Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
δοὺ
ἐγὼ ἐξαποστέλλω τὸν ἄγγελόν
μου, καὶ ἐπιβλέψεται ὁδὸν πρὸ
προσώπου μου, καὶ ἐξαίφνης ἥξει
εἰς τὸν ναὸν ἐαυτοῦ Κύριος,
ὃν ὑμεῖς ζητεῖτε, καὶ ὁ
ἄγγελος τῆς διαθήκης, ὃν ὑμεῖς
θέλετε· ἰδοὺ ἔρχεται, λέγει
Κύριος παντοκράτωρ. |
δοὺ
ἐγώ, λέγει ὁ Θεός, θὰ
ἀποστείλω πρὸς σᾶς τὸν ἀγγελιαφόρον
μου, ὁ ὁποῖος καὶ θὰ ἐπιβλέψῃ
καὶ θὰ προετοιμάσῃ τὴν ὁδόν
μου πρὸ ἐμοῦ. Αἰφνιδίως θὰ
ἔλθῃ ὁ Κύριος εἰς τὸν
ναόν του, τὸν ὁποῖον Κύριον
σεῖς ζητεῖτε, καὶ ὁ ἀγελιοφόρος
τῆς νέας διαθήκης, τὸν ὁποῖον
σεῖς θέλετε. Ἰδού, ἔρχεται,
λέγει Κύριος ὁ Παντοκράτωρ.
|
δοὺ
ἐξαποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου, καὶ αὐτὸς
θὰ ἐπιβλέψῃ καὶ θὰ προετοιμάσῃ
τὸν δρόμον πρὸ ἐμοῦ, καὶ ἔξαφνα
θὰ ἔλθῃ εἰς τὸν ναὸν του
ὁ Κύριος, τὸν ὁποῖον σεῖς ζητεῖτε,
καὶ ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ
καὶ Πατρός, ποὺ θὰ συνάψῃ τὴν
νέαν διαθήκην μὲ τοὺς ἀνθρώπους, τὸν
ὁποῖον σεῖς θέλετε. Ἰδοὺ ἔρχεται·
μὴ ἀμφιβάλλετε περὶ αὐτοῦ, διότι
τὸ λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος.
|
2
Καὶ τίς ὑπομενεῖ ἡμέραν
εἰσόδου αὐτοῦ; Ἢ τίς ὑποστήσεται
ἐν τῇ ὀπτασίᾳ αὐτοῦ;
Διότι αὐτὸς εἰσπορεύεται ὡς
πῦρ χωνευτηρίου καὶ ὡς ποιὰ
πλυνόντων. |
2
Ποιὸς ὅμως θὰ ἠμπορέσῃ,
νὰ ἀνθέξῃ κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην τῆς ἐλεύσεώς του;
Ἢ ποιὸς θὰ σταθῇ ὄρθιος κατὰ
τὴν μεγαλειώδη ἐμφάνισίν του;
Διότι αὐτὸς θὰ εἰσπορευθῇ
ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ὡς
πῦρ χωνευτηρίου καὶ ὡς σταχτόνερο
<ἀλισίβα>, ποὺ χρησιμοποιοῦν
οἱ πλύνοντες.
|
2
Καὶ ποῖος θὰ ὑποφέρῃ τὴν
ἡμέραν τῆς ἐλεύσεώς του; Ἢ ποῖος
θὰ σταθῇ ὄρθιος καὶ θὰ βαστάσῃ
τὴν ἔνδοξον ἐμφάνισίν του; Διότι αὐτὸς
εἰσέρχεται εἰς τὸν κόσμον τῶν ἀνθρώπων
σὰν φωτιὰ καμινιοῦ, ποὺ λειώνει καὶ
χωνεύει κάθε τι, καὶ σὰν καθαρτικὸν χορτάρι,
ποὺ χρησιμοποιοῦν αὐτοὶ ποὺ
πλύνουν ροῦχα. |
3
Καὶ καθιεῖται χωνεύων καὶ καθαρίζων
ὡς τὸ ἀργύριον καὶ ὡς
τὸ χρυσίον· καὶ καθαρίσει τοὺς
υἱοὺς Λευὶ καὶ χέει αὐτοὺς
ὥσπερ τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον·
καὶ ἔσονται τῷ Κυρίῳ προσάγοντες
θυσίαν ἐν δικαιοσύνῃ.
|
3
Καὶ θὰ καθίσῃ, διὰ νὰ
ἀναχωνεύσῃ καὶ καθαρίσῃ
τοὺς πάντας, ὅπως ὁ χρυσοχόος
καθαρίζει τὸ ἀργύριον καὶ τὸ
χρυσίον εἰς τὸ καμίνι. Καὶ θὰ
καθαρίσῃ τοὺς υἱοὺς τῆς
φυλῆς Λευῒ καὶ θὰ ἀναχωνεύσῃ
αὐτοὺς ὡς εἰς κάμινον, ὅπως
οἱ χρυσοχόος ἀναχωνεύει καὶ
καθαρίζει τὸ χρυσίον καὶ τὸ
ἀργύριον. Τότε δὲ αὐτοὶ
καὶ θὰ προσφέρουν ἐν δικαιοσύνῃ
πρὸς τὸν Κύριον θυσίας.
|
3
Θὰ καθίσῃ ρίπτων εἰς τὸ χωνευτήριον
καὶ καθαρίζων διὰ τοῦ πυρὸς τῆς
θείας Χάριτος, ὅπως μὲ τὸ πῦρ καθαρίζεται
τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον. Καὶ
θὰ καθαρίσῃ τοὺς εἰς λατρείαν αὐτοῦ
ἀφιερωμένους νέους πνευματικοὺς ἀπογόνους
τοῦ Λευῒ καὶ θὰ χύσῃ αὐτοὺς
ἀναχωνεύων καὶ ἀνακαινίζων, ὅπως χύνεται
καθαρὸν ἀπὸ τὸ χωνευτήριον τὸ
χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον καὶ θὰ
προσφέρουν τότε εἰς τὸν Κύριον θυσίαν δι’ ἔργων
ἀρετῆς καὶ δικαιοσύνης.
|
4
Καὶ ἀρέσει τῷ Κυρίῳ θυσία
Ἰούδα καὶ Ἱερουσαλήμ, καθὼς
αἱ ἡμέραι τοῦ αἰῶνος καὶ
καθὼς τὰ ἔτη τὰ ἔμπροσθεν.
|
4
Καὶ τότε αὐτὴ ἡ θυσία
τῶν Ἰουδαίων γενικῶς, καὶ εἰδικώτερον
τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήμ,
θὰ εἶναι εὐάρεστος εἰς τὸν
Κύριον, ὅπως ἦσαν εὐάρεστοι
εἰς αὐτὸν αἱ θυσίαι περασμένων
αἰώνων καὶ προηγουμένων ἐτῶν.
|
4
Καὶ τότε θὰ ἀρέσῃ εἰς τὸν
Κύριον ἡ θυσία, ἥτις θὰ προσφέρεται ὑπό
του Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ καὶ τῆς Ἱερουσαλήμ,
καθὼς καὶ κατὰ τὰς παλαιοτέρας ἡμέρας
καὶ καθὼς κατὰ τὰ παρελθόντα ἔτη.
|
5
Καὶ προσάξω πρὸς ὑμᾶς ἐν
κρίσει καὶ ἔσομαι μάρτυς ταχὺς
ἐπὶ τὰς φαρμακοὺς καὶ ἐπὶ
τὰς μοιχαλίδας καὶ ἐπὶ τοὺς
ὀμνύοντας τῷ ὀνόματι μου ἐπὶ
ψεύδει καὶ ἐπὶ τοὺς ἀποστεροῦντας
μισθὸν μισθωτοῦ καὶ τοὺς καταδυναστεύοντας
χήραν καὶ τοὺς κονδυλίζοντας ὀρφανοὺς
καὶ τοὺς ἐκκλίνοντας κρίσιν
προσηλύτου καὶ τοὺς μὴ φοβουμένους
με, λέγει Κύριος παντοκράτωρ.
|
5
Θὰ ὁδηγήσω ὑμᾶς εἰς δίκην
καὶ κρίσιν καὶ ἐγὼ θὰ
εἶμαι ταχὺς μάρτυς κατηγορίας ἐναντίον
τῶν μάγων, ἐναντίον τῶν μοιχαλίδων,
ἐναντίον ἐκείνων ποὺ ὁρκίζοντα
ψευδῶς εἰς τὸ Ὄνομά μου, καὶ
ἐκείνων ποὺ ἀποστεροῦν τὴν
ἀμοιβὴν τοῦ ἡμερομισθίου ἐργάτου,
ἐναντίον αὐτῶν ποὺ καταδυναστεύουν
τὴν χήραν καὶ γρονθοκοποῦν τοὺς
ὀρφανούς, ὅπως καὶ ἐναντίον
ἐκείνων, ποὺ διαστρέφουν τὴν
δικαίαν κρίσιν τῶν ξένων καὶ
ἐκείνων οἱ ὁποῖοι δὲν
μὲ φοβοῦνται, λέγει ὁ Κύριος
Παντοκράτωρ. |
5
Καὶ θὰ ἔλθω κοντά σας ὡς κριτὴς
διὰ νὰ κάμω κρίσιν καὶ θὰ εἶμαι
μάρτυρας καὶ δικαστὴς γρήγορος κατὰ τῶν
μάγων καὶ κατὰ τῶν μοιχαλίδων καὶ
κατ' ἐκείνων, ποὺ ὁρκίζονται εἰς τὸ
ὄνομά μου διὰ να βεβαιώσουν ψεῦδος καὶ
ὄχι ἀλήθειαν, καὶ κατ’ ἐκείνων, οἱ
ὁποῖοι στεροῦν τὸν μισθὸν τοῦ
μισθωτοῦ καὶ καταπιέζουν τὴν χήραν καὶ
κακοποιοῦν τοὺς ὀρφανοὺς καὶ
καταπατοῦν τὸ δίκαιον τοῦ ξένου, ποὺ
ἔχει προσελκυσθῆ εἰς τὴν ἀληθῆ
τοῦ Ἰσραὴλ θρησκείαν, καὶ κατ’ ἐκείνων,
ποὺ δὲν μὲ φοβοῦνται, λέγει ὁ
παντοκράτωρ Κύριος. |
6
Διότι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς
ὑμῶν, καὶ οὐκ ἠλλοίωμαι·
|
6
Διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος
ὁ Θεός σας καὶ δὲν ἔχω μεταβληθῇ
οὐδὲ ἐπ' ἐλάχιστον.
|
6
Θὰ κρίνω δὲ καὶ θὰ τιμωρήσω ὅλους
τοὺς παραβάτας, ποὺ δὲν μὲ φοβοῦνται,
διότι ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός
σας μὲ κράτος καὶ δύναμιν ἀκατανίκητον καὶ
δὲν ἔχω ἀλλοιωθῆ οὔτε ἤλλαξα.
|
7
Καὶ ὑμεῖς οἱ υἱοὶ Ἰακώβ
οὐκ ἀπέχεσθε ἀπὸ τῶν ἀδικιῶν
τῶν πατέρων ὑμῶν, ἐξεκλίνατε
νόμιμά μου καὶ οὐκ ἐφυλάξασθε.
Ἐπιστρέψατε πρός με, καὶ ἐπιστραφήσομαι
πρὸς ὑμᾶς, λέγει Κύριος παντοκράτωρ.
Καὶ εἴπατε· ἐν τίνι ἐπιστρέψομεν;
|
7
Σεῖς, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ,
δὲν ἀπεμακρύνθητε ἀπὸ τὰς
ἀδικίας, ποὺ εἶχαν διαπράξει
οἱ προγονοί σας· διεστρέψατε τὸν
Νόμον μου καὶ δὲν τὸν ἐφυλάξατε.
Ἐπανέλθετε, λοιπόν, ἐν μετανοίᾳ
πρὸς ἐμὲ καὶ ἐγὼ θὰ
ἐπανέλθω προστάτης πρὸς σᾶς,
λέγει Κύριος Παντοκράτωρ. Σεῖς ὅμως
εἴπατε καὶ λέγετε· ἀπὸ
τί καὶ εἰς τί νὰ ἐπιστρέψωμεν;
|
7
Σεῖς ὅμως, ὦ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ,
δὲν ἀπεμακρύνθητε ἀπὸ τὰς ἀδικίας
τῶν πατέρων σας. Παρέβητε τὰς ἐντολὰς
τοῦ νόμου μου καὶ δὲν ἐφυλάξατε αὐτάς.
Γυρίσατε πίσω διὰ τῆς μετανοίας πρὸς Ἐμὲ
καὶ θὰ ἐπιστρέφω καὶ Ἐγὼ
πρὸς σᾶς, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος. Καὶ
εἰς τὴν πρόσκλησιν ταύτην σεῖς ἀπηντήσατε:
Διατὶ νὰ ἐπιστρέψωμεν καὶ διὰ
ποίαν παράβασιν νὰ μετανοήσωμεν; |
8
Μήτι πτερνιεῖ ἄνθρωπος Θεόν; Διότι
ὑμεῖς πτερνίζετέ με. Καὶ ἐρεῖτε·
ἐν τίνι ἐπτερνίσαμέν σε; ῞Οτι
τὰ ἐπιδέκατα καὶ αἱ ἀπαρχαὶ
μεθ' ὑμῶν εἰσι·
|
8
Ἐγὼ σᾶς λέγω· εἶναι ὀρθὸν
νὰ καταδολιεύεται ὁ ἄνθρωπος τὸν
Θεόν; Βεβαίως ὄχι. Τότε διατὶ
σεῖς καταδολιεύεσθε ἐμέ; Θὰ
μοῦ πῆτε· εἰς τί ἡμεῖς
σὲ ἐδολιεύθημεν; Μὲ ἐδολιεύθητε,
διότι τὰ δέκατα καὶ τὰς ἀπαρχὰς
τῶν προϊόντων σας, ποὺ ἀνήκουν
εἰς ἐμέ, δὲν μοῦ τὰ προσεφέρατε,
ἄλλα τὰ ἐκρατήσατε εἰς τὰς
οἰκίας σας.
|
8
Μήπως θὰ τολμήσῃ κανένας ἄνθρωπος νὰ
κλωτσήσω τὸν Θεόν; Ἐρωτῶ, διότι σεῖς
μὲ κλωτσᾶτε. Καὶ ἐν τῇ τυφλώσει
σας θὰ εἴπητε: Μὲ τί σὲ ἐκλωτσήσαμεν;
Διότι αἱ δεκάται καὶ αἱ ἐκλεκταὶ
προσφοραὶ ἀπὸ τοὺς πρωτοωριμάζοντας
καρποὺς εἶναι ὄχι εἰς τὸ θυσιαστήριόν
μου, ἀλλὰ μαζί σας, εἰς τὰς
ἀποθήκας σας. |
9
καὶ ἀποβλέποντες ὑμεῖς ἀποβλέπετε,
καὶ ἐμὲ ὑμεῖς πτερνίζετε·
τὸ ἔτος συνετελέσθη. |
9
Ὅλην σας δὲ τὴν προσοχὴν ἐστρέψατε
καὶ στρέφετε, πῶς νὰ εὕρετε
τρόπους, διὰ νὰ μὲ δολιευθῆτε
πάλιν. Ἰδού, τὸ γεωργικὸν ἔτος
συνεπληρώθη
|
9
Καὶ κυττάτε μὲ μάτι πλεονεκτικὸν καὶ
ἀχόρταστον, καὶ σεῖς μὲ κλωτσᾶτε·
καὶ τὸ ἔτος τῆς καρποφορίας καὶ
τῆς συγκομιδῆς ἐπέρασε.
|
10
Καὶ εἰσηνέγκατε πάντα τὰ ἐκφόρια
εἰς τοὺς θησαυρούς, καὶ ἔσται
ἡ διαρπαγὴ αὐτοῦ ἐν τῷ
οἴκῳ αὐτοῦ. Ἐπιστρέψατε
δὴ ἐν τούτῳ, λέγει Κύριος
παντοκράτωρ, ἐὰν μὴ ἀνοίξω
ὑμῖν τοὺς καταρράκτας τοῦ οὐρανοῦ
καὶ ἐκχεῶ τὴν εὐλογίαν
μου ὑμῖν ἕως τοῦ ἱκανωθῆναι.
|
10
καὶ σεῖς εἰσηγάγετε ὅλα τὰ
προϊόντα τῆς γῆς σας εἰς τὰς
ἀποθήκας σας. Ἔτσι δὲ ἐκάματε
ἁρπαγὴν τῶν δεκάτων καὶ ἀπαρχῶν,
ποὺ εὑρίσκονται τώρα εἰς τὸ
σπίτι σας. Μετανοήσατε, λοιπόν, διὰ
τὰς παραβάσεις σας αὐτάς, λέγει
Κύριος ὁ Παντοτοκράτωρ, διότι ἄλλως
δὲν θὰ ἀνοίξω τοὺς καταρράκτας
τοῦ οὐρανοῦ πρὸς χάριν σας νὰ
στείλουν βροχάς, καὶ δὲν θὰ
σκορπίσω τὴν εὐλογίαν μου, ὥστε
νὰ ἰκανοποιηθῆτε ἀπὸ τὰ
προϊόντα τῆς γῆς σας.
|
10
Καὶ ἐμβάσατε ὅλα τὰ προϊόντα
τῆς γῆς εἰς τὰ ἀμπάρια,
καὶ θὰ γίνῃ ἔτσι ἡ διαρπαγὴ
εἰς βάρος τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν οἶκον
του. Μετανοήσατε λοιπὸν διὰ τοῦτο καὶ
διορθώθητε, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος· καὶ θὰ
ἴδητε τότε, ἐὰν δὲν θὰ σᾶς
ἀνοίξω τοὺς καταρράκτας τοῦ οὐρανοῦ
καὶ δὲν θὰ χύσω ἄφθονον τὴν
εὐλογίαν μου εἰς σᾶς μέχρι τοῦ νὰ
συγκομίσητε τὸ ἱκανόν.
|
11
Καὶ διαστελῶ ὑμῖν εἰς βρώσιν
καὶ οὐ μὴ διαφθείρω ὑμῶν
τὸν καρπὸν τῆς γῆς, καὶ οὐ
μὴ ἀσθενήσῃ ὑμῶν ἡ
ἄμπελος ἡ ἐν τῷ ἀγρῷ,
λέγει Κύριος παντοκράτωρ.
|
11
Θὰ ξεχωρίσω καὶ θὰ στείλω εἰς
σᾶς τροφὴν καὶ δὲν θὰ καταστρέψω
τὰ προϊόντα τῆς χώρας σας. Τὰ
ἀμπέλια σας, ποὺ εὑρίσκονται
εἰς τὴν ὕπαιθρον δὲν θὰ προσβληθοῦν
ἀπὸ ἀσθενείας, λέγει Κύριος
Παντοκράτωρ. |
11
Καὶ θὰ ξεχωρίσω πρὸς χάριν σας παραγωγὴν
πρὸς διατροφήν σας καὶ δὲν θὰ
καταστρέψω τὸν καρπὸν τῆς χώρας σας, καὶ
δὲν θὰ καταληφθῇ ἀπὸ ἀσθένειαν
ἡ ἄμπελός σας εἰς τὴν καλλιεργημένην
γῆν, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος.
|
12
Καὶ μακαριοῦσιν ὑμᾶς πάντα τὰ
ἔθνη, διότι ἔσεσθε ὑμεῖς γῆ
θελητή, λέγει Κύριος παντοκράτωρ.
|
12
Διὰ τὴν πλουσίαν αὐτὴν καρποφορίαν
καὶ συγκομιδὴν θὰ σᾶς καλοτυχίζουν
ὅλα τὰ ἔθνη, διότι ἡ χώρα
σας θὰ ἔχῃ γίνει ἐπιθυμητὴ
καὶ ζηλευτή, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ.
|
12
Καὶ θὰ σᾶς μακαρίσουν ὅλα τὰ
ἔθνη, διότι σεῖς θὰ εἶσθε ἡ
γῆ, τὴν ὁποίαν θὰ θέλω καὶ θὰ
εὐλογῶ, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος.
|
13
Ἐβαρύνατε ἐπ' ἐμὲ τοὺς
λόγους ὑμῶν, λέγει Κύριος, καὶ
εἴπατε· ἐν τίνι κατελαλήσαμεν
κατὰ σοῦ; |
13
Βαρεῖς λόγους εἴπατε ἐναντίον
μου, λέγει ὁ Κύριος. Ἰδοὺ τί
εἴπατε· εἰς τί καὶ πότε
κατεφέρθημεν μὲ λόγια ἐναντίον
σου; |
13
Εἴπατε βαρεῖς καὶ βλασφήμους λόγους ἐναντίον
μου, λέγει ὁ Κύριος. Καὶ μὴ συναισθανθέντες
αὐτοὺς εἴπατε: Μὲ τί κατηγορήσαμεν
καὶ εἴπαμεν ὑβριστικοὺς λόγους ἐναντίον
σου; |
14
Εἴπατε· μάταιος ὁ δουλεύων Θεῷ,
καὶ τί πλέον ὅτι ἐφυλάξαμεν
τὰ φυλάγματα αὐτοῦ καὶ διότι
ἐπορεύθημεν ἱκέται πρὸ προσώπου
Κυρίου παντοκράτορος; |
14
Κατεφέρθητε, ὅταν εἴπατε· μάταιον
εἶναι νὰ ὑπακούῃ καὶ νὰ
ἐργάζεται κανεὶς εἰς τὸν Θεόν.
Τί τάχα ὠφελήθημεν μὲ τὸ
ὅτι ἐφυλάξαμεν τὰς ἐντολὰς
αὐτοῦ καὶ ἐπορεύθημεν ἱκέται
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Παντοκράτορος;
|
14
Εἴπατε σεῖς, οἱ ἐν τῇ πίστει
κλονιζόμενοι: Ματαίως καὶ χωρὶς ὠφέλειάν
τινα δουλεύει ἐκεῖνος, ποὺ ὑπηρετεῖ
καὶ ὑπακούει εἰς τὸν Θεόν. Καὶ
τί περισσότερον ἐπετύχαμεν, διότι ἐφυλάξαμεν
τὰς ἐντολάς του καὶ διότι συμπεριεφέρθημεν
ταπεινωμένοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου παντοκράτορος;
|
15
Καὶ νῦν ἡμεῖς μακαρίζομεν ἀλλοτρίους,
καὶ ἀνοικοδομοῦνται πάντες ποιοῦντες
ἄνομα καὶ ἀντέστησαν τῷ Θεῷ
καὶ ἐσώθησαν. |
15
Ἰδού, ὅτι τώρα ἡμεῖς καλοτυχίζομεν
τοὺς ξένους λαούς. Βλέπομεν ὅτι
ὅλοι ὅσοι διαπράττουν τὴν ἀνομίαν
καὶ ἀνθίστανται εἰς τὸ θέλημα
τὸ Θεοῦ, προοδεύουν, ἀνοικοδομοῦν
πόλεις καὶ γενικῶς ἔχουν σωθῆ.
|
15
Καὶ τώρα ἠμεῖς μακαρίζομεν τοὺς ἀσεβεῖς·
καὶ προοδεύουν ὅλοι, ὅσοι πράττουν παρανομίας·
καὶ ἀντεστάθησαν εἰς τὸν Θεόν, καὶ
ὅμως ἐσώθησαν ἀντὶ νὰ καταστραφοῦν.
|
16
Ταῦτα κατελάλησαν οἱ φοβούμενοι τὸν
Κύριον, ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον
αὐτοῦ· καὶ προσέσχε Κύριος
καὶ εἱσήκουσε καὶ ἔγραψε βιβλίον
μνημοσύνου ἐνώπιον αὐτοῦ τοῖς
φοβουμένοις τὸν Κύριον καὶ εὐλαβουμένοις
τὸ ὄνομα αὐτοῦ.
|
16
Αὐτὰ κατηγόρησαν τὸν Θεὸν καὶ
αὐτοί ἀκόμη, ποὺ φοβοῦνται
τὸν Κύριον, ἕκαστος πρὸς τὸν
πλησίον αὐτοῦ. Ὁ Κύριος ἐπρόσεξε
καὶ ἤκουσεν αὐτά, ποὺ εἶπαν.
Τὰ ἔγραψε τὰ λόγια καὶ τὰ
ἔργα τῶν φοβουμένων αὐτὸν εἰς
βιβλίον ἀναμνηστικὸν ἐνώπιόν
του. |
16
Αὐτὰ εἶπαν κατακρίνοντες τὸν Κύριον
αὐτοί, ποὺ τὸν φοβοῦνται, καὶ
τὰ εἶπαν ὁ καθένας των πρὸς
τὸν πλησίον του. Καὶ ἐπρόσεξεν ὁ Κύριος
καὶ τὰ ἤκουσε καὶ τὰ ἔγραψεν
εἰς βιβλίον ὑπενθυμίσεως, ὥστε νὰ
τὰ ἔχῃ ἐμπρός του δι’ αὐτούς,
οἱ ὁποῖοι φοβοῦνται τὸν Κύριον
καὶ σέβονται τὸ ὄνομά του, ὥστε νὰ
τοὺς ἐπιπλήξῃ μὲν δι’ αὐτά,
νὰ τοὺς ἀποδώσῃ δὲ καὶ
δίκαιον δι’ ὅσα ἠδικήθησαν.
|
17
Καὶ ἔσονταί μοι, λέγει Κύριος
παντοκράτωρ, εἰς ἡμέραν, ἣν
ἐγὼ ποιῶ εἰς περιποιήσιν, καὶ
αἱρετιῶ αὐτοὺς ὃν τρόπον
αἱρετίζει ἄνθρωπος τὸν υἱὸν
αὐτοῦ τὸν δουλεύοντα αὐτῷ.
|
17
Οἱ εὐσεβεῖς ὅμως αὐτοί,
λέγει ὁ Κύριος ὁ Παντοκράτωρ,
θὰ εἶναι ἰδικοί μου κατὰ τὴν
ἡμέραν ἐκείνην, κατὰ τὴν
ὁποίαν ἐγὼ θὰ τοὺς προστατεύσω
καὶ περιποιηθῶ. Θὰ τοὺς ξεχωρίσω
ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ θὰ
τοὺς περιβάλω μὲ ἀγάπην, ὅπως
ἐνας πατὴρ ἀγαπᾷ τὸν υἱόν
του, ὁ ὁποῖος τὸν ὑπηρετεῖ
πιστῶς καὶ προθύμως.
|
17
Καὶ θὰ εἶναι, λέγει ὁ παντοκράτωρ
Κύριος, κτῆμα ἰδικόν μου, προβαλλόμενοι ὡς
τοιοῦτον εἰς ἡμέραν, τὴν ὁποίαν
ἐγὼ παρασκευάζω, καὶ θὰ τοὺς
ἐκλέξω καὶ θὰ τοὺς ἀγαπήσω,
ὅπως καὶ ἕνας ἄνθρωπος ἀσπάζεται
καὶ ἀγαπᾷ τὸν υἱόν του,
ὁ ὁποῖος ὑπακούει καὶ δουλεύει
εἰς αὐτόν. |
18
Καὶ ἐπιστραφήσεσθε καὶ ὄψεσθε
ἀναμέσον δικαίου καὶ ἀναμέσον
ἀνόμου καὶ ἀναμέσον τοῦ
δουλεύοντος Θεῷ καὶ τοῦ μὴ δουλεύοντος.
|
18
Τότε ὅλοι, ἀσεβεῖς καὶ εὐσεβεῖς
θὰ στραφῆτε καὶ θὰ ἰδῆτε
τὴν διαφορὰν μεταξὺ δικαίου καὶ
ἀδίκου, μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου
ὁ ὁποῖος ὑπακούει καὶ
ὑπηρετεῖ τὸν Θεόν, καὶ ἐκείνου
ὁ ὁποῖος ἀσεβεῖ καὶ ἀρνεῖται
νὰ τὸν ὑπηρετήσῃ. |
18
Καὶ θὰ ἀλλάξετε τότε γνώμην καὶ θὰ
ἴδητε τὴν διαφορὰν καὶ διάκρισιν μεταξὺ
τοῦ δικαίου καὶ τοῦ παραβαίνοντος τὸν
θεῖον νόμον καὶ μεταξὺ ἐκείνου, ὁ
ὁποῖος δουλεύει εἰς τὸν Θεόν, καὶ
ἐκείνου, ὅστις δὲν δουλεύει εἰς αὐτόν.
|