Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
γένοντο
λογιζόμενοι κόπους καὶ ἐργαζόμενοι
κακὰ ἐν τοῖς κοίταις αὐτῶν
καὶ ἅμα τῇ ἡμέρᾳ συνετέλουν
αὐτά, διότι οὐκ ἦραν πρὸς
τὸν Θεὸν χεῖρας αὐτῶν.
|
ἱ
κάτοικοί σου ἐσυλλογίζοντο καὶ
κατέστρωναν πονηρὰ σχέδια. Ἐξαπλωμένοι
εἰς τὰς κλίνας των κατὰ τὴν
ἑσπέραν ἐσχεδίαζαν κακὰ ἐναντίον
τῶν ἄλλων. Καὶ ὅταν ἤρχετο ἡ
ἡμέρα τὰ ἐπραγματοποιοῦσαν,
διότι δὲν ἐσήκωναν ἰκετευτικὰς
τὰς χεῖρας των πρὸς τὸν Θεόν.
|
λα,
ὅσα ἀνεφέρθησαν <εἰς τὸ προηγούμενον
κεφάλαιον>, θὰ τὰ πάθουν, διότι οἱ ἰσχυροὶ
καὶ οἱ ἄρχοντες ἐσχεδίαζαν παράνομα
καὶ πῶς θὰ προκαλέσουν κάποιαν κόπωσιν καὶ
κάκωσιν· ἀκόμη καὶ τὴν νύκτα
ξαπλωμένοι εἰς τὰ κρεββάτια των ἐπρομελετοῦσαν
τὴν πονηρίαν, μόλις δὲ ἀνέτελλεν ἡ
ἡμέρα, ἐκτελοῦσαν χωρὶς καμμίαν ἀναβολὴν
τὰ κακοῦργα σχέδιά των, διότι δὲν
ἐσήκωναν τὰ χέρια των μὲ ἅγιον
πόθον εἰς ἱκεσίαν τοῦ Θεοῦ, ὅπως
κάμνουν οἱ εὐσεβεῖς. |
2
Καὶ ἐπεθύμουν ἀγροὺς καὶ
διήρπαζον ὀρφανοὺς καὶ οἴκους
κατεδυνανάστευον καὶ διήρπαζον ἄνδρα
καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ, ἄνδρα
καὶ τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ.
|
2
Ἐπιθυμοῦσαν ἀγροὺς καὶ τοὺς
ἤρπαζαν ἀπὸ τὰ ὀρφανά.
Κατεδυνάστευαν οἰκογενείας, ἐλήστευαν
ἀνθρώπους, ἥρπαζαν καὶ οἰκειοποιοῦντο
τὰ σπίτια των, ἔπαιρναν ὡς αἰχμάλωτον
τὸν ἄνδρα καὶ ὡς ἰδιακτησίαν
των τὴν κληρονομίαν του.
|
2
Αὐτοὶ ἐζήλευαν τὰ χωράφια τῶν
ἀδυνάτων καὶ εἶχαν σφοδρὰν ἐπιθυμίαν
νὰ τὰ ἀρπάξουν· ἅρπαζαν
τὶς περιουσίες τῶν ὀρφανῶν καὶ
κατεπίεζαν τὶς οἰκογένειες· μὲ συκοφαντίες
ἅρπαζαν ἀνθρώπους καὶ τοὺς καθιστοῦσαν
δούλους των, τὰ σπίτια των δὲ καὶ τὴν
περιουσίαν των τὰ ἐλεηλατοῦσαν καὶ
τὰ ἔκαναν ἰδικά τους.
|
3
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος·
ἰδοὺ ἐγὼ λογίζομαι ἐπὶ
τὴν φυλὴν ταύτην κακά, ἐξ ὧν
οὐ μὴ ἄρητε τοὺς τραχήλους ὑμῶν
καὶ οὐ μὴ πορευθῆτε ὀρθοὶ
ἐξαίφνης, ὅτι καιρός ἐστιν.
|
3
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος· <ἰδοὺ ἐγὼ ἔχω
σκεφθῆ καὶ ἀποφασίσει νὰ ἀποστείλω
τιμωρίας ἐναντίον τῆς φυλῆς
αὐτῆς, βαρὺν ζυγόν, ὥστε νὰ
μὴ ἠμπορέσετε ἐξ αἰτίας
του νὰ σηκώσετε τὸν τράχηλόν
σας. Δὲν θὰ βαδίσετε πλέον ἐλεύθεροι
καὶ ὄρθιοι, διότι ἦλθεν ὁ καιρὸς
τῆς τιμωρίας σας.
|
3
Δι’ ὅλες αὐτὲς τὶς παρανομίες των
αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: <Ἐπειδὴ
αὐτοὶ ἐσκέπτοντο πῶς νὰ
κακοποιήσουν τὸν πλησίον, διὰ τοῦτο, νά!
Καὶ ἐγὼ σκέπτομαι νὰ καταφέρω εἰς
τὴν φυλὴν αὐτὴν τιμωρίες, οἱ
ὅποιες θὰ εἶναι τόσον βαρειὲς καὶ
ἐπαχθεῖς, ὥστε, ὅπως ὁ ζυγὸς
τῶν βοδιῶν, θὰ κάμψουν ὅλως διόλου
τοὺς σκληροὺς καὶ ἀλαζονικοὺς
τραχήλους σας, εἰς τρόπον ὥστε νὰ μὴ
ἠμπορῆτε νὰ τοὺς σηκώσετε καὶ
νὰ βαδίσετε ὄρθιοι μὲ τὸ κεφάλι ψηλά,
διότι ἔφθασεν ὁ δύσκολος καιρὸς τῶν
δεινῶν καὶ τῶν πόνων.
|
4
Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
ληφθήσεται ἐφ' ὑμᾶς παραβολή,
καὶ θρηνηθήσεται θρῆνος ἐν μέλει
λέγων· ταλαιπωρίᾳ ἐταλαιπωρήσαμεν·
μερὶς λαοῦ μου κατεμετρήθη ἐν σχοινίῳ,
καὶ οὐκ ἦν κωλύων αὐτὸν
τοῦ ἀποστρέψαι· οἱ ἀγροὶ
ὑμῶν διεμερίσθησαν. |
4
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
τῶν τιμωριῶν σας, θὰ καταντήσετε μολόγημα
καὶ παροιμία διὰ τοὺς λαούς·
θὰ συντεθῇ ἀσματικὸς θρῆνος
διὰ τὰ δεινά σας, τὸν ὁποῖον
καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι θὰ ψάλλετε
καὶ θὰ λέγετε· Πολλὰς καὶ
μεγάλας ταλαιπωρίας ὑπέστημεν. Περιοχὴ
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μου κατεμετρήθη
καὶ ἐδόθη ὡς ἰδιοκτησία
εἰς ἄλλους. Δὲν ὑπῆρχε κανεὶς
νὰ ἐμποδίσῃ τὸν κατακτητὴν
καὶ νὰ τὸν ἀποτρέψῃ ἀπὸ
τὸ ἔργον τῆς κατακτήσεως. Καὶ
αὐτὰ ἀκόμα τὰ χωράφια
σας θὰ μοιρασθοῦν εἰς τοὺς ἐχθρούς
σας. |
4
Κατὰ τὴν ὀδυνηρὰν ἐκείνην ἡμέραν
εἰς τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων μεταξὺ
τῶν ἐχθρικῶν λαῶν θὰ περιφέρεται
διὰ σᾶς παροιμία εἰρωνική, ἀπὸ
δὲ τὰ στόματα τῶν οἰκείων σας ἕνα
θρηνητικὸν ᾆσμα θὰ ψάλλεται, τὸ ὁποῖον
θὰ λέγῃ: <Κατεστράφημεν ἐντελῶς!
Τὸ μέρος τῆς χώρας, τὸ ὁποῖον
ἐδόθη ὡς κληρονομία εἰς τὸν Ἰσραήλ,
ἀφοῦ ἐμετρήθη, διῃρέθη ἀπὸ
τοὺς εἰδωλολάτρας ἐχθροὺς καὶ
ἐδόθη εἰς ξένους· αὐτὰ δὲ
ἔγιναν χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ κανείς,
ποὺ νὰ ἐμποδίζῃ τὴν καταλυτικὴν
αὐτὴν διαίρεσιν, εἰς τρόπον ὥστε οἰ
εἰδωλολάτραι νὰ ἀποστοῦν ἀπὸ
αὐτό>. Πράγματι <λέγει ὁ Προφήτης>
τὰ χωράφια σας διενεμήθησαν μεταξὺ τῶν ἐχθρῶν
καὶ σεῖς ἐγίνατε ἀπόκληροι.
|
5
Διὰ τοῦτο οὐκ ἔσται σοι βάλλων
σχοινίον ἐν κλήρῳ ἐν ἐκκλησίᾳ
Κυρίου. |
5
Διὰ τοῦτο δὲν θὰ ὑπάρχῃ
πλέον μεταξύ σας ἄρχων, ὁ ὁποῖος,
ἀφοῦ μετρήσῃ τὴν χώραν,
νὰ τὴν διανείμῃ διὰ κληρώσεως
ἐνώπιον τῆς συνελεύσεως τοῦ
λαοῦ τοῦ Κυρίου.
|
5
Διὰ τοῦτο δὲν θὰ ὑπάρχῃ
πλέον μεταξύ σας ἄρχων, ὁ ὁποῖος
θὰ μετρᾷ καὶ θὰ διαμοιράζῃ τὴν
χώραν μὲ κλῆρον ἐνώπιον τῆς συνελεύσεως
τοῦ λαοῦ τοῦ Κυρίου, ἐπειδὴ
ὅλα θὰ σᾶς ἔχουν ἀφαιρεθῇ
καὶ θὰ ἀνήκουν εἰς ἄλλους, οἱ
ὁποῖοι καὶ θὰ τὰ νέμωνται.
|
6
Μὴ κλαίετε δάκρυσι, μηδὲ δακρυέτωσαν
ἐπὶ τούτοις· οὐδὲ γὰρ
ἀπώσεται ὀνείδη,
|
6
Μὴ χύνετε ἀνωφελῆ καὶ μάταια
δάκρυα. Ἂς μὴ δακρυρροοῦν τὰ
μάτια σας διὰ τὰς συμφοράς σας αὐτάς.
Διότι ὁ Κύριος δὲν πρόκειται
νὰ ἀποσείσῃ ἀπὸ ἐπάνω
σας αὐτὸν τὸν ἐξευτελισμόν σας.
|
6
Μὴ κλαίετε μὲ δάκρυα ἀνωφελῆ, μὲ
δάκρυα ὄχι μετανοίας καὶ μεταμελείας· καὶ
ἂς μὴ δακρύζουν τὰ μάτια σας διὰ τὰ
κακά, τὰ ὁποῖα θὰ σᾶς εὕρουν.
Διότι οὐδεμίαν ὠφέλειαν θὰ ἀποκομίσετε,
ἐπειδὴ ὁ Κύριος δὲν πρόκειται νὰ
ἀποδιώξῃ καὶ ἀπομακρύνῃ τὰ
ἐξευτελιστικὰ βάσανα, ποὺ θὰ σᾶς
εὔρουν. |
7
ὁ λέγων· οἶκος Ἰακώβ παρώργισε
πνεῦμα Κυρίου· οὐ τοῦτα τὰ
ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ ἐστιν; Οὐχ
οἱ λόγοι αὐτοῦ εἰσι καλοὶ
μετ' αὐτοῦ καὶ ὀρθοὶ πεπόρευνται;
|
7
Καθένας, ποὺ λέγει μὲ ἀλαζονείαν·
<εἴμεθα ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ>,
ἐξώργισε τὸ πνεῦμα τοῦ Κυρίου
ἐναντίον σας. Ἐξοργιστικὰ δὲν
εἶναι τὰ ἔργα αὐτοῦ τοῦ
ἀλαζόνος; Οἱ λόγοι του εἶναι
καλοί, κατὰ τὴν ἀντίληψίν
του, καὶ νομίζει ὅτι αὐτὸς καὶ
ἄλλοι βαδίζουν τὸν ὀρθὸν δρόμον!
|
7
Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος λέγει γεμᾶτος
κομπασμὸν καὶ αὐτοπεποίθησιν <εἴμεθα
ἀπόγονοι τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ>
αὐτὸς ἐξώργισε τὸ πνεῦμα
τοῦ Κυρίου. Δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ
τὰ ἀλαζονικὰ ἔργα του, μὲ τὰ
ὁποῖα ἐξοργίζει τὸν Κύριον ἐναντίον
σας; Μήπως δὲν φαίνονται εἰς τὸν ἴδιον
τὰ λόγια αὐτὰ καλὰ καὶ ὀρθὰ
καὶ ἔτσι αὐταπατᾶται, νομίζων ὅτι
πορεύεται τὸν ὀρθὸν δρόμον;
|
8
Καὶ ἔμπροσθεν ὁ λαός μου εἰς
ἔχθραν ἀντέστη· κατέναντι τῆς
εἰρήνης αὐτοῦ τὴν δορὰν
αὐτοῦ ἐξέδειραν τοῦ ἀφελέσθαι
ἐλπίδα συντριμμὸν πολέμου.
|
8
Ὅπως καὶ σήμερον, ἔτσι καὶ εἰς
παλαιότερα χρόνια, ὁ λαός μου ἀντετάχθη
μὲ ἐχθρότητα ἐναντίον μου. Ἀντὶ
τῆς εἰρήνης, τὴν ὁποίαν
ἐγὼ τοῦ ἔδιδα, οἱ ἐχθροί
του τὸν κατεδυνάστευσαν, τὸν ἔγδαραν,
ὥστε νὰ τοῦ φύγῃ κάθε
ἐλπὶς ἀνορθώσεώς του ἀπὸ
τὴν συντριβήν του ἐκ τοῦ πολέμου.
|
8
Ὄχι μόνον τώρα, ἀλλὰ καὶ ἀνέκαθεν
ὁ λαός μου ἔδειξε μὲ τὰ ἔργα
του ἐχθρικὴν στάσιν ἀπέναντί μου. Εἰς
ἀντίθεσιν πρὸς τὴν εἰρηνικὴν
διαβίωσιν, τὴν ὁποίαν τοῦ ἐξησφάλιζα,
οἱ ἰσχυροὶ καὶ οἱ πλούσιοι ἔγδερναν
κυριολεκτικὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀδυνάτους,
ὥστε νὰ τοὺς ἀφαιρέσουν μὲ
αὐτὸν τὸν τρόπον κάθε ἐλπίδα σωτηρίας
ἀπὸ τὴν συντριβὴν τοῦ πολέμου,
ἀφοῦ θὰ τοὺς ἐστεροῦσαν
πλέον τῆς ἰδικῆς μου προνοίας καὶ
προστασίας. |
9
Διὰ τοῦτο ἡγούμενοι λαοῦ μου
ἀπορριφήσονται ἐκ τῶν οἰκιῶν
τρυφῆς αὐτῶν, διὰ τὰ πονηρὰ
ἐπιτηδεύματα αὐτῶν ἐξώσθησαν·
ἐγγίσατε ὄρεσιν αἰωνίοις.
|
9
Διὰ τοῦτο οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ
μου θὰ ἐκδιωχθοῦν καὶ θὰ ἀπορριφθοῦν
ἀπὸ τὰς ἀναπαυτικὰς κατοικίας
των. Θὰ ἐκδιωχθοῦν ἐξ αἰτίας
τῶν πονηρῶν ἔργων των. Οἱ ἐχθροὶ
θὰ λέγουν πρὸς αὐτούς·
Φύγετε εἰς τὰ αἰώνια ὄρη
τῆς ἐξορίας σας.
|
9
Διὰ τοῦτο οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ
μου <οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἱερεῖς>
θὰ ἐμπέσουν εἰς πειρασμοὺς καὶ
θλίψεις· θὰ ἀπορριφθοῦν ἀπὸ
τὶς ἀναπαυτικὲς κατοικίες των, εἰς
τὶς ὁποῖες ἐζοῦσαν βίον τρυφηλόν·
διὰ τὴν ἀδικίαν, τὴν ἐκμετάλλευσιν
τῶν πτωχῶν καὶ τὶς ἀσέβειές
των, θὰ ἐκδιωχθοῦν ἀπὸ τὰ
σπίτια των καὶ θὰ ὁδηγηθοῦν εἰς
αἰχμαλωσίαν. Ἐπειδὴ σεῖς, οἱ
ἄρχοντες τοῦ λαοῦ μου, δὲν ἠθελήσατε
να ζήσετε κατὰ τοὺς νόμους μου, θὰ πορευθῆτε
αἰχμάλωτοι εἰς τὴν χώραν τῶν Βαβυλωνίων.
Οἱ ἐχθροὶ θὰ σᾶς λέγουν: <Φύγετε
καὶ πηγαίνετε ἐξόριστοι εἰς τὰ ὅρη
τὰ ἰδικά μας, τὰ ὁποῖα
ὁ δημιουργὸς Θεὸς ἐφύτευσεν ἀπὸ
αἰώνων εἰς τὴν γῆν μας>.
|
10
Ἀνάστηθι καὶ πορεύου, ὅτι οὐκ
ἔσται σοι αὕτη ἀνάπαυσις ἕνεκεν
ἀκαθαρσίας. Διεφθάρητε φθορᾷ,
|
10
Σήκω, λοιπόν, λαέ, καὶ πήγαινε
εἰς τὸν τόπον τῆς ἐξορίας,
διότι ἕνεκεν τῆς ἁμαρτωλότητός
σου καὶ τῆς εἰδωλολατρικῆς ἀκαθαρσίας
σου δὲν δικαιοῦσαι νὰ ἀναπαυθῇς
εἰς τὴν χώραν σου. Ἔχετε περιπέσει
εἰς μεγάλην καὶ ἀπερίγραπτον
διαφθοράν.
|
10
Σήκω, λοιπόν, λαέ μου, καὶ πήγαινε ἐξόριστος εἰς
τὰ ὅρη ἐκεῖνα, διότι δὲν ἔχεις
πλέον τὸ δικαίωμα νὰ ἀναπαύεσαι εἰς
τὴν χώραν καὶ τὸν ἅγιον νόμον, ποὺ
σοῦ ἔδωκα, λόγῳ τῆς εἰδωλολατρίας
σου, ἡ ὁποία σὲ κατέστησεν ἀκάθαρτον·
διότι ἔχετε διαφθαρῇ βαθύτατα, θρησκευτικῶς
καὶ ἠθικῶς, ἀπὸ τὴν ἄτοπον,
αἰσχρὰν καὶ βδελυρὰν εἰδωλολατρίαν.
|
11
κατεδιώχθητε οὐδενὸς διώκοντος πνεῦμα
ἔστησε ψεῦδος, ἐστάλαξέ σοι
εἰς οἶνον καὶ μέθυσμα. Καὶ ἔσται
ἐκ τῆς σταγόνος τοῦ λαοῦ τούτου.
|
11
Διεφθαρμένοι δέ, καθὼς εἶσθε, θὰ
περιπέσετε εἰς τοιαύτην δειλίαν, ὥστε
θὰ τρέπεσθε εἰς φυγήν, χωρὶς
κανεὶς νὰ σᾶς καταδιώκῃ. Πνεῦμα
ψεύδους ἔχει στήσει τὴν κυριάρχιάν
του εἰς σᾶς. Αὐτὸ σᾶς ἐπότισε
μὲ οἶνον καὶ σᾶς ἐμέθυσε
πρὸς τὸ κακόν. Καὶ τὸ πνεῦμα
αὐτὸ τῆς πλάνης καὶ τῆς
καταστροφῆς θὰ προέρχεται αὐτὸ
αὐτὸν τοῦτον τὸν λαόν.
|
11
Ἐπειδὴ εἶσθε ἀσεβεῖς, ἔνοχοι
καὶ βαθύτατα διεφθαρμένοι, τὴν ὥραν ποὺ
θὰ σᾶς ἐπιτεθοῦν οἱ ἐχθροί,
θὰ κυριευθῆτε ἀπὸ δειλίαν καὶ
τρόμον· διὰ τοῦτο θὰ τραπῆτε
εἰς φυγὴν χωρὶς νὰ σᾶς καταδιώκῃ
κανείς. Αἴτιον ὅλων αὐτῶν ἦταν
τὸ ὅτι ἐδώσατε πίστιν εἰς τὴν
ἀπάτην τῶν ψευδοπροφητῶν. Ἡ ἀπάτη
αὐτὴ ἔτρεξε μέσα εἰς τὴν ψυχήν
σας, σὰν τὸ κρασί ποὺ ρέει εἰς τὸ
σῶμα, τὸ διαποτίζει καὶ θολώνει τὸν
νοῦν, καὶ σᾶς ἐμέθυσε καὶ
σᾶς ἀπεπλάνησεν ἀπὸ τὸν δρόμον
τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀπάτη, ἡ ὁποία
προέρχεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦτο
τῆς πλάνης, ποὺ ἔσταξεν εἰς τὴν
ψυχήν σας, θὰ προετοιμάσῃ καὶ σᾶς,
τὶς δέκα φυλές, ὥστε νὰ ὁδηγηθῆτε
εἰς αἰχμαλωσίαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν
θὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ διαφύγετε.
|
12
Συναγόμενος συναχθήσεται Ἰακὼβ σὺν
πᾶσιν· ἐκδεχόμενος ἐκδέξομαι
τοὺς καταλοίπους τοῦ Ἰσραήλ,
ἐπὶ τὸ αὐτὸ θήσομαι τὴν
ἀποστροφὴν αὐτοῦ· ὡς πρόβατα
ἐν θλίψει, ὡς ποίμνιον ἐν μέσῳ
κοίτης αὐτῶν ἐξαλοῦνται ἐξ
ἀνθρώπων· |
12
Ἀλλὰ κάποτε θὰ ἐπανέλθῃ
ἀπὸ τὴν ἐξορίαν καὶ θὰ
συγκεντρωθῇ εἰς τὴν γῆν τῆς
Ἐπαγγελίας ὅλος ὁ ἰσραηλιτικὸς
λαός. Ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ ὑποδεχθῶ
τοὺς ὑπολειφθέντας αὐτοὺς Ἰσραηλίτας.
Θὰ τοὺς συγκεντρώσω καὶ θὰ τοὺς
ἐγκαταστήσω ὅλους εἰς τὸ αὐτὸ
μέρος. Μὲ σκιρτήματα χαρᾶς θὰ
φύγουν ἀπὸ τὸν τόπον τῆς
ἐξορίας των, ὅπως τὰ πρόβατα
τῆς ποίμνης φεύγουν ἀπὸ τὴν
μάνδραν, ὅπου ἦσαν κλεισμένα.
|
12
Ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν, εἰς τὴν
ὁποίαν θὰ ἔχετε ὁδηγηθῆ ἕνεκα
τῆς ἀπάτης τῶν ψευδοπροφητῶν, θὰ
ἔλθῃ καιρός, ποὺ ὁπωσδήποτε ὅλος
ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς θὰ συγκεντρωθῇ
καὶ θὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν εἰς τὴν
χώραν του. Ἐγὼ δὲ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς
θὰ ὑποδεχθῶ ὁπωσδήποτε μὲ πολλὴν
ἀγάπην ὅσους θὰ ἔχουν ἀπομείνει
ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν·
θὰ συγκεντρώσω ὅσους θὰ ἐπιστρέψουν
καὶ θὰ τοὺς τοποθετήσω εἰς τὴν
ἰδίαν μάνδραν, ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου
ἀνεχώρησαν, δηλαδὴ εἰς τὴν γῆν
Χαναάν. Θὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὸν
τόπον τῆς ἐξορίας των ἐλεύθεροι πλέον μὲ
σκιρτήματα χαρᾶς, ὅπως τὸ κοπάδι, ποὺ
εἶναι κλεισμένον εἰς στενόχωρον μάνδραν, βγαίνει
ἀπὸ αὐτὴν καὶ χύνεται εἰς
τοὺς ἀγρούς, διὰ νὰ βοσκήσῃ
ἐλεύθερον. |
13
διὰ τῆς διακοπῇς πρὸ προσώπου
αὐτῶν διέκοψαν καὶ διῆλθον πύλην
καὶ ἐξῆλθον δι' αὐτῆς, καὶ
ἐξῆλθεν ὁ βασιλεὺς αὐτῶν
πρὸ προσώπου αὐτῶν, ὁ δὲ
Κύριος ἡγήσεται αὐτῶν.
|
13
Διέρρηξαν ἐνώπιόν των καὶ διέκοψαν
τὰ τείχη τῆς ἐξορίας των. Ἐπέρασαν
χαρούμενοι τὰς πύλας τῆς πόλεως,
ὅπου ἦσαν ἐξόριστοι. Ἐξῆλθον
ἀπὸ αὐτάς, διὰ νὰ ἐπιστρέψουν
χαίροντες εἰς τὴν πατρίδα των. Ἔμπροσθεν
των προπορεύεται ὁ βασιλεύς των· ὁ
ἴδιος ὁ Κύριος θὰ προηγῆται
καὶ θὰ καθοδηγῇ αὐτούς>.
|
13
Κάτω ἀπὸ τὶς νέες συνθῆκες, ποὺ
ἐδημιούργησεν ὁ Θεός, οἱ αἰχμάλωτοι
Ἰσραηλῖται ἐπέρασαν τὰ τείχη τῆς
αἰχμαλωσίας των καὶ παρεμέρισαν χωρὶς κόπον
κάθε ἐμπόδιον, ποὺ τοὺς ἔφραζε τὸν
δρόμον· ἐπέρασαν τὶς πύλες τῶν πόλεων,
ὅπου ἐκρατοῦντο αἰχμάλωτοι, καὶ
ἐξῆλθαν διὰ νὰ ἐπιστρέψουν ἐλεύθεροι
εἰς τὴν πατρίδα των. Ἐξῆλθε δὲ
καὶ ὁ βασιλιᾶς των, ὥστε νὰ
προπορεύεται ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν
λαόν, ὁ ὁποῖος θὰ ἐπιστρέφῃ.
Ὁ ἴδιος ὁ τῶν ὅλων Κύριος θὰ
εἶναι ἐπὶ κεφαλῆς των, θὰ ἡγῆται
καὶ θὰ τοὺς κατευθύνῃ. |