτως
κάκει ἔστησαν καὶ ταύτας ἄγειν
τὰς ἡμέρας ἐπὶ τὸν τῆς
παροικίας αὐτῶν χρόνον εὐφροσύνους.
|
19
Ἀφοῦ δὲ ἀπεβιβάσθησαν μὲ
εἰρήνην εἰς τὴν ξηρὰν καὶ
ἀνέπεμψαν πρὸς τὸν Θεὸν τοὺς
πρέποντας ὕμνους δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας,
ὥρισαν νὰ ἐορτάζουν ἐκεῖ
μὲ χαρὰν τὰς ἡμέρας αὐτὰς
κατὰ τὸ χρονικὸν διάστημα, ποὺ
θὰ εὑρίσκοντο εἰς τὴν ξένην
χώραν.
|
19
Ὅταν δὲ ἀπεβιβάσθησαν μὲ εἰρήνην
καὶ μὲ τὶς ἀρμόζουσες εἰς
τὸν Θεὸν εὐχαριστίες καὶ δοξολογίες,
ἀπεφάσισαν ἐκεῖ καὶ πάλιν κατὰ
τὸν ἴδιον τρόπον νὰ ἐορτάζουν
τὶς ἡμέρες αὐτὲς ὡς εὐφρόσυνον
ἑορτὴν καθ’ ὅλον τὸ χρονικὸν
διάστημα τῆς παραμονῆς των εἰς τὴν
ξένην χώραν. |
20
Ἃς καὶ ἀνιερώσαντες ἐν στήλῃ
κατὰ τὸν συμποσίας τόπον προσευχῆς
καθιδρύσαντες, ἀνέλυσαν ἀσινεῖς,
ἐλεύθεροι, ὑπερχαρεῖς, διά τε
γῆς καὶ θαλάσσης καὶ ποταμοῦ
ἀνασωζόμενοι τῇ τοῦ βασιλέως
ἐπιταγῇ, ἕκαστος εἰς τὴν ἰδίαν
|
20
Ἀφοῦ δὲ καθιέρωσαν καὶ ἐχάραξαν
εἰς στήλην τὰς ἐορτασίμους αὐτὰς
ἡμέρας, ὥρισαν δὲ τὸν τόπον
ἐκεῖνον ὡς τόπον προσευχῆς,
ἐπέστρεψαν κατόπιν σῷοι, ἐλεύθεροι,
ὑπερβολικὰ χαρούμενοι, ὁ καθένας
εἰς τὴν πατρίδα του, διὰ τῆς
ξηρᾶς, διὰ τῆς θαλάσσης καὶ
διὰ τῶν ποταμῶν, σύμφωνα μὲ
τὴν διαταγὴν τοῦ βασιλέως.
|
20
Ἀφοῦ δὲ καθιέρωσαν τὶς ἡμέρες
αὐτὲς ὡς ἑόρτιες καὶ τὶς
ἐχάραξαν ἐπάνω εἰς στήλην, καὶ
ἀφοῦ ἵδρυσαν καὶ ἀφιέρωσαν εἰς
τὸν τόπον ἐκεῖνον τοῦ συμποσίου οἶκον
προσευχῆς, ἀνεχώρησαν καὶ ἐπέστρεψαν
ἀβλαβεῖς καὶ ἀκέραιοι, ἐλεύθεροι
καὶ ὑπερβολικὰ χαρούμενοι ὁ καθένας
εἰς τὸν ἰδικόν του τόπον. Εἶχαν διασωθῇ
πλέον καὶ διαπεραιωθῇ ἀσφαλῶς κατὰ
διαταγὴν τοῦ βασιλιᾶ, διὰ ξηρᾶς
καὶ διὰ θαλάσσης καὶ διὰ ποταμῶν.
|
21
καὶ πλείστην ἢ ἔμπροσθεν ἐν
τοῖς ἐχθροῖς ἐξουσίαν ἐσχηκότες
μετὰ δόξης καὶ φόβου, τὸ σύνολον
ὑπὸ μηδενὸς διασεισθέντες τῶν
ὑπαρχόντων. |
21
Ἔπειτα δὲ ἀπὸ τὰ γεγονότα
αὐτὰ ἀπέκτησαν μεγαλυτέραν δύναμιν
ἀπέναντι τῶν ἐχθρῶν των, ἀπὸ
ὅσην εἶχαν προηγουμένως. Ἀπελάμβανον
δόξαν καὶ ἐνέπνεον φόβον εἰς
τοὺς ἀντιθέτους. Γενικῶς δὲ
ἐκ μέρους οὐδενὸς τίποτε ἀπὸ
τὰ ὑπάρχοντά των δὲν διεκινδύνευε
πλέον.
|
21
Μετὰ δὲ τὰ γεγονότα αὐτὰ ἀπέκτησαν
ἀκόμη μεγαλυτέραν δύναμιν καὶ γόητρον μεταξὺ
τῶν ἐχθρῶν των, ἀπὸ ὅ,τι
εἶχαν προηγουμένως, καὶ ἔγιναν ἀντικείμενον
τιμῆς, δόξης, βαθυτάτου σεβασμοῦ καὶ φόβου.
Γενικῶς δὲ καθόλου καὶ ἀπὸ κανένα
δὲν ἐξεβιάσθησαν μὲ φόβον καὶ
ἀπειλὴν διὰ νὰ τοὺς ἀποσπάσουν
τὴν περιουσίαν των. |
22
Καὶ πάντα τὰ ἑαυτῶν πάντες
ἐκομίσαντο ἐξ ἀπογραφῆς, ὥστε
τοὺς ἔχοντάς τι μετὰ φόβου μεγίστου
ἀποδοῦναι αὐτοῖς, τὰ μεγαλεῖα
τοῦ μεγίστου Θεοῦ ποιήσαντος τελείως
ἐπὶ σωτηρίᾳ αὐτῶν.
|
22
Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι,
ὅλοι ἀνεξαιρέτως, ἐπῆραν τὰς
περιουσίας των, αἱ ὁποῖαι εἶχαν
προγραφῆ. Καὶ ἐκεῖνοι ἀκόμα
ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, ποὺ
εἶχαν πάρει κάτι ἀπὸ τὰς
περιουσίας τῶν Ἰουδαίων, τὰ
ἐπέστρεφαν εἰς αὐτοὺς μὲ
μεγάλον φόβον. Ὁ μέγιστος Θεὸς
ἔκαμεν ἔτσι τόσον μεγάλα θαύματα
μέχρι τέλους διὰ τὴν σωτηρίαν
των. |
22
Ἐπὶ πλέον ὅλοι αὐτοὶ οἱ
Ἰουδαῖοι ἀνέκτησαν ὅλα τὰ ὑπάρχοντά
των, σύμφωνα μὲ τὴν καταγραφήν, οὕτως ὥστε
καὶ ἐκεῖνοι ἀκόμη ἀπὸ
τοὺς ἐθνικούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν
λάβει κάποιαν περιουσίαν τῶν Ἰουδαίων, τὴν
ἐπέστρεψαν εἰς αὐτοὺς μὲ πολὺ
μεγάλον φόβον. Ἔτσι ὁ ὕψιστος καὶ
μέγιστος Θεὸς ἔκαμε μέχρι τέλους καὶ κατὰ
τέλειον τρόπον μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα
διὰ τὴν σωτηρίαν των. |
23
Εὐλογητὸς ὁ ρύστης Ἰσραὴλ
εἰς τοὺς ἀεὶ χρόνους. Ἀμὴν
. |
23
Δοξασμένος ἂς εἶναι ὁ Θεός,
ὁ λυτρωτὴς τῶν Ἰσραηλιτῶν, εἰς
τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν. |
23
Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ δοξασμένος
ὁ Θεός, ὁ ἐλευθερωτὴς καὶ λυτρωτὴς
τοῦ Ἰσραήλ, εἰς τοὺς ἀτελευτήτους
αἰῶνας τῶν αἰώνων! Ἀμήν! (=Ναί·
ἀληθῶς· γένοιτο!) |