Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ύριος
φωτισμός μου καὶ σωτήρ μου· τίνα
φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς
ζωῆς μου· ἀπὸ τίνος δειλιάσω;
|
Κύριος
εἶναι τὸ φῶς μου μέσα εἰς τὸ
σκοτάδι καὶ εἰς τὴν ἄγνοιαν
τῆς παρούσης ζωῆς. Ὁ Κύριος
εἶναι ὁ σωτήρ μου. Ποιὸν λοιπὸν
ἔχω νὰ φοβηθῶ; Κανένα. Ὁ Κύριος
ὑπερασπίζει τὴν ζωήν μου ἀπὸ
κάθε κίνδυνον. Ἀπὸ τὰς ἀπειλὰς
ποίου ἔχω νὰ δειλιάσω;
|
Κύριος
εἶναι φωτισμός μου, διότι μὲ ἀπαλλάσσει
ἀπὸ τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας καὶ
ἀπὸ τὰ μαῦρα σύννεφα τῆς
θλίψεως καὶ ἀπελπισίας. Ὁ Κύριος εἶναι
Σωτήριov. Ποῖον λοιπὸν θὰ φοβηθῶ,
ἐφ’ ὅσον ἔχω τοιοῦτον προστάτην; Ὁ
Κύριος εἶναι ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς
μου· ἀπὸ τὰς
ἀπειλὰς καὶ τὰς ἐπιθέσεις τίνος
ἐχθροῦ θὰ δειλιάσω; |
2
Ἐν τῷ ἐγγίζειν ἐπ' ἐμὲ
κακοῦντας τοῦ φαγεῖν τὰς σάρκας
μου οἱ θλίβοντές με καὶ οἱ ἐχθροί
μου, αὐτοὶ ἠσθένησαν καὶ ἔπεσαν.
|
2
Ἐνῷ μὲ ἐπλησίαζον ὁρμητικοὶ
οἱ κακοποιοὶ ἄνθρωποι, διὰ νὰ
μὲ κατασπαράξουν καὶ σὰν ἄγρια
θηρία νὰ καταφάγουν τὰς σάρκας
μου, αὐτοί, ποὺ μὲ ἔθλιβαν καὶ
μὲ τέτοιας ἐχθρικὰς διαθέσεις
ἐπήρχοντο ἐναντίον μου, ἐκλονίσθησαν
καὶ ἔπεσαν συντετριμμένοι κάτω εἰς
τὸ χῶμα. Τοὺς εἶχε κτυπήσει
ὁ Κύριός μου καὶ σωτήρ μου.
|
2
Καθ’ ὃν χρόνον ἐπλησίαζον νὰ μὲ καταφθάσουν
οἱ ἐπιπεσόντες κατ' ἐμοῦ κακοποιοί,
μὲ τὸν σκοπὸν νὰ μὲ κατασπαράξουν
καὶ ὡς ἄγρια θηρία νὰ καταβροχθίσουν
τὰς σάρκας μου, αὐτοὶ ποὺ μὲ
ἔθλιβον καὶ μὲ τόσον ἐχθρικὰς
διαθέσεις ἐπήρχοντο κατ’ ἑμοῦ, ἐκλονίσθησαν
καὶ κατέπεσαν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους
ἡττημένοι, σὰν νὰ ἐπλήγησαν ὑπὸ
τῆς ἀοράτου δυνάμεως τοῦ Σωτῆρος μου.
|
3
Ἐὰν παρατάξηται ἐπ ἐμὲ
παρεμβολή, οὐ φοβηθήσεται ἡ καρδία
μου· ἐὰν ἐπαναστῇ ἐπ' ἐμὲ
πόλεμος, ἐν ταύτῃ ἐγὼ
ἐλπίζω. |
3
Ἐάν, λοιπόν, καὶ παραταχθῇ ὁλόκληρον
στράτευμα ἐναντίον μου, δὲν θὰ
δειλιάσῃ καθόλου ἡ καρδία μου.
Καὶ ἐὰν ἐξεγερθῇ πόλεμος
ἐναντίον μου, καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν
αὐτὴν ἐγὼ θὰ ἔχω στηριγμένας
τὰς ἐλπίδας μου εἰς τὸν Κύριον.
|
3
Κατόπιν λοιπὸν τῆς θαυμαστῆς ταύτης διασώσεώς
μου καὶ ἐὰν ἀκόμη παραταχθῇ
κατ’ ἐμοῦ ὁλόκληρος στρατιά, δὲν θὰ
φοβηθῇ ἡ καρδία μου·
καὶ ἐὰν πόλεμος σηκωθῇ κατ'
ἐμοῦ, πάλιν καὶ ἐν τῇ περιπτώσει
ταύτῃ ἐγὼ δὲν θὰ παύσω νὰ
ἐλπίζω. |
4
Μίαν ᾐτησάμην παρὰ Κυρίου, ταύτην
ἐκζητήσω· τοῦ κατοικεῖν με ἐν
οἴκῳ Κυρίου πάσας τὰς ἡμέρας
τῆς ζωῆς μου, τοῦ θεωρεῖν με τὴν
τερπνότητα Κυρίου καὶ ἐπισκέπτεσθαι
τὸν ναὸν τὸν ἅγιον αὐτοῦ.
|
4
Μίαν παράκλησιν διὰ τῆς προσευχῆς
ὑπέβαλα εἰς τὸν Κύριον. Μίαν
χάριν τοῦ ἐζήτησα καὶ τοῦ
ζητῶ· νὰ κατοικῶ εἰς τὸν
οἶκον τοῦ Κυρίου ὅλας τὰς ἡμέρας
τῆς ζωῆς μου, διὰ νὰ βλέπω καὶ
νὰ ἀπολαμβάνω τὰ θέλγητρα τοῦ
Θεοῦ μου καὶ νὰ ἐπισκέπτωμαι,
ὡς εὐλαβὴς καὶ ταπεινὸς λάτρης,
τὸν ἅγιον ναόν του.
|
4
Μίαν αἴτησιν ἐζήτησα ἀπὸ τὸν
Κύριον, αὐτὴν τὴν χάριν θὰ τοῦ
ζητήσω μὲ ὅλην τὴν καρδίαν μου·
νὰ κατοικῶ ἐντὸς τοῦ
οἴκου τοῦ Κυρίου καθ’ ὅλας τὰς ἡμέρας
τῆς ζωῆς μου, νὰ μελετῶ καὶ
νὰ βλέπω μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς
ψυχῆς μου τὰ θαυμαστὰ ἔργα τῆς
προστατευτικῆς δυνάμεως καὶ ἀγαθότητος τοῦ
Κυρίου, τὰ ὁποῖα μαζὶ μὲ τὴν
λατρείαν του πληροῦν τερπνότητος τὴν καρδίαν μου,
καὶ νὰ ἐπισκέπτωμαι τακτικὰ ὡς
ταπεινὸς λάτρης τὸν ἅγιον Ναόν του.
|
5
Ὅτι ἔκρυψέ με ἐν σκηνῇ αὐτοῦ
ἐν ἡμέρᾳ κακῶν μου, ἐσκέπασέ
με ἐν ἀποκρύφῳ τῆς σκηνῆς
αὐτοῦ, ἐν πέτρᾳ ὕψωσέ
με. |
5
Αὐτοὶ οἱ πόθοι πλημμυρίζουν
τὴν καρδίαν μου, διότι εἰς περίοδον
μεγάλων κινδύνων ὁ Κύριος μὲ
ἔκρυψε καὶ μὲ ἠσφάλισεν εἰς
τὴν σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου του. Καὶ
ὡς ἐὰν ἥμην εἰς ὑψηλὸν
βράχον μὲ ἀνύψωσεν ἀσφαλῆ,
μὲ ἐδόξασε, μὲ ἔσωσε.
|
5
Θὰ ἤμην δὲ ἀχάριστος, ἐὰν
δὲν εἶχον τὸν πόθον αὐτόν. Διότι ὁ
Κύριος κατὰ τὴν ἡμέραν, ποὺ κίνδυνοι
καὶ κακὰ πολλὰ μὲ ἐκύκλωσαν
καὶ ἐκινδύνευα νὰ θανατωθῶ,
μὲ ἔκρυψεν ἐντὸς τῆς σκηνῆς
αὐτοῦ, μοῦ παρέσχε σκέπην καὶ προστασίαν
ἀσφαλῆ μέσα εἰς τὸ μυστικὸν
καὶ ἀπόκρυφον μέρος τῆς σκηνῆς του,
καὶ μὲ ὕψωσεν ὑπεράνω τῶν ἐπελθόντων
κατ’ ἐμοῦ κινδύνων ἐπὶ πέτρας ὑψηλῆς,
στερεᾶς καὶ ἀπροσβλήτου.
|
6
Καὶ νῦν ἰδοὺ ὕψωσε κεφαλήν
μου ἐπ' ἐχθρούς μου· ἐκύκλωσα
καὶ ἔθυσα ἐν τῇ σκηνῇ αὐτοῦ
θυσίαν ἀλαλαγμοῦ, ᾄσομαι καὶ
ψαλῶ τῷ Κυρίῳ. |
6
Καὶ τώρα, πιστεύω εἰς τὴν παντοδύναμον
προστασίαν του καὶ διακηρύττω ὅτι
ἀνύψωσε τὴν κεφαλήν μου ἐναντίον
τῶν ἐχθρῶν μου· μὲ ἀνέδειξεν
ἀνώτερόν των. Δι' αὐτὸ καὶ
εἰς εὐλαβῆ λιτανείαν θὰ κάμω
κύκλον περὶ τὸ θυσιαστήριόν
του, θὰ προσφέρω εἰς τὴν Σκηνήν
του εὐχαριστήριον θυσίαν μὲ ἀλαλαγμοὺς
χαρᾶς, θὰ τραγουδῶ τὰ μεγαλεῖα
του καὶ θὰ παίζω μουσικὰ ὄργανα
πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου μου.
|
6
Καὶ τώρα δύναμαι νὰ προείπω καὶ διὰ
τὸ μέλλον μετὰ βεβαιότητος, ὅτι ἀνύψωσε
τὴν κεφαλήν μου ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν
μου καὶ μὲ κατέστησεν ὑπέρτερον καὶ
ἀνώτερον ἀπὸ αὐτούς. Κατόπιν δὲ
τούτου θὰ κυκλώσω (Εἰς τὸ Ἑβραϊκὸν
τὰ ρήματα εἰς μέλλοντα χρόνον) ἐν
λιτανευτικῇ πομπῇ τὸ θυσιαστήριον καὶ
θὰ προσφέρω εἰς τὴν σκηνὴν αὐτοῦ
θυσίαν εὐχαριστήριον μετ’ ἀλαλαγμῶν εὐγνώμονος
θριάμβου· θὰ ἀναπέμψω αἶνον καὶ θὰ
ψάλω δοξολογίαν εἰς τὸν Κύριον.
|
7
Εἰσάκουσον, Κύριε, τῆς φωνῆς
μου, ἧς ἐκέκραξα· ἐλέησόν
με καὶ εἰσάκουσόν μου. |
7
Κύριε, ἄκουσε τὴν φωνὴν τῆς
προσευχῆς μου, μὲ τὴν ὁποίαν
κραυγάζω τώρα πρὸς σέ. Ἐλέησέ
με καὶ κάμε δεκτὴν τὴν παράκλησίν
μου. |
7
Εἰσάκουσον, Κύριε, τὴν φωνὴν τῆς
δεήσεώς μου, τὴν ὁποίαν μὲ πόθον καὶ
θερμότητα πολλὴν σοῦ ἀπευθύνω. Ἐλέησέ
με καὶ ἄκουσε εὐμενῶς τὴν προσευχήν
μου. |
8
Σοὶ εἶπεν ἡ καρδία μου·
ἐξεζήτησέ σε τὸ πρόσωπόν
μου· τὸ πρόσωπόν σου, Κύριε,
ζητήσω. |
8
Πρός σὲ στρέφεται ἡ καρδία μου
καὶ λέγει· Σὲ τὸν Κύριον
ποθῶ καὶ ἀναζητῶ πάντοτε. Μὲ
πόθον, Κύριε, ἡ καρδία μου ἀναζητεῖ
καὶ θὰ ἀναζητῇ τὸ πρόσωπόν
σου, τὴν ἐπικοινωνίαν σου.
|
8
Μὲ πόνον πολὺν φωνάζει πρὸς σὲ ἡ
καρδία μου λέγουσα: Τὸν Κύριον μὲ πόθον πολὺν
θὰ ζητήσω. Σὲ ἐζήτησεν ὁλόκληρος
ἡ λογική μου ὕπαρξις. Σὲ ἱκέτευσα
ἐπιμόνως, μὲ τὸ πρόσωπόν μου ἐστραμμένον
εἰς σέ· τὸ πρόσωπόν σου, Κύριε, ζητῶ μετὰ
πόθου. |
9
Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν
σου ἀπ' ἐμοῦ καὶ μὴ ἐκκλίνῃς
ἐν ὀργῇ ἀπὸ τοῦ δούλου
σου· βοηθός μου γενοῦ, μὴ ἀποσκορακίσῃς
με καὶ μὴ ἐγκαταλίπῃς με, ὁ
Θεὸς ὁ σωτήρ μου. |
9
Μὴ γυρίσῃς ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν
σου ἀπὸ ἐμέ. Μὴ ἀπομακρυνθῇς
ὠργισμένος ἀπὸ ἐμὲ τὸν
δοῦλόν σου. Γίνε βοηθός μου. Μὴ
μὲ ἀποπέμψῃς ὡς ἐνοχλητικὸν
καὶ φορτικόν. Θεέ μου καὶ σωτῆρα
μου, μὴ μὲ ἐγκαταλείψῃς.
|
9
Μὴ δείξῃς ἀποστροφὴν πρὸς ἐμὲ
ἀποστερών με τῆς εὐμενείας τοῦ προσώπου
σου καὶ μὴ ἀπομακρυνθῇς θυμωμένος
ἀπὸ τὸν δοῦλον σου· γίνε καὶ
πάλιν βοηθός μου· μὴ μὲ ἀποδιώξῃς
ὡς ὀχληρὸν καὶ φορτικόν, καὶ
μὴ μὲ ἐγκαταλίπῃς, ὡ Θεέ, ποὺ
εἶσαι ὁ μόνος Σωτήρ μου. |
10
Ὅτι ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ
μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δὲ Κύριος
προσελάβετό με. |
10
Διότι ἐνῷ ὁ πατήρ μου καὶ
ἡ μητέρα μου μὲ ἐγκατέλειψαν,
ὁ Κύριος μὲ προσέλαβε καὶ μὲ
ἀνέλαβεν ὑπὸ τὴν προστασίαν
του. |
10
Ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου, ἀδύνατοι
καὶ αὐτοὶ νὰ μὲ ὑπερασπισθοῦν,
μὲ ἀφῆκαν ἀβοήθητον καὶ ἔρημον,
ὡς νὰ ἤμην ὀρφανός, ὁ Κύριος
ὅμως μὲ ἐπῆρε πλησίον του καὶ
ἔγινε δι’ ἐμὲ περισσότερον ἀπὸ
πατέρας. |
11
Νομοθέτησόν με, Κύριε, ἐν τῇ
ὁδῷ σου καὶ ὁδήγησόν με
ἐν τρίβῳ εὐθείᾳ ἕνεκα
τῶν ἐχθρῶν μου. |
11
Γίνε σύ, Κύριε, ὁ νομοθέτης
μου. Δίδαξέ με τὸν δρόμον τῶν
ἐντολῶν σου, ὁδήγησέ με εἰς
τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν τῶν ἐντολῶν
σου ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν, ποὺ μὲ
ἀπειλοῦν. |
11
Γενοῦ εἰς ἐμὲ νομοθέτης, Κύριε·
δίδαξόν με τὴν ὁδὸν τῶν ἐντολῶν
σου καὶ ὁδήγησέ με εἰς δρόμον εὐθὺν
καὶ ἀσφαλῆ, ἐλεύθερον ἀπὸ
τὰς παγίδας καὶ ἐπιβουλὰς τῶν
δολερῶν ἐχθρῶν μου. |
12
Μὴ παραδῷς με εἰς ψυχὰς θλιβόντων
με, ὅτι ἐπανέστησάν μοι μάρτυρες
ἄδικοι, καὶ ἐψεύσατο ἡ ἀδικία
ἑαυτῇ· |
12
Μὴ μὲ παραδώσῃς εἰς τὰ
χέρια ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
ἔχουν σκοπὸν νὰ μὲ καταθλίψουν.
Διότι κατὰ τὸν καιρὸν αὐτὸν
ἐσηκώθησαν ἐναντίον μου συκοφάνται,
διετύπωσαν ψευδεῖς κατηγορίας καὶ
συκοφαντίας ἐναντίον μου, διὰ νὰ
ἐξυπηρετήσουν τὰ συμφέροντά
των. |
12
Μὴ μὲ παραδώσῃς αἰχμάλωτον εἰς
τὰς ἀσπλάγχνους ψυχὰς αὐτῶν,
ποὺ μὲ θλίβουν, διότι ἐσηκώθησαν κατ’
ἐμοῦ μάρτυρες ἀδίκως κατηγοροῦντες
με, καὶ οἱ κυριαρχούμενοι ὑπὸ τῆς
ἀδικίας ἄνθρωποι ἐψεύσθησαν κατ' ἐμοῦ
χάριν τοῦ ἑαυτοῦ των καὶ τῶν
ἀδίκων συμφερόντων των. |
13
πιστεύω τοῦ ἰδεῖν τὰ ἀγαθὰ
Κυρίου ἐν γῇ ζώντων.
|
13
Ἐγὼ ὅμως πιστεύω, ὅτι θὰ
σωθῶ ἀπὸ τοὺς κινδύνους, ποὺ
μὲ ἀπειλοῦν. Θὰ ζήσω καὶ
θὰ ἴδω τὰ ἀγαθὰ τοῦ Κυρίου
εἰς τὴν γῆν αὐτὴν μαζῆ
μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
|
13
Πιστεύω νὰ ἴδω καὶ νὰ ἀπολαύσω
τὰ ἀγαθὰ τοῦ Κυρίου εἰς τὴν
γῆν τῆς τελειοτέρας καὶ μακαριωτέρας ζωῆς,
τῆς ὁποίας οἱ κληρονόμοι ζοῦν πάντοτε,
χωρὶς νὰ ἀποθνήσκουν ποτέ.
|
14
Ὑπόμεινον τὸν Κύριον· ἀνδρίζου,
καὶ κραταιούσθω ἡ καρδία σου, καὶ
ὑπόμεινον τὸν Κύριον. |
14
Ὦ ψυχή μου, ὑπόμεινε καὶ ἐπίμενε
εἰς τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Περίμενε
τὸν Κύριον, ἔχε θάρρος, ἂς ἐνισχύεται
ἡ καρδία σου. Ὑπόμεινε τὸν Κύριον
εἰς τὰς θλίψεις σου καὶ περίμενε
τὴν λυτρωτικὴν ἐπέμβασίν του.
|
14
Ἀνάμεινον μεθ’ ὑπομονῆς τὴν βοήθειαν
τοῦ Κυρίου, ἀπομάκρυνον πᾶσαν δειλίαν καὶ
πληρώθητι ἀνδρείας καὶ ἂς μὴ χάνῃ
τὸ θάρρος της, ἀλλ’ ἂς κραταιοῦται
ἡ καρδία σου. Καὶ ἐξακολούθει μετ'
ἐγκαρτερήσεως νὰ ἀναμένῃς τὴν
βοήθειαν τοῦ Κυρίου. |