Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ίκασον,
Κύριε, τοὺς ἀδικοῦντάς με, πολέμησον
τοὺς πολεμοῦντάς με. |
ίκασε
καὶ τιμώρησε, Κύριε, αὐτούς,
οἱ ὁποῖοι μὲ ἀδικοῦν.
Πολέμησε αὐτούς, οἱ ὁποῖοι
μὲ πολεμοῦν καὶ ζητοῦν νὰ μὲ
ἐξοντώσουν.
|
ενοῦ
σύ, Κύριε, κριτὴς καὶ δικαστὴς αὐτῶν,
οἱ ὁποῖοι μὲ ἀδικοῦν καὶ
μὲ καταδιώκουν· πολέμησον σὺ αὐτούς,
οἱ ὁποῖοι μὲ πολεμοῦν καὶ
ζητοῦν τὴν ἐξόντωσίν μου.
|
2
Ἐπιλαβοῦ ὅπλου καὶ θυρεοῦ καὶ
ἀνάστηθι εἰς τὴν βοήθειάν
μου, |
2
Ἅρπαξε εἰς τὸ παντοδύναμον χέρι
σου ὅπλον καὶ ἀσπίδα, σήκω ἐπάνω
καὶ ἔλα εἰς βοήθειάν μου.
|
2
Λάβε εἰς τὰς χεῖρας σου ὅπλον
καὶ ἀσπίδα καὶ σήκω ἐπάνω διὰ
νὰ σπεύσῃς εἰς βοήθειάν μου.
|
3
ἔκχεον ρομφαίαν καὶ σύγκλεισον ἐξεναντίας
τῶν καταδιωκόντων με· εἶπον τῇ
ψυχῇ μου· σωτηρία σού εἰμι ἐγώ.
|
3
Βγάλε ἀπὸ τὴν θήκην τῆς
γυμνὴν τὴν ρομφαίαν καὶ κλεῖσε
ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα τὸν
δρόμον αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι
μὲ καταδιώκουν. Πὲς εἰς τὴν
ψυχήν μου· Μὴ δειλιάζῃς, διότι
ἐγὼ εἶμαι ἡ σωτηρία σου.
|
3
Σρε ἀπὸ τὴν θήκην της καὶ γύμνωσε
τὴν σπάθην σου καὶ φράξε τὸν δρόμον των,
ὥστε νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ
διαφύγουν οἱ διῶκται μου, ἀλλὰ νὰ
εὑρεθοῦν ἀντιμέτωποι πρὸς σέ·
εἰπὲ εἰς τὴν ψυχήν μου·
μὴ δειλιᾷς καὶ μὴ ἀνησυχῇς·
εἶμαι ἐγὼ ἡ σωτηρία σου. |
4
Αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἐντραπήτωσαν
οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου, ἀποστραφήτωσαν
εἰς τὰ ὀπίσω καὶ καταισχυνθήτωσαν
οἱ λογιζόμενοί μοι κακά. |
4
Ἂς καταισχυνθοῦν καὶ ἂς κατεντροπιασθοῦν
ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν
νὰ ἀφαιρέσουν τὴν ζωήν μου.
Ἂς στραφοῦν πρὸς τὰ ὀπίσω
τρεπόμενοι εἰς ἄτακτον φυγὴν καὶ
ἂς κατεντροπιασθοῦν ἐκεῖνοι, οἱ
ὁποῖοι μελετοῦν καὶ ἀποφασίζουν
κακὰ ἐναντίον μου.
|
4
Ἂς καταισχυνθοῦν καὶ ἂς ἐντραποῦν
οἱ ζητοῦντες τὴν ζωήν μου· ἂς
στραφοῦν εἰς τὰ ὀπίσω τρεπόμενοι εἰς
ἄτακτον φυγὴν καὶ ἂς πληρωθοῦν
ἀπὸ ἐντροπήν, κατανικώμενοι καὶ κυριευόμενοι
ἀπὸ πανικόν, αὐτοὶ ποὺ σχεδιάζουν
καὶ διανοοῦνται κακὰ ἐναντίον μου.
|
5
Γενηθήτωσαν ὡσεὶ χνοῦς κατὰ
πρόσωπον ἀνέμου, καὶ ἄγγελος
Κυρίου ἐκθλίβων αὐτούς·
|
5
Ἂς γίνουν σὰν κονιορτὸς εἰς
τὸ ἰσχυρὸν φύσημα τοῦ ἀνέμου.
Ἄγγελος Κυρίου ἂς ἐπέλθῃ
ἐναντίον αὐτῶν ποδοπατῶν καὶ
συνθλίβων τὸν ἕνα ἐπάνω εἰς
τὸν ἄλλον.
|
5
Ἂς γίνουν ὅ,τι γίνεται καὶ τὸ χνοῦδι
εἰς τὸ σφοδρὸν φύσημα τοῦ ἀνέμου,
φεύγοντες προτροπάδην καὶ ἀσυγκράτητοι ὑπὸ
τὴν ἰσχυρὰν πνοὴν τῆς δυνάμεως
τοῦ Κυρίου. Καὶ ἂς ἐπέλθῃ κατ’
αὐτῶν ἄγγελος Κυρίου, ὁ ὁποῖος
νὰ τοὺς ἀποδιώκῃ καὶ να τοὺς
σπρώχνῃ πιέζων καὶ ποδοπατῶν τὸν ἕνα
ἐπὶ τοῦ ἄλλου στριμωγμένους.
|
6
γενηθήτω ἡ ὁδὸς αὐτῶν
σκότος καὶ ὀλίσθημα, καὶ ἄγγελος
Κυρίου καταδιώκων αὐτούς·
|
6
Ἂς γίνῃ ὁ δρόμος κατὰ
τὴν πανικόβλητον ἄτακτον φυγήν των
σκοτάδι καὶ ὀλίσθημα, ὥστε οὔτε
νὰ βλέπουν οὔτε καὶ νὰ ἠμποροῦν
νὰ βαδίσουν ἀσφαλῶς, ἄγγελος
δὲ Κυρίου ἂς τοὺς καταδιώκῃ
συνεχῶς· |
6
Ἂς γίνῃ ὁ δρόμος των κατὰ τὴν
ἄτακτον φυγήν των σκοτεινὸς καὶ ὀλισθηρός,
ὥστε οὔτε φῶς νὰ ἔχουν διὰ
νὰ τοὺς καθοδηγῇ, οὔτε οἱ πόδες
των νὰ εὑρίσκουν ἔδαφος στερεὸν
διὰ νὰ στηριχθοῦν. Καὶ κατὰ
τὸν αὐτὸν χρόνον ἂς τοὺς καταδιώκῃ
ἄγγελος Κυρίου. |
7
ὅτι δωρεὰν ἔκρυψάν μοι διαφθορὰν
παγίδος αὐτῶν, μάτην ὠνείδισαν
τὴν ψυχήν μου. |
7
διότι, χωρὶς ἐγὼ νὰ πταίσω
τίποτε εἰς αὐτούς, ἔστησαν κρυφίως
δολίαν παγίδα μὲ τὸν σκοπὸν
νὰ πέσω εἰς λάκκον θανάτου,
εἰς τὸν τάφον. Χωρὶς καμμίαν
αἰτίαν καὶ ἀφορμὴν μὲ
ὕβρισαν καὶ μὲ ἐχλεύασαν.
|
7
Διότι ἀναιτίως καὶ χωρὶς νὰ λάβουν
ἀπὸ ἐμὲ καμμίαν ἀφορμὴν
κατέκρυψαν πρὸς ἐξόντωσίν μου ὀλεθρίαν
παγίδα, ἐντὸς λάκκου θανατηφόρου κεκαλυμμένην.
Ἄνευ λόγου μὲ συκοφαντικὰς καὶ ἐξοντωτικὰς
κατηγορίας περιύβρισαν καὶ ἐκακολόγησαν
τὴν ψυχήν μου. |
8
Ἐλθέτω αὐτῷ παγίς, ἣν
οὐ γινώσκει, καὶ ἡ θήρα, ἣν
ἔκρυψε, συλλαβέτω αὐτόν, καὶ
ἐν τῇ παγίδι πεσεῖται ἐν αὐτῇ.
|
8
Ὁ ἀρχηγός των ἂς πέσῃ
καὶ ἂς συλληφθῇ εἰς ἀφανῆ
παγίδα, τὴν ὁποίαν δὲν γνωρίζει.
Καὶ ἡ παγίς, τὴν ὁποίαν
ἔκρυψε δι' ἐμέ, ἂς συλλάβῃ
αὐτὸν τὸν ἴδιον. Ἂς πέσῃ
εἰς τὴν παγίδα αὐτήν, ποὺ
ἔστησε δι' ἐμέ. |
8
Ἂς εὕρῃ αὐτόν, ποὺ τοὺς
ὑποκινεῖ καὶ εἶναι ἀρχηγός
των, παγὶς κρυφία, τὴν ὁποίαν δὲν
θὰ ἀντιληφθῇ διὰ νὰ προφυλαχθῇ
ἀπὸ αὐτήν, καὶ ἡ ὀλεθρία
ἐπιβουλή, τὴν ὁποίαν σὰν ἄλλο
δόκανον ἔκρυψε διὰ νὰ μὲ συλλάβῃ
ὡς θήραμα, ἂς συλλάβῃ αὐτόν,
καὶ εἰς τὴν παγίδα αὐτήν, ποὺ
ἔστησε δι' ἐμέ, ἂς πέσῃ ὁ ἴδιος.
|
9
Ἡ δὲ ψυχή μου ἀγαλλιάσεται ἐπὶ
τῷ Κυρίῳ, τερφθήσεται ἐπὶ
τῷ σωτηρίῳ αὐτοῦ. |
9
Ἡ ἰδική μου ψυχὴ θὰ γεμίσῃ
ἀπὸ ἀγαλλίασιν διὰ τὴν
προστασίαν τοῦ Κυρίου, θὰ χαρῇ,
θὰ δοκιμάσῃ μεγάλην τέρψιν διὰ
τὴν σωτηρίαν, ποὺ μοῦ ἐχάρισεν.
|
9
Ἡ ἰδική μου δὲ ψυχὴ δὲν θὰ
χαρῇ κακεντρεχῶς διὰ τὴν καταστροφήν
των, ἀλλὰ θὰ πληρωθῇ ἀγαλλιάσεως
διὰ τὴν προστασίαν τοῦ Κυρίου, θὰ
χαρῇ καὶ θὰ δοκιμάσῃ μεγάλην τέρψιν
διὰ τὴν σωτηρίαν, τὴν ὁποίαν μοῦ
ἐχάρισε. |
10
Πάντα τὰ ὀστᾶ μου ἐροῦσι·
Κύριε, τίς ὅμοιός σοι; Ρυόμενος
πτωχὸν ἐκ χειρὸς στερεωτέρων αὐτοῦ
καὶ πτωχὸν καὶ πένητα ἀπὸ
τῶν διαρπαζόντων αὐτόν. |
10
Ὅλα τὰ ὀστᾶ μου, τὰ ἕως
τώρα συντετριμμένα ἀπὸ τὴν θλῖψιν,
ἀναζωογονημένα θὰ εἴπουν· Κύριε,
ποιὸς ἄλλος εἶναι ὅμοιος μὲ
σέ; Κανείς. Σὺ εἶσαι ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος σώζεις τὸν ἀδύνατον
πτωχὸν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν
ἰσχυροτέρων καὶ τὸν ταλαιπωρημένον
καὶ ἐνδεῆ ἄνθρωπον ἀπὸ
ἐκείνους, ποὺ ἁρπάζουν τὰ
ὑπάρχοντά του. |
10
Ὅλα τὰ ὀστᾶ μου, τὰ συντετριμμένα
ἤδη ἀπὸ τὴν πολλὴν θλῖψιν
καὶ ὀδύνην, θὰ ἀνασκιρτήσουν καὶ
μὲ τὰς δυνάμεις μου ὅλας ἀποκατεστημένας
πλέον θὰ εἴπω· Κύριε, ποῖος ἄλλος
εἶναι ὅμοιος πρὸς σέ; Οὐδείς. Παραμένεις
δὲ μόνος σύ, ὁ ὁποῖος σώζεις
τὸν πτωχὸν καὶ ἀπροστάτευτον ἀπὸ
τὰς χεῖρας τῶν δυνατωτέρων του, τοὺς
ὁποίους αὐτὸς ἀδυνατεῖ νὰ
ἀνατρέψῃ. Σὺ καὶ τὸν πτωχόν,
τὸν στερούμενον πάσης βοηθείας καὶ προστασίας
ἀνθρωπίνης, πρὸς σὲ δὲ καὶ μόνον
ἐλπίζοντα, σὺ σώζεις αὐτὸν ἀπὸ
αὐτούς, οἱ ὁποῖοι τὸν διαρπάζουν.
|
11
Ἀναστάντες μοι μάρτυρες ἄδικοι, οὐκ
ἐγίνωσκον, ἐπηρώτων με. |
11
Ὅταν ἐδικάζετο ἡ κατ' ἐμοῦ
κατηγορία των, ἐσηκώθησαν ἐναντίον
μου μάρτυρες ἀσυνείδητοι καὶ συκοφάνται.
Καὶ μὲ ἐρωτοῦσαν διὰ σφάλματα
καὶ παραπτώματα, διὰ τὰ ὁποῖα
οὔτε ἰδέαν εἶχα.
|
11
Ὅταν ἀνεκρίνετο ἡ κατ’ ἐμοῦ
κατηγορία, ἐσηκώθησαν κατ' ἐμοῦ μάρτυρες
ἀσυνείδητοι καὶ συκοφάνται, καὶ περὶ
ἐκείνων, διὰ τὰ ὁποῖα δὲν
εἶχον ἰδέαν, μὲ ἠρώτων μετ' ἐπιμονῆς
μὲ τὸν σκοπὸν νὰ μὲ φέρουν εἰς
σύγχυσιν καὶ νὰ μὲ περιπλέξουν.
|
12
Ἀνταπεδίδοσάν μοι πονηρὰ ἀντὶ
ἀγαθῶν καὶ ἀτεκνίαν τῇ
ψυχῇ μου. |
12
Μοῦ ἀνταπέδιδαν κακὰ ἀντὶ
τῶν εὐεργεσιῶν, ποὺ τοὺς εἶχα
κάμει, καὶ πικρὰν θλῖψιν ὡσὰν
ἐκείνην, ποὺ γεύεται ἡ ὁλομόναχη
ἄτεκνος γυναῖκα.
|
12
Μοῦ ἀνταπέδιδον κακὰ ἀντὶ τῶν
εὐεργεσιῶν, τὰς ὁποίας εἶχον
ἀπολαύσει ἀπὸ ἐμέ, καὶ τόσην
θλῖψιν ἐπροξένουν εἰς τὴν ψυχήν μου,
ὅσην δοκιμάζει γυνὴ δυστυχής, ἔρημος
ἀπὸ τέκνα καὶ ἐγκαταλελειμμένη ἀπροστάτευτος
καὶ μόνη. |
13
Ἐγὼ δὲ ἐν τῷ αὐτοὺς
παρενοχλεῖν μοὶ ἐνεδυόμην σάκκον
καὶ ἐταπείνουν ἐν νηστείᾳ
τὴν ψυχήν μου, καὶ ἡ προσευχή
μου εἰς κόλπον μου ἀποστραφήσεται.
|
13
Ἐγὼ ὅμως, ὅταν αὐτοὶ μὲ
κατέθλιβον μὲ τὰς συκοφαντίας των,
ἐφοροῦσα τὸ σάκκινον ἔνδυμα
τοῦ πένθους καὶ τοῦ πόνου. Ἐταλαιπωροῦσα
μὲ νηστείαν τὴν ζωήν μου καὶ
ἡ προσευχή μου, ἂν δὲν ὠφελήσῃ
ἐκείνους ἐξ αἰτίας τῆς
σκληροκαρδίας των, θὰ γίνῃ ὀπωσδήποτε
δεκτὴ ἀπὸ σὲ καὶ θὰ ἐπιστρέψῃ
σωτήριος καὶ ἀγαθοποιὸς εἰς
ἐμέ. |
13
Ἐγὼ ὅμως, καθ’ ὃν χρόνον αὐτοὶ
μὲ παρηνώχλουν, ἐφόρουν ὑπὲρ αὐτῶν
τὸν τρίχινον τοῦ πένθους σάκκον ζητῶν τὸ
ἔλεος τοῦ Θεοῦ δι’αὐτούς, καὶ
μὲ ἀσιτίαν ἐταπείνωνα τὴν ψυχήν
μου, καὶ ἡ ὑπὲρ αὐτῶν
ἐν συντριβῇ καὶ ταπεινώσει γινομένη προσευχή
μου, ἐφ' ὅσον αὐτοὶ δὲν ὠφελοῦντο
ἐξ αὐτῆς, θὰ ἐπιστρέψῃ
εἰς τοὺς ἰδικούς μου κόλπους φέρουσα εἰς
ἐμὲ τὰ ἀγαθά, τῶν ὁποίων
αὐτοὶ ἀπεδείχθησαν ἀνάξιοι.
|
14
Ὡς πλησίον, ὡς ἀδελφῷ ἡμετέρῳ
οὕτως εὐηρέστουν· ὡς πενθῶν
καὶ σκυθρωπάζων, οὕτως ἐταπεινούμην.
|
14
Ἐφερόμην πρὸς τὸν καθένα ἀπὸ
αὐτοὺς ὡς πρὸς φίλον μου καὶ
ἀδελφόν μου. Σὰν ἄνθρωπος, ποὺ
πενθεῖ καὶ γίνεται κατηφὴς διὰ
τὸν θάνατον προσφιλοῦς προσώπου, ἔτσι
καὶ ἐγὼ τόσον πολὺ ἐταπεινωνόμουν
ἐνώπιόν των. |
14
Ἐφερόμην πρὸς ἕκαστον ἐξ αὐτῶν
ὡς πρὸς πλησίον, ὡς πρὸς ἀδελφὸν
ἰδικόν μου· μὲ τόσην καλωσύνην προσεπάθουν νὰ
τοὺς εὐχαριστήσω σὰν ἄνθρωπος ποὺ
πένθει καὶ πονεῖ καὶ σκυθρωπάζει διὰ
τὴν ἀπώλειαν προσφιλοῦς προσώπου, τόσον
πολὺ ἐταπεινούμην καὶ παρουσιαζόμην
πρὸς αὐτοὺς συντετριμμένος.
|
15
Καὶ κατ' ἐμοῦ εὐφράνθησαν καὶ
συνήχθησαν, συνήχθησαν ἐπ' ἐμὲ
μάστιγες, καὶ οὐκ ἔγνων, διεσχίσθησαν
καὶ οὐ κατενύγησαν. |
15
Ἐκεῖνοι ὅμως ἐχαιρεκακοῦσαν
εἰς βάρος μου. Συνηθροίσθησαν ἐναντίον
μου, διὰ νὰ μὲ κτυπήσουν ἀνελέητα.
Ἐγὼ δὲ οὔτε κἂν καὶ ὑπωπτεύθην
τὴν συνωμοσίαν των. Διεσκορπίσθησαν ὅμως
ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ὅμως
δὲν μετενόησαν. Δὲν ᾐσθάνθησαν
κανένα κέντημα τῆς συνειδήσεώς
των. |
15
Καὶ αὐτοὶ ἀντιθέτως εὐφράνθησαν
εἰς βάρος μου, ὅταν μὲ εἶδον δυστυχοῦντα,
καὶ ἐμαζεύθησαν· συνήχθη σὰν
ὡς μάστιγες κατ' ἐμοῦ διὰ νὰ
μὲ δέρουν ἀνηλεῶς. Καὶ ἐγὼ
δὲν εἶχον ἰδέαν οὔτε κἀν ὑπωπτεύθην,
ὅτι οὖτοι θὰ ἐστρέφοντο κατ' ἐμοῦ.
Διεσκορπίσθησαν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ
διελύθησαν. Καὶ ὅμως δὲν μετενόησαν καὶ
δὲν ἠσθάνθησαν κανὲν κέντημα καὶ νυγμὸν
συμπαθείας εἰς τὰ στήθη των ὑπὲρ ἐμοῦ.
|
16
Ἐπείρασάν με, ἐξεμυκτήρισάν
με μυκτηρισμῷ, ἔβρυξαν ἐπ' ἐμὲ
τοὺς ὀδόντας αὐτῶν.
|
16
Μὲ ἐπείραζαν, μὲ περιγελοῦσαν
μὲ πολλὴν καταφρόνησιν. Ἔτριζαν μὲ
ἀγριότητα ἐναντίον μου τὰ δόντια
των. |
16
Μὲ ἐπείραζαν καὶ μὲ περιεγέλων μὲ
πολλὴν καταφρόνησιν, ἔτριζον ἀγρίως κατ’
ἐμοῦ τοὺς ὀδόντας των, δεικνύοντες
οὕτω τὰς φονικὰς ἐναντίον μου διαθέσεις
των. |
17
Κύριε, πότε ἐπόψῃ; Ἀποκατάστησον
τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τῆς κακουργίας
αὐτῶν, ἀπὸ λεόντων τὴν
μονογενῆ μου. |
17
Κύριε, πότε θὰ ἐπιβλέψῃς
εἰς τὰ κακουργήματα τῶν πονηρῶν
ἀνθρώπων; Ἐπανάφερε εἰς τὴν
χαρούμενην καὶ ἀσφαλῆ κατάστασιν
τὴν ζωήν μου. Γλύτωσέ με ἀπὸ
τὴν κακουργίαν ἐκείνων. Περιφρούρησε
τὴν μίαν καὶ μόνην ζωήν μου
ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου, οἱ
ὁποῖοι σὰν λέοντες ὁρμοῦν
ἐναντίον μου. |
17
Κύριε, πότε θὰ εὐδοκήσῃς νὰ
ρίψῃς πρὸς τὰ κάτω τὰ ὄμματά
σου διὰ νὰ ἴδῃς πόσα ἐγκλήματα
ἀποτολμοῦν οὗτοι; Κύριε, ἔγινα σὰν
νεκρὸς λόγῳ τῆς κακουργίας των. Ἐπανάφερε
σὺ τὴν λιπόθυμον καὶ κινδυνεύουσαν νὰ
σβήσῃ ζωήν μου· ἀπόσπασον ἀπὸ
τὰ σκληρὰ στόματα τῶν λεόντων τὴν
ψυχήν μου, τὸ μονάκριβον καὶ πολύτιμον αὐτὸ
συστατικὸν τῆς ὑπάρξεώς μου.
|
18
Ἐξομολογήσομαί σοι ἐν ἐκκλησίᾳ
πολλῇ, ἐν λαῷ βαρεῖ αἰνέσω
σε. |
18
Τότε ἐγὼ θὰ σὲ δοξολογήσω
μὲ εὐγνωμοσύνην πολλὴν ἐν μέσῳ
πολυαρίθμου συγκεντρώσεως. Ἐν μέσῳ
πυκνοτάτου ἀκροατηρίου θὰ ἀναπέμψω
πρὸς σὲ εὐχαριστήριους δοξολογίας.
|
18
Θὰ εὐχαριστήσω τότε καὶ θὰ δοξολογήσω
εὐγνωμόνως τὸ ὄνομά σου ἐν μέσῳ
συναθροίσεως πολυαρίθμου, ἐν μέσῳ πυκνοτάτου
πλήθους λαοῦ θὰ σοῦ ἀναπέμψω ὕμνον.
|
19
Μὴ ἐπιχαρείησάν μοι οἱ ἐχθραίνοντές
μοι ἀδίκως, οἱ μισοῦντές με
δωρεὰν καὶ διανεύοντες ὀφθαλμοῖς.
|
19
Ἂς μὴ χαιρεκακήσουν εἰς βάρος
μου ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μὲ
ἐχθρεύονται ἀδίκως. Αὐτοί,
οἱ ὁποῖοι τρέφουν ἀδικαιολόγητον
μῖσος ἐναντίον μου ὅσοι μὲ νεύματα
τῶν πονηρῶν ὀφθαλμῶν συνεννοοῦνται,
διὰ νὰ μὲ ἐξοντώσουν.
|
19
Ἂς μὴ χαροῦν διὰ τὴν καταστροφήν
μου αὐτοί, ποὺ ἀδίκως καὶ χωρὶς
ἀφορμὴν μὲ ἐχθρεύονται, αὐτοὶ
ποὺ μὲ μισοῦν ἀναιτίως καὶ μὲ
τὰ νεύματα τῶν ὀφθαλμῶν των συνεννοοῦνται
ὅπως μὲ ἐξοντώσουν.
|
20
Ὅτι ἐμοὶ μὲν εἰρηνικὰ
ἐλάλουν καὶ ἐπ' ὀργὴν
ὅλους διελογίζοντο. |
20
Διότι δόλιοι αὐτοί, μὲ τὴν
γλῶσσαν των ὠμιλοῦσαν εἰρηνικοὺς
καὶ καλοὺς λόγους πρὸς ἐμέ.
Ἐσωτερικῶς ὅμως, λόγῳ τοῦ
μίσους των, ἐσκέπτοντο δολιότητας
ἐναντίον μου. |
20
Εἶναι πολὺ δόλιοι καὶ ἀσυνείδητοι.
Διότι εἰς ἐμὲ μὲν ὡμίλουν μὲ
γλῶσσαν εἰρηνικὴν καὶ φιλικήν, μέσα
των ὅμως καὶ ἰδιαιτέρως λόγῳ τῆς
ὀργῆς καὶ τοῦ μίσους, ποὺ ὑπέκρυπτον
κατ’ ἐμοῦ, ἐσκέπτοντο καὶ ἐπινοοῦσαν
σχέδια δολερά. |
21
Καὶ ἐπλάτυναν ἐπ' ἐμὲ
τὸ στόμα αὐτῶν, εἶπαν·
εὖγε, εὖγε, εἶδον οἱ ὀφθαλμοὶ
ἡμῶν. |
21
Ἤνοιξαν διάπλατα τὸ ἀπύλωτον
στόμα των καὶ εἶπαν· Ὡραῖα,
θαυμάσια! Εἶδαν τὰ μάτια μας τὴν
καταστροφὴν αὐτοῦ.
|
21
Καὶ ἤνοιξαν πλατὺ καὶ ἀχαλίνωτον
κατ’ ἐμοῦ τὸ στόμα των, κατηγοροῦντες
με ἀσυγκράτητα καὶ χωρὶς συστολήν·
εἶπαν· μπράβο, τί ὡραῖα! Εἶδαν
οἱ ὀφθαλμοί μας τὴν καταστροφήν
του, ποὺ ἐποθούσαμεν τόσον πολύ.
|
22
Εἶδες, Κύριε, μὴ παρασιωπήσῃς,
Κύριε, μὴ ἀποστῇς ἀπ' ἐμοῦ·
|
22
Βλέπεις, Κύριε, τὴν μοχθηρίαν των.
Μὴ τὴν ἀντιπαρέλθῃς σιωπῶν.
Καί, Κύριε μὴ ἀπομακρυνθῇς ἀπὸ
ἐμέ, μὴ μὲ ἐγκαταλείψῃς
εἰς τὸν κίνδυνον.
|
22
Εἶδες, Κύριε, τὴν μοχθηρίαν των καὶ τὴν
κακουργίαν των. Μὴ παρασιωπήσῃς, Κύριε, καὶ
μὴ ἀντιπαρέλθῃς σιωπηλὸς καὶ
ἀδιάφορος ἀπ’ ἐμοῦ. Κύριε, μὴ
φύγῃς μακρὰν ἀπὸ ἐμέ.
|
23
ἐξεγέρθητι, Κύριε, καὶ πρόσχες
τῇ κρίσει μου, ὁ Θεός μου καὶ
ὁ Κύριός μου, εἰς τὴν δίκην
μου. |
23
Σήκω ἐπάνω, Κύριε, δῶσε προσοχὴν
εἰς τὴν δικαίαν μου ὑπόθεσιν.
Σύ, ὁ Θεός μου καὶ ὁ Κύριός
μου, ἔλα συνήγορος καὶ ὑπερασπιστής
μου εἰς τὴν ἀντιδικίν μου αὐτήν.
|
23
Σήκω ἐπάνω. Κύριε, καὶ εὐδόκησον
νὰ δείξῃς προσοχὴν καὶ ἐνδιαφέρον
εἰς τὴν δικαίαν ὑπόθεσίν μου Σὺ εἶσαι
ὁ Θεὸς καὶ ὁ Κύριός μου·
λαβὲ ἐνδιαφέρον νὰ μὲ
δικάσῃς καὶ νὰ μὲ ὑπερασπισθῇς.
|
24
Κρῖνόν με, Κύριε, κατὰ τὴν δικαιοσύνην
σου, Κύριε ὁ Θεός μου, καὶ μὴ
ἐπιχαρείησάν μοι. |
24
Κρῖνε καὶ δίκασέ με, δίκασε
Κύριε, σύμφωνα μὲ τὴν δικαιοσύνην
σου. Κύριε καὶ Θεέ μου, μὴ ἐπιτρέψῃς
νὰ καταδικασθῶ ἀδίκως καὶ χαροῦν
ἔτσι μοχθηρὰν χαρὰν εἰς βάρος
μου οἱ ἐχθροί μου.
|
24
Ἐξέτασέ με, σύ, Κύριε, καὶ δίκασέ με σύμφωνα
μὲ τὴν δικαιοσύνην σου. Κύριε, πρὸς σὲ
καταφεύγω, τὸν ὁποῖον λατρεύω ὡς μόνον
Θεόν μου. Καὶ κράζω πρὸς σὲ ταπεινῶς:
Ἂς μὴ χαροῦν εἰς βάρος μου οἱ
ἐχθροί μου. |
25
Μὴ εἴποισαν ἐν καρδίαις αὐτῶν.
Εὖγε εὖγε τῇ ψυχῇ ἡμῶν·
μηδὲ εἴποιεν· κατεπίομεν αὐτόν.
|
25
Ἂς μὴ εἴπουν· Εὖγε μας, εὖγε
εἰς τὴν ψυχήν μας· τὸν ἐξωλοθρεύσαμεν.
Ἂς μὴ εἴπουν ὅτι τὸν ἐφάγαμεν
καὶ τὸν ἐξηφανίσαμεν πλέον ὁριστικῶς.
|
25
Εἴθε νὰ μὴ εἴπουν μέσα εἰς τὰς
καρδίας των, αἱ ὁποῖαι ποθοῦν τὴν
ἐξόντωσίν μου· εὖγε, τί ὡραῖα!
Ἂς χαρῇ ἡ ψυχή μας, διότι ἐπετεύχθη
ὁ πόθος της. Μήτε νὰ εἴπουν· κατεπίομεν
αὐτόν, ποὺ μᾶς ἦτο τόσον μισητός.
|
26
Αἰσχυνθείησαν καὶ ἐντραπείησαν
ἅμα οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς
μου, ἐνδυσάσθωσον αἰσχύνην καὶ
ἐντροπὴν οἱ μεγαλορρημονοῦντες ἐπ'
ἐμέ. |
26
Ἂς καταισχυνθοῦν καὶ ἂς κατεντροπιασθοῦν
ὅλοι μαζῆ, ὅσοι δοκιμάζουν μοχθηρὰν
χαρὰν διὰ τὰς δυστυχίας μου. Ἂς
περιβληθοῦν, ὡσὰν μόνιμον ἔνδυμά
των, αἰσχύνην καὶ ἐντροπήν οἱ
ἀλαζόνες, οἱ ὁποῖοι κομπορρημονοῦν
ἐναντίον μου.
|
26
Ἂς καταισχυνθοῦν καὶ ἂς ἐντραποῦν
ὅλοι τους μαζί, ὅσοι χαίρουν διὰ τὰς
συμφοράς μου καὶ τὴν δυστυχίαν μου. Ἂς σκεπασθοῦν
καὶ ἂς περιβληθοῦν ὡς ἔνδυμα
καταισχύνην καὶ ἐντροπὴν αὐτοὶ
ποὺ ὑβριστικῶς καὶ ἀλαζονικῶς
λέγουν πολλὰ καὶ περιφρονητικὰ κατ’ ἐμοῦ.
|
27
Ἀγαλλιάσθωσαν καὶ εὐφρανθήτωσον
οἱ θέλοντες τὴν δικαιοσύνην μου καὶ
εἰπάτωσαν διαπαντός· μεγαλυνθήτω
ὁ Κύριος, οἱ θέλοντες τὴν εἰρήνην
του δούλου αὐτοῦ. |
27
Ἂς γεμίσουν δὲ ἀγαλλίασιν καὶ
ἂς εὐφρανθοῦν αὐτοί, οἱ
ὁποῖοι θέλουν καὶ ἐπιθυμοῦν
νὰ μοῦ ἀποδοθῇ ἡ δικαιοσύνη
καὶ ἡ εἰρήνη. Καὶ ἂς λέγουν
πάντοτε ὅλοι, ὅσοι θέλουν τὴν
εἰρήνην καὶ εὐτυχίαν του δούλου
σου· Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος.
|
27
Ἂς πληρωθοῦν ἀγαλλιάσεως καὶ ἂς
εὐφρανθοῦν οἱ θέλοντες νὰ μοῦ
ἀποδοθῇ τὸ δίκαιον, καὶ ἐκεῖνοι
ποὺ θέλουν τὴν ἠρεμίαν καὶ εἰρήνην
τοῦ δούλου τοῦ Κυρίου, ἂς κράξουν διὰ
παντός· δεδοξασμένος ἂς εἶναι ὁ
Κύριος καὶ ἂς ἀνυμνῆται τὸ μεγαλεῖον
τοῦ ὀνόματός του. |
28
Καὶ ἡ γλῶσσά μου μελετήσει τὴν
δικαιοσύνην σου, ὅλην τὴν ἡμέραν
τὸν ἔπαινόν σου. |
28
Τότε ὁ νοῦς μου θὰ μελετᾷ καὶ
ἡ γλῶσσα μου θὰ διηγῆται τὴν
πρὸς ἐμὲ δικαιοσύνην σου. Ὅλην
δὲ τὴν ἡμέραν θὰ σοῦ ἀναπέμπῃ
δοξολογίαν καὶ εὐχαριστίαν.
|
28
Καὶ ἡ γλῶσσα μου θὰ μελετᾷ καὶ
δὲν θὰ παύῃ νὰ ἐκδιηγῆται
τὴν δικαιοσύνην, ποὺ ἐπέδειξας εἰς
τὴν ὑπὲρ ἐμοῦ κρίσιν σου, συνεχῶς
καὶ ὅλην τὴν ἡμέραν θὰ ἀναπέμπῃ
καὶ δὲν θὰ διακόπτῃ τὸν αἶνον
καὶ τὴν δοξολογίαν, ἡ ὁποία σοῦ
ἀνήκει. |