Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ρθρου
ἀπερρίφησαν, ἀπερρίφη βασιλεὺς
Ἰσραήλ· ὅτι νήπιος Ἰσραήλ,
καὶ ἐγὼ ἠγάπησα
αὐτὸν καὶ ἐξ Αἰγύπτου
μετεκάλεσα τὰ τέκνα αὐτοῦ.
|
σὰν
εἰς ὄρθρον, ὅταν ἀκόμη ἐκοιμῶντο,
ἀπερρίφθησαν αἰφνιδίως οἱ Ἰσραηλῖται.
Ἀπερρίφθη ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ.
Ὅταν ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς διήρχετο
τὴν νηπιακήν του ἡλικίαν, ἐγὼ
τὸν ἠγάπησα καὶ τὸν ἐκάλεσα
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, αὐτὸν
καὶ τοὺς ἀπογόνους του.
|
νῶ
οἱ Ἰσραηλῖται ἐπερίμεναν τὴν
βοήθειαν τῶν Ἀσσυρίων νὰ φανῇ
εἰς αὐτοὺς ὡς ὄρθρος, δηλαδὴ
ἔξαφνα καὶ ταχύτατα, εἰς τόσον σύντομον
χρόνον, ὅσον διαρκεῖ ὁ ὄρθρος, ἀπερρίφθησαν·
ἀπερρίφθη ὁ βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ.
Διότι οἱ Ἰσραηλῖται θὰ ὑποστοῦν
τὴν τιμωρίαν τῆς καταστροφῆς καὶ αἰχμαλωσίας
ἕνεκα τῆς ἀνοησίας καὶ τῆς νηπιώδους
διανοίας των <ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν:
Ὅταν ὁ Ἰσραὴλ ἦταν εἰς
νηπιακὴν ἡλικίαν, Ἐγὼ τὸν ἀγάπησα>.
Ἐγὼ ἀγάπησα τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαὸν καὶ ἐκάλεσα τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἰακώβ <τοῦ Ἰσραήλ>
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ τοὺς
ἐλευθέρωσα ἀπὸ τὴν δουλείαν.
|
2
Καθὼς μετεκάλεσα αὐτούς, οὕτως
ἀπῴχοντο ἐκ προσώπου μου· αὐτοὶ
τοῖς Βααλεὶμ ἔθυον καὶ τοῖς
γλυπτοῖς ἐθυμίων. |
2
Μὲ ὅσην ἀγάπην καὶ δύναμιν
ἐκάλεσα αὐτοὺς ἀπὸ τὴν
δουλείαν τῆς Αἰγύπτου, μὲ τόσην
ὁρμὴν καὶ ἀδιαφορίαν ἀπεμακρύνθησαν
ἀπὸ ἐμέ. Αὐτοὶ ἐθυσίαζαν
εἰς τὰ διάφορα ἀγάλματα τοῦ
Βάαλ καὶ προσέφεραν θυμιάματα εἰς
τὰ γλυπτὰ εἴδωλα. |
2
Ἀλλὰ μὲ ὅσην δύναμιν ἀγάπης
τοὺς ἐκάλεσα καὶ τοὺς ἀπήλλαξα
ἀπὸ τὴν δουλείαν τῆς Αἰγύπτου,
μὲ τόσην δύναμιν ἀγνωμοσύνης αὐτοὶ
ἔστρεψαν τὰ νῶτα των καὶ ἀπεμακρύνθησαν
ἀπὸ Ἐμέ. Αὐτοὶ ἐθυσίαζαν
εἰς τὰ εἴδωλα τοῦ Βάαλ καὶ ἐπρόσφεραν
θυμίαμα εἰς τὰ γλυπτὰ εἴδωλα τῶν
ἄλλων θεῶν. |
3
Καὶ ἐγὼ συνεπόδισα τὸν Ἐφραίμ,
ἀνέλαβον αὐτὸν ἐπὶ τὸν
βραχίονά μου, καὶ οὐκ ἔγνωσαν
ὅτι ἴαμαι αὐτούς.
|
3
Ἐγὼ ἐν τούτοις εἶμαι ἐκεῖνος
ποὺ ἔμαθα τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραὴλ
νὰ στέκεται εἰς τὰ πόδια του
καὶ νὰ βαδίζῃ. Τὸν ἐπῆρα
εἰς τὴν ἀγκαλιά μου· ἄλλα
αὐτοὶ δὲν ἀνεγνώρισαν ὅτι
ἐγὼ τοὺς ἐθεράπευσα καὶ
τοὺς ἐγλύτωσα ἀπὸ τὰ δεινὰ
τῆς δουλείας. |
3
Ἐγὼ ὡσὰν ἄλλη στοργικὴ
τροφὸς ἐσπαργάνωσα τὸν Ἐφραίμ
<τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν> καὶ
τὸν ἀνέλαβα εἰς τὴν ἀγκαλιά
μου. Οἱ Ἰσραηλῖται ὅμως αὐτοὶ
δὲν ἀνεγνώρισαν ὅτι, μὲ τὸ νὰ
ἐξολοθρεύω ἄλλα ἔθνη, ἰάτρευα καὶ
ὠφελοῦσα αὐτούς, διότι τοὺς ἀπήλλασσα
ἀπὸ τὴν δουλείαν. |
4
Ἐν διαφθορᾷ ἀνθρώπων ἐξέτεινα
αὐτοὺς ἐν δεσμοῖς ἀγαπήσεώς
μου καὶ ἔσομαι αὐτοῖς ὡς ραπίζων
ἄνθρωπος ἐπὶ τὰς σιαγόνας αὐτοῦ·
καὶ ἐπιβλέψομαι πρὸς αὐτόν,
δυνήσομαι αὐτῷ. |
4
Ἄνθρωποι ἐξωλοθρεύθησαν, ὅταν ἐγὼ
ἥπλωνα πρὸς αὐτοὺς τὰ χέρια
μου ἐν τῷ δεσμῷ τῆς ἀγάπης
μου. Ἐγὼ θὰ εἶμαι δι' αὐτούς,
ὅπως ὁ στοργικὸς πατήρ, ὁ ὁποῖος
ραπίζει τὰς παρειὰς τοῦ παιδιοῦ
του εἰς διόρθωσιν. Θὰ ἐπιβλέψω
μὲ στοργὴν πρὸς τὸν λαὸν αὐτὸν
καὶ μὲ τὴν ἄπειρον δύναμίν
μου θὰ τὸν σώσω.
|
4
Τότε ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὸν φθοροποιὸν
λάκκον τῆς δουλείας τῆς Αἰγύπτου, ἔρριψα
τὰ σχοινιὰ τῆς ἀγάπης μου καὶ
τοὺς ἀνέσυρα. Ἐπειδὴ τοὺς ἀγάπησα
ὡς μικρὸ παιδί, ὅταν τοὺς τιμωρῷ,
ὁμοιάζω μὲ φιλόστοργον πατέρα, ποὺ ραπίζει
τὸ παιδί του εἰς τὶς σιαγόνες πρὸς
παιδαγωγίαν. Καὶ ἀφοῦ τοὺς τιμωρήσω,
θὰ ρίψω εἰς αὐτοὺς εὐσπλαγχνικὸν
βλέμμα καὶ θὰ ἠμπορέσω νὰ τοὺς
σώσω <ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Θὰ
τοὺς κυττάξω μὲ αὐστηρὸν βλέμμα, καὶ
αὐτὸ θὰ εἶναι ἀρκετὸν
διὰ νὰ γίνω κύριός των καὶ νὰ
ἐξαφανίσω τὴν ἁμαρτίαν, ποὺ ὑπάρχει
μεταξύ των>. |
5
Κατῴκησεν Ἐφραὶμ ἐν Αἰγύπτῳ,
καὶ Ἀσσοὺρ αὐτὸς βασιλεὺς
αὐτοῦ, ὅτι οὐκ ἠθέλησεν
ἐπιστρέψαι. |
5
Ἀλλὰ ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς
διὰ τὰς ἁμαρτίας μου μετεφέρθη
αἰχμάλωτος εἰς τὴν χώραν τῆς
Αἰγύπτου. Οἱ Ἀσσύριοι θὰ
βασιλεύουν ἐπάνω εἰς αὐτόν,
διότι δὲν ἠθέλησε νὰ ἐπιστρέψῃ
ἐν μετανοίᾳ πρὸς τὸν Θεόν
του. |
5
Ὀσεσδήποτε φορὲς καὶ ἂν καταφύγῃ
ὁ Ἐφραίμ <ὁ Ἰσραηλιτικὸς
λαός> εἰς τὴν Αἴγυπτον, ζητῶν
ἀπὸ ἐκεῖ βοήθειαν καὶ συμμαχίαν,
δὲν θὰ ἀποφύγῃ τὴν ὑποδούλωσίν
του εἰς τοὺς Ἀσσυρίους, διότι δὲν
ἠθέλησε νὰ ἐπιστρέψῃ ἀπὸ
τὴν εἰδωλολατρίαν ἐν μετανοίᾳ εἰς
Ἐμὲ, τὸν Θεόν του <ἢ κατ’
ἄλλην ἑρμηνείαν: Ὁ Ἐφραὶμ θὰ
ὁδηγηθῇ αἰχμάλωτος εἰς τὴν Αἴγυπτον,
καὶ οἱ Ἀσσύριοι θὰ κυριαρχήσουν
ἐπ' αὐτοῦ, διότι...>.
|
6
Καὶ ἠσθένησε ρομφαία ἐν ταῖς
πόλεσιν αὐτοῦ καὶ κατέπαυσεν
ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ, καὶ
φάγονται ἐκ τῶν διαβουλίων αὐτῶν.
|
6
Ἡ πολεμική του ρομφαία ἔγινε ἀσθενὴς
καὶ ἀδύνατος διὰ τὴν ὑπεράσπισιν
τῶν πόλεών του. Τὰ χέρια του
ἠτόνησαν καὶ ἔπαυσαν νὰ τὴν
χειρίζωνται. Ἔτσι δὲ θὰ φάγουν
καὶ θὰ ἀπολαύσουν τοὺς καρποὺς
τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ἀποφάσεών
των. |
6
Ἡ πολεμικὴ ρομφαία ἀπεδείχθη ἀνίσχυρος
εἰς τὰ χέρια των, διὰ νὰ ὑπερασπίσουν
τις πόλεις των, καὶ οἱ πολεμικοὶ ἄνδρες
ἔπαυσαν νὰ ἐνεργοῦν κάτι τὸ
πολεμικὸν ἔτσι θὰ δρέψουν ἀναγκαστικῶς
τοὺς καρπούς τῶν πονηρῶν των βουλευμάτων
καὶ ἀποφάσεων. |
7
Καὶ ὁ λαὸς αὐτοῦ ἐπικρεμάμενος
ἐκ τῆς κατοικίας αὐτοῦ, καὶ
ὁ Θεὸς ἐπὶ τὰ τίμια αὐτοῦ
θυμωθήσεται, καὶ οὐ μὴ ὑψώσῃ
αὐτόν. |
7
Ὁ ταλαιπωρημένος τότε εἰς τὴν
ἐξορίαν του ἰσραηλιτικὸς λαός,
θὰ λαχταρᾶ καὶ θὰ κρέμαται διὰ
τὴν πάτριον γῆν. Ὁ Θεὸς ὅμως
διὰ τὰς ἁμαρτίας του ἔχει ὀργισθῆ
ἐναντίον τῶν πολυτίμων του πραγμάτων,
δηλαδὴ ἐναντίον τοῦ λαοῦ, τῆς
χώρας καὶ τοῦ ναοῦ. Δὲν θὰ
ἐνισχύσῃ εἰς ἐπάνοδον
καὶ δὲν θὰ δοξάσῃ τὸν
ἰσραηλιτικὸν λαόν.
|
7
Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, εὑρισκόμενος
ἐξόριστος καὶ αἰχμάλωτος, θὰ κρέμεται
κυριολεκτικὰ καὶ θὰ λαχταρὰ τὴν
πατρίδα του· ὁ Θεὸς ὅμως θὰ ὀργισθῇ
κατὰ τῶν ὁσίων καὶ ἱερῶν
τοῦ Ἰσραήλ, δηλαδὴ κατὰ τὸν
Ναοῦ καὶ ὅσων ὑπάρχουν εἰς αὐτόν,
καὶ δὲν θὰ ὑψώσῃ τὸν
Ἰσραὴλ ἀνιστῶν εἰς τὴν
Σαμάρειαν βασιλέα ἢ ἄρχοντας.
|
8
Τί σὲ διαθῶμαι, Ἐφραίμ; Ὑπερασπιῶ
σου, Ἰσραήλ; Τί σὲ διαθῶ; Ὡς
Ἀδαμὰ θήσομαί σε καὶ ὡς
Σεβνείμ; Μετεστράφη ἡ καρδία μου ἐν
τῷ αὐτῷ, συνεταράχθη ἡ μεταμέλειά
μου, |
8
Πῶς νὰ διατεθῶ ἀπέναντί
σου, ἰσραηλιτικὲ λαέ; Νὰ σὲ
ὑπερασπίσω ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς,
ποὺ σὲ ἀπειλοῦν καὶ σὲ
θλίβουν; Πῶς νὰ σὲ μεταχειρισθῶ;
Νὰ σὲ φέρω εἰς τὴν κατάστασιν
τῶν πόλεων Ἀδαμὰ καὶ Σεβνείμ,
ποῦ κατεστράφησαν; Συνεστράφη ἐντός
μου ἡ καρδία μου, συνεκλονίσθη ἡ μεταμέλειά
μου. |
8
Πῶς νὰ διατεθῶ ἀπέναντί σου, Ἐφραίμ
<Ἰσραηλιτικὲ λαέ>; Νὰ σὲ ὑπερασπίσω,
Ἰσραήλ; Πῶς νὰ σοῦ συμπεριφερθῶ;
Νὰ σὲ καταστρέψω ὅπως τὶς πόλεις Ἄδαμα
καὶ Σεβωείμ, ποὺ κατεστράφησαν μὲ τὰ
Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα; Ἐν ὅσῳ
σὲ κατηγορῶ, συστρέφεται ἡ καρδία μου, συγκλονιζόμενος
δὲ καὶ κατακλυζόμενος ἀπὸ τὴν
πρὸς σὲ φιλοστοργίαν μου ἔχω μεταμεληθῆ·
|
9
Οὐ μὴ ποιήσω κατὰ τὴν ὀργὴν
τοῦ θυμοῦ μου, οὐ μὴ ἐγκαταλίπω
τοῦ ἐξαλειφθῆναι τὸν Ἐφραίμ·
διότι Θεὸς ἐγώ εἰμι καὶ
οὐκ ἄνθρωπος· ἐν σοὶ ἅγιος,
καὶ οὐκ εἰσελεύσομαι εἰς πόλιν.
|
9
Δὲν θὰ πράξω, ὅπως μου ὑπαγορεύει
ἡ δικαία ὀργὴ τοῦ θυμοῦ
μου. Δὲν θὰ ἐγκαταλείψω τοὺς
Ἰσραηλίτας, ὥστε νὰ ἐξαφανισθοῦν
ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, διότι
ἐγὼ εἶμαι Θεὸς καὶ ὀχι
ἄνθρωπος. Ὑπάρχουν καὶ κάποιοι
πιστοὶ καὶ δίκαιοι ἀνάμεσα εἰς
τὸν λαόν σου, Ἰσραήλ. Διὰ τοῦτο
δὲν θὰ εἰσέλθω εἰς τὰς
πόλεις σου, διὰ νὰ καταστρέψω αὐτὰς
ἐξ ὁλοκλήρου.
|
9
καὶ δὲν θὰ ἐνεργήσω σύμφωνα
μὲ τὴν ὀργὴν τοῦ θυμοῦ
μου. Δὲν θὰ ἐγκαταλείψω τὸν Ἐφραίμ
<τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν>, ὥστε
νὰ ἐξολοθρευθῇ. Διότι Ἑγὼ εἶμαι
Θεὸς ἀγαθὸς καὶ ὄχι ἄνθρωπος,
ποὺ δίδει τὴν νίκην εἰς τὴν ὀργήν.
Διότι εἶμαι ἅγιος καὶ καθιστῶ γνωστὴν
μεταξύ σου τὴν ἁγιότητά μου καὶ δὲν
θὰ εἰσέλθω εἰς τὶς πόλεις σου διὰ
νὰ σὲ καταστρέψω <ἢ κατ’ ἄλλην
ἑρμηνείαν: Διότι ὑπάρχουν ἅγιοι μεταξύ σου
καὶ χάριν αὐτῶν δὲν θὰ εἰσέλθω
εἰς τὶς πόλεις σου διὰ νὰ σὲ
καταστρέψω>. |
10
Ὀπίσω Κυρίου πορεύσομαι· ὡς
λέων ἐρεύξεται, ὅτι αὐτὸς
ὠρύσεται, καὶ ἐκστήσονται τέκνα
ὑδάτων. |
10
Καὶ ὁ Ἰσραὴλ συντετριμμένος
ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Κυρίου
λέγει· <ὀπίσω ἀπὸ τὸν
Κύριον θὰ πορευθῶ. Ὁ Κύριος
θὰ βρυχηθῇ ὡς λέων. Ὅταν δὲ
ἐκεῖνος βρυχηθῇ ὡς λέων ἐν
τῇ δυνάμει του, ὅλοι θὰ ταραχθοῦν
ὅπως ταράσσονται τὰ ψάρια εἰς
ἀπροσδόκητον θόρυβον τῶν ὑδάτων>.
|
10
Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἀπαντᾷ
εἰς τὴν φιλανθρωπίαν αὐτὴν τοῦ
Θεοῦ: <Ἐγὼ ὁ ἀποστάτης θὰ
ἀκολουθήσω τὸν Κύριον. Ὁ παντοδύναμος Κύριος
θὰ βρυχηθῇ ὡσὰν λιοντάρι· ὅταν
δὲ βρυχηθῇ καὶ οὐρλιάζῃ
ὡσὰν λιοντάρι, θὰ γεμίσῃ φόβον
καὶ τρόμον τοὺς Βαβυλωνίους, ὅπως τρομοκρατοῦνται
τὰ ψάρια, τὰ ὁποῖα οὔτε κτύπον
ἀνέχονται οὔτε σκιὰν ἀνθρωπίνην>.
|
11
Ἐκστήσονται ὡς ὄρνεον ἐξ Αἰγύπτου
καὶ ὡς περιστερὰ ἐκ γῆς Ἀσσυρίων·
καὶ ἀποκαταστήσω αὐτοὺς εἰς
τοὺς οἴκους αὐτῶν, λέγει Κύριος.
|
11
Οἱ Ἰσραηλῖται θὰ πτερυγίσουν
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ὡσὰν
πτηνά, ὡσὰν περιστεραὶ ἀπὸ
τὴν χώραν τῶν Ἀσσυρίων. Ἐγὼ
δὲ θὰ ἀποκαταστήσω αὐτοὺς
εἰς τὰς οἰκίας των, λέγει ὁ
Κύριος. |
11
Οἱ Ἰσραηλῖται θὰ πετάξουν ὡς
πτηνὰ καὶ θὰ φύγουν ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον καὶ ὡς περιστερὲς ἀπὸ
τὴν χώραν τῶν Ἀσσυρίων. Καὶ
ἐγὼ θὰ τοὺς ἀποκαταστήσω εἰς
τὴν πατρίδα καὶ τοὺς οἴκους των, λέγει
ὁ Κύριος. |