Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
φανισθήσεται
Σαμάρεια, ὅτι ἀντέστη πρὸς τὸν
Θεὸν αὐτῆς· ἐν ρομφαίᾳ
πεσοῦνται αὐτοί, καὶ ὑποτίτθια
αὐτῶν ἐδαφισθήσονται, καὶ αἱ
ἐν γαστρὶ ἔχουσαι αὐτῶν διαρραγήσονται.
|
Σαμάρεια
θὰ ἐξαφανισθῇ, διότι ἀντεστάθηκε
πρὸς τὸν Θεόν της. Ἐν στόματι
ρομφαίας, θὰ φονευθοῦν ἀπὸ τοὺς
ἐχθροὺς οἱ μεγάλοι κατὰ τὴν
ἡλικίαν. Τὰ θηλάζοντα βρέφη
θὰ συντρίβωνται κάτω εἰς τὸ
ἔδαφος καὶ θὰ σχίζωνται αἱ κοιλίαι
τῶν ἐγκύων γυναικῶν.
|
πειδὴ
ἡ Σαμάρεια ἀντεστάθη εἰς τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ, θὰ ἑξαφανισθῇ. Οἱ
μὲν ἄνδρες της θὰ φονευθοῦν ἀπὸ
τὴν ρομφαίαν <τὸ μεγάλο, πλατύ, ἀμφίστομον
σπαθί>, καὶ τὰ βυζανιάρικα βρέφη των θὰ
συντριβοῦν, ἐκσφενδονιζόμενα μὲ δύναμιν
εἰς τὸ ἔδαφος, τῶν δὲ ἐγκύων
γυναικῶν θὰ ξεσχισθοῦν οἱ κοιλιές,
ὥστε νὰ ἀπολεσθοῦν μαζὶ μὲ
τὰ ἔμβρυά των. |
2
Ἐπιστράφηθι, Ἰσραήλ, πρὸς Κύριον
τὸν Θεόν σου, διότι ἠσθένησαν
ἐν ταῖς ἀδικίαις σου.
|
2
Ἐπιστρέψατε, ὦ Ἰσραηλῖται, πρὸς
Κύριον τὸν Θεόν σας, διότι ἔχετε
περιέλθει εἰς ἀδυναμίαν καὶ
ἀσθένειαν ἐξ αἰτίας τῶν
ἁμαρτιῶν σας.
|
2
Διὰ νὰ μὴ ὑποστῆτε ὅλα
αὐτὰ τὰ δεινά, Ἰσραηλῖται, ἐπιστρέψατε
πρὸς τὸν Κύριον, τὸν Θεόν σας, διότι
ὅλα, ὅσα ἐπάθατε μὲ τὸ
νὰ παραδοθῆτε εἰς τοὺς ἐχθρούς
σας, τὰ ὑπέστητε ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν
καὶ τῆς ἐνοχῆς σας.
|
3
Λάβετε μεθ' ἑαυτῶν λόγους καὶ
ἐπιστράφητε πρὸς Κύριον τὸν
Θεὸν ὑμῶν· εἴπατε αὐτῷ,
ὅπως μὴ λάβητε ἀδικίαν καὶ
λάβητε ἀγαθά, καὶ ἀνταποδώσομεν
καρπὸν χειλέων ἡμῶν.
|
3
Πάρετε μαζῆ σας λόγους, προπαρασκευασθῆτε,
διὰ νὰ συνομιλήσετε μὲ τὸν Κύριον.
Ἐπιστραφῆτε ἐν μετανοίᾳ πρὸς
Κύριον τὸν Θεόν σας. Εἴπατε εἰς
αὐτὸν τὰς ἁμαρτίας
σας, διὰ νὰ
μὴ λάβετε τὰ ἐπίχειρα
τῶν κακιῶν σας, ἀλλὰ νὰ ἀπολαύσετε
ἀγαθὰ ἐκ μέρους
τοῦ Κυρίου. Καὶ τότε λυτρωμένοι
θὰ ἀνταποδώσωμεν πρὸς τὸν Κύριον,
ἀντὶ παντὸς ἄλλου καρποῦ, θερμὴν
τὴν εὐγνωμοσύνην τῆς καρδίας
μας διὰ τοῦ στόματός μας.
|
3
Σᾶς συμβουλεύω νὰ λάβετε ὡς δῶρα πρὸς
ἐξιλέωσιν τοῦ Κυρίου ὄχι χρυσάφι οὔτε
ἀσῆμι, ἀλλὰ στααθερὰν ἀπόφασιν
δι’ εἰλικρινῆ μετάνοιαν, καὶ ἐπιστρέψατε
πρὸς τὸν Κύριον, τὸν Θεόν σας. Ἱκετεύσατε
τὸν Θεὸν καὶ εἴπατέ Του λόγους ἐξομολογήσεως
καὶ μετανοίας, διὰ νὰ μὴ λάβετε τοὺς
καρποὺς τῶν ἁμαρτιῶν σας - τὴν
αἰχμαλωσίαν καὶ τὰ ἐξ αὐτῆς
φοβερὰ δεινά - ἀλλὰ νὰ ἀπολαύσετε
τὰ παντὸς εἴδους ἀγαθὰ τῆς
μετανοίας. Προσθέσατε δὲ ἀκόμη καὶ
τοῦτο: Ὑποσχόμεθα ὅτι δὲν θὰ
ὁμολογῶμεν πλέον τὰ εἴδωλα ὡς
θεούς, ἀλλ' ἀπὸ τὰ χείλη μας θὰ
βγαίνῃ ὡς καρπὸς θερμῆς εὐγνωμοσύνης
ἡ ὁμολογία τοῦ Ὀνόματός Σου καὶ
τῶν εὐεργεσιῶν Σου. |
4
Ἀσσοὺρ οὐ μὴ σώσῃ ἡμᾶς,
ἐφ' ἱππον οὐκ ἀναβησόμεθα·
οὐκέτι μὴ εἴπωμεν· θεοὶ
ἡμῶν, τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν
ἡμῶν· ὁ ἐν σοὶ ἐλεήσει
ὀρφανόν. |
4
Δὲν θὰ ζητήσωμεν τότε νὰ μᾶς
σώσουν οἱ Ἀσσύριοι, οὔτε
καὶ θὰ χρειασθῶμεν ἱππικόν,
διὰ νὰ ἀποκρούσωμεν
τοὺς ἐχθρούς
μας. Δὲν θὰ εἴπωμεν
πλέον εἰς τὰ κατασκευάσματα τῶν
χειρῶν μας, ὅτι εἶναι οἱ θεοί
μας. Θὰ ἁπαλυνθοῦν αἱ καρδίαι
καὶ κάθε ἄνθρωπος θὰ εὐσπλαγχνίζεται
τὰ ὀρφανόν.
|
4
Ποτὲ πλέον δὲν θὰ στηρίξωμεν τὶς ἐλπίδες
μας εἰς κανένα ἄνθρωπον. Δὲν θὰ καταφύγωμεν
εἰς τοὺς Ἀσσυρίους, διότι οἱ
Ἀσσύριοι δὲν ἠμποροῦν νὰ
μᾶς σώσουν· δὲν θὰ ἀνεβοῦμε
εἰς ἵππους, διότι δὲν θὰ στηριχθῶμεν
εἰς τὴν δύναμιν τοῦ ἱππικοῦ
μας· ποτὲ πλέον δὲν θὰ εἴπωμεν
εἰς τὰ εἴδωλα, εἰς τὰ ἔργα
αὐτὰ τῶν χειρῶν μας, <εἶσθε
θεοί μας>. Διότι Σὺ εἶσαι ὁ μόνος,
εἰς τὸν Ὁποῖον τὰ ὀρφανὰ
εὐρίσκουν εὐσπλαγχνίαν καὶ ἔλεος.
<Κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἐγὼ ὁ
Θεός σου, ὁ ὁποῖος κατοικῶ μεταξύ
σου, θὰ σὲ ἐλεήσω, Ἰσραήλ, ὁ
ὁποῖος ἔμεινες ὀρφανός, ἐπειδὴ
ἀπεμακρύνθης ἀπὸ Ἐμὲ καὶ
ἐστερήθης τῆς προστασίας καὶ τῆς προνοίας
μου. Ἢ κατ’ ἄλλην, ὀλιγώτερον πιθανὴν
ἑρμηνείαν: Καθένας ποὺ κατοικεῖ μεταξύ
σου, θὰ εὐσπλαγχνίζεται τὸ ὀρφανόν>.
|
5
Ἰάσομαι τὰς κατοικίας αὐτῶν,
ἀγαπήσω αὐτοὺς ὁμολόγως,
ὅτι ἀποστρέψω τὴν ὀργήν
μου ἀπ' αὐτοῦ. |
5
Ἐγὼ θὰ βοηθήσω νὰ ἀποκατασταθοῦν
αἱ πόλεις καὶ αἱ κατοικίαι των.
Θὰ τοὺς ἀγαπήσω ὁλοφάνερα,
ὥστε καὶ οἱ ἴδιοι νὰ βλέπουν
καὶ νὰ διακηρύσσουν τὴν ἀγάπην
μου. Διότι θὰ ἔχω
ἀπομακρύνει πλέον τὴν ὀργήν
μου ἀπὸ αὐτούς.
|
5
Ἐγὼ ὁ Θεός, ἀφοῦ οἱ Ἰσραηλῖται
ἐπανέλθουν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν
εἰς τὴν πατρίδα των, θὰ τοὺς ἰατρεύσω
ἀπὸ τὴν μεγάλην ταλαιπωρίαν, ποὺ ὑπέστησαν
θὰ τοὺς ἀποκαταστήσω εἰς τὶς
πόλεις καὶ τὰ χωριά των· θὰ τοὺς
ἀγαπήσω ἀναμφιβόλως καὶ γνησίως μὲ
ὅλην μου τὴν καρδιά, διότι, ἐφ’ ὅσον
ἐπέστρεψαν, θὰ ἀποστρέψω τὴν ὀργήν
μου ἀπὸ αὐτούς. |
6
Ἔσομαι ὡς δρόσος τῷ Ἰσραήλ,
ἀνθήσει ὡς κρίνον καὶ βαλεῖ
τὰς ρίζας αὐτοῦ ὡς ὁ Λίβανος·
|
6
Θὰ εἶμαι διὰ τὸν Ἰσραὴλ
ὅπως ἡ ζωογόνος καὶ εὐεργετικὴ
δρόσος. Αὐτὸς δὲ θὰ ἀνθήσῃ
ὡσὰν κρῖνον, θὰ ρίψῃ βοθείας
τὰς ρίζας του, ὅπως αἱ κέδροι
τοῦ Λιβάνου.
|
6
Θὰ ἐπιχορηγήσω εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαὸν τὶς εὐεργεσίες μου ὡς δρόσος,
καὶ αὐτὸς θὰ ἀνθίσῃ
ὡς κρίνος καὶ θὰ ρίψῃ βαθιὰ
τὶς ρίζες, ὅπως ἡ κέδρος τοῦ Λιβάνου.
|
7
πορεύσονται οἱ κλάδοι αὐτοῦ,
καὶ ἔσται ὡς ἐλαία κατάκαρπος,
καὶ ἡ ὀσφρασία αὐτοῦ ὡς
Λιβάνου· |
7
Θὰ ἐκταθοῦν ἰσχυροὶ οἱ
κλάδοι του, θὰ εἶναι ὡς ἐλαία
κατάκαρπος καὶ ἡ ὀσμή του εὐώδης,
ὅπως ἡ εὐωδία τοῦ Λιβάνου.
|
7
Θὰ ἀπλωθοῦν καὶ θὰ ἐπεκταθοῦν
τὰ κλαδιά του <θὰ γίνῃ πολυπληθής>
καὶ θὰ γίνῃ ὡς ἐλιὰ κατάφορτη
ἀπὸ καρπούς, ἡ δὲ ὀσμή
του εὐώδης, ὅπως ἐκείνη τοῦ Λιβάνου.
|
8
ἐπιστρέψουσι καὶ καθιοῦνται ὑπὸ
τὴν σκέπην αὐτοῦ, ζήσονται καὶ
μεθυσθήσονται σίτῳ· καὶ ἐξανθήσει
ὡς ἄμπελος μνημόσυνον αὐτοῦ,
ὡς οἶνος Λιβάνου. |
8
Θὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὴν
αἰχμαλωσίαν καὶ θὰ ἐγκατασταθοῦν
ἀσφαλεῖς κάτω ἀπὸ τὴν
προστασίαν τοῦ Θεοῦ. Θὰ ζήσουν
καὶ θὰ χορτάσουν ἀπὸ
τὰ πλήθη τῶν σιτηρῶν. Θὰ ἀνθήσῃ
καὶ θὰ καρποφορήσῃ ὁ ἰσραηλιτικὸς
λαός, ὅπως ἡ ἄμπελος. Τὸ ὄνομά
του θὰ εἶναι ζηλευτόν, ὅπως ὁ
εὐώδης οἶνος τοῦ
Λιβάνου. |
8
Οἱ Ἰσραηλῖται θὰ ἐπιστρέφουν
ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν καὶ θὰ
καθίσουν ὑπὸ τὴν ἀσφαλῆ σκέπην
καὶ μόνιμον προστασίαν τοῦ Θεοῦ· θὰ
ζήσουν καὶ θὰ χορτάσουν ἀπὸ τὴν
ἀφθονίαν τοῦ σιταριοῦ. Τὸ ὄνομα
τοῦ Ἰσραὴλ θὰ γίνῃ καὶ
πάλιν περίφημον, ὅπως τὰ ἀμπέλια καὶ
ὅπως τὸ μυρωδάτο κρασί, ποὺ παράγεται ἀπὸ
ἀμπέλια, τὰ ὁποῖα καλλιεργοῦνται
εἰς τὸ ὄρος τοῦ Λιβάνου. |
9
Τῷ Ἐφραίμ, τί αὐτῷ ἔτι
καὶ εἰδώλοις; Ἐγὼ ἐταπείνωσα
αὐτὸν καὶ ἐγὼ κατισχύσω
αὐτόν· ἐγὼ ὡ ἄρκευθος
πυκάζουσα, ἐξ ἐμοῦ ὁ καρπός
σου εὕρηται. |
9
Καὶ λοιπόν, ποία σχέσις ὑπάρχει
πλέον μεταξὺ τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ καὶ τῶν εἰδώλων; Καμμία.
Ἐγὼ τὸν ἐταπείνωσα διὰ
τὰς ἁμαρτίας του, λέγει ὁ Κύριος,
ἐγὼ καὶ θὰ τὸν ἐνισχύσω.
Ἐγὼ θὰ εἶμαι δι' αὐτὸν
ὡσὰν πυκνόφυλλος κέδρος. Ἀπὸ
ἐμὲ θὰ προέρχεται ἡ πλουσία
καρποφορία σου.
|
9
Κατόπιν τῆς προστασίας καὶ ὄλων αὐτῶν
τῶν εὐλογιῶν καὶ δωρεῶν, ποὺ
θὰ ἀπολαύση ὁ Ἐφραὶμ ἀπὸ
Ἐμέ, ποίαν σχέσιν ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ
πλέον μὲ τὰ εἴδωλα; Ἀσφαλῶς
καμμίαν. Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τὸν ἐπαιδαγώγησα,
τὸν ἐταπείνωσα καὶ τὸν κατέστησα
ἀδύνατον καὶ Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος θὰ τὸν ἐνισχύσω.
Ἐγὼ θὰ εἶμαι διὰ τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαὸν ὡς πυκνόφυλλος καὶ σκιερὰ μικρὴ
<ἀκανθώδης> κέδρος. Ἀπὸ Ἐμὲ
θὰ προέρχεται ἡ δύναμις καὶ ὁ πλοῦτος
τῆς καρποφορίας σου, Ἰσραηλιτικὲ λαέ.
|
10
Τίς σοφὸς καὶ συνήσει ταῦτα;
Ἢ συνετὸς καὶ ἐπιγνώσεται αὐτά;
Ὅτι εὐθεῖα αἱ ὁδοὶ τοῦ
Κυρίου, καὶ δίκαιοι πορεύσονται ἐν
αὐταῖς, οἱ ἀσεβεῖς ἀσβενήσουσιν
ἐν αὐταῖς. |
10
Ποιὸς εἶναι σοφὸς καὶ
θὰ θελήσῃ νὰ ἐννοήσῃ
αὐτά; Ἢ ποιὸς εἶναι συνετὸς
καὶ θὰ θελήσῃ νὰ τὸ γνωρίσῃ
κατ' ἀκρίβειαν; Ὅτι δηλαδὴ αἱ
ὁδοὶ τοῦ Κυρίου
εἶναι εὐθεῖαι καὶ
οἱ δίκαιοι θὰ
πορευθοῦν ἀσφαλεῖς εἰς αὐτάς,
οἱ δὲ ἀσεβεῖς θὰ ἐξασθενήσουν
καὶ θὰ καταστραφοῦν. |
10
Ποῖος εἶναι ὁ σοφὸς ἄνδρας,
ὁ ὁποῖος θὰ ἐμβαθύνῃ καὶ
θὰ κατανοήσῃ αὐτά; Ἢ ποῖος εἶναι
ὁ γνωστικὸς καὶ ἔξυπνος, ὁ ὁποῖος
θὰ διακρίνῃ καὶ θὰ γνωρίσῃ με
ἀκρίβειαν αὐτά; Διότι αἱ ὁδοὶ
τοῦ Κυρίου εἶναι ὀρθαὶ καὶ ἀληθιναί,
καὶ οἱ δίκαιοι θὰ βαδίσουν εἰς αὐτὰς
μὲ ἀσφάλειαν καὶ ἐπιτυχίαν, οἱ
δὲ ἀσεβεῖς θὰ σκοντάψουν εἰς
αὐτὰς καὶ θὰ δρέψουν τὰ ἐπίχειρα
τῆς ἀσεβείας των. |