Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
δοὺ
ἐπὶ τὰ ὄρη οἱ πόδες εὐαγγελιζομένου
καὶ ἀπαγγέλλοντος εἰρήνην·
ἐόρταζε, Ἰούδα, τὰς ἑορτάς
σου, ἀπόδος τὰς εὐχάς σου, διότι
οὐ μὴ προσθήσωσιν ἔτι τοῦ δειλθεῖν
διὰ σοῦ εἰς παλαίωσιν.- Συντετέλεσται,
ἐξῇρται. |
δού,
εἰς τὰ ὄρη εὑρίσκονται οἱ
πόδες ἐκείνου, ὁ ὁποῖος
φέρει τὸ χαρμόσυνον μήνυμα καὶ
ἀναγγέλλει περίοδον εἰρήνης
διὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἰουδαῖοι,
πανηγυρίσατε ἀπὸ ἐδῶ καὶ
εἰς τὸ ἐξῆς τὰς ἑορτάς
σας ἤρεμοι, ἐκπληρώσατε τὰ ταξίματά
σας πρὸς τὸν Θεόν, διότι οἱ
Ἀσσύριοι ποτὲ πλέον δὲν θὰ
διαπεράσουν τὴν χώραν σας εἰς καταστροφήν
σας. Ἡ πρωτεύουσά των ἡ Νινευὴ
ὀπωσδήποτε θὰ καταστραφῇ. Θὰ
ἐξαφανισθῇ διὰ παντός.
|
δού!
Εἰς τὰ ὅρη εὑρίσκονται τὰ πόδια
ἐκείνου, ὁ ὁποῖος μεταφέρει τὸ
χαρμόσυνον μήνυμα καὶ ἀναγγέλλει τὴν ἅλωσιν
τῆς Νινευή, γεγονὸς τὸ ὁποῖον
θὰ σημάνῃ εἰρήνην εἰς τὸν
λαὸν τοῦ Ἰσραήλ. Ἐόρταζε λοιπὸν
εἰς τὸ ἑξῆς, λαὲ τοῦ Ἰούδα,
ἀκωλύτως τὶς σύμφωνα μὲ τὸν
Νόμον ἐορτὲς καὶ πανηγύρεις σου· ἐκπλήρωσε
τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὰ ταξίματά σου
εἰς τὸν Κύριον. Διότι οἱ Ἀσσύριοι,
οἱ ἐχθροί σου, δὲν θὰ διέλθουν
ἄλλην φορὰν ἀπὸ τὴν χώραν σου
πρὸς καταστροφήν σου <ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν·
οἱ ἐχθροί σου δὲν θὰ παραμείνουν
ἐπὶ μακρὸν χρόνον κύριοί σου, αλλ’
οὔτε καὶ τὴν εὐημερίαν θὰ ἔχουν
ἀτελείωτον>. Ἡ Νινευὴ καὶ ὁ
βασιλιᾶς της θὰ καταστραφῇ ὁπωσδήποτε,
θὰ ἐξαφανισθῇ ὁλοτελῶς καὶ
διὰ παντός! |
2
Ἀνέβη ἐμφυσῶν εἰς πρόσωπόν
σου ἐξαιρούμενος ἐκ θλίψεως·
σκόπευσον ὁδόν, κράτησαν ὀσφύος,
ἄνδρισαι τῇ ἰσχύϊ σφόδρα,
|
2
Ὁ Κύριος ἐπέρχεται ἐναντίον
σου, Νινευή, ἐξαπολύων ἐναντίον
σου ὡς ὁρμητικὸν ἄνεμον τὴν
δικαίαν ὀργήν του, ἐνῷ τοὺς
Ἰσραηλίτας τοὺς ἀπαλλάσσει πλέον
ἀπὸ τὴν θλῖψιν, ποὺ τοὺς
ἐπροξένησες. Παρατήρησε τὸν δρόμον,
ὦ Νινευή. Εἶναι γεμᾶτος στρατόν.
Ζῶσε τὴν ὀσφύν σου, δεῖξε μεγάλην
ἀνδρείαν ἐν τῇ δυνάμει σου.
|
2
Ὁ Κύριος ἐπέρχεται ἐναντίον σου, Νινευή,
ἐμφυσῶν κατὰ τοῦ προσώπου σου τὴν
δικαίαν ὀργὴν τοῦ θυμοῦ του·
ταυτοχρόνως ὅμως λυτρώνει καὶ ἀπαλλάσσει
τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἀπὸ
τὰ δεινὰ τῆς θλίψεως, ποὺ τοῦ
ἐπροξένησες. Παρατήρησε, Νινευή, μὲ προσοχὴν
τὸν δρόμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον
ἐπέρχεται ἐναντίον σου ὁ Κύριος· ὁ
δρόμος εἶναι γεμᾶτος στρατόν· ζῶσε
τὴν ὀσφύν σου, ἕτοιμη νὰ ἀντισταθῇς·
ἀπόβαλε τὸν φόβον καὶ ὀπλίσου μὲ
θάρρος καὶ μεγάλην ἀνδρείαν,
|
3
διότι ἀπέστρεψε Κύριος τὴν ὕβριν
Ἰακώβ, καθὼς ὕβριν τοῦ Ἰσραήλ,
διότι ἐκτινάσσοντες ἐξετίναξαν
αὐτοὺς καὶ τὰ κλήματα αὐτῶν,
διέφθειραν |
3
Διότι ὁ Κύριος θὰ ἀπομακρύνῃ
ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ
Ἰακώβ τὴν ταπείνωσιν κα τὸν
ἐξευτελισμόν, ποὺ τοὺς ἐπεβάλατε.
Ὅπως ἐπίσης τὴν ταπείνωσιν ἀπὸ
ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας, διότι
οἱ ἐχθροὶ τῆς Νινευὴ θὰ
ἀνατινάξουν καὶ θὰ διασκορπίσουν
τοὺς κατοίκους αὐτῆς
καὶ τὰς παραφυάδας των.
|
3
διότι ὁ Κύριος θὰ ἀπομακρύνῃ ἀπὸ
τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ <τοῦ
λαοῦ τοῦ βορείου βασιλείου> τὴν δουλείαν,
τὴν ταπείνωσιν καὶ τὸν ἐξευτελισμόν,
καθὼς ἐπίσης τὴν δουλείαν, τὴν ταπείνωσιν
καὶ τὸν ἐξευτελισμὸν τοῦ Ἰσραήλ
<τοῦ λαοῦ τοῦ νοτίου βασιλείου>, ποὺ
τοὺς ἐπροξενήσατε. Διότι οἱ ἐχθροὶ
τῆς Νινευὴ θὰ ἐξέλθουν ἐναντίον
της μὲ τόσην ὁρμήν, ὥστε νὰ ἀποτινάξουν
μὲ δύναμιν τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ
τὶς παραφυάδες των, ὅπως ὁ ἰσχυρὸς
καὶ βίαιος ἄνεμος τινάζει τὸ ἀμπέλι
καὶ τὰ κλήματά του καὶ ρίπτει κατὰ
γῆς τὰ σταφύλια. Οἱ ἐχθροὶ τῆς
Νινευὴ θὰ καταστρέψουν ἐπίσης
|
4
ὅπλα δυναστείας αὐτῶν ἐξ ἀνθρώπων,
ἄνδρας δυνατοὺς ἐμπαίζοντας ἐν
πυρί· αἱ ἡνίαι τῶν ἁρμάτων
αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἐτοιμασίας
αὐτοῦ, καὶ οἱ ἱππεῖς θορυβηθήσονται
|
4
Θὰ καταστρέψουν τὰ
ἰσχυρά των ἀνθρώπινα ὅπλα, ἄνδρας
δυνατούς, οἱ ὁποῖοι
παίζουν μὲ τὴ
φωτιά. Τὰ ἠνία καὶ αἱ
ἀποσκευαὶ τῶν ἁρμάτων εἶναι
ἕτοιμα διὰ τὴν ἡμέραν αὐτήν,
οἱ δὲ ἱππεῖς καὶ οἱ ἵπποι
κάμνουν μεγάλον θόρυβον εἰς τοὺς
δρόμους τῆς πόλεως.
|
4
τὰ ἰσχυρὰ ἀνθρώπινά των ὅπλα,
διότι εἶναι ἄνδρες δυνατοὶ καὶ τολμηροί,
οἱ ὁποῖοι ἀψηφοῦν καὶ
αὐτὴν τὴν φωτιά. Τὰ καινούργια
ἠνία καὶ ἡ πλήρης ἐξάρτυσις
τῶν πολεμικῶν των ἁρμάτων εἶναι ἕτοιμα
διὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἑφόδου καὶ
τῆς μάχης, οἱ δὲ ἱππεῖς, καὶ
γενικῶς τὸ ἱππικόν, κάμνουν μεγάλον θόρυβον
|
5
ἐν ταῖς ὁδοῖς, καὶ συγχυθήσονται
τὰ ἅρματα καὶ συμπλακήσονται ἐν
ταῖς πλατείαις· ἡ ὅρασις αὐτῶν
ὡς λαμπάδες πυρὸς καὶ ὡς ἀστραπαὶ
διατρέχουσαι. |
5
Τὰ πολεμικὰ ἅρματα
θὰ συγκρουσθοῦν, θὰ συμπλακοῦν εἰς
τὰς πλατείας τῆς πόλεως. Ἡ ὄψις
των εἶναι ὡσὰν λαμπάδες φωτιᾶς·
ὡσὰν ἀστραπὴ
διατρέχουν τοὺς δρόμους.
|
5
εἰς τοὺς δρόμους τῆς πόλεως. Τὰ πολεμικὰ
ἅρματα θὰ συγκρουσθοῦν μὲ μεγάλην
ὁρμὴν καὶ θὰ συμπατοῦνται μεταξύ
των ὄχι εἰς στενοὺς δρόμους, ἀλλ’
εἰς τὶς εὐρύχωρες πλατεῖες. Ἡ
ὁρμὴ καὶ ἡ τόλμη των ἀπεικονίζονται
εἰς τὴν ὅλην παρουσίαν των, ἡ ὁποία
ὁμοιάζει μὲ λαμπάδα φωτιᾶς, διατρέχουν δὲ
τὴν πόλιν σὰν ἀστραπές, ποὺ κατατρομάζουν
πάντας. |
6
Καὶ μνησθήσονται οἱ μεγιστᾶνες αὐτῶν
καὶ φεύξονται ἡμέρας καὶ ἀσθενήσουσιν
ἐν τῇ πορεία αὐτῶν καὶ
σπεύσουσιν ἐπὶ τὰ τείχη αὐτῆς
καὶ ἑτοιμάσουσι τὰς προφυλακὰς
αὐτῶν. |
6
Ἐν ὄψει τῆς φοβερᾶς αὐτῆς
ἐπιδρομῆς οἱ ἄρχοντες τῆς Νινευὴ
θὰ ἐνθυμηθοῦν ὅτι καὶ ἡ
πόλις των ἔχει ἀνάγκην ὑπερασπίσεως.
Θὰ τρέξουν κατὰ τὸ διάστημα
τῆς ἡμέρας, ἀλλὰ τὰ πόδια
των θὰ παραλύσουν ἀπὸ τὸν φόβον.
Θὰ σπεύσουν εἰς τὰ
τείχη αὐτῆς
καὶ θὰ ἑτοιμάσουν ἐκεῖ
τὰς προφυλακάς των.
|
6
Ἐμπρὸς εἰς τὴν φοβερὰν αὐτὴν
πολεμικὴν θύελλαν οἱ ἕως τώρα ἀμέριμνοι
ἄρχοντες τῆς Νινευή, ἐπειδὴ
εἶχαν μεγάλην ἰδέαν καὶ ἐμπιστοσύνην
εἰς τὴν δύναμίν των, θὰ ἐνθυμηθοῦν
ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπερασπισθοῦν
τὴν πόλιν πιεζόμενοι δὲ ἀπὸ τὰ
δεινά, δὲν θὰ περιμένουν τὴν νύκτα,
ἀλλὰ θὰ τρέξουν νὰ φύγουν κατὰ
τὴν ἡμέραν. Ἡ πορεία των ὅμως δὲν
θὰ εὐοδωθῇ, διότι τὰ πόδια των θὰ
παραλύσουν ἀπὸ τὸν φόβον. Διὰ τοῦτο
θὰ σπεύσουν πάλιν νὰ ἀνεβοῦν εἰς
τὰ τείχη τῆς πόλεως, διὰ νὰ σωθοῦν
καὶ προετοιμάσουν ἐκεῖ τὶς προφυλακές
των. |
7
Πύλαι τῶν ποταμῶν διηνοίχθησαν, καὶ
τὰ βασίλεια διέπεσε,
|
7
Οἱ ὑδατοφράκται τῶν
ποταμῶν θὰ διαρραγοῦν, θὰ διαρρήξουν
τὰ τείχη καὶ ἔτσι τὰ βασιλικὰ
ἀνάκτορα θὰ πέσουν εἰς τὰ
χέρια τῶν ἐχθρῶν.
|
7
Ἀλλ' οὐδεμίαν ὠφέλειαν θὰ ἀποκομίσουν
ἀπὸ τὴν ἐκεῖ καταφυγήν
των. Διότι οἱ πύλες τῶν τειχῶν τῆς
Νινευή, ποὺ εὑρίσκονται πρὸς τὴν
πλευρὰν τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ <εἰς
τὶς ὄχθες τοῦ ὁποίου ἦταν κτισμένη
ἡ Νινευή), θὰ ἀνοιχθοῦν διάπλατα,
οἱ ἐχθροὶ θὰ ἐφορμήσουν
ἀπὸ αὐτὲς καὶ τὰ βασιλικὰ
ἀνάκτορα θὰ πέσουν εἰς τὰ χέρια των.
|
8
καὶ ἡ ὑπόστασις ἀπεκαλύφθη,
καὶ αὕτη ἀνέβαινε, καὶ αἱ
δοῦλαι αὐτῆς ἤγοντο καθὼς περιστεραὶ
φθεγγόμεναι ἐν καρδίαις αὐτῶν.
|
8
Ὅλη ἡ ὕπαρξις τῆς πόλεως, ἄνθρωποι
καὶ πλούτη, θὰ ἀποκαλυφθοῦν
ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν. Θὰ
συγκεντρωθοῦν καὶ
θὰ ὁδηγηθοῦν κάπου
ὑψηλά. Δοῦλοι καὶ δοῦλαι οἱ
κάτοικοι τῆς πόλεως
θὰ ὁδηγηθοῦν εἰς αἰχμαλωσίαν
θὰ ἀναστενάζουν πικρῶς ἐκ βάθους
καρδίας, ὡσὰν αἱ περιστεραὶ
ποὺ γουργουρίζουν.
|
8
Τότε ὅλοι οἱ πλούσιοι θησαυροὶ τῆς
Νινευή, οἱ κλεισμένοι καλῶς καὶ ἀσφαλῶς,
θὰ ἀποκαλυφθοῦν θὰ συγκεντρωθοῦν
καὶ θὰ μεταφερθοῦν εἰς κάποιον τόπον
ὑψηλά <ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν·
καὶ ἡ Νινευή - οἱ κάτοικοί
της - ἀνέβαινεν ὁδηγουμένη αἰχμάλωτος
εἰς τὴν Περσίαν>. Οἱ κάτοικοι τῆς
Νινευή, μαζὶ δὲ μὲ αὐτοὺς
καὶ ἐκεῖνοι τῶν ὑποτελῶν
πόλεών της, θὰ ὁδηγηθοῦν αἰχμάλωτοι,
θρηνοῦντες πικρὰ καὶ ἀναστενάζοντες
ὄχι φανερά, ἀλλὰ κρυφὰ εἰς τὰ
βάθη τῆς καρδιᾶς των, μιμούμενοι τὸν γογγυσμόν
<τὸ ὑπόκωφον γουργουρητό> τῶν
περιστεριῶν. |
9
Καὶ Νινευή, ὡς κολυμβήθρα ὕδατος
τὰ ὕδατα αὐτῆς, καὶ αὐτοὶ
φεύγοντες οὐκ ἔστησαν, καὶ οὐκ
ἦν ὁ ἐπιβλέπων.
|
9
Καὶ ἡ Νινευή,
ἡ ὁποία διὰ
τὴν πολυανθρωπίαν τῆς ὠμοίαζε
πρὸς δεξαμενὴν ἀφθόνων ὑδάτων,
θὰ ἴδῃ τοὺς
κατοίκους νὰ φεύγουν χωρὶς σταματημὸν
διότι κανεὶς πλέον ἄνθρωπος ἢ
θεός της δὲν ἐνδιαφέρεται δι'
αὐτήν.
|
9
Παρ’ ὅλον ὅτι ὁ πληθυσμὸς τῆς
Νινευὴ ἦταν τόσον πολύς, ὥστε ἡ πόλις
νὰ ὁμοιάζῃ μὲ πολὺ μεγάλην
δεξαμενὴν γεμάτην νερό, ἐν τούτοις ἡ Νινευὴ
θὰ ἴδῃ τοὺς κατοίκους της νὰ
φεύγουν καὶ νὰ τὴν ἐγκαταλείπουν
ἡ φυγή των θὰ εἶναι συνεχής, ἀδιάκοπη,
καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανείς, ποὺ
θὰ κυττάζῃ πλέον πίσω· ὅλοι θὰ
κυττάζουν πρὸς τὰ ἐμπρός, ἀποβλέποντες
εἰς τὸ ποὺ θὰ κατευθυνθοῦν διὰ
νὰ σωθοῦν. |
10
Διήρπαζον τὸ ἀργύριον, διήρπαζον
τὸ χρυσίον, καὶ οὐκ ἦν πέρας
τοῦ κόσμου αὐτῆς· βεβάρυνται
ὑπὲρ πάντα τὸ σκεύη τὰ
ἐπιθυμητὰ αὐτῆς.
|
10
Οἱ ἐχθροὶ διαρπάζουν
τὸ ἀργύριον, διαρπάζουν τὸ
χρυσίον της, ἀτελείωτος εἶναι πλοῦτος
καὶ ὁ στολισμός
της, βαρύτατοι οἱ
θησαυροί της, περισσότεροι
ἀπὸ κάθε ἄλλης πόλεως,
τὰ σκεύη τὰ ὡραῖα καὶ
πολύτιμα. |
10
Οἱ ἐχθροὶ ἁρπάζουν ἀπ' ἐδῶ
καὶ ἀπ’ ἐκεῖ τὸν ἄργυρον,
λεηλατοῦν τὸ χρυσάφι, διότι ἦταν ἀτελειώτη
ἡ ἀφθονία τοῦ πλούτου καὶ τοῦ
πολυτίμου στολισμοῦ τῆς πόλεως. Οἱ ἐχθροὶ
λεηλατοῦν μὲ ἰδιαιτέραν σπουδὴν καὶ
ἐπιμέλειαν τοὺς κατ’ ἐξοχὴν πολυτίμους
θησαυρούς, τὰ ὡραῖα ἀντικείμενα καὶ
τὰ πολύτιμα σκεύη. |
11
Ἐκτιναγμὸς καὶ ἀνατιναγμὸς καὶ
ἐκβρασμὸς καὶ καρδίας θραυσμὸς
καὶ ὑπόλυσις γονάτων καὶ ὠδῖνες
ἐπὶ πᾶσαν ὀσφύν, καὶ τὸ
πρόσωπον πάντων ὡς πρόσκαυμα χύτρας.
|
11
Ἡ πόλις, ἐπάνω
εἰς τὴν ὁρμὴν
τῶν ἐχθρῶν της, ἀνατινάσσεται
ἐσωτερικῶς, ἐκτινάσσεται ἔξω
ἀπὸ τὰ τείχη. Ἀναβρασμὸς
γίνεται, ὡσὰν νὰ συγκλονίζεται
ἀπὸ σεισμόν. Αἱ καρδίαι τῶν
κατοίκων συντρίβονται ἀπὸ τὸν
πόνον καὶ τὸν φόβον, παραλύουν
τὰ γόνατά των, αἱ ὀσφύες
των αἰσθάνονται ὀξὺν πόνον,
ὡσὰν τὰς ὠδῖνας ἐπιτόκου
γυναικός. Καὶ τὸ πρόσωπον ὅλων
εἶναι ὠχρὸν καὶ μαῦρον, ὅπως
ἡ ἐξωτερικὴ ἐπιφάνεια χύτρας,
τὴν ὁποίαν προσβάλλει ἡ φωτιά.
|
11
Ἡ πόλις, ἕνεκα τῆς ὁρμητικῆς
ἐπιθέσεως τῶν ἐχθρῶν της, ὑφίσταται
ὅ,τι καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν ἰσχυροῦ
σεισμοῦ: Ταράσσεται, ξετινάζεται· τινάζεται δυνατὰ
πρὸς τὰ ἐπάνω, συγκλονίζεται κοχλάζει καὶ
χύνεται πρὸς τὰ ἔξω ὅ,τι ὑπάρχει
εἰς αὐτήν. Οἱ καρδιὲς τῶν Νινευϊτῶν
σπάζουν, συντρίβονται ἀπὸ τὸν πανικόν, ἡ
ἁρμονία τῶν γονάτων λύεται, κάθε ἀνδρικὴ
δύναμις παραλύει, ὅλοι δὲ αἰσθάνονται ἀφορήτους
πόνους, οἱ ὁποῖοι ὁμοιάζουν μὲ
τὶς ὠδῖνες τῆς ἐπιτόκου γυναικός.
Ἀπὸ τὸν φόβον ἔχει παγώσει τὸ
αἷμα ὅλων τόσον, ὥστε τὰ πρόσωπα τῶν
νὰ εἶναι ὠχρὰ καὶ μελανιασμένα,
ὅπως ἡ ἐπιφάνεια τῆς χύτρας, τὴν
ὁποίαν προσβάλλουν οἱ φλόγες τῆς φωτιᾶς.
|
12
Ποῦ ἐστι τὸ κατοικητήριον τῶν
λεόντων καὶ ἡ νομὴ ἡ οὖσα
τοῖς σχύμνοις, οὗ ἐπορεύθη λέων
τοῦ εἰσελθεῖν ἐκεῖ, σκύμνος
λέοντος καὶ οὐκ ἦν ἐκφοβῶν;
|
12
Ποῦ εἶναι τώρα ἡ Νινευή, ἡ
κατοικία αὐτὴ τῶν λεόντων, τόπος
βοσκῆς νεαρῶν λεόντων καὶ ὅπου
ὁ λέων μὲ τοὺς λεοντιδεῖς εἰσήρχετο,
χωρὶς κανεὶς νὰ δύναται ἢ νὰ
τολμᾷ νὰ τοὺς ἐκφοβήσῃ;
|
12
Ποὺ εἶναι τώρα ἡ Νινευή, ἡ κατοικία
τῶν λεόντων, καὶ ὁ τόπος βοσκῆς νεαρῶν
λιονταριῶν, εἰς τὸν ὁποῖον διέτριβαν
τὸ λιοντάρι με τὰ λιονταράκια του, καὶ ὅπου
κανεὶς δὲν ἠμποροῦσε οὔτε καὶ
ἐτολμοῦσε νὰ τοὺς ἐκφοβήσῃ
καὶ νὰ τοὺς τρομάξῃ;
|
13
Λέων ἥρπασε τὰ ἱκανὰ τοῖς
σκύμνοις αὐτοῦ καὶ ἀπέπνιξε
τοῖς λέουσιν αὐτοῦ καὶ ἔπλησε
θήρας νοσσιὰν αὐτοῦ καὶ τὸ
κατοικητήριον αὐτοῦ ἁρπαγῆς.
|
13
Εἰς παλαιοτέρους καιροὺς ὁ ἀγέρωχος
Ἀσσύριος λέων ἥρπαζεν ἀρκετὰ
θύματα διὰ τοὺς λεοντιδεῖς. Ἄλλα
τὰ ἔπνιγε καὶ τὰ ἔφερεν εἰς
ἄλλους λέοντας καὶ ἔτσι ἐγέμιζε
τὴν φωλεάν του ἀπὸ τὰ θηράματα.
Τὸ ἄντρον του ἦτο γεμᾶτο ἀπὸ
ἁρπαγάς.
|
13
Εἰς τὰ παλαιότερα χρόνια ὁ ὑπερήφανος
λέων τῆς Ἀσσυρίας ἅρπαζε ἀρκετὰ
θύματα, διὰ νὰ τὰ προσφέρῃ ὡς
τροφὴν εἰς τὰ λιονταράκια του· ἀλλὰ
δὲ τὰ ἔπνιγε καὶ τὰ μετέφερεν
εἰς τὰ λιοντάρια <καὶ τὶς λέαινες>
τῆς φωλιᾶς του· ἔτσι ἐγέμιζε
μὲ θηράματα τὴν φωλιά του καὶ τὸ
ἄντρον του μὲ ἅρπαγες.
|
14
Ἰδοὺ ἐγὼ ἐπὶ σέ,
λέγει Κύριος παντοκράτωρ, καὶ ἐκκαύσω
ἐν καπνῷ πλῆθός σου, καὶ τοὺς
λέοντάς σου καταφάγεται ρομφαίᾳ,
καὶ ἐξολοθρεύσω ἐκ τῆς γῆς
τὴν θήραν σου, καὶ οὐ μὴ ἀκουσθῇ
οὐκέτι τὰ ἔργα σου. |
14
Ἰδοὺ ὅμως, ὅτι ἐγὼ ἔρχομαι
τώρα ἐναντίον σου, λέγει ὁ Κύριος
ὁ παντοκράτωρ. Θὰ πυρπολήσω καὶ
θὰ μεταβάλω εἰς καπνὸν τὸ πλῆθος
σου καὶ τοὺς ὡς ἄλλους λέοντας
ἄνδρας σου θὰ τοὺς καταφάγῃ
ρομφαία θανάτου. Θὰ σταματήσουν πλέον
νὰ ὑπάρχουν θηράματα εἰς τὴν
γῆν σου. Δὲν θὰ ἀκουσθοῦν ποτὲ
πλέον τὰ κατορθώματά σου.
|
14
Καὶ αὐτὰ μὲν ἔκαμνες σύ, Νινευή,
τότε· ἀντ’ αὐτῶν λοιπόν, νά! Ἐγὼ
σηκώνομαι ἐναντίον σου, λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος.
Θὰ κατακαύσω ὁλωσδιόλου καὶ θὰ μεταβάλω
εἰς καπνὸν τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ
σου· τὰ δὲ λιοντάρια σου, δηλαδὴ τοὺς
βασιλεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντάς σου, θὰ
τὰ παραδώσω εἰς σφαγὴν μὲ τὸ
πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ
τῶν ἐχθρῶν σου· θὰ ἐξολοθρεύσω
ἀπὸ τὴν γῆν τὰ θηράματά σου,
καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἠμπορῇς
νὰ θηρεύῃς καὶ νὰ ἁρπάζῃς·
δὲν θὰ ἀκουσθοῦν ποτὲ πλέον
τὰ πολεμικά σου κατορθώματα καὶ τὰ
ἐκ τούτων κακά, ποὺ ἐπροξενοῦσες εἰς
ὅσους λαοὺς ὑπέτασσες. |