Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἰς
κόλπον αὐτῶν ὡς γῆ, ὡς
ἀετὸς ἐπὶ οἶκον Κυρίου,
ἀνθ' ὧν παρέβησαν τὴν διαθήκην
μου καὶ κατὰ τοῦ νόμου μου ἠσέβησαν.
|
ἐχθρὸς
θὰ ἐπέλθῃ ἐν μέσῳ
αὐτῶν, διὰ νὰ μεταβάλῃ
τὴν χώραν των εἰς γῆν ἔρημον·
ὡς ἀετὸς ἐναντίον τοῦ
λαοῦ τοῦ Κυρίου, διότι αὐτοὶ
παρέβησαν τὴν Διαθήκην μου καὶ ἠσέβησαν
ἐναντίον τοῦ Νόμου μου.
|
πολεμικὴ
σάλπιγξ ἠχεῖ:> Ὁ ἐχθρός, ὁ
στρατὸς τῶν Ἀσσυρίων, ἔφθασεν
εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς χώρας,
ἡ ὁποία θὰ γίνῃ ἔρημος·
οἱ Ἀσσύριοι μὲ ταχύτητα καὶ
ὁρμὴν ἀετοῦ θὰ ἐπιπέσουν
μὲ μανίαν ἐναντίον τοῦ λαοῦ τοῦ
Θεοῦ, ἐπειδὴ οἱ Ἰσραηλῖται
παρέβησαν τὴν διαθήκην μου καὶ ἀσέβησαν
κατὰ τοῦ ἁγίου νόμου μου.
|
2
Ἐμὲ κεκράξονται· ὁ Θεός,
ἐγνώκαμέν σε. |
2
Ὑπὸ τὸ βάρος δὲ τῶν θλίψεων,
θὰ φωνάξουν τότε πρὸς ἐμέ·
<σὺ εἷσαι ὁ Θεός μας· σὲ
ἀναγνωρίζομεν πλέον ὡς Κύριόν
μας>. |
2
Τότε μέσα εἰς τὰ δεινὰ τῆς συμφορᾶς
των καὶ ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ φόβου
ματαίως θὰ φωνάξουν πρὸς Ἐμέ: <Σὺ
εἶσαι ὁ Θεός μας· σὲ ὁμολογοῦμεν
καὶ σὲ ἀναγνωρίζομεν ὡς Κύριόν
μας>. |
3
Ὅτι Ἰσραὴλ ἀπεστρέψατο ἀγαθά,
ἐχθρὸν κατεδίωξαν. |
3
Οἱ Ἰσραηλῖται ἀπεστράφησαν τὰ
ἀγαθά, τὸν Θεὸν καὶ τὰς
δωρεάς του. Ἐπεδίωξαν τὸ κακὸν
ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ των, ἐπροτίμησαν
τοὺς ἐχθρούς των.
|
3
<Ἀλλ’ ὁ Κύριος, τοῦ ὁποίου παρέβησαν
τὴν διαθήκην, ἀπαντᾷ εἰς τὴν
ὑποκριτικὴν ἐπίκλησιν τοῦ Ἰσραήλ:
Δὲν ἀκούω τὴν ἐπίκλησίν σας>,
διότι ὁ Ἰσραηλατικὸς λαὸς ἀπέρριψε
καὶ ἀπελάκτισε τὰ ἀγαθὰ <ἢ
κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἀπέρριψε τὸν
Θεόν, ὁ Ὁποῖος εἶναι γεμᾶτος
ἀγαθότητα) καὶ προσεχώρησαν μὲ τὴν
ἐλευθέραν θέλησίν των εἰς τὸν ἐχθρόν,
τὸ κακόν <ἐπεδίωξαν τὴν φιλίαν
τῶν ἐχθρῶν των Ἀσσυρίων>.
|
4
Ἑαυτοῖς ἐβασίλευσαν καὶ οὐ
δι' ἐμοῦ· ἦρξαν καὶ οὐκ
ἐγνώρισάν μοι τὸ
ἀργύριον αὐτῶν
καὶ τὸ χρυσίον αὐτῶν
ἐποίησαν ἑαυτοῖς εἴδωλα, ὅπως
ἐξολοθρευθῶσιν. |
4
῞Ιδρυσαν ἰδικόν των βασίλειον, ἀνεκήρυξαν
ἰδικόν των βασιλέα, χωρὶς τὴν
ἰδικήν μου γνώμην. Ἐγκατέστησαν
ἄρχοντας, διὰ τοὺς ὁποίους δὲν
μἐ ἠρώτησαν. Μὲ τὸ ἀργύριόν
των καὶ τὸ χρυσίον των κατεσκεύασαν
διὰ τὸν ἑαυτόν τους εἴδωλα,
διὰ νὰ ἐξολοθρευθοῦν ἀπὸ
αὐτὰ καὶ μὲ αὐτά.
|
4
Ἐχωρίσθησαν καὶ ἴδρυσαν βασίλειον ἰδικόν
των καὶ ἐχειροτόνησαν διὰ τὸν ἑαυτόν
των βασιλιᾶ <τὸν Ἱεροβοάμ> χωρὶς
τὴν ἰδικήν μου συγκατάθεσιν καὶ ἔγκρισιν
ἀνέδειξαν ἄρχοντας, χωρὶς νὰ μὲ
συμβουλευθοῦν καὶ νὰ μοῦ τὸ
γνωρίσουν. Μὲ τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ
χρυσάφι τους κατεσκεύασαν πολυτελῆ εἴδωλα, διὰ
νὰ τὰ λατρεύουν, οὐσιαστικῶς ὅμως
διὰ νὰ καταστραφοῦν. |
5
Ἀπότριψαι τὸν μόσχον σου, Σαμάρεια·
παρωξύνθη ὁ θυμός μου ἐπ' αὐτούς·
ἕως τίνος οὐ μὴ δύνωνται καθαρισθῆναι
ἐν τῷ Ἰσραήλ; |
5
Κάτοικοι τῆς Σαμαρείας, συντρίψατε
καὶ ἐξαφανίσατε τὸν χρυσοῦν
εἰδωλολατρικὸν μόσχον σας. Ἔχει πλέον
παροξυνθῇ ἡ ὀργή μου ἐναντίον
ἐκείνων, ποὺ τὸν προσκυνοῦν.
Ἕως πότε δὲν θὰ θέλετε νὰ
καθαρισθῆτε ἀπὸ τὸν μολυσμόν,
ποῦ ὑπάρχει ἀνάμεσα εἰς
τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν;
|
5
Ἀπόβαλε, σύντριψε τὸ εἴδωλον τοῦ
χρυσοῦ μόσχου σου, Σαμάρεια· ἄναψε ὁ
θυμός μου εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν ἐναντίον
αὐτῶν, ποὺ προσκυνοῦν τοῦτο
τὸ εἴδωλον. Μέχρι πότε σεῖς, ποὺ ἐγίνατε
ἀκάθαρτοι ἕνεκα τῆς εἰδωλολατρίας,
θὰ μένετε ἀδιόρθωτοι καὶ δὲν θὰ
θελήσετε νὰ καθαρισθῆτε ἀπὸ τὸν
μολυσμὸν τῆς εἰδωλολατρίας, ποὺ ὑπάρχει
εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν;
|
6
Καὶ αὐτὸ τέκτων ἐποίησε,
καὶ ὁ Θεός ἐστι· διότι
πλανῶν ἦν ὁ μόσχος σου, Σαμάρεια.
|
6
Ἔργον τεχνίτου, ἀνθρώπου χρυσοχόου,
εἶναι ὁ εἰδωλολατρικός σας μόσχος
καὶ ὄχι Θεός. Πλάνη διὰ σᾶς
εἶναι ὁ μόσχος σας, ὦ Σαμαρεῖται!
|
6
Αὐτὸ δὲ τὸ ἄγαλμα τοῦ
μόσχου εἶναι ἔργον ἀνθρώπου τεχνίτου, τοῦ
χρυσοχόου, καὶ δὲν εἶναι θεός· ἑπομένως
σὲ ἐπλάνησε τὸ ἄγαλμα τοῦ χρυσοῦ
μόσχου σου, Σαμάρεια! |
7
Ὅτι ἀνεμόφθορα ἔσπειραν, καὶ
ἡ καταστροφὴ αὐτῶν ἐκδέξεται
αὐτά· δράγμα οὐκ ἔχον ἰσχὺν
τοῦ ποιῆσαι ἄλευρον· ἐὰν
δὲ καὶ ποιήσῃ, ἀλλότριοι
καταφάγονται αὐτό. |
7
Τὰ ὅσα ἐσπείρατε θὰ τὰ
κατακαύσῃ ὁ λίβας. Καταστροφὴ
ἀναμένει τὰ σιτηρά σας. Οἱ θερισταὶ
θὰ δένουν εἰς δεμάτια στάχυα
ἄκαρπα, ποὺ δὲν θὰ εἶναι εἰς
θέσιν νὰ δώσουν ἄλευρον. Ἀλλὰ
καὶ ἐὰν ἡ χώρα σας εὐφορήσῃ
καὶ παραγάγῃ σῖτον καὶ καρπούς,
ξένοι θὰ καταφάγουν τὰ προϊόντα
της. |
7
Λοιπὸν κανένα καρπὸν καὶ καμμίαν ὠφέλειαν
δὲν θὰ ἔχετε ἀπὸ τὰ εἴδωλα·
διότι μὲ ὅλα αὐτὰ εἶναι ὡσὰν
νὰ ἔσπειραν οἱ κάτοικοί σου,
Σαμάρεια, καὶ ὁ ἄνεμος νὰ κατέστρεψε
τὰ σπαρτά, ὥστε ὁ στάχυς των ἀπ’ ἔξω
μὲν νὰ φαίνεται γεμᾶτος, ἀπὸ
μέσα ὅμως νὰ εἶναι κούφιος, ἄδειος·
ἔτσι τὰ στάχυα ποὺ ἐθερίσθησαν,
δὲν εἶχαν μέσα καρπόν <σιτάρι> καὶ
ἑπομένως δὲν ἦσαν ἱκανὰ νὰ
δώσουν ἄλευρν ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη
δὲν καταστραφοῦν τὰ σιτηρὰ καὶ
παραγάγουν καρπόν, καὶ πάλιν δὲν θὰ τὰ
καρπωθῆτε σεῖς· οἱ ξένοι καὶ οἱ
ἀλλόφυλοι θὰ τὰ καταφάγουν.
|
8
Κατεπόθη Ἰσραήλ, νῦν ἐγένετο
ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὡς σκεῦος ἄχρηστον,
|
8
Ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἔχει καταφαγωθῆ
ἀπὸ τοὺς γύρω λαούς, κατήντησε
πλέον ὡς ἕνα σκεῦος ἄχρηστον
μεταξύ των.
|
8
Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς κατεφαγώθη, κατεβροχθίσθη,
τώρα ἐχάθη ὡσὰν ἄχρηστον σκεῦος
μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν,
|
9
ὅτι αὐτοὶ ἀνέβησαν εἰς
Ἀσσυρίους· ἀνέθαλε καθ' ἑαυτὸν
Ἐφραίμ, δῶρα ἠγάπησαν·
|
9
Διότι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι μετέβησαν
εἰς τοὺς Ἀσσυρίους, διὰ νὰ
ζητήσουν ἀπὸ ἐκείνους βοήθειαν.
Οἱ Ἀσσύριοι ἐζήτησαν καὶ
ἔλαβαν δῶρα, οἱ δὲ Ἰσραηλῖται
μετὰ τὴν προσφορὰν τῶν δώρων
ἀνεθάρρησαν.
|
9
διότι μόνοι των οἱ Ἰσραηλῖται προσέτρεξαν
διὰ βοήθειαν εἰς τοὺς Ἀσσυρίους.
Ἕνεκα τῆς συμμαχίας αὐτῆς οἱ
Ἰσραηλῖται ἄρχισαν νὰ ἀναθαρροῦν,
ὡσὰν δένδρον, ποὺ εἶχε μαρανθῇ
καὶ ἄρχισε νὰ πρασινίζῃ καὶ
νὰ ἀναζῇ. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ
ὁ Ἐφραίμ <ὁ Ἰσραηλιτικὸς
λαός> ἀπέκτησε διὰ δώρων συμμάχους τοὺς
Ἀσσυρίους, διότι ὁ Ἐφραὶμ ἀγάπησε
ὄχι νὰ λαμβάνῃ, ἀλλὰ νὰ
δίδῃ δῶρα. |
10
διὰ τοῦτο παραδοθήσονται ἐν τοῖς
ἔθνεσι. Νῦν εἰσδέξομοι αὐτούς,
καὶ κοπάσουσι μικρὸν τοῦ χρίειν
βασιλέα καὶ ἄρχοντας.
|
10
Διὰ τοῦτο καὶ θὰ παραδοθοῦν
ἡττημένοι καὶ αἰχμάλωτοι μεταξὺ
τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν. Πρὸς
τὸ παρὸν τοὺς ἀνέχομαι, ἀλλὰ
μετ' ὀλίγον χρόνον θὰ παύσουν
πλέον νὰ χρίουν βασιλεῖς καὶ
νὰ ἐκλέγουν ἄρχοντας εἰς τὸν
τόπον των, |
10
Ὅμως δὲν θὰ ἔχουν καμμίαν ὠφέλειαν
διότι, ἕνεκα τῆς συμπεριφορᾶς των αὐτῆς,
θὰ ἐγκαταλειφθοῦν ἀπὸ τὸν
Θεόν, θὰ αἰχμαλωτισθοῦν καὶ θὰ
παραδοθοῦν εἰς τὰ ἔθνη καὶ εἰς
ποικίλες δοκιμασίες καὶ θλίψεις. Γρήγορα θὰ τοὺς
καλέσω εἰς κρίσιν καὶ θὰ τοὺς δικάσω
<ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Θὰ τοὺς
δεχθῶ εἰς τὴν ἐχθρικὴν χώραν
τῆς ἐξορίας των>· καὶ εὑρισκόμενοι
ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τῶν ἐχθρῶν
θὰ σταματήσουν πρὸς μικρὸν χρόνον νὰ
χρίουν βασιλιᾶ, να ἐκλέγουν καὶ νὰ
ἀνεβάζουν εἰς τὴν ἐξουσίαν ἄρχοντες.
|
11
Ὅτι ἐπλήθυνεν Ἐφραὶμ θυσιαστήρια,
εἰς ἁμαρτίας ἐγένοντο αὐτῷ
θυσιαστήρια ἠγαπημένα.
|
11
διότι ἐπολλαπλασίασαν τὰ εἰδωλολατρικά
των θυσιαστήρια. Ἀλλὰ τὰ ἀγαπημένα
των αὐτὰ εἰδωλολατρικὰ θυσιαστήρια
ἔγιναν αἰτία τῆς ἁμαρτίας
των καὶ τῆς καταστροφῆς των.
|
11
Διότι οἱ Ἰσραηλῖται συνεχίζουν νὰ
αὐξάνουν ὁλονὲν καὶ περισσότερον
τὰ εἰδωλολατρικά των θυσιαστήρια. Τὰ
παράνομα αὐτὰ θυσιαστήρια τὰ ἀγάπησαν,
ἐδόθησαν ὁλοψύχως εἰς αὐτά· ὅμως
αὐτὰ τοὺς ἔρριψαν εἰς πολλὲς
ἁμαρτίες. |
12
Καταγράψω αὐτῷ πλῆθος καὶ τὰ
νόμιμα αὐτοῦ, εἰς ἀλλότρια
ἐλογίσθησαν θυσιαστήρια τὰ ἠγαπημένα.
|
12
Ὅπως εἰς τὸ παρελθόν, ἔτσι καὶ
τώρα γραπτῶς παραδίδω εἰς αὐτοὺς
πολλὰς ἐντολὰς τοῦ Νόμου μου,
βάσει τῶν ὁποίων ἦσαν καὶ
εἶναι εἰς θέσιν νὰ κρίνουν,
ὡς ξένα καὶ ἐπιβλαβῆ δι' αὐτοὺς
τὰ ἀγαπημένα των εἰδωλολατρικὰ
θυσιαστήρια.
|
12
Ἐγὼ ὅμως ἔγραψα διὰ τοὺς
Ἰσραηλῖτες πολλοὺς νόμους καὶ ἄρθρα
τοῦ Νόμου, σύμφωνα μὲ τοὺς ὁποίους
ἔπρεπε νὰ θεωροῦνται ξένα τὰ ἀγαπημένα
ἀπὸ αὐτοὺς παράνομα θυσιαστήρια (ἢ
κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἐγὼ ὅμως,
πρὸς ἔλεγχον τῆς μεγάλης ἀσεβείας
των, θὰ καταγράψω, ὥστε νὰ μένῃ ἀνεξάλειπτη
ἡ μνήμη, τὸ πλῆθος τῶν θυσιαστηρίων
αὐτῶν καὶ τῶν νόμων, ποὺ ἐφεύραν
δι’ αὐτά οἱ Ἰσραηλῖται· αὐτὰ
δὲ τὰ παράνομα εἰδωλολατρικὰ θυσιαστήρια
τὰ ἀγάπησαν καὶ ἔδειξαν δι’
αὐτὰ πολλὴν φροντίδα, ἐνῷ τὰ
θεῖα θυσιαστήρια τὰ ἐγκατέλειψαν ἀπεριποίητα>.
|
13
Διότι ἐὰν θύσωσι θυσίαν καὶ
φάγωσι κρέα, Κύριος οὐ προσδέξεται
αὐτά· νῦν μνησθήσεται τὰς
ἀδικίας αὐτῶν καὶ ἐκδικήσει
τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. Αὐτοὶ
εἰς Αἴγυπτον ἀπέστρεψαν καὶ
ἐν Ἀσσυρίοις ἀκάθαρτα φάγονται.
|
13
Διότι, ἐὰν προσφέρουν θυσίας
ἐπάνω εἰς αὐτὰ καὶ φάγουν
τὰ κρέατα τῶν εἰδωλολατρικῶν
θυσιῶν, ὁ Κύριος, φυσικά, δὲν
θὰ δεχθῇ τὰς θυσίας των. Ἀλλὰ
θὰ ἐνθυμηθῇ τὰς ἀδικίας
των καὶ θὰ τοὺς τιμωρήσῃ διὰ
τὰς ἁμαρτίας των. Θὰ ἐπανέλθουν
δοῦλοι, ὅπως ἦσαν ἄλλοτε, εἰς
τὴν Αἴγυπτον, καὶ εἰς τοὺς Ἀσσυρίους
καὶ ἐκεῖ θὰ τρώγουν τροφάς,
τὰς ὁποίας ὁ Νόμος χαρακτηρίζει
ὡς ἀκαθάρτους.
|
13
Διότι, ἐὰν προσφέρουν εἰς τὰ εἰδωλολατρικὰ
θυσιαστήρια θυσίαν καὶ φάγουν ἀπὸ τὰ
κρέατα τῶν θυσιῶν αὐτῶν, ὁ Κύριος
δὲν θὰ δεχθῇ τὶς θυσίες αὐτές,
διότι προσεφέρθησαν εἰς τὰ εἴδωλα. Ἀπ’
ἐναντίας θὰ ἐνθυμηθῇ τὶς ἀδικίες
καὶ τὴν ἐνοχήν των καὶ θὰ
τιμωρήσῃ τὶς ἁμαρτίες των. Θὰ
ὑποχρεωθοῦν νὰ μεταβοῦν δοῦλοι
εἰς ἐξορίαν, ὅπως παλαιότερα εἰς
τὴν Αἴγυπτον καὶ εἰς τοὺς Ἀσσυρίους,
καὶ θὰ φάγουν τροφές, ποὺ εἶναι σύμφωνα
μὲ τὸν νόμον ἀκάθαρτες.
|
14
Καὶ ἐπελάθετο Ἰσραὴλ τοῦ
ποιήσαντος αὐτὸν καὶ ᾠκοδόμησαν
τεμένη, καὶ Ἰούδας ἐπλήθυνε
πόλεις τετειχισμένας· καὶ ἐξαποστελῶ
πῦρ εἰς τὰς πόλεις αὐτοῦ,
καὶ καταφάγεται τὰ θεμέλια αὐτῶν.
|
14
Οἱ Ἰσραηλῖται ἐλησμόνησαν τὸν
δημιουργόν των Θεόν, ἔκτισαν εἰδωλολατρικοὺς
ναοὺς καὶ θυσιαστήρια καὶ οἱ
Ἰουδαῖοι διὰ τὴν ἀσφάλειάν
των ἐπολλαπλασίασαν τὰς ὠχυρωμένας
πόλεις των, λησμονοῦντες τὸν Θεὸν
ὡς βοηθόν των. Θὰ στείλω ὅμως
φωτιὰν ἐναντίον τῶν πόλεών
των, ἡ ὁποία καὶ θὰ καταφάγῃ
αὐτὰς ἐκ θεμελίων. |
14
Διότι ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός <τὸ
βόρειον βασίλειον> ἐλησμόνησε τὸν Δημιουργόν
του καὶ ἔκτισεν εἰδωλολατρικοὺς ναοὺς
καὶ θυσιαστήρια· ὁ δὲ Ἰουδαϊκὸς
λαός <τὸ νότιον βασίλειον> ἐπολλαπλασίασε
τὶς ὀχυρὲς πόλεις καὶ ἐνεπιστεύθη
τὴν ἀσφάλειάν του εἰς τὰ τείχη, παρὰ
εἰς τὸν παντοδύναμον Θεόν. Ἐγὼ ὅμως
<ὁ Θεος> θὰ ἐξαποστείλω φωτιὰ
εἰς τὶς πόλεις του, ἡ ὁποία θὰ
τὶς καταφάγῃ καὶ θὰ τὶς καταστρέψῃ
ἐκ θεμελίων. |