Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἦν ὁ ἀριθμὸς τῶν υἱῶν
Ἰσραὴλ ὡς ἡ ἄμμος τῆς
θαλάσσης, ἢ οὐκ ἐκμετρηθήσεται
οὐδὲ ἐξαριθμηθήσεται. Καὶ ἔσται
ἐν τῷ τόπῳ, οὗ ἐρρέθη
αὐτοῖς· οὐ λαός μου ὑμεῖς,
κληθήσονται καὶ αὐτοὶ υἱοὶ
Θεοῦ ζῶντος. |
ἀριθμὸς
τῶν Ἰσραηλιτῶν εἶναι μέγας ὡς
ἡ ἄμμος εἰς τὴν παραλίαν τῆς
θαλάσσης, ἡ ὁποία δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ μετρηθῇ καὶ οἱ κόκκοι
της δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀριθμηθοῦν.
Αὐτὸ θὰ πραγματοποιηθῇ εἰς τὸν
τόπον ἐκεῖνον, ὅπου ὑπὸ
τοῦ Κυρίου εἶχεν ἀναγγελθῆ εἰς
τοὺς Ἰσραηλίτας, <δὲν εἶσθε
λαός μου>. Εἰς τὸν αὐτὸν
τόπον θὰ ὀνομασθοῦν αὐτοὶ
υἱοὶ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος.
|
αρ’
ὅλα αὐτὰ ὁ ἀριθμὸς ὅλων
τῶν Ἰσραηλιτῶν <τῶν Ἰουδαίων
καὶ Ἰσραηλιτῶν> θὰ αὐξηθῇ
καὶ θὰ γίνῃ ὡσὰν τὴν ἄμμον,
ποὺ εἶναι εἰς τὴν ἀκροθαλασσιάν,
ἡ ὁποία εἶναι ἀδύνατον νὰ μετρηθῇ
καὶ οἱ κόκκοι της εἶναι ἀδύνατον νὰ
ἀριθμηθοῦν. Καὶ θὰ συμβῇ τοῦτο:
Εἰς τὸν ἴδιον ἐκεῖνον τόπον
<τὴν Βαβυλῶνα>, ὅπου τοὺς εἶχε
λεχθῇ ἀπὸ τὸν Κύριον <σεῖς
δὲν εἶσθε λαός μου>, θὰ ὀνομασθοῦν
καὶ αὐτοὶ <υἱοὶ τοῦ
Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι
νεκρὸς ὅπως τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ
ζῇ πάντοτε>. |
2
Καὶ συναχθήσονται υἱοὶ Ἰούδα
καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐπὶ
τὸ αὐτὸ καὶ θήσονται ἑαυτοῖς
ἀρχὴν μίαν καὶ ἀναβήσονται
ἐκ τῆς γῆς, ὅτι μεγάλη ἡ
ἡμέρα τοῦ Ἰεζραέλ. |
2
Θὰ συγκεντρωθοῦν Ἰουδαῖοι καὶ
Ἰσραηλῖται μαζῆ, διὰ νὰ ἀποτελέσουν
μίαν ἑνότητα. Θὰ ἀναγνωρίσουν
ὡς κεφαλήν των τὸν ἴδιον ἄρχοντα
καὶ θὰ ἐπανέλθουν ἀπὸ
τὴν χώραν τῆς ἐξορίας των. Διότι
θὰ εἶναι μεγάλη ἡ ἡμέρα
ἐκείνη τοῦ Ἰεζραέλ.
|
2
Καὶ οἱ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα
καὶ ἐκεῖνοι τοῦ βασιλείου τοῦ
Ἰσραὴλ θὰ συγκεντρωθοῦν, θὰ
συνενωθοῦν μεταξύ των εἰς ἕνα λαόν,
σὰν μέλη τῆς ἰδίας οἰκογενείας,
καὶ θὰ ἐκλέξουν καὶ θὰ ἀναδείξουν
διὰ τοὺς ἑαυτούς των κοινὸν
ἀρχηγὸν καὶ θὰ ἐπανέλθουν ἀπὸ
τὶς χῶρες τῆς αἰχμαλωσίας των εἰς
τὴν Παλαιστίνην <ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν:
Θὰ διασκορπισθοῦν πέραν τῶν ὁρίων
τῆς χώρας των>, διότι θὰ εἶναι μεγάλη,
ἔνδοξος καὶ λαμπρὰ ἡ ἡμέρα ἐκείνη
τοῦ Ἰεζραέλ. |
3
Εἴπατε τῷ ἀδελφῷ ὑμῶν·
λαός μου καὶ τῇ ἀδελφῇ ὑμῶν·
ἠλεημένη. |
3
Τότε ὀνομάσατε τὸν ἀδελφόν
σας τὸν μέχρι πρὸ ὀλίγου <Οὐ
- λαόν μου>, <Λαόν μου> καὶ τὴν
ἀδελφήν σας τὴν μέχρι πρὸ ὀλίγου
<Οὐκ - ἠλεημένην>, <᾿Ηλεημένην>.
|
3
Καὶ εἰς τὴν νέαν κατάστασιν τῶν πραγμάτων
ὀνομάσατε τὸν ἀδελφόν σας <λαός
μου καὶ τὴν ἀδελφήν σας <ἠλεημένην>.
|
4
Κρίθητε πρὸς τὴν μητέρα ὑμῶν,
κρίθητε, ὅτι αὕτη οὐ γυνή μου,
καὶ ἐγὼ οὐκ ἀνὴρ αὐτῆς.
Καὶ ἐξαρῶ τὴν πορνείαν αὐτῆς
ἐκ προσώπου μου καὶ τὴν μοιχείαν
αὐτῆς ἐκ μέσου μαστῶν αὐτῆς,
|
4
Κρίνατε καὶ δικάσατε τὴν μητέρα
σας· κρίνατέ την, διότι αὐτὴ
δὲν εἶναι σύζυγός μου καὶ ἐγὼ
δὲν εἶμαι ὁ σύζυγός της. Καὶ
θὰ διώξω ἀπὸ ἐμπρός μου
τὴν πορνείαν της, καὶ τὴν μοιχείαν
της ἀπὸ τοὺς μαστούς της. Θὰ
καταπαύσω δηλαδὴ τὴν πνευματικὴν μοιχείαν,
τὴν πρὸς τὰ εἴδωλα λατρείαν
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. |
4
Σεῖς οἱ Ἰσραηλῖται, οἱ ὁποῖοι
ἐπεστρέψατε πλησίον μου, ἐπιπλήξετε καὶ
κατακρίνετε τὴν μητέρα σας <διαμαρτυρηθῆτε
κατὰ τῆς εἰδωλολατρίας, ποὺ ἔχει
ῆμεταξὺ τοῦ λαοῦ>, διότι αὐτὴ
δὲν εἶναι πλέον σύζυγός μου, ἀλλ' οὔτε
καὶ ἐγὼ εἶμαι πλέον ὁ σύζυγός
της. Ἐπειδὴ συνεχίζει νὰ λατρεύῃ τὰ
βδελυκτὰ εἴδωλα, θὰ σηκώσω καὶ θὰ
ἐξαφανίσω ἀπὸ τὰ μάτια μου τὴν
πνευματικήν της πορνείαν <τὴν εἰδωλολατρίαν>
καὶ θὰ ἀπομακρύνω ἀπὸ τὶς
ἀγκάλες της τοὺς μοιχοὺς ἐραστάς
της, δηλαδὴ τοὺς εἰδωλολάτρες, οἱ
ὁποῖοι νομίζουν ὅτι εἶναι ἀσφαλισμένοι
εἰς τὴν ἀγκάλην της. |
5
ὅπως ἂν ἐκδύσω αὐτὴν γυμνὴν
καὶ ἀποκαταστήσω αὐτὴν καθὼς
ἡμέρα γενέσεως αὐτῆς. Καὶ
θήσω αὐτὴν ἔρημον καὶ τάξω
αὐτὴν ὡς γῆν ἄνυδρον καὶ
ἀποκτενῶ αὐτὴν ἐν δίψει·
|
5
Ἔτσι θὰ ἀπογυμνώσω αὐτὴν
καὶ θὰ τὴν παρουσιάσω τελείως
γυμνήν, ὅπως ὅταν τὴν ἐγέννησεν
ἡ μητέρα της. Θὰ καταστήσω αὐτὴν
ἔρημον, θὰ τὴν κάμω ὡσὰν
τὴν γῆν τὴν ξηρὰν καὶ τὴν
ἄνυδρον, καὶ θὰ τὴν θανατώσω
μὲ τὴν δίψαν. |
5
Ἐὰν συνεχίζῃ νὰ ζῇ πνευματικὰ
χωρισμένη ἀπὸ Ἐμέ, θὰ τὴν
ἀπογυμνώσω καὶ θὰ τὴν παρουσιάσω τελείως
γυμνήν, ὅπως ἦταν κατὰ τὴν ἡμέραν
τῆς γεννήσεώς της· καὶ θὰ τὴν
καταστήσω τόσον γυμνήν, ὅσον καὶ ἡ ἔρημος,
καὶ θὰ τὴν καταστήσω στεγνὴν ὅπως
ἡ ξηρὰ γῆ καὶ θὰ τὴν ἀφήσω
νὰ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν
δίψαν. |
6
καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς οὐ
μὴ ἐλεήσω, ὅτι τέκνα πορνείας
ἐστίν. |
6
Οὔτε καὶ τὰ τέκνα της θὰ ἐλεήσω,
διότι εἶναι τέκνα πορνείας, πνευματικῆς
ἀπὸ τοῦ Θεοῦ ἀποστασίας.
|
6
Καὶ τὰ τέκνα της <τοὺς Ἰσραηλίτες>
δὲν θὰ τὰ εὐσπλαγχνισθῶ, οὔτε
θὰ τοὺς δείξω ἔλεος, διότι εἶναι τέκνα
πνευματικῆς πορνείας <καρποὶ τῆς βδελυκτῆς
εἰδωλολατρίας καὶ ἀποστασίας ἀπὸ
Ἐμέ, τὸν Θεόν>. |
7
Ὅτι ἐξεπόρνευσεν ἡ μήτηρ αὐτῶν,
κατῄσχυνεν ἡ τεκοῦσα αὐτά, ὅτι
εἶπε· πορεύσομαι ὀπίσω τῶν
ἐραστῶν μου τῶν διδόντων μοι τοὺς
ἄρτους μου καὶ τὸ ὕδωρ μου καὶ
τὰ ἱμάτιά μου καὶ τὰ ὀθόνιά
μου, τὸ ἔλαιον μου καὶ πάντα ὅσα
μοι καθήκει. |
7
Διότι ἡ μητέρα των ἐξετράπη
εἰς πορνείαν κατεντρόπιασε καὶ κατεξηυτέλισε
τὰ τέκνα της, διότι μὲ ἀπερίγραπτον
ἀναισχυντίαν εἶπε· <θὰ ἀκολουθήσω
ἐγὼ τοὺς ἐραστάς μου, <δηλ.
ἡ φυλὴ τοῦ Ἰσραὴλ θὰ ἀκολουθοῦσε
τὰ εἴδωλα>, διότι αὐτοὶ μοῦ
δίδουν τὴν τροφήν μου, τὸ νερό
μου, τὰ ἐνδύματά μου, τὰ λινὰ
ὑφάσματά μου, τὸ λάδι μου καὶ
ὅλα ὅσα μοῦ χρειάζονται>.
|
7
Δὲν θὰ τὰ εὐσπλαγχνισθῶ, διότι
ἡ μητέρα των ἔχει ἐκδοθῇ ὅλως
διόλου, ὑπερβολικῶς, εἰς τὴν πνευματικὴν
πορνείαν, καὶ αὐτὴ ἡ ὁποία τὰ
ἐγέννησε, κατεντρόπιασε τὸν ἑαυτόν
της μὲ τὸ νὰ εἴπῃ ἀναίσχυντα:
<Θὰ ἀκολουθήσω τοὺς ἐραστάς μου
<τὰ εἴδωλα>, διότι αὐτοὶ μοῦ
προσφέρουν τὸ ψωμί μου καὶ τὸ νερό μου,
τὰ ἐνδύματά μου καὶ τὰ λινὰ
ὑφάσματά μου, τὸ λάδι μου καὶ ὅλα,
ὅσα μοῦ χρειάζονται καὶ μοῦ ταιριάζουν>.
|
8
Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ φράσσω
τὴν ὁδὸν αὐτῆς ἐν σκόλοψι
καὶ ἀνοικοδομήσω τὰς ὁδούς,
καὶ τὴν τρίβον αὐτῆς οὐ
μὴ εὕρῃ· |
8
Διὰ τὴν ἀναισχυντίαν της αὐτήν,
ἰδοὺ ἐγὼ φράζω τὴν πρὸς
τοὺς ἐραστὰς ὁδόν της μὲ
παλούκια, θὰ ἀνεγείρω ὀδοφράγματα
εἰς τοὺς δρόμους της καὶ ἔτσι
δὲν θὰ εὕρῃ αὐτὴ τὸν
δρόμον της πρὸς τὴν διαφθοράν.
|
8
Διὰ τοῦτο νά· Ἐγὼ θὰ φράξω τὸν
ἀναίσχυντον δρόμον της πρὸς τὴν εἰδωλολατρίαν
μὲ πασσάλους καὶ ἀγκάθια καὶ
θὰ στήσω μεγάλα ἐμπόδια εἰς τὸν δρόμον
της, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ
εὕρῃ τὸν δρόμον, ποὺ ὁδηγεῖ
εἰς τὴν πνευματικὴν πορνείαν.
|
9
καὶ καταδιώξεται τοὺς ἐραστὰς
αὐτῆς καὶ οὐ μὴ καταλάβῃ
αὐτοὺς καὶ ζητήσει αὐτοὺς
καὶ οὐ μὴ εὔρῃ αὐτοὺς
καὶ ἐρεῖ· πορεύσομαι καὶ
ἐπιστρέψω πρὸς τὸν ἄνδρα μου
τὸν πρότερον, ὅτι καλῶς μοι ἦν
τότε ἦ νῦν. |
9
Θὰ προσπαθήσῃ καὶ θὰ τρέξῃ
νὰ εὕρῃ τοὺς ἐραστάς της,
ἀλλὰ δὲν θὰ τοὺς προφθάσῃ.
Θὰ τοὺς ἀναζητήσῃ, καὶ
δὲν θὰ τοὺς ἀνεύρῃ. Καὶ
τότε θὰ εἴπῃ· <θὰ ἐπιστρέψω
καὶ θὰ ἐπανέλθω πρὸς τὸν
προηγούμενον καὶ νόμιμον ἄνδρα μου,
διότι καλύτερα ἤμην τότε, παρὰ
τώρα>. |
9
Αὐτὴ θὰ τρέξῃ μὲ μανίαν πίσω
ἀπὸ τοὺς ἐραστάς της, ἀλλὰ
δὲν θὰ τοὺς προφθάσῃ· καὶ θὰ
τοὺς ἀναζητήσῃ ἐπιμόνως, ἀλλὰ
δὲν θὰ τοὺς εὕρῃ· κατόπιν δὲ
θὰ εἴπῃ: <Θὰ ἐπιστρέψω εἰς
τὸν προηγούμενον σύζυγόν μου, διότι τότε ἦσαν
πολὺ καλύτερα τὰ πράγματα, παρὰ τώρα>.
|
10
Καὶ αὐτὴ οὐκ ἔγνω ὅτι
ἐγὼ ἔδωκα αὐτῇ τὸν σῖτον
καὶ τὸν οἶνον καὶ τὸ ἔλαιον,
καὶ ἀργύριον ἐπλήθυνα αὐτῇ·
αὐτὴ δὲ ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ
ἐποίησε τῇ Βάαλ.
|
10
Αὐτή, ἡ μητέρα σας, δὲν κατώρθωσε
νὰ ἐννοήσῃ ὅτι ἐγὼ
ἔδωκα εἰς αὐτὴν τὸν σῖτον,
τὸν οἶνον, τὸ ἔλαιον καὶ ἐπὶ
πλέον πλοῦτον ἀργυρίου. Αὐτὴ
ὅμως, μὲ ὅσα ἐγὼ τῆς εἶχα
δώσει, κατεσκεύασεν ἀργυρᾶ καὶ
χρυσᾶ εἴδωλα διὰ τὴν Ἀστάρτην,
τὴν ἀναίσχυντον σύζυγον τοῦ
βδελυροῦ εἰδώλου Βάαλ.
|
10
Καὶ αὐτὴ οὐδέποτε εἶχε συναισθανθῆ,
ὅτι ὄχι τὰ εἴδωλα, ἀλλ’ Ἐγὼ
ἤμουν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
τῆς ἔδωκε τὸ σιτάρι, τὸ κρασί καὶ
τὸ λάδι, καὶ Ἐγὼ τῆς ἔδωκα
ὁλονὲν καὶ περισσότερον πλοῦτον ἀπὸ
ἀσῆμι. Αὐτὴ ὅμως ἐσπατάλησε
τὸν πλοῦτον αὐτὸν μὲ τὸ
νὰ κατασκευάσῃ εἴδωλα ἀσημένια καὶ
χρυσᾶ πρὸς τιμὴν τῆς Ἀστάρτης,
τῆς σιχαμερῆς συζύγου τοῦ βδελυκτοῦ
εἰδώλου Βάαλ. |
11
Διὰ τοῦτο ἐπιστρέψω καὶ κομιοῦμαι
τὸν σῖτόν μου καθ' ὥραν αὐτοῦ
καὶ τὸν οἶνόν μου ἐν καιρῷ
αὐτοῦ καὶ ἀφελοῦμαι τὰ
ἱμάτιά μου καὶ τὰ ὀθόνιά
μου τοῦ μὴ καλύπτειν τὴν ἀσχημοσύνην
αὐτῆς. |
11
Διὰ τοῦτο, δι' ὅσα βδελυρὰ καὶ
ἀναίσχυντα αὐτὴ ἔπραξεν, ἐγὼ
θὰ πάρω καὶ θὰ κρατήσω διὰ
τὸν ἑαυτόν μου τὸν σῖτον μου
καὶ τὸν οἶνον μου, κατὰ τὸν
καιρὸν τῆς συγκομιδῆς των. Θὰ ἀφαιρέσω
ἀπὸ αὐτὴν τὰ ἐνδύματα,
ποὺ τῆς εἶχα δώσει καὶ τὰ
λινὰ ὑφάσματα, ὥστε νὰ μὴ
ἠμπορῇ πλέον νὰ σκεπάσῃ
τὴν γυμνότητά της.
|
11
Διὰ τοῦτο θὰ ἐπιστρέψω καὶ θὰ
άφαιρέσω τὸ σιτάρι μου κατὰ τὴν
ὥραν τοῦ θερισμοῦ καὶ τὸ κρασί
μου εἰς τὸν κατάλληλον καιρόν <τῆς
συγκομιδῆς>. Θὰ ἀφαιρέσω ἀπὸ
αὐτὴν τὰ ἐνδύματα, ποὺ τῆς
ἔδωκα, καὶ τὰ λινὰ ὑφάσματα,
ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ σκεπάζῃ
πλέον τὸ γυμνὸν τῆς σῶμα.
|
12
Καὶ νῦν ἀποκαλύψω τὴν ἀκαθαρσίαν
αὐτῆς ἐνώπιον τῶν ἐραστῶν
αὐτῆς, καὶ οὐδεὶς οὐ μὴ
ἐξέληται αὐτὴν ἐκ χειρός
μου. |
12
Τώρα θὰ ξεσκεπάσω τὴν βρωμερότητά
της καὶ τὴν ἀναισχυντίαν της ἐνώπιον
τῶν ἐραστῶν της καὶ κανεὶς δὲν
θὰ ἠμπορέσῃ νὰ τὴν γλυτώσῃ
ἀπὸ τὰ χέρια μου.
|
12
Τώρα δὲ θὰ ξεσκεπάσω τὴν ἀναίσχυντον
γύμνωσιν της ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῶν
ἐραστῶν της <τῶν εἰδώλων> καὶ
κανεὶς δὲν θὰ ἠμπορέσῃ
νὰ τὴν γλυτώσῃ ἀπὸ τὰ
χέρια μου. |
13
Καὶ ἀποστρέψω πάσας τὰς εὐφροσύνας
αὐτῆς, ἑορτὰς αὐτῆς καὶ
τὰς νουμηνίας αὐτῆς καὶ τὰ
σάββατα αὐτῆς καὶ πάσας τὰς
πανηγύρεις αὐτῆς. |
13
Θὰ σταματήσω ὅλας τὰς τέρψεις
της, τὰς θρησκευτικὰς ἑορτὰς γενικῶς,
εἰδικώτερα δὲ τὰς ἑορτὰς
τῆς πρωτομηνιᾶς, τὰ σάββατα καὶ
ὅλας τὰς μεγάλας πανηγύρεις της.
|
13
Καὶ θὰ καταργήσω ὅλες τὶς χαρὲς
καὶ τὶς ψυχαγωγικές της ἐκδηλώσεις,
τὶς θρησκευτικὲς ἑορτές της, τὶς
ἑορτὲς τῆς πρώτης ἡμέρας ἑκάστου
μηνὸς καὶ τὰ σάββατά της καὶ
ὅλα τὰ μεγάλα καὶ πολυάνθρωπα πανηγύρια
της. |
14
Καὶ ἀφανιῶ ἄμπελον αὐτῆς
καὶ τὰς συκᾶς αὐτῆς, ὅσα
εἶπε· μισθώματά μου ταῦτά
ἐστιν ἃ ἔδωκάν μοι οἱ ἐρασταί
μου, καὶ θήσομαι αὐτὰ εἰς μαρτύριον,
καὶ καταφάγεται αὐτὰ τὰ θηρία
τοῦ ἀγροῦ, καὶ τὰ πετεινὰ
τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ ἐρπετὰ
τῆς γῆς. |
14
Θὰ καταστρέψω τὰ ἀμπέλια της,
τίς συκιές της καὶ ὅλα ἐκεῖνα,
διὰ τὰ ὁποῖα εἶπεν· <αὐτὰ
εἶναι ἡ ἀνταμοιβή μου, τὴν ὁποίαν
μοῦ ἔδωκαν οἱ ἐρασταί μου>.
Θὰ τὰ κάμω, ὥστε νὰ εἶναι
μαρτυρία πρὸς ὅλους διὰ τὴν
τιμωρίαν τῆς φυλῆς τοῦ Ἰσραήλ.
Θὰ τὰ καταφάγουν τὰ θηρία τῆς
ὑπαίθρου, τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ τὰ ἐρπετὰ τῆς γῆς.
|
14
Ἀκόμη θὰ ἀφανίσω τὰ ἀμπέλια
της καὶ τὶς συκιές της, διὰ τὰ
ὁποῖα συνήθιζε νὰ λέγῃ: <Αὐτὰ
εἶναι ἡ ἀμοιβὴ τῆς πορνείας
μου <εἰδωλολατρίας>, ποὺ μοῦ ἔδωκαν
οἱ ἐρασταί μου <εἰδωλολάτραι>.
Ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ ἐξαφανίσω
ἔτσι, ὥστε νὰ μαρτυροῦν τὴν
τιμωρίαν των <τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ>.
Διότι ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ καταφάγουν
τὰ θηρία τῆς ὑπαίθρου καὶ τὰ
πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ
ἑρπετὰ τῆς γῆς.
|
15
Καὶ ἐκδικήσω ἐπ' αὐτὴν
τὰς ἡμέρας τῶν Βααλείμ, ἐν
αἷς ἐπέθυεν αὐτοῖς καὶ
περιετίθετο τὰ ἐνώτια αὐτῆς
καὶ τὰ καθόρμια αὐτῆς καὶ
ἐπορεύετο ὀπίσω τῶν ἐραστῶν
αὐτῆς, ἐμοῦ δὲ ἐπελάθετο,
λέγει Κύριος. |
15
Ἔτσι θὰ τιμωρήσω τὴν φυλὴν τοῦ
Ἰσραὴλ διὰ τὰς ἡμέρας,
κατὰ τὰς ὁποίας ἐλάτρευσε
τὰ εἴδωλα τοῦ Βάαλ, δι' ἐκείνας
κατὰ τὰς ὁποίας πολλὰς θυσίας
προσέφερε δι' αὐτὰ καὶ ἐφοροῦσεν
ὡς στόλισμά της τὰ σκουλαρίκια
καὶ τὰ περιδέραιά της, καὶ ἀκολουθοῦσε
τοὺς ἐραστάς της. Ἐμὲ δέ
μὲ εἶχε λησμονήσει, λέγει ὁ
Κύριος.
|
15
Ἔτσι θὰ τὴν τιμωρήσω <τὸ βασίλειον
τοῦ Ἰσραήλ> διὰ τὶς ἡμέρες,
ποὺ πανηγύριζε καὶ προσέφερε θυσίες εἰς
τὰ εἴδωλα τοῦ Βάαλ καὶ ἐφοροῦσε
διὰ στολισμὸν τὰ σκουλαρίκια της καὶ
τὰ περιδέραιά της καὶ ἀκολουθοῦσε
τοὺς ἐραστάς της <τὰ εἴδωλα>,
ἐνῶ Ἐμὲ μὲ ἐλησμόνησε,
λέγει ὁ Κύριος. |
-16
Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ πλανῶ
αὐτὴν καὶ τάξω αὐτὴν ὡς
ἔρημον καὶ λαλήσω ἐπὶ τὴν
καρδίαν αὐτῆς. |
16
Διὰ τοῦτο ἐγὼ θὰ ὁδηγήσω
τὴν φυλὴν Ἰσραὴλ εἰς περιπλάνησιν
καὶ ἐξορίαν, θὰ καταστήσω ἔρημον
καὶ ἀκατοίκητον τὴν χώραν της.
Καὶ ὅταν ἐν τῇ θλίψει της μετανοήσῃ,
ἐγὼ θὰ ὁμιλήσω εἰς τὴν
καρδίαν της εἰρηνικά.
|
16
Ἕνεκα τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐτῆς
διαγωγῆς της νά· θὰ τὴν μαγεύσω, θὰ
τὴν περιπλανήσω, θὰ τὴν ὁδηγήσω εἰς
ἐξορίαν καὶ θὰ καταστήσω τὴν χώραν
ἔρημον μέσα δὲ εἰς τὴν θλῖψιν
τῆς ἐξορίας καὶ ἐρημώσεως θὰ
ὁμιλήσω εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας της
καὶ θὰ γίνω ἀκουστός.
|
17
Καὶ δώσω αὐτῇ τὰ κτήματα
αὐτῆς ἐκεῖθεν καὶ τὴν
κοιλάδα Ἀχὼρ διανοῖξαι σύνεσιν
αὐτῆς, καὶ ταπεινωθήσεται ἐκεῖ
κατὰ τὰς ἡμέρας νηπιότητος αὐτῆς
καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας ἀναβάσεως
αὐτῆς ἐκ γῆς Αἰγύπτου.
|
17
Μετανοοῦσαν θὰ τὴν ἐπιστρέψω
ἀπὸ τὴν ἐξορίαν, θὰ δώσω
εἰς αὐτὴν τὰ κτήματα τῆς
χώρας της καὶ τὴν κοιλάδα Ἀχὼρ
καὶ θὰ τὴν βοηθήσω νὰ συνετισθῇ
διὰ τὰ σφάλματά της. Θὰ ταπεινωθῇ
τότε, ὅπως ἐταπεινώθη ἐκεῖ
εἰς τὴν Αἴγυπτον, ὅταν ἐζοῦσε
τὴν νηπιακήν της ἡλικίαν ὡς
ἔθνος, κατὰ τὴν ἐποχήν, ποὺ
ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν χώραν
τῆς Αἰγύπτου.
|
17
Καὶ ἀφοῦ αὐτὴ μετανοήσῃ,
θὰ τὴν ἐπιστρέψω ἀπὸ τὴν
ἐξορίαν καὶ θὰ δώσω εἰς αὐτὴν
τὰ κτήματά της καὶ τὴν περίφημον διὰ
τὴν γονιμότητά της κοιλάδα Ἀχὼρ καὶ
θὰ τὴν ἐνισχύσω, ὥστε νὰ
συναισθανθῇ τὰ ὅσα ἁμαρτωλὰ
διέπραξε. Μέσα δὲ εἰς τὴν μετάνοιαν καὶ
συντριβήν της θὰ συνετισθῇ καὶ θὰ
ταπεινωθῇ, ὅπως ἐταπεινώθη κατὰ τὶς
πρῶτες ἡμέρες τῆς ἐθνικῆς της
ἱστορίας, ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν
γῆν Χαναὰν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
|
18
Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ, λέγει Κύριος, καλέσει
με· ὁ ἀνὴρ καὶ οὐ καλέσει
με ἔτι Βααλείμ· |
18
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
τῆς μετανοίας καὶ ταπεινώσεώς
της, λέγει ὁ Κύριος: Θὰ μὲ ὀνομάζῃ
<σύζυγός μου> καὶ δὲν θὰ
ἐπικαλεσθῇ πλέον ἀντὶ ἐμοῦ
τὰ εἴδωλα τοῦ Βαάλ.
|
18
Καὶ κατὰ τὴν εὐτυχῆ ἐκείνην
ἡμέραν τῆς μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς,
λέγει ὁ Κύριος, θὰ μὲ φωνάξῃ·
<ὁ σύζυγός μου>, καὶ δὲν θὰ
φωνάζῃ πλέον <ὁ Βάαλ μου>, ἐπικαλουμένη
ἀντὶ ἐμοῦ τὴν λατρείαν τῶν
εἰδώλων. |
19
καὶ ἐξαρῶ τὰ ὀνόματα τῶν
Βααλεὶμ ἐκ στόματος αὐτῆς καὶ
οὐ μὴ μνησθῶσιν οὐκ ἔτι τὰ
ὀνόματα αὐτῶν.
|
19
Ἐγὼ δὲ θὰ ἀφαιρέσω ἀπὸ
τὸ στόμα τῆς φυλῆς τοῦ Ἰσραὴλ
τὰ ὀνόματα τῶν εἰδώλων
τοῦ Βαὰλ καὶ οὐδέποτε πλέον
οἱ Ἰσραηλῖται θὰ ἐνθυμηθοῦν
τὰ ὀνόματα αὐτῶν τῶν εἰδώλων.
|
19
Τότε θὰ ἀφαιρέσω ἀπὸ τὸ
στόμα της τὰ εἰδωλολατρικὰ ὀνόματα
καὶ τὶς ἐπικλήσεις πρὸς τὸν
Βάαλ, καὶ τὰ ὀνόματα τῶν εἰδωλολατρικῦν
αὐτῶν θεῶν οὐδέποτε θὰ μνημονεύωνται
πλέον, διότι θὰ λησμονηθοῦν.
|
20
Καὶ διοθήσομαι αὐτοῖς διαθήκην
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
μετὰ τῶν θηρίων τοῦ ἀγροῦ
καὶ μετὰ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ
καὶ τῶν ἐρπετῶν τῆς γῆς·
καὶ τόξον καὶ ρομφαίαν καὶ πόλεμον
συντρίψω ἀπὸ τῆς γῆς καὶ
κατοικιῶ σε ἐπ' ἐλπίδι. |
20
Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην
τῆς μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς
των πρὸς ἐμέ, θὰ συνάψω νέαν
συνθήκην εἰρήνης μὲ αὐτούς,
ἀκόμη δὲ εἰρήνης καὶ μὲ
τὰ θηρία τῆς ὑπαίθρου, μὲ
τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ
μὲ τὰ ἐρπετὰ τῆς γῆς.
Θὰ συντρίψω καὶ θὰ ἐξαφανίσω
ἀπὸ τὴν χώραν τοῦ Ἰσραὴλ
τὸ πολεμικὸν τόξον καὶ τὴν ἐχθρικὴν
ρομφαίαν καὶ τὸν πόλεμον, καὶ
θὰ ἐγκαταστήσω αὐτοὺς μὲ
ἀγαθὰς ἐλπίδας πρὸς μίαν
εἰρηνικὴν ζωήν.
|
20
Καὶ κατὰ τὴν εὐλογημένην ἐκείνην
ἡμέραν θὰ συνάψω διὰ λογαριασμόν των
συνθήκην εἰρήνης μὲ τὰ θηρία τῆς ὑπαίθρου
καὶ μὲ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ μὲ τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς.
Ἀκόμη θὰ συντρίψω καὶ θὰ ἐξαφανίσω
ἀπὸ τὴν χώραν τοῦ Ἰσραὴλ
τόξον καὶ ρομφαίαν καὶ πόλεμον καὶ θὰ
σὲ ἐγκαταστήσω εἰς τὴν χώραν ἀσφαλῆ,
εἰρηνικὸν καὶ μὲ μόνιμον σύντροφον
τὴν ἐλπίδα. |
21
Καὶ μνηστεύσομαί σε ἐμαυτῷ εἰς
τὸν αἰῶνα καὶ μνηστεύσομαί
σε ἐμαυτῷ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ
ἐν κρίματι καὶ ἐν ἐλέει
καὶ ἐν οἰκτιρμοῖς |
21
Θὰ σὲ μνηστευθῶ τότε ὡς ἰδικήν
μου διὰ παντός, θὰ σὲ πάρω ὡς
ἰδικήν μου πλέον μνηστὴν καὶ
θὰ σοῦ προσφέρω δικαιοσύνην, δικαίαν
κρίσιν, τρυφερότητα καὶ εὐσπλαγχνίαν.
|
21
Καὶ τότε θὰ σὲ μνηστευθῶ <σὲ
τὸν Ἰσραήλ> ὡς ἰδικήν μου
μνηστὴν αἰωνίως· θὰ σὲ μνηστευθῶ
καὶ θὰ σοῦ προσφέρω δικαιοσύνην καὶ
δίκαιες καὶ φιλάνθρωπες ἀποφάσεις καὶ ἔλεος
καὶ οἰκτιρμούς, εὐσπλαγχνίαν μεγάλην.
|
22
καὶ μνηστεύσομαῖ σε ἐμαυτῷ ἐν
πίστει, καὶ ἐπιγνώσῃ τὸν
Κύριον. |
22
Θὰ σὲ μνηστευθῶ ὡς πιστὴν πλέον
εἰς ἐμὲ καὶ σὺ θὰ γνωρίσῃς
ἐμέ, τὸν Κύριον.
|
22
Ἀκόμη ἡ μνηστεία μου πρὸς σὲ θὰ
εἶναι τρυφερά, γεμάτη συμπάθειαν καὶ πιστότητα·
σὺ δὲ θὰ γνωρίσῃς καὶ θὰ
ἀναγνωρίσῃς Ἐμέ, τὸν Κύριον.
|
23
Καὶ ἔσται ἐν ἐκείνῃ τῇ
ἡμέρᾳ, λέγει Κύριος, ἐπακούσομαι
τῷ οὐρανῷ, καὶ αὐτὸς ἐπακούσεται
τῇ γῇ, |
23
Κατὰ τὴν εἰρηνικὴν ἐκείνην
περίοδον, λέγει ὁ Κύριος, θὰ
εἰσακούσω καὶ θὰ ἀπαντήσω
εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ὁ
οὐρανὸς θὰ ἀπαντήσῃ εἰς
τὴν γῆν, στέλλων ζωογόνον βροχὴν
|
23
Κατὰ δὲ τὴν εὐφρόσυνον καὶ εὐτυχισμένην
ἐκείνην ἡμέραν θὰ συμβῇ τοῦτο,
λέγει ὁ Κύριος· θὰ ὑπάρξῃ πλήρης ἁρμονία
μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς·
θὰ ἀκούσω μὲ προσοχὴν εἰς τὸν
οὐρανὸν καὶ θὰ ἀπαντήσω·
καὶ ὁ οὐρανὸς θὰ ἀκούσῃ
μὲ προσοχὴν εἰς τὴν γῆν καὶ
θὰ ἀπαντήσῃ μὲ βροχήν·
|
24
καὶ ἡ γῆ ἐπακούσεται τὸν
σῖτον καὶ τὸν οἶνον καὶ τὸ
ἔλαιον, καὶ αὐτὰ ἐπακούσεται
τῷ Ἰεζραέλ. |
24
ἡ δὲ γῆ θὰ ἀπαντήσῃ
εἰς τὸν οὐρανόν, παράγουσα σῖτον
καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον. Ὅλα δὲ
αὐτὰ θὰ προσφερθοῦν διὰ τὴν
εἰρηνικὴν καὶ ἁρμονικὴν ζωὴν
τοῦ Ἰεζραέλ.
|
24
καὶ ἡ γῆ θὰ ἀκούσῃ μὲ
προσοχὴν εἰς τὸν οὐρανόν, ποὺ
τῆς ἔστειλε τὴν ζωογόνον βροχήν, καὶ
θὰ δώσῃ ὡς καρπὸν τὸ σιτάρι
καὶ τὸ κρασὶ καὶ τὸ λάδι·
καὶ αὐτὰ θὰ ἀκούσουν μὲ
προσοχὴν εἰς τὸν Ἰεζραὲλ καὶ
θὰ ἀπαντήσουν. Ἑπομένως ὅλα - Θεός,
οὐρανός, γῆ, Ἰσραήλ - θὰ συμβάλουν
εἰς τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ἁρμονίας
καὶ τὴν ἐπικράτησιν τῆς θείας εὐνοίας
εἰς τὴν χώραν. |
25
Καὶ σπερῶ αὐτὴν ἐμαυτῷ
ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐλεήσω
τὴν Οὐκ - ἠλεημένην καὶ ἐρῶ
τῷ Οὐ - λαῷ - μου· λαός μου εἶ
σύ, καὶ αὐτὸς ἐρεῖ·
Κύριος ὁ Θεός μου εἶ σύ.
|
25
Θὰ διασπείρω καὶ θὰ ἐγκαταστήσω
τὸν νέον Ἰσραὴλ εἰς τὴν
χώραν, θὰ ἐλεήσω τὴν Οὐκ
- ἠλεημένην καὶ εἰς τὸν Οὐ
- λαόν μου θὰ εἴπω· <σὺ εἶσαι
λαός μου>. Καὶ ἐκεῖνος θὰ
ἀπαντήσῃ· <σὺ εἶσαι
ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός μου>.
|
25
Καὶ θὰ σκορπίσω καὶ θὰ σπείρω αὐτήν
<τὸν νέον Ἰσραὴλ δι’ Ἐμὲ
εἰς τὴν γῆν· καὶ θὰ ἐλεήσω
τὴν <μὴ ἠλεημένην> καὶ
θὰ εἴπω εἰς τὸν <μὴ λαόν>
μου: <Σὺ εἶσαι λαός μου> αὐτὸς
δὲ θὰ εἴπῃ: <Σὺ εἶσαι
ὁ Κύριος καὶ Θεός μου>. |