Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγένετο ὡς ἤκουσε Σαναβαλλὰτ
καὶ Τωβία καὶ οἱ Ἄραβες καὶ
οἱ Ἀμμανῖται ὅτι ἀνέβη
ἡ φυὴ τοῖς τείχεσιν Ἱερουσαλήμ,
ὅτι ἤρξαντο αἱ διασφαγαὶ ἀναφράσσεσθαι,
καὶ πονηρὸν αὐτοῖς ἐφάνη
σφόδρα· |
ταν
ἐπληροφορήθησαν ὁ Σαναβαλλάτ, ὁ
Τωβίας, οἱ Ἄραβες καὶ οἱ Ἀμμωνῖται,
ὅτι ἡ ἐπιδιόρθωσις καὶ ἀνέγερσις
τῶν τειχῶν τῆς Ἱερουσαλὴμ εἶχεν
ἀρκετὰ προχωρήσει, καὶ ὅτι αἱ
ρωγμαὶ τοῦ τείχους εἶχαν φραγῇ,
κατελήφθησαν ὑπὸ μανίας, διότι
τοὺς ἐφάνη τὸ γεγονὸς αὐτὸ
πολὺ κακὸν καὶ ἀνυπόφορον.
|
ταν
λοιπὸν ἔμαθαν ὁ Σαναβαλλὰτ καὶ
ὁ Τωβίας μαζὶ μὲ τοὺς συμμάχους των
Ἄραβας καὶ Ἀμμανίτας ὅτι ἐπροχώρησεν
ἀρκετὰ ἡ ἀνοικοδόμησις τῶν τειχῶν
τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ ὅτι εἶχαν
ἐπισκευασθῇ καὶ διορθωθῇ ὅλα
τὰ χαλάσματα, ἐκυριεύθηκαν ἀπὸ
ὀργήν, διότι τοὺς ἐφάνη τοῦτο πολὺ
κακόν. |
2
καὶ συνήχθησαν πάντες ἐπὶ τὸ
αὐτὸ ἐλθεῖν παρατάξασθαι ἐν
Ἱερουσαλὴμ καὶ ποιῆσαι αὐτὴν
ἀφανῆ. |
2
Συνησπίσθησαν, λοιπόν, ὅλοι καὶ συνεκεντρώθησαν
εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, διὰ
νὰ ἐπέλθουν καὶ ἀντιπαραταχθοῦν
ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ μὲ
τὸν σκοπὸν νὰ τὴν ἐξαφανίσουν
ἐξ ὁλοκλήρου.
|
2
Καὶ ἐμαζεύθηκαν ὅλοι εἰς ἕνα
τόπον μὲ σκοπὸν νὰ ἐπιτεθοῦν
ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλὴμ διὰ
νὰ τὴν καταστρέψουν καὶ τὴν ἑξαφανίσουν.
|
3
Καὶ προσηυξάμεθα πρὸς τὸν Θεὸν
ἡμῶν καὶ ἐστήσαμεν προφύλακας
ἐπ' αὐτοὺς ἡμέρας καὶ
νυκτὸς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν.
|
3
Τότε ἡμεῖς προσηυχήθημεν πρὸς
τὸν Θεόν μας, συγχρόνως δὲ ἐγκατεστήσαμεν
καὶ φρουρὰν ἐναντίον αὐτῶν
ἡμέραν καὶ νύκτα, διὰ νὰ
προφυλαχθῶμεν ἀπὸ τὴν ἐπιδρομήν
των. |
3
Κατεφύγαμεν τότε μὲ τὴν προσευχὴν εἰς
τὸν Θεόν μας καὶ ἐγκατεστήσαμεν
ἀμέσως ἀπέναντί των φρουρούς, ποὺ
ἦσαν ἐστραμμένοι πρὸς αὐτοὺς
ἡμέραν καὶ νύκτα. |
4
Καὶ εἶπεν Ἰούδας· συνετρίβη
ἡ ἰσχὺς τῶν ἐχθρῶν, καὶ
ὁ χοῦς πολύς, καὶ ἡμεῖς
οὐ δυνησόμεθα οἰκοδομεῖν ἐν
τῷ τείχει. |
4
Οἱ Ἰουδαῖοι εἶπαν τότε. <Ἡ
δύναμις τῶν ἐχθρῶν μας μὲ τὸν
συνασπισμόν των ἔγινε μεγάλη. Ἀφ'
ἑτέρου τὰ ἐρείπια τοῦ
τείχους εἶναι πολλὰ καὶ δὲν
θὰ ἠμπορέσωμεν ἡμεῖς νὰ
συνεχίσωμεν τὸ ἔργον τῆς ἀνοικοδομήσεως
εἰς τὸ τεῖχος>.
|
4
Οἱ ἄνθρωποι τῆς φυλῆς Ἰούδα
ὅμως ἐδειλίασαν καὶ εἶπαν ὅτι
ἡ δύναμις τῶν ἐχθρῶν εἶναι συντριπτικὴ
καὶ τὰ ἐρείπια τοῦ τείχους πολλὰ
καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνεχίσωμεν
τὴν ἀνέγερσιν τῶν τειχῶν.
|
5
Καὶ εἶπαν οἱ θλίβοντες ἡμᾶς·
οὐ γνώσονται καὶ οὐκ ὄψονται
ἕως ὅτου ἔλθωμεν εἰς μέσον αὐτῶν
καὶ φονεύσωμεν αὐτοὺς καὶ καταπαύσωμεν
τὸ ἔργον. |
5
Οἱ ἐχθροὶ ποὺ μᾶς καταστενοχωροῦσαν
εἶπαν μεταξύ των: <Δὲν πρέπει νὰ
μάθουν τίποτε οἱ Ἰουδαῖοι. Δὲν
πρέπει νὰ ἴδουν κανένα ἀπὸ
ἡμᾶς, μέχρις ὅτου νὰ φθάσωμεν
αἰφνιδίως εἰς τὸ μέσον αὐτῶν
καὶ τοὺς φονεύσωμεν καὶ ἔτσι
σταματήσωμεν τὸ ἔργον των>.
|
5
Οἱ δὲ ἐχθροί μας, ποὺ μᾶς
ἐπίεζαν ἀπὸ παντοῦ, εἶπαν:
<Οὔτε θὰ πάρουν εἴδησιν, οὔτε θὰ
μᾶς ἰδοῦν, ἕως ὅτου ἔλθωμεν
ἀνάμεσά τους καὶ τοὺς φονεύσωμεν καὶ
σταματήσωμεν ἔτσι τὸ ἔργον, ποὺ ἐπιχειροῦν>.
|
6
Καὶ ἐγένετο ὡς ἤλθοσαν οἱ
Ἰουδαῖοι οἱ οἰκοῦντες ἐχόμενα
αὐτῶν καὶ εἴποσαν ἡμῖν·
ἀναβαίνουσιν ἐκ πάντων τῶν τόπων
ἐφ' ἡμᾶς. |
6
Τότε οἱ Ἰουδαῖοι τῆς ὑπαίθρου,
οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν πλησίον
εἰς τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν,
ἦλθαν καὶ μας εἶπαν αὐτά, ὅτι
δηλαδὴ ἐκεῖνοι ἔρχονται ἐναντίον
μας ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη, διὰ
νὰ μᾶς αἰφνιδιάσουν.
|
6
Μόλις λοιπὸν ἦλθαν οἱ Ἰουδαῖοι,
ποὺ κατοικοῦσαν δίπλα εἰς τοὺς
συναγμένους ἐχθρούς, καὶ μᾶς εἶπαν
ὅτι αὐτοὶ προχωροῦν καὶ ἀνεβαίνουν
ἐναντίον μας ἀπὸ ὅλας τὰς
διευθύνσεις, ἔκαμα τὸ ἑξῆς:
|
7
Καὶ ἔστησα εἰς τὰ κατώτατα τοῦ
τόπου κατόπισθεν τοῦ τείχους ἐν
τοῖς σκεπεινοῖς καὶ ἔστησα τὸν
λαὸν κατὰ δήμους μετὰ ρομφαιῶν
αὐτῶν, λόγχας αὐτῶν καὶ
τόξα αὐτῶν. |
7
Ἀμέσως ἐγὼ ἐτοποθέτησα
εἰς τὰ κατώτερα μέρη, πίσω ἀπὸ
τὸ τεῖχος, εἰς μέρη σκεπασμένα
καὶ ἀθέατα, ἀνθρώπους κατὰ
δήμους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὡπλισμένοι
μὲ μαχαίρας, λόγχας καὶ τόξα.
|
7
Ὠδήγησα καὶ ἐτοποθέτησα τὸν
λαὸν κατὰ δήμους εἰς τὰ χαμηλότερα
σημεῖα τοῦ τόπου, πίσω ἀπὸ τὸ
τεῖχος, εἰς μέρη καλυμμένα καὶ ἀθέατα.
Ὅλοι αὐτοὶ εἶχαν μαζί των τὰς
ρομφαίας των, τὰς λόγχας των καὶ τὰ τόξα
των. |
8
Καὶ εἶδον καὶ ἀνέστην καὶ
εἶπα πρὸς τοὺς ἐντίμους καὶ
πρὸς τοὺς στρατηγοὺς καὶ πρὸς
τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ· μὴ
φοβηθῆτε ἀπὸ προσώπου αὐτῶν·
μνήσθητε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν τοῦ
μεγάλου καὶ φοβεροῦ καὶ παρατάξασθε
περὶ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν,
υἱῶν ὑμῶν, θυγατέρων ὑμῶν,
γυναικῶν ὑμῶν καὶ οἴκων ὑμῶν.
|
8
Ἐπεθεώρησα ἔπειτα αὐτούς, ἐσηκώθην
δὲ καὶ εἶπα εἰς τοὺς ἀξιωματούχους
ἄνδρας καὶ εἰς τοὺς στρατηγοὺς
καὶ εἰς τὸν ὑπόλοιπον λαόν:
<Μὴ φοβηθῆτε ἐμπρὸς ἀπὸ
τοὺς ἐχθρούς μας. Ἐνθυμηθῆτε
τὸν Θεόν μας, ὁ ὁποῖος εἶναι,
μεγάλος, τρομερός, καὶ ἀντιπαραταχθῆτε
ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας ὑπὲρ
τῶν ἀδελφῶν σας, ὑπὲρ τῶν
υἱῶν καὶ θυγατέρων σας, ὑπὲρ
τῶν γυναικῶν σας καὶ τῶν οἰκιῶν
σας>. |
8
Καὶ ἀφοῦ εἶδα ὅτι ἐτακτοποιήθηκαν
ἐκεῖ ὅλοι, ἐσηκώθηκα καὶ
εἶπα πρὸς τοὺς προεστούς, πρὸς τοὺς
ἀξιωματικοὺς καὶ πρὸς ὅλον τὸν
λαόν: <Μὴ φοβηθῆτε ἐμπρὸς εἰς
τοὺς ἐχθρούς μας! Θυμηθῆτε τὸν
Θεόν μας, ποὺ εἶναι μέγας καὶ φοβερός,
ἐμπιστευθῆτε εἰς Αὐτὸν καὶ
ἐτοιμασθῆτε νὰ ἀγωνισθῆτε διὰ
τοὺς ἀδελφούς σας, διὰ τοὺς
υἱούς σας, διὰ τὰς θυγατέρας σας,
διὰ τὰς γυναῖκας σας καὶ διὰ
τὰ σπίτια σας>. |
9
Καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤκουσαν
οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ὅτι ἐγνώσθη
ἡμῖν καὶ διεσκέδασεν ὁ Θεός
τὴν βουλὴν αὐτῶν, καὶ ἐπεστρέψαμεν
πάντες ἡμεῖς εἰς τὸ τεῖχος,
ἀνὴρ εἰς τὸ ἔργον αὐτοῦ.
|
9
Οἱ ἐχθροί μας ἐπληροφορήθησαν,
ὅτι ἔγινεν εἰς ἡμᾶς γνωστὴ
ἡ ἐπιβουλή των, ὅπως καὶ ὁ
τρόπος τῆς ἐπιθέσεώς των, καὶ
ὁ Θεὸς ἐνέπνευσεν εἰς αὐτοὺς
ἀποκαρδίωσιν καὶ φόβον καὶ διέλυσε
τὴν ἀπόφασίν των. Καὶ τότε
ἡμεῖς ἐπεστρέψαμεν ὅλοι εἰς
τὰ τείχη, ὁ καθένας εἰς τὸ
ἔργον του. |
9
Ἐν τῷ μεταξὺ μόλις οἱ ἐχθροί
μας ἔμαθαν ὅτι ἐμεῖς ἐγνωρίζαμεν
τὰς κινήσεις καὶ τὰ σχέδιά των, ἐκυριεύθηκαν
ἀπὸ ἀποθάρρυνσιν καὶ ἔτσι ὁ
Θεὸς διέλυσε τὰ σχέδιά των. Κατόπιν τούτου
ἐπεστρέψαμεν ὅλοι μας εἰς τὸ τεῖχος,
καθένας εἰς τὸ ἔργον, ποὺ ἔκαμνε
προηγουμένως. |
10
καὶ ἐγένετο ἀπὸ τῆς ἡμέρας
ἐκείνης ἥμισυ τῶν ἐκτετιναγμένων
ἐποίουν τὸ ἔργον καὶ ἥμισυ
αὐτῶν ἀντείχοντο. Καὶ λόγχαι
καὶ θυρεοὶ καὶ τόξα καὶ θώρακες
καὶ οἱ ἄρχοντες ὀπίσω παντὸς
οἴκου Ἰούδα |
10
Ἀπὸ τὴν ἡμέραν δὲ ἐκείνην
ἐνῷ τὸ ἥμισυ τῶν ἀνδρῶν
ἠσχολεῖτο μὲ τὴν ἀνοικοδόμησιν
τῶν τειχῶν, τὸ ἄλλο ἥμισυ ἐκρατοῦσαν
τὰς λόγχας, τὰς ἀσπίδας καὶ
τὰ τόξα καὶ τοὺς θώρακας ἕτοιμοι
πρὸς ἄμυναν. Ὄπισθεν δὲ καὶ
πλησίον αὐτῶν ἦσαν οἱ ἀρχηγοὶ
τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα.
|
10
Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ
ἐξῆς οἱ μισοὶ ἀπὸ τοὺς
θαρραλέους ἄνδρας μας, ἐνῷ ἦσαν ἕτοιμοι
νὰ τιναχθοῦν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν,
εἰργάζοντο διὰ τὴν ἐπιδιόρθωσιν τοῦ
τείχους. Οἱ δὲ ἄλλοι μισοὶ τοὺς
ὑπεστήριζαν σὰν φρουροὶ μὲ λόγχας
καὶ ἀσπίδας καὶ τόξα καὶ θώρακας.
Ἦσαν μάλιστα παρόντες ἐκεῖ, πίσω ἀπὸ
κάθε ἰουδαϊκὴν οἰκογένειαν, καὶ οἱ
ἄρχοντές των. |
11
τῶν οἰκοδομούντων ἐν τῷ τείχει,
καὶ οἱ αἴροντες ἐν τοῖς ἀρτῆρσιν
ἐν ὅπλοις· ἐν μιᾷ χειρὶ
ἐποίει αὐτοῦ τὸ ἔργον
καὶ ἐν μιᾷ ἐκράτει τὴν
βολίδα. |
11
Ἀλλὰ καὶ μεταξὺ ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι ἀνοικοδομοῦσαν τὰ
τείχη, ὑπῆρχον ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι
ἔφεραν τὰ ὅπλα των κρεμασμένα εἰς
τοὺς ὤμους των. Μὲ τὸ ἕνα χέρι
ἀνοικοδομοῦσαν τὰ τείχη, μὲ
τὸ ἄλλο δὲ χέρι ἐκρατοῦσαν
τὸ βέλος.
|
11
Ἦσαν δὲ ὡπλισμένοι καὶ αὐτοὶ
ποὺ ἔκτιζαν τὸ τεῖχος, καὶ αὐτοὶ
ποὺ ἐσήκωναν καὶ μετέφεραν διάφορα
βάρη. Μὲ τὸ ἕνα χέρι ἔκαμνε καθένας
τὸ ἔργον του καὶ μὲ τὸ ἄλλο
ἐκρατοῦσε τὸ βέλος, τὸ ὅπλον
του. |
12
Καὶ οἱ οἰκοδόμοι ἀνὴρ
ρομφαίαν αὐτοῦ ἐζωσμένος ἐπὶ
τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ καὶ ᾠκοδομοῦσαν
καὶ ὁ σαλπίζων ἐν τῇ κερατίνῃ
ἐχόμενα αὐτοῦ.
|
12
Πολλοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς οἰκοδόμους
ἔφεραν ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς
ζωσμένην γύρω ἀπὸ τὴν μέσην
του ρομφαίαν καὶ συγχρόνως οἰκοδομοῦσαν.
Πλησίον δὲ τοῦ Νεεμίου εὑρίσκετο
πάντοτε ἕτοιμος ὁ σαλπιγκτὴς μὲ
τὴν κερατίνην σάλπιγγα.
|
12
Ἀλλὰ καὶ κάθε τεχνίτης οἰκοδόμος ἦτο
ζωσμένος εἰς τὴν μέσην του μὲ τὴν
ρομφαίαν του καὶ ἔκτιζαν ὅλοι ὡπλισμένοι.
Ὁ δὲ σαλπιγκτὴς ἔστεκε διαρκῶς
ἐκεῖ κοντά, μὲ τὴν κερατίνην σάλπιγγα
εἰς τὸ χέρι, ἕτοιμος νὰ σαλπίσῃ
κάθε πρόσταγμά μου. |
13
Καὶ εἶπα πρὸς τοὺς ἐντίμους
καὶ πρὸς τοὺς ἄρχοντας καὶ πρὸς
τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ· τὸ
ἔργον πλατὺ καὶ πολύ, καὶ ἡμεῖς
σκορπιζόμεθα ἐπὶ τοῦ τείχους
μακρὰν ἀνὴρ ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ
αὐτοῦ. |
13
Τότε εἶπα πρὸς τοὺς ἀξιωματούχους,
τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ τοὺς ὑπολοίπους
ἄνδρας, τοῦ λαοῦ: <Τὸ ἔργον
εἶναι μεγάλο. Ἐκτείνεται εἰς
μεγάλην ἔκτασιν. Ἡμεῖς δὲ εἴμεθα
διασκορπισμένοι ἐπάνω εἰς τὸ
τεῖχος, μακρὰν ὁ ἐνας ἀπὸ
τὸν ἄλλον.
|
13
Εἶπα τότε πρὸς τοὺς προεστούς, πρὸς
τοὺς ἀξιωματούχους καὶ πρὸς τοὺς
ὑπολοίπους Ἰουδαίους: <Τὸ ἔργον
τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ τείχους εἶναι μεγάλο
καὶ πολὺ πλατὺ καὶ εἴμαστε κατ’
ἀνάγκην διασκορπισμένοι ἐπάνω εἰς
τὸ τεῖχος. Καθένας μας εὑρίσκεται
μακρυὰ
ἀπὸ τὸν ἀδελφόν του.
|
14
᾿Εν τόπῳ, οὗ ἐὰν ἀκούσητε
τὴν φωνὴν τῆς κερατίνης, ἐκεῖ
συναχθήσεσθε πρὸς ἡμᾶς, καὶ
ὁ Θεὸς ἡμῶν πολεμήσει περὶ
ἡμῶν. |
14
Εἰς ὅποιο, λοιπόν, σημεῖον τῆς
περιοχῆς ἀκούσετε τὸ σάλπισμα
τῆς κερατίνης σάλπιγγος, ἐκεῖ
ἀμέσως θὰ συγκεντρωθῆτε πλησίον
μας, διὰ τὴν ἀπόκρουσιν τῶν
ἐχθρῶν, καὶ ὁ Θεὸς θὰ
πολεμήσῃ ὑπὲρ ἡμῶν>.
|
14
Δι' αὐτό, ἂν χρειασθῇ, πρέπει νὰ συγκεντρωθῆτε
ἀμέσως κοντά μας εἰς τὸν τόπον, ὅπου
θὰ ἀκούσετε τὸ σάλπισμα τῆς κερατίνης
σάλπιγγος. Καὶ νὰ εἶσθε βέβαιοι ὅτι
ὁ Θεός μας θὰ πολεμήσῃ ὁπωσδήποτε
διὰ λογαριασμόν μας>. |
15
Καὶ ἡμεῖς ποιοῦντες τὸ ἔργον,
καὶ ἥμισυ αὐτῶν κρατοῦντες τὰς
λόγχας ἀπὸ ἀναβάσεως τοῦ
ὄρθρου ἕως ἐξόδου τῶν ἄστρων.
|
15
Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον ἡμεῖς
εἰργαζόμεθα διὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν
τοῦ τείχους. Τὸ ἥμισυ ἀπὸ
ἡμᾶς ἐκρατοῦσε λόγχας ἕτοιμον
διὰ πόλεμον ἀπὸ πολὺ πρωῒ
μέχρι τὸ βράδυ ποὺ θὰ ἔβγαιναν
τὰ ἄστρα.
|
15
Ἔτσι λοιπὸν συνεχίζαμεν τὸ ἔργον τῆς
ἀνοικοδομήσεως τοῦ τείχους, ἐνῷ οἱ
μισοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ἐκρατοῦσαν
εἰς τὰ χέρια των λόγχας, ἀπὸ τὰ
βαθειὰ χαράματα καὶ ἕως ὅτου ἔκαμναν
τὴν ἐμφάνισίν των τὰ ἄστρα.
|
16
Καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ
εἶπα τῷ λαῷ· ἕκαστος μετὰ
τοῦ νεανίσκου αὐτοῦ αὐλίσθητε
ἐν μέσῳ Ἱερουσαλήμ, καὶ
ἔστω ὑμῖν ἡ νὺξ προφυλακὴ
καὶ ἡ ἡμέρα ἔργον.
|
16
Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην
εἶπα εἰς τὸν λαόν: <Ὁ καθένας
ἀπὸ ἡμᾶς ἄς διανυκτερεύῃ
μὲ τὸν ὑπηρέτην του ἐντὸς
τῆς Ἱερουσαλήμ, ὥστε κατὰ τὴν
νύκτα νὰ εἶναι φρουρός σας κατὰ
δὲ τὴν ἡμέραν ἂς ἐπιδοθῇ
εἰς τὸ ἔργον του>.
|
16
Εἶπα δὲ τότε εἰς τὸν λαόν: <Καθένας
σας νὰ διανυκτερεύῃ μὲ τὸν ὑπηρέτην
του μέσα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ τὴν
μὲν νύκτα νὰ φυλάγετε μὲ τὴν σειράν
σας σκοπιάν, τὴν δὲ ἡμέραν νὰ ἐργάζεσθε
εἰς τὸ τεῖχος>. |
17
Καὶ ἤμην ἐγὼ καὶ οἱ ἄνδρες
τῆς προφυλακῆς ὀπίσω μου, καὶ
οὐκ ἦν ἐξ ἡμῶν ἐκδιδυσκόμενος
ἀνὴρ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ.
|
17
Ἐγὼ καὶ οἱ ἄνδρες τῆς
φρουρᾶς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν μαζῆ
μου, ποτὲ δὲν ἐβγάλαμεν τὰ ἐνδύματά
μας. Εὑρισκόμεθα πάντοτε εἰς ἐπιφυλακήν.
|
17
Ἤμουν δὲ παρὼν ἐκεῖ διαρκῶς
καὶ ἐγώ, καὶ πίσω μου εἶχα τοὺς
ἄνδρας τῆς φρουρᾶς. Κανείς μας δὲ
δὲν ἔβγαζε ποτὲ τὰ ἐνδύματά
του. Ἤμεθα πάντοτε ἕτοιμοι διὰ πόλεμον ἢ
ἐργασίαν. |