Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὴ
χαῖρε Ἰσραήλ, μηδὲ εὐφραίνου
καθὼς οἱ λαοί, διότι ἐπόρνευσας
ἀπὸ τοῦ Θεοῦ σου· ἠγάπησας
δόματα ἐπὶ πάντα ἅλωνα
σίτου. |
σραηλῖται,
μὴ χαίρετε καὶ μὴ εὐφραίνεσθε,
ὅπως οἱ ἄλλοι εἰδωλολατρικοὶ
λαοί, ἐπειδὴ ἐξετράπητε εἰς
εἰδωλολατρικὰς πορνείας καὶ ἔχετε
ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν
σας. Ἠγάπησες ἁμαρτωλὰ δόματα
δι' εἰδωλολατρικοὺς θεούς, ἀπὸ
ὅλα τὰ ἁλώνια τοῦ σίτου
σου. |
ὴ
χαίρῃς, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, διὰ
τὶς εἰδωλολατρικὲς ἐορτές σου, καὶ
μὴ εὐφραίνεσαι, ὅπως ἀγάλλονται
οἱ ἄλλοι εἰδωλολατρικοὶ λαοί, διότι
σὺ ἀπεμακρύνθης ἀπὸ τὸν Θεόν
σου καὶ μὲ τὴν λατρείαν τῶν εἰδώλων
ὠμοίασες πρὸς πόρνην· ἀγάπησες
τὴν ἐπαίσχυντον ἀμοιβὴν τῶν
πορνῶν, ἀφοῦ ἀπὸ τὰ χορηγούμενα
ἀπὸ Ἐμὲ ἀγαθὰ προσέφερες
τὶς ἀπαρχὲς τοῦ σιταριοῦ τῶν
ἁλωνιῶν εἰς τὰ εἴδωλα.
|
2
Ὅλων καὶ ληνὸς οὐκ ἔγνω αὐτούς,
καὶ ὁ οἶνος ἐψεύσατο αὐτούς.
|
2
Ἀλλὰ πλούσιον εἰς σῖτον ἁλώνι
σου καὶ γεμᾶτος ἀπὸ κρασὶ ληνός
σου δὲν σᾶς ἐγνώρισε πλέον.
Σᾶς διέψευσεν ἡ παραγωγὴ τοῦ
οἴνου καὶ τοῦ σίτου, διότι δὲν
ἀνταπεκρίθη εἰς τὰς προσδοκίας
σας. |
2
Ἐπειδὴ προσεφέρατε εἰς τὰ εἴδωλα
τοὺς καρπούς, τὸ σιτάρι τοῦ ἁλωνιοῦ
καὶ τὸ κρασὶ τοῦ ληνοῦ σας,
δὲν σᾶς ἐγνώρισαν καὶ κατὰ τὴν
ἐποχὴν τοῦ τρύγου ἡ παραγωγὴ
τοῦ οἴνου διέψευσε τὶς ἐλπίδες σας.
|
3
Οὐ κατῴκησαν ἐν τῇ γῇ τοῦ
Κυρίου· κατῴκησεν Ἐφραὶμ Αἴγυπτον,
καὶ ἐν Ἀσσυρίοις ἀκάθαρτα
φάγονται. |
3
Οἱ Ἰσραηλῖται διὰ τὰς ἁμαρτίας
των δὲν θὰ παραμείνουν πλέον εἰς
τὴν Παλαιστίνην, εἰς τὴν γῆν
ποὺ τοὺς εἶχε δώσει ὁ Κύριος.
Ἀλλὰ θὰ μεταφερθοῦν ὡς ἐξόριστοι
καὶ δοῦλοι εἰς τοὺς Ἀσσυρίους,
ὅπως ἄλλοτε εἰς τὴν Αἴγυπτον,
ὅπου καὶ θὰ τρώγουν φαγητά,
τὰ ὁποῖα ὁ Νόμος χαρακτηρίζει
ἀκάθαρτα.
|
3
Δὲν θὰ κατοικήσουν πλέον οἱ Ἰσραηλῖται,
ὅπως κατοικοῦσαν εἰς τὴν Παλαιστίνην,
τὴν χώραν τὴν ἀφιερωμένην εἰς
τὸν Θεόν· ἐπειδὴ ἐζήλευσαν
τὴν Αἰγυπτιακὴν ἀσέβειαν, θὰ
ἐπιστρέφουν ἐκεῖ ὡς δοῦλοι καὶ
θὰ κατοικήσουν πάλιν ἐκεῖ· καὶ
ἀκόμη θὰ μεταφερθοῦν αἰχμάλωτοι
εἰς τὴν Ἀσσυρίαν, ὅπου θὰ τρώγουν
τροφές, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν Μωσαϊκὸν
νόμον εἶναι ἀκάθαρτες.
|
4
Οὐκ ἔσπεισαν τῷ Κυρίῳ οἶνον
καὶ οὐχ ἥδυναν αὐτῷ· αἱ
θυσίαι αὐτῶν ὡς ἄρτος πένθους
αὐτοῖς, πάντες οἱ ἐσθίοντες
αὐτὰ μιανθήσονται, διότι οἱ
ἄρτοι αὐτῶν ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν
οὐκ εἰσελεύσονται εἰς τὸν οἶκον
Κυρίου. |
4
Δὲν προσέφεραν εἰς τὸν ἀληθινὸν
Θεὸν θυσίαν οἴνου, οὔτε τὰς
ἄλλας εὐαρέστους θυσίας. Προσέφεραν
ὅμως εἰς ξένους εἰδωλολατρικοὺς
θεούς. Αἱ θυσίαι των ὅμως αὐταὶ
εἶναι ὡς ἄρτος πένθους καὶ ὅλοι
ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι τὰς
τρώγουν, θὰ μολυνθοῦν, διότι αἱ
θυσίαι των εἶναι εἰς βάρος αὐτῶν
τῶν ἰδίων· δὲν θὰ γίνουν
δεκταὶ εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου.
|
4
Οἱ Ἰσραηλῖται δὲν θὰ χύσουν
πλέον παλαιὸ δυνατὸ κρασί ὡς θυσίαν σπονδῆς
εἰς τὸν Κύριον, καὶ οἱ θυσίες των,
ὡς θυσίες εἰδώλων, δὲν θὰ Τὸν
εὐχαριστοῦν. Οἱ θυσίες των θὰ εἶναι
ἀκάθαρτες διὰ τὸν Κύριον, δυσάρεστες
καὶ βδελυκτές, ὅπως ὁ ἄρτος, ποὺ
προσφέρεται εἰς τοὺς πενθούντας διὰ τὸν
θάνατον κάποιου προσώπου. Ὅλοι, ὅσοι τρώγουν
ἀπὸ τὶς τροφὲς τῶν θυσιῶν
αὐτῶν, θὰ μολυνθοῦν,διότι οἱ
τροφές των θὰ εἶναι μόνον δι’ αὐτούς,
ἐφ’ ὅσον δὲν προσεφέροντο ὅπως ἔπρεπε
καὶ μὲ εἰλικρίνειαν εἰς τὸν
Ναὸν τοῦ Κυρίου. |
5
Τί ποιήσετε ἐν ἡμέραις πανηγύρεως
καὶ ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς
τοῦ Κυρίου; |
5
᾿Εκεῖ, εἰς τὴν χώραν τῆς
ἐξορίας ποὺ θὰ ζῆτε, τί
θὰ κάμετε κατὰ τὰς μεγάλας θρησκευτικάς
σας πανηγύρεις, κατὰ τὰς ἐπισήμους
ἡμέρας τῆς ἑορτῆς τοῦ
Κυρίου; |
5
Τί θὰ κάμετε ἐκεῖ εἰς τὴν
ἐξορίαν κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν
μεγάλων θρησκευτικῶν πανηγύρεων, ποὺ ἑορτάζετε
σύμφωνα μὲ τὴν Μωσαϊκὴν νομοθεσίαν, καὶ
κατὰ τὴν πανηγυρικὴν ἡμέραν τῆς
ἑορτῆς τοῦ Κυρίου; |
6
Διὰ τοῦτο ἰδοὺ πορεύσονται ἐκ
ταλαιπωρίας Αἰγύπτου, καὶ ἐκδέξεται
αὐτοὺς Μέμφις, καὶ θάψει αὐτοὺς
Μαχμάς· τὸ ἀργύριον αὐτῶν
ὄλεθρος κληρονομήσει αὐτό, ἄκανθαι
ἐν τοῖς σκηνώμασιν αὐτῶν.
|
6
Διὰ τὰς παρανομίας των ἰδού,
θὰ ὁδηγηθοῦν ἐξόριστοι καὶ
δοῦλοι εἰς τὴν Αἴγυπτον, θὰ
δοκιμάσουν ταλαιπωρίας ἐπάνω εἰς
τὰς ταλαιπωρίας, θὰ φθάσουν εἰς
τὴν πρωτεύουσαν τῆς Αἰγύπτου
τὴν Μέμφιδα. Θὰ ταλαιπωρηθοῦν καὶ
θὰ ἀποθάνουν ἐκεῖ καὶ
θὰ ἐνταφιασθοῦν εἰς Μαχμάς.
Ἡ περιουσία των καὶ ὅλα τὰ ἀλλὰ
ἀγαθά των θὰ παραδοθοῦν εἰς
τὸν ὄλεθρον. Ἄλλοι θὰ τοὺς κληρονομήσουν
καὶ εἰς τὴν χώραν των θὰ φυτρώνουν
ἀγκάθια.
|
6
Διὰ τὶς παρανομίες των νά· θὰ
πορευθοῦν μὲν εἰς τὴν Αἴγυπτον,
ἀλλὰ θὰ ταλαιπωρηθοῦν μεταβαίνοντες
ἀπὸ τὴν μίαν πόλιν εἰς τὴν ἄλλην·
καταφεύγοντες εἰς τὴν Αἴγυπτον θὰ
τοὺς δεχθῇ ἡ Μέμφις, ἡ ὠχυρωμένη
πρωτεύουσα τῆς Κάτω Αἰγύπτου, καὶ κατόπιν
ἡ γειτονικὴ πρὸς τὴν Μέμφιδα πόλις
Μαχμὰς καὶ ἐκεῖ θὰ ἀποθάνουν
καὶ θὰ ἐνταφιασθοῦν. Ὅ,τι καὶ
ὅσα ἀπέκτησαν μὲ τὰ χρήματά
των, θὰ καταστραφοῦν <κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν:
Ὅσα ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Θεὸν
καὶ τὰ κατεξώδευαν διὰ τὴν κατασκευὴν
τῶν εἰδώλων, θὰ καταστραφοῦν - ἢ
κατ’ ἄλλην: Ὅσα δῶρα προσέφεραν εἰς
τοὺς Αἰγυπτίους, διὰ νὰ τοὺς
ἔχουν συμμάχους, ματαίως τὰ προσέφεραν θὰ
ἀποδειχθοῦν ἀνωφελῆ>· καὶ
τὰ κτήματά των θὰ μείνουν ἀκαλλιέργητα,
ὥστε θὰ φυτρώσουν εἰς αὐτὰ ἀγκάθια
<ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Νομίζοντες ὅτι
θὰ ἀπολαύσουν ἡσυχίαν μὲ τὴν
ἐγκατάστασίν των εἰς τὴν Αἴγυπτον,
οἱ συμφορὲς θὰ εἶναι συνεχεῖς
καὶ θὰ τοὺς κεντοῦν ὅπως τὰ
ἀγκάθια>. |
7
Ἥκασιν αἱ ἡμέραι τῆς ἐκδικήσεως,
ἥκασιν αἱ ἡμέραι τῆς ἀνταποδόσεών
σου, καὶ κακωθήσεται Ἰσραὴλ ὥσπερ
ὁ προφήτης ὁ παρεξεστηκώς, ἄνθρωπος
ὁ πνευματοφόρος· ὑπὸ τοῦ
πλήθους τῶν ἀδικιῶν σου ἐπληθύνθη
μανία σου. |
7
Ἔφθασαν πλέον αἱ ἡμέραι τῆς
δικαίας τιμωρίας σας. Ἔφθασαν πλέον
αἱ ἡμέραι, κατὰ τὰς ὁποίας
ἡ θεία δικαιοσύνη θὰ ἀνταποδώσῃ
εἰς σᾶς κατὰ τὰ ἔργα σας. Θὰ
τιμωρηθοῦν καὶ θὰ κακοποιηθοῦν οἱ
Ἰσραηλῖται μὲ αὐστηρότητα καὶ
σκληρότητα, ὅπως αὐστηρῶς τιμωρεῖται
ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ, ὁ πνευματοφόρος
αὐτὸς ἄνθρωπος, ὅταν παραστρατήσῃ
ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἐξ αἰτίας τῶν πολυαρίθμων παρανομιῶν
των περιέπεσαν εἰς ἀλλόφρονας μανίας.
|
7
Ἔφθασν οἱ ἡμέρες τῆς τιμωρίας σου,
Ἰσραηλιτικὲ λαέ, ἔφθασαν οἱ ἡμέρες
τῆς ἀνταμοιβῆς τῆς ἀποστασίας
σου. Οἱ Ἰσραηλῖται θὰ κακουχηθοῦν,
θὰ ταλαιπωρηθοῦν καὶ θὰ τιμωρηθοῦν,
ὅπως τιμωρεῖται ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ,
ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
ἔχει παρεκκλίνει ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ. Ἕνεκα τοῦ πλήθους τῶν ἀδικιῶν
καὶ τῶν παρανομιῶν σου, θὰ σὲ
κυριεύσῃ μεγάλη ἔκστασις, παραφροσύνη καὶ
ἀμηχανία. |
8
Σκοπὸς Ἐφραὶμ μετὰ Θεοῦ·
προφήτης, καὶ σκολιὰ ἐπὶ πάσας
τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ· μανίαν
ἐν οἴκῳ Κυρίου κατέπηξαν.
|
8
Οἱ θεόσταλτοι προφῆται τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ, φρουροὶ καὶ καθοδηγηταὶ αὐτοῦ,
ἦσαν ἄλλοτε μετὰ τοῦ Θεοῦ. Τώρα
ὅμως ἔγιναν δολία καὶ ὀλεθρία
παγὶς εἰς ὅλας τὰς πορείας τοῦ
λαοῦ. Διέδοσαν καὶ ἐγκατέστησαν
εἰς τὴν χώραν τοῦ Κυρίου μεγάλην
ἀφροσύνην.
|
8
Οἱ προφῆται τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ, οἱ σκοποὶ καὶ φρουροί
του, σταλμένοι ἀπὸ τὸν Θεόν, ἦσαν
μαζὶ μὲ τὸν Θεὸν καὶ τὸ
θέλημα Ἐκείνου ἐξήγγελλαν. Τώρα ὅμως
οἱ προφῆται αὐτοὶ ἐργάζονται
τὰ ἀντίθετα· ἔγιναν παγίδες μὲ σχέδια
δόλια εἰς ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς
ζωῆς τοῦ λαοῦ· καὶ κυριευμένοι ἀπὸ
μανίαν καὶ παραφροσύνην δὲν ἔστησαν σιχαμερὰ
εἴδωλα μόνον εἰς τὶς ἄλλες πόλεις,
ἀλλὰ καὶ μέσα εἰς τὸν Ναὸν
τοῦ Θεοῦ <ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν:
Κυριευμένοι ἀπὸ μανίαν καὶ παραφροσύνην
ἐκήρυξαν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου,
δηλαδὴ τὸν λαόν, ψευδοπροφητεῖες καὶ
τὶς κατέστησαν πιστευτές, βέβαιες καὶ μόνιμες>.
|
9
Ἐφθάρησαν κατὰ τὰς ἡμέρας
τοῦ βουνοῦ· μνησθήσεται ἀδικίας
αὐτῶν, ἐκδικήσει ἁμαρτίας
αὐτῶν. |
9
Διεφθάρησαν κατὰ τὰς ἡμέρας
αὐτὰς μὲ τὴν λατρείαν τῶν
εἰδώλων ἐπάνω εἰς τὸ βουνόν.
Ὁ Κύριος θὰ ἔχῃ ἐνώπιόν
του τὰς πολυαρίθμους ἀδικίας των καὶ
θὰ τοὺς τιμωρήσῃ διὰ τὰς
ἁμαρτίας των. |
9
Διεφθάρησαν ψυχικῶς μὲ τὴν διεφθαρμένην
λατρείαν καὶ τὶς θυσίες εἰς τὰ εἴδωλα,
ὅπως κατὰ τὶς ἡμέρες, ποὺ
διεπράχθησαν οἱ φρικαλεότητες εἰς τὸν <βουνόν>,
δηλαδὴ τὴν Γαβαά. Διὰ τοῦτο ὁ
Κύριος θὰ ἐνθυμηθῇ τὶς ἀνομίες
καὶ τὴν ἐνοχήν των καὶ θὰ
τιμωρήσῃ τἰς ἁμαρτίες των.
|
-10
Ὡς σταφυλὴν ἐν ἐρήμῳ εὖρον
τὸν Ἰσραὴλ καὶ ὡς σκοπὸν
ἐν συκῇ πρώϊμον πατέρας αὐτῶν
εἶδον· αὐτοὶ εἰσῆλθον πρὸς
τὸν Βεελφεγὼρ καὶ ἀπηλλοτριώθησαν
εἰς αἰσχύνην, καὶ ἐγένοντο
οἱ ἐβδελυγμένοι ὡς οἱ ἠγαπημένοι.
|
10
Ἠγάπησα τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν,
ὅπως ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾷ εἰς
περιοχὴν ἔρημον δροσιστικὴν σταφυλήν·
καὶ ὡσὰν ἕνα πρώϊμον καρπὸν
ἐπάνω εἰς τὴν συκῆν, ἔτσι
ἐπρόσεξα τοὺς προγόνους των. Ἐκεῖνοι
ὅμως εἰσῆλθαν εἰς τὸν εἰδωλολατρικὸν
τόπον τοῦ Βεελφεγὼρ καὶ πρὸς
καταισχύνην των ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ
ἐμέ. Καὶ ἐτσι, ὅσον προηγουμένως
μοῦ ἦσαν ἀγαπητοί, τόσον τώρα
ἔγιναν εἰς ἐμὲ βδελυροὶ καὶ
ἄξιοι ἀποστροφῆς.
|
10
Ἀπὸ τὰ πολὺ παλαιὰ χρόνια μέσα
εἰς τὴν ἔρημον τῶν ἀνθρώπων,
ποὺ συζοῦσαν εἰς τὴν ἀσέβειαν
καὶ τὴν παρανομίαν, εἶδα καὶ ἐπρόσεξα
τὴν ἀρετὴν τοῦ Ἀβραὰμ
καὶ τῶν διαδόχων του καὶ τὴν ἐτρύγησα·
ἔκαμα μὲ αὐτοὺς συνθῆκες καὶ
ἀγάπησα τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν. Τὸν
ἀγάπησα ὅπως ἐκεῖνος, ποὺ
εὑρίσκει εἰς τὴν καυστικὴν καὶ
κατάξερη ἔρημον δροσιστικὸν σταφύλι, καὶ
ὅπως ἐκεῖνος, ποὺ προσέχει εἰς
τὴν κορυφὴν τῆς συκιᾶς σῦκον
πρώϊμον. Οἱ Ἰσραηλῖται ὅμως ἐλησμόνησαν
τὶς εὐεργεσίες μου καὶ εἰσῆλθαν
εἰς τὸν τόπον, ὅπου εὑρίσκετο τὸ
ἄγαλμα τοῦ Χαναανιτικοῦ θεοῦ Βεελφεγώρ·
ἐλάτρευσαν δὲ τὸν θεὸν αὐτὸν
καὶ ἀπεξενώθησαν ἀπὸ Ἐμὲ
ἀποκομίζοντες ἀπὸ τὴν λατρείαν αὐτὴν
μόνον ἐντροπήν. Ἕνεκα τῆς ἀσεβείας
των αὐτῆς, οἱ ἄλλοτε ἀγαπημένοι
Ἰσραηλῖται ἔγιναν μισητοί, ὅπως οἱ
σιχαμεροὶ Μωαβῖται, ἀφοῦ ἐλάτρευσαν
τὸ εἴδωλον τῶν Μωαβιτῶν.
|
11
Ἐφραὶμ ὡς ὄρνεον ἐξεπετάσθη,
αἱ δόξαι αὐτῶν ἐκ τόκων
καὶ ὠδίνων καὶ συλλήψεων·
|
11
Οἱ Ἰσραηλῖται ἐπέταξαν ὡσὰν
τὰ πουλιὰ μακρὰν ἀπὸ ἐμὲ
καὶ ἐχάθησαν. Ἐχάθη ἡ
δόξα καὶ ἡ χαρά των ἀπὸ
τὴν γέννησιν τῶν τέκνων, ἀπὸ
τὰς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ, ἀπὸ
τὴν κυοφορίαν ἐμβρύων.
|
11
Ὁ Ἐφραίμ <οἱ Ἰσραηλῖται>
πολὺ γρήγορα ἐπέταξαν σὰν τὰ πουλιὰ
καὶ ἔφυγαν μακριὰ ἀπὸ Ἐμὲ
μαζί των ἐπέταξαν καὶ ὅλες οἱ
δόξες, ποὺ προήρχοντο ἀπὸ τὶς πολλὲς
γεννήσεις καὶ ὠδῖνες καὶ συλλήψεις
ἐμβρύων <ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν:
Οἱ Ἰσραηλῖται πολὺ γρήγορα θὰ
ὁδηγηθοῦν ὡς αἰχμάλωτοι εἰς
ξένον τόπον, ὁπότε ματαίως καυχῶνται διὰ
τὴν πολυτεκνίαν καὶ πολυγονίαν, τὶς ὁποῖες
θεωροῦν ὡς δόξαν>. |
12
διότι καὶ ἐὰν ἐκθρέψωσι
τὰ τέκνο αὐτῶν, ἀτεκνωθήσονται
ἐξ ἀνθρώπων· διότι καὶ
οὐαὶ αὐτοῖς ἐστι, σάρξ
μου ἐξ αὐτῶν. |
12
Διότι, ἐὰν γεννήσουν καὶ ἀναθρέψουν
πολλὰ ἔστω τέκνα, θὰ μείνουν
ἄτεκνοι ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων,
διότι κατάρα ὑπάρχει πάντοτε
εἰς βάρος των, μολονότι κατάγονται
ἀπὸ ἐμέ.
|
12
Διότι καὶ ἂν ἀκόμη ἀναθρέψουν
τὰ πολλὰ παιδι των, θὰ τὰ χάσουν καὶ
θὰ τὰ στερηθοῦν γρήγορα ἐκ μέσου τῶν
ἀνθρώπων. Ἀλλοίμονον εἰς αὐτοὺς
τοὺς ἰδίους, ἔστω καὶ ἂν ἔχωμεν
κάποιαν συγγένειαν, διότι τοὺς ἐγκατέλειψα,
καὶ ἐγκαταλειφθέντες ἔπραξαν ἔργα
ἀξία κατάρας. |
13
Ἐφραίμ, ὃν τρόπον εἶδον, εἰς
θήραν παρέστησαν τὰ τέκνα αὐτῶν,
καὶ Ἐφραὶμ τοῦ ἐξαγαγεῖν
εἰς ἀποκέντησιν τὰ τέκνα αὐτοῦ.
|
13
Εἶδα τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ τὰ
τέκνα των, ὡς ἐὰν εἶχαν γίνει
ἀξιοθρήνητον θήραμα τῶν ἐχθρῶν
των. Τοὺς εἶδα νὰ ὁδηγοῦνται
αὐτοὶ καὶ τὰ τέκνα των πρὸς
σφαγήν.
|
13
Εἶδα τὸν Ἐφραίμ <τοὺς Ἰσραηλῖτες>
καὶ τὰ τέκνα των νὰ ἔχουν γίνει θήραμα,
αἰχμάλωτοι τῶν ἐχθρῶν τω·ν εἶδα
αὐτοὺς νὰ ὁδηγοῦν τὰ παιδιὰ
εἰς σφαγὴν ἐπομένως κανένα ἄλλον δὲν
πρέπει νὰ αἰτιῶνται διὰ τὴν
ἀτεκνίαν των, παρὰ μόνον τοὺς ἑαυτούς
των. |
14
Δὸς αὐτοῖς, Κύριε· τί δώσεις
αὐτοῖς; Δὸς αὐτοῖς μήτραν
ἀτεκνοῦσαν καὶ μαστοὺς ξηρούς.
|
14
Δῶσε, Κύριε, εἰς αὐτούς·
τί νὰ τοὺς δώσῃς; Εἰς
τὴν θλιβερὰν κατάστασιν, ποὺ περιῆλθον,
δῶσε τους γυναῖκας στείρας καὶ μαστοὺς
ξηρούς, χωρὶς γάλα. |
14
<Ὁ προφήτης λέγει:> Δῶσε εἰς αὐτούς,
Κύριε· τί θὰ δώσῃς εἰς αὐτούς:
Ἐπειδὴ ἔχουν ἐμπιστοσύνην εἰς
τὴν πολυτεκνίαν των, νομίζοντες ὅτι ἔτσι
θὰ κατισχύσουν τῶν ἐχθρῶν των,
καὶ περιφρονοῦν τὴν βοήθειάν σου, δῶσε
τους γυναῖκες στεῖρες καὶ ἄτεκνες
καὶ μαστοὺς στεγνοὺς ἀπὸ γάλα,
ἀνικάνους διὰ θηλασμόν.
|
15
Πᾶσαι αἱ κακίαι αὐτῶν ἐν
Γαλγάλ, ὅτι ἐκεῖ ἐμίσησα
αὐτούς· διὰ τὰς κακίας
τῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν ἐκ
τοῦ οἴκου μου ἐκβαλῶ αὐτούς,
οὐ μὴ προσθήσω τοῦ ἀγαπῆσαι
αὐτούς· πάντες οἱ ἄρχοντες
αὐτῶν ἀπειθοῦντες.
|
15
Ὅλαι αἱ κακίαι των ἐπληθύνθησαν
εἰς τὴν χώραν των, εἰς τὰ Γάλγαλα.
Ἐκεῖ μένοντας τοὺς ἐμίσησα
διὰ τὴν εἰδωλολατρείαν των. Ἐξ
αἰτίας τῶν πονηρῶν ἔργων των
θὰ τοὺς ἐκδιώξω ἀπὸ τὴν
χώραν μου, ἀπὸ τὴν Παλαιστίνην,
καὶ δὲν θὰ ἔχω πλέον τὴν
διάθεσιν, νὰ τοὺς περιβάλω με ἀγάπην.
Ὅλοι οἱ ἄρχοντές των ἦσαν καὶ
εἶναι ἀπειθεῖς καὶ ἀνυπάκοοι
ἀπέναντί μου.
|
15
Ὅλη ἡ δυσσέβεια καὶ ἡ εἰδωλολατρία
των ἔχουν συγκεντρωθῆ εἰς τὰ Γάλγαλα,
τὸ κέντρον τῆς εἰδωλολατρίας· δι’ ὅσα
ἄνομα καὶ βδελυκτὰ πράττουν ἐκεῖ,
τοὺς ἐμίσησα. Ἕνεκα δὲ τῆς ὅλης
εἰδωλολατρικῆς των συμπεριφορᾶς θὰ
τοὺς ἐκδιώξω καὶ θὰ τοὺς
ἐξορίσω ἀπὸ τὸν οἶκον μου, τὴν
Παλαιστίνην, καὶ δὲν θὰ συνεχίσω νὰ
τοὺς ἀγαπῶ πλέον. Ὅλοι οἱ ἄρχοντές
των ἀπειθοῦν εἰς Ἐμέ, τὸν Θεόν.
|
16
Ἐπόνεσεν Ἐφραίμ· τὰς ρίζας
αὐτοῦ ἐξηράνθη, καρπῶν οὐκ
ἔτι μὴ ἐνέγκῃ· διότι
καὶ ἐὰν γεννήσωσιν, ἀποκτενῶ
τὰ ἐπιθυμήματα κοιλίας αὐτῶν.
|
16
Ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐπόνεσεν
ἀπὸ τὰς θλίψεις αὐτάς,
ὁμοιάζει μὲ δένδρον, τοῦ ὁποίου
αἱ ρίζαι ἔχουν ξηρανθῇ καὶ τὸ
ὁποῖον δὲν θὰ ἀποδώσῃ
πλέον καρπόν. Διότι αὐτοὶ καὶ
ἂν γεννήσουν τέκνα, ἐγὼ θὰ
φονεύσω τοὺς ἀγαπητοὺς εἰς αὐτοὺς
καρποὺς τῆς κοιλίας των.
|
16
Ὁ Ἐφραίμ <ὁ Ἰσραηλιτικὸς
λαός> ἐθλίβη, ὑπέφερεν. Ὁμοιάζει
μὲ δένδρον, τοῦ ὁποίου οἱ ρίζες ἐξηράνθησαν
καὶ ἑπομένως δὲν ἠμπορεῖ πλέον
νὰ καρποφορήσῃ <δὲν θὰ ἠμπορέσουν
πλέον νὰ γεννήσουν ἀπογόνους>. Ἀλλὰ
καὶ ἂν ἀκόμη τεκνογονήσουν, θὰ
θανατώσω τοὺς ἐπιθυμητοὺς καὶ ἀγαπημένους
καρποὺς τῆς κοιλίας των, παραδίδων αὐτοὺς
εἰς τοὺς ἐχθρούς των.
|
17
Ἀπώσεται αὐτοὺς ὁ Θεός,
ὅτι οὐκ εἱσήκουσαν αὐτοῦ,
καὶ ἔσονται πλανῆται ἐν τοῖς
ἔθνεσιν. |
17
Θὰ τοὺς ἀπομακρύνῃ ὁ Θεὸς
ἀπὸ κοντά του, διότι δὲν ὑπήκουσαν
εἰς αὐτόν. Θὰ περιπλανῶνται
ἀπάτριδες μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρικῶν
ἐθνῶν. |
17
Ὁμιλεῖ ὁ προφήτης καὶ λέγει:> Ὁ
Θεὸς θὰ τοὺς ἀποδιώξῃ καὶ
θὰ τοὺς ἀπομακρύνη ἀπὸ τὴν
Παλαιστίνην, διότι, ἐνῷ τοὺς προειδοποιοῦσε
τί τοὺς ἀνέμενεν ἐὰν ἀποστατήσουν,
δὲν τὸν ὑπήκουσαν. Ἔτσι τώρα θὰ
αἰχμαλωτισθοῦν, θὰ διασκορπισθοῦν
καὶ θὰ περιπλανῶνται ἀπάτριδες μεταξὺ
τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν.
|