Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
Θεὸς
ὁ Θεός μου, πρόσχες μοι· ἱνατὶ
ἐγκατέλιπές με; Μακράν.
Ἀπὸ τῆς σωτηρίας μου οἱ λόγοι
τῶν παραπτωμάτων μου. |
εέ
μου Θεέ μου, δῶσε προσοχὴν εἰς τὸν
πόνον μου. Διατὶ μὲ ἔχεις ἐγκαταλείψει;
Βλέπω, ὅτι ἡ σωτηρία μου εἶναι
πολὺ μακράν. Ἔχω βυθισθῆ εἰς
ἀπύθμενον βάθος ὀδύνης, καὶ
σὺ δὲν ἀκούεις τὰς θρηνώδεις
κραυγὰς τῆς προσευχῆς μου. |
εέ
μου, Θεέ μου, δῶσε προσοχὴν εἰς ἐμέ·
διατὶ μὲ ἐγκατέλιπες καὶ μὲ
ἐστέρησες τῆς παρηγορίας σου καὶ τῆς
ἐνισχύσεώς σου; Παρέπεσα εἰς λάκκον θλίψεως καὶ
ὀδύνης καὶ οἱ λόγοι καὶ στεναγμοί
μου, τοὺς ὁποίους ἀπὸ τὸ βάθος
τῆς πτώσεώς μου ταύτης ἐκβάλλω, ἀπέχουν
μακρὰν ἀπὸ τὴν σωτηρίαν μου, καὶ
σὺ ὁ σώζων Θεὸς δὲν ἀκούεις
αὐτούς. |
3
Ὁ Θεός μου, κεκράξομαι ἡμέρας,
καὶ οὐκ εἰσακούσῃ, καὶ
νυκτός, καὶ οὐκ εἰς ἄνοιαν ἐμοί.
|
3
Θεέ μου, φωνάζω πρὸς σὲ ὅλην
τὴν ἡμέραν, χωρὶς ὅμως καὶ
νὰ εἰσακούωμαι. Κράζω ὅλην τὴν
νύκτα, χωρίς ποτὲ ἀπὸ κανένα
νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς παραλογισμὸς καὶ
ἀνοησία ἡ ἐναγώνιος αὐτὴ
προσευχή μου. |
3
Ὦ Θεέ μου, θὰ φωνάζω εἰς σὲ καθ’ ὅλην
τὴν ἡμέραν καὶ δὲν θὰ μὲ
εἰσακούῃς· θὰ φωνάζω καὶ κατὰ
τὴν νύκτα καὶ κανεὶς ἐχέφρων δὲν
θὰ μοῦ καταλογίσῃ ἀνοησίαν δι' αὐτό.
|
4
Σὺ δὲ ἐν ἁγίῳ κατοικεῖς,
ὁ ἔπαινος τοῦ Ἰσραήλ.
|
4
Καὶ ὅμως αἰσθάνομαι ὅτι σὺ
εἶσαι κοντά μου, διότι κατοικεῖς εἰς
τὸν ἱερὸν τόπον τῆς σκηνῆς
σου, εἰς τὴν Σιών. Σὺ εἶσαι
ἡ δόξα καὶ τὸ καύχημα τοῦ
λαοῦ σου τοῦ ἰσραηλιτικοῦ.
|
4
Καὶ ὅμως σὺ δὲν εἶσαι μακράν,
κατοικεῖς εἰς τὰ ἅγια καὶ ἄδυτα
τοῦ ναοῦ σου, ἐντὸς τοῦ ὁποίου
σὲ ἐπαινεῖ καὶ σὲ ἀνυμνεῖ
ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ.
|
5
Ἐπὶ σοὶ ἤλπισαν οἱ πατέρες
ἡμῶν, ἤλπισαν, καὶ ἐρρύσω
αὐτούς· |
5
Εἰς σὲ εἶχαν στηρίξει τὰς ἐλπίδας
των οἱ πρόγονοί μας. Εἰς σὲ
ἤλπισαν καὶ σύ, ἀνταμείβων τὴν
πίστιν των, τοὺς ἀπήλλαξες ἀπὸ
τοὺς κινδύνους.
|
5
Εἰς σὲ ἐστήριξαν τὰς ἐλπίδας
των οἱ πατέρες μας· ἤλπισαν εἰς σὲ
καὶ τοὺς ἐγλύτωσες ἀπὸ
τόσους κινδύνους. |
6
πρὸς σε ἐκέκραξαν καὶ ἐσώθησαν,
ἐπὶ σοὶ ἤλπισον καὶ οὐ
κατῃσχύνθησαν. |
6
Πρὸς σὲ ἔκραξαν ἐκεῖνοι μὲ
ὅλην των τὴν δύναμιν καὶ ἐσώθησαν
ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ τοὺς κινδύνους,
ποὺ τοὺς ἀπειλοῦσαν. Εἰς σὲ
ἐστήριξαν τὰς ἐλπίδας των καὶ
δὲν ἐντροπιάσθησαν δι' αὐτό,
ἀλλὰ ἐδικαιώθησαν.
|
6
Πρὸς σὲ εἰς τὰς θλίψεις καὶ
ἀνάγκας των ἐφώναξαν μετὰ κραυγῆς
ἰσχυρᾶς ζητοῦντες τὴν βοήθειάν σου
καὶ δι’ αὐτῆς ἐσώθησαν· ναί,
εἰς σὲ ἤλπισαν καὶ δὲν ἐντροπιάσθησαν
ὡς ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι
ἐπὶ σαθρᾶς στηρίζονται βάσεως.
|
7
Ἐγὼ δέ εἰμι σκώληξ καὶ
οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων
καὶ ἐξουθένημα λαοῦ. |
7
Ἐγὼ ὅμως εἶμαι ἄθλιος ὡσὰν
ἔνας σκώληξ, δὲν εἶμαι κἂν ἄνθρωπος.
Ἔγινα χλευασμὸς καὶ περίγελως τῶν
ἀνθρώπων. Σὰν μιὰ τιποτένια
ὕπαρξις θεωροῦμαι ἀπὸ τὸν λαόν.
|
7
Ἀντιθέτως ὅμως πρὸς τὴν τόσην βοήθειαν
καὶ προστασίαν, τὴν ὁποίαν ἀπήλαυσαν
οἱ πρόγονοί μας, ἐγώ, ὁ ἐλπίζων
ὡς ἐκεῖνοι εἰς σέ, κατήντησα εἰς
ἐσχάτην ἀθλιότητα. Δὲν εἶμαι πλέον
ἄνθρωπος, ἀλλὰ περιφρονημένος καὶ
σιχαμερὸς σκώληξ, ποὺ κινδυνεύω νὰ καταπατηθῶ
καὶ συνθλίβω ἀπὸ τὸν πρῶτον
τυχόντα κατήντησα ὁ περίγελως καὶ ὁ
χλευασμὸς τῶν ἀνθρώπων καὶ ὡς
τιποτένιαν ὕπαρξιν λαὸς ὁλόκληρος μὲ
ἐξουθενεῖ. |
8
Πάντες οἱ θεωροῦντές μὲ ἐξεμυκτήρισάν
με, ἐλάλησαν ἐν χείλεσιν, ἐκίνησαν
κεφαλήν· |
8
Ὅλοι ὅσοι μὲ βλέπουν μὲ ἐμπαίζουν
καὶ μὲ σαρκάζουν· μὲ ὑβρίζουν
καὶ μὲ βλασφημοῦν, κινοῦν εἰρωνικῶς
καὶ ἀπειλητικῶς τὴν κεφαλήν
των λέγοντες·
|
8
Ὅλοι ὅσοι μὲ βλέπουν, μὲ περιψρονοῦν
καὶ μὲ περιγελοῦν, λέγουν ὑβριστικοὺς
καὶ βλασφήμους κατ’ ἐμοῦ λόγους
μὲ τὰ χείλη των, κινοῦν τὴν κεφαλήν
των κακεντρεχῶς καὶ μὲ πικρὰν εἰρωνείαν.
|
9
ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον, ρυσάσθω
αὐτὸν σωσάτω αὐτόν, ὅτι
θέλει αὐτόν. |
9
<ἰσχυρίζεται ὅτι ἔχει στηρίξει
τὰς ἐλπίδας του εἰς τὸν Κύριον.
Ἂν αὐτὸ εἶναι ἀληθινόν,
ἂς τὸν σώσῃ ὁ Θεὸς ἀπὸ
τὸν θάνατον. Ἂς τὸν σώσῃ,
διότι αὐτὸς ἰσχυρίζετο, ὅτι
ὁ Κύριος τὸν θέλει, ὅτι ὁ
Κύριος τὸν ἀγαπᾷ ἰδιαιτέρως>.
|
9
Λέγουν· ἐστήριξε τὴν ἐλπίδα του
καὶ τὴν πεποίθησίν του εἰς τὸν Κύριον·
ἂς τὸν γλυτώσῃ λοιπὸν τώρα ἀπὸ
τὸν ἀτιμωτικὸν θάνατόν του. Ἂς ἔλθῃ
νὰ τὸν σώσῃ Ἐκεῖνος, διότι μᾶς
ἔλεγεν, ὅτι ὁ Κύριος τὸν ἤθελε
καὶ τὸν ἠγάπα ὡς ἰδικόν του.
|
10
Ὅτι σὺ εἶ ὁ ἐκσπάσας με
ἐκ γαστρός, ἡ ἐλπίς μου ἀπὸ
μαστῶν τῆς μητρός μου· |
10
Καὶ ὅμως ἐγὼ αἰσθάνομαι
καὶ ἔχω τὴν βεβαιότητα ὅτι ἀγαπῶμαι
ἀπὸ σέ, διότι σὺ εἶσαι
ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μὲ ἀνέσπασες
ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός
μου καὶ μὲ ἔφερες εἰς τὸν κόσμον.
Σὺ εἶσαι ἡ ἐλπίς μου ἀπὸ
αὐτῆς ἀκόμα τῆς βρεφικῆς
μου ἡλικίας, ὅταν ἐθήλαζα
τὸ γάλα τῆς
μητρός μου. |
10
Ἀλλ’ ὅσα καὶ ἂν λέγουν αὐτοί,
ἐγὼ εἶμαι πράγματι καὶ ἀληθείᾳ
ἰδικός σου. Διότι σὺ εἶσαι ἐκεῖνος,
ποὺ μὲ ἔβγαλες ἀπὸ τὴν
κοιλίαν τῆς μητρός μου καὶ ᾠκονόμησας τὴν
ὑπερφυσικὴν γέννησίν μου·
Σὺ εἶσαι ἡ ἐλπίς μου ἀπὸ
τῆς στιγμῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν
νήπιον ἀκόμη ἐθήλαζα τὸ γάλα
τῆς μητρός μου. |
11
ἐπὶ σὲ ἐπερρίφην
ἐκ μήτρας, ἐκ
κοιλίας μητρός μου Θεός μου εἶ σύ·
|
11
Καὶ ἔμβρυον, ὅταν ἀκόμη
εὑρισκόμην εἰς τὴν κοιλίαν
τῆς μητρός μου, εἰς σὲ εἶχα
ἐπιρριφθῆ μὲ
πίστιν. Ναί, Κύριε, ἀπὸ τῆς
ἐποχῆς, ποὺ ἤμουν εἰς τὴν
κοιλίαν τῆς μητρός μου, σὺ εἶσαι
ὁ Θεός μου καὶ σωτήρ μου. |
11
Ὅταν ἀκόμη ἤμην ἔμβρυον, εἰς
σὲ καὶ εἰς τὴν προστασίαν τῆς
προνοίας σου εἶχον ἐπιρριφθῆ, ἀφ’
ὅτου ἤμην εἰς τὴν κοιλίαν τῆς
μητρός μου, σὺ εἶσαι ὁ προστάτης Θεός μου,
ἀπὸ τοῦ ὁποίου ποτὲ δὲν
ἐχωρίσθην. |
12
μὴ ἀποστῇς ἀπ' ἐμοῦ, ὅτι
θλίψις ἐγγύς, ὅτι οὐκ ἔστιν
ὁ βοηθῶν. |
12
Μή, λοιπόν, ἀπομακρυνθῇς καὶ
τώρα ἀπὸ ἐμέ, διότι
εὑρίσκομαι εἰς μεγάλην θλῖψιν
καὶ δὲν ὑπάρχει
κανεὶς νὰ μοῦ δώσῃ βοήθειαν.
|
12
Μὴ ἀπομακρυνθῇς καὶ τώρα ἀπὸ
ἐμέ, ἀλλ’ ἀναδείχθητι καὶ πάλιν βοηθός
μου καὶ προστάτης μου. Διότι
ἡ θλῖψις μὲ ἐπλησίασε καὶ μὲ
συσφίγγει πανταχόθεν· διότι δὲν ἔχω κανένα βοηθὸν
καὶ εἶμαι ἐγκαταλελειμμένος.
|
13
Περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταῦροι
πίονες περιέσχον με· |
13
Οἱ ἐχθροί μου μὲ ἔχουν περικυκλώσει,
ὡσὰν ἄγριοι μόσχοι. Ἀπὸ
παντοῦ μὲ ἔχουν
περισφίγξει σὰν δυνατοὶ μαινόμενοι
ἀσυγκράτητοι ταῦροι.
|
13
Μὲ περιεκύκλωσαν οἱ ἐχθροί μου σὰν
ἀγέλη μόσχων ἀτιθάσων, καὶ μὲ ἔχουν
κλείσει αἰχμάλωτόν των οἱ αἱμοχαρεῖς
καὶ ἄγριοι ἀντίπαλοί μου σὰν
ταῦροι θρεμμένοι καὶ ἀσυγκράτητοι.
|
14
ἤνοιξαν ἐπ' ἐμὲ τὸ στόμα
αὐτῶν ὡς λέων ἁρπάζων
καὶ ὠρυόμενος. |
14
Ἤνοιξαν ἐναντίον μου διάπλατα φοβερὸν
τὸ στόμα των σὰν ἄγρια ληοντάρια,
τὰ ὁποῖα ὠρυόμενα ἁρπάζουν
μὲ μανίαν τὸ
θῦμα των. |
14
Ἤνοιξαν τὰ στόματά των νὰ μὲ
καταβροχθίσουν σὰν λέων πειναλέος, ὁ ὁποῖος
μὲ σφοδρότητα ὁρμᾷ νὰ ἁρπάση
τὴν λείαν του καὶ ἐκβάλλει τὴν τρομακτικὴν
κραυγήν του. |
15
Ὡσεὶ ὕδωρ ἐξεχύθην, καὶ
διεσκορπίσθη πάνα τὰ ὀστᾶ μου,
ἐγενήθη ἡ καρδία μου ὡσεὶ
κηρὸς τηκόμενος ἐν μέσῳ τῆς
κοιλίας μου· |
15
Ἀπὸ τοὺς
τρομεροὺς καὶ ἀβάστακτους πόνους
παρέλυσα. Ἔγινα σὰν τὸ νερό,
ποὺ χύνεται ἀσκόπως κατὰ γῆς.
Σὰν νὰ ἐξεκλειδώθησαν
αἱ ἀρθρώσεις μου, σὰν νὰ
διεσκορπίσθησαν τὰ ὀστᾶ μου. Ἡ
καρδία μου μέσα εἰς τὸ στῆθος
μου εἶναι ὡσὰν κερί, τὸ ὁποῖον
λυώνει ἀπὸ τὴν φωτιάν.
|
15
Οἱ πόνοι παρέλυσαν τὰς σάρκας μου καὶ κινδυνεύουν
αὗται νὰ διαλυθοῦν καὶ νὰ χυθοῦν
εἰς τὸ χῶμα σὰν τὸ νερό. Τὰ
κόκκαλά μου ἔφυγαν ἀπὸ τὰς ἀρθρώσεις
των καὶ κινδυνεύουν ὅλα νὰ διασκορπισθοῦν·
ἡ καρδία μου ἀπὸ τὴν ἀγωνιώδη
φλόγα τῆς θλίψεως καὶ τῆς ὀδύνης ἔγινε
σὰν κηρὸς ποὺ λειώνει ἐν τῷ
μέσῳ τοῦ στήθους καὶ τῶν ἐντοσθίων
μου. |
16
ἐξηράνθη ὡσεὶ ὄστρακον ἡ
ἰσχύς μου, καὶ ἡ γλῶσσά
μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου, καὶ
εἰς χοῦν θανάτου κατήγαγές με.
|
16
Σὰν πήλινο σκεῦος, τὸ ὁποῖον
χωρὶς νερὸ ξηραίνεται εἰς τὸν
φλογερὸν ἥλιον, ἔτσι ἐξηράνθη
καὶ ἐξέλιπεν ἡ
δύναμίς μου.
Ἡ γλῶσσα μου ἀπὸ
τὴν δίψαν, ποὺ μὲ κατακαίει
καὶ τὴν ἀγωνίαν, ἐκόλλησεν
εἰς τὸν λάρυγγά μου. Καὶ σύ,
Κύριε, φαίνεται σὰν νὰ μὲ
ἄφησες, νὰ φθάσω
εἰς τὸ χῶμα τοῦ βαθέος τάφου.
|
16
Σὰν σκεῦος πήλινον καὶ χωρὶς νερό,
ποὺ τὸ κατακαίει φλογερὸς ἥλιος, οὕτως
ἐξηράνθη καὶ ἐξέλιπεν ἡ δύναμίς μου,
καὶ ἡ γλῶσσά μου ἀπὸ τὴν
δίψαν καὶ τὴν ἀγωνίαν ἐκόλλησεν
εἰς τὸν λάρυγγά μου. Καὶ σύ, ποὺ κυβερνᾷς
τὰ πάντα καὶ χωρὶς τὸ θέλημά σου δὲν
γίνεται τίποτε, ἐπέτρεψες νὰ καταπέσω εἰς
τὸ χῶμα τοῦ τάφου καὶ τοῦ θανάτου,
ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς πρόκειται νὰ
μὲ καταλάβῃ. |
17
Ὅτι ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί,
συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με, ὤρυξαν
χεῖράς μου καὶ πόδας.
|
17
Διότι ἰδού, οἱ ἐχθροί
μου σὰν ἀγέλη ἀγρίων κυνῶν
μὲ ἔχουν περικυκλώσει. Ὁ συρφετὸς
αὐτὸς τῶν κακούργων ἀνθρώπων
σὰν μὲ φοβερὰ καρφιὰ
ἔχουν διατρυπήσει τὰ
χέρια μου καὶ τὰ πόδια μου.
|
17
Διότι μὲ περιεκύκλωσαν ἐχθροὶ πολλοὶ
λυσσασμένοι σὰν σκύλοι, μὲ περιτριγύρισαν σύναξις
ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν ὡς κύριον ἔργον
των τὸ πονηρὸν καὶ κακόν. Μὲ τὰ
τρυπήματα τῶν καρφιῶν ἔσκαψαν καὶ
ἤνοιξαν πληγὰς εἰς τὰς χεῖρας
μου καὶ τοὺς πόδας μου. |
18
Ἐξηρίθμησαν πάντα τὰ ὀστᾶ
μου, αὐτοὶ δὲ κατενόησαν καὶ
ἐπεῖδόν με.
|
18
Ἀπὸ τὴν ἐξάντλησιν καὶ
τὴν ἀδυναμίαν, εἰς τὴν ὁποίαν
ἔχω καταντήσει, ὑμποροῦν ὅλοι
νὰ διακρίνουν καὶ νὰ μετροῦν
τὰ ὀστᾶ τοῦ σώματός μου.
Οἱ ἐχθροί μου μὲ
χαιρεκακίαν πολλὴν
κατέστησαν τὸν πόνον μου καὶ
τὸν σπαραγμόν μου.
|
18
καθὼς μὲ ἔβλεπον τεντωμένον ἐπὶ
τοῦ ξύλου μὲ τὴν σάρκα διαφανῆ καὶ
ἰσχνὴν ἀπὸ τὰς πληγὰς
καὶ μαστιγώσεις καὶ μὲ τὰ μέλη κινδυνεύοντα
νὰ ἐξαρθρωθοῦν, διέκριναν χωρισμένα ἀπ’
ἀλλήλων καὶ ἐμέτρησαν ὅλα τὰ
ὀστᾳ μου· καὶ ἐνῷ ἐγὼ
ἐπόνουν καὶ ὠδυνώμην, αὐτοὶ
διέκριναν καλὰ τοῦτο καὶ ηὐχαρίστουν
τὴν δρᾶσιν των μὲ τοὺς σπαραγμοὺς
καὶ τοὺς τιναγμοὺς τοῦ σώματός μου.
|
19
Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς
καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν
μου ἔβαλον κλῆρον. |
19
Ἐμοιράσθησαν μεταξύ των τὰ ἐνδύματά
μου καὶ διὰ τὸ ἀκριβώτερον ἔνδυμά
μου - τὸν ἄρραφον χιτῶνα- ἔβαλαν κλῆρον,
ποιὸς θὰ τὸ
πάρῃ. |
19
Ἐμοίρασαν μεταξύ των τὰ ἐνδύματά
μου καὶ διὰ τὸ κυριώτερον καὶ ἀκριβώτερον
ροῦχόν μου ἔρριψαν κλῆρον, ἵνα δι'
αὐτοῦ κριθῇ ποῖος θὰ τὸ
πάρῃ. |
20
Σὺ δέ, Κύριε, μὴ μακρύνης τὴν
βοήθειάν μου, εἰς τὴν ἀντίληψίν
μου πρόσχες. |
20
Σὺ ὅμως, Κύριε, μὴ
βραδύνης νὰ μὲ βοηθήσῃς.
Μὴ ἀναβάλλῃς ἀλλὰ ἔλα
εἰς τὴν βοήθειάν μου.
|
20
Σὺ ὅμως, Κύριε, μὴ ἀναβάλλῃς
καὶ μὴ ἀπομακρύνῃς τὴν βοήθειαν,
τὴν ὁποίαν περιμένω νὰ μοῦ παράσχῃς.
Σπεῦσον εἰς ἐνίσχυσιν καὶ προστασίαν
μου. |
21
Ρῦσαι ἀπὸ ρομφαίας τὴν ψυχήν
μου, καὶ ἐκ χειρὸς κυνὸς τὴν
μονογενῆ μου· |
21
Γλύτωσε, Κύριε, τὴν ζωήν μου ἀπὸ
τὴν ρομφαίαν, τὴν ὁποίαν μὲ
μανίαν ὑψώνουν καὶ ἑτοιμάζονται
νὰ καταφέρουν ἐναντίον μου οἱ
ἐχθροί μου. Τὴν μονάκριβον καὶ
πολύτιμον ψυχήν μου γλύτωσέ την, Κύριε,
ἀπὸ τὴν μανίαν τοῦ λαοῦ,
ὁ ὁποῖος ὡσὰν λυσσασμένος
σκύλος ὁρμᾷ ἐναντίον μου.
|
21
Γλύτωσε ἀπὸ τὴν κινουμένην κατ' ἐμοῦ
σπάθην τὴν ζωήν μου καὶ ἀπὸ τὴν
βιαίαν ἐπίθεσιν τοῦ λυσσῶντος ὡς κύων
λαοῦ τὴν μονάκριβον καὶ πολύτιμον ψυχήν
μου. |
22
σῶσον με ἐκ στόματος λέοντος καὶ
ἀπὸ κεράτων μονοκερώτων τὴν
ταπείνωσίν μου. |
22
Σῶσε με ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς
μου, οἱ ὁποῖοι σὰν ληοντάρι
πεινασμένο ἀνοίγουν ἄγριον τὸ
στόμα των, διὰ νὰ μὲ καταβροχθίσουν.
Ἐμέ, ποὺ ἔχω βυθισθῆ εἰς
τόσην ταπείνωσιν καὶ ἐξουδένωσιν,
γλύτωσέ με ἀπὸ τοὺς ἐπιτιθεμένους
ἐναντίον μου μὲ μανίαν ζώου
μονοκέρωτος. |
22
Σῶσον με ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου,
οἵτινες ὡς λέων πειναλέος ἀνοίγουν τὸ
στόμα των, ὅπως μὲ καταβροχθίσουν. Γλύτωσέ
με τὸν τεταπεινωμένον ἀπὸ τοὺς ἐπιτιθεμένους
κατ’ ἐμοῦ μὲ μανίαν ζώου ἔχοντος ἑν
μόνον κέρας καὶ εἰς αὐτὸ συγκεντροῦντος
τὴν φοβερὰν δύναμίν του. |
23
Διηγήσομαι τὸ ὄνομά σου τοῖς
ἀδελφοῖς μου, ἐν μέσῳ ἐκκλησίας
ὑμνήσω σε. |
23
Ἐάν, Κύριε, μὲ σώσῃς,
καὶ πιστεύω ἀπολύτως ὅτι θὰ
μὲ σώσῃς, θὰ διηγοῦμαι τὰ
μεγαλεῖα σου εἰς τοὺς ἀδελφούς
μου τοὺς Ἰσραηλίτας. Ἐν μέσῳ
συναθροίσεως λαοῦ πολλοῦ θὰ σε δοξολογῶ.
|
23
Ἀλλ’ εὐλογημένος καὶ δοξασμένος νὰ
εἶσαι, ὦ Θεέ μου. Διότι ἡ μόνωσις καὶ
ἡ ἐγκατάλειψίς μου αὐτὴ δὲν
θὰ διαρκέσῃ ἐπὶ πολύ. Λυτρούμενος
θαυμαστῶς ὑπὸ τῆς δεξιᾶς σου,
θὰ καταστήσω γνωστὸν τὸ ὄνομά σου
εἰς τὰ πλήθη τῶν ἀδελφῶν μου,
ἐν μέσῳ συνάξεως μεγάλης θὰ σὲ ὑμνήσω.
|
24
Οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον, αἰνέσατε
αὐτόν, ἅπαν τὸ σπέρμα Ἰακώβ,
δοξάσατε αὐτόν, φοβηθήτωσαν αὐτὸν
ἅπαν τὸ σπέρμα Ἰσραήλ,
|
24
Σεῖς, ποὺ φοβεῖσθε τὸν Κύριον,
δοξάσατέ τον. Ὅλοι οἱ ἀπόγονοι
τοῦ Ἰσραὴλ ὑμνολογήσατέ
τον. Λατρεύσατέ τον μὲ φόβον ὅλοι
οἱ Ἰσραηλῖται,
|
24
Ὅσοι φοβεῖσθε τὸν Κύριον, αἰνέσατε
καὶ ὑμνήσατε αὐτόν, ὅλοι οἱ
ἀποτελοῦντες τοὺς ἀληθινοὺς
καὶ πνευματικοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ
δοξάσατέ τον· μὲ εὐλάβειαν βαθεῖαν
καὶ μὲ ἔμφοβον σεβασμὸν προσκυνήσατέ
τον ὅλος ὁ νέος Ἰσραὴλ τῆς χάριτος.
|
25
ὅτι οὐκ ἐξουδένωσεν οὐδὲ
προσώχθισε τῇ δεήσει τοῦ πτωχοῦ,
οὐδὲ ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον
αὐτοῦ ἀπ' ἐμοῦ καὶ ἐν
τῷ κεκραγέναι με πρὸς αὐτὸν
εἱσήκουσέ μου. |
25
διότι ὁ Κύριος δὲν κατεφρόνησε
καὶ δὲν παρέβλεψε μὲ δυσφορίαν
ὡς ἐνοχλητικὴν τὴν δέησιν ἐμοῦ
τοῦ πτωχοῦ καὶ ἐξευτελισμένου
οὔτε καὶ ἐγύρισεν ἀλλοῦ
τὸ πρόσωπόν του, ἀλλὰ ὅταν
μὲ πίστιν ἔκραξα πρὸς αὐτόν,
ἤκουσε καὶ ἐδέχθη τὴν προσευχήν
μου. |
25
Διότι δὲν ἀφῆκε νὰ ἐκμηδενισθῆ
ὁ ἐλπίζων καὶ ἔχων ἐστραμμένα
τὰ βλέμματά του εἰς αὐτὸν πτωχός,
οὔτε ἐβαρύνθη ὡς ἐνοχλητικὴν
τὴν δέησίν του, οὔτε ἔστρεψε μὲ ἀδιαφορίαν
τὸ πρόσωπόν του ἀπὸ ἐμὲ διὰ
νὰ μὴ μὲ βλέπῃ. Καὶ ὅταν
ἐν μέσῳ τῆς θλίψεώς μου ἐφώναξα
πρὸς αὐτὸν ζητῶν τὴν βοήθειάν
του, μὲ εἰσήκουσε. |
26
Παρὰ σοῦ ὁ ἔπαινός μου ἐν
ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ, τὰς εὐχάς
μου ἀποδώσω ἐνώπιον τῶν φοβουμένων
αὐτόν. |
26
Λυτρωμένος μὲ τὴν δύναμίν σου,
Κύριε, καὶ ἀσφαλής, ἀπὸ
σὲ θὰ πάρω τὴν ἔμπνευσιν, διὰ
νὰ σὲ ὑμνολογήσω ἀνάμεσα
εἰς πολὺν λαόν. Τὰ τάματα, ποὺ
ἔχω κάμει ὅταν σὲ ἐπεκαλούμην
νὰ μὲ σώσῃς, θὰ τὰ ἐκπληρώσω
σὰν ἱερὰν ὑποχρέωσιν ἐνώπιον
ὅλων ἐκείνων, ποὺ σέβονται τὸ
Ὄνομά σου.
|
26
Ἀπὸ σὲ θὰ μοῦ δοθῇ καὶ
τὸ θέμα καὶ ἡ ἱκανότης καὶ πᾶσα
ἡ ἔμπνευσις νὰ σὲ ἐπαινέσω καὶ
νὰ σὲ ὑμνήσω ἀξίως τοῦ
μεγαλείου σου, ἐν μέσῳ συνάξεως πολυπληθοῦς
θὰ σὲ δοξολογήσω διακηρύττων τὴν θαυμαστὴν
ἐπέμβασίν σου. Τὰς ὑποσχέσεις καὶ
τὰ ταξίματα, ποὺ σοῦ ἔκαμα, ὅταν
σὲ ἐπεκαλούμην νὰ μὲ σώσῃς,
θὰ τὰς ἐκπληρώσω ὡς ἱερὰν
ὀφειλὴν ἐνώπιον τῶν φοβουμένων τὸ
ὄνομά σου. |
27
Φάγονται πένητας καὶ ἐμπλησθήσονται,
καὶ αἰνέσουσι Κύριον οἱ ἐκζητοῦντες
αὐτόν· ζήσονται αἱ καρδίαι
αὐτῶν εἰς αἰῶνα αἰῶνος.
|
27
Πλουσίαν θυσίαν εὐγνωμοσύνης, ὑλικὴν
καὶ πνευματικήν, θὰ προσφέρω πρὸς
σὲ διὰ τὴν σωτηρίαν, ποὺ μοῦ
ἔδωσες. Ἀπὸ αὐτὴν θὰ φάγουν
οἱ πτωχοὶ καὶ θὰ χορτάσουν ὑλικῶς
καὶ πνευματικῶς καὶ θὰ δοξολογήσουν
τὸν Κύριον ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ
μὲ προσευχὴν καὶ πίστιν τὸν
ἐπιζητοῦν. Μὲ τὴν ἱερὰν
αὐτὴν τροφὴν τῆς θυσίας μου
θὰ ζήσουν αἱ ψυχαί των εἰς αἰῶνας
αἰώνων. |
27
Εὐχαριστήριον θυσίαν διασώσεως θὰ σοῦ προσφέρω,
θυσίαν εὐάρεστον εἰς σὲ καὶ ἐξ
αὐτῆς θὰ φάγουν οἱ πτωχοὶ ποὺ
ἔχουν σὲ μόνην τῶν ἐλπίδα καὶ
θὰ χορτασθοῦν, καὶ θὰ ἀναπέμψουν
ὕμνον πρὸς τὸν Κύριον ὅσοι τὸν
ποθοῦν καὶ ζητοῦν νὰ ἐνωθοῦν
μετ’ αὐτοῦ. Διὰ τῆς βρώσεως αὐτῆς
θὰ ζήσουν αἱ ψυχαί των αἰωνίως.
|
28
Μνησθήσονται καὶ ἐπιστραφήσονται πρὸς
Κύριον πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς
καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον αὐτοῦ
πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν,
|
28
Καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ εἰδωλολατρικὰ
ἔθνη θὰ ἐνθυμηθοῦν τὸν Κύριον.
Ὅλοι οἱ εἰς τὰ πέρατα τῆς
γῆς κατοικοῦντες λαοὶ θὰ πέσουν
ἐνώπιόν του καὶ θὰ προσκυνήσουν
αὐτὸν ὅλαι αἱ φυλαὶ τῆς
γῆς.
|
28
Θὰ ἐνθυμηθοῦν τὸν Κύριον καὶ
τὰ λησμονήσαντα αὐτὸν ἔθνη, καὶ
θὰ ἐπιστραφοῦν ἀπὸ τοὺς
ψευδοθεούς, ποὺ λατρεύουν, πρὸς τὸν ἀληθινὸν
Κύριον ὅλοι οἰ κατοικοῦντες τὴν γῆν,
μὴ ἐξαιρουμένων μηδὲ τῶν εἰς
τὰς ἐσχατιὰς αὐτῆς διαμενόντων
βαρβάρων. Καὶ θὰ προσκυνήσουν ἐνώπιον αὐτοῦ
ὅλαι αἱ φυλαὶ καὶ οἰκογένειαι
τῶν ἐθνῶν. |
29
ὅτι τοῦ Κυρίου ἡ βασιλεία, καὶ
αὐτὸς δεσπόζει τῶν ἐθνῶν.
|
29
Διότι εἰς τὸν Κύριον ἀνήκει
δικαιωματικῶς καὶ ἀπολύτως ἡ
βασιλεία ἐπὶ πάντων καὶ αὐτὸς
εἶναι ὁ μόνος, ποὺ δικαιοῦται
νὰ δεσπόζῃ καὶ δεσπόζει ἐπάνω
εἰς ὅλα τὰ ἔθνη.
|
29
Διότι πράγματι ἡ βασιλεία ἐπὶ τῶν
ἐθνῶν δὲν ἀνήκει εἰς τοὺς
μονάρχας καὶ δυνάστας, οἵτινες φαίνονται ἤδη
ὅτι κατέχουν αὐτήν, ἀλλ’ εἰς τὸν
Κύριον, καὶ μόνος αὐτὸς εἶναι ὁ
ὑπέρτατος κυρίαρχος καὶ δεσπότης τῶν ἐθνῶν.
|
30
Ἔφαγον καὶ προσεκύνησαν πάντες οἱ
πίονες τῆς γῆς, ἐνώπιον αὐτοῦ
προπεσοῦνται πάντες οἱ καταβαίνοντες
εἰς γῆν. Καὶ ἡ ψυχή μου αὐτῷ
ζῇ, |
30
Ἀπὸ τὸ συμπόσιον αὐτὸ
τῆς πνευματικῆς θυσίας θὰ φάγουν
καὶ θὰ προσκυνήσουν τὸν Κύριον
ὅλοι οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ μεγάλοι
τοῦ κόσμου. Ἐνώπιόν του θὰ
πέσουν μὲ σεβασμὸν καὶ θὰ προσκυνήσουν
μὲ εὐγνωμοσύνην καὶ ὅλοι οἱ
ταλαιπωρημένοι θνητοί, ποὺ ἔχουν καταπέσει
μέχρι τοῦ ἐδάφους καὶ καταπατοῦνται
ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς τῆς
γῆς. Ἡ ψυχή μου, ὁλόκληρος ἡ
ὕπαρξίς μου ζῇ καὶ ὑπάρχει
δι' αὐτόν, διὰ νὰ τὸν ὑπηρετῇ
καὶ νὰ τὸν δοξάζῃ.
|
30
Ἔφαγον ἐκ τῆς θυσίας μου καὶ προσεκύνησαν
τὸν Κύριον ὅλοι οἱ παχυνθέντες ἀπὸ
τὴν εὐμάρειαν τοῦ πλούτου καὶ τῆς
εὐφροσύνης ἄρχοντες καὶ ἔνδοξοι τῆς
γῆς. Ἐνώπιον αὐτοὺ θὰ πέσουν
ὑποδεχόμενοι εὐλαβῶς αὐτὸν ὅλοι
οἱ ἄσημοι καὶ κακοτυχισμένοι, ποὺ
ἔχουν καταπέσει μέχρι τοῦ ἐδάφους τῆς
γῆς καὶ καταπατοῦνται ἀπὸ τοὺς
τυράννους των, ἀλλὰ τώρα θὰ εὔρουν
καὶ αὐτοὶ τὴν σωτηρίαν των παρ’ αὐτῷ.
Καὶ ἡ ψυχή μου, ἡ ὕπαρξίς μου ὁλόκληρος
ζῇ καὶ ὑπάρχει δι' αὐτὸν διὰ
νὰ τὸν ὑπηρετῇ καὶ τῷ
εἶναι ἀφωσιωμένη. |
31
καὶ σπέρμα μου δουλεύσει αὐτῷ·
ἀναγγελήσεται τῷ Κυρίῳ γενεὰ
ἡ ἐρχομένη, |
31
Καὶ οἱ ἀπόγονοί μου θὰ
τὸν ὑπηρετήσουν μὲ πίστιν, ἡ
γενεὰ αὐτὴ τῶν εὐσεβῶν
ἀνθρώπων, ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθῃ,
θὰ ἀναγγελθῇ εἰς τὸν ἐν
οὐρανοῖς Κύριον ὡς λαὸς ἰδικός
του. |
31
Καὶ οἱ πνευματικοί μου ἀπόγονοι, ὅσοι
διὰ τῆς πρὸς ἐμὲ πίστεως θὰ
γίνουν τέκνα καὶ ἀδελφοί μου, θὰ ἀναδειχθοῦν
πιστοὶ καὶ ἐν πᾶσιν εὐπειθεῖς
καὶ πρόθυμοι δοῦλοι του. Ἡ γενεὰ αὐτή,
τῆς ὁποίας ἡ ἔλευσις ἐπίκειται
καὶ ἡ ὁποία θὰ ἀναβλαστήσῃ
ἐκ τοῦ παθήματός μου, νὰ ἀναγγελθῇ
εἰς τὸν ἐν οὐρανοῖς Κύριον ὡς
ἀνήκουσα ἐξ ὁλοκλήρου εἰς αὐτόν.
|
32
καὶ ἀναγγελοῦσι τὴν δικαιοσύνην
αὐτοῦ λαῷ τῷ τεχθησομένῳ,
ὃν ἐποίησεν ὁ Κύριος.
|
32
Θὰ ἀναγγείλουν καὶ θὰ καταστήσουν
γνωστὴν τὴν δικαιοσύνην του εἰς τὸν
λαόν, ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ
γεννηθῇ ἀπὸ τὸ πάθημα καὶ
τὸν θρίαμβον τοῦ ὁσίου του,
λαὸν τὸν ὁποῖον ἀνεγέννησε
καὶ ἀνέδειξεν ὁ Κύριος.
|
32
Καὶ θὰ καταστήσουν γνωστὴν τὴν δικαιοσύνην
τοῦ Κυρίου εἰς τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος
πρόκειται νὰ γεννηθῇ ἐκ τοῦ παθήματος
τοῦ θριαμβεύσαντος ἤδη ὁσίου, καὶ
ἡ γέννησίς του αὐτὴ θὰ συντελεσθῇ
διὰ νέας δημιουργικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ
Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐποίησε τὴν
νέαν ταύτην κτίσιν αὐτοῦ. |