Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αί
τινες κατελθόντες ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας
ἐδίδασκον τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι
ἐὰν μὴ περιτέμνησθε τῷ ἔθει
Μωϋσέως, οὐ δύνασθε σωθῆναι.
|
ότε
κατέβηκαν μερικοὶ ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν
εἰς τὴν Ἀντιόχειαν καὶ ἐδίδασκαν
τοὺς ἐθνικοὺς Χριστιανούς, ὅτι
<ἐὰν δὲν περιτέμνεσθε, σύμφωνα
μὲ τὸ ἔθιμον, τὸ ὁποῖον
καὶ ὁ Μωϋσῆς ἐνομοθέτησε, δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ σωθῆτε>.
|
αὶ
ἐν τῷ μεταξὺ μερικοί, ποὺ κατέβησαν
εἰς τὴν Ἀντιόχειαν ἀπὸ τὴν
Ἰουδαίαν, ἐδίδασκον τοὺς ἀδελφοὺς
ὅτι, ἐὰν δὲν περιτέμνεσθε σύμφωνα
μὲ τὸ ἀπὸ μακροῦ χρόνου ἐπικρατοῦν
ἔθιμον, τὸ ὁποῖον ἀνεγνωρίσθη
καὶ ἐνομοθετήθη καὶ ἀπὸ τὸν
Μωϋσήν, μὲ μόνον τὸ βάπτισμα δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ σωθῆτε. |
2
Γενομένης οὖν στάσεως καὶ ζητήσεως
οὐκ ὀλίγης τῷ Παύλῳ καὶ
τὸ Βαρνάβᾳ πρὸς αὐτούς,
ἔταξαν ἀναβαίνειν Παῦλον καὶ
Βαρνάβαν καί τινας ἄλλους ἐξ αὐτῶν
πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ πρεσβυτέρους
εἰς ῾Ιεροσαλὴμ περὶ τοῦ ζητήματος
τούτου. |
2
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔγινε φιλονεικία
καὶ μεγάλη συζήτησις τοῦ Παύλου
καὶ τοῦ Βαρνάβα πρὸς αὐτούς,
ὥρισαν οἱ ἀδελφοὶ τῆς Ἀντιοχείας
νὰ ἀνεβοῦν ὁ Παῦλος καὶ
ὁ Βαρνάβας καὶ μερικοὶ ἄλλοι
ἀπὸ αὐτοὺς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα
πρὸς τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς
πρεσβυτέρους, διὰ νὰ θέσουν καὶ
λύσουν ὁριστικῶς τὸ ζήτημα αὐτό.
|
2
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔγινε φιλονεικία καὶ
συζήτησις ὄχι ὀλίγη μετὰ τοῦ Παύλου
καὶ τοῦ Βαρνάβα πρὸς ἀναίρεσιν αὐτῶν,
ὥρισαν νὰ ἀναβοῦν ὁ Παῦλος
καὶ ὁ Βαρνάβας καὶ μερικοὶ ἄλλοι
ἀπὸ αὐτοὺς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα
πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς
πρεσβυτέρους, διὰ νὰ λυθῇ αὐθεντικῶς
καὶ ὁριστικῶς τὸ ζήτημα τοῦτο.
|
3
Οἱ μὲν οὖν προπεμφθέντες ὑπὸ
τῆς ἐκκλησίας διήρχοντο τὴν
Φοινίκην καὶ Σαμάρειαν ἐκδιηγούμενοι
τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνῶν,
καὶ ἐποίουν χαρὰν μεγάλην πᾶσι
τοῖς ἀδελφοῖς. |
_3
Αὐτοὶ λοιπὸν καταυοδωθέντες ἀπὸ
τὰ μέλῃ τῆς ᾿Εκκλησίας,
ἐπερνοῦσαν τὴν περιοχὴν τῆς
Φοινίκης καὶ τῆς Σαμαρείας, διηγούμενοι
τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνικῶν
εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἐπροκαλοῦσαν
ἔτσι χαρὰν μεγάλην εἰς ὅλους
τοὺς ἀδελφούς. |
3
Οὗτοι λοιπόν, ἀφοῦ κατευωδόθησαν ἀπὸ
τὰ μέλη τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Ἐκκλησίας,
διήρχοντο τὰς χώρας τῆς Φοινίκης καὶ τῆς
Σαμαρείας διηγούμενοι εἰς τοὺς ἐκεῖ
Χριστιανοὺς τὴν εἰς Χριστὸν ἐπιστροφὴν
τῶν ἐθνικῶν, καὶ ἐπροκάλουν
μεγάλην χαρὰν εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφούς.
|
4
Παραγενόμενοι δὲ εἰς Ἱερουσαλὴμ
ἀπεδέχθησαν ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας
καὶ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν
πρεσβυτέρων, ἀνήγγειλάν τε ὅσα
ὁ Θεὸς ἐποίησε μετ' αὐτῶν,
καὶ ὅτι ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν
πίστεως. |
4
Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
τοὺς ὑπεδέχθησαν τὰ μέλῃ
τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ Ἀπόστολοι
καὶ οἱ πρεσβύτεροι. Καὶ αὐτοὶ
ἐγνωστοποίησαν ὅσα ὁ Θεὸς ἔκαμε
μαζῆ των καὶ ὅτι ἤνοιξε εἰς
τοὺς ἐθνικοὺς τὴν θύραν τῆς
πίστεως καὶ τῆς σωτηρίας.
|
4
Ὅταν δὲ ἦλθον εἰς Ἱερουσαλήμ,
ἔγινεν εἰς αὐτοὺς ὑποδοχὴ
ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ
ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ ἀπὸ
τοὺς πρεσβυτέρους. Καὶ αὐτοὶ διηγήθησαν
ὅσα ὁ Θεὸς ἐποίησε μαζί τους διὰ
τῆς συνεργίας καὶ ἐνισχύσεώς του εἰς
τὸ κήρυγμά των καὶ τὸ ἔργον των καὶ
ἐβεβαίωσαν, ὅτι δι’ εὐνοϊκῶν περιστάσεων
καὶ εὐκαιριῶν ἤνοιξεν ὁ Θεὸς
εἰς τοὺς ἐθνικοὺς θύραν, ποὺ
τοὺς ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἀληθῆ
πίστιν. |
5
Ἐξανέστησαν δέ τινες τῶν ἀπὸ
τῆς αἱρέσεως τῶν Φαρισαίων πεπιστευκότες,
λέγοντες ὅτι δεῖ περιτέμνειν αὐτοὺς
παραγγέλλειν τε τηρεῖν τὸν νόμον Μωϋσέως.
|
5
Ἐσηκώθηκαν ὅμως μερικοί, οἱ
ὁποῖοι προήρχοντο ἀπὸ τὴν
τάξιν τῶν Φαρισαίων ἀλλὰ εἶχαν
πιστεύσει εἰς τὸν Χριστόν, καὶ
ἔλεγαν, ὅτι πρέπει νὰ περιτέμνουν
τοὺς ἐθνικούς, ποὺ δέχονται
τὴν νέαν πίστιν, καὶ νὰ τοὺς
παραγγέλουν νὰ τηροῦν ὅλας τὰς
διατάξεις τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου.
|
5
Ἐσηκώθησαν δὲ μερικοὶ ἀπὸ τὴν
θρησκευτικὴν μερίδα τῶν Φαρισαίων, ποὺ εἶχον
πιστεύσει, καὶ ἔλεγον, ὅτι πρέπει νὰ
περιτέμνουν τοὺς πιστεύοντας ἐθνικούς, καὶ
νὰ τοὺς παραγγέλλουν νὰ φυλάττουν ὅλον
τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως, καὶ αὐτὰς
ἀκόμη τὰς τυπικὰς διατάξεις του.
|
6
Συνήχθησαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ
οἱ πρεσβύτεροι ἰδεῖν περὶ τοῦ
λόγου τούτου. |
6
Συνεκεντρώθησαν λοιπὸν οἱ Ἀπόστολοι
καὶ οἱ πρεσβύτεροι, διὰ νὰ ἰδοῦν
καὶ συσκεφθοῦν ἐπάνω εἰς αὐτὸ
τὸ ζήτημα. |
6
Συνηθροίσθησαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ
οἱ πρεσβύτεροι διὰ νὰ ἐξετάσουν τὴν
ὑπόθεσιν αὐτήν. |
7
Πολλῆς δὲ συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς
Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτούς·
ἄνδρες ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐπίστασθε
ὅτι ἀφ' ἡμερῶν ἀρχαίων
ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν ἐξελέξατο
διὰ τοῦ στόματός μου ἀκοῦσαι
τὰ ἔθνη τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου
καὶ πιστεῦσαι. |
7
Ἀφοῦ δὲ ἔγινε πολλὴ συζήτησις,
ἐσηκώθηκε ὁ Πέτρος καὶ εἶπε
εἰς αὐτούς· <Ἄνδρες ἀδελφοί,
σεῖς γνωρίζετε ὅτι ἐδῶ καὶ
ἀρκετὰ χρόνια ὁ Θεὸς ἐδιάλεξε
μεταξὺ τῶν Ἀποστόλων ἐμέ,
διὰ νὰ ἀκούσουν οἱ ἐθνικοὶ
ἀπὸ τὸ στόμα μου τὰ λόγια
τοῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ πιστεύσουν
(ἐννοῶ τὸν Κορνήλιον καὶ τὴν
ὁμάδα του). |
7
Ἀφοῦ δὲ ἔγινε πολλὴ συζήτησις,
ἐσηκώθη ὁ Πέτρος καὶ τοὺς εἶπεν·
Ἄνδρες ἀδελφοί, σεῖς γνωρίζετε ἀπὸ
τὸ περιστατικὸν τοῦ Κορνηλίου, ὅτι
πρὸ πολλοῦ χρόνου, πρὸ δώδεκα περίπου ἐτῶν
ἀπὸ σήμερον, ὁ Θεὸς ἐξέλεξε
μεταξὺ ἡμῶν τῶν ἀποστόλων ἐμέ,
διὰ νὰ ἀκούσουν διὰ τοῦ κηρύγματός
μου οἱ ἐθνικοὶ τὸν λόγον τοῦ
εὐαγγελίου καὶ νὰ πιστεύσουν.
|
8
Καὶ ὁ καρδιογνώστης Θεὸς ἐμαρτύρησεν
αὐτοῖς δοὺς αὐτοῖς τὸ
Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καθὼς καὶ ἡμῖν,
|
8
Καὶ ὁ Θεός, ποὺ γνωρίζει τὰς
καρδίας τῶν ἀνθρώπων, ἔδωκε
μαρτυρίαν ὑπὲρ αὐτῶν, ὅτι
ἠμποροῦν νὰ πιστεύσουν καὶ νὰ
σωθοῦν, διότι μετέδωσε εἰς αὐτοὺς
τότε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὅπως
καὶ εἰς ἡμᾶς. |
8
Καὶ ὁ Θεός, ποὺ γνωρίζει τὰς καρδίας
τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔκρινεν ἀλανθάστως
κατὰ πόσον ἦτο εἰλικρινὴς ἡ
μετάνοια καὶ πίστις τῶν ἐθνικῶν τούτων,
ἔδωκε μαρτυρίαν ὑπὲρ αὐτῶν,
διὰ τῆς ὁποίας ἐβεβαίου, ὅτι
παρέχεται καὶ εἰς αὐτοὺς ἡ διὰ
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σωτηρία. Λέγω δέ,
ὅτι ὁ Θεὸς ἔδωκε τὴν μαρτυρίαν
του, διότι τοὺς μετέδωκε τὰ χαρίσματα τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως τὰ ἔδωκε καὶ
εἰς ἡμᾶς, ποὺ καταγόμεθα ἀπὸ
τὸν Ἰσραήλ. |
9
καὶ οὐδὲν διέκρινε μεταξὺ ἡμῶν
τε καὶ αὐτῶν τῇ πίστει καθαρίσας
τὰς καρδίας αὐτῶν.
|
9
Καὶ δὲν ἔκαμε καμμίαν ἀπολύτως
διάκρισιν μεταξὺ ἡμῶν, ποὺ εἴμεθα
περιτμημένοι καὶ ἐκείνων, ποὺ
ἦσαν ἀπερίτμητοι, καθαρίσας καὶ
ἁγιάσας τὰς καρδίας αὐτῶν
μὲ μόνην τὴν πίστιν εἰς τὸν
Χριστόν. |
9
Καὶ δὲν ἔκαμε καμμίαν διάκρισιν μεταξὺ
ἡμῶν τῶν περιτμημένων καὶ αὐτῶν
τῶν ἀπεριτμήτων, ἀλλὰ διὰ μόνης
τῆς πίστεως καὶ χωρὶς νὰ λάβουν περιτομὴν
ἐκαθάρισε τὰς καρδίας των. |
10
Νῦν οὖν τί πειράζετε τὸν Θεόν,
ἐπιθεῖναι ζυγὸν ἐπὶ τὸν
τράχηλον τῶν μαθητῶν, ὃν οὔτε
οἱ πατέρες ἡμῶν οὔτε ἡμεῖς
ἰσχύσαμεν βαστάσαι; |
10
Τώρα λοιπόν, ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ
τὸ ὁλοφάνερο γεγονός, διατὶ
προκαλεῖτε τὸν Θεὸν νὰ κάμῃ
κάτι διαφορετικὸν ἀπὸ ὅ,τι προηγουμένως
εἶχε πράξει, νὰ ἐπιβάλῃ
δηλαδὴ ζυγὸν εἰς τὸν τράχηλον
τῶν ἐθνικῶν Χριστιανῶν, τὸν
ὁποῖον ζυγὸν οὔτε οἱ πατέρες
μας οὔτε ἡμεῖς ἠμπορέσαμεν νὰ
βαστάσωμεν; |
10
Τώρα λοιπόν, ὕστερα ἀπὸ μίαν τοιαύτην μαρτυρίαν
τοῦ Θεοῦ, διατὶ προκαλεῖτε καὶ
θέτετε εἰς δοκιμασίαν τὸν Θεόν, ὡσὰν
νὰ μὴν εἶχεν ἐκφράσει σαφῶς
τὸ θέλημά του, καὶ διατὶ ζητεῖτε ν’
ἀποσπάσητε ἀπ’ αὐτοῦ ἄλλην νεωτέραν
καὶ καταπληκτικωτέραν ἐκδήλωσιν τοῦ θελήματός
του; Ζητεῖτε νὰ ἀλλάξῃ γνώμην ὁ
Θεός, διὰ νὰ ἐπιβάλλετε εἰς τὸν
τράχηλον τῶν μαθητῶν τὸν ζυγόν της τηρήσεως
τοῦ νόμου καὶ ὅλων τῶν τελετῶν
καὶ τυπικῶν διατάξεών του, τὸν ὁποῖον
ζυγὸν οὔτε οἱ προπάτορές μας οὔτε
ἡμεῖς ἠμπορέσαμεν νὰ τὸν βαστάσωμεν;
|
11
Ἀλλὰ διὰ τῆς χάριτος τοῦ
Κυρίου Ἰησοῦ πιστεύομεν σωθῆναι
καθ' ὃν τρόπον κἀκεῖνοι.
|
11
Ἀλλὰ πιστεύομεν ὅτι καὶ ἡμεῖς
οἱ Ἰουδαῖοι θὰ σωθῶμεν ὄχι
μὲ τὰς τυπικὰς διατάξεις τοῦ
Νόμου, ἀλλὰ μὲ τὴν χάριν
τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ ἐκεῖνοι>.
|
11
Ἀλλὰ πιστεύομεν, ὅτι καὶ ἡμεῖς
οἱ Ἰουδαῖοι διὰ τῆς χάριτος
τοῦ Θεοῦ θὰ σωθῶμεν, κατὰ τὸν
αὐτὸν τρόπον κατὰ τὸν ὁποῖον
θὰ σωθοῦν καὶ ἐκεῖνοι, ἤτοι
οἱ ἐθνικοί. |
12
Ἐσίγησε δὲ πᾶν τὸ πλῆθος
καὶ ἤκουον Βαρνάβα καὶ Παύλου
ἐξηγουμένων ὅσα ἐποίησεν ὁ
Θεὸς σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τοῖς
ἔθνεσι δι' αὐτῶν. |
12
Ἔμεινε δὲ ἄφωνον ὅλο ἐκεῖνο
τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν καὶ ἤκουον
μὲ προσοχὴν τὸν Βαρνάβαν καὶ
τὸν Παῦλον, οἱ ὁποῖοι διηγοῦντο
ὅσα καταπληκτικὰ θαύματα καὶ σημεῖα,
εἰς ἐπικύρωσιν τοῦ κηρύγματος,
ἔκαμε ὁ Θεὸς διὰ μέσου αὐτῶν
εἰς τοὺς ἐθνικούς. |
12
Ἐσιώπησε δὲ ὅλον τὸ πλῆθος καὶ
ἤκουον μὲ προσοχὴν τὸν Βαρνάβαν καὶ
τὸν Παῦλον, οἱ ὁποῖοι διηγοῦντο,
ὅσα ἀποδεικτικὰ καὶ καταπληκτικὰ
θαύματα ἔκαμεν ὁ Θεὸς διὰ μέσου αὐτῶν
μεταξὺ τῶν ἐθνικῶν.
|
13
Μετὰ δὲ τὸ σιγῆσαι αὐτοὺς
ἀπεκρίθη Ἰάκωβος λέγων·
ἄνδρες ἀδελφοί, ἀκούσατέ
μου. |
13
Ἀφοῦ δὲ καὶ αὐτοὶ ἔπαυσαν
νὰ ὁμιλοῦν, ἀπήντησεν ὁ
Ἰάκωβος πρὸς τοὺς ἀντιλέγοντας
Ἰουδαίους καὶ εἶπε· <Ἄνδρες
ἀδελφοί, ἀκούστε με μὲ προσοχήν.
|
13
Ἀφοῦ δὲ ἔπαυσαν νὰ ὁμιλοῦν
οἱ δύο οὗτοι Αποστολοι, ἀπήντησε πρὸς
τοὺς ἰουδαΐζοντας καὶ ὁ Ἰάκωβος
καὶ εἶπεν· Ἄνδρες ἀδελφοί, ἀκούσατέ
με. |
14
Συμεὼν ἐξηγήσατο καθὼς πρῶτον
ὁ Θεὸς ἐπεσκέψατο λαβεῖν ἐξ
ἐθνῶν λαὸν ἐπὶ τῷ ὀνόματι
αὐτοῦ. |
14
Ὁ Συμεών, δηλαδὴ ὁ Πέτρος, σᾶς
διηγήθηκε καὶ σᾶς ἔδωκε ἐξηγήσεις,
πῶς πρώτην φορὰν ὁ Θεὸς ἐπεσκέφθη
μὲ τὴν χάριν του τὰ εἰδωλολατρικὰ
ἔθνη, ὥστε νὰ ἀποκτήσῃ
ἀπὸ αὐτὰ πιστὸν λαὸν ἐν
τῷ ὀνόματί του.
|
14
Ὁ Συμεών, ποὺ ἐπονομάζεται Πέτρος, σᾶς
διηγήθη, πῶς κατὰ πρώτην φορὰν ὁ Θεὸς
ἔδειξε τὴν εὔνοιάν του εἰς τὰ
εἰδωλολατρικὰ ἔθνη καὶ ἐπρονόησεν
ἀπὸ τὰ ἔθνη ταῦτα νὰ ἀποκτήσῃ
λαόν, ὁ ὁποῖος θὰ φέρῃ τὸ
ὄνομά του καὶ θὰ καλῆται λαὸς
τοῦ Θεοῦ. |
15
Καὶ τούτῳ συμφωνοῦσιν οἱ λόγοι
τῶν προφητῶν, καθὼς γέγραπται·
|
15
Καὶ μὲ τὸ γεγονὸς αὐτὸ
συμφωνοῦν καὶ οἱ λόγοι τῶν προφητῶν,
ὅπως ἔχει γραφῆ καὶ ἀπὸ
τὸν προφήτην Ἀμώς·
|
15
Καὶ πρὸς τὸ γεγονὸς τοῦτο συμφωνοῦν
οἱ λόγοι τῶν προφητῶν, ὅπως ἐπὶ
παραδείγματι ἔχουν γραφῆ εἰς τὸν Ἀμὼς
τὰ ἑξῆς· |
16
μετὰ ταῦτα ἀναστρέψω καὶ ἀνοικοδομήσω
τὴν σκηνὴν Δαυῒδ τὴν πεπτωκυῖαν,
καὶ τὰ κατεσκαμμένα αὐτῆς ἀνοικοδομήσω
καὶ ἀνορθώσω αὐτήν,
|
16
Ἔπειτα ἀπὸ αὐτά, λέγει
ὁ Θεός, ὕστερα δηλαδὴ ἀπὸ
τὴν ἔλευσιν τοῦ Μεσσίου, θὰ
ἐπιστρέψω καὶ θὰ ἀνοικοδομήσω
τὸν κρημνισμένον οἶκον καὶ τὸν
βασιλικὸν θρόνον τοῦ Δαυῒδ καὶ
τὰ ἐρείπια αὐτῶν θὰ τὰ
ξανακτίσω καὶ θὰ ἀνορθώσω τὴν
βασιλείαν του μὲ τὴν πνευματικὴν βασιλεία
τοῦ Χριστοῦ. |
16
Ἀφοῦ πρῶτον τιμωρήσω τὸν λαόν μου
διὰ τὴν ἀπιστίαν του, μετὰ ταῦτα
κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Μεσσίου θὰ ἐπιστρέψω
καὶ θὰ ἀνοικοδομήσω τὸν θρόνον καὶ
τὴν οἰκογένειαν τοῦ Δαβίδ, ἡ ὁποία
θὰ ἔχῃ καταπέσει, καὶ τὰ ἐρείπιά
της, τὰ ὁποῖα θὰ ἔχουν κατασκαφῆ,
θὰ τὰ κτίσω πάλιν, καὶ θὰ ἀνορθώσω
τὸν βασιλικὸν οἶκον τοῦ Δαβὶδ
διὰ τῆς πνευματικῆς βασιλείας τοῦ
Χριστοῦ. |
17
ὅπως ἂν ἐκζητήσωσιν οἱ κατάλοιποι
τῶν ἀνθρώπων τὸν Κύριον, καὶ
πάντα τὰ ἔθνη ἐφ' οὓς ἐπικέκληται
τὸ ὄνομά μου ἐπ' αὐτούς,
λέγει Κύριος ὁ ποιῶν ταῦτα πάντα.
|
17
Καὶ τοῦτο, διὰ νὰ ζητήσουν τὸν
Κύριον, ὄχι μόνον οἱ Ἰουδαῖοι,
ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπόλοιποι
ἐκ τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅλοι
οἱ ἐθνικοί, εἰς τοὺς ὁποίους
θὰ ἔχῃ δοθῇ ὡς ὄνομα τὸ
ὄνομά μου, διὰ νὰ εἶναι ἰδικοί
μου, λέγει ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος
κάμνει ὅλα αὐτά.
|
17
Θὰ ἀνοικοδομήσω τὸ αἰώνιον οἰκοδόμημα
τῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ ζητήσουν μὲ
τὴν καρδίαν τους τὸν Κύριον ἐκτὸς
τῶν Ἰουδαίων καὶ οἱ ὑπόλοιποι
τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅλοι οἱ ἐθνικοί,
εἱς τοὺς ὁποίους θὰ ἔχουν βάλει
ὡς ὅνομα τὸ ὄνομά μου, ὥστε
νὰ εἶναι ἰδικοί μου, λέγει ὁ Κύριος,
ὁ ὁποῖος ποιεῖ ὅλα αὐτά.
|
18
Γνωστὰ ἀπ' αἰῶνός ἐστι
τῷ Θεῷ πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ.
|
18
Εἶναι δὲ εἰς τὸν Θεὸν προαιωνίως
γνωστὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔργα
του. |
18
Καὶ ἂς μὴ φανῇ παράδοξον εἰς
κανένα τὸ ὅτι προλέγει ταῦτα ὁ Ἀμώς.
Διότι ὁ Ἀμὼς ἐφωτίσθη ἀπὸ
τὸν Θεὸν καὶ ἐπροφήτευσε ταῦτα.
Εἰς τὸν Θεὸν δὲ ὅλα τὰ
ἔργα του εἶναι γνωστὰ ἐξ ἀρχῆς,
ἀπὸ τῆς αἰωνιότητος. Καὶ ἡ
κλῆσις τῶν ἐθνῶν λοιπὸν εἶναι
πρὸ τῶν αἱώνων ἀποφασισμένη ἀπὸ
τὸν Θεὸν καὶ γνωστὴ εἰς αὐτόν.
|
19
Διὸ ἐγὼ κρίνω μὴ παρενοχλεῖν
τοῖς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν ἐπιστρέφουσιν
ἐπὶ τὸν Θεόν, |
19
Διὰ τοῦτο ἐγὼ κρίνῳ νὰ
μὴν ἐνοχλοῦμεν καὶ νὰ μὴ
φορτώνωμεν μὲ τὰς διατάξεις τοῦ
μωσαϊκοῦ νόμου τοὺς ἐθνικούς,
οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφουν μὲ
πίστιν εἰς τὸν Θεόν.
|
19
Δι’ αὐτὸ ἡ γνώμη μου εἶναι νὰ
μὴ προκαλῶμεν ἐνοχλήσεις καὶ ἐμπόδια
εἰς ἐκείνους ἐκ τῶν ἐθνικῶν,
ποὺ ἐπιστρέφουν εἰς τὸν Θεόν.
|
20
ἀλλὰ ἐπιστεῖλαι αὐτοῖς
τοῦ ἀπέχεσθαι ἀπὸ τῶν
ἀλισγημάτων τῶν εἰδώλων καὶ
τῆς πορνείας καὶ τοῦ πνικτοῦ
καὶ τοῦ αἵματος. |
20
Ἀλλὰ κρίνω μόνον νὰ στείλωμε
εἰς αὐτοὺς γραπτὸν μήμυμα νὰ
ἀπέχουν ἀπὸ τοὺς μολυσμοὺς
τῶν εἰδώλων, ἀπὸ τὴν πορνείαν
καὶ νὰ μὴ τρώγουν πνιγμένον
ζῶον καὶ νὰ μὴ πίνουν αἷμα.
|
20
Ἀλλὰ φρονῶ νὰ τοὺς στείλωμεν
ἐπιστολὴν καὶ νὰ τοὺς παραγγείλωμεν
νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τοὺς μολυσμούς,
οἱ ὁποῖοι προκαλοῦνται, ὅταν
φάγῃ κανεὶς κρέατα, ποὺ θυσιάζονται εἰς
τὰ εἴδωλα νὰ ἀπέχουν καὶ ἀπὸ
τὴν πορνείαν καὶ νὰ μὴ τρώγουν πνιγμένα
ζῶα, οὔτε νὰ πίνουν αἷμα.
|
21
Μωϋσῆς γὰρ ἐκ γενεῶν ἀρχαίων
κατὰ πόλιν τοὺς κηρύσσοντας αὐτὸν
ἔχειν ἐν ταῖς συναγωγαῖς κατὰ
πᾶν σάββατον ἀναγινωσκόμενος.
|
21
Πρέπει δὲ νὰ ἀπαγορεύσωμεν ἐκτὸς
τῆς πορνείας καὶ τὰ εἰδωλόθυτα
καὶ τὸ κρέας τοῦ πνικτοῦ ζώου
καὶ τὸ αἷμα, διότι ὁ Μωϋσῆς
ἀπὸ ἀρχαίας γενεᾶς ἔχει
εἰς κάθε πόλιν ραββίνους, ποὺ
τὸν κηρύττουν εἰς τὰς συναγωγάς,
ἀφοῦ κάθε Σάββατον διαβάζονται
περικοπαὶ ἀπὸ τὸν Νόμον του>.
|
21
Ἀπαγορεύομεν δὲ μετὰ τῆς πορνείας
καὶ τὴν χρῆσιν τῶν εἰδωλοθύτων
καὶ τοῦ πνικτοῦ καὶ τοῦ αἵματος,
διότι ὁ Μωϋσῆς, ποὺ ἀπαγορεύει ταῦτα,
ἀπὸ πολλοῦ χρόνου καὶ ἀπὸ
παλαιῶν γενεῶν ἔχει εἰς ἑκάστην
πόλιν ἀνθρώπους, ποὺ τὸν κηρύττουν, ἀφοῦ
ἀναγινώσκεται κάθε Σάββατον εἰς τὰς συναγωγάς.
Καὶ συνεπῶς οἱ έξ Ἰουδαίων Χριστιανοί,
εἰς ὁποιονδηποτε μέρος καὶ ἂν ζῶσι,
βαρέως θὰ ἐσκανδαλίζοντο, ἐὰν ἔβλεπον
τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοὺς νὰ
τρώγουν εἰδωλόθυτα καὶ πνικτὰ καὶ
αἷμα. |
22
Τότε ἔδοξε τοῖς ἀποστόλοις καὶ
τοῖς πρεσβυτέροις σὺν ὅλῃ τῇ
ἐκκλησίᾳ ἐκλεξαμένους ἄνδρας
ἐξ αὐτῶν πέμψαι εἰς Ἀντιόχειαν
σὺν τῷ Παύλῳ καὶ Βαρνάβᾳ,
Ἰούδαν τὸν ἐπικαλούμενον Βαρσαββᾶν
καὶ Σίλαν, ἄνδρας ἡγουμένους
ἐν τοῖς ἀδελφοῖς,
|
22
Τότε ἐφάνηκε ὀρθὸν εἰς
τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς πρεσβυτέρους
μαζῆ μὲ ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν,
ἀφοῦ ἐκλέξουν ἄνδρας ἐκ
τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἱερουσαλήμ,
νὰ τοὺς στείλουν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν
μαζῆ μὲ τὸν Παῦλον καὶ τὸν
Βαρνάβαν· ἐξέλεξαν δὲ τὸν
Ἰούδαν, ποὺ ἐλέγετο καὶ
Βαρσαββᾶς, καὶ τὸν Σίλαν ἄνδρας,
οἱ ὁποῖοι κατεῖχαν ἠγετικὰς
θέσεις μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν.
|
22
Τότε ἐφάνη καλὸν εἰς τοὺς ἀποστόλους
καὶ εἰς τοὺς πρεσβυτέρους μαζὶ μὲ
ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν τῶν πιστῶν
καὶ ἀπεφασίσθη νὰ ἐκλέξουν μεταξὺ
τῶν Χριστιανῶν τῶν Ἱεροσολύμων ἄνδρας,
τοὺς ὁποίους νὰ ἀποστείλουν εἰς
τὴν Ἀντιοχείαν μαζὶ μὲ τὸν Παῦλον
καὶ μὲ τὸν Βαρνάβαν, διὰ νὰ
ἐπιβεβαιώσουν καὶ αὐτοὶ τὰς
ληφθείσας ἀποφάσεις. Καὶ ἐξέλεξαν τὸν
Ἰούδαν, ποὺ ἐπωνομάζετο Βαρσαββᾶς,
καὶ τὸν Σίλαν, ἄνδρας ποὺ εἶχαν
πρωτεύουσαν θέσιν μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν
καὶ εἶχαν ὡς ἐκ τούτου ὅλα τὰ
προσόντα διὰ νὰ ἀντιπροσωπεύσουν τὴν
Ἐκκλησίαν τῶν Ἱεροσολύμων.
|
23
γράψαντες διὰ χειρὸς αὐτῶν τάδε·
Οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι
καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῖς κατὰ
τὴν Ἀντιόχειαν καὶ Συρίαν καὶ
Κιλικίαν ἀδελφοῖς τοῖς ἐξ ἐθνῶν
χαίρειν. |
23
Ἔγραψαν δὲ ἐπιστολὴν μὲ τὸ
ἐξῆς περιεχόμενον, τὴν ὁποίαν
ἔστειλαν μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς
ἀντιπροσώπους· <Οἱ Ἀπόστολοι
καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ Χριστιανοὶ
τῶν Ἱεροσολύμων χαιρετίζουν τοὺς
ἀδελφούς, ποὺ προέρχονται ἀπὸ
τὰ ἔθνη καὶ κατοικοῦν εἰς τὴν
Ἀντιόχειαν, τὴν Συρίαν καὶ τὴν
Κιλικίαν. |
23
Ἔγραψαν δὲ καὶ ἐπιστολήν, τὴν
ὁποίαν ἀπέστειλαν δι’ αὐτῶν τῶν
δύο, μὲ τὸ ἑξῆς περιεχόμενον·
Οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ
οἱ ἀδελφοὶ τῆς Ἐκκλησίας τῶν
Ἱεροσολύμων, πρὸς τοὺς ἀδελφούς, ποὺ
ἦσαν προτήτερα ἐθνικοὶ καὶ ἐπίστευσαν,
κατοικοῦν δὲ εἰς τὴν Ἀντιόχειαν
καὶ Συρίαν καὶ Κιλικίαν. Χαίρετε.
|
24
Ἐπειδὴ ἠκούσαμεν ὅτι τινὲς
ἐξ ἡμῶν ἐξελθόντες ἐτάραξαν
ὑμᾶς λόγοις ἀνασκευάζοντες τὰς
ψυχὰς ὑμῶν, λέγοντες περιτέμνεσθαι
καὶ τηρεῖν τὸν νόμον, οἷς οὐ
διεστειλάμεθα, |
24
Ἐπειδὴ ἠκούσαμεν ὅτι μερικοί,
οἱ ὁποῖοι προέρχονται ἀπὸ
ἡμᾶς τοὺς ἐξ Ἰουδαίων
Χριστιανοὺς καὶ εἰς τοὺς ὁποίους
ἡμεῖς δὲν ἐδώσαμεν καμμίαν
σχετικὴν ἐντολήν, σᾶς ἐτάραξαν
καὶ μὲ ἀστηρίκτους λόγους κλονίζουν
τὰς ψυχὰς σας, διδάσκοντες νὰ περιτέμνεσθε
καὶ νὰ τηρῆτε τὸν Νόμον τοῦ
Μωϋσέως, |
24
Ἠκούσαμεν, ὅτι μερικοί, οἱ ὁποῖοι
ἐβγῆκαν ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς
ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανούς, σας ἐτάραξαν, καὶ
μὲ λόγους κλονίζουν καὶ κρημνίζουν τὰς ψυχάς
σας, διδάσκοντες ὅτι πρέπει νὰ περιτέμνεσθε καὶ
νὰ τηρῆτε τὸν νόμον. Εἰς αὐτοὺς
δὲν ἐδώκαμεν ἡμεῖς ἐντολὴν
ἡ ὁδηγίαν τινά. Δὲν ὁμιλοῦν
συνεπῶς ἐξ ὀνόματός μας.
|
25
ἔδοξεν ἡμῖν γενομένοις ὁμοθυμαδόν,
ἐκλεξαμένους ἄνδρας πέμψαι πρὸς
ὑμᾶς σὺν τοῖς ἀγαπητοῖς
ἡμῶν Βαρνάβᾳ καὶ Παύλῳ,
|
25
μᾶς ἐφάνη καλὸν καὶ ὀρθὸν
καὶ ἐλάβομεν ὁμόφωνον ἀπόφασιν,
ἀφοῦ ἐκλέξωμεν σοβαροὺς καὶ
πιστοὺς ἄνδρας ὡς ἀντιπροσώπους
μας, νὰ τοὺς στείλωμεν πρὸς σᾶς
μαζῆ μὲ τοὺς ἀγαπητοὺς μας Βαρνάβαν
καὶ Παῦλον, |
25
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἠκούσαμεν αὐτά,
μᾶς ἐφάνη καλὸν καὶ ἐλάβομεν
ὁμόφωνον ἀπόφασιν, νὰ ἐκλέξωμεν ἄνδρας
σοβαροὺς καὶ νὰ στείλωμεν τούτους πρὸς
σᾶς ὡς ἀντιπροσώπους μας μαζὶ μὲ
τοὺς ἀγαπητούς μας Βαρνάβαν καὶ Παῦλον,
|
26
ἀνθρώποις παραδεδωκόσι τὰς ψυχὰς
αὐτῶν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ. |
26
ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν
παραδώσει καὶ ἐκθέσει τὴν ζωὴν
των εἰς κίνδυνον διὰ τὸ ὄνομα
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ. |
26
οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄνθρωποι, ποὺ
ἐξέθεσαν εἰς κίνδυνον τὴν ζωήν τους διὰ
τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ. |
27
Ἀπεστάλκαμεν οὖν Ἰούδαν καὶ
Σίλαν καὶ αὐτοὺς διὰ λόγου
ἀπαγγέλλοντας τὰ αὐτά.
|
27
Λοιπὸν μαζῆ μὲ αὐτοὺς ἐστείλαμεν
τὸν Ἰούδαν καὶ τὸν Σίλαν,
οἱ ὁποῖοι θὰ σᾶς ποῦν
καὶ προφορικῶς τὰ ἴδια, ποὺ
εἶναι γραμμένα καὶ εἰς τὴν ἐπιστολήν
μας. |
27
Μαζὶ λοιπὸν μὲ αὐτοὺς ἐστείλαμεν
τὸν Ἰούδαν καὶ τὸν Σίλαν, οἱ
ὁποῖοι θὰ σᾶς εἶπουν καὶ
προφορικῶς τὰ αὐτά, ποὺ περιέχονται
εἰς τὴν ἐπιστολήν μας ταύτην, ὡς ἀποφάσεις
τῆς ἀποστολικῆς συνόδου.
|
28
Ἔδοξε γὰρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι
καὶ ἡμῖν μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι
ὑμῖν βάρος πλὴν τῶν ἐπανάγκες
τούτων. |
28
Ἐκρίθη καὶ ἀπεφασίσθη ὡς
ὀρθὸν καὶ ἀληθὲς ἀπὸ
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἡμᾶς,
νὰ μὴ σᾶς ἐπιβάλωμεν κανένα
ἄλλο βάρος πλὴν ἀπὸ αὐτά,
ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα καὶ ἀναγκαῖα.
|
28
Ἀπεφασίσθη δηλαδὴ ὡς ὀρθὸν καὶ
ἀληθὲς ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
καὶ ἀπὸ ἡμᾶς νὰ μὴ
σᾶς ἐπιβάλλωμεν πλέον κανὲν ἄλλο βάρος
ἐκτὸς τῶν κατωτέρω, ποὺ εἶναι
ἀναγκαία· |
29
Ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καὶ αἵματος
καὶ πνικτοῦ καὶ πορνείας· ἐξ
ὧν διατηροῦντες ἑαυτοὺς εὖ πράξατε.
Ἔρρωσθε. |
29
Δηλαδή, νὰ ἀπέχετε ἀπὸ
τὰ εἰδωλόθυτα καὶ ἀπὸ
τὸ αἷμα καὶ ἀπὸ τὸ πνικτὸν
καὶ ἀπὸ τὴν πορνείαν. Ἀπὸ
αὐτὰ ἐὰν φυλάττετε τοὺς
ἑαυτούς σας καθαρούς, θὰ προοδεύσετε
εἰς τὴν εἰρηνικήν κατὰ Χριστὸν
ζωήν. Χαίρετε>. |
29
νὰ ἀπέχετε τουτέστιν ἀπὸ τὰ
εἰδωλόθυτα καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα
καὶ ἀπὸ τὸ πνικτόν, τὰ ὁποῖα
δὲν πρέπει νὰ τρώγετε· νὰ ἀπέχετε
δὲ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν πορνείαν.
Ἀπὸ αὐτά, ἐὰν φυλάττετε τοὺς
ἑαυτούς σας καθαρούς, θὰ ἀπολαμβάνετε εἰρήνην
καὶ ἀνάπαυσιν συνειδήσεως. Ὑγιαίνετε.
|
30
Οἱ μὲν οὖν ἀπολυθέντες ἦλθον
εἰς Ἀντιόχειαν, καὶ συναγαγόντες
τὸ πλῆθος ἐπέδωκαν τὴν ἐπιστολήν.
|
30
Αὐτοὶ λοιπὸν κατευοδωθέντες μὲ
τὰς εὐχὰς τῆς Ἐκκλησίας
ἦλθαν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, ἐμάζεψαν
τὸ πλῆθος τῶν Χριστιανῶν καὶ
παρέδωκαν τὴν ἐπιστολήν.
|
30
Αὐτοὶ λοιπόν, ἀφοῦ ἔλαβον τὴν
ἄδειαν νὰ ἀπέλθουν, ἦλθον εἰς
τὴν Ἀντιόχειαν καὶ συναθροίσαντες τὸ
πλῆθος τῶν πιστῶν παρέδωκαν τὴν ἐπιστολήν.
|
31
Ἀναγνόντες δὲ ἐχάρησαν ἐπὶ
τῇ παρακλήσει. |
31
Ὅταν δὲ οἱ Χριστιανοὶ τὴν ἀνέγνωσαν,
ἐχάρησαν διὰ τὴν εἰρήνην
καὶ τὴν ἐνίσχυσιν, ποὺ τοὺς
ἔδωκε. |
31
Ὅταν δὲ οἱ ἐν Ἀντιοχείᾳ
Χριστιανοὶ ἀνέγνωσαν τὴν ἐπιστολήν,
ἐχάρησαν διὰ τὸν διαφωτισμὸν καὶ
τὴν ἀνακούφισιν καὶ εἰρήνευσιν, τὴν
ὁποίαν τοὺς ἐπροξένησεν αὕτη.
|
32
Ἰούδας τε καὶ Σίλας, καὶ αὐτοὶ
προφῆται ὄντες, διὰ λόγου πολλοῦ
παρεκάλεσαν τοὺς ἀδελφοὺς καὶ
ἐπεστήριξαν. |
32
Καὶ ὁ Ἰούδας καὶ ὁ Σίλας,
οἱ ὁποῖοι ἦσαν προφῆται καὶ
αὐτοί, μὲ πολλοὺς λόγους παρηγόρησαν,
καθησύχασαν καὶ ἐστήριξαν εἰς
τὴν ὀρθὴν πίστιν τοὺς ἀδελφούς.
|
32
Καὶ ὁ Ἰούδας καὶ ὁ Σίλας, οἱ
ὁποῖοι ἦσαν προφῆται, ἐπαρηγόρησαν
καὶ αὐτοὶ διὰ πολλῶν λόγων καὶ
καθησύχασαν τὰς συνειδήσεις τῶν ἀδελφῶν
καὶ ἐστήριξαν αὐτοὺς εἰς τὴν
κατὰ Χριστὸν ζωήν. |
33
Ποιήσαντες δὲ χρόνον ἀπελύθησαν
μετ' εἰρήνης ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν
πρὸς τοὺς ἀποστόλους. |
33
Ἀφοῦ δὲ ἔμειναν ἀρκετὸν
χρόνον ἐκεῖ, κατευωδώθησαν μὲ
εὐχὰς εἰρηνικὰς ἀπὸ τοὺς
ἀδελφοὺς τῆς Ἀντιοχείας διὰ
τὰ Ἱεροσόλυμα. |
33
Ἀφοῦ δὲ ἔμειναν κάμποσον χρόνον ἐκεῖ,
τοὺς ἐδόθη ἡ ἄδεια νὰ ἀπέλθουν
καὶ νὰ ἐπανέλθουν εἰς Ἱεροσόλυμα
πρὸς τοὺς ἀποστόλους. Καὶ ἔτσι
ἀνεχώρησαν μὲ εὐχὰς εἰρήνης
ἐκ μέρους τῶν ἀδελφῶν.
|
34
Ἔδοξε δὲ τῷ Σίλα ἐπιμεῖναι
αὐτοῦ. |
34
Εἰς τὸν Σίλαν ὅμως ἐφάνη
προτιμότερον νὰ παραμείνῃ ἐκεῖ.
|
34
Εἰς τὸν Σίλαν ὅμως ἐφάνη καλὸν
νὰ παραμείνῃ αὐτόθι. |
35
Παῦλος δὲ καὶ Βαρνάβας διέτριβον
ἐν Ἀντιοχείᾳ διδάσκοντες καὶ
εὐαγγελιζόμενοι μετὰ καὶ ἑτέρων
πολλῶν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.
|
35
Ὁ δὲ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας
παρέμειναν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν
διδάσκοντες καὶ κηρύττοντες τὸ Εὐαγγέλιον
τοῦ Κυρίου μαζῆ καὶ μὲ πολλοὺς
ἄλλους κήρυκας. |
35
Ὁ Παῦλος δὲ καὶ ὁ Βαρνάβας διέμενον
εἰς Ἀντιόχειαν διδάσκοντες καὶ μὲ
πολλοὺς ἄλλους κήρυκας τοὺς πιστοὺς
καὶ κηρύττοντες τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ
εἰς ὅσους διὰ πρώτην φορὰν ἤκουον
τὸ εὐαγγέλιον. |
36
Μετὰ δέ τινας ἡμέρας εἶπε Παῦλος
πρὸς Βαρνάβαν· ἐπιστρέψαντες
δὴ ἐπισκεψώμεθα τοὺς ἀδελφοὺς
ἡμῶν κατὰ πᾶσαν πόλιν ἐν
αἷς κατηγγείλαμεν τὸν λόγον τοῦ
Κυρίου, πῶς ἔχουσι. |
36
Ἔπειτα δὲ ἀπὸ μερικὰς ἡμέρας
εἶπε ὁ Παῦλος πρὸς τὸν Βαρνάβαν·
<λοιπὸν τώρα, ἂς ἐπανέλθωμεν
καὶ ἂς ἐπισκεφθῶμεν τοὺς ἀδελφούς
μας εἰς ὅλας ἐκείνας τὰς πόλεις,
εἰς τὰς ὁποίας κατὰ τὴν
προηγουμένην περιοδείαν μας ἐκηρύξαμεν
τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, καὶ ἂς
ἴδωμεν εἰς ποίαν κατάστασιν εὑρίσκονται
ὡς πρὸς τὴν πίστιν καὶ τὴν
ἀρετήν. |
36
Ὕστερα δὲ ἀπὸ μερικὰς ἡμέρας
εἶπεν ὁ Παῦλος πρὸς τὸν Βαρνάβαν·
ἐμπρὸς τώρα ἂς ἐπιστρέψωμεν καὶ
ἂς ἐπισκεφθῶμεν τοὺς ἀδελφούς
μας εἰς κάθε πόλιν, ὅπου κατὰ τὴν
προηγουμένην περιοδείαν μας ἐκηρύξαμεν τὸν λόγον
τοῦ Κυρίου, καὶ ἂς ἴδωμεν πῶς
ἔχουν ἐν τῇ κατὰ Χριστὸν ζωῇ.
|
37
Βαρνάβας δὲ ἐβουλεύσατο συμπαραλαβεῖν
τὸν Ἰωάννην τὸν ἐπικαλούμενον
Μᾶρκον· |
37
Ὁ Βαρνάβας δὲ ἐσκέφθηκε καὶ
ἠθέλησε νὰ πάρῃ μαζῆ του
τὸν Ἰωάννην, ποὺ ἐλέγετο
Μᾶρκος. |
37
Ὁ Βαρνάβας δὲ τότε ἔκρινε καλὸν νὰ
πάρῃ μαζί του καὶ τὸν Ἰωάννην, ποὺ
ἐπωνομάζετο Μᾶρκος. |
38
Παῦλος δὲ ἠξίου, τὸν ἀποστάντα
ἀπ' αὐτῶν ἀπὸ Παμφυλίας
καὶ μὴ συνελθόντα αὐτοῖς εἰς
τὸ ἔργον, μὴ συμπαραλαβεῖν τοῦτον.
|
38
Ὁ
Παῦλος ὅμως ἔκρινε ὀρθόν, νὰ
μὴ πάρουν μαζῆ των ἐκεῖνον,
ποὺ τοὺς εἶχε ἐγκαταλείψει ἀπὸ
τὴν Παμφυλίαν καὶ δὲν ἐπῆγε
μαζῆ των εἰς τὸ ἔργον τῆς ἱεραποστολῆς.
|
38
Ὁ Παῦλος ὅμως ἐθεώρει δίκαιον νὰ
μὴ συμπαραλάβουν ἐκεῖνον, ποὺ ἐχωρίσθη
ἀπὸ αὐτοὺς ἀπὸ τὴν
Παμφυλίαν καὶ δὲν ἦλθε μαζί τους, διὰ
νὰ ὑπηρετήσῃ τὸ ἔργον τῆς
ἱεραποστολῆς. |
39
Ἐγένετο οὖν παροξυσμός, ὥστε
ἀποχωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ' ἀλλήλων,
τόν τε Βαρνάβαν παραλαβόντα τὸν Μᾶρκον
ἐκπλεῦσαι εἰς Κύπρον.
|
39
Ἔγινε δὲ τότε ζωηρὰ διαφωνία
καὶ φιλονεικία, ὥστε οἱ δύο
Ἀπόστολοι νὰ χωρίσουν ὁ ἔνας
ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ ὁ Βαρνάβας
μαζῆ μὲ τὸν Μᾶρκον νὰ πλεύσουν
εἰς τὴν Κύπρον. |
39
Προεκλήθη δὲ ζωηρὰ διαφωνία μέχρι τοῦ σημείου,
ὥστε οἱ δύο ἀπόστολοι νὰ ἀποχωρισθοῦν
ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον,
καὶ ὁ Βαρνάβας νὰ ἀποπλεύσῃ
εἰς Κύπρον, ἀφοῦ παρέλαβε μαζί του τὸν
Μᾶρκον. |
40
Παῦλος δὲ ἐπιλεξάμενος Σίλαν
ἐξῆλθε, παραδοθεὶς τῇ χάριτι
τοῦ Θεοῦ ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν,
|
40
Ὁ Παῦλος ὅμως, ἀφοῦ ἐξέλεξε
ὡς συνοδὸν του τὸν Σίλαν, ἀνεχώρησεν
ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν μὲ
τὰς εὐχὰς τῶν ἀδελφῶν,
οἱ ὁποῖοι τὸν παρέδωσαν καὶ
τὸν ἐνεπιστεύθησαν εἰς τὴν χάριν
τοῦ Θεοῦ. |
40
Ἀλλ’ ὁ Παῦλος ἐκλέξας ὡς σύνοδον
καὶ βοηθόν του τὸν Σίλαν ἀνεχώρησεν, ἀφοῦ
οἱ ἐν Ἀντιοχείᾳ ἀδελφοὶ
διὰ κοινῶν προσευχῶν τὸν παρέδωκαν
καὶ τὸν ἐνεπιστεύθησαν εἰς τὴν
εὐμενῆ πρόνοιαν καὶ προστασίαν τοῦ
Θεοῦ. Οὕτως ἤρχισεν ἡ δευτέρα ἀποστολικὴ
περιοδεία τοῦ Παύλου. |
41
διήρχετο δὲ τὴν Συρίαν καὶ Κιλικίαν
ἐπιστηρίζων τὰς ἐκκλησίας.
|
41
Περιώδευε δὲ τὴν Συρίαν καὶ
τὴν Κιλικίαν στηρίζων εἰς τὴν
κατὰ Χριστὸν πίστιν καὶ ζωὴν
τοὺς Χριστιανοὺς τῶν κατὰ τόπους
Ἐκκλησιῶν. |
41
Περιώδευε δὲ ὁ Παῦλος τὰς χώρας τῆς
Συρίας καὶ Κιλικίας καὶ ἐστήριζεν εἰς
τὴν χριστιανικὴν πίστιν καὶ ἐλπίδα
καὶ ζωὴν τοὺς ἀδελφούς των ἐν
ταῖς χώραις ταύταις ἐκκλησιῶν. |