Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἦλθε Ροβοὰμ εἰς Συχέμ, ὅτι εἰς
Συχὲμ ἤρχετο πᾶς Ἰσραὴλ
βασιλεῦσαι αὐτόν.
|
Ροβοὰμ
μετέβη εἰς τὴν Συχέμ, διότι
εἰς τὴν Συχὲμ θὰ ἤρχοντο καὶ
ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται νὰ τὸν
ἀνακηρύξουν βασιλέα.
|
Ροβοὰμ
ἐπῆγε εἰς τὴν πόλιν Συχέμ, διότι εἰς
τὴν Συχὲμ εἶχε συγκεντρωθῆ ὅλος
ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς διὰ νὰ
τὸν ἀνακηρύξουν βασιλιᾶ.
|
2
Καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν Ἱεροβοὰμ
υἱὸς Ναβάτ - καὶ αὐτὸς
ἐν Αἰγύπτῳ, ὡς ἔφυγεν
ἀπὸ προσώπου Σαλωμὼν τοῦ βασιλέως
καὶ κατῴκησεν Ἱεροβοὰμ ἐν Αἰγύπτῳ
- καὶ ἀπέστρεψεν Ἱεροβοὰμ ἐξ
Αἰγύπτου. |
2
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπληροφορήθη
ὁ Ἱεροβοάμ, ὁ υἱὸς τοῦ
Ναβάτ - αὐτὸς ὁ Ἱεροβοὰμ
εὑρίσκετο εἰς τὴν Αἴγυπτον,
φεύγων ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ
Σολομῶντος, ἐκεῖ εἰς τὴν Αἴγυπτον
εἶχεν ἐγκατασταθῆ - Ὅταν δὲ
ἔμαθε τὸν θάνατον τοῦ Σολομῶντος
ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον
εἰς τὴν πατρίδα του.
|
2
Τότε δὲ συνέβη τοῦτο: Μόλις ἐπληροφορήθη
τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Ἱεροβοάμ,
ὁ υἱὸς τοῦ Ναβάτ - ὁ Ἱεροβοὰμ
εὑρίσκετο εἰς τὴν Αἴγυπτον, ὅπου
εἶχεν ἀποδράσει διὰ νὰ γλυτώσῃ
ἀπὸ τὴν ὀργὴν τοῦ Σολομῶντος,
ποὺ ἤθελε νὰ τὸν φονεύσῃ, καὶ
ἔτσι ὁ Ἱεροβοὰμ ἐγκατεστάθη
εἰς τὴν Αἴγυπτον - ἐπέστρεψεν ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον καὶ ἦλθεν εἰς τὴν
πατρίδα του. |
3
Καὶ ἀπέστειλαν καὶ ἐκάλεσαν
αὐτόν, καὶ ἦλθεν Ἱεροβοὰμ
καὶ πᾶσα ἡ ἐκκλησία Ἰσραὴλ
πρὸς Ροβοὰμ λέγοντες·
|
3
Οἱ Ἰσραηλῖται ἔστειλαν ἀνθρώπους
καὶ τὸν προσεκάλεσαν. Ὁ Ἱεροβοὰμ
καὶ ὅλη ἡ συγκέντρωσις τῶν Ἰσραηλιτῶν
ἦλθον εἰς τὴν Συχὲμ καὶ εἶπον
πρὸς τὸν Ροβοάμ·
|
3
Τότε (ἀπεσταλμένοι τῶν δέκα φυλῶν τοῦ
Ἰσραὴλ) ἐπῆγαν καὶ τὸν
ἐκάλεσαν εἰς τὴν Συχέμ. Ὁ Ἱεροβοὰμ
ἦλθεν ἐκεῖ, ὅπου ἦσαν συγκεντρωμένοι
ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται. Ἔτσι ὁ
Ἱεροβοὰμ καὶ ὅλη ἡ συνάθροισις
τῶν Ἰσραηλιτῶν εἰς τὴν Συχὲμ
ἐμίλησαν εἰς τὸν βασιλιᾶ Ροβοὰμ
καὶ τοῦ εἶπαν: |
4
ὁ πατήρ σου ἐσκλήρυνε τὸν ζυγὸν
ἡμῶν, καὶ νῦν ἄφες ἀπὸ
τῆς δουλείας τοῦ πατρός σου τῆς
σκληρᾶς καὶ ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ
αὐτοῦ τοῦ βαρέος, οὖ ἔδωκεν
ἐφ' ἡμᾶς, καὶ δουλεύσομέν
σοι. |
4
<ὁ πατήρ σου εἶχε καταστήσει σκληρὸν
καὶ βαρὺν τὸν ζυγὸν τῆς φορολογίας
του εἰς ἡμᾶς. Ἀλάφρωσε σὺ
τώρα τὴν σκληρὰν αὐτὴν δουλείαν
τοῦ πατρός σου, κάμε ἐλαφρότερον
τὸν βαρὺν ζυγόν, τὸν ὁποῖον
ἐπέβαλεν εἰς ἡμᾶς. Ἡμεῖς
δὲ θὰ εἴμεθα δοῦλοι εἰς σέ>.
|
4
<Ὁ πατέρας σου μᾶς μετεχειρίσθη μὲ σκληρότητα
καὶ ἔβαλεν εἰς τοὺς ὤμους μας
δυσβάστακτον φορτίον φορολογίας· τώρα λοιπόν, σὲ
παρακαλοῦμεν, κάμε ἐλαφρότερη τὴν σκληρὴ
αὐτὴν δουλείαν τοῦ πατέρα σου καὶ
τὸ βαρὺ φορτίον τῶν φόρων, τὸ ὁποῖον
ἐφόρτωσεν εἰς τοὺς ὤμους μας·
κάμε τὴν ζωήν μας εὐκολώτερη καὶ
τότε ἐμεῖς θὰ γίνωμεν εἰλικρινεῖς
καὶ πιστοὶ δοῦλοι σου>.
|
5
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πορεύεσθε
ἕως τριῶν ἡμερῶν καὶ ἔρχεσθε
πρός με· καὶ ἀπῆλθεν ὁ
λαός. |
5
Ὁ βασιλεὺς εἶπεν εἰς αὐτούς·
<πηγαίνετε καὶ ὕστερα ἀπὸ
τρεῖς ἡμέρας ἐλᾶτε πάλιν
εἰς ἐμέ>. Ὁ λαὸς ἀπῆλθεν.
|
5
Ὁ Ροβοὰμ τοὺς ἀπάντησε: <Πηγαίνετε
τώρα καὶ ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες
ἐλᾶτε πάλιν εἰς ἐμὲ διὰ
νὰ σᾶς ἀπαντήσω>. Καὶ ὁ λαὸς
(οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ λαοῦ) ἔφυγε.
|
6
Καὶ συνήγαγεν ὁ βασιλεὺς Ροβοὰμ
τοὺς πρεσβυτέρους τοὺς ἐστηκότας
ἐναντίον τοῦ Σαλωμὼν τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ ἐν τῷ ζῆν αὐτὸν
λέγων· πῶς ὑμεῖς βουλεύεσθε
τοῦ ἀποκριθῆναι τῷ λαῷ τούτῳ
λόγον; |
6
Ὁ βασιλεὺς Ροβοὰμ συνεκάλεσε τοὺς
γεροντοτέρους συμβούλους, οἱ ὁποῖοι
ἦσαν ἄλλοτε πλησίον τοῦ πατρός
του τοῦ Σολομῶντος, ὅταν αὐτὸς
ἐζοῦσε, καὶ τοὺς ἠρώτησε·
<τί καὶ πῶς μὲ συμβουλεύετε
σεῖς, νὰ ἀπαντήσω εἰς τὴν
παράκλησιν αὐτὴν τοῦ λαοῦ τούτου;>
|
6
Κατόπιν ὁ βασιλιᾶς Ροβοὰμ συνεκέντρωσε τοὺς
πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν εἰς
τὴν ἀκολουθίαν του, τοὺς συμβούλους
τοῦ πατέρα του, τοῦ Σολομῶντος, ὅταν
ἀκόμη ἐζοῦσε ἐκεῖνος,
καὶ τοὺς εἶπε: <Πῶς (καὶ
τί) μὲ συμβουλεύετε σεῖς νὰ δώσω ἀπάντησιν
εἰς τὸν λαὸν αὐτὸν διὰ
τὸ ζήτημα τοῦτο;> |
7
Καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ λέγοντες·
ἐὰν ἐν τῇ σήμερον γένῃ
εἰς ἀγαθὸν τῷ λαῷ τούτῳ
καὶ εὐδοκήσῃς καὶ λαλήσῃς
αὐτοῖς λόγους ἀγαθούς, καὶ
ἔσονταί σοι παῖδες πάσας τὰς
ἡμέρας. |
7
Ἐκεῖνοι ὡμίλησαν πρὸς αὐτὸν
καὶ τοῦ εἶπαν· <ἐὰν
σήμερον δειχθῇς σὺ ἐπιεικὴς
εἰς αὐτὸν τὸν λαὸν καὶ
θελήσῃς νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς
αὐτοὺς λόγια ἀγαθὰ καὶ
εὐπρόσδεκτα, αὐτοὶ θὰ γίνουν
δοῦλοι σου ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς
ζωῆς σου>. |
7
Οἱ πρεσβύτεροι ἀπάντησαν εἰς τὸν
Ροβοὰμ καὶ τοῦ εἶπαν: <Ἐὰν
κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν φανῇς
καλὸς καὶ ἐπιεικὴς εἰς τὸν
λαὸν αὐτὸν καὶ θελήσῃς νὰ
ἀπαντήσῃς εἰς τὸ αἴτημά
των μὲ λόγια ἐπιδέξια, ὑποχωρητικά, λόγια
καλωσύνης, σωτήρια καὶ εὐνοϊκά, τότε αὐτοὶ
θὰ εἶναι εἰλικρινεῖς καὶ πιστοὶ
δοῦλοι σου ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς
ζωῆς σου>. |
8
Καὶ κατέλιπε τὴν βουλὴν τῶν
πρεσβυτέρων, οἱ συνεβουλεύσαντο αὐτῷ,
καὶ συνεβουλεύσατο μετὰ τῶν παιδαρίων
τῶν συνεκτραφέντων μετ' αὐτοῦ τῶν
ἐστηκότων ἐναντίον αὐτοῦ.
|
8
Ὁ βασιλεὺς ὅμως ἀπέρριψε τὴν
συμβουλὴν τῶν πρεσβυτέρων, οἱ ὁποῖοι
ἔτσι τὸν εἶχαν συμβουλεύσει, καὶ
ἐζήτησε τὴν γνώμην νεαρῶν συνομηλίκων
του, μαζῆ μὲ τοὺς ὁποίους εἶχεν
ἀνατραφῆ καὶ οἱ ὁποῖοι
εὑρίσκοντο κοντά του συνεχῶς ὡς
σύντροφοί του. |
8
Ὁ Ροβοὰμ ὅμως ἀγνόησε καὶ
ἀπέρριψε τὴν συμβουλὴν τῶν πρεσβυτέρων,
τὴν ὁποίαν τοῦ ἔδωκαν, καὶ συνεσκέφθη
μὲ τοὺς νεαρούς, οἱ ὁποῖοι ἐμεγάλωσαν
μαζί του καὶ ἀποτελοῦσαν τώρα τὴν
ἀκολουθίαν του, τὸ στενόν του περιβάλλον.
|
9
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί ὑμεῖς
βουλεύεσθε καὶ ἀποκριθήσομαι λόγον
τῷ λαῷ τούτῳ, οἳ ἐλάλησαν
πρός με λέγοντες· ἄνες ἀπὸ
τοῦ ζυγοῦ, οὗ ἔδωκεν ὁ πατήρ
σου ἐφ' ἡμᾶς; |
9
Ὁ Ροβοὰμ τοὺς ἠρώτησε·
<τί καὶ σεῖς μὲ συμβουλεύετε
νὰ ἀποκριθῶ εἰς τὴν πρότασιν
τοῦ λαοῦ τούτου, τῶν ἀνθρώπων,
οἱ ὁποῖοι μοῦ ὡμίλησαν
καὶ εἶπαν· Κάμε ἐλαφρότερον
τὸν ζυγὸν τῆς φορολογίας, τὸν
ὁποῖον ἐπέβαλεν ὁ πατήρ
σου εἰς ἡμᾶς;> |
9
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς: <Τί μὲ
συμβουλεύετε σεῖς νὰ ἀπαντήσω εἰς
τὸν λαὸν αὐτόν, οἱ ὁποῖοι
μοῦ ἐμίλησαν καὶ μοῦ εἶπαν·
<ἐλάφρωσέ μας ἀπὸ τὸ βαρὺ
φορτίον τῆς φορολογίας, τὸ ὁποῖον
ὁ πατέρας σου ἐφόρτωσεν εἰς τοὺς
ὤμους μας;> |
10
Καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὰ παιδάρια
τὰ ἐκτραφέντα μετ' αὐτοῦ λέγοντες·
οὕτως λαλήσεις τῷ λαῷ τῷ λαλήσαντι
πρός σε λέγων· ὁ πατήρ σου ἐβάρυνε
τὸν ζυγὸν ἡμῶν καὶ σὺ
ἄφες ἀφ' ἡμῶν, οὕτως ἐρεῖς·
ὁ μικρὸς δάκτυλός μου παχύτερος
τῆς ὀσφύος τοῦ πατρός μου·
|
10
Οἱ νεαροί, οἱ ὁποῖοι εἶχον
ἀνατραφῆ μαζῆ μὲ αὐτόν,
τοῦ εἶπαν· <ἰδού, πῶς
θὰ ἀπαντήσῃς εἰς αὐτὸν
τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος ὡμίλησε
πρὸς σὲ καὶ σοῦ εἶπεν·
Ὁ πατήρ σου εἶχεν ἐπιβάλει ἐπάνω
μας βαρὺν ζυγόν, σὺ ὅμως ἀλάφρωσε
τὸν ζυγὸν αὐτὸν ἀπὸ ἡμᾶς.
Ἰδοὺ πῶς θὰ ἀπαντήσῃς·
Τὸ μικρότερο δάκτυλον τῆς χειρός
μου εἶναι χονδρότερο καὶ ἰσχυρότερο
ἀπὸ τὴν μέσην τοῦ πατρός
μου. |
10
Καὶ οἱ νεαροί, ποὺ ἐμεγάλωσαν
μαζί του, τὸν ἐσυμβούλευσαν καὶ
τοῦ εἶπαν: <Ἔτσι νὰ ἀπαντήσῃς
εἰς τοὺς ἀντιπροσώπους τοῦ λαοῦ,
οἱ ὁποῖοι σοῦ ἐμίλησαν
καὶ σοῦ εἶπαν· <ὁ πατέρας
σου ἔβαλεν εἰς τοὺς ὤμους μας δυσβάστακτον
φορτίον φορολογίας· τώρα, παρακαλοῦμεν, σὺ
κάμε ἐλαφρότερον εἰς τοὺς ὤμους
μας τὸ φορτίον αὐτό>· ἔτσι
λοιπὸν σὲ συμβουλεύομεν νὰ ἀπαντήσῃς
καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς: < Τὸ
μικρόν μου δάκτυλον εἶναι παχύτερον ἀπὸ
τὴν μέσην τοῦ πατέρα μου! (=Αὐτὸ ποὺ
ἠμποροῦσε νὰ κάμῃ ὁ πατέρας
μου μὲ ὅλον τὸ σῶμα του, μὲ
ὅλες τὶς δυνάμεις του, ἐγὼ ἠμπορῶ
νὰ τὸ κάμω μὲ τὸ δακτυλάκι μου!)>.
|
11
καὶ νῦν ὁ πατήρ μου ἐπαίδευσεν
ὑμᾶς ζυγῷ βαρεῖ, κἀγὼ
προσθήσω ἐπὶ τὸν ζυγὸν ὑμῶν,
ὁ πατήρ μου ἐπαίδευσεν ὑμᾶς
ἐν μάστιξι κἀγὼ παιδεύσω ὑμᾶς
ἐν σκορπίοις. |
11
Καὶ τώρα ἀκούσατε· ὁ πατέρας
μου σᾶς ἐπέβαλε βαρὺν ζυγόν,
ἐγὼ θὰ προσθέσω καὶ θὰ
κάμω ἀκόμη βαρύτερον αὐτὸν
τὸν ζυγόν. Ὁ πατέρας μου σᾶς
ἐτιμωροῦσε μὲ ἁπλᾶ μαστίγια,
ἐγὼ θὰ σᾶς τιμωρῶ μὲ μάστιγας,
ποὺ θὰ ἔχουν ἀγκάθια σὰν
τὸ κεντρὶ τοῦ σκορπιοῦ>.
|
11
Νὰ τοὺς εἰπῇς: <Καὶ τώρα,
ἐνῷ ὁ πατέρας μου σᾶς ἐφόρτωσε
μὲ βαρὺν καὶ δυσβάστακτον ζυγόν, ἐγὼ
θὰ προσθέσω καὶ ἄλλο ἀκόμη βάρος
εἰς τὸν ζυγόν σας ἐκεῖνον! Ὁ
πατέρας μου σᾶς ἐτιμώρησεν εἰς τὶς
ἀγγαρεῖες μὲ ἁπλ μαστίγια· ἐγὼ
ὅμως θὰ σᾶς τιμωρῶ μὲ σκορπιούς,
δηλαδὴ μὲ μαστίγια ὡπλισμένα μὲ μεταλλικὰ
ἀγκίστρια, ποὺ προξενοῦν τρομερὲς
πληγές>. |
12
Καὶ ἦλθεν Ἱεροβοὰμ καὶ πᾶς
ὁ λαὸς πρὸς Ροβοὰμ τῇ ἡμέρᾳ
τῇ τρίτῃ, ὡς ἐλάλησεν
ὁ βασιλεὺς λέγων· ἐπιστρέψατε
πρός με ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ
τρίτῃ. |
12
Κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν ὁ
Ἱεροβοὰμ καὶ ὅλος ὁ ἄλλος
ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἦλθον πρὸς
τὸν Ροβοάμ, ὅπως ὁ βασιλεὺς
εἶχε δώσει ἐντολὴν εἰς αὐτοὺς
λέγων· <ἐπανέλθετε πρὸς ἐμὲ
τὴν τρίτην ἡμέραν>.
|
12
Ἦλθε δὲ ὁ Ἱεροβοὰμ καὶ
ὅλοι οἱ ἀντιπρόσωποι (τῶν δέκα φυλῶν)
τοῦ Ἰσραὴλ εἰς τὸν βασιλιᾶ
Ροβοὰμ κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν, ὅπως
εἶχεν ὁρίσει ὁ βασιλιᾶς, ὅταν
τοὺς εἶπε: <Νὰ ἐπιστρέψετε εἰς
ἐμὲ τὴν τρίτην ἡμέραν>.
|
13
Καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς σκληρά,
καὶ ἐγκατέλιπεν ὁ βασιλεὺς Ροβοάμ,
τὴν βουλὴν τῶν πρεσβυτέρων.
|
13
Ὁ βασιλεὺς Ροβοάμ, ὁ ὁποῖος
εἶχεν ἀπορρίψει τὴν καλὴν συμβουλὴν
τῶν γεροντότερων, ἀπεκρίθη πρὸς
αὐτοὺς μὲ σκληρότητα.
|
13
Ὁ βασιλιᾶς ἀπάντησε πρὸς αὐτοὺς
μὲ τραχύτητα καὶ σκληρότητα· καὶ ὁ
βασιλιᾶς Ροβοὰμ ἀγνόησε καὶ
ἀπέρριψε τὴν συμβουλὴν τῶν πρεσβυτέρων
|
14
Καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς
κατὰ τὴν βουλὴν τῶν νεωτέρων
λέγων· ὁ πατήρ μου ἐβάρυνε
τὸν ζυγὸν ὑμῶν καὶ ἐγὼ
προσθήσω ἐπ' αὐτόν, ὁ πατήρ
μου ἐπαίδευσεν ὑμᾶς ἐν μάστιξι
καὶ ἐγὼ παιδεύσω ὑμᾶς
ἐν σκορπίοις. |
14
Ἀπήντησε πρὸς αὐτοὺς σύμφωνα
μὲ τὴν συμβουλὴν τῶν νεαρῶν
συντρόφων του καὶ τοὺς εἶπεν·
<ὁ πατήρ μου σᾶς ἐπέβαλε
βαρὺν ζυγόν, ἐγὼ θὰ προσθέσω
καὶ θὰ κάμω ἀκόμη βαρύτερον
τὸν ζυγὸν αὐτόν. Ὁ πατέρας
μου σᾶς ἐπαίδευσε μὲ μαστίγια,
ἐγὼ θὰ σᾶς τιμωρῶ μὲ ἀγκαθωτὰ
μαστίγια>. |
14
καὶ ἐμιλησε εἰς αὐτοὺς σύμφωνα
μὲ τὴν συμβουλὴν τῶν νεαρῶν
συμβουλῶν του. Τοὺς εἶπεν: <Ὁ πατέρας
μου ἔβαλεν εἰς τοὺς ὤμους σας δυσβάστακτον
φορτίον φορολογίας· ἐγὼ θὰ προσθέσω
καὶ ἄλλο ἀκόμη βάρος εἰς τὸν
δυσβάστακτον ἐκεῖνον ζυγόν σας! Ὁ
πατέρας μου σᾶς ἐτιμώρησεν εἰς τὶς
ἀγγαρεῖες μὲ ἁπλὰ μαστίγια·
ἐγὼ θὰ σᾶς τιμωρῶ μὲ σκορπιούς,
δηλαδὴ μὲ μαστίγια ὡπλισμένα μὲ μεταλλικὰ
ἀγκίστρια, ποὺ προξενοῦν τρομερὲς
πληγές>. |
15
Καὶ οὐκ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς τοῦ
λαοῦ, ὅτι ἦν μεταστροφὴ παρὰ
τοῦ Θεοῦ λέγων· ἀνέστησε
Κύριος τὸν λόγον αὐτοῦ, ὃν
ἐλάλησεν ἐν χειρὶ Ἀχιὰ
τοῦ Σηλωνίτου περὶ Ἱεροβοὰμ
υἱοῦ Ναβάτ |
15
Ἔτσι δὲ ὁ βασιλεὺς Ροβοὰμ δὲν
ἄκουσε τὴν παράκλησιν τοῦ λαοῦ
του· αὐτὸ ἦτο παραχώρησις Θεοῦ,
ὥστε ὁ Κύριος νὰ πραγματοποιήσῃ
τὸν λόγον, τὸν ὁποῖον εἶχεν
εἴπει διὰ μέσου Ἀχιὰ τοῦ
Σηλωνίτου περὶ τοῦ Ἱεροβοάμ,
τοῦ υἱοῦ τοῦ Ναβάτ,
|
15
Ἔτσι ὁ βασιλιᾶς δὲν ἔδωκε προσοχὴν
καὶ δὲν ἐδέχθη τὸ αἴτημα τῶν
ἀντιπροσώπων τῶν δέκα φυλῶν τὸν Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ· διότι αὐτὸ ἦταν παραχώρησις
καὶ τροπὴ τῶν γεγονότων ἐκ μέρους
τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἤθελε
να πραγματοποιήσῃ τὸν λόγον του, τὸν ὁποῖον
εἶπε διὰ τοῦ προφήτου Ἀχιά, ποὺ
κατήγετο ἀπὸ τὴν Σηλῶ, πρὸς
τὸν Ἱεροβοάμ, τὸν υἱὸν
τοῦ Ναβάτ, |
16
καὶ παντὸς Ἰσραήλ, ὅτι οὐκ
ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς αὐτῶν. Καὶ
ἀπεκρίθη ὁ λαὸς πρὸς τὸν
βασιλέα λέγων· τίς ἡμῶν
ἡ μερὶς ἐν Δαυὶδ καὶ κληρονομία
ἐν υἱῷ Ἰεσσαί; Εἰς τὰ
σκηνώματά σου, Ἰσραήλ· νῦν
βλέπε τὸν οἶκόν σου, Δαυίδ.
Καὶ ἐπορεύθη πᾶς Ἰσραὴλ
εἰς τὰ σκηνώματα αὐτοῦ·
|
16
καὶ περὶ ὅλου τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. Ἰδοὺ διατὶ ἦλθαν ἔτσι
τὰ πράγματα, ὥστε νὰ μὴ ἀκούσῃ
ὁ βασιλεὺς αὐτούς. Τότε ὁ
λαὸς ἀπήντησε πρὸς τὸν βασιλέα
καὶ εἶπαν μεταξύ των· <ποία
σχέσις ὑπάρχει μεταξὺ ἡμῶν
καὶ τοῦ Δαυίδ; Ἔχομεν καμμίαν
κληρονομίαν ἡμεῖς εἰς τὸν Δαυίδ,
τὸν υἱὸν τοῦ Ἰεσσαί; Λοιπόν,
Ἰσραηλῖται, ἂς ἐπιστρέψωμεν
ὁ καθένας εἰς τὸν οἶκον του.
Καὶ τώρα σύ, γενεὰ τοῦ Δαυίδ,
κύτταξε τὸ σπίτι σου>. Ὅλος ὁ
ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐπέστρεψεν
εἰς τὰς πόλεις του. |
16
καὶ πρὸς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαόν, διὰ τοῦτο ὁ βασιλιᾶς δὲν
ἐδέχθη τὸ αἴτημά των. Τότε ὁ
λαός (οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν δέκα φυλῶν)
ἀπάντησε (ἐφώναξε) πρὸς τὸν
βασιλιᾶ καὶ εἶπε: <Ποῖον μερίδιον,
ποίαν σχέσιν ἔχομεν ἐμεῖς οἱ δέκα
φυλὲς μὲ τοὺς ἀπογόνους τοῦ
Δαβίδ; Καὶ ποίαν κοινὴν κληρονομίαν ἔχομεν
μὲ τοὺς ἀπογόνους τοῦ υἱοῦ
τοῦ Ἰεσσαί; Ἐμπρός, πηγαίνετε εἰς
τὶς κατοικίες σας, οἱ δέκα φυλὲς τοῦ
Ἰσραήλ! Καὶ τώρα σύ, Δαβίδ, κύτταξε καὶ
φρόντισε τὸ σπίτι σου, τοὺς ἀπογόνους τῆς
φυλῆς σου>! Ἔτσι ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς
λαός (οἱ δέκα φυλές) ἐχωρίσθη καὶ
ἐπῆγε εἰς τὰ σπίτια του·
|
17
καὶ ἄνδρες Ἰσραὴλ καὶ οἱ
κατοικοῦντες ἐν πόλεσιν Ἰούδα
καὶ ἐβασίλευσαν ἐπ' αὐτῶν
Ροβοάμ. |
17
Ἔτσι δὲ ὁ Ροβοὰμ ἐβασίλευσε
μόνον εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν εἰς τὰς
πόλεις τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα.
|
17
ὅμως εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες ἐκείνους,
ὁ ὁποῖοι ἑκατοικοῦσαν εἰς
τὶς πόλεις τῆς περιοχῆς τῆς φυλῆς
τοῦ Ἰούδα, ἐβασίλευσεν ὁ Ροβοάμ.
|
18
Καὶ ἀπέστειλεν ἐπ' αὐτοὺς
Ροβοὰμ ὁ βασιλεὺς τὸν Ἀδωνιρὰμ
τὸν ἐπὶ τοῦ φόρου, καὶ
ἐλιθοβόλησαν αὐτὸν οἱ υἱοὶ
Ἰσραὴλ λίθοις καὶ ἀπέθανε.
Καὶ ὁ βασιλεὺς Ροβοὰμ ἔσπευσε
τοῦ ἀναβῆναι εἰς τὸ ἅρμα
τοῦ φυγεῖν εἰς Ἱερουσαλήμ.
|
18
Ὁ Ροβοάμ, ὁ βασιλεύς, ἔστειλε
πρὸς τοὺς ἀποστατήσαντας ἀπὸ
αὐτὸν Ἰσραηλίτας τὸν Ἀδωνιράμ,
ἐπόπτην ἐπὶ τῆς ἀναγκαστικῆς
ἐργασίας. Αὐτὸν ὅμως οἱ
Ἰσραηλῖται τὸν ἐλιθοβόλησαν
καὶ τὸν ἐφόνευσαν. Ὁ ἴδιος
δὲ ὁ βασιλεὺς Ροβοὰμ μόλις διέφυγε
τὸν κίνδυνον, διότι ἔσπευσε καὶ
ἀνέβηκε εἰς τὸ πολεμικόν του
ἅρμα καὶ ἔφυγε πρὸς τὴν Ἰερουσαλήμ.
|
18
Κατόπιν ὁ βασιλιᾶς Ροβοὰμ ἔστειλε
διὰ συμβιβασμὸν τὸν Ἀδωνιράμ,
ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπόπτης ἀγγαρειῶν
(καταναγκαστικῶν ἔργων), οἱ Ἰσραηλῖται
ὅμως τὸν ἐλιθοβόλησαν καὶ τὸν
ἐσκότωσαν. Ὁ δὲ βασιλιᾶς Ροβοὰμ
ἔτρεξε καὶ μόλις ἐπρόφθασε νὰ ἀνέβη
εἰς τὸ ἅρμα του καὶ νὰ καταφύγῃ
εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ διὰ νὰ
σωθῇ. |
19
Καὶ ἠθέτησεν Ἰσραὴλ ἐν
τῷ οἴκῳ Δαυὶδ ἕως τῆς
ἡμέρας ταύτης. |
19
Ἔτσι οἱ Ἰσραηλῖται ἀπεστάτησαν
ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τοῦ
Δαυὶδ ἕως τὴν ἡμέραν αὐτήν.
|
19
Ἔτσι οἱ δέκα φυλὲς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ ἐπανεστάτησαν καὶ ἐχωρίσθησαν
ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν (φυλήν)
τοῦ Δαβὶδ μέχρι τῆς ἡμέρας, ποὺ
γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές. |