Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ακάριοι
ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι
καὶ ὧν ἀπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι·
|
ρισευτυχισμένοι
εἶναι ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων
ἔχουν συγχωρηθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν
αἱ ἀνομίαι καὶ ἔχουν σκεπασθῆ,
ὥστε νὰ μὴ φαίνωνται καθόλου,
αἱ ἁμαρτίαι.
|
ακάριοι
εἶναι ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων συνεχωρήθησαν
ἀπὸ τὸν Θεὸν αἱ ἀνομίαι
καὶ τῶν ὁποίων ἐσκεπάσθησαν,
ὥστε νὰ μὴ φαίνωνται πλέον διόλου, αἱ
ἁμαρτίαι. |
2
μακάριος ἀνήρ, ᾧ οὐ μὴ
λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν, οὐδέ
ἐστιν ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ
δόλος. |
2
Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος,
εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος
δὲν θὰ καταλογίσῃ ἁμαρτίαν,
διὰ νὰ τοῦ ζητήσῃ εὐθύνας
καὶ οὔτε ὑπάρχει εἰς τὸ
στόμα του δόλος καὶ ὑποκρισία,
ἀλλὰ μόνον εἰλικρίνεια καὶ
εὐθύτης. |
2
Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, εἰς τὸν
ὁποῖον ὁ Κύριος δὲν θὰ λογαριάσῃ
ἁμαρτίαν, ὥστε να ζητήσῃ εὐθύνας ἀπὸ
αὐτόν, οὔτε ὑπάρχει εἰς τὸ στόμα
του δόλος καὶ ὑποκρισία, ἀλλ' εἶναι
εἰλικρινεῖς καὶ ἄδολοι αἱ πρὸς
τὸν Θεὸν δεήσεις του πρὸς ἄφεσιν τῶν
ἁμαρτιῶν του. |
3
Ὅτι ἐσίγησα, ἐπαλαιώθη τὰ
ὀστᾶ μου ἀπὸ τοῦ κράζειν
με ὅλην τὴν ἡμέραν· |
3
Ἐγὼ ὅμως, διότι δὲν μετενόησα
εἰλικρινῶς, ἀλλὰ ἀπεσιώπησα
τὴν ἁμαρτίαν μου, δι' αὐτὸ ἐπάληωσαν
καὶ ἀδυνάτισαν τὰ ὀστᾶ
μου· περιέπεσα εἰς ἀτονίαν, ὅταν
ἔκραζα στενάζων καὶ ὀδυρόμενος
ὅλην τὴν ἡμέραν. |
3
Διότι δὲ ἐγὼ δὲν μετενόησα εἰλικρινῶς
καὶ ἐσιώπησα ἀποφυγὼν να ἐξομολογηθῶ
πρὸς σὲ τὴν ἁμαρτίαν μου, δι’ αὐτὸ
συνετρίβησαν τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἐκλονισθη
ὁλόκληρος ὁ ὀργανισμός μου, ἐξ αἰτίας
τοῦ ὅτι ἔκραξα στενάζων καὶ ὀδυρόμενος
ὅλην τὴν ἡμέραν. |
4
ὅτι ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐβαρύνθη
ἐπ' μὲ ἡ χείρ σου, ἐστράφην
εἰς ταλαιπωρίαν ἐν τῷ ἐμπαγῆναί
μοι ἄκανθαν. (διάψαλμα). |
4
Ἡμέραν καὶ νύκτα βαρεῖα ἔπεσεν
ἐπάνω μου ἡ τιμωρὸς δεξιά σου,
Κύριε. Ἐβυθίσθην ὁλόκληρος εἰς
πόνον καὶ ταλαιπωρίαν, διότι σὰν
αἰχμηρὰ καὶ ὀδυνηρὰ ἄκανθα
ἐνεπήχθη εἰς ἐμὲ ἡ ἁμαρτία
καὶ ἡ ἐνόχη μου. |
4
Διότι καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ τὴν
νύκτα ἐπέπεσε βαρεῖα ἡ χείρ σου ἐπ’
ἐμὲ καὶ ᾐσθανόμην πολὺ τὰς
ἐκ τῶν τύψεων καὶ τῶν ἀπειλῶν
καὶ ἐκδηλώσεων τῆς ὀργῆς
σου τιμωρίας. Ὁλόκληρος ἐνέπεσα εἰς τὴν
δυστυχίαν καὶ ἐταλαιπωρήθην, διότι ὡς ἄκανθα
αἰχμηρὰ καὶ ὀδηνηρὰ ἐνεπήχθη
εἰς ἐμὲ ὁ ὑπὸ τῆς
ἁμαρτίας καὶ τῆς συναισθήσεως τῆς
ἐνοχῆς μου πόνος. |
5
Τὴν ἁμαρτίαν μου ἐγνώρισα καὶ
τὴν ἀνομίαν μου οὐκ ἐκάλυψα·
εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ' ἐμοῦ
τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ·
καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν
τῆς καρδίας μου. (διάψαλμα). |
5
Ἀλλὰ μετενόησα. Ἐξωμολογήθην
εἰς τὸν Κύριον τὴν ἁμαρτίαν
μου. Τὴν ἔκαμα εἰς αὐτὸν γνωστὴν
καὶ δὲν συνεκάλυψα πλέον οὔτε
ἀπέκρυψα τὴν ἀνομίαν μου. Εἶπα
μὲ ὅλη μου τὴν καρδία· Θὰ
ἐξομολογηθῶ μὲ εἰλικρίνειαν
τὴν ἀνομίαν μου εἰς τὸν Κύριον,
καὶ θὰ κατηγορήσω δι' αὐτὴν
τὸν ἑαυτόν μου. Τότε ἀμέσως
σύ, Κύριε, συνεχώρησες τὴν ἀσέβειαν
καὶ ἐξήλειψες τὴν ἐνοχὴν
τῆς καρδίας μου.
|
5
Ἀλλ’ ἔλαβα ἐπὶ τέλους τὴν σωστικὴν
ἀπόφασιν. Ἐξωμολογήθην εἰς τὸν Κύριον
καὶ κατέστησα εἰς αὐτὸν γνωστὴν
τὴν ἁμαρτίαν μου καὶ δὲν ἐκάλυψα
οὐδὲ ἀπέκρυψα τὴν ἀνομίαν
μου. Μὲ ἀπόφασιν σταθερὰν καὶ ἀμετάκλητον
εἶπα· θὰ εἴπω
καθαρὰ εἰς τὸν Κύριον τὴν ἁμαρτίαν
μου μὴ δικαιολογῶν, ἀλλὰ καταδικάζων
τὸν ἑαυτόν μου. Καὶ ὅταν ἔλαβα
τὴν ἀπόφασιν αὐτήν, ἀμέσως σὺ
ἀφῆκες καὶ συνεχώρησας ὁλόκληρον τὴν
ἀσέβειαν, τὴν ὁποίαν ἡ καρδία μου
παραδοθεῖσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν ἀπετόλμησε
κατὰ σοῦ. |
6
Ὑπὲρ ταύτης προσεύξεται πρὸς
σὲ πᾶς ὅσιος ἐν καιρῷ εὐθέτῳ·
πλὴν ἐν κατακλυσμῷ ὑδάτων πολλῶν
πρὸς αὐτὸν οὐκ ἐγγιοῦσι.
|
6
Ἀκριβῶς διότι σὺ τόσον ἔλεος
δεικνύεις ἀπέναντί μας, δι' αὐτὸ
θὰ προσευχηθῇ πρὸς σὲ κάθε εὐσεβὴς
καὶ ὅσιος εἰς τὸν πρέποντα καιρόν.
Καὶ ὅταν ὡς ἄλλος κατακλυσμὸς
ὑδάτων συμφοραὶ καὶ πειρασμοὶ
ἐπιπέσουν γύρω του, αὐτὸς μὲ
τὴν ἰδικήν σου συμπαράστασιν θὰ
προστατευθῇ ἀπὸ αὐτάς, ὥστε
νὰ μὴ τὸν ἐγγίσουν κἂν.
|
6
Διότι δὲ παρέχεις μακροθύμως καὶ πατρικῶς
τὴν ἄφεσιν ταύτην, δι’ αὐτὸ θὰ
προσευχηθῇ πρὸς σὲ πᾶς εὐσεβὴς
καὶ ὅσιος εἰς τὸν πρέποντα τῆς
μετανοίας καιρόν, ὅταν δὲν θὰ ἔχῃ
παρέλθει ἡ εὐκαιρία νὰ εἰσακουσθῇ
ἀπὸ σέ. Καὶ ὅταν δὲ συμφοραὶ
καὶ πειρασμοὶ ὡς κατακλυσμὸς ὑδάτων
πολλῶν ἐπιπέσουν κατ’ αὐτοῦ, διὰ
τῆς ἐνισχύσεως τῶν προσευχῶν θὰ
προστατευθῇ ἀπὸ αὐτὰς καὶ
δὲν θὰ καταστῇ δυνατὸν νὰ τὸν
ἐγγίσουν. |
7
Σύ μου εἶ καταφυγὴ ἀπὸ θλίψεως
τῆς περιεχούσης με· τὸ ἀγαλλίαμά
μου, λύτρωσαί με ἀπὸ τῶν κυκλωσάντων
με. (διάψαλμα). |
7
Σὺ εἶσαι ἡ καταφυγή μου καὶ
ἡ παρηγορία μου εἰς τὸν καιρὸν
τῆς θλίψεως, ποὺ μὲ στενοχωρεῖ.
Σὺ εἶσαι ἡ ἀγαλλίασις καὶ
ἡ χαρὰ τῆς ψυχῆς μου. Γλύτωσέ
με ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τοὺς
κινδύνους, ποὺ μὲ ἔχουν περικυκλώσει.
|
7
Σὺ εἶσαι ἡ καταφυγή μου καὶ ἡ
παρηγορία μου ἀπὸ τὴν θλῖψιν, ἡ
ὁποία μὲ στενοχωρεῖ. Σύ, ποὺ εἶσαι
ἡ ἀγαλλίασις τῆς ψυχῆς μου, γλύτωσέ
με ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, ποὺ μὲ
ἐκύκλωσαν. |
8
Συνετιῶ σε καὶ συμβιβῶ σε ἐν ὁδῷ
ταύτῃ, ᾗ ἐπορεύσῃ, ἐπιστηριῶ
ἐπὶ σὲ τοὺς ὀφθαλμούς
μου. |
8
Ἀκούω νὰ ἀπαντᾷς εἰς ἐμέ,
Κύριε, καὶ νὰ μοῦ λέγῃς·
Θὰ σὲ φωτίζω καὶ θὰ σὲ
καθοδηγῶ εἰς τὸν δρόμον, ποὺ
πρέπει νὰ βαδίζῃς. Θὰ στηρίζω
εὐμενῶς εἰς σὲ τοὺς ὀφθαλμούς
μου. |
8
Καὶ σὺ εἰς τὴν ἐπίκλησίν μου
αὐτὴν μὲ πολλὴν στοργήν μου ἀπαντᾷς:
Δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω, ἀλλὰ
θὰ ἐξακολουθῶ νὰ σὲ συνετίζω
καὶ νὰ σὲ συνοδεύω εἰς τὴν ὁδὸν
αὐτήν, εἰς τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ
βαδίζῃς. Οἱ ὀφθαλμοί μου δὲν θὰ
ἀποσπασθοῦν ἀπὸ σέ, ἀλλὰ
θὰ εἶναι προσηλωμένοι καὶ ἐστηριγμένοι
ἐπὶ σοῦ διὰ νὰ σὲ προφυλάττω.
|
9
Μὴ γίνεσθε ὡς ἵππος καὶ ἡμίονος,
οἷς οὐκ ἔστι σύνεσις, ἐν κημῷ,
καὶ χαλινῷ τὰς σιαγόνας αὐτῶν
ἄγξαις τῶν μὴ ἐγγιζόντων πρός
σε. |
9
Λοιπόν, σεῖς οἱ ἄνθρωποι μὲ
γίνεσθε ὅμοιοι μὲ τὸν ἵππον
καὶ τὸν ἡμίονον, εἰς τοὺς
ὁποίους δὲν ὑπάρχει καθόλου
σύνεσις. Καὶ ὅπως μὲ σιδερένιο
φίμωτρο καὶ χαλινάρι συσφίγγονται
αἱ σιαγόνες τῶν ἀγρίων αὐτῶν
ζώων, ἐτσι καὶ σύ, Κύριε, ἂς
σφίξῃς μὲ τὸ χαλινάρι τῶν
θλίψεων καὶ μὲ τὰς πολλὰς τιμωρίας
ἂς περιορίσῃς τοὺς ἁμαρτωλούς,
οἱ ὁποῖοι μένουν ἀμετανόητοι
καὶ δὲν θέλουν νὰ πλησιάσουν
πρὸς σέ. |
9
Ἀκούσατε καὶ σεῖς, ἁμαρτωλοί, φωνὴν
καὶ ἔλεγχον ποὺ θὰ σᾶς σώσῃ.
Μὴ γίνεσθε ἀτίθασοι καὶ πείσμονες καὶ
εἰς τὸ κακὸν ἀσυγκράτητοι σὰν
τὸν ἵππον καὶ τὸν ἡμίονον, οἱ
ὁποῖοι στεροῦνται λογικοῦ καὶ
συνέσεως καὶ δι' αὐτὸ ἀχαλίνωτοι παραφέρονται
ἀπὸ τὰς ἀσυγκρατήτους ὁρμάς
των καὶ τὴν ἀδάμαστον δυστροπίαν των. Καὶ
ὡς ἐκείνων διὰ σιδηροῦ φιμώτρου καὶ
χαλινοῦ συσφίγγονται αἱ σιαγόνες, διὰ νὰ
συγκρατῆται καὶ δαμάζεται ἡ ἄτακτος
ὁρμή των, οὕτω καὶ αὐτῶν,
ποὺ δὲν σὲ πλησιάζουν, ἂς συσφιγχθοῦν
καὶ ἂς περιορισθοῦν διὰ τοῦ
χαλινοῦ τῶν θλίψεων καὶ τῶν πολλῶν
τιμωριῶν ἡ ἀτίθασος βούλησις καὶ τὸ
ἀκατανίκητον πεῖσμα. |
10
Πολλαὶ αἱ μάστιγες τοῦ ἁμαρτωλοῦ,
τὸν δὲ ἐλπίζοντα ἐπὶ Κύριον
ἔλεος κυκλώσει. |
10
Πολλαὶ εἶναι αἱ συμφοραὶ καὶ
αἱ μάστιγες τῶν ἁμαρτωλῶν·
τὸν ἐλπίζοντα ὅμως εἰς τὸν
Κύριον θὰ περικυκλώσῃ καὶ θὰ
περιφρουρήσῃ τὸ θεῖον ἔλεος.
|
10
Πολλαὶ εἶναι αἱ δυστυχίαι καὶ αἱ
συμφοραί, μὲ τὰς ὁποίας ὁ Κύριος μαστιγώνει
καὶ παιδεύει τὸν ἁμαρτωλόν. Ἐκεῖνον
ὅμως ποὺ ἐλπίζει εἰς τὸν Κύριον,
θὰ τὸν περικυκλώσῃ τὸ θεῖον
ἔλεος. |
11
Εὐφρανθῆτε ἐπὶ Κύριον καὶ
ἀγαλλιᾶσθε, δίκαιοι, καὶ καυχᾶσθε,
πάντες οἱ εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ.
|
11
Σεῖς, λοιπόν, οἱ πιστοὶ καὶ
δίκαιοι γεμίσατε ἀπὸ χαράν,
πλημμυρίσατε ἀπὸ ἀγαλλίασιν
ἐν Κυρίῳ, καὶ τὸν Κύριον
νὰ ἔχετε καύχημά σας ὅλοι, ὅσοι
ἔχετε εὐθεῖαν καὶ εἰλικρινῆ
τὴν καρδίαν. |
11
Σεῖς δέ, πιστοὶ καὶ δίκαιοι, τοὺς
ὁποίους ὁ Κύριος κατέστησε μακαρίους διὰ
τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν σας,
χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, καὶ τὸν
Κύριον ἔχετε ὡς καύχημά σας ὅλοι,
ὅσοι ἔχετε εὐθεῖαν τὴν καρδίαν
σας. |