Πρωτότυπο
Κείμενο |
Ἑρμηνεία
Ἰωάννου Κολιτσάρα |
Ἑρμηνεία
Παναγιώτη Τρεμπέλα |
ν
δὲ τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς τῆς
οἰκίας ἐκάθητο παρὰ τὴν
θάλασσαν·
|
ατὰ
δὲ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
ἐβγῆκε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ
τὸ σπίτι καὶ ἐκάθησε κοντὰ
εἰς τὴν θάλασσαν.
|
ατὰ
τὴν ἡμέραν δὲ ἐκείνην ἐβγῆκεν
ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ σπίτι,
εἰς τὸ ὁποῖο ἐφιλοξενεῖτο,
καὶ ἐκάθησε πλησίον τῆς θαλάσσης.
|
2
καὶ συνήχθησαν πρὸς αὐτὸν
ὄχλοι πολλοί, ὥστε αὐτὸν εἰς
πλοῖον ἐμβάντα καθῆσθαι, καὶ
πᾶς ὁ ὄχλος ἐπὶ τὸν
αἰγιαλὸν εἰστήκει.
|
2
Καὶ συγκεντρώθησαν πλησίον πολλὰ
πλήθη λαοῦ, ὥστε νὰ ἀνεβῇ
αὐτὸς εἰς ἕνα ἐκεῖ πλοιάριον
καὶ νὰ καθήσῃ, ἐνῶ ὅλος
ὁ ἄλλος λαὸς ἐστέκετο εἰς
τὴν παραλίαν.
|
2
Καὶ ἐμαζεύθησαν πλησίον του πλήθη πολλὰ
λαοῦ, ὥστε αὐτὸς ἠναγκάσθη
νὰ ἔμβῃ εἰς πλοῖον καὶ
νὰ καθήσῃ εἰς αὐτό, καὶ ὅλος
ὁ λαὸς ἐστέκετο εἰς τὴν ἀμμουδιὰν
τῆς παραλίας.
|
3
Καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς πολλὰ
ἐν παραβολαῖς λέγων·
|
3
Καὶ ἐκήρυξεν εἰς αὐτοὺς
πολλὰς ἀληθείας μὲ παραβολὰς
καὶ εἶπε·
|
3
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτοὺς πολλὰ
διὰ παραβολῶν λέγων·
|
4
ἰδοὺ ἐξῆλθεν ὁ σπείρων
τοῦ σπεῖραι. Καὶ ἐν τῷ σπείρειν
αὐτὸν ἃν μὲν ἔπεσε παρὰ
τὴν ὁδόν, καὶ ἐλθόντα
τὰ πετεινὰ κατέφαγεν αὐτά·
|
4
<Ἰδοὺ ἐβγῆκε εἰς τὸ
χωράφι ὁ γεωργός, διὰ νὰ σπείρῃ,
καὶ ἐνῶ αὐτὸς ἔσπερνε,
ἄλλοι μὲν σπόροι ἔπεσαν κοντὰ
εἰς τὸν δρόμον καὶ ἦλθαν τὰ
πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοὺς
κετέφαγαν.
|
4
Ἰδοὺ αὐτὸς ποὺ σπέρνει ἐβγῆκεν
ἔξω εἰς τὸ χωράφι, διὰ νὰ
σπείρῃ. Καὶ ὅταν αὐτὸς ἔσπερνεν,
ἄλλοι μὲν σπόροι ἔπεσαν κοντὰ εἰς
τὸν δρόμον τοῦ χωραφιοῦ καὶ ἐπειδὴ
παρέμειναν ἐκτεθειμένοι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν
τοῦ ἐδάφους, ἦλθαν τὰ πετεινὰ
καὶ τοὺς κατέφαγαν.
|
5
ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τὰ
πετρώδη, ὅπου οὐκ εἶχε γῆν
πολλῆν, καὶ εὐθέως ἐξανέτειλε
διὰ τὸ μὴ ἔχειν βάθος γῆς,
|
5
Ἄλλοι δὲ ἔπεσαν εἰς τὴν πετρώδη
περιοχήν, ὅπου δὲν ὑπῆρχε
πολὺ χῶμα καὶ ἀμέσως ἐβλάστησαν
πρὶν ρίξουν βαθειὲς ρίζες, διότι
δὲν ὑπῆρχε βάθος γῆς.
|
5
Ἄλλοι δὲ σπόροι ἔπεσαν ἐπάνω εἰς
τόπους, ποὺ ἔχουν ὑποκάτω στρῶμα
πέτρινον καὶ ὅπου δὲν ὑπῆρχε
χῶμα πολύ. Καὶ ἀμέσως ἐβλάστησαν,
προτοῦ νὰ ρίψουν βαθείας ρίζας, διότι δὲν
εἶχον βάθος γῆς, τὸ ὁποῖον
τρέφει ρίζας στερεάς.
|
6
ἡλίου δὲ ἀνατείλαντος ἐκαυματίσθη,
καὶ διὰ τὸ μὴ ἔχειν ρίζαν
ἐξηράνθη·
|
6
Ὅταν δὲ ἀνέτειλε ὁ ἥλιος,
δὲν ἄνθεξαν εἰς τὸν καύσωνα
καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ρίζαν
ἐξηράνθησαν.
|
6
Ὅταν δὲ ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος,
ἐκάησαν ἀπὸ τὴν ζέστην, καὶ
ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ρίζαν, ἐξηράνθησαν.
|
7
ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τὰς
ἀκάνθας, καὶ ἀνέβησαν αἱ
ἄκανθαι καὶ ἀπέπνιξαν αὐτά·
|
7
Ἄλλοι δὲ σπόροι ἔπεσαν εἰς
περιοχήν, ὅπου ὑπῆρχαν ρίζαι
καὶ σπόροι ἀπὸ ἀγκάθια.
Καὶ ἀνεπτύχθησαν τὰ ἀγκάθια
καὶ τοὺς ἔπνιξαν τελείως.
|
7
Ἄλλοι δὲ σπόροι ἔπεσαν εἰς μέρη,
ποὺ εἶχαν καὶ σπόρους ἀγκαθιῶν.
Καὶ ἐβλάστησαν τὰ ἀγκάθια καὶ
ἔπνιξαν τελείως αὐτούς.
|
8
ἄλλα δὲ ἔπεσαν ἐπὶ τὴν
γῆν τὴν καλὴν καὶ ἐδίδου
καρπὸν ὃ μὲν ἑκατὸν, ὃ
δὲ ἐξήκοντα, ὃ δὲ τριάκοντα.
|
8
Ἄλλοι δὲ ἔπεσαν εἰς τὴν ἔφορον
γῆν καὶ ἀπέδωσαν καρπόν, ἄλλος
μὲν σπόρος ἑκατόν, ἄλλος δὲ
ἑξήκοντα καὶ ἄλλος τριάκοντα.
|
8
Ἄλλοι δὲ σπόροι ἔπεσαν ἐπάνω εἰς
τὴν γῆν τὴν μαλακὴν καὶ εὔφορον
καὶ ἀπέδιδαν καρπόν, ἄλλος μὲν σπόρος
ἑκατόν, ἄλλος δὲ ἑξήκοντα, ἄλλος
δὲ τριάκοντα.
|
9
Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
|
9
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀνοικτὰ
τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς του καὶ
καλὴν διάθεσιν, διὰ νὰ δέχεται
τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἂς ἀκούῃ
αὐτά ποὺ λέγω>.
|
9
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιὰ
πνευματικὰ διὰ νὰ ἀκούῃ καὶ
καλὴν διάθεσιν διὰ νὰ δέχεται καὶ
ἐγκολπώνεται αὐτὰ ποὺ λέγω, ἄς
ἀκούῃ.
|
10
Καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ εἶπον
αὐτῷ· διατὶ ἐν παραβολαῖς
λαλεῖς αὐτοῖς;
|
10
Καὶ οἱ μαθηταί, ἀφοῦ τὸν
ἐπλησίασαν, τοῦ εἶπαν· <διατὶ
τοὺς ὁμιλεῖς μὲ παραβολάς;>
|
10
Καὶ ἀφοῦ προσῆλθον οἱ μαθηταί,
τοῦ εἶπαν· Διατὶ τοὺς ὁμιλεῖς
μὲ παραβολάς;
|
11
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς·
ὅτι ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ
μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν,
ἐκείνοις δὲ οὐ δέδοται.
|
11
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη
καὶ τοὺς εἶπε· <διότι εἰς
σᾶς μέν, διὰ τὴν ἀγαθὴν
διάθεσίν σας, ἔχει δοθῇ τὸ
χάρισμα νὰ ἐννοῆτε τὰς μυστηριώδεις
ἀληθείας τῆς βασιλείας τῶν
οὐρανῶν, εἰς ἐκείνους ὅμως
δὲν ἔχει δοθῇ.
|
11
Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ
τοὺς εἶπεν· Ὁμιλῶ διὰ
παραβολῶν, διότι εἰς σᾶς, ποὺ ἔχετε
καλὴν καὶ εὐθεῖαν προαίρεσιν, ἐδόθη
ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς χάρις νὰ
μάθετε τὰς μυστηριώδεις ἀληθείας τῆς βασιλείας
τῶν οὐρανῶν, εἰς ἐκείνους
δὲ δὲν ἔχει δοθῆ τοῦτο.
|
12
Ὅστις γὰρ ἔχει, δοθήσεται αὐτῷ
καὶ περισσευθήσεται· ὅστις δὲ
οὐκ ἔχει, καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται
ἀπ' αὐτοῦ.
|
12
Ἐπειδὴ εἰς ὅποιον ἔχει καλὴν
διάθεσιν καὶ ζωντανὴν πίστιν θὰ
δοθῇ μὲ τὸ παραπάνω ἡ πλουσία
γνῶσις τῶν θείων ἀληθειῶν.
Ἀπὸ ἐκεῖνον δὲ ποὺ δὲν
ἔχει πίστιν, θὰ ἀφαιρεθῇ καὶ
ἡ ὀλίγη ἀκόμη γνῶσις.
|
12
Διότι εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει
πίστιν καὶ προθυμίαν, θὰ δοθῇ ἡ
γνῶσις τῶν θείων μυστηρίων καὶ θὰ
δοθῇ πλουσία καὶ μὲ πλεονασμόν. Ἀπ’
ἐκεῖνον ὅμως, ποὺ δὲν ἔχει
πίστιν καὶ ἀγαθὴν διάθεσιν, θὰ ἀφαιρεθῇ
καὶ ἡ ὀλίγη ἀκόμη γνῶσις,
τὴν ὁποίαν ἔχει.
|
13
Διὰ τοῦτο ἐν παραβολαῖς αὐτοῖς
λαλῶ, ὅτι βλέποντες οὐ βλέπουσι
καὶ ἀκούοντες οὐκ ἀκούουσι
οὐδὲ συνιοῦσι,
|
13
Δι' αυτὸ καὶ τοὺς ὁμιλῶ μὲ
παραβολάς, διότι αὐτοί, ἐνῶ
βλέπουν τὰ θαύματά μου, δὲν
βλέπουν, καὶ ἐνῶ ἀκούουν
τὴν διδασκαλίαν μου, δὲν τὴν ἀκούουν
διὰ νὰ ὠφεληθοῦν οὔτε τὴν
ἐνοοῦν,
|
13
Δι’ αὐτὸ τοὺς ὁμιλῶ μὲ
παραβολάς, διότι, ἐνῷ βλέπουν τὰ θαύματά
μου, δὲν θέλουν νὰ ἴδουν καὶ νὰ
πιστεύσουν, καὶ ἐνῷ ἀκούουν τὴν
διδασκαλίαν μου, δὲν θέλουν νὰ ἀκούσουν
καὶ νὰ ὠφεληθοῦν, οὔτε ἐννοοῦν
αὐτήν,
|
14
μήποτε ἐπιστρέψωσι· καὶ τότε
πληρωθήσεται αὐτοῖς ἡ προφητεία
Ἡσαΐου ἡ λέγουσα· ἀκοῇ
ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε,
καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ
μὴ ἴδητε·
|
14
μήπως τυχὸν καὶ μετανοήσουν κάποτε.
Καὶ ἐκπληρώνεται ἔτσι εἰς
αὐτοὺς ἡ προφητεὶα τοῦ Ἡσαΐου,
ἡ ὁποία λέγει· Θὰ ἀκούσετε
μὲ τὰ αὐτιά σας καὶ ὅμως
δὲν θὰ ἐννοήσετε καὶ θὰ
ἰδῆτε πολὺ καλὰ μὲ τὰ
μάτια τοῦ σώματος, ἀλλὰ δὲν
θὰ ἰδῆτε μὲ τὰ μάτια
τῆς ψυχῆς.
|
14
διὰ νὰ μὴ μετανοήσουν κάποτε. Καὶ
λαμβάνει πλήρη ἐπαλήθευσιν εἰς αὐτοὺς
ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐου, Ἡ ὁποία
λέγει· Θὰ ἀκούσετε μὲ τὰ αὐτιὰ
τοῦ σώματος τὸ κήρυγμα τῆς ἀληθείας
καὶ δὲν θὰ τὸ καταλάβετε· καὶ
βλέποντες μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος θὰ
ἴδετε, ἀλλὰ δὲν θὰ ἴδουν
συγχρόνως καὶ αἱ ψυχαί σας διὰ νὰ
φωτισθοῦν, ἀλλὰ θὰ παραμείνετε πνευματικῶς
τυφλοί.
|
15
Ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ
λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶ
βαρέως ἤκουσαν, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς
αὐτῶν ἐκάμμυσαν, μήποτε ἴδωσι
τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν
ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ
συνῶσι καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ
ἰάσομαι αὐτούς.
|
15
Διότι ἔγινε χονδρὴ καὶ ἐπωρώθη
ἡ καρδία καὶ ὁ νοῦς τοῦ
λαοῦ αὐτοῦ καὶ ἐβαρυάκουσαν
μὲ τὰ αὐτιά τους καὶ ἔκλεισαν
τὰ μάτια τους, διὰ νὰ μὴν ἴδουν
καμμιὰ φορὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ
Θεοῦ καὶ νὰ μὴ ἀκούσουν
μὲ τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς
των καὶ νὰ μὴ ἐννοήσουν μὲ
τὴν καρδιά του τὸ κήρυγμα τῆς
μετανοίας καὶ ἐπιστρέψουν μετανοημένοι
καὶ λάβουν ἔτσι
τὴν θεραπείαν. |
15
Θὰ συμβῇ δὲ τοῦτο εἰς αὐτούς,
διότι ἕνεκα τῆς κακῆς των προαιρέσεως
ἐσκληρύνθη καὶ ἐχόνδρυνεν ὁ νοῦς
τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ μὲ τὰ
πνευματικά των αὐτιὰ ἐβαρειάκουσαν καὶ
ἔκλεισαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς των·
διὰ νὰ μὴ ἴδουν καμμιὰ φορὰ
μὲ τὰ πνευματικά τους μάτια καὶ νὰ
μὴ ἀκούσουν μὲ τὰ ἐσωτερικά
των αὐτιά, καὶ νὰ μὴ ἐννοήσουν
μὲ τὴν καρδίαν τὴν σωτηριώδη ἀλήθειαν
καὶ διὰ τῆς μετανοίας ἐπιστρέψουν
καὶ τοὺς ἰατρεύσω.
|
16
Ὑμῶν δὲ μακάριοι οἱ ὀφθαλμοί,
ὅτι βλέπουσι, καὶ τὰ ὦτα ὑμῶν,
ὅτι ἀκούουσιν.
|
16
Ἀλλὰ σεῖς, οἱ πιστοὶ μαθηταί
μου, εἶσθε μακάριοι, ποὺ οἱ ὀφθαλμοί
σας βλέπουν καὶ τὰ αὐτιά σας
ἀκούουν μὲ προσοχὴν καὶ ἐννοεῖτε
τὴν διδασκαλίαν καὶ τὰ ἔργα
μου.
|
16
Αὐτὰ προεῖπεν ὁ προφήτης δι’ ἐκείνους.
Τὰ ἰδικά σας ὅμως πνευματικὰ μάτια
εἶναι ἄξια μακαρισμοῦ, διότι βλέπουν,
καθὼς μακάρια εἶναι καὶ τὰ αὐτιὰ
τῶν ψυχῶν σας, διότι ἀκούουν.
|
17
Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν ὅτι
πολλοὶ προφῆται καὶ δίκαιοι ἐπεθύμησαν
ἰδεῖν ἃ βλέπετε, καὶ οὐκ
εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε,
καὶ οὐκ ἤκουσαν.
|
17
Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι πολλοὶ προφῆται
καὶ δίκαιοι ἐπεθύμησαν νὰ
ἴδουν αὐτὰ ποὺ βλέπετε καὶ
δὲν τὰ εἶδαν καὶ νὰ ἀκούσουν
αὐτὰ ποὺ ἀκούετε καὶ
δὲν τὰ ἤκουσαν.
|
17
Καὶ εἶναι αἱ πνευματικοί σας αἰσθήσεις
μακάριαι, διότι ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ὅτι
πολλοὶ προφῆται καὶ δίκαιοι ἐπεθύμησαν
νὰ ἴδουν αὐτὰ ποὺ βλέπετε
σεῖς καὶ δὲν ἠξιώθησαν νὰ
τὰ ἰδουν· ἐπεθύμησαν καὶ νὰ
ἀκούσουν αὐτά, ποὺ ἀκούετε σεῖς,
καὶ δὲν τὰ ἤκουσαν, διότι ἔζησαν
εἰς χρόνους προγενεστέρους καὶ δὲν ἐπρόφθασαν
νὰ ἴδουν τὴν ἐπὶ γῆς
παρουσίαν μου.
|
18
Ὑμεῖς οὖν ἀκούσατε τὴν
παραβολὴν τοῦ σπείροντος.
|
18
Σεῖς λοιπόν (ποὺ ἐπήρατε ἀπὸ
τὸν Θεὸν τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν
δύναμιν νὰ ἐνοεῖτε τὴν διδασκαλίαν
μου) ἀκοῦστε τώρα καὶ τὸ νόημα
τῆς παραβολῆς τοῦ σπορέως.
|
18
Σεῖς λοιπόν, εἰς τοὺς ὁποίους ἐδόθη
ὠς χάρις ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ
γνωρίσετε τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν
οὐρανῶν, ἀκούσατε τὴν σημασίαν τῆς
παραβολῆς ἐκείνου, ποὺ ἔσπειρεν.
|
19
Παντὸς ἀκούοντος τὸν λόγον
τῆς βασιλείας καὶ μὴ συνιέντος,
ἔρχεται ὁ πονηρὸς καὶ αἴρει
τὸ ἐσπαρμένον ἐν τῇ καρδίᾳ
αὐτοῦ· οὗτός ἐστιν ὁ
παρὰ τὴν ὁδὸν σπαρεὶς
|
19
Ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ποὺ ἀκούει
τὸ κήρυγμα τῆς βασιλείας καὶ
δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ τὸ ἐννοήσῃ,
ἔρχεται ὁ πονηρὸς καὶ παίρνει
ὅ,τι ἔχει σπαρῆ εἰς τὴν καρδίαν
του· αὐτὸν συμβολίζει ὁ σπαρμένος
τόπος, ποὺ εἶναι κοντὰ εἰς τὸν
δρόμον.
|
19
Ἀπὸ καθένα, ποὺ ἀκούει τὸν λόγον
τῆς βασιλείας καὶ ἕνεκα ἀδιαφορίας
καὶ ψυχρότητος δὲν τὸν ἐννοεῖ,
ἔρχεται ὁ πονηρὸς καὶ ἁρπάζει
ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει σπαρῇ εἰς
τὴν καρδίαν του. Αὐτὸς εἶναι ὁ
πνευματικὸς σπόρος, ποὺ ἐσπάρη πλησίον τοῦ
δρόμου, τουτέστιν ὁ ἄνθρωπος, εἰς τὴν
ράθυμον ψυχὴν τοῦ ὁποίου ἔπεσεν ὠς
ἄλλος σπόρος ὁ λόγος τοῦ θείου κηρύγματος,
ἀλλ’ αὐτὸς δὲν ἐκατάλαβε τίποτε
ἀπὸ αὐτόν.
|
20
Ὁ δὲ ἐπὶ τὰ πετρώδη
σπαρείς, οὗτός ἐστιν ὁ τὸν
λόγον ἀκούων καὶ εὐθέως
μετὰ χαρᾶς δεχόμενος καὶ λαμβάνων
αὐτόν·
|
20
Ἡ περιοχὴ δὲ ἡ πετρώδης, εἰς
τὴν ὁποίαν ἔπεσε ἄλλος σπόρος,
συμβολίζει τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος
ἀκούει τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ,
καὶ ἀμέσως τὸν παίρνει καὶ
τὸν δέχεται μὲ χαράν.
|
20
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἐσπάρη εἰς
τὸ ἔδαφος τὸ πέτρινον, αὐτὸς
εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀκούει
τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου καὶ ἀμέσως
μετὰ χαρᾶς τὸν δέχεται.
|
21
οὐκ ἔχει δὲ ρίζαν ἐν ἑαυτῷ,
ἀλλὰ πρόσκαιρός ἐστι, γενομένης
δὲ θλίψεως ἢ διωγμοῦ διὰ τὸν
λόγον εὐθὺς σκανδαλίζεται.
|
21
Ὁ λόγος ὅμως δὲν ρίπτει βαθεῖαν
ρίζαν εἰς αὐτόν, διότι ὁ
ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἀσταθὴς
καὶ ἐπιπόλαιος καὶ ὅταν συμβῇ
θλῖψις ἢ διωγμὸς ἀμέσως κλονίζεται
καὶ χάνει τὸν
ζῆλον του καὶ τὴν πίστιν του.
|
21
Δὲν ρίπτει ὅμως μέσα του βαθείας ρίζας ὁ
λόγος, ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
εἶναι ἀσταθὴς καὶ ἡ προθυμία
ποὺ ἔδειξε διαρκεῖ ὀλίγον χρόνον·
ὅταν δὲ συμβῇ θλῖψις ἢ διωγμὸς
διὰ τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου, ἀμέσως
ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς σκοντάπτει καὶ
χάνει τὸν ἐνθουσιασμὸν καὶ τὴν
πίστιν του. |
22
Ὁ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας σπαρείς,
οὗτός ἐστιν ὁ τὸν λόγον
ἀκούων, καὶ ἡ μέριμνα τοῦ
αἰῶνος, τούτου καὶ ἡ ἀπάτη
τοῦ πλούτου συμπνίγει τὸν λόγον,
καὶ ἄκαρπος γίνεται.
|
22
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἐσπάρθηκε
εἰς τὰ ἀγκάθια, εἶναι ὁ
ἄνθρωπος ποὺ ἀκούει τὸν λόγον
τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἡ βασανιστικὴ
μέριμνα διὰ τὴν ζωὴν αὐτὴν
καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου
καὶ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν
πνίγουν καὶ κάνουν ἀτροφικὸν
καὶ ἄκαρπον τὸν λόγον.
|
22
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἐσπάρη εἰς
τὰ ἀγκάθια, εἶναι ὁ ἄνθρωπος
αὐτός, ποὺ ἀκούει τὸν λόγον, καὶ
ἡ βασανιστική του ζάλη καὶ φροντὶς διὰ
τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ ἡ ἀπάτη,
ποὺ τοῦ προξενεῖ ὁ πλοῦτος μὲ
τὴν προσκόλλησιν εἰς τὸ χρῆμα καὶ
μὲ τὴν εὐκολίαν τῶν ἀπολαύσεων
καὶ μὲ τὴν ματαιότητα τῆς ἐπιδείξεως,
πνίγουν τὸν λόγον καὶ γίνεται ἄκαρπος.
|
23
Ὁ δὲ ἐπὶ τὴν γῆν τὴν
καλὴν σπαρείς, οὗτός ἐστιν ὁ
τὸν λόγον ἀκούων καὶ συνιῶν·
ὃς δὴ καρποφορεῖ καὶ ποιεῖ ὁ
μὲν ἑκατόν, ὁ δὲ ἑξήκοντα,
ὁ δὲ τριάκοντα.
|
23
Ὁ δὲ σπόρος ποὺ ἔπεσε εἰς
τὴν καλὴν γῆν,
εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀκούει
τὸν λόγον μὲ προσοχὴν καὶ
τὸν ἐννοεῖ καὶ τὸν
δέχεται· αὐτὸς λοιπὸν καρποφορεῖ
καὶ παράγει ἄλλος μὲν ἑκατόν,
ἄλλος δὲ ἑξῆντα, ἄλλος δὲ
τριάντα>. (Φέρει δηλαδὴ ὡς καρποὺς
τῆς γνώσεως τοῦ θείου θελήματος
ἔργα ἀγαθά, πρωχωρεῖ εἰς τὸν
ἁγιασμὸν καὶ γίνεται τέκνον
τοῦ Θεοῦ).
|
23
Ὁ δὲ σπόρος, ποὺ ἐσπάρη εἰς
τὴν καλὴν καὶ εὔφορον γῆν, αὐτὸς
εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀκούει
τὸν λόγον καὶ τὸν κατανοεῖ. Καὶ
αὐτὸς λοιπὸν παράγει καρπόν, ἄλλος
μὲν ἀπὸ τὸ ἕνα παράγει ἑκατόν,
ἄλλος δὲ ἑξήκοντα, ἄλλος δὲ
τριάκοντα. |
24
Ἄλλην παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς
λέγων· ὡμοιώθη ἡ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ σπείραντι
καλὸν σπέρμα ἐν τῷ ἀγρῷ
αὐτοῦ· |
24
Ἄλλην παραβολὴν προσέφερεν εἰς αὐτοὺς
καὶ εἶπεν· <ἡ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν (δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία)
εἶναι ὁμοία μὲ ἄνθρωπον ποὺ
ἔσπειρε καλὸν σπόρον εἰς τὸν
ἀγρόν του.
|
24
Ἄλλην παραβολὴν τοὺς ἐδίδαξε καὶ
εἶπεν· Ἔγινεν ὁμοῖα ἡ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν, ἡ Ἐκκλησία δηλαδή,
ποὺ θὰ κατακτήσῃ τὸν κόσμον ὁλόκληρον,
καὶ ὁ δι’ αὐτῆς κηρυττόμενος εἰς
ὅλον τὸν κόσμον λόγος τῆς ἀληθείας,
πρὸς ἄνθρωπον, ποὺ ἔσπειρε καλὸν
σπόρον εἰς τὸ χωράφι του. Ἔτσι καὶ
ὁ Κύριος σπείρει πάντοτε εἰς τὸν κατακτώμενον
ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας κόσμον τὸν
καλὸν τῆς σωτηρίου ἀληθείας σπόρον.
|
25
ἐν δὲ τῷ καθεύδειν τοὺς ἀνθρώπους
ἦλθεν αὐτοῦ ὁ ἐχθρὸς καὶ
ἔσπειρε ζιζάνια ἀνὰ μέσον τοῦ
σίτου καὶ ἀπῆλθεν.
|
25
Τὴν ὥραν ὅμως ποὺ ἐκοιμῶντο
οἱ ἄνθρωποί του, ἦλθεν ὁ ἐχθρός
του, ὁ διάβολος, (ποὺ ἔχει ὡς
ἔργον του νὰ ἀντιδρᾷ εἰς τὸ
ἔργον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ σπείρῃ
ἀμφιβολίας καὶ συγχύσεις καὶ
παρεξηγήσεις εἰς τοὺς ἀνθρώπους),
ἔσπειρε ζιζάνια ἀνάμεσα εἰς
τὸ σιτάρι καὶ ἔφυγε.
|
25
Τὴν ὥραν ὅμως ποὺ ἐκοιμῶντο
οἱ ἄνθρωποί του, ἦλθεν ὁ ἐχθρός
του, ὁ διάβολος δηλαδή, καὶ ἔσπειρεν ᾖραν
ἀνάμεσα εἰς τὸν σῖτον καὶ ἔφυγεν.
|
26
Ὅτε δὲ ἐβλάστησεν ὁ χόρτος
καὶ καρπὸν ἐποίησε, τότε ἐφάνη
καὶ τὰ ζιζάνια.
|
26
Ὅταν δὲ μετ' ὀλίγον ἐβλάστησαν
τὰ στάχυα καὶ ἔκαμαν καρπόν,
τότε ἐφάνησαν καὶ τὰ ζιζάνια
ἀνάμεσα εἰς αὐτά. |
26
Ὅταν δὲ ἐβλάστησαν τὰ στάχυα καὶ
ἔκαμαν καρπόν, τότε ἐφάνησαν καὶ τὰ
ζιζάνια. |
27
Προσελθόντες δὲ οἱ δοῦλοι τοῦ
οἰκοδεσπότου εἶπον αὐτῷ·
κύριε, οὐχὶ καλὸν σπέρμα ἔσπειρας
ἐν τῷ σῷ ἀγρῷ; Πόθεν οὖν
ἔχει ζιζάνια;
|
27
Οἱ δὲ δοῦλοι τοῦ οἰκοδεσπότου
προσελθόντες τοῦ εἶπαν μὲ ἀπορίαν
καὶ λύπην· Κύριε, ἐσὺ δὲν
ἔσπειρες ἐκλεκτὸν σπόρον εἰς
τὸ χωράφι σου; Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν
ἔχει τὰ ζιζάνια;
|
27
Καὶ τότε οἱ δοῦλοι τοῦ οἰκοδεσπότου
ἦλθαν πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ
εἶπαν Κύριε, δὲν ἔσπειρες καλὸν σπόρον
εἰς τὸ χωράφι σου; Ἀπὸ ποὺ λοιπὸν
ἔχει τοῦτο ζιζάνια; |
28
Ὁ δὲ ἔφη αὐτοῖς· ἐχθρὸς
ἄνθρωπος τοῦτο ἐποίησεν. Οἱ
δὲ δοῦλοι εἶπον αὐτῷ· θέλεις
οὖν ἀπελθόντες συλλέξωμεν αὐτά;
|
28
Εἶπε δὲ ἐκεῖνος εἰς αὐτούς·
ἔνας ἐχθρὸς ἄνθρωπος ἔκαμε τοῦτο.
Οἱ δοῦλοι τοῦ εἶπαν· θέλεις
λοιπὸν νὰ πᾶμε νὰ μαζέψωμε τὰ
ζιζάνια;
|
28
Ἐκεῖνος δὲ τοὺς εἶπεν·
ἐχθρὸς ἄνθρωπος τὸ ἔκαμε. Καὶ
οἱ δοῦλοι τοῦ εἶπαν· Θέλεις λοιπὸν
νὰ πάμε καὶ νὰ τὰ μαζεύσωμεν;
|
29
Ὁ δὲ ἔφη· οὔ, μήποτε συλλέγοντες
τὰ ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς
τὸν σῖτον· .
|
29
Ἐκεῖνος ὅμως εἶπε, ὄχι, μήπως
τυχὸν καθὼς θὰ μεζεύετε τὰ ζιζάνια,
ξερριζώσετε μαζῆ μὲ αὐτὰ καὶ
τὸ σιτάρι.
|
29
Ἐκεῖνος ὅμως εἶπεν· Ὄχι.
Διότι αἱ ρίζαι τῶν ζιζανίων εἶναι μπλεγμένοι
μέσα εἰς τὸ χῶμα μὲ τὰς ρίζας
τοῦ σίτου καὶ ὑπάρχει φόβος μήπως, ὅταν
θὰ συλλέγετε τὰ ζιζάνια, ξερριζώσετε μαζὶ
μὲ αὐτὰ καὶ τὸν σῖτον.
|
30
ἄφετε συναυξάνεσθε ἀμφότερα μέχρι
τοῦ θερισμοῦ, καὶ ἐν καιρῷ τοῦ
θερισμοῦ ἐρῶ τοῖς θερισταῖς·
συλλέξατε πρῶτον τὰ ζιζάνια καὶ
δήσατε αὐτὰ εἰς δέσμας πρὸς
τὸ κατακαῦσαι αὐτά, τὸν δὲ
σῖτον συναγάγατε εἰς τὴν ἀποθήκην
μου. |
30
Ἀφῆστέ τα νὰ μεγαλώνουν καὶ
τὰ δύο μαζῆ ἕως τὸν θερισμόν.
Καὶ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ θερισμοῦ
θὰ πῶ εἰς τοὺς θεριστάς·
μαζεύσατε πρῶτα τὰ ζιζάνια καὶ
δέσατέ τα σὲ δεμάτια, διὰ νὰ
τὰ κατακαύσετε. (Δηλαδὴ κατὰ τὴν
δευτέρα παρουσίαν μου θὰ πῶ εἰς
τοὺς ἀγγέλους μου νὰ ξεχωρίσουν
τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους καὶ
νὰ τοὺς ρίψουν εἰς τὸ πῦρ
τῆς κολάσεως). Τὸ δὲ σιτάρι
μαζεύσατέ το εἰς τὴν ἀποθήκην
μου (δηλαδὴ τοὺς δικαίους συνοδεύσατέ
τους εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν)>.
|
30
Ἀφήσατε νὰ μεγαλώνουν καὶ τὰ δύο μέχρι
τῆς ἐποχῆς τοῦ θερισμοῦ. Καὶ
κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ θερισμοῦ,
ἤτοι τῆς ἐσχάτης κρίσεως, θὰ εἴπω
εἰς τοὺς θεριστὰς ἀγγέλους μου·
μαζεύσατε πρῶτον τὰ ζιζάνια καὶ δέσατέ τα
σὲ χειρόβολα, διὰ νὰ τὰ κατακαύσετε,
δηλαδὴ ξεχωρίσατε τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους
καὶ ρίψατέ τους ὅλους μαζὶ εἰς τὸ
πῦρ τῆς αἰωνίου κολάσεως. Τὸν σῖτον
δέ, τουτέστι τοὺς ἀγαθοὺς καὶ ἐναρέτους,
μαζεύσατέ τον εἰς τὴν ἀποθήκην μου, δηλαδὴ
εἰς τὴν οὐράνιον βασιλείαν.
|
31
Ἄλλη παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς
λέγων· ὁμοία ἐστὶν ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν κόκκῳ
σινάπεως, ὃν λαβὼν ἄνθρωπος ἔσπειρεν
ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ·
|
31
Ἄλλην παραβολὴν τοὺς ἐδίδαξε
καὶ εἶπεν· <ἡ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν (ἐπειδὴ εἰς τὴν
ἀρχὴν θὰ φανῇ μικρὰ καὶ
ἀσήμαντος, θὰ ἔχῃ ὅμως
ἐντὸς αὐτῆς δύναμιν καὶ
ζωήν) ὁμοιάζει μὲ κόκκον σιναπιοῦ,
τὸν ὁποῖον ἐπῆρε ἔνας
ἄνθρωπος καὶ τὸν ἔσπειρε εἰς
τὸ χωράφι του. |
31
Ἄλλην παραβολὴν τοὺς ἐδίδαξε λέγων·
Ἡ αὔξησις καὶ ἑξάπλωσις τῆς
ἐπὶ γῆς Ἐκκλησίας μου καὶ τοῦ
λόγου τῆς ἀληθείας, ποὺ κηρύττεται ἐν
αὐτῇ, ὁμοιάζει πρὸς τὸν μικρὸν
σπόρον τοῦ σιναπιοῦ, ποὺ τὸν ἐπῆρε
κάποιος ἄνθρωπος καὶ τὸν ἔσπειρεν
εἰς τὸ χωράφι του. |
32
ὃ μικρότερον μέν ἐστι πάντων
τῶν σπερμάτων, ὅταν δὲ αὐξηθῇ,
μεῖζον πάντων τῶν λαχάνων ἐστὶ
καὶ γίνεται δένδρον, ὥστε ἐλθεῖν
τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ
κατασκηνοῦν ἐν τοῖς κλάδοις αὐτοῦ.
|
32
Αὐτὸς ὁ κόκκος εἶναι μικρότερος
ἀπὸ ὅλους τοὺς σπόρους. ῞Οταν
ὅμως σπαρῇ καὶ μεγαλώσῃ, εἶναι
ἀπὸ ὅλα τὰ λάχανα μεγαλύτερον
καὶ γίνεται δένδρον, ὥστε νὰ
ἔρχωνται τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ νὰ φωλιάζουν εἰς τοὺς κλάδους
του>. |
32
Ὁ κόκκος αὐτὸς εἶναι μὲν μικρότερος
ἀπὸ ὅλους τοὺς σπόρους, ὅταν
ὅμως μεγαλώσῃ, εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ
τὰ λάχανα καὶ τοὺς θάμνους, καὶ γίνεται
δένδρον, ὥστε νὰ ἔλθουν τὰ πετεινὰ
τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ φωλιάζουν
εἰς τοὺς κλάδους του. Ἔτσι καὶ αἱ
ἀρχαὶ τῆς αὐξήσεως καὶ τῆς
ἑξαπλώσεως τῆς Ἐκκλησίας μου καὶ τοῦ
σπειρομένου ὑπ’ αὐτῆς εἰς τὰς
ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων λόγου μου εἶναι
ἀφανεῖς καὶ ἀσήμαντοι, ἀλλὰ
βαθμηδὸν αἱ κατακτήσεις των γίνονται καταπληκτικοί.
Ὁ λόγος δὲ τοῦ εὐαγγελίου ὁ
διὰ τῆς ὁλονὲν ἑξαπλουμένης
Ἐκκλησίας κηρυττόμενος, ὅταν καλλιεργηθῇ
ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
δημιουργεῖ τεράστια καὶ καταπληκτικὰ ἀποτελέσματα
καὶ φέρει προστασίαν καὶ ἀνάπαυσιν εἰς
τὰς ψυχάς. |
33
Ἄλλην παραβολὴν ἐλάλησεν αὐτοῖς·
ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν ζύμη, ἢν λαβοῦσα
γυνὴ ἐνέκρυψεν εἰς ἀλεύρου
σάτα τρία, ἕως οὖ ἐζυμώθη
ὅλον. |
33
Ἄλλη παραβολὴν ἐδίδαξεν εἰς
αὐτούς· <ἡ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν ὁμοιάζει μὲ τὸ
προζύμι, ποὺ τὸ ἐπῆρε μιὰ
γυναῖκα καὶ τὸ ἀνακάτεψε μὲ
πολὺ ἀλεύρι, ἕως ὅτου αὐτὸ
ἐζυμώθη ὅλο καὶ ἔγινε κατάλληλο
γιὰ ψωμί>. (Ἔτσι καὶ τὸ εὐαγγέλιον
τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν θὰ
εἰσχωρήσῃ εἰς τὰς κοινωνίας
τῶν ἀνθρώπων καὶ θὰ ζυμώσῃ
τὰς καλοπροαιρέτους ψυχάς).
|
33
Ἄλλην παραβολὴν εἶπεν εἰς αὐτούς,
διὰ νὰ τοὺς διδάξῃ ὅτι ἡ
βασιλεία του δὲν θὰ ἐπιβληθῇ δι’ ἐξωτερικῆς
δυνάμεως καὶ βίας, ὅπως ἐπερίμεναν οἱ
Ἰουδαῖοι τὴν βασιλείαν τοῦ Μεσσίου,
ἀλλὰ δι’ ἐσωτερικῆς εἰρηνικῆς
καὶ βαθμιαίας ἐπιδράσεως καὶ ἀφομοιώσεως.
Ὁμοιαζει, εἶπεν, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν
καὶ τὸ κήρυγμα αὐτῆς πρὸς προζύμιον,
τὸ ὁποῖον ἐπῆρε μία γυναῖκα
καὶ τὸ ἔκρυψεν εἰς μεγάλην ποσότητα
ἀλεύρου. Καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ κρυμμένον
τὸ προζύμιον, ἕως ὅτου ἐζυμώθη ὁλόκληρον
τὸ ζυμάρι τοῦ ἀλεύρου. Ἔτσι καὶ
ἡ ἐπὶ γῆς βασιλεία τῶν οὐρανῶν
μὲ τὸ κήρυγμα τῆς πίστεως, σὰν ἄλλο
προζύμι θὰ εἰσχωρήσῃ σιγά - σιγὰ καὶ
θὰ ἀναζυμώσῃ ὅλην τὴν μᾶζαν
τῆς ἀνθρωπότητος. |
34
Ταῦτα πάντα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς
ἐν παραβολαῖς τοῖς ὄχλοις, καὶ
χωρὶς παραβολῆς οὐδὲν ἐλάλει
αὐτοῖς,
|
34
Ὅλα αὐτὰ ἐδίδαξεν ὁ Ἰησοῦς
εἰς τὰ πλήθη μὲ παραβολὰς καὶ
χωρὶς παραβολὴν κατὰ τὸν καιρὸν
ἐκεῖνον τίποτε δὲν ἐδίδασκεν
εἰς αὐτούς. |
34
Ὅλα αὐτὰ ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς
μὲ παραβολὰς εἰς τὰ πλήθη τοῦ
λαοῦ. Καὶ χωρὶς παραβολὴν τίποτε κατὰ
τὴν ἐποχὴν ἐκείνην δὲν ἔλεγεν
εἰς αὐτούς, |
35
ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ τοῦ
προφήτου λέγοντος· ἀνοίξω ἐν
παραβολαῖς τὸ στόμα μου, ἐρεύξομαι
κεκρυμμένα ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. |
35
Καὶ ἔτσι ἐπραγματοποιήθη αὐτὸ
ποὺ εἶχε λεχθῆ ἀπὸ τὸν
προφήτην· <θὰ ἀνοίξω τὸ
στόμα μου μὲ παραβολάς, θὰ βροντοφωνήσω
καὶ θὰ φανερώσω πράγματα, ποὺ
ἦσαν κρυμμένα ἀπὸ τότε ποὺ
ἐτέθησαν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ
τὰ θεμέλια τοῦ κόσμου>.
|
35
διὰ νὰ πληρωθῇ ἐκεῖνο, ποὺ
ἐλέχθη διὰ τοῦ προφήτου, ὁ ὁποῖος
εἶπε· Θὰ ἀνοίξω μὲ παραβολὰς
τὸ στόμα μου καὶ θὰ εἶπω ἀληθείας,
ποὺ εἶναι κρυμμένοι ἀπὸ τότε ποὺ
ἄρχισε νὰ κτίζεται ὁ κόσμος.
|
36
Τότε ἀφεὶς τοὺς ὄχλους ἦλθεν
εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ.
Καὶ προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ
αὐτοῦ λέγοντες· φράσον ἡμῖν
τὴν παραβολὴν τῶν ζιζανίων τοῦ
ἀγροῦ. |
36
Τότε ἀφῆκε ὁ Χριστὸς τὰ
πλήθη καὶ ἦλθεν εἰς τὴν οἰκίαν,
ὅπου κυρίως ἕμενε κατὰ τὸν καιρὸν
τῆς δημοσίας δράσεώς του. Καὶ
ἦλθαν πρὸς αὐτὸν οἱ μαθηταί
του καὶ τοῦ εἶπαν· <ἐξήγησέ
μας τὴν παραβολὴν τῶν ζιζανίων τοῦ
ἀγροῦ>. |
36
Τότε, ἀφοῦ ἀφῆκε τὸ πλῆθος
τοῦ λαοῦ, ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι,
ποὺ ἐφιλοξενεῖτο. Καὶ προσῆλθον
εἰς αὐτόν οἰ μαθηταί του καὶ εἶπαν·
Ἐξήγησέ μας τὴν ἔννοιαν τῆς παραβολῆς
τῶν ζιζανίων τοῦ ἀγροῦ.
|
37
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς·
ὁ σπείρων τὸ καλὸν σπέρμα ἐστὶν
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου·
|
37
Ὁ δὲ Κύριος ἀπεκρίθη καὶ
εἶπε· <Ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει
τὸν καλὸν σπόρον εἶναι ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ ἐγώ.
|
37
Ὁ δὲ Κύριος ἀπεκρίθη καὶ τοὺς
εἶπεν· Ἐκεῖνος, ποὺ σπέρνει τὸν
καλὸν σπόρον, εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ
Θεοῦ, ποὺ ἐσαρκώθη καὶ ἐγινεν
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.
|
38
ὁ δὲ ἀγρός ἐστιν ὁ κόσμος·
τὸ δὲ καλὸν σπέρμα, οὗτοι εἶσιν
οἱ υἱοὶ τῆς βασιλείας·
τὰ δὲ ζιζάνιά εἰσιν οἱ
υἱοὶ τοῦ πονηροῦ·
|
38
Ἀγρὸς δὲ εἶναι ὁ κόσμος.
Ὁ καλὸς σπόρος εἶναι τὰ τέκνα
τῆς οὐρανίου βασιλείας· τὰ
δὲ ζιζάνια εἶναι τὰ τέκνα τοῦ
πονηροῦ, τοῦ διαβόλου. |
38
Ὁ δὲ ἀγρὸς εἶναι ὁ κόσμος
τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὁ καλὸς σπόρος,
αὐτοὶ εἶναι τὰ παιδιὰ τῆς
οὐρανίου καὶ αἰωνίου βασιλείας, ποὺ
θὰ τὴν κληρονομήσουν. Τὰ δὲ ζιζάνια
εἶναι τὰ παιδιὰ τοῦ πονηροῦ,
ποὺ ὁμοιάζουν πρὸς τὸν πατέρα τους
διάβολον. |
39
ὁ δὲ ἐχθρὸς ὁ σπείρας
αὐτά ἐστιν ὁ διάβολος·
ὁ δὲ θερισμὸς συντέλεια τοῦ
αἰῶνός ἐστιν· οἱ δὲ
θερισταὶ ἀγγέλλοι εἰσιν.
|
39
Ὁ δὲ ἐχθρός, ποὺ ἔσπειρε
τὰ ζιζάνια αὐτά, εἶναι ὁ
διάβολος· ὁ θερισμὸς ἡ συντέλεια
τοῦ κόσμου καὶ θερισταὶ οἱ ἄγγελοι
τοῦ Θεοῦ. |
39
Ὁ ἐχθρὸς δέ, ποὺ ἔσπειρε τὰ
ζιζάνια, εἶναι ὁ διάβολος. Καὶ ὁ θερισμὸς
σημαίνει τὸ τέλος τῆς παρούσης περιόδου τοῦ
κόσμου, οἱ δὲ θερισταὶ σημαίνουν τοὺς
ἀγγέλους, ποὺ θὰ εἶναι ἐκτελεσταὶ
τῶν διαταγῶν τοῦ ὑπερτάτου Κριτοῦ.
|
40
Ὥσπερ οὖν συλλέγεται τὰ ζιζάνια
καὶ πυρὶ καίεται, οὕτως ἔσται
ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰῶνος
τούτου. |
40
Ὅπως λοιπὸν εἰς τὰ χωράφια μαζεύονται
τὰ ζιζάνια καὶ κατακαίονται εἰς
τὴν φωτιά, ἔτσι θὰ γίνῃ
καὶ εἰς τὴν συντέλειαν τοῦ κόσμου.
|
40
Καθὼς λοιπὸν μαζεύονται τὰ ζιζάνια καὶ
κατακαίονται μὲ φωτιά, ἔτσι θὰ εἶναι
καὶ κατὰ τὸ τέλος τῆς παρούσης περιόδου
τοῦ κόσμου. |
41
Ἀποστελλεῖ ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ,
καὶ συλλέξουσιν ἐκ τῆς βασιλείας
αὐτοῦ πάντα τὰ σκάνδαλα καὶ
τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν,
|
41
Θὰ στείλῃ ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου, ὁ Θεάνθρωπος καὶ κριτὴς
τῆς οἰκουμένης, τοὺς ἀγγέλους
του καὶ θὰ μαζεύσουν ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησίαν του ποὺ θὰ ἔχῃ
ἁπλωθῆ εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην,
ὅλους ἐκείνους ποὺ βάζουν σκάνδαλα,
διὰ νὰ πέσουν εἰς τὴν ἁμαρτίαν
οἱ ἄλλοι καὶ ἐκείνους ποὺ
διαπράττουν τὰς ἀνομίας.
|
41
Θὰ ἀποστείλῃ τότε ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Θεάνθρωπος Μεσσίας, τοὺς
ἀγγέλους του καὶ θὰ μαζεύσουν ἀπὸ
τὸν κόσμον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ
κυριαρχῇ πλέον ἡ βασιλεία του, ὅλους ἐκείνους,
ποὺ ἔγιναν καὶ εἰς τοὺς ἄλλους
αἰτία νὰ ἁμαρτήσουν, καὶ ἐκείνους,
ποὺ παραβαίνουν τὸν νόμον του,
|
42
καὶ βαλοῦσιν αὐτοὺς εἰς τὴν
κάμινον τοῦ πυρός· ἐκεῖ
ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς
τῶν ὀδόντων. |
42
Καὶ θὰ τοὺς ρίψουν εἰς τὸ
φοβερὸ καμίνι τοῦ ἀσβέστου πυρός,
δηλαδὴ εἰς τὴν αἰωνίαν κόλασιν.
Ἐκεῖ θὰ εἶναι ὁ κλαυθμὸς
καὶ τὸ τρίξιμο τῶν ὀδόντων.
|
42
καὶ θὰ τοὺς ρίψουν εἰς τὸ καμίνι
τῆς φωτιᾶς, δηλαδὴ εἰς τὸ πῦρ
τῆς αἰωνίου κολάσεως. Ἐκεῖ θὰ
εἶναι ὁ κλαυθμὸς καὶ τὸ τρίξιμο
τῶν δοντιῶν. |
43
Τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν
ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ
τοῦ πατρὸς αὐτῶν. Ὁ ἔχων
ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
|
43
Τότε οἱ δίκαιοι θὰ λάμψουν ἔνδοξοι
σὰν τὸν ἥλιον εἰς τὴν βασιλείαν
τοῦ οὐρανίου Πατρός των. Ὅποιος
ἔχει αὐτιὰ νὰ ἀκούῃ,
ἂς ἀκούῃ (καὶ ἂς κανονίσῃ
ὑπεύθυνα τὴν θέσιν του ἀπέναντι
αὐτῶν, ποὺ ἀκούει. Θὰ
δώσῃ λόγον διὰ τὸν λόγον
ποὺ ἔχει ἀκούσει). |
43
Τότε οἱ δίκαιοι θὰ δοξασθοῦν καὶ θὰ
λάμψουν σὰν τὸν ἥλιον εἰς τὴν
βασιλείαν τοῦ οὐρανίου πατρός των. Ὅποιος
ἔχει αὐτιὰ διὰ νὰ ἀκούῃ
μὲ ἐνδιαφέρον καὶ ἐγκολπώνεται τὴν
ἀλήθειαν, ἂς ἀκούῃ.
|
44
Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν θησαυρῷ κεκρυμμένῳ
ἐν τῷ ἀγρῷ, ὃν εὐρὼν
ἄνθρωπος ἔκρυψε, καὶ ἀπὸ τῆς
χαρᾶς αὐτοῦ ὑπάγει καὶ
πάντα ὅσα ἔχει πωλεῖ καὶ ἀγοράζει
τὸν ἀγρὸν ἐκεῖνον.
|
44
Πάλιν ὁμοιάζει ἡ Βασιλεία τῶν
οὐρανῶν μὲ ἀνεκτίμητον θησαυρόν,
κρυμμένον εἰς ἕνα χωράφι, τὸν
ὁποῖον εὑρῆκε κάποιος ἄνθρωπος
καὶ τὸν ἀπέκρυψε εἰς αὐτὸ
τὸ χωράφι, καὶ ἀπὸ τὴν
μεγάλην χαράν του πηγαίνει καὶ πωλεῖ
ὅλα ὅσα ἔχει καὶ ἀγοράζει
ἐκεῖνον τὸν ἀγρόν. (Ἀξίζει
νὰ ἀπαρνηθῇ κανεὶς ὅλα τὰ
ὑλικὰ ἀγαθὰ διὰ νὰ κερδήσῃ
τοὺς θησαυροὺς τῆς βασιλείας τῶν
οὐρανῶν). |
44
Πάλιν ἡ πολύτιμος διδασκαλία καὶ τὰ ἀνεκτίμητα
ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν
ὁμοιάζουν πρὸς θησαυρὸν κρυμμένον καὶ
χωμένον εἰς τὸ χωράφι, τὸν ὁποῖον,
σὰν ηὗρε κάποιος ἄνθρωπος, τὸν ἔκρυψεν
εἰς τὸ αὐτὸ χωράφι καὶ ἀπὸ
τὴν μεγάλην του χαρὰν πηγαίνει καὶ πωλεῖ
ὅλα ὅσα ἔχει καὶ ἀγοράζει τὸ
χωράφι ἐκεῖνο. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ ἐξετίμησε τὸν πλοῦτον τῆς
θείας διδασκαλίας καὶ τοὺς θησαυροὺς τῆς
ἐπουρανίου βασιλείας. Ἀπαρνεῖται καὶ
περιφρονεῖ καὶ πετᾷ ὅλα τὰ ἐπίγεια
διὰ νὰ κατακτήσῃ τὰ ἐπουράνια.
|
45
Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ ἐμπόρῳ
ζητοῦντι καλοὺς μαργαρίτας·
|
45
Εἶναι πάλιν ὁμοία ἡ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν μὲ ἔμπορον, ὁ
ὅποιος ζητεῖ νὰ ἀγοράσῃ
πολύτιμα μαργαριτάρια. |
45
Πάλιν εἶναι ὁμοία ἡ ἀνυπολόγιστος
ἀξία τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν
πρὸς ἄνθρωπον ἔμπορον, ποὺ ζητεῖ
νὰ ἀγοράσῃ καλὰ καὶ πολύτιμα
μαργαριτάρια. |
46
ὃς εὐρὼν ἕνα πολύτιμον μαργαρίτην
ἀπελθὼν πέπρακε πάντα ὅσα εἶχε
καὶ ἠγόρασεν αὐτόν.
|
46
Αὐτός, ὅταν εὑρῆκε ἕνα
μαργαριτάρι μεγάλης ἀξίας, ἐπῆγε
ἀμέσως καὶ ἐπώλησε ὅλα
ὅσα εἶχε καὶ τὸ ἀγόρασε.
(Ἔτσι καὶ ὁ πιστός, σὰν καλὸς
ἔμπορος ποὺ ξέρει τὸ συμφέρον
του, θυσιάζει μὲ προθυμίαν τὰ ὑλικὰ
ἀγαθὰ τῆς παρούσης ζωῆς, διὰ
νὰ κερδήσῃ τὴν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ). |
46
Αὐτὸς ὅταν ηὗρεν ἔνα σπάνιον
καὶ μεγάλης ἀξίας μαργαριτάρι, ἔτρεξε καὶ
ἐπώλησεν ὅλα ὅσα εἶχε καὶ τὸ
ἠγόρασε. Ἔτσι καὶ ὁ καλὸς καὶ
ἀφωσιωμένος Χριστιανός. Σὰν καλὸς ἔμπορος
θυσιάζει μὲ προθυμίαν τὴν ματαιότητα τῆς
παρούσης ζωῆς, διὰ νὰ κατακτήσῃ τὴν
αἰωνιότητα τῆς μελλούσης βασιλείας.
|
47
Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία
τῷ οὐρανῶν σαγήνῃ βληθείσῃ
εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐκ παντὸς
γένους συναγαγούσῃ· |
47
Πάλιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι
ὁμοία μὲ δίκτυον, ποὺ ἐρίφθηκε
εἰς τὴν θάλασσαν καὶ περιέκλεισε
ψάρια ἀπὸ κάθε εἶδος.
|
47
Πάλιν εἶναι ὁμοία ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν
πρὸς δίκτυον, τὸ ὁποῖον ἐρρίφθη
εἰς τὴν θάλασσαν καὶ τὸ ὁποῖον
ἐμάζευσεν ἀπὸ κάθε γένος ψαριῶν. (Ἔτσι
καὶ μὲ τὸ δίκτυον τοῦ θείου κηρύγματος
ἑλκύονται εἰς τὴν Ἐκκλησίαν πάσης
προαιρέσεως καὶ προελεύσεως ἄνθρωποι).
|
48
ἢν, ὅτε ἐπληρώθη, ἀναβιβάσαντες
αὐτὴν ἐπὶ τὸν αἰγιαλὸν
καὶ καθίσαντες συνέλεξαν τὰ καλὰ
εἰς ἀγγεῖα, τὰ δὲ σαπρὰ
ἔξω ἔβαλον. |
48
Ὅταν δὲ ἐγέμισε, τὸ ἀνέβασαν
οἱ ψαράδες ἀπὸ τὸ βάθος
εἰς τὴν παραλίαν καὶ ἀφοῦ
ἐκάθισαν, ἐμάζευσαν τὰ καλὰ
ψάρια εἰς ἀγγεῖα, τὰ δὲ
ἀκατάλληλα καὶ ἐπιβλαβῆ διὰ
φάγητον τὰ ἐπέταξαν ἔξω.
|
48
Τὸ δίκτυον αὐτό, ὅταν ἐγέμισε, τὸ
ἔσυραν καὶ τὸ ἀνέβασαν ἀπὸ
τὸ βάθος τῆς θαλάσσης εἰς τὴν ἀμμουδιὰν
τῆς παραλίας καὶ ἀφοῦ ἐκάθισαν,
ἐμάζευσαν τὰ καλὰ ψάρια μέσα εἰς ἀγγεῖα,
τὰ δὲ ἀκατάλληλα καὶ ἐπιβλαβῆ
διὰ φαγητὸν τὰ ἐπέταξαν ἔξω.
|
49
Οὕτως ἔσται ἐν τῇ συντελείᾳ
τοῦ αἰῶνος. Ἐξελεύσονται οἱ
ἄγγελοι καὶ ἀφοριοῦσι τοὺς πονηροὺς
ἐκ μέσου τῶν δικαίων, |
49
Ἔτσι θὰ γίνῃ καὶ εἰς τὴν
συντέλειαν τοῦ αἰῶνος· θὰ
ἐξέλθουν οἱ ἄγγελοι ἀπὸ
τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ συγκεντρώσουν
ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ θὰ
ξεχωρίσουν τοὺς πονηρούς, οἱ ὁποῖοι
τώρα εἶναι ἀνακατεμένοι μὲ τοὺς
δικαίους. |
49
Ἔτσι θὰ γίνῃ καὶ εἰς τὴν
συντέλειαν τοῦ κόσμου. Θὰ βγοῦν οἱ
ἄγγελοι ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
καὶ θὰ χωρίσουν τοὺς πονηροὺς καὶ
θὰ τοὺς πάρουν ἀπὸ τὸ μέσον
τῶν δικαίων, μὲ τοὺς ὁποίους τώρα
εἶναι ἀνακατεμένοι.
|
50
καὶ βαλοῦσιν αὐτοὺς εἰς τὴν
κάμινον τοῦ πυρός· ἐκεῖ
ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς
τῶν ὀδόντων. |
50
Καὶ θὰ τοὺς ρίψουν εἰς τὴν
κάμινον τοῦ ἀσβέστου πυρός,
δηλαδὴ εἰς τὴν αἰωνίαν κόλασιν·
ἐκεῖ θὰ εἶναι ὁ κλαυθμὸς
καὶ τὸ τρίξιμο τῶν ὀδόντων>.
|
50
Καὶ θὰ τοὺς ρίψουν εἰς τὸ ἀναμμένο
καμίνι τῆς αἰωνίου κολάσεως. Ἐκεῖ
θὰ εἶναι ὁ κλαυθμὸς καὶ τὸ
τρίξιμο τῶν δοντιῶν. |
51
Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
συνήκατε ταῦτα πάντα; Λέγουσιν αὐτῷ,
ναί, Κύριε. |
51
Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς·
<τὰ ἐνοήσατε ὅλα αὐτά;>
Ἐκεῖνοι τοῦ λέγουν· <ναί,
Κύριε>. |
51
Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς·
Τὰ ἐκαταλάβατε ὅλα αὐτά; Λέγουν εἰς
αὐτόν· Ναί, Κύριε. |
52
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· διὰ
τοῦτο πᾶς γραμματεὺς μαθητευθεὶς εἰς
τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ὅμοιός
ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότῃ
ὅστις ἐκβάλλει ἐκ τοῦ θησαυροῦ
αὐτοῦ καινὰ καὶ παλαιά.
|
52
Ὁ δὲ Κύριος τοὺς εἶπε·
<διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ σᾶς
λέγω· Καθένας ποὺ ἐδιδάχθη
καὶ ἔμαθε τὰς ἀληθείας τῆς
βασιλείας τῶν οὐρανῶν, εἶναι
ὅμοιος μὲ πλούσιον νοικοκύρην, ὁ
ὅποιος βγάζει ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς
αὐτοῦ καινούργια καὶ παλαιά.
(Ἔτσι καὶ αὐτὸς θὰ χρησιμοποιῇ,
διὰ τὸν εὐατόν του καὶ τοὺς
ἄλλους, πολυτίμους γνώσεις ἀπὸ
τὴν Παλαιὰν Διαθήκην καὶ ἀπὸ
τοὺς θησαυροὺς τῆς νέας αὐτῆς
διδασκαλίας μου)>. |
52
Ὁ δὲ Κύριος τοὺς εἶπε· Καλὰ
λοιπόν. Ἀφοῦ ἐνοιώσατε τὰς παραβολὰς
αὐτάς, σᾶς λέγω, ὅτι κάθε ἐντριβὴς
εἰς τὸν Μωσαϊκὸν νόμον, ποὺ ἐδιδάχθη
συγχρόνως καὶ τὰς ἀληθείας τῆς βασιλείας
τῶν οὐρανῶν, ὁμοιάζει πρὸς ἄνθρωπον
νοικοκύρην, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸ
θησαυροφυλάκιόν του βγάζει καινούργια καὶ παλαιά. Ἔτσι
καὶ αὐτός, ὅταν θὰ διδάσκῃ,
θὰ χρησιμοποιῇ κατὰ τὰς παρουσιαζομένας
ἀνάγκας γνώσεις ἀπὸ τὴν Παλαιὰν
Διαθήκην καὶ ἀπὸ τὴν νέαν διδασκαλίαν
μου. |
53
Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν
ὁ ᾿Ιησοῦς τὰς παραβολὰς ταύτας
μετῆρεν ἐκεῖθεν, |
53
Καὶ ὅταν ἐτελείωσεν ὁ Ἰησοῦς
τὴν διδασκαλίαν αὐτῶν τῶν παραβολῶν,
ἔφυγεν ἀπὸ ἐκεῖ. |
53
Καὶ συνέβη, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐτελείωσε
τὰς παραβολὰς αὐτὰς ἀνεχώρησεν
ἀπ’ ἐκεῖ. |
54
καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν πατρίδα
αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς
ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν, ὥστε
ἐκπλήττεσθαι αὐτοὺς καὶ λέγειν·
πόθεν τούτῳ ἡ σοφία αὕτη
καὶ αἱ δυνάμεις;
|
54
Καὶ ἀφοῦ ἦλθεν εἰς τὴν
πατρίδα του, ἐδίδασκε τοὺς Ναζαρηνοὺς
εἰς τὴν συναγωγήν των μὲ τόσην
σοφίαν, ὥστε νὰ ἐκπλήσσωνται
αὐτοὶ καὶ νὰ λέγουν· <ἀπὸ
ποὺ ὑπάρχει εἰς αὐτὸν
αὐτὴ ἡ σοφία καὶ αὐτὰ
τὰ θαύματα; |
54
Καὶ ἀφοῦ ἦλθεν εἰς τὴν
πατρίδα τοῦ Ναζαρέτ, ἐδίδασκε τοὺς κατοίκους
της εἰς τὴν συναγωγήν των μὲ τόσην σοφίαν
καὶ δύναμιν, ὥστε νὰ ἐκπλήττωνται
αὐτοὶ καὶ νὰ λέγουν· Ἀπὸ
ποῦ ἦλθεν εἰς τοῦτον αὐτὴ
ἡ σοφία καὶ τὰ θαύματα;
|
55
Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ
τέκτονος υἱός; Οὐχὶ ἡ
μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ
οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος
καὶ Ἰωσῆς καὶ Σίμων καὶ
Ἰούδας; |
55
Δὲν εἶναι αὐτὸς τὸ παδὶ
τοῦ μαραγκοῦ; Καὶ δὲν ὀνομάζεται
ἡ μητέρα του Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοί
του Ἰάκωβος καὶ Ἰωσῆς καὶ
Σίμων καὶ Ἰούδας;
|
55
Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς
τοῦ μαραγκοῦ; Δὲν ὀνομάζεται ἡ
μητέρα του Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοί του
Ἰάκωβος καὶ Ἰωσῆς καὶ Σίμων
καὶ Ἰούδας; |
56
Καὶ αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ οὐχὶ
πᾶσαι πρὸς ἡμᾶς εἰσι; Πόθεν
οὖν τούτῳ ταῦτα πάντα;
|
56
Καὶ αἱ ἀδελφαί του ὅλαι δὲν
εὑρίσκονται μαζῆ μας; Ἀφοῦ,
λοιπόν, κατάγεται ἀπὸ τόσον
πτωχὴν καὶ ταπεινὴν οἰκογένειαν
καὶ δὲν ἐσπούδασε πουθενά, ἀπό
ποῦ ἐπῆρε καὶ κατέχει ὅλα
αὐτά; |
56
Καὶ αἱ ἀδελφαί του δὲν εἶναι
ὅλαι μαζί μας; Ἀπὸ ποὺ λοιπὸν
τοῦ ἦλθαν ὅλα αὐτά;
|
57
Καὶ ἐκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ.
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς·
οὔκ ἐστι προφήτης ἄτιμος εἰ
μὴ ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ
καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ.
|
57
Καὶ ἀντὶ νὰ πιστεύσουν ὅτι
ὁ Ἰησοῦς ἦτο ὁ Μεσσίας,
ποὺ ἐπερίμεναν, ἐσκόνταπταν
ἐπάνω εἰς τὴν ταπεινήν του ἐμφάνισιν
καὶ ἀπιστοῦσαν πρὸς αὐτόν.
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπεν·
<πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν περιφρονεῖται
περισσότερον ἔνας προφήτης ὅσον εἰς
τὴν πατρίδα του καὶ μέσα εἰς
τὸ σπίτι του>. |
57
Καὶ ἐδυσπίστουν εἰς αὐτὸν καὶ
τὸν παρηκολούθουν μὲ φθόνον καὶ ὑποψίαν.
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε·
Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν περιφρονεῖται
πρρφήτης περισσότερον παρὰ εἰς τὴν πατρίδα
του καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ
σπιτιοῦ του. |
58
Καὶ οὐκ ἐποίησεν ἐκεῖ
δυνάμεις πολλὰς διὰ τὴν ἀπιστίαν
αὐτῶν. |
58
Καὶ δὲν ἔκανε ἐκεῖ πολλὰ
θαύματα, ἕνεκα τῆς ἀπιστίας
αὐτῶν. |
58
Καὶ δὲν ἔκαμεν ἐκεῖ πολλὰ
θαύματα ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας των.
|