Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αλούντων
δὲ αὐτῶν πρὸς τὸν λαὸν
ἐπέστησαν αὐτοῖς οἱ ἱερεῖς
καὶ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ
καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι, |
αθ'
ὃν δὲ χρόνον ὠμιλοῦσαν οἱ
δύο Ἀπόστολοι εἰς τὸν λαόν,
ὥρμησαν ξαφνικὰ εἰς αὐτοὺς οἱ
ἱερεῖς καὶ ὁ ἀξιωματικὸς
ἱερεύς, ὁ στρατηγός, ποὺ ἦτο
ἐπὶ κεφαλῆς τῆς φρουρᾶς τοῦ
ναοῦ καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι,
|
νῷ
δὲ οἱ δύο Ἀπόστολοι ὡμίλουν πρὸς
τὸν λαόν, ἦλθον ἔξαφνα πρὸς αὐτοὺς
οἱ ἱερεῖς, ποὺ ἦσαν κατὰ
τὴν ἑβδομάδα ἐκείνην ἐφημέριοι εἰς
τὸν ναόν, καὶ ὁ ἱερεὺς ποὺ
ἦτο ἐπὶ κεφαλῆς τῆς φρουρᾶς
τοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος ὡς
προϊστάμενος τῶν λευϊτῶν καὶ φρουρῶν
τοῦ ναοῦ ἔφερε τὸν τίτλον στρατηγὸς
τοῦ ἱεροῦ· καὶ μαζὶ μὲ
αὐτὸν ἦλθαν καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι.
|
2
διαπονούμενοι διὰ τὸ διδάσκειν αὐτοὺς
τὸν λαὸν καὶ καταγγέλλειν ἐν
τῷ Ἰησοῦ τὴν ἀνάστασιν
τῶν νεκρῶν· |
2
στενοχωρούμενοι καὶ ἀγανακτοῦντες
ἐπειδὴ οἱ Άπόστολοι ἐδίδασκαν
τὸν λαὸν καὶ ἐκύρυτταν τὴν
ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν διὰ τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ. |
2
Αὐτοὶ ὅλοι ἐστενοχωροῦντο καὶ
ἠγανάκτουν, διότι οἱ Ἀπόστολοι ἐδίδασκον
τὸν λαὸν καὶ ἐκήρυττον τὴν ἐκ
νεκρῶν ἀνάστασιν βεβαιοῦντες καὶ ἀποδεικνύοντες
αὐτὴν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ,
ὁ ὁποῖος προσφάτως εἶχεν ἀναστηθῇ.
|
3
καὶ ἐπέβαλον αὐτοῖς τὰς
χεῖρας καὶ ἔθεντο εἰς τήρησιν
εἰς τὴν αὔριον· ἦν γὰρ
ἑσπέρα ἤδη. |
3
Καὶ ἄπλωσαν ἐπάνω εἰς αὐτοὺς
τὰ χέρια των, τοὺς ἔπιασαν καὶ
τοὺς ἔβαλαν ὑπὸ ἐπιτήρησιν
εἰς τὴν φυλακήν, διὰ νὰ τοὺς
δικάσουν τὴν ἑπομένην ἡμέραν.
Διότι ἦτο πλέον ἑσπέρα καὶ
δὲν ἐπετρέπετο νὰ γίνῃ
δίκη κατὰ τὴν νύκτα.
|
3
Καὶ ἔβαλαν τὰ χέρια των ἐπάνω τους
καὶ τοὺς συνέλαβον καὶ τοὺς ἔθεσαν
ὑπὸ ἐπιτήρησιν εἰς τὴν φυλακήν,
διὰ νὰ τοὺς δικάσουν κατὰ τὴν
αὐριανὴν ἡμέραν· διότι ἦτο ἑσπέρα
πλέον καὶ δὲν ἔμενε καιρός, διὰ νὰ
συγκληθῇ τὸ συνέδριον. |
4
Πολλοὶ δὲ τῶν ἀκουσάντων τὸν
λόγον ἐπίστευσαν, καὶ ἐγενήθη
ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀνδρῶν ὡσεὶ
χιλιάδες πέντε. |
4
Ὅμως πολλοὶ ἀπὸ ὅσους ἤκουσαν
τὸ κήρυγμα τοῦ Πέτρου ἐπίστευσαν
καὶ ἔτσι ὁ ἀριθμὸς τῶν
πιστῶν ἔγινε περίπου πέντε χιλιάδες,
ἐκτὸς ἀπὸ τὰς γυναῖκας
καὶ τὰ παιδιά. |
4
Ἐν τούτοις πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους,
ποὺ ἤκουσαν τὸν λόγον τοῦ Πέτρου,
ἐπίστευσαν καὶ ἔγινεν ὁ ἀριθμός
των εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πιστῶν εἰς
τὸν Ἰησοῦν ἀνδρῶν, ἐκτὸς
γυναικῶν καὶ παιδιῶν, περίπου πέντε χιλιάδες.
|
5
Ἐγένετο δὲ ἐπὶ τὴν αὔριον
συναχθῆναι αὐτῶν τοὺς ἄρχοντας
καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ γραμματεῖς
εἰς Ἱερουσαλήμ,
|
5
Κατὰ τὴν ἑπομένην ἡμέραν
συνεκεντρώθησαν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων
καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς,
ποὺ κατοικοῦσαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
|
5
Κατὰ τὴν ἑπομένην δὲ ἡμέραν
συνέβη νὰ συναχθοῦν οἱ ἄρχοντες τῶν
Ἰουδαίων καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ
γραμματεῖς, ποὺ κατοικοῦσαν εἰς Ἱερουσαλήμ,
6
καὶ ὁ Ἄννας ὁ ἀρχιερεὺς
καὶ ὁ Καϊάφας καὶ ὁ Ἰωάννης
καὶ ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὅσοι κατήγοντο
ἀπὸ οἰκογένειαν ἀρχιερατικήν.
|
6
καὶ Ἄνναν τὸν ἀρχιερέα καὶ
Καϊάφαν καὶ Ἰωάννην καὶ Ἀλέξανδρον
καὶ ὅσοι ἦσαν ἐκ γένους ἀρχιερατικοῦ,
|
6
ὅπως ἐπίσης καὶ ὁ Ἄννας
ὁ ἀρχιερεὺς καὶ ὁ Καϊάφας
καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἀλέξανδρος
καὶ ὅσοι κατήγοντο ἀπὸ οἰκογένειαν
ἀρχιερατικήν. |
6
καὶ ὁ Ἄννας ὁ ἀρχιερεὺς
καὶ ὁ Καϊάφας καὶ ὁ Ἰωάννης
καὶ ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὅσοι κατήγοντο
ἀπὸ οἰκογένειαν ἀρχιερατικήν.
|
7
καὶ στήσαντες αὐτοὺς ἐν τῷ
μέσῳ ἐπυνθάνοντο· ἐν ποία
δυνάμει ἢ ἐν ποίῳ ὀνόματι
ἐποιήσατε τοῦτο ὑμεῖς;
|
7
Ἀφοῦ, λοιπόν, ἔβαλαν τοὺς Ἀποστόλους
νὰ σταθοῦν ὄρθιοι εἰς τὸ μέσον,
τοὺς ἀνέκριναν καὶ τοὺς ἐρωτοῦσαν·
<μὲ ποίαν δύναμιν ἢ διὰ μέσου
ποίου ὀνόματος ἐκάματε σεῖς
τοῦτο, δηλαδὴ τὴν θεραπείαν τοῦ
χωλοῦ;> |
7
Καὶ ἀφοῦ διέταξαν τοὺς Ἀποστόλους
νὰ σταθοῦν εἰς τὸ μέσον ὄρθιοι,
σὰν κατηγορούμενοι ποὺ ἦσαν, τοὺς
ἠρώτων καὶ τοὺς ἐξήταζαν· Μὲ
ποίαν δύναμιν ἢ μὲ τὴν ἐπίκλησιν ποίου
ὀνόματος ἐκάματε σεῖς αὐτό, ποὺ
ἔγινεν εἰς τὸν χωλόν; |
8
Τότε Πέτρος πλησθεὶς Πνεύματος Ἁγίου
εἶπε πρὸς αὐτούς· ἄρχοντες
τοῦ λαοῦ καὶ πρεσβύτεροι τοῦ
Ἰσραήλ, |
8
Τότε ὁ Πέτρος, ἀφοῦ ἐγέμισε
καὶ ἐφωτίσθη ἀπὸ τὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιον, τοὺς εἶπε· <ἄρχοντες
τοῦ λαοῦ καὶ πρεσβύτεροι τοῦ
Ἰσραηλιτικοῦ ἔθνους, |
8
Τότε ὁ Πέτρος, ἀφοῦ ἡ ψυχή του ἐγέμισεν
ἀπὸ ἔμπνευσιν καὶ φωτισμὸν τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, τοὺς εἶπεν· Ἄρχοντες
τοῦ λαοῦ καὶ προεστῶτες τοῦ
Ἰσραήλ· |
9
εἰ ἡμεῖς σήμερον ἀνακρινόμεθα
ἐπὶ εὐεργεσίᾳ ἀνθρώπου
ἀσθενοῦς, ἐν τίνι οὗτος σέσωσται,
|
9
ἐὰν ἡμεῖς σήμερα ἀνακρινώμεθα
διὰ τὴν εὐεργεσίαν, ποὺ ἐκάμαμεν
εἰς τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, καὶ
εἰδικώτερον διὰ μέσου τίνος
ἔχει αὐτὸς σωθῇ καὶ θεραπευθῇ
ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν του,
|
9
ἀφοῦ δὲν τὸ ηὕρατε σεῖς
ἄδικον καὶ ἀνάρμοστον νὰ ὑποβληθῶμεν
σήμερον ἡμεῖς εἰς ἀνάκρισιν καὶ
δίκην δι’ εὐεργεσίαν ἀνθρώπου ἀσθενοῦς
καὶ εἰδικώτερον νὰ ἐξετασθῶμεν
διὰ τὸ μέσον, μὲ τὸ ὁποῖον
οὗτος ἐθεραπεύθη, |
10
γνωστὸν ἔστω πᾶσιν ὑμῖν καὶ
παντὶ τῷ λαῷ Ἰσραὴλ ὅτι
ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ
τοῦ Ναζωραίου, ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε,
ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν,
ἐν τούτῳ οὗτος παρέστηκεν ἐνώπιον
ὑμῶν ὑγιής.
|
10
ἂς γίνῃ γνωστὸν εἰς ὅλους
σας καὶ εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν
λαόν, ὅτι ὁ τέως χωλὸς ἐθεραπεύθη
καὶ στέκεται τώρα ἐνώπιόν
σας ὑγιὴς μὲ τὴν ἐπίκλησιν
τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, τὸν ὁποῖον
σεῖς μὲν ἐσταυρώσατε, ὁ δὲ
Θεὸς ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν.
|
10
ἂς γίνῃ γνωστὸν εἰς ὅλους σας
καὶ εἰς ὅλον τὸν λαὸν τοῦ
Ἰσραήλ, ὅτι διὰ τῆς ἐπικλήσεως
τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
τοῦ Ναζωραίου, τὸν ὁποῖον σεῖς
ἐσταυρώσατε, ἀλλὰ τὸν ὁποῖον
ὁ Θεὸς ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν,
ἐν τῷ ὀνόματι τούτῳ ὁ χωλὸς
αὐτὸς στέκεται ἐμπρός σας ὑγιῆς.
|
11
Οὗτός ἐστιν ὁ λίθος ὁ
ἐξουθενηθεὶς ὑφ' ὑμῶν τῶν
οἰκοδομούντων, ὁ γενόμενος εἰς
κεφαλὴν γωνίας. |
11
Αὐτὸς εἶναι ὁ λίθος, τὸν
ὁποῖον σεῖς, οἱ πρωτοστατοῦντες
εἰς τὴν πνευματικὴν οἰκοδομὴν
τοῦ Ἰσραήλ, τὸν ἐπεριφρονήσατε
ὡς ἄχρηστον καὶ ὁ ὁποῖος
ἐν τούτοις ἔγινε θεμελιακὸ ἀγκωνάρι
εἰς νέαν πνευματικὴν οἰκοδομὴν
Ἰσραηλιτῶν καὶ εἰδωλολατρῶν.
|
11
Ὁ Ἰησοῦς οὗτος εἶναι ὁ
λίθος ποὺ ἐπεριφρονήθη ὡς τιποτένιος ἀπὸ
σᾶς, ποὺ λόγῳ τοῦ ἀξιώματός
σας ἐπιστατεῖτε εἰς τὴν πνευματικὴν
οἰκοδομὴν τοῦ Ἰσραήλ. Ἀλλὰ
παρὰ τὴν περιφρόνησιν, ποὺ τοῦ ἐκάματε,
ὁ λίθος αὐτὸς ἔγινεν ἀγκωνάρι,
ποὺ συνένωσεν ὡς ἄλλους δύο τοίχους τὸν
ἰουδαϊκὸν καὶ τὸν εἰδωλολατρικὸν
λαὸν καὶ στηρίζει τὸ ὅλον πνευματικὸν
οἰκοδόμημα. |
12
Καὶ οὐκ ἐστὶν ἐν ἄλλῳ
οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ
γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ
τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν
ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι
ἡμᾶς. |
12
Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν μὲ κανένα
ἄλλο πρόσωπον καὶ τρόπον νὰ
ἐπιτύχωμεν τὴν σωτηρίαν, διότι
δὲν ὑπάρχει κανένα ἄλλο ὄνομα
κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ
εἰς ὅλην τὴν γῆν, ποὺ νὰ
ἔχῃ δοθῇ ἐκ μέρους τοῦ
Θεοῦ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, διὰ
τοῦ ὁποίου, σύμφωνα μὲ τὴν
βουλὴν τοῦ Θεοῦ, ἔχει ὁρισθῇ
νὰ σωθῶμεν ὅλοι μας>.
|
12
Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν δι’ οὐδενὸς
ἅλλου νὰ ἐπιτύχωμεν τὴν σωτηρίαν,
ποὺ μᾶς ὑπεσχέθη ὁ Θεός. Διότι δὲν
ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
καὶ ἐπὶ ὅλης τῆς γῆς πλὴν
τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ κανὲν
ἄλλο ὄνομα, τὸ ὁποῖον νὰ
ἔχῃ δοθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν
μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ διὰ
τοῦ ὁποίου ὡρίσθη διὰ θείας βουλῆς
καὶ ἀποφάσεως νὰ σωθῶμεν ὅλοι
ἡμεῖς. Καὶ συνεπῶς τὸν Ἰησοῦν
αὐτὸν ὡς Σωτῆρα ὀφείλομεν νὰ
ἐγκολπωθῶμεν. |
13
Θεωροῦντες δὲ τὴν τοῦ Πέτρου
παρρησίαν καὶ Ἰωάννου, καὶ καταλαβόμενοι
ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοί εἰσι
καὶ ἰδιῶται, ἐθαύμαζον, ἐπεγίνωσκόν
τε αὐτοὺς ὅτι σὺν τῷ Ἰησοῦ
ἦσαν, |
13
Ἐκεῖνοι βλέποντες τὸ θάρρος
τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰωάννου
καὶ ἔχοντες ὑπ' ὄψιν των, ὅτι
ἦσαν ἀγράμματοι ἄνθρωποι τοῦ
λαοῦ, κατελαμβάνοντο ἀπὸ θαυμασμὸν
διὰ τὴν σοφίαν καὶ τὴν δύναμιν
τοῦ λόγου των καὶ συγχρόνως ἀνεγνώριζαν
καὶ παρεδέχοντο ὅτι αὐτοὶ ἦσαν
μαζῆ μὲ τὸν Ἰησοῦν. |
13
Ὅσον δὲ οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων
ἔβλεπαν μὲ ἔκπληξιν τὸ ἄφοβον
θάρρος τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰωάννου,
περὶ τῶν ὁποίων εὐθὺς ἐξ
ἀρχῇς ἀντελήφθησαν, ὅτι ἦσαν
ἄνθρωποι ἀγράμματοι καὶ ἀνῆκον
εἰς τὰς λαϊκὰς τάξεις, ἐθαύμαζον διὰ
τὰς γνώσεις των καὶ συγχρόνως ἀνεγνώριζαν,
ὅτι αὐτοὶ ἦσαν μαζὶ μὲ
τὸν Ἰησοῦν. |
14
τὸν δὲ ἄνθρωπον βλέποντες σὺν
αὐτοῖς ἑστῶτα τεθεραπευμένον,
οὐδὲν εἶχον ἀντειπεῖν.
|
14
Βλέποντες δὲ θεραπευμένον τὸν τέως
χωλὸν νὰ στέκεται μαζῆ μὲ αὐτούς,
δὲν εἶχαν καὶ δὲν εὔρισκαν νὰ
ἀντείπουν τίποτε. |
14
Ὅταν δὲ ἔβλεπαν τὸν ἄνθρωπον,
ποὺ εἶχε θεραπευθῇ, νὰ στέκεται μαζί
τους ὄρθιος, δὲν εἶχαν τίποτε νὰ ἀντιλέξουν.
|
15
Κελεύσαντες δὲ αὐτοὺς ἔξω τοῦ
συνεδρίου ἀπελθεῖν, συνέβαλλον πρὸς
ἀλλήλους |
15
Ἀφοῦ δὲ τοὺς διέταξαν νὰ
βγοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν αἴθουσαν
τοῦ συνεδρίου, ἤρχισαν νὰ συζητοῦν
μεταξύ των καὶ νὰ ἀνταλλάσσουν τὰς
σκέψεις των. |
15
Διὰ νὰ εὕρουν δὲ κάποιαν διέξοδον
εἰς τὴν δύσκολον θέσιν, ποὺ εἶχαν
περιέλθει, τοὺς διέταξαν νὰ βγοῦν ἔξω
ἀπὸ τὴν αἴθουσαν τοῦ συνεδρίου,
καὶ ἀντήλλασσον μεταξύ των γνώμας
|
16
λέγοντες· τί ποιήσομεν τοῖς ἀνθρώποις
τούτοις; Ὅτι μὲν γὰρ γνωστὸν
σημεῖον γέγονε δι' αὐτῶν, πᾶσι
τοῖς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλὴμ φανερὸν
καὶ οὐ δυνάμεθα ἀρνήσασθαι·
|
16
Λέγοντες· <τί νὰ κάμωμεν μὲ
αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους; Διότι,
ὅτι μὲν βέβαια ἔγινε ἀπὸ
αὐτοὺς θαῦμα γνωστὸν καὶ ἀναντίρρητον,
εἶναι πλέον φανερὸν εἰς ὅλους
τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ,
καὶ δὲν ἠμποροῦμεν νὰ τὸ
ἀρνηθοῦμεν. |
16
λέγοντες· Τί νὰ κάμωμεν μὲ τοὺς ἀνθρώπους
αὐτούς; Διότι, ὅτι μὲν ἔγινε δι’ αὐτῶν
θαῦμα γνωστὸν καὶ βέβαιον, εἶναι φανερὸν
εἰς ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλὴμ
καὶ δὲν δυνάμεθα νὰ τὸ ἀρνηθῶμεν.
|
17
ἀλλ' ἵνα μὴ ἐπὶ πλεῖον
διανεμηθῇ εἰς τὸν λαόν, ἀπειλῇ
ἀπειλησώμεθα αὐτοῖς μηκέτι λαλεῖν
ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ
μηδενὶ ἀνθρώπων.
|
17
Διὰ νὰ μὴ διαδοθῇ ὅμως περισσότερον
μεταξὺ τοῦ λαοῦ τὸ θαῦμα, ἂς
τοὺς ἀπειλήσωμεν μὲ μεγάλας
τιμωρίας, ὥστε νὰ μὴ ὁμιλοῦν
εἰς κανένα πλέον τῶν ἀνθρώπων
διὰ τὸ ὄνομά του, δηλαδὴ διὰ
τὸν Χριστόν>. |
17
Ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ διαδοθῇ
καὶ γνωστοποιηθῇ περισσότερον εἰς τὸν
λαὸν τὸ θαῦμα αὐτό, ἂς τοὺς
φοβερίσωμεν δυνατὰ καὶ ἂς τοὺς ἐπιβάλωμεν
νὰ μὴ ὁμιλοῦν πλέον εἰς κανένα
ἄνθρωπον χρησιμοποιοῦντες ὡς κεντρικὸν
σημεῖον καὶ ὡς βάσιν τῆς διδασκαλίας
των καὶ τοῦ κηρύγματός των τὸ ὄνομα
αὐτό. |
18
Καὶ καλέσαντες αὐτοὺς παρήγγειλαν
αὐτοῖς τὸ καθόλου μὴ φθέγγεσθαι
μηδὲ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι
τοῦ Ἰησοῦ. |
18
Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἐκάλεσαν
πάλιν εἰς τὴν αἴθουσαν, τοὺς
ἔδωσαν τὴν ἐντολὴν νὰ μὴ
κηρύττουν πλέον καὶ νὰ μὴ διδάσκουν
πίστιν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ. |
18
Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἐκάλεσαν ἐκ
νέου εἰς τὴν αἴθουσαν, τοὺς παρήγγειλαν
νὰ μὴ λέγουν εἰς τὸ ἑξῆς
οὐδὲ λέξιν, οὕτε νὰ διδάσκουν μὲ
κύριον θέμα καὶ σκοπὸν τῆς διδασκαλίας των
τὴν πίστιν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ.
|
19
Ὁ δὲ Πέτρος καὶ Ἰωάννης
ἀποκριθέντες πρὸς αὐτοὺς εἶπον·
εἰ δίκαιόν ἐστιν ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ ὑμῶν ἀκούειν
μᾶλλον ἢ τοῦ Θεοῦ, κρίνατε.
|
19
Ἀλλὰ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης
ἀπεκρίθησαν πρὸς αὐτοὺς καὶ
εἶπαν· <ἐὰν εἶναι ὀρθὸν
καὶ δίκαιον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ,
νὰ ὑπακούωμεν περισσότερον εἰς
σᾶς παρὰ εἰς τὸν Θεόν, σκεφθῆτε
καὶ κρίνετε μόνοι σας. |
19
Ὁ Πέτρος ὅμως καὶ ὁ Ἰωάννης
ἀπεκρίθησαν πρὸς αὐτοὺς καὶ
εἶπον· Ἐν σχέσει μὲ αὐτό, ποὺ
μᾶς παραγγέλλετε, κρίνατε μόνοι σας, ἐὰν
εἶναι δίκαιον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νὰ
ὑπακούωμεν περισσότερον εἰς σᾶς παρὰ
εἰς τὸν Θεόν. |
20
Οὐ δυνάμεθα γὰρ ἡμεῖς ἃ
εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν μὴ λαλεῖν.
|
20
Διότι ἡμεῖς δὲν ἠμποροῦμεν
νὰ μὴ κηρύττωμεν αὐτὰ ποὺ
εἴδαμε καὶ ἀκούσαμε>. |
20
Ὠρισμένως καὶ σεῖς δὲν θὰ εὕρετε
τοῦτο δίκαιον. Διότι δὲν δυνάμεθα ἡμεῖς
ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα μὲ βεβαιότητα
γνωρίζομεν περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ
τὰ ὁποῖα εἴδαμεν μὲ τὰ
μάτια μας καὶ ἠκούσαμεν μὲ τὰ αὐτιά
μας, νὰ μὴ τὰ κηρύττωμεν.
|
21
Οἱ δὲ προσαπειλησάμενοι ἀπέλυσαν
αὐτούς, μηδὲν εὑρίσκοντες τό
πῶς κολάσονται αὐτούς, διὰ τὸν
λαόν, ὅτι πάντες ἐδόξαζον τὸν
Θεὸν ἐπὶ τῷ γεγονότι·
|
21
Ἐκεῖνοι ὅμως, ἀφοῦ διετύπωσαν
καὶ νέας ἀπειλάς, τοὺς ἀπέλυσαν,
ἀφ' ἑνὸς μὲν
διότι δὲν εὔρισκαν τίποτε τὸ
ἔνοχον, διὰ νὰ τοὺς τιμωρήσουν,
ἀφ' ἑτέρου δὲ ἐξ αἰτίας
τοῦ λαοῦ, διότι ὅλοι ἐδόξαζαν
τὸν Θεόν, διὰ τὸ θαυμαστὸν αὐτὸ
γεγονὸς τῆς θεραπείας τοῦ χωλοῦ.
|
21
Αὐτοὶ ὅμως, ποὺ τοὺς ἀνέκριναν,
ἀφοῦ προσέθεσαν εἰς τὴν ἀπαγόρευσίν
τους καὶ ἀπειλάς, ὅτι θὰ τοὺς
ἐτιμώρουν εἰς τὸ μέλλον αὐστηρά, ἐὰν
δὲν συνεμορφοῦντο μὲ τὴν παραγγελίαν
των, τοὺς ἀφῆκαν ἐλευθέρους, ἐπειδὴ
δὲν εὔρισκαν τίποτε, διὰ τὸ ὁποῖον
νὰ τιμωρήσουν αὐτούς. Καὶ ὡς ἐκ
τοῦτου ἠναγκάσθησαν νὰ τοὺς ἀπολύσουν
ἐξ αἰτίας τοῦ λαοῦ, διότι ὅλοι
ἐδόξαζον τὸν Θεὸν διὰ τὸ γεγονὸς
αὐτό. |
22
ἐτῶν γὰρ ἦν πλειόνων τεσσαράκοντα
ὁ ἄνθρωπος ἐφ' ὅν ἐγεγόνει
τὸ σημεῖον τοῦτο τῆς ἰάσεως.
|
22
Ἐδικαιολογεῖτο δὲ ὁ θαυμασμὸς
τοῦ λαοῦ, διότι ὁ ἐκ γενετῆς
χωλός, εἰς τὸν ὁποῖον ἔγινε
τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας, ἦτο
σαράντα ἐτῶν καὶ πλέον.
|
22
Ἦτο δὲ ἑπόμενον νὰ προκαλέσῃ
τὴν μεγάλην αὐτὴν ἐντύπωσιν εἰς
ὅλον τὸν λαὸν τὸ συμβὰν αὐτό.
Διότι ἦτο πλέον τῶν τεσσαράκοντα ἐτῶν
ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ποὺ εἶχε γεννηθῇ
χωλὸς καὶ εἰς τὸν ὁποῖον
εἶχε γίνει τὸ θαῦμα αὐτὸ τῆς
θεραπείας, τὸ ὁποῖον ἦτο σημάδι καὶ
ἀπόδειξις, ὅτι μὲ θείαν δύναμιν ἐνήργησαν
οἱ Ἀπόστολοι. |
23
Ἀπολυθέντες δὲ ἦλθον πρὸς τοὺς
ἰδίους καὶ ἀπήγγειλαν ὅσα
πρὸς αὐτοὺς οἱ ἀρχιερεῖς
καὶ οἱ πρεσβύτεροι εἶπον.
|
23
Ὅταν δὲ οἱ Ἀπόστολοι ἀπελύθησαν,
ἦλθαν εἰς τοὺς ἄλλους πιστούς,
μὲ τοὺς ὁποίους στενότατα, ὡς
ἀδελφοὶ τῆς αὐτῆς πνευματικῆς
οἰκογενείας, συνεδέοντο καὶ τοὺς
ἀνήγγειλαν ὅσα οἱ ἀρχιερεῖς
καὶ οἱ πρεσβύτεροι εἶχαν εἴπει
εἰς αὐτούς. |
23
Ὅταν δὲ οἱ Ἀπόστολοι ἀφέθησαν
ἐλεύθεροι, ἦλθον εἰς ἐκείνους μὲ
τοὺς ὁποίους συνεδέοντο διὰ τῆς πίστεως
ὡς μέλη μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς
οἰκογενείας καὶ τοὺς διηγήθησαν ὅσα
εἶπον πρὸς αὐτοὺς οἱ ἀρχιερεῖς
καὶ οἱ πρεσβύτεροι. |
24
Οἱ δὲ ἀκούσαντες ὁμοθυμαδὸν
ἦραν φωνὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ
εἶπον· Δέσποτα, σὺ ὁ ποιήσας
τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν
καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ
ἐν αὐτοῖς,
|
24
Ἐκεῖνοι δέ, ὅταν ἤκουσαν, μὲ
μιὰ ψυχὴ καὶ μὲ μιὰ καρδιὰ
ὕψωσαν φωνὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ
εἶπαν· <Δέσποτα, σύ, ὁ ὁποῖος
ἔκαμες τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν
γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ ὅλα
ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτά,
|
24
Αὐτοὶ δέ, ὅταν ἤκουσαν αὐτά,
ἀπὸ συμφώνου μὲ μίαν καρδίαν ὅλοι
ὕψωσαν φωνὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ
εἶπον· Ὕψιστε κυρίαρχε τοῦ παντός, σὺ
ποὺ ἔκαμες τὸν οὐρανὸν καὶ
τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ
ὅλα ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτά·
|
25
ὁ διὰ στόματος Δαυῒδ παιδός
σου εἰπών· ἵνα τί ἐφρύαξαν
ἔθνη καὶ λαοὶ ἐμελέτησαν κενά;
|
25
σύ, ποὺ μὲ τὸ στόμα τοῦ
δούλου σου Δαυῒδ εἶπες· Διατὶ
ἐφρύαξαν τὰ ἔθνη οἱ δὲ
λαοὶ κατέστρωσαν καλομελετημένα, μάταια
ὅμως καὶ ἀνωφελῆ, πονηρὰ σχέδια;
|
25
Σύ, ποὺ εἶπες διὰ στόματος τοῦ δούλου
σου Δαβίδ· διατί ἑκυριεύθησαν ἀπὸ μανίαν
καὶ ἑξαγρίωσιν ἔθνη καὶ διατὶ
λαοὶ ἐμηχανεύθησαν σχέδια, ποὺ θὰ
ἀποτύχουν καὶ θὰ ἀποδειχθοῦν
μάταια; |
26
Παρέστησαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς
καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ
τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου
καὶ κατὰ τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ.
|
26
Παρετάχθησαν εἰς πολεμικὴν παράταξιν
οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ ἐμαζεύθηκαν
εἰς τὸν ἴδιον τόπον ὅλοι οἱ
ἄρχοντες ἐναντίον Κυρίου τοῦ
Θεοῦ καὶ ἐναντίον τοῦ Μεσσίου,
τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἔχρισε
βασιλέα, προφήτην καὶ ἀρχιερέα.
|
26
Ἐστάθησαν ὁ ἕνας κοντὰ εἰς τὸν
ἄλλον ὅλοι μαζὶ εἰς πολεμικὴν
παράταξιν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ
οἱ ἄρχοντες συνηθροίσθησαν μὲ ἐχθρικὰς
διαθέσεις κατὰ Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ
ἐναντίον ἐκείνου, τὸν ὁποῖον
αὐτὸς ἔχρισε καὶ ἐγκατέστησεν
αἰώνιον βασιλέα καὶ ἀρχιερέα καὶ προφήτην.
|
27
Συνήχθησαν γὰρ ἐπ' ἀληθείας
ἐπὶ τὸν ἅγιον παῖδά σου
Ἰησοῦν, ὃν ἔχρισας, Ἡρῴδης
τε καὶ Πόντιος Πιλᾶτος σὺν ἔθνεσι
καὶ λαοῖς Ἰσραήλ,
|
27
Διότι, πράγματι, Κύριε, ἐμαζεύθηκαν
ὅλοι αὐτοὶ ἐναντίον τοῦ
ἁγίου παιδός σου Ἰησοῦ, τὸν
ὁποῖον σὺ ἔστειλες καὶ ἔχρισες
Σωτῆρα, ὁ Ἡρῴδης καὶ ὁ
Πόντιος Πιλᾶτος μαζῆ μὲ τὰ εἰδωλολατρικὰ
ἔθνη καὶ μὲ τὰς φυλὰς τοῦ
Ἰσραήλ, |
27
Καὶ ἡ προφητεία αὐτὴ τοῦ Δαβὶδ
ἐπαλήθευσε σήμερον. Διότι πράγματι καὶ στὰ
σωστὰ ἐμαζεύθησαν κατὰ τοῦ ἁγίου
παιδός σου Ἰησοῦ, τὸν ὁποῖον
ἔχρισες Λυτρωτὴν καὶ Σωτῆρα, ὁ
Ἡρῴδης καὶ ὁ Πόντιος Πιλᾶτος
μαζὶ μὲ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη καὶ
μὲ λαὸν ἀπὸ ὅλας τὰς φυλᾶς
τοῦ Ἰσραήλ. |
28
ποιῆσαι ὅσα ἡ χείρ σου καὶ ἡ
βουλή σου προώρισε γενέσθαι.
|
28
διὰ νὰ πράξουν ὄχι ὅλα ὅσα
αὐτοὶ ἐν τῇ πονηρίᾳ των
ἤθελαν, ἀλλὰ ὅσα ἡ παντοδύναμος
δεξιά σου καὶ ἡ πάνσοφος ἰδική
σου θέλησις εἶχε προορίσει νὰ γίνουν.
|
28
Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἐμαζεύθησαν
ὅλοι αὐτοί, δὲν ἠμπόρεσαν νὰ
κάμουν τίποτε παραπάνω ἀπὸ ὅσα τὸ
πανίσχυρον καὶ παντοδύναμον χέρι σου καὶ ἡ
πάνσοφος ἀπόφασίς σου ὥρισαν ἐκ προτέρου
νὰ γίνουν. |
29
Καὶ τὰ νῦν, Κύριε, ἔπιδε ἐπὶ
τὰς ἀπειλὰς αὐτῶν, καὶ
δὸς τοῖς δούλοις σου μετὰ παρρησίας
πάσης λαλεῖν τὸν λόγον σου.
|
29
Καὶ τώρα, Κύριε, ρίξε τὸ βλέμμα
σου εἰς τὰς ἀπειλάς των, μὲ τὰς
ὁποίας μᾶς φοβερίζουν καὶ δῶσε
εἰς τοὺς δούλους σου δύναμιν καὶ
φωτισμὸν νὰ λαλοῦν μὲ κάθε παρρησίαν
καὶ νὰ κηρύττουν τὸ θέλημά
σου, |
29
Καὶ τώρα, Κύριε, ρίψε τὸ προστατευτικὸν
δι’ ἡμᾶς βλέμμα σου εἰς τὰς ἀπειλάς
των καὶ δῶσε εἰς τοὺς δούλους σου
ἐνίσχυσιν καὶ χάριν διὰ νὰ λαλοῦν
τὸν λόγον σου μὲ θάρρος καὶ μὲ ἀφοβίαν
ἀπέναντι ὁποιασδήποτε ἀπειλῆς.
|
30
Ἐν τῷ τὴν χεῖρά σου ἐκτείνειν
σε εἰς ἴασιν καὶ σημεῖα καὶ
τέρατα γίνεσθαι διὰ τοῦ ὀνόματος
τοῦ ἁγίου παιδός σου Ἰησοῦ.
|
30
καθ' ὅν χρόνον σὺ θὰ ἀπλώνῃς
τὸ χέρι σου εἰς θαυματουργικὴν θεραπείαν
καὶ θὰ γίνωνται μὲ τὴν ἐπίκλησιν
τοῦ ὀνόματος τοῦ ἁγίου
παιδός σου Ἰησοῦ καταπληκτικὰ καὶ
ἀποδεικτικὰ σημεῖα καὶ θαύματα>.
|
30
Καὶ ἔτσι νὰ κηρύττουν αὐτοὶ
τὴν ἀλήθειαν, ἐνῷ σὺ θὰ
ἑξαπλώνῃς τὸ παντοδύναμόν σου χέρι πρὸς
θαυματουργικὴν θεραπείαν τῶν ἀσθενειῶν
καὶ ἐνῷ θὰ γίνωνται σημεῖα ἀποδεικτικὰ
καὶ θαύματα καταπληκτικὰ διὰ τῆς ἐπικλήσεως
τοῦ ὀνόματος τοῦ ἁγίου παιδός σου
Ἰησοῦ. |
31
Καὶ δεηθέντων αὐτῶν ἐσαλεύθη
ὁ τόπος ἐν ᾧ ἦσαν συνηγμένοι,
καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος
῾Αγίου, καὶ ἐλάλουν τὸν
λόγον τοῦ Θεοῦ μετὰ παρρησίας.
|
31
Καὶ ὅταν αὐτοὶ ἔτσι παρεκάλεσαν
τὸν Θεόν, ἐσείσθη ὁ τόπος,
εἰς τὸν ὁποῖον ἦσαν συγκεντρωμένοι,
καὶ ἔλαβαν πλουσίως ὅλοι Ἅγιον
Πνεῦμα, διεποτίσθησαν ἀπὸ αὐτὸ
καὶ ἐκήρυτταν τὸν λόγον τοῦ
Θεοῦ μὲ θάρρος. |
31
Καὶ ὅταν οὗτοι μὲ τὴν προσευχὴν
αὐτὴν ἐπεκαλέσθησαν τὸν Θεόν, ἐσείσθη
ὁ τόπος, εἰς τὸν ὁποῖον ἦσαν
συναθροισμένοι, καὶ ἐπληρώθησαν ὅλοι μὲ
Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ ἐλάλουν μὲ
ἄφοβον θάρρος τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
|
32
Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων
ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ
μία, καὶ οὐδὲ εἰς τι τῶν
ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον
εἶναι, ἀλλ' ἦν αὐτοῖς ἅπαντα
κοινά. |
32
Ὅλο δὲ ἐκεῖνο τὸ πλῆθος
τῶν πιστῶν εἶχε μιὰ καρδιὰ καὶ
μιὰ ψυχή, ὥστε νὰ ἀποτελοῦν
μίαν ἁρμονικὴν καὶ πνευματικὴν
κοινωνίαν· καὶ κανεὶς δὲν ἔλεγεν
ὅτι καὶ τὸ ἐλάχιστον ἀπὸ
τὰ ὑπάρχοντα του εἶναι ἰδικόν
του, ἀλλὰ ἦσαν τὰ πάντα εἰς
αὐτοὺς κοινὰ καὶ διετίθεντο
διὰ τὴν ἐξυπηρέτησιν ὅλων.
|
32
Συγχρόνως ὅμως καὶ τὸ πλῆθος ἐκείνων
ποὺ εἶχαν πιστεύσει εἰς τὸ εὐαγγέλιον,
εἶχαν ἁρμονικὴν καὶ ἀδιάσπαστον
ὁμοφροσύνην καὶ τόσον αἱ καρδίαι, ὅσον
καὶ ὁλόκληρος ἡ πνευματικὴ ὑπαρξις
ὅλων ἦσαν ἐνωμένα εἰς ἔν, ἐπεκράτει
δηλαδὴ μεταξύ των πλήρης συμφωνία καὶ ἁρμονία
φρονημάτων καὶ συναισθημάτων. Καὶ δὲν εὑρίσκετο
κανεὶς ἀπὸ αὐτούς, ποὺ νὰ
λέγῃ, ὅτι καὶ τὸ ἐλάχιστον ἀπὸ
τὰ ὑπάρχοντά του καὶ τὴν περιουσίαν
τοῦ ἦτο ἰδικόν του, ἀλλὰ τὰ
εἶχαν μεταξύ των ὅλα εἰς κοινὴν ὠφέλειαν
καὶ χρῆσιν. |
33
Καὶ μεγάλῃ δυνάμει ἀπεδίδουν
τὸ μαρτύριον οἱ ἀπόστολοι τῆς
ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ
χάρις τε μεγάλη ἦν ἐπὶ πάντας
αὐτούς. |
33
Καὶ μὲ μεγάλην δύναμιν καὶ ὡς
καθῆκον ἱερὸν καὶ μέγα προσέφεραν
οἱ Ἀπόστολοι τὴν μαρτυρίαν των
διὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου
Ἰησοῦ. Μεγάλη δὲ χάρις Θεοῦ
ἦτο εἰς ὅλους τοὺς πιστούς.
|
33
Καὶ μὲ δύναμιν μεγάλην, ποὺ ἔπειθε
τοὺς ἀκροατὰς καὶ ἔφερε μεγάλα
ἀποτελέσματα εἰς τὰς ψυχάς των, ἔδιδαν
οἱ ἀπόστολοι ὡς χρέος ὀφειλόμενον
καὶ καθῆκον ἐπιβεβλημένον τὴν μαρτυρίαν
περὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ,
καὶ χάρις Θεοῦ μεγάλη, ἡ ὁποία τοὺς
συνέδεε διὰ τῆς ἀγάπης σφιγκτά, ἦτο
εἰς ὅλους αὐτοὺς τοὺς πιστούς.
|
34
Οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν
ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες
χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον,
πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμᾶς των πιπρασκομένων
καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας
τῶν ἀποστόλων·
|
34
Ἀπόδειξις δὲ τούτου ἦτο ὅτι
δὲν ὑπῆρχε μεταξὺ αὐτῶν,
κανένας ποὺ νὰ στερῆται, διότι
ὅσοι ἦσαν ἰδιοκτῆται χωραφιῶν
ἢ σπιτιῶν τὰ ἐπωλοῦσαν καὶ
ἔφερναν τὸ ἀντίτιμον τῶν πωλουμένων
καὶ τὸ ἔθεταν μὲ εὐλάβειαν
πολλὴν κατὰ γῆς, κοντὰ εἰς τὰ
πόδια τῶν Ἀποστόλων.
|
34
Καὶ ἀπόδειξις τῆς χάριτος αὐτῆς,
ποὺ ἐκαρποφόρει τὴν ἀγάπην, ἦτο,
ὅτι δὲν ἡπῆρχε κανεὶς μεταξὺ
αὐτῶν, ποὺ νὰ στερῆται τὰ
πρὸς συντήρησιν. Διότι ὅσοι ἦσαν ἰδιοκτῆται
χωραφιῶν ἢ σπιτιῶν, τὰ ἐπώλουν
καὶ ἔφερον τὴν εἰς χρήματα ἀξίαν
τῶν πωλουμένων κτημάτων καὶ ἐπειδὴ
ἐξ εὐλαβείας ἀπέφευγον νὰ τὴν
παραδώσουν εἰς χεῖρας τῶν Ἀποστόλων,
ἔθετον αὐτὴν κατὰ γῆς κοντὰ
εἰς τὰ πόδια τῶν Ἀποστόλων·
|
35
διεδίδοτο δὲ ἑκάστῳ καθότι
ἄν τις χρείαν εἶχεν. |
35
Ἐμοιράζετο δὲ κατόπιν αὐτὸ
τὸ χρῆμα εἰς τὸν καθένα ἀνάλογα
μὲ τὴν ἀνάγκην ποὺ εἶχε.
|
35
διεμοιράζετο δὲ τὸ χρῆμα εἰς ἕκαστον
σύμφωνα μὲ τὴν ἀνάγκην ποὺ εἶχεν.
|
36
Ἰωσῆς δὲ ὁ ἐπικληθεὶς
Βαρνάβας ὑπὸ τῶν ἀποστόλων,
ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον υἱὸς
παρακλήσεως, Λευΐτης, Κύπριος τῷ γένει,
|
36
Ὁ Ἰωσῆς δέ, ὁ ὁποῖος
ὠνομάσθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους
Βαρνάβας, ποὺ σημαίνει εἰς τὴν
ἑλληνικὴν υἱὸς παρηγορίας καὶ
ἐνισχύσεως καὶ ὁ ὁποῖος
ἦτο Λευΐτης γεννηθεὶς εἰς τὴν
Κύπρον, |
36
Ὁ Ἰωσῆς δέ, ποὺ ἐπωνομάσθη ἀπὸ
τοὺς ἀποστόλους Βαρνάβας, ὅνομα ποὺ
μεταφράζεται εἰς τὴν ἑλληνικὴν υἱὸς
παρηγορίας καὶ οἰκοδομητικῆς προτροπῆς,
καὶ ὁ ὁποῖος ἦτο Λευίτης καὶ
εἶχε γεννηθῇ εἰς τὴν Κύπρον,
|
37
ὑπάρχοντος αὐτῷ ἀγροῦ,
πωλήσας ἤνεγκε τὸ χρῆμα καὶ
ἔθηκε παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων.
|
37
εἶχε ἕνα ἀγρόν. Καὶ ἀφοῦ
τὸν ἐπώλησε, ἔφερε τὰ χρήματα
καὶ τὰ ἔθεσεν ἐμπρὸς εἰς
τὰ πόδια τῶν Ἀποστόλων.
|
37
εἶχεν εἰς τὴν κυριότητά του ἕνα ἀγρόν.
Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπώλησεν, ἔφερε
τὸ χρῆμα, ποὺ εἰσέπραξε, καὶ
τὸ ἔθεσεν ἐμπρὸς εἰς τὰ
πόδια τῶν Ἀποστόλων. |