Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ατὰ
τὸν λόγον Ἐφραὶμ δικαιώματα
ἔλαβεν αὐτὸς ἐν τῷ Ἰσραὴλ
καὶ ἔθετο αὐτὰ τῇ Βάαλ
καὶ ἀπέθανε. |
μιλοῦσεν
ἀπὸ θέσεως ἰσχύος ἡ φυλὴ
τοῦ Ἐφραὶμ καὶ ἐζητοῦσε
καὶ ἐλάμβανε δικαιώματα ἀπὸ
τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν, τὰ ὁποῖα
ἐν τούτοις κατέθετεν εἰς τὸ
εἴδωλον Βαάλ. Διὰ τοῦτο καὶ
ἐπέσυρε τὴν καταστροφήν της.
|
φυλὴ
τοῦ Ἐφραίμ, ὅσον χρόνον ὡμιλοῦσε
ταπεινά, μὲ φόβον καὶ χωρὶς προπέτειαν κατὰ
τοῦ Θεοῦ <ἢ ἐπειδὴ διατηροῦσε
στρατόν>, ὑπερεῖχεν εἰς δύναμιν μεταξὺ
τῶν ἄλλων φυλῶν. Ἐνῷ δὲ
ἔλαβεν ἀπὸ ἐμὲ τὸν Θεὸν
δικαιώματα καὶ νόμους, σύμφωνα μὲ τοὺς ὁποίους
ἔπρεπε νὰ ζῇ καὶ νὰ πολιτεύεται,
ἀγάπησε ἀντ’ αὐτῶν τὶς
παρανομίες τῶν εἰδώλων καὶ κατέθετεν αὐτὰ
εἰς τὴν Βάαλ, τὴν ὁποίαν ἐλάτρευε.
Διὰ τοῦτο ἐτρύγησεν ἀπὸ
τὰ εἴδωλα ἀντὶ ζωῆς καταστροφὴν
καὶ θάνατον. |
2
Καὶ νῦν προσέθεντο τοῦ ἁμαρτάνειν
ἔτι, καὶ ἐποίησαν ἐαυτοῖς
χώνευμα ἐκ τοῦ ἀργυρίου αὐτῶν
κατ' εἰκόνα εἰδώλων, ἔργα τεκτόνων
συντετελεσμένα αὐτοῖς· αὐτοὶ
λέγουσι· θύσατε ἀνθρώπους, μόσχοι
γὰρ ἐκλελοίπασι. |
2
Ἀλλὰ καὶ τώρα οἱ τῆς φυλῆς
Ἐφραὶμ ἐξακολουθοῦν ἀκόμη
νὰ ἁμαρτάνουν. Κατεσκεύασαν ἀγάλματα
χωνευτὰ ἀπὸ τὸν ἄργυρόν
των κατὰ τὰς εἰκόνας τῶν εἰδώλων,
ἔργα τεχνιτῶν, κατεσκευασμένα ἀπὸ
χέρια ἀνθρώπων. Ἐπάνω δὲ
εἰς τὴν ἀλλοφροσύνην τῆς εἰδωλολατρείας
των λέγουν· <θυσιάσατε ἀνθρώπους,
διότι δὲν ὑπάρχουν πλέον μόσχοι>.
|
2
Οἱ φυλὲς ὅμως τοῦ Ἐφραὶμ
δὲν ἐσωφρονίσθησαν ἀπὸ τὸν
θάνατον· συνέχιζαν καὶ τώρα νὰ ἁμαρτάνουν
καὶ κατεσκεύασαν εἰδωλολατρικὰ ἀγάλματα
ἰδικῆς των ἐπινοήσεως, χωνευτὰ ἀπὸ
τὸν ἄργυρόν των· κατεσκεύασαν ἐπίσης
ἔργα τεχνιτῶν <ἢ κατ’ ἄλλους ξύλινα
ἀγάλματα, ξόανα>, τὰ ὁποῖα οἱ
ἴδιοι ἐπεξειργάσθησαν. Καὶ ὄχι μόνον
κατεσκεύασαν τέτοια εἴδωλα, ἀλλ’ ἔφθασαν
εἰς τέτοιο σημεῖον καταπτώσεως καὶ πωρώσεως,
ὥστε <οἱ ἱερεῖς> παρακινοῦσαν
καὶ ἔλεγαν: <Θυσιάστε ἀνθρώπους, διότι
δὲν ὑπάρχουν πλέον μοσχάρια>!
|
3
Διὰ τοῦτο ἔσονται ὡς νεφέλη
πρωϊνὴ καὶ ὡς δρόσος ὀρθρινὴ
πορευομένη, ὤσπερ χνοῦς ἐποφυσώμενος
ἀφ' ἅλωνος καὶ ὡς ἀτμὶς
ἀπὸ δακρύων. |
3
Ἐξ αἰτίας τῆς διαφθορᾶς καὶ
εἰδωλολατρείας των αὐτῆς, θὰ
γίνουν καὶ θὰ σβήσουν ὡσὰν
τὴν πρωϊνὴν ὁμίχλην, ἡ ὁποία
διαλύεται. Ὡσὰν τὴν πρωϊνὴν
δρόσον, ἡ ὁποία ταχέως παρέρχεται,
ὅπως τὸ χνούδι, τὸ ὁποῖον
φυσᾷ ὁ ἄνεμος μακρυὰ ἀπὸ
τὸ ἁλῶνι. Ὡσὰν τὸ δάκρυον
ἀπὸ τὰ μάτια.
|
3
Διὰ τοῦτο οἱ Ἰσραηλῖται, ἕνεκα
τῆς ὑπερβολικῆς των ἀσεβείας καὶ
διαφθορᾶς, θὰ ἀφανισθοῦν ἐμπρὸς
εἰς τὴν ἔφοδον τῶν ἐχθρῶν
των, ὅπως εὔκολα καὶ γρήγορα ἐξαφανίζεται
ἐμπρὸς εἰς τὶς ἀκτῖνες
τοῦ ἡλίου ἡ πρωϊνὴ νεφέλη καὶ
ἡ ὀρθρινὴ δρόσος· καὶ ὅπως
τὸ ψιλὸν καὶ τριμμένον ἄχυρον, τὸ
ὁποῖον φυσᾷ καὶ ἁρπάζει ὁ
ἄνεμος σὰν χνούδι ἀπὸ τὸ ἁλῶνι
καὶ τὸ ἀπομακρύνει· καὶ ὅπως
ἐξατμίζεται τὸ δάκρυ ἀπὸ τὰ
μάτια <ἢ κατ’ ἄλλην γραφήν: Ὅπως διαλύεται
ὁ καπνός, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν
καπνοδόχον>. |
4
Ἐγὼ δὲ Κύριος ὁ Θεός σου
ὁ στερεῶν τὸν οὐρανὸν καὶ
κτίζων γῆν, οὗ αἱ χεῖρες ἔκτισαν
πᾶσαν τὴν στρατιὰν τοῦ οὐρανοῦ,
καὶ οὐ παρέδειξά σοι αὐτὰ
τοῦ πορεύεσθαι ὀπίσω αὐτῶν·
καὶ ἐγὼ ἀνήγαγόν σε ἐκ
γῆς Αἰγύπτου, καὶ Θεὸν πλὴν
ἐμοῦ οὐ γνώσῃ, καὶ σῴζων
οὐκ ἐστὶ πάρεξ ἐμοῦ.
|
4
Ἐγὼ ὅμως εἶμαι Κύριος ὁ
Θεός σου, ὁ ὁποῖος ἐστερέωσα
τὸν οὐρανὸν καὶ ἔκτισα τὴν
γῆν. Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος,
τοῦ ὁποίου αἱ χεῖρες ἐδημιούργησαν
ὅλην τὴν στρατιὰν τῶν ἀστέρων
τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὄχι μόνον
δὲν σοῦ ὑπέδειξα ἀλλὰ
καὶ ρητῶς σοῦ ἀπηγόρευσα νὰ
τὰ μεταβάλλῃς εἰς εἴδωλα καὶ
νὰ τὰ ἀκολουθῇς ὡς ἐὰν
ἦσαν θεοί. Ἐγὼ σὲ ἔβγαλα
ἐλεύθερον ἀπὸ τὴν γῆν
τῆς Αἰγύπτου, διὰ τοῦτο δὲν
πρέπει νὰ γνωρίσῃς καὶ νὰ
λατρεύσῃς καὶ νὰ ἀκολουθήσῃς
ἄλλον Θεὸν πλὴν ἐμοῦ. Ἐγὼ
εἶμαι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
δίδω σωτηρίαν, καὶ ἐκτὸς ἐμοῦ
δὲν ὑπάρχει ἄλλος.
|
4
Καὶ σὺ μὲν ἐθυσίαζες εἰς
τὰ εἴδωλα, ὡσὰν νὰ ἦσαν
κύριοι καὶ θεοί· Κύριος ὁ Θεός σου
ὅμως εἶμαι Ἑγώ, ὁ ὁποῖος
ἐστηριξα στερεὰ τὸν οὐρανὸν
καὶ ἔκτισα τὴν γῆν, ὥστε νὰ
ὑπάρχῃ ὅπως ἐκτίσθη ἀπ’ ἀρχῆς.
Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σου, τοῦ
ὁποίου τὰ χέρια ἐδημιούργησαν τὰ πλήθη
τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ·
καὶ δὲν τὰ ἐπρόβαλα ἐνώπιόν
σου διὰ νὰ τὰ προσκυνῇς καὶ
νὰ τὰ λατρεύης ὡς θεούς, ἀλλὰ
διὰ νὰ θαυμάζῃς καὶ νὰ λατρεύης
Ἐμέ, τὸν Δημιουργόν των. Ἐγὼ
εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ ὁποῖος
κατόπιν σὲ ἐλευθέρωσα καὶ σὲ ἀνέβασα
ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου εἰς
τὴν Χαναάν. Σοῦ ἔδωσα δὲ ἐντολὴν
καὶ ὥρισα νὰ μὴ ἀναγνωρίζῃς
καὶ νὰ μὴ θεωρῇς ἄλλον θεὸν
ἐκτὸς ἀπὸ Ἐμέ, διότι δὲν
ὑπάρχει κανεὶς ἄλλος, ὁ ὁποῖος
ἔχει τὴν δύναμιν νὰ σῴζῃ, ἐκτὸς
ἀπὸ Ἐμέ. |
5
Ἐγὼ ἐποίμαινόν σε ἐν τῇ
ἐρήμῳ ἐν γῇ ἀοικήτῳ
|
5
Ἐγὼ σὲ καθοδηγοῦσα καὶ σὲ
διέτρεφα εἰς τὴν ἔρημον, εἰς
χώραν ἀκατοίκητον.
|
5
Ἐγὼ σὲ ἐποίμανα εἰς τὴν
ἔρημον, εἰς χώραν ἀκατοίκητον·
|
6
κατὰ τὰς νομὰς αὐτῶν. Καὶ
ἐνεπλήσθησαν εἰς πλησμονήν, καὶ
ὑψώθησαν αἱ καρδίαι αὐτῶν·
ἕνεκα τούτου ἐπελάθοντό μου.
|
6
Ἐχορηγοῦσα εἰς τοὺς προγόνους
σου τὰς ἀπαραιτήτους τροφάς. Ἐκεῖνοι
δὲ ἔφαγον καθ' ὑπερβολήν, ἐχορτάσθησαν
μὲ τὸ παραπάνω, ὑπερηφανεύθησαν
αἱ καρδίαι των μέσα εἰς τὴν
ἀφθονίαν τῶν ἀγαθῶν καὶ
ἕνεκα τούτου μὲ ἐλησμόνησαν
καὶ μὲ ἐγατέλειψαν.
|
6
ἐχορηγοῦσα κατὰ τὴν διέλευσιν τῶν
προγόνων σου διὰ μέσου τῆς ἐρήμου τὰ
ἀναγκαῖα διὰ τὴν συντήρησίν
των ἀγαθά. Καὶ ἐκεῖνοι ἔφαγαν
καὶ ἀπήλαυσαν τὰ ἀγαθὰ μέχρι
κορεσμοῦ καὶ μέσα εἰς τὰ ἄφθονα
ἀγαθὰ ὑπερηφανεύθησαν αἱ καρδίαι των
διὰ τοῦτο ἐλησμόνησαν Ἐμὲ
τὸν εὐεργέτην των καὶ μὲ ἐγκατέλειψαν.
|
7
Καὶ ἔσομαι αὐτοῖς ὡς πανθὴρ
καὶ ὡς πάρδαλις κατὰ τὴν ὁδὸν
Ἀσσυρίων· |
7
Διὰ τοῦτο ἐγὼ θὰ εἶμαι
δι' αὐτοὺς ὡς ἄγριος πάνθηρ,
ὡς λεοπάρδαλις εἰς τὴν ὁδὸν
των πρὸς τὴν Ἀσσυρίαν.
|
7
Ἐπειδὴ ὑπερηφανεύθησαν, θὰ συμπεριφερθῶ
πρὸς αὐτοὺς ὡσὰν ἄγριος
πάνθηρας καὶ ὡσὰν λεοπάρδαλις, παραμονεύων
εἰς τὸν δρόμον των πρὸς τοὺς Ἀσσυρίους·
|
8
ἀπαντήσομαι αὐτοῖς ὡς ἄρκος
ἀπορουμένη καὶ διαρρήξω συγκλεισμὸν
καρδίας αὐτῶν, καὶ καταφάγονται
αὐτοὺς ἐκεῖ σκύμνοι δρυμοῦ,
θηρία ἀγροῦ διασπάσει αὐτούς.
|
8
Θὰ ὁρμήσω ἐναντίον των ὡσὰν
ἄρκτος ἀγριεμένη ἀπὸ τὴν
πεῖναν. Θὰ διαρρήξω τὸ στῆθος
των, τὸ ὁποῖον περικλείει τὴν
ἁμαρτωλὴν καρδίαν των. Ἐκεῖ
θὰ τοὺς καταφάγουν νεαροὶ πεινασμένοι
λέοντες τοῦ δρυμοῦ. Θηρία τοῦ
ἀγροῦ θὰ τοὺς κατασπαράξουν.
|
8
θὰ ὁρμήσω ἐναντίον των μὲ ἀσυγκράτητον
μανίαν ὡσὰν ἀρκούδα πεινασμένη, ποὺ
πιέζεται καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ
φύγῃ <ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ποὺ
στενοχωρεῖται ἀφόρητα, διότι οἱ κυνηγοὶ
τῆς ἀφῄρεσαν τὰ νεογνά>, καὶ
θὰ ξεσχίσω τὸ σφικτοκλεισμένον στῆθος, τὸ
ὁποῖον περικλείει τὴν πωρωμένην καρδίαν
των, καὶ ἐκεῖ εἰς τὴν ἐχθρικὴν
χώραν θὰ τοὺς καταφάγουν τὰ νεαρὰ
λιοντάρια τοῦ δάσους, τὰ δὲ ἄγρια
θηρία θὰ τοὺς κατακομματιάσουν.
|
9
Τῇ διαφθορᾷ σου, Ἰσραήλ, τίς
βοηθήσει; |
9
Εἰς αὐτὴν λοιπὸν τὴν καταστροφήν
σου, ποιός, ὦ ἰσραηλιτικὲ λαέ,
θὰ σὲ βοηθήσῃ; |
9
Ποῖος θὰ σὲ βοηθήσῃ, Ἰσραηλιτικὲ
λαέ, εἰς αὐτὴν τὴν ὁλοκληρωτικὴν
ἐρήμωσίν σου; |
10
Ποῦ ὁ βασιλεύς σου οὗτος; Καὶ
διασωσάτω σε ἐν πάσαις ταῖς πόλεσί
σου· κρινάτω σε ὃν εἶπας· δός
μοι βασιλέα καὶ ἄρχοντα. |
10
Ποῦ εἶναι αὐτὸς ὁ βασιλεύς
σου; Ἂς σὲ ὑπερασπίσῃ ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν σου καὶ ἂς διασώσῃ
τὰς πόλεις σου. Ἂς σὲ διοικήσῃ
καὶ ἂς σὲ κατευθύνῃ ὁ
βασιλεύς, διὰ τὸν ὁποῖον σὺ
εἶπες· <δός μου βασιλέα ὡς
ἄρχοντά μου>.
|
10
Ποὺ εἶναι αὐτὸς ὁ βασιλιᾶς
σου; Ἂς ἔλθῃ λοιπὸν τώρα νὰ
σὲ προστατεύσω καὶ νὰ σὲ διασώσῃ
εἰς ὅλες τὶς πόλεις σου· ἂς ἀναλάβῃ
τὴν ὑπεράσπισίν σου ὁ βασιλιᾶς σου,
διὰ τὸν ὁποῖον σὺ μὲ παρεκάλεσες
καὶ μοῦ εἶπες: <Δός μου βασιλιᾶ
ὡς ἄρχοντα>. |
11
Καὶ ἔδωκά σοι βασιλέα ἐν ὀργῇ
μου καὶ ἔσχον ἐν τῷ θυμῷ μου
|
11
Ὠργίσθην διὰ τὸ αἴτημά
σου καὶ σοῦ ἔδωκα τότε βασιλέα.
Ὠργίσθην ὅμως βραδύτερον πολὺ
περισσότερον |
11
Ἐγὼ ὠργίσθηκα τότε διὰ τὸ
ἀνόητον αἴτημα καὶ θέλημά σου καὶ
σοῦ ἔδωκα βασιλιᾶ, καὶ μακροθυμῶν,
χωρὶς ὅμως νὰ ἀρέσκωμαι εἰς
τὸ αἴτημα αὐτό, ἐνέδωκα εἰς
τὴν ἄδικον αὐτὴν σύμπνοιαν καὶ
συμφωνίαν σας καὶ ὠργίσθηκα πολὺ μὲ
τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν σου,
|
12
συστροφὴν ἀδικίας. Ἐφραίμ, ἐγκεκρυμμένη
ἡ ἁμαρτία αὐτοῦ·
|
12
διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀδικιῶν
τῶν ἰδικῶν σου καὶ ἐκείνου.
Ἰσραηλιτικὲ λαέ, ἡ τιμωρία σου
μένει κρυμμένη, ἀλλ' ὄχι ὅμως
ἄγνωστος εἰς ἐμέ.
|
12α
τὶς ὁποῖες συγκεντρώνεις καὶ συνενώνεις
καὶ πολλαπλασιάζεις καὶ ἔτσι προχωρεῖς
ὁλονὲν βαθύτερον εἰς τὴν ἄβυσσον
τῆς ἀνομίας.
12β
Τοῦ Ἐφραίμ <τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ> ἡ ἀνομία ἔχει ριζωθῆ
βαθιά· δύσκολα ἠμπορεῖ νὰ ξερριζωθῇ.
|
13
ὠδῖνες ὡς τικτούσης ἥξουσιν
αὐτῷ. Οὗτος ὁ υἱός σου
ὁ φρόνιμος, διότι οὐ μὴ ὑποστῇ
ἐν συντριβῇ τέκνων. |
13
Θὰ τιμωρηθῇς δι' αὐτήν. Θὰ ἐπέλθουν
ἐναντίον σου μεγάλοι πόνοι, οἱ
ὁποῖοι θὰ ὁμοιάζουν μὲ
τὰς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ. Φυλὴ
τοῦ Ἰσραήλ, αὐτὰ εἶναι
τὰ παιδιά σου τὰ φρόνιμα! Εἶναι
εἰς τὴν πραγματικότητα ἀσύνετα
καὶ ἄφρονα. Διὰ τοῦτο δὲν θὰ
ἠμπορέσουν νὰ ἀντισταθοῦν εἰς
ἐπιδρομὴν ἐχθρῶν, ὅταν ἐκεῖνοι
ἐν τῇ μανίᾳ των θὰ συντρίβουν
τὰ τέκνα των.
|
13
Διὰ τοῦτο θὰ παραχωρήσω νὰ ἐπέλθουν
ἐναντίον του πόνοι τόσον ἰσχυροί, ὅμοιοι
πρὸς ἐκείνους, τοὺς ὁποίους ὑποφέρει
ἡ γυναῖκα, ὅταν γεννᾷ. Ποῖος
δὲ θὰ τὸν σώσῃ; Μήπως ὁ υἱός
σου, ὁ βασιλιᾶς αὐτὸς τῆς φυλῆς
Ἐφραίμ, τὸν ὁποῖον ὡς
φρόνιμον ἀνέβασες εἰς τὸν θρόνον; Δὲν
πρόκειται ὅμως νὰ σὲ ὠφελήσῃ
εἰς τίποτε, διότι αὐτός, ἐνῷ τὰ
τέκνα σου θὰ συντρίβωνται, δὲν θὰ ἠμπορέσῃ
να ἀντισταθῇ εἰς τοὺς ἐχθροὺς
καὶ θὰ συλληφθῇ αἰχμάλωτος.
|
14
Ἐκ χειρὸς ᾅδου ρύσομαι καὶ ἐκ
θανάτου λυτρώσομαι αὐτούς. Ποῦ
ἡ δίκη σου, θάνατε; Ποῦ τὸ κέντρον
σου, ᾅδῃ; Παράκλησις κέκρυπται ἀπὸ
ὀφθαλμῶν μου, |
14
Ἐγὼ ὅμως εἶμαι Θεὸς ἐλέους
καὶ θὰ σὲ γλυτώσω ἀπὸ
τὰ δεσμὰ τοῦ ᾅδου. Θὰ σὲ
λυτρώσω ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ
τότε θὰ διαλαλήσω· <ποὺ εἶναι
ἡ καταδίκη σου, ὦ θάνατε, ἐναντίον
τῶν ἀνθρώπων; Ποῦ εἶναι τὸ
δηλητηριῶδες κεντρί σου, ὦ ᾅδῃ;>
Ἀλλὰ ἐπὶ τοῦ παρόντος
ἡ παρηγορία σου, ὦ λαὲ τοῦ Ἰσραήλ,
ἔχει ἀποκρυβῆ ἀπὸ τὸ μάτια
μου. Δὲν θὰ σοῦ δοθῇ.
|
14
Ἀλλ’ Ἐγὼ θὰ τοὺς σώσω ἀπὸ
τὰ χέρια τοῦ ἅδου καὶ θὰ τοὺς
λυτρώσω ἀπὸ τὸν θάνατον, δηλαδὴ ἀπὸ
τὴν αἰχμαλωσίαν. <Ποὺ εἶναι ἡ
καταδίκη, ἡ τιμωρία, οἱ πληγὲς ποὺ
ἐπιφέρεις, θάνατε; Ποὺ εἶναι τὸ φαρμακερὸ
κεντρί σου, ἅδῃ;> Μέχρι τότε ὅμως, ποὺ
θὰ σώσω τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ἡ
παρηγορία καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας
φαίνεται ὅτι ἔχει κρυβῆ ἀπὸ
τὰ μάτια μου καὶ δὲν θὰ σοῦ
δοθῇ· |
15
διότι οὗτος ἀνὰ μέσον ἀδελφῶν
διαστελεῖ· ἐπάξει καύσωνα ἄνεμον
Κύριος ἐκ τῆς ἐρήμου ἐπ'
αὐτόν, καὶ ἀναξηρανεῖ τὰς
φλέβας αὐτοῦ, ἐξερημώσει τὰς
πηγὰς αὐτοῦ· αὐτὸς καταξηρανεῖ
τὴν γῆν αὐτοῦ καὶ πάντα
τὰ σκεύη τὰ ἐπιθυμητὰ αὐτοῦ.
|
15
Τοῦτο δέ, διότι ὦ Ἐφραίμ,
ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἔχει χωρισθῇ
ἀπὸ τὸν ἀδελφόν του ἰουδαϊκὸν
λαόν. Δι' αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος
θὰ ἐπιφέρῃ ἐναντίον τοῦ
ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καυστικὸν ἄνεμον
ἀπὸ τὴν ἔρημον, ἐχθροὺς
φοβερούς, οἱ ὁποῖοι θὰ ξηράνουν
τὰς πλουτοπαραγωγικὰς πηγὰς τῆς γῆς,
θὰ ἐρημώσουν τὴν περιοχήν. Αὐτοὶ
θὰ μεταβάλουν εἰς κατάξηρον τὴν
χώραν του καὶ θὰ λεηλατήσουν καὶ
θὰ καταστρέψουν ὅλα τὰ πολύτιμά
του ἀντικείμενα. |
15
διότι τοὺς ἀδελφούς, ποὺ εἶναι αἰχμάλωτοι,
θὰ τοὺς χωρίζῃ μεταξύ των ὁ
θάνατος <ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Διότι
αὐτός, ὁ Ἐφραίμ, ἐχωρίσθη ἀπὸ
τὸν ἀδελφὸν Ἰουδαϊκὸν λαόν>·
ὁ Κύριος θὰ ἐπιφέρῃ ἐναντίον
τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καυστικὸν
ἄνεμον ἀπὸ τὴν ἔρημον <ἐχθρούς)
καὶ θὰ ἀποξηράνῃ τὶς πλουτοφόρες
πηγές του καὶ θὰ ἐρημώσῃ
ἐντελῶς τὶς πηγὲς τῆς χώρας
του. Αὐτὸς θὰ ξηράνῃ ὅλως διόλου
τὴν χώραν του οἱ ἐχθροὶ θὰ λεηλατήσουν
ὅλα τὰ πολύτιμα ἀντικείμενά του - τὰ
χρυσᾶ καὶ τὰ ἀργυρᾶ - τὰ
ὁποῖα πάντοτε ἐπιθυμοῦν καὶ
ὀρέγονται οἱ ἐχθροί. |