Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
κούσατε
δὴ λόγον Κυρίου· Κύριος
εἶπεν· ἀνάστηθι κρίθητι
πρὸς ὄρη, καὶ ἀκουσάτωσαν
βουνοὶ φωνήν σου. |
κούσατε,
λοιπόν, ὅλοι τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.
Ὁ Κύριος μοῦ εἶπε· <σήκω,
στῆσε δικαστήριον ἐμπρὸς εἰς
τὰ ὄρη καὶ ἂς ἀκούσουν
τὰ βουνὰ τὴν φωνήν σου, ἡ ὁποία
θὰ εἶναι ἰδική μου φωνή>.
|
προφήτης
Μιχαίας ὁμιλεῖ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ
καὶ λέγει: Σεῖς οἱ Ἰσραηλῖται,
ἀκοῦστε, παρακαλῶ, τὸν λόγον τοῦ
Κυρίου. Ὁ Κύριος μοῦ εἶπε: <Σήκω, στῆσε
δικαστήριον μὲ μάρτυρες τὰ ὅρη, καὶ
τὰ βουνὰ ἂς ἀκούσουν αὐτά,
τὰ ὁποῖα ἔχεις νὰ πῇς.
|
2
Ἀκούσατε, ὄρη, τὴν κρίσιν τοῦ
Κυρίου, καὶ οἱ φάραγγες θεμέλια
τῆς γῆς, ὅτι κρίσις τῷ Κυρίῳ
πρὸς τὸν λαόν, αὐτοῦ, καὶ
μετὰ τοῦ Ἰσραὴλ διαλεγχθήσεται.
|
2
Σεῖς, τὰ ὄρη, ἀκούσατε τὴν
δικαίαν κρίσιν καὶ ἀπόφασιν
τοῦ Κυρίου· καὶ σεῖς αἱ
φάραγγες ἕως εἰς τὰ θεμέλια
τῆς γῆς, διότι ὁ Κύριος θὰ
στήσῃ δικαστήριον πρὸς τὸν λαόν
του. Θὰ ἔλθῃ εἰς ἀντιδικίαν
καὶ διαδικασίαν μὲ αὐτόν.
|
2
Σεῖς, ὅρη, λέγει ὁ Προφήτης, ἀκοῦστε
τὴν ὑπόθεσιν τῆς δίκης, ὅπως τὴν
ὁρίζει ὁ Κύριος, καὶ σεῖς, οἱ
ἀπόκρημνες καὶ βαθειὲς χαράδρες, ποὺ
φθάνετε μέχρι τὰ θεμέλια τῆς γῆς· διότι
ὁ Κύριος θὰ καλέσῃ εἰς δίκην τὸν
λαόν του, θὰ ἔλθῃ εἰς ἀντιδικίαν
μὲ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ
θὰ δικασθῇ μαζί του. |
3
Λαός μου, τί ἐποίησά σοι ἢ
τί ἐλύπησά σε ἢ τί παρηνώχλησά
σοι; Ἀποκρίθητί μοι. |
3
Θὰ εἴπῃ πρὸς τὸν λαόν
του· <λαός μου τί κακὸν σοῦ
ἔκαμα ἢ εἰς τί σὲ ἐλύπησα
ἢ εἰς τί σὲ παρηνώχλησα; Ἀπάντησέ
μου. |
3
Ὁ κατήγορος Κύριος λέγει μὲ παράπονον εἰς
τὸν κατηγορούμενον λαόν του: <Λαέ μου, τὶ
κακὸν σοῦ ἔκαμα ἢ εἰς τί
σὲ ἐλύπησα ἢ εἰς τί σὲ
ἐνώχλησα, ὥστε νὰ φέρεσαι τόσον ἐχθρικὰ
πρὸς ἐμέ; Ἀπάντησέ μου!
|
4
Διότι ἀνήγαγον σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου
καὶ ἐξ οἴκου δουλείας ἐλυτρωσάμην
σε καὶ ἐξαπέστειλα πρὸ προσώπου
σου τὸν Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν καὶ
Μαριάμ. |
4
Ἐγώ, δὲν σὲ ἔβγαλα ἐλεύθερον
ἀπὸ τὴν γῆν τῆς Αἰγύπτου;
Δὲν σὲ ἐγλύτωσα ἀπὸ τὴν
χώραν τῆς δουλείας καὶ δὲν ἔστειλα
ὡς ὁδηγοὺς ἐνώπιόν σου
τὸν Μωϋσέα, τὸν Ἀαρὼν καὶ
τὴν Μαριάμ;
|
4
Μήπως, διότι Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος σὲ ἐσήκωσα καὶ
σὲ ἀνέβασα ἀπὸ τὴν χώραν τῆς
Αἰγύπτου καὶ σὲ ἐλευθέρωσα ἀπὸ
τὸν τόπον ἐκεῖνον τῆς δουλείας καὶ
ἔστειλα καὶ ὥρισα ὡς ὁδηγούς
σου εἰς τὰ πρῶτα ἐλεύθερα βήματά σου
τὸν Μωϋσῆν, τὸν ἀδελφόν του Ἀαρὼν
καὶ τὴν ἀδελφήν του Μαριάμ;
|
5
Λαός μου, μνήσθητι δὴ τί ἐβουλεύσατο
κατὰ σοῦ Βαλὰκ βασιλεὺς Μωὰβ
καὶ τί ἀπεκρίθη αὐτῷ Βαλαὰμ
υἱὸς τοῦ Βεὼρ ἀπὸ τῶν
σχοίνων ἕως τοῦ Γαλγάλ, ὅπως
γνωσθῇ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Κυρίου.
|
5
Λαέ μου, ἐνθυμήσου, λοιπόν, τί
ἐσκέφθη ἐναντίον σου ὁ Βαλάκ,
ὁ βασιλεὺς τῶν Μωαβιτῶν, καὶ
τί ἀπήντησεν εἰς αὐτὸν
ὁ Βαλαάμ, ὁ υἱὸς τοῦ Βεώρ.
Ἐνθυμήσου τὰ γεγονότα ἐκεῖνα,
ποὺ ἔλαβαν χώραν ἀπὸ τὴν
θάλασσαν τῶν σχοίνων ἕως τὴν
περιοχὴν τῶν Γαλγάλων καὶ τὰ
ὁποῖα ἐπραγματοποιήθησαν, διὰ
νὰ γίνῃ γνωστὴ εἰς σᾶς
ἡ ἀγαθότης καὶ ἡ δικαιοσύνη
τοῦ Κυρίου>.
|
5
Λαέ μου, θυμήσου, σὲ παρακαλῶ, τὴν εὐεργεσίαν
μου αὐτήν: Τί κακὰ ἐσκέφθη ἐναντίον
σου ὁ Βαλάκ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Μωάβ,
καὶ ποίαν ἀπόκρισιν ἔδωκεν εἰς αὐτὸν
ὁ μάντις Βαλαάμ, ὁ υἱὸς τοῦ
Βεώρ. Ἐνθυμήσου ὅσα γεγονότα ἔλαβαν
χώραν τότε, ἀπὸ τὸν τόπον μὲ τοὺς
Σχοίνους μέχρι τὰ Γάλγαλα, δυτικῶς τοῦ Ἰορδάνη,
ὅπου ἐστρατοπέδευσες ἐλεύθερος διὰ
πρώτην φορὰν εἰς τὴν γῆν τῆς
Ἐπαγγελίας· θυμήσου ὅλα αὐτά, διὰ
νὰ γίνῃ γνωστὴ καὶ φανερὰ εἰς
σᾶς ἡ ἀγαθὴ εὔνοια, ἡ
δικαιοσύνη καὶ ἡ πιστότης τοῦ Κυρίου
πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν>.
|
6
Ἐν τίνι καταλάβω τὸν Κύριον,
ἀντιλήψομαι Θεοῦ μου Ὑψίστου;
Εἰ καταλήψομαι αὐτὸν ἐν ὁλοκαυτώμασιν,
ἐν μόσχοις ἐνιαυσίοις;
|
6
Καὶ ἐκεῖνοι ἀπαντοῦν· <πῶς
εἶναι δυνατὸν νὰ πλησιάσωμεν τὸν
Κύριον, τί εἶναι δυνατὸν εἰς
ἀνταπόδοσιν τῶν εὐεργεσιῶν του
νὰ προσφέρωμεν εἰς τὸν Θεόν
μας τὸν Ὕψιστον; Μήπως θὰ ἠμπορέσωμεν
νὰ προσέλθωμεν πρὸς αὐτὸν μὲ
θυσίας ὁλοκαυτωμάτων, μὲ προσφορὰν
μόσχων ἑνὸς ἔτους;
|
6
Ὁ λαὸς <ἀναγνωρίζων τὴν ἐνοχήν
του, ζητεῖ νὰ μάθῃ ἀπὸ τὸν
Προφήτην πῶς νὰ ἐξευμενίσῃ τὸν
Κύριον καί> ἐρωτᾷ: <Μὲ ποῖον
τρόπον ἠμπορῶ νὰ πλησιάσω τὸν Κύριον,
ποὺ ἀπεμακρύνθη ἀπὸ ἐμέ; Ποῖα
δῶρα εὐγνωμοσύνης καὶ λατρείας νὰ
ἀντιπροσφέρω εἰς τὸν Κύριον, τὸν Ὕψιστον
Θεόν μου; Μήπως ἠμπορῶ νὰ παρουσιασθῶ
ἐνώπιόν Του καὶ νὰ ἐκφράσω
τὴν εὐγνωμοσύνην μου μὲ θυσίες ὁλοκαυτωμάτων,
ποὺ νὰ ἀποτελοῦνται ἀπὸ
μοσχάρια ἑνὸς ἔτους; |
7
Εἰ προσδέξεται Κύριος ἐν χιλιάσι
κριῶν ἢ ἐν μυριάσι χιμάρων πιόνων;
Εἰ δῶ πρωτότοκά μου ὑπὲρ
ἀσεβείας, καρπὸν κοιλίας μου ὑπὲρ
ἁμαρτίας ψυχῆς μου; |
7
Θὰ μᾶς δεχθῇ ὁ Κύριος καὶ
θὰ ἐξιλεωθῇ ἀπέναντί μας
μὲ τὴν προσφορὰν χιλιάδων κριῶν
καὶ μυριάδων τράγων παχέων; Μήπως,
ἐὰν προσφέρω πρὸς θυσίαν τὰ
πρωτότοκα τῶν ζώων μου, διὰ νὰ
συγχωρηθῇ ἡ ἀσέβειά μου, ἢ
ἀκόμη καὶ τὸν καρπὸν τῆς
κοιλίας μου, τὰ τέκνα μου, πρὸς ἄφεσιν
τῶν ἁμαρτιῶν τῆς ψυχῆς μου;>
|
7
Ἄραγε ὁ Κύριος εὐαρεστεῖται καὶ
ἐξιλεώνεται μὲ τὴν προσφορὰν
χιλιάδων κριαριῶν ἢ μυριάδων παχέων τράγων; Μήπως,
ἐὰν Τοῦ προσφέρω καὶ ἀφιερώσω
εἰς Αὐτὸν τὰ πρωτότοκα τῶν παιδιῶν
μου, τοὺς καρποὺς τῆς κοιλίας μου, θὰ
συγχωρηθῇ ἡ ἀσέβειά μου, ἢ ἐὰν
τὰ θυσιάσω ἀκόμη, θὰ μοῦ συγχωρήσῃ
τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μου;>
|
8
Εἰ ἀνηγγέλη σοι, ἄνθρωπε, τί
καλὸν ; Ἢ τί Κύριος ἐκζητεῖ
παρὰ σοῦ ἀλλ' ἢ τοῦ ποιεῖν
κρίμα καὶ ἀγαπᾶν ἔλεον καὶ
ἕτοιμον εἶναι τοῦ πορεύεσθαι μετὰ
Κυρίου Θεοῦ σου; |
8
Τί ἐρωτᾷς, ὦ ἄνθρωπε; Ἀπαντᾷ
ὁ προφήτης· Δὲν ἀνηγγέλθη
καὶ δὲν κατέστη εἰς σὲ γνωστόν,
ποῖον εἶναι τὸ καλὸν καὶ εὐάρεστον
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ἢ τί
ζητεῖ ἀπὸ σὲ ὁ Θεός, εἰμὴ
μόνον νὰ εἶσαι δίκαιος, εὔσπλαγχνος
καὶ πρόθυμος νὰ πορεύεσαι σύμφωνα
μὲ τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ
Θεοῦ σου;
|
8
<Ὁ προφήτης ἀπαντᾷ εἰς τὸν
ἀποροῦντα Ἰσραηλίτην πῶς πρέπει νὰ
ἐξευμενίσῃ τὸν Κύριον): <Ἄνθρωπε,
διατὶ ἐρωτᾷς; Δὲν σοῦ ἔχει
ἀναγγελθῇ ἤδη τί εἶναι καλὸν
καὶ εὐάρεστον ἐνώπιον τοῦ Κυρίου;
Πές μου· τί ἄλλο ζητεῖ ἀπὸ σὲ
ὁ Κύριος, παρὰ νὰ ἐφαρμόζῃς
δικαιοσύνην, νὰ ἀγαπᾷς, καὶ μὲ
προθυμίαν νὰ εἶσαι εὐσπλαγχνικὸς καὶ
ἐλεήμων πρὸς τὸν πλησίον καὶ νὰ
μὴ εἶσαι πρόθυμος νὰ λατρεύῃς τὰ
εἴδωλα, ἀλλὰ νὰ ἀκολουθῇς
μὲ ταπείνωσιν καὶ πιστότητα τὸν Κύριον καὶ
Θεόν σου καὶ νὰ ἐφαρμόζῃς τὶς
ἐντολές του;> |
-9
Φωνὴ Κυρίου τῇ πόλει ἐπικληθήσεται,
καὶ σώσει φοβουμένους τὸ ὄνομα
αὐτοῦ. Ἄκουε, φυλή, καὶ τίς
κοσμήσει πόλιν; |
9
Ἀπειλητικὴ καὶ ὠργισμένη θὰ
ἀκουσθῇ ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου
ἐναντίον τῆς πόλεως Ἱερουσαλήμ.
Καὶ ὅμως ὁ Κύριος θὰ σώσῃ
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι σέβονται
καὶ φοβοῦνται τὸ Ὄνομά του.
Ἄκουσε, ἰσραηλιτικὴ φυλή: Ποιὸς
εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἀποτελεῖ
στόλισμα καὶ κόσμημα διὰ τὴν
πόλιν;
|
9
Ἡ μεγαλειώδης καὶ ἀπειλητικὴ φωνὴ
τοῦ Κυρίου θὰ ἀντηχήσῃ ἐναντίον
τῆς πόλεως Ἱερουσαλήμ, ὁ Κύριος ὅμως
θὰ σώσῃ ὅσους σέβονται, φοβοῦνται
καὶ ἐπικαλοῦνται εἰς σωτηρίαν τὸ
ἅγιον ὄνομά του. <Ἄκουσε κάθε Ἰσραηλιτικὴ
φυλή: Ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος ἀποτελεῖ κόσμημα καὶ
στόλισμα διὰ τὴν πόλιν; |
10
Μὴ πῦρ καὶ οἶκος ἀνόμου
θησαυρίζων θησαυροὺς ἀνόμους καὶ
μετὰ ὕβρεως ἀδικία;
|
10
Μήπως, τάχα, ἡ καίουσα πάντοτε
ἑστία, ἡ λαμπρὰ κατοικία τοῦ
παρανόμου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος
ἀποταμιεύει παρανόμους θησαυροὺς καὶ
διαπράττει τὴν ἀδικίαν μὲ ὑπερηφάνειαν
καὶ σκληροκαρδίαν;
|
10
Μήπως ἡ συνεχῶς ἀναμμένη ἑστία τῆς
φωτιᾶς καὶ ἡ πολυτελὴς κατοικία τοῦ
παρανόμου, ὁ ὁποῖος πλουτίζει ἀθεμίτως
καὶ θησαυρίζει μὲ ἄνομον τρόπον, ἐργάζεται
δὲ τὴν ἀδικίαν μὲ ὑπερφροσύνην
καὶ ὑπερηφάνειαν; Ἀσφαλῶς ὄχι!
|
11
Εἰ δικαιωθήσεται ἐν ζυγῷ ἄνομος
καὶ ἐν μαρσίππῳ στάθμια δόλου;
|
11
Εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ δικαιωθῇ
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ δολίαν
ζυγαριὰν καὶ εἰς τὸν δερμάτινον
σάκκον του ἔχει δόλια ζύγια;
|
11
Μήπως εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνομος καὶ
ἄδικος ζυγιστὴς νὰ μὴ κατακριθῇ
καὶ νὰ μὴ καταδικασθῇ; Ὁ ζυγιστής,
ὁ ὁποῖος, προκειμένου νὰ πλουτήσῃ,
ἔχει εἰς τὸ δερμάτινον σακκοῦλι, ὅπου
κρατεῖ τὰ σταθμά του, βάρη καὶ σταθμὰ
λιποβαρῆ; |
12
Ἐξ ὧν
τὸν πλοῦτον
αὐτῶν ἀσεβείας
ἔπλησαν, καὶ οἱ κατοικοῦντες αὐτὴν
ἐλάλουν ψεύδῃ, καὶ ἡ γλῶσσα
αὐτῶν ὑψώθη ἐν τῷ στόματι
αὐτῶν. |
12
Ἀπὸ τὰ παράνομα αὐτὰ μέσα,
τὴν δολίαν ζυγαριὰν καὶ τὰ ἐλλιποβαρῆ
ζύγια, ἐγέμισαν τὰ σπίτια των
μὲ τὰ πλούτη τῆς ἀσεβείας.
Οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐψεύδοντο
μεταξύ των καὶ πρὸς τοὺς ξένους.
Ἡ γλῶσσα των ἐσυνήθισε καὶ ἔγινε
δυνατὴ εἰς τὰς ψευδολογίας καὶ
δολιότητας. |
12
Ἀπὸ τὰ λιποβαρῆ καὶ ψεύτικα
αὐτὰ μέτρα καὶ σταθμὰ καὶ γενικῶς
ἀπὸ τὰ ἄνομα μέσα ἐγέμισαν τὰ
σπίτια των μὲ πλούτη, ποὺ προέρχονται ἀπὸ
ἀσέβειες· οἱ δὲ κάτοικοι τῆς
Ἱερουσαλὴμ ἐπιτηδεύονται εἰς κάθε
εἶδος συκοφαντίας καὶ ψεύδους· ἐπίσης
ἡ γλῶσσα των ἔλαβε μεγάλην ἐξουσίαν,
ὥστε νὰ λέγουν ὅ,τι καὶ ὅσα
θέλουν καὶ νὰ μεγαλοποιοῦν τὸ μικρὸν
καὶ νὰ ὁρκίζωνται διὰ τὰ ψεύδη
των. |
13
Καὶ ἐγὼ ἄρξομαι τοῦ πατάξαι
σε, ἀφανιῶ σε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις
σου. |
13
Διὰ τοῦτο ἐγὼ θὰ ἀρχίσω
ἐν τῇ δικαιοσύνῃ μου νὰ σὲ
κτυπῶ. Θὰ σὲ ἐξαφανίσω ἐξ
αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν σου.
|
13
Διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ θὰ ἀρχίσω
νὰ σὲ τιμωρῷ καὶ μάλιστα τόσον σκληρά,
ὥστε νὰ σὲ ἐξαφανίσω ἕνεκα τῶν
ἁμαρτιῶν σου. |
14
Σὺ φάγεσαι καὶ οὐ μὴ ἐμπλησθῇς·
καὶ συσκοτάσει ἐν σοὶ καὶ ἐκνεύσει,
καὶ οὐ μὴ διασωθῇς· καὶ
ὅσοι ἂν διασωθῶσιν, εἰς ρομφαίαν
παραδοθήσονται. |
14
Καὶ εἰδικώτερον θὰ τρώγῃς
ἀπὸ τὰ ἀγαθά σου καὶ δὲν
θὰ χορταίνῃς. Σκοτισμὸς θὰ ἐπέλθῃ
ἐναντίον σου. Θὰ προσπαθήσῃς
νὰ διαφύγ·ης καὶ δὲν θὰ
ἠμπορέσῃς. Ὅσοι δὲ ἀπὸ
σᾶς διαφύγουν ἀπὸ τὴν τιμωρίαν
αὐτήν, θὰ παραδοθοῦν εἰς τὴν
ἐχθρικὴν ρομφαίαν.
|
14
Θὰ ἐπιτρέψω νὰ σὲ κτυπήσουν ἀλλεπάλληλα
κακά: Θὰ τρώγης, οὐδέποτε ὅμως θὰ
χορταίνῃς. Θὰ σὲ καταλάβῃ ἡ
νύκτα καὶ τὸ σκοτάδι τῶν συμφορῶν,
σὺ δὲ θὰ προσπαθῇς νὰ ξεφύγῃς,
ἀλλὰ δὲν θὰ ἠμπορέσῃς
νὰ διασωθῇς. Καὶ ὅσοι ἀπὸ
σᾶς διασωθον, θὰ παραδοθοῦν διὰ νὰ
σφαγοῦν ἀπὸ τὸ πλατὺ καὶ
μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ τῶν ἐχθρῶν.
|
15
Σὺ σπερεῖς καὶ οὐ μὴ ἀμήσῃς,
σὺ πιέσεις ἐλαίαν καὶ οὐ
μὴ ἀλείψῃ ἔλαιον, καὶ
οἶνον καὶ οὐ μὴ πίητε, καὶ
ἀφανισθήσεται νόμιμα λαοῦ μου.
|
15
Σὺ θὰ σπείρῃς καὶ δὲν
θὰ θερίσῃς. Θὰ στίψῃς
τοὺς καρποὺς τῆς ἐλαίας σου
εἰς τὸ ἐλαιοτριβεῖον καὶ δὲν
θὰ ἔχῃς λάδι οὔτε νὰ ἀλείψῃς
τὸ ψωμί σου. Θὰ καλλιεργῇς τὴν
ἄμπελόν σου καὶ κρασὶ δὲν θὰ
πίῃς. Ὅσα δὲ ἐγὼ διὰ
τοῦ Νόμου μου ὥρισα νὰ τελοῦνται
ὑπὸ τοῦ λαοῦ μου εἰς τὴν
Ἱερουσαλήμ, θὰ παύσουν πλέον
νὰ γίνωνται· θὰ ἀφανισθοῦν
αἱ ὑπὸ τοῦ Νόμου ὁρισθεῖσαι
τελεταὶ καὶ προσφοραί.
|
15
Σὺ θὰ σπείρῃς, ἀλλὰ δὲν
θὰ θερίσης· θὰ πιέσῃς εἰς τὸ
λιοτρίβι τὸν καρπὸν τῆς ἀλιᾶς,
δὲν θὰ ἔχῃς ὅμως λάδι οὔτε
κἀν διὰ νὰ ἀλείφεσαι <ἢ διὰ
νὰ ἀλείψῃς τὸ ψωμί σου>· θὰ
καλλιεργήσῃς τὰ ἀμπέλιά σου, ἀλλὰ
κρασί οὔτε θὰ πιῇς οὔτε θὰ ἀπολαύσῃς.
Καὶ ὅσα εἶναι σύμφωνα μὲ τὸν
νόμον τοῦ λαοῦ μου καὶ ὄχι μὲ
τὸν νόμον τὸν ἰδικόν μου, θὰ παῦσουν
νὰ παράγωνται, διότι, λόγῳ τῆς μεγάλης
ἀφορίας, δὲν θὰ ὑπάρχουν οὔτε
ζῶα πρὸς θυσίαν οὔτε καρποὶ διὰ
προσφοράν. |
16
Καὶ ἐφύλαξας τὰ δικαιώματα Ζαμβρὶ
καὶ πάντα τὰ ἔργα οἴκου Ἀχαὰβ
καὶ ἐπορεύθητε ἐν ταῖς βουλαῖς
αὐτῶν, ὅπως παραδῶ σε εἰς ἀφανισμὸν
καὶ τοὺς κατοικοῦντας αὐτὴν
εἰς συρισμόν· καὶ ὀνείδη
λαῶν λήψεσθε. |
16
Τοῦτο δέ, διότι σὺ ἐσεβάσθης
καὶ ἐτήρησες τὴν εἰδωλολατρείαν
τοῦ Ζαμβρί, ἐμιμήθης ὅλα τὰ
ἁμαρτωλὰ καὶ εἰδωλολατρικὰ ἔργα
τῆς παρανόμου οἰκογενείας Ἀχαάβ.
Ἔζησες σύμφωνα μὲ τὰ θελήματα
ἐκείνων, ὥστε ἐγὼ ἐν τῇ
δικαίᾳ μου κρίσει νὰ σὲ παραδώσω
εἰς ἐξαφανισμόν, καὶ τοὺς κατοίκους
τῆς Ἱερουσαλὴμ εἰς ἐμπαιγμὸν
καὶ ἐξευτελισμόν. Θὰ ὑποστῆτε
ὀνειδισμοὺς ἐκ μέρους ἐθνικῶν
λαῶν. |
16
Ὅλες αὐτὲς οἱ συμφορὲς καὶ
οἱ δυστυχίες θὰ σὲ εὔρουν, διότι ἐμιμήθης
μὲ πολὺν ζῆλον καὶ ἐσεβάσθης
τὴν εἰδωλολατρίαν τοῦ Ζαμβρί, πατέρα τοῦ
Ἀχαάβ· διότι ἐμιμήθης ὅλα τὰ
ἄνομα καὶ εἰδωλολατρικὰ ἔργα
τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἀχαάβ
(σφαγές, ἀδικίες, πλεονεξίες, ἁρπαγές,
λεηλασίες> καὶ διότι ἀκολούθησες τὰ
βδελυρὰ θελήματά των. Μὲ ὅλα αὐτὰ
ἐπροκάλεσες τὴν ἀποστροφήν μου, ὥστε
νὰ σὲ παραδώσω εἰς καταστροφὴν καὶ
ἐξαφάνισιν, τοὺς δὲ κατοίκους τῆς
Ἱερουσαλὴμ εἰς σφυρίγματα ἐξευτελισμοῦ
καὶ ἀποδοκιμασίας. Καὶ θὰ ὑποστῆτε
τὶς ὕβρεις, τὶς λοιδορίες, τὶς κατηγορίες
καὶ τὸ αἶσχος πάρα πολλῶν ἐθνικῶν
λαῶν>. |