Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ως
πότε, Κύριε, ἐπιλήσῃ μου εἰς
τέλος; Ἕως πότε ἀποστρέψεις
τὸ πρόσωπόν σου ἀπ' ἐμοῦ;
|
ως
πότε, Κύριε, θὰ μὲ λησμονῇς
ἐντελῶς; Ἕως πότε θὰ ἀποστρέφῃς,
σὰ νὰ ἀδιαφορῇς διὰ τὴν
θλῖψιν μου, τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ
ἐμέ; |
ως
πότε, Κύριε, θὰ μὲ ἔχῃς λησμονημένον
ἐντελῶς; Ἕως πότε θὰ ἀποστρέφῃς
τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ ἐμέ, σὰν
νὰ μὴ σ' ἐνδιαφέρῃ καθόλου ἡ
δυστυχία μου; |
3
Ἕως τίνος θήσομαι βουλὰς ἐν
ψυχῇ μου, ὀδύνας ἐν καρδίᾳ
μου ἡμέρας καὶ νυκτός; ῞Εως
πότε ὑψωθήσεται ὁ ἐχθρός
μου ἐπ' ἐμέ; |
3
Ἕως πότε, Κύριε, θὰ καταρτίζω
μέσα μου σχέδια λυτρώσεώς μου ἀπὸ
τοὺς ἐχθρούς μου, καὶ ὅμως θὰ
δοκιμάζῃ ἡμέραν καὶ νύκτα
ἡ καρδία μου ὀδύνας, διότι θὰ
βλέπῃ αὐτὰ νὰ ναυαγοῦν,
ὥστε νὰ μένω ἔτσι ἐκτεθειμένος
εἰς κινδύνους; Ἕως πότε θὰ ὑψώνεται
ἀπειλητικὸς καὶ θὰ θριαμβεύῃ
ἐναντίον μου ὁ ἐχθρός;
|
3
Ἕως πότε θὰ συλλαμβάνω σχέδια καὶ ἀποφάσεις
εἰς τὴν ψυχήν μου καὶ θὰ δοκιμάζῃ
ἡ καρδία μου θλίψεις καὶ ὀδύνας ἀναζητοῦσα
νυχθημερὸν τρόπον σωτηρίας καὶ μέσον ἀσφαλείας
ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ τὰς περιπετείας
μου; Ἕως πότε ὁ ἐχθρός μου θὰ ὑψώνεται
ἰσχυρότερος καὶ ἀπειλητικώτερος κατ’ ἐμοῦ
καὶ θὰ κινδυνεύω νὰ ποδοπατηθῶ τεταπεινωμένος
ἀπὸ αὐτόν; |
4
Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριε
ὁ Θεός μου· φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς
μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον,
|
4
Ρῖψε ἕνα βλέμμα συμπαθείας πρὸς
ἐμέ, καὶ ἄκουσε τὴν προσευχήν
μου Κύριε, ὁ Θεός μου. Ἀναζωογόνησε
τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, τὸ
ὁποῖον ἀπὸ τὸ βάρος τῶν
μεγάλων καὶ πολυαρίθμων θλίψεων πρόκειται
νὰ σβήσῃ. Μὴ ἐπιτρέψῃς
νὰ κλείσουν ὁριστικῶς τὰ μάτια
μου καὶ κοιμηθῶ τὸν ὕπνον τοῦ
θανάτου· |
4
Ρῖψε τὸ βλέμμα σου πατρικὸν καὶ συμπαθὲς
ἐπ’ ἐμέ, καὶ εἰσάκουσον τὴν
προσευχήν μου, Κύριε, ποὺ εἶσαι ὁ μόνος
Θεός μου. Φώτισε τὰ μάτια μου τὰ βυθισμένα εἰς
σκότος θλίψεων καὶ συμφορῶν, ἐξ αἰτίας
τοῦ ὁποίου κινδυνεύω νὰ καταληφθῶ
ἀπὸ τὸν θανατηφόρον ὕπνον τῆς
ἀπογνώσεως καὶ ἁμαρτίας.
|
5
μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου·
ἴσχυσα πρὸς αὐτὸν οἱ θλίβοντές
με ἀγαλλιάσονται, ἐὰν σαλευθῶ
|
5
διὰ νὰ μὴ εἴπῃ μὲ πολλὴν
χαιρεκακίαν ὁ ἐχθρός μου· <ὑπερίσχυσα
ἐναντίον του καὶ τὸν ἐνίκησα>.
Οἱ ἐχθροί μου, ποὺ μὲ θλίβουν,
θὰ χαροῦν πάρα πολύ, ἐὰν
κλονισθῶ καὶ πέσω.
|
5
Δός μου φωτισμὸν καὶ θάρρος ἐλπίδος, διὰ
νὰ μὴ εἴπῃ μεγαλαυχῶν καὶ
ἐπαιρόμενος ὁ ἐχθρός μου· τὸν
κατενίκησα καὶ ὑπερίσχυσα αὐτοῦ. Αὐτοί,
ποὺ τώρα μὲ θλίβουν, θὰ σκιρτήσουν ἀπὸ
ἀγαλλίασιν, ἐὰν κλονισθῶ καὶ
ἀνατραπῶ. |
6
Ἐγὼ δὲ ἐπὶ τῷ ἐλέει
σου ἤλπισα, ἀγαλλιάσεται ἡ καρδία
μου ἐπὶ τῷ σωτηρίω σου· ᾄσῳ
τῷ Κυρίῳ τῷ εὐεργετήσαντί
με καὶ ψαλῶ τῷ ὀνόματι Κυρίου
τοῦ Ὑψίστου. |
6
Ἐγὼ ὅμως ἔχω στηρίξει τὴν
ἐλπίδα μου εἰς σέ. Ἡ καρδία
μου θὰ αἰσθανθῇ ἀπερίγραπτον
χαράν, ὅταν σὺ εὐδοκήσῃς
καὶ μοῦ στείλῃς τὴν ποθητὴν
σωτηρίαν. Τότε ἐγὼ θὰ τραγουδῶ
ὕμνους εὐχαριστίας πρὸς σὲ τὸν
εὐεργέτην καὶ Κύριόν μου, καὶ
θὰ συνθέσω ὕμνους δοξολογίας εἰς
δόξαν τοῦ ὀνόματος Κυρίου τοῦ
Ὑψίστου. |
6
Ἐγὼ ὅμως ἔχω στηριγμένην τὴν
ἐλπίδα μου εἰς τὸ ἔλεός σου. Καὶ
ἂν αὐτοὶ χαίρουν τώρα, διότι περιμένουν
τὴν πτῶσιν μου, ἔχω ἀκλόνητον πεποίθηση
καὶ ἐγώ, ὅτι ἡ καρδία μου θὰ
γεμίσῃ ἀγαλλίασιν, διότι σὺ θὰ
μὲ σώσῃς. Ἄσματα εὐγνωμοσύνης θὰ
τονίσω εἰς τὸν Κύριον, ποὺ μὲ εὐηργέτησε,
καὶ ὕμνους δοξολογίας θὰ ψάλω εἰς
τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Ὑψίστου.
|