Πρωτότυπο
Κείμενο |
Ἑρμηνεία
Ἰωάννου Κολιτσάρα |
Ἑρμηνεία
Παναγιώτη Τρεμπέλα |
ροσέχετε
τὴν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μὴ
ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων
πρὸς τὸ θεαθῆναι αὐτοῖς·
εἰ δὲ μήγε, μισθὸν οὐκ ἔχετε
παρὰ τῷ πατρὶ ὑμῶν τῷ
ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
|
ροσέχετε
νὰ μὴν κάνετε τὴν ἐλεημοσύνην
σας ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῶν
ἀνθρώπων, διὰ νὰ σᾶς ἴδουν
καὶ σᾶς θαυμάσουν καὶ νὰ σᾶς
ἐπαινέσουν· διότι ἔτσι δὲν
ἔχετε κανένα μισθὸν ἀπὸ τὸν
Πατέρα σας τὸν ἐπουράνιον.
|
ροσέχετε
νὰ μὴ κάνετε τὴν ἐλεημοσύνην σας
ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους,
διὰ νὰ σᾶς ἴδουν καὶ σᾶς
θαυμάσουν. Εἰ δ’ ἄλλως ἀνταμοιβὴν
δὲν ἔχετε πλησίον τοῦ Πατρός σας, ποὺ
εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς.
|
2
Ὅταν οὖν ποιῇς ἐλεημοσύνην,
μὴ σαλπίσῃς ἔμπροσθέν σου,
ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ ποιοῦσιν
ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν
ταῖς ρύμαις, ὅπως δοξασθῶσιν ὑπὸ
τῶν ἀνθρώπων· ἀμὴν λέγω
ὑμῖν, ἀπέχουσι τὸν μισθὸν
αὐτῶν.
|
2
Ὅταν λοιπὸν σὺ κάμνῃς ἐλεημοσύνην,
μὴ τὴν διαλαλῇς παντοῦ διασαλπίζοντάς
της, ὅπως κάμνουν οἱ ὑποκριταὶ
εἰς τὰς συναγωγὰς καὶ τοὺς
πλατεῖς δρόμους, διὰ νὰ δοξασθοῦν
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀληθινὰ
σᾶς λέγω ὅτι παίρνουν αὐτοὶ
ὁλόκληρον τὸν μισθόν των, (δηλαδὴ
ἀπολαμβάνουν ὡς ἀμοιβήν των
τὸν ἔπαινον ἀπὸ τοὺς ἄλλους).
|
2
Ὅταν λοιπὸν κάνῃς ἐλεημοσύνην, μὴ
τὸ διαφημίσῃς σὰν μὲ σάλπιγγα, ποὺ
σημαίνει ἐμπρὸς ἀπὸ σέ, καθὼς
κάνουν οἱ ὑποκριταὶ εἰς τὰς
συναγωγὰς καὶ εἰς τοὺς δρόμους,
διὰ νὰ δοξασθοῦν ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους. Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι
ἐπῆραν ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ἀμοιβήν
των, εἶναι δὲ αὐτὴ ὁ παρὰ
τῶν ἂνθρώπων ἔπαινος, ποὺ ἐπεδίωξαν.
|
3
Σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεημοσύνη
μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί
ποιεῖ ἡ δεξιά σου,
|
3
Σὺ δέ, ὅταν κάνῃς ἐλεημοσύνην,
νὰ τὴν προσφέρῃς μὲ τόσην
μυστικότητα, ὥστε τὸ ἀριστερό
σου χέρι νὰ μὴ μάθῃ τὸ
καλό ποὺ κάνει
τὸ δεξί σου.
|
3
Σὺ ὅμως, ὅταν κάνῃς ἐλεημοσύνην,
ἂς μὴ μάθῃ τὸ ἀριστερό σου
χέρι, τὶ κάνει τὸ δεξί σου χέρι,
|
4
ὅπως ᾖ σου ἡ ἐλεημοσύνη ἐν
τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου
ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει
σοι ἐν τῷ φανερῷ.
|
4
Διὰ νὰ μείνῃ ἔτσι ἡ
ἐλεημοσύνη σου μυστικὴ καὶ ἄγνωστος·
καὶ ὁ Πατήρ σου, ποὺ βλέπει
καὶ τὰ πλέον ἀπόκρυφα ἔργα,
θὰ σοῦ δώσῃ τὴν ἀμοιβὴν
ἐνώπιον ὅλου τοῦ κόσμου.
|
4
διὰ νὰ μείνῃ ἡ ἐλεημοσύνη
σου εἰς τὰ κρυφά. Καὶ ὁ Πατήρ σου,
ποὺ βλέπει εἰς τὰ κρυφά, θὰ σοῦ
δώσῃ τὴν ἀμοιβὴν εἰς τὰ
φανερά.
|
5
Καὶ ὅταν προσεύχῃ, οὐκ ἔσῃ
ὥσπερ οἱ ὑποκριταί, ὅτι φιλοῦσιν
ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν
ταῖς γωνίας τῶν πλατειῶν ἑστῶτες
προσεύχεσθαι, ὅπως ἂν φανῶσι τοῖς
ἀνθρώποις· ἀμὴν λέγω
ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν
μισθὸν αὐτῶν.
|
5
Καὶ ὅταν προσεύχεσαι, δὲν πρέπει
νὰ μιμῆσαι τοὺς ὑποκριτάς.
Διότι αὐτοὶ εὐχαριστοῦνται
καὶ ἐπιδιώκουν νὰ στέκουν
ὄρθιοι καὶ νὰ προσεύχωνται εἰς
τὰς συναγωγὰς καὶ εἰς τὰς
γωνίας τῶν πλατειῶν, ἐκεῖ
δηλαδὴ ποὺ εἶναι πολὺς κόσμος,
διὰ νὰ ἐπιδειχθοῦν. Άληθινὰ
σᾶς λέγω, ὅτι παίρνουν ἔτσι
τὴν ἀνταμοιβήν των ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους.
|
5
Καὶ ὅταν προσεύχεσαι, δὲν πρέπει νὰ
εἶσαι, καθὼς εἶναι οἱ ὑποκριταί.
Διότι τοὺς ἀρέσει νὰ στέκωνται ὄρθιοι
εἰς τὰς συναγωγὰς καὶ εἰς
τὰς γωνίας τῶν πλατειῶν καὶ νὰ
προσεύχονται, διὰ νὰ φανοῦν εἰς
τοὺς ἀνθρώπους. Ἀληθῶς σᾶς
λέγω, λαμβάνουν ἐδῶ ἐξ ὁλοκλήρου
τὴν ἀμοιβήν τους.
|
6
Σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε
εἰς τὸ ταμεῖόν σου καὶ κλείσας
τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί
σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ
πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ,
ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.
|
6
Σὺ ὅμως, ὅταν θέλῃς νὰ
προσευχηθῇς, προτίμα τὸ ἰδιαίτερον
δωμάτιόν σου, κλεῖσε τὴν θύραν
καὶ κάμε τὴν προσευχήν σου εἰς
τὸν Πατέρα σου, ποὺ εἶναι ἀόρατος
καὶ σὰν κρυμμένος. Καὶ ὁ Πατήρ
σου, ποὺ βλέπει καὶ τὰ πλέον
ἀπόκρυφα, θά σοῦ ἀποδώσῃ
εἰς τὰ φανερὰ τὴν ἀμοιβήν
σου.
|
6
Σὺ ὅμως, ὅταν πρόκειται νὰ προσευχηθῇς,
ἔμβα εἰς τὸ ἰδιαίτερον σου δωμάτιον,
καὶ ἀφοῦ κλείσῃς τὴν θύραν
σου κάμε τὴν προσευχήν σου εἰς τὸν Πατέρα
σου, ποὺ εἶναι ἀόρατος καὶ κρυμμένος·
καὶ ὁ Πατήρ σου, ποὺ βλέπει εἰς
τὰ κρυφά, θὰ σοῦ ἀποδώσῃ τὴν
ἀνταμοιβήν σου εἰς τὰ φανερά.
|
7
Προσευχόμενοι δὲ μὴ βαττολογήσητε
ὥσπερ οἱ ἐθνικοί· δοκοῦσι
γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ
αὐτῶν εἰσακουσθήσονται.
|
7
Ὅταν δὲ προσεύχεσθε, μὴ πολυλογεῖτε
καὶ φλυαρεῖτε, χωρὶς νὰ παρακολουθῆτε
καὶ νὰ καταλαβαίνετε αὐτά
ποὺ λέτε, ὅπως κάνουν οἱ ἐθνικοί·
διότι αὐτοὶ φαντάζονται ὅτι
θὰ εἰσακουσθοῦν μὲ ἕνα τρόπον
μαγικὸν χάρις εἰς τὴν πολυλογίαν
των.
|
7
Ὅταν δὲ προσεύχεσθε, μὴ ζητεῖτε
μὲ μηχανικὴν καὶ δεισιδαίμονα ἐπανάληψιν
λέξεων, ποὺ δὲν τὰς παρακολουθεῖ
ἢ καὶ δὲν τὰς κατανοεῖ ἡ
διάνοιά σας, αἰτήματα ἀνόητα, καθὼς κάνουν
οἱ ἐθνικοί. Διότι αὐτοὶ φαντάζονται,
ὅτι ἡ ἀνόητος πολυλογία των θὰ ἐπιδράσῃ
μαγικῶς καὶ θὰ εἰσακουσθοῦν.
|
8
Μὴ οὖν ὁμοιωθῆτε αὐτοῖς·
οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν
ὧν χρείαν ἔχετε πρὸ τοῦ ὑμᾶς
αἰτῆσαι αὐτόν.
|
8
Μὴ ὁμοιάσετε λοιπόν μὲ αὐτούς·
διότι ὁ Πατήρ σας γνωρίζει ἀπὸ
ποιὰ πράγματα ἔχετε ἀνάγκην,
πρὶν τοῦ τὰ ζητήσετε.
|
8
Μὴ γίνετε λοιπὸν ὅμοιοι πρὸς αὐτούς.
Διότι ὁ Πατήρ σας γνωρίζει ἐκεῖνα, ποὺ
ἔχετε ἀνάγκην, προτοῦ σεῖς νὰ
τοῦ τὰ ζητήσετε.
|
9
Οὕτως οὖν προσεύχεσθε ὑμεῖς·
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς
οὐρανοῖς ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά
σου·
|
9
Σεῖς λοιπὸν ἔτσι νὰ προσεύχεσθε·
Πάτερ ἡμῶν, ποὺ εἷσαι πανταχοῦ
παρών, ἀλλὰ ἐξαιρετικὰ εἰς
τοὺς οὐρανοὺς κάνεις αἰσθητὴν
τὴν παρουσίαν σου, ἂς ἀναγνωρισθῇ
ἡ ἁγιότης σου καὶ ἂς δοξασθῇ
καὶ ἂς λατρευθῇ άξίως τὸ
ὂνομά σου ἀπ' ὅλα τὰ λογικὰ
ὄντα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς
γῆς.
|
9
Σεῖς λοιπὸν κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς
τοὺς ἐθνικοὺς πρέπει νὰ προσεύχεσθε
κατὰ τὸν ἀκόλουθον τρόπον· Πατέρα
μας, ποὺ εἶσαι πανταχοῦ παρών, ἀλλ’
ἐξαιρετικὰ εἰς τοὺς οὐρανοὺς
δεικνύεις τὴν παρουσίαν σου, ἂς ἀναγνωρισθῇ
ἡ ἁγιότης σου, ὥστε νὰ δοξασθῇ
καὶ νὰ λατρευθῇ ἀξίως τὸ Ὄνομά
σου.
|
10
ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω
τό θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ
καὶ ἐπὶ τῆς γῆς·
|
10
Ἂς ἔλθῃ ἡ βασιλεία σου εἰς
τὰς καρδίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων,
ὥστε ὅλοι νὰ ὑποτάσσωνται
με προθυμίαν καὶ μὲ ἀφοσίωσιν
εἰς σέ. Δῶσε νὰ ἐκτελῆται
τὸ θέλημά σου καὶ εἰς τὴν
γῆν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους,
μὲ ὅσην προθυμίαν καὶ ἀκρίβειαν
ἐκτελεῖται τοῦτο εἰς τὸν οὐρανὸν
ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ
ἁγίους.
|
10
Εἴθε νὰ ἔλθῃ ἡ βασιλεία σου
διὰ τῆς ἐλευθέρας καὶ προθύμου μου
ὑποταγῆς πάντων τῶν ἀνθρώπων εἰς
σέ, ὥστε διὰ τῆς ὑπακοῆς των
εἰς τὰ προστάγματά σου νὰ γίνουν οὗτοι
πραγματικοὶ καὶ ἐξ ὁλοκλήρου ἀφωσιωμένοι
ὑπήκοοί σου. Εἴθε νὰ γίνῃ τὸ
θέλημά σου καὶ ἐπὶ τῆς γῆς
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως γίνεται
τοῦτο εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ
τοὺς ἀγγέλους καὶ ἁγίους.
|
11
τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον
δὸς ἡμῖν σήμερον·
|
11
Δῶσε μας σήμερα τὸν ἄρτον
τὸν καθημερινὸν καὶ ἀπαραίτητον
διὰ τὴν συντήρησίν μας.
|
11
Τὸν ἄρτον μας, τὸν καθημερινὸν καὶ
ἀναγκαῖον διὰ τὴν συντήρησιν τῆς
οὐσίας καὶ ὑπάρξεως μας, δός μάς τον σήμερα.
|
12
καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα
ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν
τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν·
|
12
Καὶ συγχώρησε τὰ βαρύτατα χρέη
μας, δηλαδὴ τὰς ἀναριθμήτους ἁμαρτίας
μας, ὅπως καὶ ἡμεῖς συγχωροῦμεν
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶναι
ὀφειλέται ἀπέναντί μας έξ
αἰτίας τῶν ἀδικημάτων ποὺ
μᾶς ἔκαμαν.
|
12
Καὶ συγχώρησέ μας τὰ ὅσα σοῦ χρεωστοῦμεν
λόγῳ τῶν ἀριθμήτων ἁμαρτιῶν
μας, καθὼς καὶ ἡμεῖς συγχωροῦμεν
ἐκείνους, ποὺ μᾶς εἶναι χρεῶσται
λόγῳ ἀδικημάτων, ποὺ μᾶς ἔκαμαν.
|
13
καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς
εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι
ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ
ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς
τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
|
13
Καὶ μὴ ἐπιτρέψεις νὰ περιπέσωμεν
εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ γλύτωσέ
μας ἀπὸ τὸν πονηρόν. Ζητοῦμεν
δὲ αὐτὰ ἀπό Σέ, διότι
ἰδική σου εἶναι ἡ βασιλεία
καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα
εἰς τοὺς ἀτελείωτους αἰῶνας.
Ἀμήν.
|
13
Καὶ μὴ ἐπιτρέψῃς νὰ πέσωμεν
εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ γλὺτωσέ μας
ἀπὸ τὸν πονηρόν, ποὺ μᾶς πολεμεῖ.
Ζητοῦμεν δὲ αὐτὰ ἀπὸ
Σέ, διότι ἰδική σου εἶναι ἡ βασιλεία καὶ
ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς
ἀτελευτήτους αἰῶνας. Ἀμήν.
|
14
Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἄνθρωπος
τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει
καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν
ὁ οὐράνιος·
|
14
Πρέπει δὲ νὰ ἔχετε ὑπ' ὄψιν
σας ὅτι, ἂν καὶ σεῖς συγχωρῆτε
μὲ ὅλην σας τὴν
καρδιὰ τὰ ἁμαρτήματα ποὺ ἔκαμαν
εἰς σᾶς οἱ ἄλλοι, καὶ ὁ
Πατήρ σας ὁ οὐράνιος θὰ συγχωρήσῃ
τὰ ἰδικά σας ἁμαρτήματα.
|
14
Πρέπει δέ, ὅταν ζητῆτε τὴν ἄφεσιν
τῶν ἁμαρτιῶν σας, συγχωρῆτε καὶ
σεῖς τοὺς ἄλλους, διότι, ἐὰν
συγχωρήσετε τοὺς ἀνθρώπους τὰ ἁμαρτήματα,
ποὺ ἔκαμαν εἰς σᾶς, καὶ ὁ
Πατήρ σας ὁ οὐράνιος θὰ συγχωρήσῃ
καὶ εἰς σᾶς τὰ ἰδικά σας ἁμαρτήματα.
|
15
ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς
ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν,
οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει
τὰ παραπτώματα ὑμῶν.
|
15
Ἐὰν ὅμως δὲν δώσετε συγχώρησιν
εἰς τοὺς ἀνθρώπους διὰ τὰ
ἁμαρτήματά των, τότε οὔτε
ὁ Πατήρ σας θὰ συγχωρήσῃ τὰς
ἰδικά σας ἁμαρτίας.
|
15
Ἐὰν ὅμως δὲν συγχωρήσετε εἰς
τοὺς ἀνθρώπους τὰ πρὸς σᾶς
ἁμαρτήματά των, οὔτε ὁ Πατήρ σας θὰ
συγχωρήσῃ τὰς πρὸς αὐτὸν ἁμαρτίας
σας.
|
16
Ὅταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε
ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί·
ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα
αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις
νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν
ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν.
|
16
Ὅταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε
ὅπως οἱ ὑποκριταί, σκυθρωποὶ
καὶ κατηφεῖς, διότι αὐτοὶ
ἀλλοιώνουν καὶ μαραίνουν
τὸ πρόσωπόν των, παίρνουν
τὴν ἐμφάνισιν ἀδυνατισμένου
ἀνθρώπου, διὰ νὰ φανοῦν εἰς
τοὺς ἄλλους ὅτι νηστεύουν·
ἀληθινὰ σᾶς λέγω ὅτι ἀπολαμβάνουν
ὁλόκληρον τὸν μισθόν των,δηλαδὴ
τοὺς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων.
|
16
Ὅταν δὲ νηστεύετε, μὴ γίνεσθε σὰν
τοὺς ὑποκριτὰς σκυθρωποὶ καὶ
περίλυποι. Διότι ἀλλοιώνουν τὰ πρόσωπά των καὶ
προσλαμβάνουν ὄψιν καὶ ἔκφρασιν καταβεβλημένου
ἀπὸ τὰς στερήσεις ἀνθρώπου, διὰ
νὰ φανοῦν εἰς τοὺς ἀνθρώπους
ὅτι νηστεύουν. Ἀληθινὰ σᾶς λέγω,
ὅτι ἔλαβαν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ
τοὺς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων τὴν
ἀμοιβήν των.
|
17
Σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου
τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν
σου νίψαι,
|
17
Σὺ ὅμως, ὅταν νηστεύῃς, περιποιήσου
τὴν κόμην σου καὶ νίψε τὸ
πρόσωπόν σου, ὅπως συνηθίζεις.
|
17
Σὺ ὅμως, ὅταν νηστεύης, ἄλειψε τὴν
κεφαλήν σου καὶ νίψε τὸ πρόσωπόν σου, ὥστε
νὰ φαίνεσαι χαρούμενος.
|
18
ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις
νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου
τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ
πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ
ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.
|
18
Διὰ νὰ μὴ φανῇς εἰς τοὺς
ἀνθρώπους ὅτι νηστεύεις, ἀλλὰ
εἰς τὸν Πατέρα σου τὸν ἐπουράνιον,
ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται ἀόρατος
παντοῦ καὶ εἰς τὰ πλέον ἀπόκρυφα
μέρη. Καὶ ὁ Πατήρ σου, ποὺ βλέπει
καὶ τὰ κρυπτά, θά σοῦ ἀποδώσῃ
εἰς τὰ φανερὰ τὴν ἀμοιβήν
σου. |
18
Καὶ νὰ μὴ φανῇς εἰς τοὺς
ἀνθρώπους, ὅτι νηστεύεις. Ἀλλὰ νὰ
φανῇ ἡ νηστεία σου μόνον εἰς τὸν Πατέρα
σου, ποὺ εἶναι μὲν ἀόρατος, ἀλλ’
εὑρίσκεται παρὼν καὶ εἰς αὐτὰ
τὰ ἀπόκρυφα μέρη. Καὶ ὁ Πατήρ σου,
ποὺ βλέπει εἰς τὰ κρυφά, θὰ σοῦ
ἀποδώσῃ τὴν ἀμοιβήν σου εἰς
τὰ φανερά. |
19
Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς
ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς
καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου
κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι·
|
19
Μὴ συσσωρεύετε διὰ τὸν ἑαυτόν
σας θησαυροὺς ἐδῶ εἰς τὴν γῆν,
ὅπου ὁ σκόρος καὶ ἡ ἀποσύνθεσις
καταστρέφουν καὶ ἀφανίζουν, καὶ
ὅπου οἱ κλέπται διατρυποῦν τοίχους
καὶ χρηματοκιβώτια καὶ κλέπτουν.
|
19
Μὴ μαζεύετε χάριν τοῦ ἑαυτοῦ σας θησαυροὺς
ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου ὁ σκόρος
καὶ ἡ φθορὰ τῆς σαπίλας ἢ τῆς
σκωρίας ἀφανίζουν τὰ ἀποθηκευόμενα εἴδη
τοῦ πλούτου καὶ ὅπου κλέπται διατρυποῦν
τοὺς τοίχους τῶν θησαυροφυλακίων σας καὶ
τὰ κλέπτουν. |
20
θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς
ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς
οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ
ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ
κλέπτουσιν·
|
20
Νὰ θησαυρίζετε ὅμως διὰ τὸν
ἑαυτόν σας καὶ νὰ ἀποταμιεύετε
θησαυροὺς εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου
οὔτε ὁ σκόρος οὔτε ἡ σαπίλα
ἀφανίζουν, καὶ ὅπου οἱ κλέπται
δὲν τρυποῦν τοίχους καὶ δὲν
κλέπτουν. |
20
Μαζεύετε δὲ διὰ τοὺς ἑαυτούς σας θησαυροὺς
εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου οὔτε σκόρος
οὔτε σαπίλα καὶ σκωριὰ ἀφανίζουν τὰ
θησαυριζόμενα καὶ ὅπου κλέπται δὲν τρυποῦν
τοὺς τοίχους τῶν θησαυροφυλακίων οὔτε κλέπτουν.
|
21
ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς
ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ
ἡ καρδία ἡμῶν.
|
21
Διότι, ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός
σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ
καρδία σας (Εἰς τὸν οὐρανὸν
ὁ θησαυρός σας, εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ ἡ καρδία σας).
|
21
Πρέπει δὲ νὰ θησαυρίζετε θησαυροὺς εἰς
τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ εἶναι καὶ
ἡ καρδία σας προσκολλημένη εἰς τὸν Θεὸν
καὶ εἰς τὰ οὐράνια. Διότι ἐκεῖ,
ὅπου θὰ εἶναι ὁ θησαυρός σας, θὰ
εἶναι καὶ ἡ καρδία σας.
|
22
Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν
ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν
ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ,
ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται·
|
22
Ὁ λύχνος, ποὺ φωτίζει καὶ
ἐξυπηρετεῖ τὸ σῶμα, εἶναι
τὸ μάτι (λύχνος δὲ ποὺ φωτίζει
τὴν ψυχὴν εἶναι ὁ νοῦς, τὸ
λογικὸν ποὺ σᾶς ἔχει δώσει
ὁ Θεός). ᾿Εὰν λοιπὸν τὸ
μάτι εἶναι γερὸ καὶ καθαρό,
ὅλον τὸ σῶμα θὰ φωτίζεται,
θὰ εἶναι φωτεινὸν (ἔτσι θὰ
φωτίζεται καὶ ἡ ψυχή σου, ἐὰν
ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδία σου δὲν
ἔχουν τυφλωθῆ ἀπὸ τὴν προσκόλλησιν
εἰς τοὺς ἐπιγείους θησαυρούς).
|
22
Δὲν εἶναι δὲ μικρὰ συμφορὰ ἡ
καρδία σας καὶ ὁ νοῦς σας νὰ κολλήσουν
εἰς τὰ γήϊνα καὶ τὰ μάταια. Διὰ
νὰ τὸ καταλάβετε, σᾶς φέρω μίαν εἰκόνα.
Ὁ λύχνος, ποὺ δίδει φῶς εἰς τὸ
σῶμα, εἶναι τὸ μάτι· ὅπως καὶ
ὁ λύχνος, ποὺ φωτίζει τὴν ψυχήν, εἶναι
ὁ νοῦς· ἐὰν λοιπὸν τὸ
μάτι εἶναι ὑγιές, ὅλον τὸ σῶμα
σου θὰ εἶναι γεμᾶτον φῶς, σὰν
νὰ ἦτο ὁλόκληρον τὸ σῶμα σου
μάτι· ἔτσι θὰ φωτίζεται καὶ ἡ
ψυχή σου, ἐὰν ὁ νοῦς σου καὶ
ἡ καρδία σου δὲν ἔχουν τυφλωθῆ ἀπὸ
τὴν φιλαργυρίαν καὶ τὴν προσκόλλησιν εἰς
τὰ μάταια. |
23
ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου
πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά
σου σκοτεινὸν ἔσται. Εἰ οὖν τὸ
φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί,
τὸ σκότος πόσον;
|
23
Ἐὰν ὅμως τὸ μάτι σου εἶναι
κατεστραμμένον καὶ ἀνίκανον νὰ
ἴδῃ τὸ φῶς, ὅλο τὸ σῶμα
σου θὰ εἶναι βυθισμένο εἰς τὸ
σκοτάδι. Ἐὰν λοιπὸν τὸ φῶς,
ποὺ σοῦ ἔδωκεν ὁ Θεός (ὁ
νοῦς δηλαδὴ καὶ ἡ συνείδησις,
ἐξ αἰτίας τῆς προσκολλήσεως
εἰς τὰ ὑλικὰ ἀγαθά),
εἶναι σκοτάδι, τότε τὸ ἠθικὸν
σκοτάδι τῆς ψυχῆς σου πόσον
πυκνὸν καὶ ἀδιαπέραστον θὰ
εἶναι;
|
23
Ἐὰν ὅμως τὸ μάτι σου εἶναι βλαμμένον
καὶ τυφλωμένον, ὅλον τὸ σῶμα σου θὰ
εἶναι βυθισμένον εἰς τὸ σκότος. Ἐὰν
λοιπὸν ἐκεῖνο, ποὺ σοῦ ἐδόθη
διὰ νὰ μεταδίδῃ φῶς εἰς σέ,
γίνῃ σκότος, εἰς πόσον σκότος θὰ βυθισθῇς;
Κάτι ἀνάλογον θὰ συμβῇ, ἐὰν
καὶ ὁ νοῦς σου σκοτισθῇ ἀπὸ
τὴν προσκόλλησιν εἰς τὸν πλοῦτον.
Εἰς πόσον σκότος ἠθικὸν θὰ βυθισθῇ
τότε ἡ ψυχή σου! |
24
Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις
δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα
μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει,
ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ
ἑτέρου καταφρονήσει, οὐ δύνασθε
Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ.
|
24
Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ὑπηρετῇ
συγχρόνως δύο κυρίους· διότι
ἢ θὰ μισήσῃ τὸν ἕνα καὶ
θὰ ἀγαπήσῃ τὸν ἄλλον ἢ
θὰ προσκολληθῇ εἰς τὸν ἕνα καὶ
θὰ καταφρονήσῃ τὸν ἄλλο. Καὶ
σεῖς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπηρετῆτε
τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλοῦτον·
ἢ θὰ ἀγαπήσετε τὸν Θεὸν
καὶ θὰ περιφρονήσετε τοὺς ἐπιγείους
θησαυροὺς ἢ θὰ ὑποδουλωθῆτε
εἰς αὐτοὺς καὶ θὰ καταφρονήσετε
τὸν Θεόν. |
24
Μὴ ἀπατᾶτε δὲ τὸν ἑαυτόν
σας μὲ τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶναι
δυνατὸν καὶ εἰς τὴν γῆν νὰ
θησαυρίζῃ κανεὶς καὶ εἰς τὸν
Θεὸν νὰ εἶναι προσκολλημένος. Κανεὶς
δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι δοῦλος
συγχρόνως εἰς δύο κυρίους. Διότι ἢ θὰ μισήσῃ
τὸν ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήσῃ
τὸν ἄλλον· ἢ θὰ προσκολληθῇ
εἰς τὸν ἕνα καὶ θὰ καταφρονήσῃ
τὸν ἄλλον. Δὲν δύνασθε νὰ εἶσθε
συγχρόνως δοῦλοι καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ
τοῦ μαμωνᾶ. Ἢ θὰ μισήσετε τὸν
πλοῦτον, διὰ νὰ ἀγαπήσετε τὸν
Θεόν, ἢ θὰ προσκολληθῆτε εἰς τὸν
πλοῦτον καὶ θὰ καταφρονήσετε τότε τὸν
Θεόν. |
25
Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ
μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί
φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ
σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε·
οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι
τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ
ἐνδύματος; |
25
Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς καὶ σᾶς
λέγω, μὴ φροντίζετε μὲ στενοχωρίαν
καὶ ἀγωνίαν διὰ τὴν ζωήν
σας, δηλαδὴ διὰ τὸ τί θὰ φάγετε
καὶ τὸ τί θὰ πίετε, οὔτε
καὶ διὰ τὸ σῶμά σας μὲ
τί θὰ ἐνδυθῆτε. Δὲν ἀξίζει
ἡ ζωὴ περισσότερον ἀπὸ τὴν
τροφὴν καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ
τὸ ἔνδυμα; (Ὁ Θεός, ποὺ σᾶς
ἔδωσε τὸ πολυτιμότερον, δὲν θὰ
σᾶς δώσῃ καὶ τὸ κατώτερον;)
|
25
Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ καρδία σας πρέπει νὰ
ἀνήκῃ ἀποκλειστικὰ εἰς τὸν
Θεόν, διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, κόψατε τὴν
ρίζαν τῆς πλεονεξίας καὶ μὴ φροντίζετε μὲ
ἀγωνίαν καὶ στενοχωρίαν διὰ τὴν ζωήν
σας, τὶ θὰ φάγετε καὶ τί θὰ πίετε,
οὔτε διὰ τὸ σῶμα σας, τὶ θὰ
ἐνδυθῆτε. Δὲν ἀξίζει ἡ ζωὴ
περισσότερον ἀπὸ τὴν τροφὴν καὶ
τὸ σῶμα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ
ἔνδυμα; Ὁ Θεὸς λοιπόν, ποὺ σᾶς
ἔδωκε τὰ ἀνώτερα ταῦτα, θὰ σᾶς
δώσῃ καὶ τὰ κατώτερα, τὴν τροφὴν
δηλαδὴ καὶ τὸ ἔνδυμα.
|
26
ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ
οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ
θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς
ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν
ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά·
οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; |
26
Παρατηρῆστε τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ ἴδετε ὅτι αὐτὰ οὔτε
σπέρνουν οὔτε θερίζουν οὔτε συγκεντρώνουν
τροφὰς εἰς ἀποθήκας. Καὶ ὅμως
ὁ Πατήρ σας ὁ οὐράνιος τὰ
τρέφει. Σεῖς δὲν ἔχετε ἀσυγκρίτως
μεγαλυτέραν ἀξίαν ἀπὸ αὐτά;
|
26
Κυττάξατε τὰ πετεινά, ποὺ πετοῦν εἰς
τὸν ἀέρα, καὶ ἴδετε, ὅτι αὐτὰ
δὲν σπείρουν, οὔτε θερίζουν, οὔτε μαζεύουν
εἰς ἀποθήκας διὰ τὸν χειμῶνα
ἢ τὸν καιρὸν τῆς στερήσεως. Καὶ
ὅμως ὁ Πατήρ σας ὁ ἐπουράνιος τὰ
τρέφει. Σεῖς δὲν ἀξίζετε πολὺ περισσότερον
ἀπὸ αὐτά; |
27
Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται
προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν
αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; |
27
Ποιὸς δὲ ἀπὸ σᾶς, ὅσας
πολλὰς καὶ μεγάλας φροντίδας καὶ
ἂν καταβάλῃ, ἠμπορεῖ νὰ
προσθέσῃ εἰς τὸ ἀνάστημά
του ἕνα πῆχυν;
|
27
Διὰ νὰ καταλάβετε δέ, πόσον ἀνόητος καὶ
ἀνίσχυρος εἶναι ἡ μέριμνά σας αὐτή,
σᾶς ἐρωτῶ: Ποῖος ἀπὸ σᾶς,
ὀσονδήποτε καὶ ἂν φροντίσῃ, ἠμπορεῖ
νὰ προσθέσῃ εἰς τὸ ἀνάστημά
του ἕνα πῆχυν; Κανείς. Τί κατορθώνετε λοιπὸν
μὲ τὴν μέριμνάν σας; |
28
καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε;
καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ
πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ
νήθει· |
28
Καὶ περὶ τοῦ ἐνδύματος διατὶ
φροντίζετε μὲ τόσην
ἀνησυχίαν καὶ ἀγωνίαν;
Παρατηρῆστε μὲ προσοχὴν τὰ ἄνθη
τοῦ ἀγροῦ, πῶς φυτρώνουν καὶ
πῶς αὐξάνουν. Οὔτε κοπιάζουν
οὔτε γνέθουν. |
28
Καὶ διὰ τὸ ἔνδυμα διατὶ κυριεύεσθε
ἀπὸ ἀνήσυχον καὶ ἀγωνιώδη φροντίδα;
Παρατηρήσατε τὰ ἄνθη, ποὺ φυτρώνουν μόνα
των εἰς τὸν ἀγρόν, μὲ ποῖον
τρόπον αὐξάνουν. Δὲν κοπιάζουν οὔτε γνέθουν·
|
29
λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ
Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ
αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἐν τούτων.
|
29
Καὶ ὅμως σᾶς λέγω τοῦτο, οὔτε
καὶ αὐτὸς ὁ Σολομών με ὅλην
του τὴν βασιλικὴν μεγαλοπρέπειαν καὶ
δόξαν δὲν ἐφόρεσε ποτὲ ἕνα
τόσον περίλαμπρον ἔνδυμα ὡσὰν
αὐτό, μὲ τὸ ὁποῖον περιβάλλεται
ἕνα ἀπὸ τὰ ταπεινὰ αὐτὰ
ἄνθη. |
29
καὶ ὅμως σᾶς λέγω, ὅτι οὔτε
ὁ σοφὸς εἰς ἐπινοήσεις Σολομών, μὲ
ὅλην τὴν ἑξακουσμένην βασιλικὴν μεγαλοπρέπειάν
του καὶ τὴν λαμπρὰν καὶ ἔνδοξον
περιβολὴν καὶ παράστασίν του, δὲν περιεβλήθη
ἔνδυμα τόσον ὠραῖον καὶ θαυμάσιον,
ὅπως περιβάλλεται ἕνα ἀπὸ τὰ
ἄνθη αὐτά. |
30
Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ,
σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς
κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως
ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον
ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;
|
30
Ἐὰν δὲ ὁ Θεὸς ἐνδύῃ
μὲ τόσην λαμπρότητα τὰ χορτάρια
τοῦ ἀγροῦ, ποὺ σήμερα ὑπάρχουν
καὶ αὔριον ρίπτονται εἰς τὸν
φοῦρνον, δὲν θὰ ἐνδύσῃ
πολὺ περισσότερον σᾶς, ὀλιγόπιστοι;
|
30
Ἐὰν δὲ ὁ Θεὸς τόσον μεγαλοπρεπῶς
ἐνδύῃ τὰ ἀγριόχορταρα, ποὺ φυτρώνουν
μόνα των εἰς τὸν ἀγρόν, καὶ ποὺ
δὲν ἔχουν προορισμὸν νὰ ζήσουν αἰώνια,
ὅπως σεῖς, ἀλλὰ σήμερον ὑπάρχουν
καὶ αὔριον ρίπτονται εἰς τὸν φοῦρνον
ὡς καύσιμον ὑλικόν, δὲν θὰ δώσῃ
ἔνδυμα πολὺ περισσότερον εἰς σᾶς,
ὦ ὀλιγόπιστοι; |
31
Μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν
ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα;
|
31
Λοιπὸν μὴ κυριευθῆτε ποτὲ ἀπὸ
τὴν ἁνήσυχον μέριμναν καὶ μὴ
λέγετε συνεχῶς, τί θὰ φάγωμεν
ἢ τί θὰ πίωμεν ἢ τί θὰ
ἐνδυθῶμεν; |
31
Μὴ καταληφθῆτε λοιπὸν ποτὲ ἀπὸ
ἀνήσυχον φροντίδα λέγοντες, τί θὰ φάγωμεν ἢ
τί θὰ πίωμεν ἢ
τί θὰ περιβληθῶμεν ὡς ἔνδυμα;
|
32
Πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεί·
οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν
ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων
ἁπάντων. |
32
Διότι οἱ εἰδωλολάτραι (ποὺ δὲν
γνωρίζουν τὰ αἰώνια ἀγαθὰ
καὶ τὴν στοργικὴν πρόνοιαν τοῦ
Θεοῦ), ἐπιζητοῦν ἀποκλεστικὰ
καὶ μόνον αὐτὰ τὰ φθαρτὰ
ἀγαθά. Σεῖς ὅμως μὴν κυριεύεσθε
ἀπὸ τέτοιες μέριμνες, διότι
ὁ Πατήρ σας ὁ οὐράνιος γνωρίζει
ὅτι ἔχετε ἀνάγκην ἀπὸ
ὅλα αὐτά, καὶ σὰν πανάγαθος,
ποὺ εἶναι, θὰ σᾶς τὰ δώσῃ.
|
32
Διότι οἱ ἐθνικοὶ καὶ εἰδωλολάτραι,
ποὺ ἁγνοοῦν ὁλοτελῶς τὰ
ἀσυγκρίτου ἀξίας οὐράνια ἀγαθά, ζητοῦν
ὅλα αὐτὰ τὰ μάταια καὶ φθαρτά,
ὡς τὰ μόνα σοβαρὰ καὶ ἀπαραίτητα.
Σεῖς ὅμως μὴ ἀνησυχῆτε δι' αὐτά,
διότι ὁ Πατήρ σας ὁ οὐράνιος γνωρίζει, ὅτι
ἔχετε ἀνάγκην ἀπὸ ὅλα αὐτὰ
καὶ συνεπῶς θὰ σᾶς τὰ δώσῃ
αὐτός. |
33
Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην
αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται
ὑμῖν. |
33
Ζητεῖτε δὲ κατὰ πρῶτον καὶ κύριον
λόγον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ
καὶ τὴν ἀρετὴν ποὺ θέλει
ἀπὸ σᾶς ὁ Θεός, καὶ ὅλα
αὐτὰ τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ
θὰ σᾶς δοθοῦν μαζῆ μὲ τὰ
ἀνεκτίμητα ἀγαθὰ τῆς βασιλείας
τῶν οὐρανῶν. |
33
Ζητεῖτε δὲ πρωτίστως καὶ κυρίως τὰ
πνευματικὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τοῦ
Θεοῦ καὶ τὴν ἀπόκτησιν τῶν ἀρετῶν,
ποὺ ὁ Θεὸς ζητεῖ ἀπὸ σᾶς
ὡς ὅρον, διὰ νὰ σᾶς χαρίσῃ
τὰ ἀγαθὰ ταῦτα, καὶ τότε ὅλα
αὐτὰ τὰ ἐπίγεια θὰ σᾶς
δοθοῦν μαζὶ μὲ ἐκεῖνα.
|
34
Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον·
ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς·
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ
κακία αὐτῆς. |
34
Λοιπὸν μὴ καταληφθῆτε ποτὲ ἀπὸ
τὴν ἁνήσυχον μέριμναν διὰ τὰς
ἀνάγκας τῆς αὐριανῆς ἡμέρας.
Διότι ἡ αὔριον θὰ φροντίσῃ
δι' ὅσα θὰ χρειασθῆτε κατ' αὐτήν.
Εἰς κάθε ἡμέραν ἀρκοῦν
αἱ ἰδικαί της ἀσχολίαι καὶ
τὰ ἰδικά της βάσανα.
|
34
Μὴ κυριευθῆτε λοιπὸν ἀπὸ ἀνήσυχον
φροντίδα δι' ὅσα ἐνδέχεται νὰ παρουσιασθοῦν
κατὰ τὴν αὔριον. Διότι ἡ αὐριανὴ
ἡμέρα θὰ φροντίσῃ δι' ὅσα θὰ
σᾶς συμβοῦν κατ' αὐτήν. Ἀρκεῖ
διὰ τὴν ἡμέραν ἡ ἰδική της σκοτούρα
καὶ ταλαιπωρία. |