Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
διασωθέντες τότε ἐπέγνωσαν ὅτι
Μελίτη ἡ νῆσος καλεῖται.
|
αὶ
ὅταν πλέον ἐσώθησαν εἰς τὴν
ξηράν, τότε ἔμαθον, ὅτι ἡ νῆσος
ἐλέγετο Μελίτη (ἡ σημερινὴ Μάλτα).
|
αὶ
ὅταν διεσώθησαν, τότε ἔμαθαν, ὅτι ἡ
νῆσος καλεῖται Μελίτη ἢ κοινότερον Μάλτα.
|
2
Οἱ δὲ βάρβαροι παρεῖχον οὐ τὴν
τυχοῦσαν φιλανθρωπίαν ἡμῖν· ἀνάψαντες
γὰρ πυρὰν προσελάβοντο πάντας ἡμᾶς
διὰ τὸν ὑετὸν τὸν ἐφεστῶτα
καὶ διὰ τὸ ψῦχος.
|
2
Οἱ ἐντόπιοι τῆς νήσου μᾶς
προσέφεραν ἐξαιρετικὴν περιποίησιν
καὶ ἀγάπην. Διότι, ἀφοῦ
ἄναψαν φωτιά, μᾶς ἐδέχθησαν
καὶ μᾶς παρέλαβαν ὅλους μας μὲ
καλωσύνην κοντὰ εἰς τὴν φωτιὰν
κάτω ἀπὸ ὑπόστεγον, διὰ
νὰ μᾶς προφυλάξουν ἀπὸ τὴν
βροχήν, ποὺ ἔπιπτε καὶ ἀπὸ
τὸ ψῦχος. |
2
Οἱ ξενόγλωσσοι δὲ κάτοικοι μᾶς ἔδειχναν
ὄχι τυχαίαν συμπάθειαν καὶ φιλανθρωπίαν. Διότι,
ἀφοῦ ἤναψαν φωτιάν, μᾶς ἐδέχθησαν
μὲ καλωσύνην ὅλους καὶ μᾶς περιέθαλψαν
εἰς τὸν κίνδυνον, ποὺ ἢμεθα ἐκτεθειμένοι
λόγῳ τῆς βροχῆς, ποὺ ἔπιπτεν,
ἀλλὰ καὶ λόγῳ τοῦ ψύχους.
|
3
Συστρέψαντος δὲ τοῦ Παύλου φρυγάνων
πλῆθος καὶ ἐπιθέντος ἐπὶ
τὴν πυράν, ἔχιδνα ἀπὸ
τῆς θέρμης διεξελθοῦσα καθῆψε τῆς
χειρὸς αὐτοῦ. |
3
Ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἐμάζευσε
ἀρκετὰ φρύγανα σὲ δεμάτι καὶ
τὰ ἔρριψε εἰς τὴν φωτιά, μιὰ
ὀχιὰ ἀναζωογονήθηκε ἀπὸ
τὴν θερμότητα, ἐπετάχθηκε καὶ
ἐδάγκωσε τὸ χέρι τοῦ Παύλου.
|
3
Ἐνῷ δὲ ὁ Παῦλος ἐμάζευσεν
εἰς δεμάτιον ἀρκετὰ φρύγανα καὶ τὰ
ἔρριψεν ἐπάνω εἰς τὴν φωτιάν, μία
ὀχιά, ποὺ ἐζεστάθη ἀπὸ τὴν
θερμότητα, ἐπετάχθη καὶ ἐδάγκωσε τὴν
χεῖρα του. |
4
Ὡς δὲ εἶδον οἱ βάρβαροι κρεμάμενον
τὸ θύριον ἐκ τῆς χειρὸς αὐτοῦ,
ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους· πάντως
φονεύς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος οὗτος,
ὃν διασωθέντα ἐκ τῆς θαλάσσης
ἡ Δίκη ζῆν οὐκ εἴασεν.
|
4
Ὅταν δὲ οἱ κάτοικοι εἶδαν τὸ
θηρίον νὰ κρέμεται ἀπὸ τὸ
χέρι τοῦ Παύλου, ἔλεγαν μεταξύ
των· <Ἐξάπαντος ὁ ἄνθρωπος
αὐτὸς εἶναι φονηᾶς, τὸν ὁποῖον,
ἂν καὶ ἐσώθηκε ἀπὸ τῇ
θάλασσαν, ἡ θεία Δίκη δὲν τὸν
ἄφησε νὰ ζῇ>. |
4
Ὅταν δὲ εἶδαν οἱ ξενόγλωσσοι νησιῶται
νὰ κρέμεται τὸ θηρίον ἀπὸ τὴν
χεῖρα του, ἔλεγαν μεταξύ των· Ὡρισμένως
ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι φονιᾶς,
ὁ ὁποῖος ἐγλύτωσεν ἀπὸ
τὴν θάλασσαν, ἀλλ’ ἡ θεία δίκη δὲν
τὸν ἄφησε νὰ ζήσῃ.
|
5
Ὁ μὲν οὖν ἀποτινάξας τὸ
θηρίον εἰς τὸ πῦρ ἔπαθεν οὐδὲν
κακόν·
|
5
Ἀλλ' ὁ Παῦλος ἐτίναξε ἀπ'
ἐπάνω του τὸ θηρίον καὶ τὸ
ἔρριψεν εἰς τὴν φωτιάν, χωρὶς
αὐτὸς νὰ πάθῃ κανένα κακὸ
ἀπὸ τὸ δάγκωμα.
|
5
Καὶ ὁ μὲν Παῦλος ἐτίναξεν ἀπ’
ἐπάνω του τὸ θηρίον εἰς τὴν φωτιὰν
καὶ δὲν ἔπαθε κανὲν κακόν.
|
6
οἱ δὲ προσεδόκων αὐτὸν μέλλειν
πίμπρασθαι ἢ καταπίπτειν ἄφνω νεκρόν.
Ἐπὶ πολὺ δὲ αὐτῶν προσδοκώντων
καὶ θεωρούντων μηδὲν ἄτοπον εἰς
αὐτὸν γινόμενον, μεταβαλλόμενοι ἔλεγον
θεὸν αὐτὸν εἶναι.
|
6
Ἐκεῖνοι ὅμως ἐπερίμεναν ὅτι
θὰ ἐπρήζετο ἢ θὰ ἔπιπτε
κάτω αἰφνιδίως νεκρός. Ἐνῶ
δὲ ἐπὶ πολὺ ἐπερίμεναν
καὶ ἔβλεπαν ὅτι τίποτε τὸ δυσάρεστον
δὲν εἶχε γίνει εἰς τὸν Παῦλον,
μετέβαλαν γνώμην καὶ ἔλεγαν ὅτι
αὐτὸς εἶναι θεός.
|
6
Ἐκεῖνοι δὲ ἐπερίμεναν, ὅτι θὰ
ἐπρήσκετο ἢ θὰ ἔπιπτε κάτω διὰ
μιᾶς νεκρός. Ἀλλὰ ἀφοῦ ἐπερίμεναν
αὐτοὶ ἐπὶ πολὺ καὶ ἔβλεπαν,
ὅτι κανὲν κακὸν δὲν ἔγινεν εἰς
τὸν Παῦλον, ἤλλαξαν γνώμην καὶ ἔλεγαν,
ὅτι αὐτὸς εἶναι θεός.
|
7
Ἐν δὲ τοῖς περὶ τὸν τόπον
ἐκεῖνον ὑπῆρχε χωρία τῷ
πρώτῳ τῆς νήσου ὀνόματι
Ποπλίῳ, ὃς ἀναδεξάμενος ἡμᾶς
τρεῖς ἡμέρας φιλοφρόνως ἐξένισεν.
|
7
Εἰς τὴν περιοχὴν δὲ τοῦ τόπου
ἐκείνου ὑπῆρχον κτήματα, ποὺ
ἀνῆκαν εἰς τὸν πρῶτον τῆς
νήσου, ὀνόματι Πόπλιον. Αὐτὸς
μᾶς ὑποδέχθηκε καὶ μᾶς ἐφιλοξένησε
μὲ πολλὴν καλωσύνην ἐπὶ τρεῖς
ἡμέρας. |
7
Εἰς τὴν περιφέρειαν δὲ τοῦ τόπου ἐκείνου,
ποὺ ἔγινε τὸ ναυάγιον, ὑπῆρχεν
ἀγρόκτημα, τὸ ὁποῖον ἀνῆκεν
εἰς τὸν πρῶτον τῆς νήσου, ποὺ
ἐλέγετο Πόπλιος. Αὐτὸς μᾶς ὑπεδέχθη
καὶ μᾶς ἐφιλοξένησε μὲ πολλὴν
καλωσύνην ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας.
|
8
Ἐγένετο δὲ τὸν πατέρα τοῦ
Ποπλίου πυρετοῖς καὶ δυσεντερίῳ
συνεχόμενον κατακεῖσθαι· πρὸς ὃν
ὁ Παῦλος εἰσελθὼν καὶ προσευξάμενος
καὶ ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας αὐτῷ
ἰάσατο αὐτόν.
|
8
Συνέβη δὲ τότε νὰ κατάκειται
μὲ πυρετὸν καὶ μὲ δυσεντερίαν
ὁ πατέρας τοῦ Ποπλίου. Αὐτὸν
ἐπεσκέφθηκε ὁ Παῦλος, προσευχήθηκε,
ἔβαλε τὰ χέρια ἐπάνω του καὶ
τὸν ἐθεράπευσε. |
8
Συνέβη δὲ νὰ κατακεῖται ἀσθενὴς
ὁ πατὴρ τοῦ Ποπλίου πάσχων ἀπὸ
πυρετοὺς καὶ δυσεντερίαν. Εἰσῆλθε
δὲ εἰς τὸ δωμάτιόν του πρὸς ἐπίσκεψιν
αὐτοῦ ὁ Παῦλος καὶ προσευχηθεὶς
τὸν ἰάτρευσεν, ἀφοῦ ἔθεσεν ἐπ’
αὐτοῦ τὰς χεῖρας.
|
9
Τούτου οὖν γενομένου καὶ οἱ
λοιποὶ οἱ ἔχοντες ἀσθενείας
ἐν τῇ νήσῳ προσήρχοντο καὶ
ἐθεραπεύοντο· |
9
Ἔπειτα ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ
καὶ οἱ ἄλλοι τῆς νήσου, ποὺ
εἶχαν ἀσθενείας, ἤρχοντο εἰς
τὸν Παῦλον καὶ ἐθεραπεύοντο.
|
9
Ὅταν λοιπὸν ἔγινεν ἡ θεραπεία αὐτή,
καὶ οἱ λοιποί, ὅσοι εἶχαν ἀσθενείας
εἰς τὴν νῆσον, ἤρχοντο πρὸς
τὸν Παῦλον καὶ ἰατρεύοντο.
|
10
οἳ καὶ πολλαῖς τιμαῖς ἐτίμησαν
ἡμᾶς καὶ ἀναγομένοις ἐπέθεντο
τὰ πρὸς τὴν χρείαν.
|
10
Αὐτοὶ δὲ καὶ μὲ πολλὰς
ἐκδηλώσεις σεβασμοῦ μᾶς ἐτίμησαν
καὶ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ταξιδεύσωμεν
ἀπὸ τὴν νῆσον μᾶς ἐφωδίασαν
μὲ τὰ ἀπαραίτητα τρόφιμα διὰ
τὸ ταξίδι. |
10
Καὶ μᾶς ἐτίμησαν οὗτοι μὲ πολλὰς
ἐκδηλώσεις σεβασμοῦ καὶ ὅταν ἐπρόκειτο
νὰ ἀποπλεύσωμεν ἀπὸ τὴν νῆσον,
μᾶς ἐπρομήθευσαν ὅσα θὰ ἐχρειαζόμεθα
εἰς τὸ ταξίδιον. |
11
Μετὰ δὲ τρεῖς μῆνας ἀνήχθημεν
ἐν πλοίῳ παρακεχειμακότι ἐν
τῇ νήσῳ, Ἀλεξανδρίνῳ,
παρασήμῳ Διοσκούροις, |
11
Ἔπειτα δὲ ἀπὸ τρεῖς μῆνες
ἀπεπλεύσαμεν ἐπάνω εἰς ἕνα
πλοῖον Ἀλεξανδρινόν, ποὺ εἶχε
παραχειμάσει εἰς τὴν νῆσον καὶ
ἔφερε ὡς σῆμα του τὴν εἰκόνα
τοῦ Κάστορος καὶ Πολυδεύκους, οἱ
ὁποῖοι κατὰ τὴν μυθολογίαν ἦσαν
δίδυμα παιδιὰ τοῦ Διός.
|
11
Ἀπεπλεύσαμεν δὲ ὕστερα ἀπὸ τρεῖς
μῆνας ἐπὶ πλοίου, ποὺ εἶχε περάσει
τὸν χειμῶνα εἰς τὴν νῆσον καὶ
ἦτο Ἀλεξανδρινόν,φέρον εἰς τὴν πρῷραν
ὡς σῆμα τὴν εἰκόνα τῶν Διοσκούρων,
τοῦ Κάστορος δηλαδὴ καὶ Πολυδεύκους, οἱ
ὁποῖοι κατὰ τὴν μυθολογίαν ἦσαν
δίδυμα παιδιὰ τοῦ Διός. |
12
καὶ καταχθέντες εἰς Συρακούσας ἐπεμείναμεν
ἡμέρας τρεῖς·
|
12
Καὶ ἀφοῦ προσωρμισθήκαμε εἰς
τὰς Συρακούσας, ἐμείναμεν ἐκεῖ
τρεῖς ἡμέρας. |
12
Καὶ ἀφοῦ κατεπλεύσαμεν εἰς τὴν
πρωτεύουσαν τῆς Σικελίας Συρακούσας, παρεμείναμεν ἐκεῖ
ἡμέρας τρεῖς. |
13
ὅθεν περιελθόντες κατηντήσαμεν εἰς
Ρήγιον, καὶ μετὰ μίαν ἡμέραν
ἐπιγενομένου νότου δευτεραῖοι ἤλθομεν
εἰς Ποτιόλους·
|
13
Ἀπὸ ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐπλεύσαμεν
παραλλήλως πρὸς τὴν
ἀκτὴν τῆς Σικελίας, ἐφθάσαμεν
εἰς τὸ Ρήγιον. Καὶ ὅταν ἔπειτα
ἀπὸ μίαν ἡμέραν ἐσηκώθηκε
νότιος ἄνεμος, ἐξεκινήσαμεν καὶ
μετὰ δύο ἡμέρας ἐφθάσαμεν
εἰς Ποτιόλους. |
13
Ἀπ’ ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐπλεύσαμεν
γύρω ἀπὸ τὴν νῆσον τῆς Σικελίας,
ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Ρήγιον καὶ ὅταν
μετὰ μίαν ἡμέραν ἔπνευσε νότιος ἄνεμος,
ἤλθομεν μετὰ δύο ἡμέρας εἰς Ποτιόλους.
|
14
οὗ εὑρόντες ἀδελφοὺς παρεκλήθημεν
ἐπ' αὐτοῖς ἐπιμεῖναι ἡμέρας
ἑπτά, καὶ οὕτως εἰς τὴν
Ρώμην ἤλθομεν. |
14
Ἐκεῖ δὲ εὑρήκαμεν ἀδελφοὺς
Χριστιανούς, παρηγορηθήκαμεν καὶ ἐνισχυθήκαμεν
ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνίαν μὲ
αὐτούς, ὥστε ἐμείναμεν μαζῆ
των ἑπτὰ ἡμέρας. Καὶ ἔτσι
ἐφθάσαμεν εἰς τὴν Ρώμην.
|
14
Ἐκεῖ δὲ εὑρόντες ἀδελφοὺς
Χριστιανοὺς παρηγορήθημεν ἀπὸ τὴν
συνάντησιν καὶ ἐπικοινωνίαν μὲ αὐτούς,
ὥστε παρεμείναμεν μαζί των ἡμέρας ἑπτά.
Καὶ ἔτσι ἤλθομεν εἰς τὴν Ρώμην.
|
15
Κἀκεῖθεν οἱ ἀδελφοὶ ἀκούσαντες
τὰ περὶ ἡμῶν ἐξῆλθον εἰς
ἀπάντησιν ἡμῖν ἄχρις Ἀππίου
φόρου καὶ Τριῶν ταβερνῶν, οὓς
ἱδὼν ὁ Παῦλος εὐχαριστήσας
τῷ Θεῷ ἔλαβε θάρσος.
|
15
Ἀπὸ τὴν Ρώμην δὲ οἱ ἀδελφοί,
οἱ ὁποῖοι ἐν τῷ μεταξὺ
εἶχαν πληροφορηθῆ τὰ περὶ τοῦ
ταξιδίου μας, ἐβγῆκαν εἰς προυπάντησίν
μας μέχρι τῆς ἐμπορικῆς ἀγορᾶς,
ποὺ ἐλέγετο Ἄπιος φόρος, καὶ
μέχρις τῶν Τριῶν Ταβερνῶν. Ὅταν
τοὺς εἶδε ὁ Παῦλος, εὐχαρίστησε
τὸν Θεὸν διὰ τὴν συνάντησιν
αὐτὴν μὲ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς
Ρώμης καὶ ἐπῆρε θάρρος ἀπὸ
τὴν συμπαράστασίν των. |
15
Καὶ ἐν τῷ μεταξύ, ὅταν ἀκόμη
ἤμεθα εἰς τοὺς Ποτιόλους, ἤκουσαν
οἱ ἀδελφοὶ τῆς Ρώμης τὴν εἴδησιν
τῆς ἀφίξεώς μας, καθὼς καὶ πότε θὰ
ἐφεύγαμεν ἀπ’ ἐκεῖ, καὶ ἐβγῆκαν
εἰς προϋπάντησίν μας μέχρι τῆς ἐμπορικῆς
ἀγορᾶς, ποὺ ἐκαλεῖτο φόρος τοῦ
Ἀππίου, καὶ μέχρι τῶν Τριῶν ταβερνῶν.
Ὅταν δὲ ὁ Παῦλος εἶδεν αὐτούς,
ηὐχαρίστησε τὸν Θεόν, διότι ἐπληρώθη ἡ
ἐπιθυμία του να ἴδῃ καὶ τοὺς
ἐν Ρώμῃ Χριστιανούς, καὶ ἔλαβε θάρρος
ἀπὸ τὴν παρουσίαν των.
|
16
Ὅτε δὲ ἤλθομεν εἰς Ρώμην, ὁ
ἑκατοντάρχης παρέδωκε τοὺς δεσμίους
τῷ στρατοπεδάρχῃ· τῷ δὲ
Παύλῳ ἐπετράπη μένειν καθ' ἑαυτὸν
σὺν τῷ φυλάσσοντι αὐτὸν στρατιώτῃ.
|
16
Ὅταν δὲ ἤλθαμεν εἰς τὴν Ρώμην,
ὁ ἑκατόνταρχος παρέδωκε τοὺς
δεσμίους εἰς τὸν ἀρχηγὸν τοῦ
στρατοπέδου. Εἰς τὸν Παῦλον ὅμως
ἐδόθηκε ἡ ἄδεια νὰ μένῃ
μόνος του εἰς δωμάτιον μαζῆ μὲ
τὸν στρατιώτην, ποὺ τὸν ἐφρουροῦσε.
|
16
Ὅταν δὲ ἤλθομεν εἰς τὴν Ρώμην,
παρέδωκεν ὁ ἑκατόνταρχος εἰς τὸν ἀρχηγὸν
τοῦ στρατοπέδου τοὺς ἁλυσοδεμένους ὑποδίκους.
Εἰς τὸν Παῦλον ὅμως ἐδόθη ἄδεια
να μένῃ κατ’ ἰδίαν μόνος του μαζὶ μὲ
τὸν στρατιώτην, ὁ ὁποῖος ἐφρούρει
αὐτόν. |
17
Ἐγένετο δὲ μετὰ ἡμέρας
τρεῖς συγκαλέσασθαι τὸν Παῦλον τοὺς
ὄντας τῶν Ἰουδαίων πρώτους·
συνελθόντων δὲ αὐτῶν ἔλεγε πρὸς
αὐτούς· ἄνδρες ἀδελφοί,
ἐγὼ οὐδὲν ἐναντίον ποιήσας
τῷ λαῷ ἢ τοῖς ἔθεσι τοῖς
πατρῴοις δέσμιος ἐξ Ἱεροσολύμων
παρεδόθην εἰς τὰς χεῖρας τῶν
Ρωμαίων· |
17
Ἔπειτα δὲ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρας
ἐπροσκάλεσε ὁ Παῦλος τοὺς προκρίτους
ἐκ τῶν Ἰουδαίων. Ὅταν δὲ
αὐτοὶ συνεκεντρώθησαν, τοὺς εἶπε·
<Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ χωρὶς
νὰ ἔχω κάμει τίποτε ἐναντίον
τοῦ λαοῦ ἢ ἐναντίον τῶν
ἱερῶν πατροπαραδότων ἐθίμων,
παρεδόθην δέσμιος ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα
εἰς τὰ χέρια τῶν Ρωμαίων.
|
17
Ὕστερα δὲ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρας
συνέβη να συγκαλέσῃ ὁ Παῦλος εἰς τὴν
οἰκίαν, ὅπου ἐφρουρεῖτο, τοὺς
προκρίτους τῶν Ἰουδαίων. Ὅταν δὲ οὗτοι
συνηθροίσθησαν, εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ
Παῦλος· Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ
χωρὶς νὰ κάμω τίποτε ἐναντίον τοῦ
λαοῦ μας ἢ κατὰ τῶν ἐθίμων,
ποὺ μᾶς παρέδωκαν οἱ πρόγονοί μας, παρεδόθην
δεμένος ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα εἰς
τὰς χεῖρας τῶν Ρωμαίων.
|
18
οἵτινες ἀνακρίναντές με ἐβούλοντο
ἀπολῦσαι διὰ τὸ μηδεμίαν αἰτίαν
θανάτου ὑπάρχειν ἐν ἐμοί.
|
18
Αὐτοί, ἀφοῦ μὲ ἀνέκριναν,
ἤθελαν νὰ μὲ ἀπολύσουν, διότι
δὲν ὑπῆρχε εἰς ἐμὲ καὶ
δὲν μὲ ἐβάρυνε κανένα ἔγκλημα
ἄξιον θανάτου. |
18
Αὐτοὶ δέ, ἀφοῦ μὲ ἀνέκριναν,
ἤθελαν νὰ μὲ ἀφήσουν ἐλεύθερον,
καθ’ ὅσον δὲν ὑπῆρχεν εἰς ἐμὲ
κανὲν ἔγκλημα ἄξιον τῆς ποινῆς
τοῦ θανάτου. |
19
Ἀντιλεγόντων δὲ τῶν Ἰουδαίων
ἠναγκάσθην ἐπικαλέσασθαι Καίσαρα,
οὐχ ὡς τοῦ ἔθνους μου ἔχων τί
κατηγορῆσαι. |
19
Ἐπειδὴ ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι
ἀντέλεγαν, ἠναγκάσθην νὰ ἐπικαλεσθῶ
τὸν Καίσαραν, ὄχι διότι ἔχω
νὰ κατηγορήσω εἰς κάτι τὸ ἔθνος
μου, ἀλλὰ διότι ἤθελα νὰ ὑπερασπίσω
τὸν ἑαυτόν μου. |
19
Ἐπειδὴ ὅμως ἀντέλεγον οἱ Ἰουδαῖοι,
ἠναγκάσθην νὰ ἐπικαλεσθῶ τὸν
Καίσαρα, ὄχι διότι εἶχον κάτι, διὰ τὸ
ὁποῖον νὰ κατηγορήσω τὸ ἔθνος
μου εἰς τὸν αὐτοκράτορα, ἀλλὰ
διότι ἤθελον νὰ ἀποφύγω τὸν ἄδικον
θάνατον. |
20
Διὰ ταύτην οὖν τὴν αἰτίαν
παρεκάλεσα ὑμᾶς ἰδεῖν καὶ
προσλαλῆσαι· ἕνεκεν γὰρ τῆς ἐλπίδος
τοῦ Ἰσραὴλ τὴν ἄλυσιν ταύτην
περίκειμαι. |
20
Δι' αὐτὸν λοιπὸν τὸν λόγον σᾶς
παρεκάλεσα νὰ σᾶς ἴδω καὶ νὰ
σᾶς ὁμιλήσω διὰ τὴν αἰτίαν,
ποὺ εἶμαι δέσμιος. Διότι ἐγὼ
ἕνεκα τῆς ἐλπίδος τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ, διὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ λυτρωτοῦ
Μεσσίου, εἶμαι δεμένος μὲ αὐτὴν
τὴν ἁλυσίδα>. |
20
Διὰ νὰ σᾶς ἐξηγήσω λοιπὸν τὴν
πραγματικὴν ταύτην αἰτίαν τῆς φυλακίσεώς
μου, σᾶς παρεκάλεσα νὰ σᾶς ἴδω καὶ
να σᾶς ὁμιλήσω. Ἔλαβα δὲ τὸ
θάρρος νὰ σᾶς ὁμιλήσω καὶ νὰ
σᾶς δώσω ἐξηγήσεις, διότι εἶμαι δεμένος
εἰς τὴν ἅλυσιν αὐτὴν λόγῳ
τοῦ ὅτι ἐμμένω εἰς τὴν ἐλπίδα
τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος
ἐλπίζει νὰ ἔλθῃ ὁ Μεσσίας, τὸν
ὁποῖον καὶ ἐγὼ κηρύττω.
|
21
Οἱ δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπον·
ἡμεῖς οὔτε γράμματα περὶ σοῦ
ἐδεξάμεθα ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας,
οὔτε παραγενόμενός τις τῶν ἀδελφῶν
ἀπήγγειλεν ἢ ἐλάλησέ τι
περὶ σοῦ πονηρόν.
|
21
Ἐκεῖνοι δὲ εἶπαν πρὸς αὐτόν·
<Ἡμεῖς οὔτε γράμματα διὰ
σὲ ἐλάβαμε ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν
οὔτε κανένας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς
ἦλθε καὶ μᾶς ἀνέφερε ἢ
μᾶς εἶπε κάτι κακὸν ἐναντίον
σου. |
21
Αὐτοὶ δὲ εἶπον πρὸς αὐτόν·
Ἡμεῖς οὔτε γράμματα περὶ σοῦ
ἐλάβομεν ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν, οὔτε
κανένας ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, ποὺ
ἦλθαν ἐνταύθα, ἀνέφερεν ἢ εἶπε
τίποτε κακὸν διὰ σέ. |
22
Ἀξιοῦμεν δὲ παρὰ σοῦ ἀκοῦσαι
ἃ φρονεῖς· περὶ μὲν γὰρ
τῆς αἱρέσεως ταύτης γνωστόν
ἐστιν ἡμῖν ὅτι πανταχοῦ ἀντιλέγεται.
|
22
Πάντως ἔχομεν τὴν δικαίαν ἀξίωσιν
καὶ ἐπιθυμοῦμεν νὰ ἀκούσωμεν
ἀπὸ σὲ αὐτά, τὰ ὁποῖα
φρονεῖς· μᾶς εἶναι ὅμως γνωστὸν
ὅτι διὰ τὴν θρησκευτικὴν αὐτὴν
αἵρεσιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἀνήκεις,
εἰς κάθε μέρος πολλαὶ λέγονται
ἀντιλογίαι>. |
22
Θεωροῦμεν δὲ δίκαιον νὰ ἀκούσωμεν
ἀπὸ σέ, ποῖα φρονήματα ἔχεις. Διότι
διὰ τὸ θρησκευτικὸν αὐτὸ κόμμα,
εἰς τὸ ὁποῖον ἀνήκεις, μᾶς
εἶναι γνωστόν, ὅτι εἰς κάθε μέρος ἐγείρονται
ἀντιρρήσεις καὶ ἀντιλέγουν κατ’ αὐτοῦ.
|
23
Ταξάμενοι δὲ αὐτῷ ἡμέραν
ἧκον πρὸς αὐτὸν εἰς τὴν
ξενίαν πλείονες, οἷς ἐξετίθετο
διαμαρτυρόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ πείθων τε αὐτοὺς τὰ περὶ
τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τε τοῦ νόμου
Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν ἀπὸ
πρωῒ ἕως ἑσπέρας. |
23
Ἀφοῦ δὲ ὥρισαν εἰς αὐτὸν
ἡμέραν συναντήσεως, ἦλθαν εἰς
τὸ οἴκημα, ὅπου ἐφιλοξενεῖτο,
περισσότεροι τώρα. Εἰς αὐτοὺς
ἐξέθετε ὁ Παῦλος τὰ περὶ
τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔδιδε τὴν καλὴν
μαρτυρίαν περὶ τῆς βασιλείας τοῦ
Θεοῦ καὶ προσπαθοῦσε νὰ πείσῃ
αὐτοὺς διὰ τὴν ζωὴν καὶ
τὸ ἔργον τοῦ Ἰησοῦ, ὁμιλῶν
ἀπὸ πρωῒας ἕως τὸ βράδυ
καὶ φέρων ἀποδείξεις ἀπὸ
τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως καὶ τοὺς
προφήτας. |
23
Ἀφοῦ δὲ ὥρισαν εἰς αὐτὸν
ἡμέραν συναντήσεως, κατὰ τὴν ὁποίαν
θὰ συνεζήτουν, ἦλθον εἰς αὐτὸν
εἰς τὸ οἴκημα, ὅπου ἐφιλοξενεῖτο,
περισσότεροι τώρα παρ’ ὅσον τὴν πρώτην φοράν.
Εἰς αὐτοὺς λοιπὸν ἐξέθετε καὶ
παρεῖχεν ἱερὰν καὶ κατενώπιον τοῦ
Θεοῦ μαρτυρίαν περὶ τῆς βασιλείας τοῦ
Θεοῦ, καὶ προσεπάθει νὰ πείσῃ αὐτοὺς
περὶ τῶν ἀναφερομένων εἰς τὸν
Ἰησοῦν ἀληθειῶν, προσάγων ἀποδείξεις
ἀπὸ τὸ πρωῒ ἕως τὸ βράδυ
καὶ ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως,
ἐξηγῶν τὰς εἰς τὰ βιβλία τῆς
Πεντατεύχου προτυπώσεις καὶ εἰκόνας, καὶ
ἀπὸ τοὺς προφήτας, ἑρμηνεύων τὰς
περὶ Μεσσίου προρρήσεις αὐτῶν.
|
24
Καὶ οἱ μὲν ἐπείθοντο τοῖς
λεγομένοις, οἱ δὲ ἠπίστουν.
|
24
Καὶ ἄλλοι μὲν ἐπείθοντο εἰς
τὰ λεγόμενα τοῦ Παύλου, ἄλλοι
δὲ ἀπιστοῦσαν. |
24
Καὶ ἄλλοι μὲν ἐφαίνοντο, ὅτι
ἐπείθοντο εἰς τὰ λεγόμενα τοῦ Παύλου,
ἄλλοι δὲ δὲν ἐπίστευον.
|
25
Ἀσύμφωνοι δὲ ὄντες πρὸς ἀλλήλους
ἀπελύοντο, εἰπόντος τοῦ Παύλου
ρῆμα ἕν, ὅτι καλῶς τὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιον ἐλάλησε διὰ Ἡσαΐου
τοῦ προφήτου πρὸς τοὺς πατέρας
ἡμῶν |
25
Ἐπειδὴ δὲ διαφωνοῦσαν μεταξύ
των, ἀνεχώρησαν, ἀφοῦ τοὺς εἶπε
ὁ Παῦλος ἕνα ἀκόμη λόγον,
ὅτι δηλαδή· <Καλὰ εἶπε τὸ
Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ τοῦ προφήτου
Ἡσαΐου πρὸς τοὺς προγόνους μας,
|
25
Ἐπειδὴ δὲ δὲν συνεφώνουν μεταξύ των,
ἀνεχώρησαν, ἀφοῦ τοὺς εἶπεν
ὁ Παῦλος ἀκὀμη ἕνα λόγον, ὅτι
δηλαδὴ καλὰ εἶπε τὸ Πνεῦμα τὸ
Ἅγιον διὰ τοῦ προφήτου Ἡσαΐου πρὸς
τοὺς προγόνους μας |
26
λέγων· πορεύθητι πρὸς τὸν λαὸν
τοῦτον καὶ εἶπον· ἀκοῇ
ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε,
καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ
μὴ ἴδητε· |
26
λέγον· πήγαινε εἰς τὸν λαὸν
αὐτὸν καὶ εἰπέ· Θὰ
ἀκούσετε, ἀλλὰ δὲν θὰ
καταλάβετε, καὶ μὲ τὰ ἴδια σας
τὰ μάτια θὰ ἰδῆτε, ἀλλὰ
δὲν θὰ ἴδετε τὴν ἀλήθειαν
τοῦ Εὐαγγελίου. |
26
τοὺς ἑξῆς λόγους: Πήγαινε εἱς τὸν
λαὸν αὐτὸν καὶ εἰπέ· Θὰ
ἀκούσετε μὲ τὴν ἀκοήν σας τὴν
διδασκαλίαν τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ δὲν
θὰ τὴν καταλάβετε, καὶ θὰ ἐκτεθῇ
εἰς τὰ μάτια σας ἡ ἐπιβεβαίωσις καὶ
ἡ ἀπόδειξις τῆς διδασκαλίας αὐτῆς
καὶ δὲν θὰ τὴν ἴδετε.
|
27
ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ
λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶ
βαρέως ἤκουσαν, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς
αὐτῶν ἐκάμμυσαν, μήποτε ἴδωσι
τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν
ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ
συνῶσι καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ
ἰάσομαι αὐτούς. |
27
Διότι ἐχόνδρυνε καὶ ἐσκληρύνθηκε
ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου καὶ
ἐβαρυάκουσαν μὲ τὰ αὐτιὰ
τῆς ψυχῆς των καὶ ἔκλεισαν τὰ
μάτια τοῦ νοῦ των, ὥστε νὰ μὴν
ἴδουν μὲ τὰ μάτια των καὶ νὰ
μὴ ἀκούσουν μὲ τὰ αὐτιά
των καὶ νὰ μὴ καταλάβουν τὴν
ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου μὲ
τὴν διάνοιάν των καὶ ἐπιστρέψουν
εἰς ἐμὲ μετανοημένοι καὶ θεραπεύσω
αὐτούς. |
27
Διότι λόγῳ τῆς πείσμονος ἀπειθείας τοῦ
λαοῦ αὐτοῦ ἐχόνδρυνεν ἡ διάνοιά
του καὶ ἐβαρυάκουσαν μὲ τὰ αὐτιὰ
τῆς ψυχῆς των καὶ ἔκλεισαν τὰ
ἐσωτερικὰ μάτια των. Καὶ ἔτσι ἀχρήστευσαν
μόνοι τους τὰ πνευματικά των αἰσθητήρια, μήπως
ἴδουν μὲ τὰ ἐσωτερικὰ μάτια
καὶ ἀκούσουν μὲ τὰ αὐτιὰ
τῆς ψυχῆς καὶ καταλάβουν μὲ τὴν
διάνοιαν τὴν διδασκομένην εἰς αὐτοὺς
ἀλήθειαν καὶ μετανοήσουν καὶ ἰατρεύσω
αὐτούς. |
28
Γνωστὸν οὖν ἔστω ὑμῖν ὅτι
τοῖς ἔθνεσιν ἀπεστάλη τοῦτο
τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ
καὶ ἀκούσονται.
|
28
Ἀλλὰ ἂς εἶναι γνωστὸν εἰς
σᾶς, ὅτι αὐτὴ ἡ διὰ τοῦ
Μεσσίου σωτηρία ἐκ μέρους τοῦ
Θεοῦ ἐστάλη εἰς τοὺς ἐθνικούς.
Αὐτοὶ θὰ τὴν ἀκούσουν
καὶ θὰ τὴν δεχθοῦν μὲ ἀγαθὴν
διάθεσιν>. |
28
Ἀφοῦ λοιπὸν εἶσθε τόσον σκληροί, ἂς
εἶναι γνωστὸν εἰς σᾶς, ὅτι ἡ
διὰ τοῦ Μεσσίου σωτηρία αὕτη τοῦ Θεοῦ
ἀπεστάλη εἰς τοὺς ἐθνικούς, αὐτοὶ
δὲ καὶ θὰ ἀκούσουν μὲ καλὴν
διάθεσιν καὶ θὰ ἐγκολπωθοῦν τὸ
περὶ αὐτῆς κήρυγμα. |
29
Καὶ ταῦτα αὐτοῦ εἰπόντος
ἀπῆλθον οἱ Ἰουδαῖοι πολλὴν
ἔχοντες ἐν ἑαυτοῖς συζήτησιν.
|
29
Καὶ ἀφοῦ εἶπε ὁ Παῦλος
αὐτά, ἔφυγαν οἱ Ἰουδαῖοι
συζητοῦντες πολὺ καὶ μὲ πολλὴν
ἔξαψιν μεταξύ των. |
29
Καὶ ἀφοῦ ὁ Παῦλος εἶπε
ταῦτα, ἔφυγον οἱ Ἰουδαῖοι φιλονεικοῦντες
πολὺ μεταξύ των. |
30
Ἔμεινε δὲ ὁ Παῦλος διετίαν ὅλην
ἐν ἰδίῳ μισθώματι καὶ
ἀπεδέχετο πάντας τοὺς εἰσπορευομένους
πρὸς αὐτόν, |
30
Ἔμεινε δὲ ὁ Παῦλος δύο ὁλόκληρα
ἔτη εἰς ἰδιαίτερον οἴκημα, τὸ
ὁποῖον εἶχε ἐνοικιάσει καὶ
ἐδέχετο μὲ χαρὰν ὅλους ἐκείνους,
ποὺ ἤρχοντο εἰς ἐπίσκεψίν
του. |
30
Ἔμεινε δὲ ὁ Παῦλος ἐπὶ
δύο ὁλόκληρα ἔτη εἰς οἴκημα, τὸ
ὁποῖον ἐξ ἰδίων του ἐνοικίασε,
καὶ ἐδέχετο προθύμως καὶ εὐχαρίστως
ὅλους, ὅσοι ἐπήγαιναν πρὸς ἐπίσκεψίν
του. |
31
κηρύσσων τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ
καὶ διδάσκων τὰ περὶ τοῦ Κυρίου
Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάσης παρρησίας
ἀκωλύτως. |
31
Ἐκήρυσσε δὲ πρὸς αὐτοὺς
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐδίδασκε
τὰ περὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ
Χριστοῦ μὲ κάθε παρρησίαν, χωρὶς
νὰ τοῦ περεμβάλῃ κανεὶς κανένα
ἐμπόδιον. |
31
Καὶ ἐκήρυσσεν εἰς αὐτοὺς τὴν
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν κατέστησε
κληρονομίαν τῶν πιστευόντων ὁ Μεσσίας Ἰησοῦς,
καὶ ἐδίδασκεν εἰς τούτους τὰς ἀναφερομένας
εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
ἀληθείας. Ἐκήρυσσε δὲ καὶ ἐδίδασκε
ταῦτα μὲ ἄφοβον παρρησίαν καὶ θάρρος
καὶ χωρὶς νὰ τοῦ παρεμβάλλεται ἔξωθεν
κανὲν ἐμπόδιον. |