Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
κούσατε
ταῦτα, πάντα τὰ ἔθνη, ἐνωτίσασθε
πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν οἰκουμένην,
|
λα
τὰ ἔθνη αὐτὰ
τὰ ὁποῖα θὰ σᾶς πῶ.
Ἀνοίξατε τὰ αὐτιά σας καὶ
ἀκροασθῆτε μὲ προσοχὴν ὅλοι
οἱ κάτοικοι τῆς γῆς,
|
κούσατε
τὰ ὅσα θὰ εἴπω, πάντες ἀνεξαρτήτως
ἐθνικότητος καὶ καταγωγῆς· ἀκούσατέ
τα ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ ἔθνη· βάλετε
τὰ εἰς τὰ αὐτιά σας ὅλοι
ὅσοι κατοικεῖτε εἰς τὴν οἰκουμένην.
|
3
οἵ τε γηγενεῖς καὶ οἱ υἱοὶ
τῶν ἀνθρώπων, ἐπὶ τὸ αὐτὸ
πλούσιος καὶ πένης. |
3
οἱ ἐντόπιοι κάθε περιοχῆς καὶ
οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ὅλοι μαζῆ
πλούσιοι καὶ πτωχοί.
|
3
Τόσον οἱ ἐντόπιοι, ὅσον καὶ οἱ
εἰς κάθε μέρος τῆς γῆς ἄνθρωποι, ὅλοι
μαζὶ προσέλθετε ἐδῶ, πλούσιοι καὶ
πένητες. |
4
Τὸ στόμα μου λαλήσει σοφίαν καὶ
ἡ μελέτη τῆς καρδίας μου σύνεσιν·
|
4
Τὸ στόμα μου θὰ λαλήσῃ σοφίαν,
βαθειὰ καὶ ἐμπεριστατωμένη μελέτη
τῆς καρδίας καὶ τοῦ νοῦ μου
θὰ ἐκφρασθῇ μὲ λόγους γεμάτους
σύνεσιν. |
4
Τὸ στόμα μου θὰ λαλήσῃ σοφίαν καὶ
ἡ βαθεῖα καὶ μελετημένη σκέψις τῆς
καρδίας μου θὰ ἐξωτερικευθῇ εἰς λόγους
γεμάτους φρόνησιν καὶ σύνεσιν. |
5
κλινῶ εἰς παραβολὴν τὸ οὖς μου,
ἀνοίξω ἐν ψαλτηρίῳ τὸ
πρόβλημά μου. |
5
Ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ κλίνω τὸ
αὐτί μου εἰς τὰς ἀληθείας,
τὰς ὁποίας τὸ Πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ ὑπὸ μορφὴν παραβολῆς μοῦ
ἐμπνέει. Μὲ τὴν μουσικὴν ἁρμονίαν
τοῦ ψαλτηρίου θὰ ἐκθέσω τὸ
σκοτεινὸν καὶ δύσκολον πρόβλημα, ποὺ
θὰ διαπραγματευθῶ. |
5
Θὰ κλίνω τὸ οὖς μου εἰς ἀληθείας,
τὰς ὁποίας τὸ Πνεῦμα ὑπὸ
μορφὴν παραβολῆς μοῦ ἐμπνέει,
καὶ θὰ ἐξηγήσω τῇ συνοδείᾳ
ψαλτηρίου καὶ τῆς μουσικῆς ἁρμονίας
αὐτοῦ τὸ σκοτεινὸν καὶ δύσκολον
πρόβλημα καὶ θέμα, ποὺ θὰ διαπραγματευθῶ.
|
6
Ἱνατί φοβοῦμαι ἐν ἡμέρᾳ
πονηρά; Ἡ ἀνομία τῆς πτέρνης
μου κυκλώσει με. |
6
Διατὶ νὰ φοβοῦμαι κατὰ τὰς ἡμέρας
τῶν δοκιμασιῶν καὶ τῶν κινδύνων;
Μόνον ἡ ἰδική μου ἁμαρτία
καὶ ὁ κακὸς τρόπος τῆς ζωῆς
μου ἠμπορεῖ νὰ μὲ βλάψῃ,
ἀλλὰ δὲν μοῦ καταμαρτυρεῖ κάτι
τέτοιο ἡ συνείδησίς μου.
|
6
Πρὸς τί νὰ φοβοῦμαι κατὰ τὰς
ἡμέρας τῶν δοκιμασιῶν καὶ τῆς
πενίας μου; Φοβοῦμαι μήπως αὐτοὶ ποὺ
συστηματικῶς ἀσκοῦν τὴν ἀνομίαν,
ὑπούλως παραμονεύοντες διὰ νὰ πλήξουν
τὴν ἐκτεθειμένην καὶ ἀπροφύλακτον
πτέρναν μου, μὲ κυκλώσουν ἐπὶ τέλους καὶ
ἐπιτύχουν τὴν ἐξόντωσίν μου.
|
7
Οἱ πεποιθότες ἐπὶ τῇ δυνάμει
αὐτῶν καὶ ἐπὶ τῷ πλήθει
τοῦ πλούτου αὐτῶν καυχώμενοι,
|
7
Ἄλλοι εἶναι, ποὺ ζητοῦν τὴν
ἐξοντωσίν μου· ἐκεῖνοι ποὺ
ἔχουν πεποίθησιν εἰς τὴν δύναμίν
των, αὐτοὶ ποὺ καυχῶνται διὰ
τὸν πολὺν αὐτῶν πλοῦτον.
|
7
Ποῖοι δὲ εἶναι αὐτοί; Εἶναι
ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι στηρίζουν
τὴν πεποίθησιν των εἰς τὴν κοινωνικὴν
αὐτῶν δύναμιν καὶ ἐπιρροὴν καὶ
οἱ ὁποῖοι καυχῶνται διὰ τὸ
πολὺ πλῆθος τοῦ πλούτου τω |
8
ἀδελφὸς οὐ λυτροῦται, λυτρώσεται
ἄνθρωπος; Οὐ δώσει τῷ Θεῷ ἐξίλασμα
ἑαυτοῦ |
8
Θὰ ἀντικρύσουν ὅμως καὶ αὐτοὶ
τὸν θάνατον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον
οὔτε ὁ στοργικώτερος ἀδελφὸς
δὲν ἠμπορεῖ νὰ τοὺς σώσῃ.
Πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ
τοὺς γλυτώσῃ ὁ ὁποιοσδήποτε
ξένος ἄνθρωπος; Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ
νὰ προσφέρῃ πρὸς τὸν Θεὸν
ἐξιλεωτικὴν προσφοράν, διὰ νὰ
διαφύγῃ τὸν θάνατον·
|
8
Θὰ ἀντικρύσουν καὶ αὐτοὶ τὸν
θάνατον. Καὶ ἀπὸ αὐτὸν οὐδὲ
ὁ προσφιλέστατος ἀδελφὸς ἠμπορεῖ
νὰ ἐλευθερώσῃ καὶ ἐξαγοράσῃ
αὐτούς. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν
νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ὁ οἱοσδήποτε
ξένος καὶ ἄγνωστος ἄνθρωπος; Δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ δώσῃ ὁ ἄνθρωπος προσφορὰν
εἰς τὸν Θεόν, μὲ τὴν ὁποίαν
νὰ καταπραΰνη αὐτὸν καὶ νὰ τὸν
καταστήσῃ εὐμενῆ ὑπὲρ τοῦ
ἑαυτοῦ του πρὸς παράτασιν τῆς ζωῆς
του. |
9
καὶ τὴν τιμὴν τῆς λυτρώσεως
τῆς ψυχῆς αὐτοῦ. Καὶ ἐκοπίασεν
εἰς τὸν αἰῶνα |
9
νὰ προσφέρῃ τίμημα, διὰ νὰ
ἐξαγοράσῃ τὴν ζωήν του ἀπὸ
τὸν θάνατον, ἔστω καὶ ἂν ἐκοπίασεν
εἰς ὅλην του τὴν ζωήν, ὥστε
νὰ θησαυρίσῃ πολλὰ χρήματα,
|
9
Εἶναι ἀδύνατον ὁ ἄνθρωπος νὰ
προσφέρῃ τίμημα, μὲ τὸ ὁποῖον
νὰ ἐξαγοράσῃ τὴν ζωήν
του, ἔστω καὶ ἂν ἐκοπίασε εἰς
τὸν αἰῶνα, ὥστε νὰ θησαυρίσῃ
χρήματα πολλά, τὰ ὁποῖα νὰ προσφέρῃ
|
10
καὶ ζήσεται εἰς τέλος· οὐκ
ὄψεται καταφθοράν, |
10
διὰ νὰ ζήσῃ παντοτεινὰ εὐτυχὴς
μέχρι τέλους. Ὁ ἀσεβὴς δὲν
θὰ θελήσῃ νὰ ἵδῃ καὶ
νὰ ἐννοήσῃ τὴν φθορὰν
τοῦ ἀνθρώπου διὰ τοῦ θανάτου,
|
10
διὰ νὰ ζήσῃ παντοτεινὰ καὶ μέχρι
τέλους. Δὲν θὰ ἴδῃ λοιπὸν τὴν
φθορὰν καὶ διάλυσιν τοῦ μνήματος ἡ
ὁποία περιμένει ὅλους, |
11
ὅταν ἴδῃ σοφοὺς ἀποθνήσκοντας.
Ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἄφρων καὶ
ἄνους ἀπολοῦνται καὶ καταλείψουσιν
ἀλλοτρίοις τὸν πλοῦτον αὐτῶν,
|
11
ἔστω καὶ ἂν βλέπῃ καὶ
αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς σοφοὺς
νὰ ἀποθνήσκουν. Κατὰ τὸν ἴδιον
τρόπον, ὁ ἄφρων ἀσεβὴς καὶ
ὁ ἀνόητος ἁμαρτωλὸς θὰ
ἀποθάνουν καὶ θὰ ἀφήσουν
τὰ πλούτη των εἰς τὰ χέρια ξένων.
|
11
ὅταν θὰ ἴδῃ καὶ αὐτοὺς
ἀκόμη τοὺς σοφοὺς νὰ ἀποθνήσκουν,
χωρὶς ἡ σοφία καὶ ἐπιστήμη των νὰ
βοηθῇ αὐτοὺς εἰς τίποτε ἔναντι
τοῦ θανάτου!! Ἐξ ἴσου καὶ ὁ
ἀνόητος καὶ μωρὸς θὰ ἐξαφανισθοῦν
ἀπὸ τὴν γῆν καὶ θὰ ἀφήσουν
εἰς ξένους τὸν πλοῦτον, τὸν ὁποῖον
τόσον ἐκοπίασαν διὰ νὰ ἀποκτήσουν.
|
12
καὶ οἱ τάφοι αὐτῶν οἰκίαι
αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα, σκηνώματα
αὐτῶν εἰς γενεὰν καὶ γενεάν.
Ἐπεκαλέσαντο τὰ ὀνόματα αὐτῶν
ἐπὶ τῶν γαιῶν αὐτῶν.
|
12
Οἱ τάφοι των θὰ εἶναι αἱ παντοτειναὶ
κατοικίαι των. Αὐτὴ θὰ εἶναι
ἡ κατασκήνωσίς των, εἰς τὴν
ὁποίαν θὰ μένουν εἰς ὅλας
τὰς γενεάς. Κατέγραψαν ἀνοήτως
ἐπ' ὀνόματί των τὰ κτήματα
καὶ τὰ οἰκόπεδά των νομίζοντες
ὅτι ἔτσι θὰ τὰ κατέχουν αἰωνίως.
|
12
Καὶ ἐφ’ ὅσον διαρκεῖ ὁ παρών
αἰών, οἱ τάφοι των θὰ εἶναι αἱ
παντοτειναὶ κατοικίαι των· αὐτοὶ θὰ
εἶναι οἱ σκηναί των, εἰς τὰς
ὁποίας θὰ διαμένουν καθ’ ὅλας τὰς
γενεᾶς. Ἐπέγραψαν λοιπὸν ἀνοήτως τὰ
ὀνόματά των ἐπὶ τῶν κτημάτων
καὶ οἰκοπέδων των, νομίζοντες ὅτι θὰ
κατεῖχον αὐτὰ αἰωνίως.
|
13
Καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ
συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι
τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη
αὐτοῖς. |
13
Ταλαίπωρος ἄνθρωπος! Ἐνῷ ἔχει
τιμὴν καὶ ἀξίαν, ὡς λογικὸν
δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, δὲν κατενόησε
τοῦτο. Ἀλλὰ ἦλθε καὶ ἐτάχθη
εἰς τὴν θέσιν τῶν ἀνοήτων
κτηνῶν, ἔγινεν ὅμοιος μὲ αὐτὰ
κατὰ τὴν ἀνοησίαν καὶ τὴν
ζωήν. |
13
Ταλαίπωρος ὁ ἄνθρωπος! Ἐνῷ ἔχει
τιμὴν καὶ ἀξίαν, ὡς δημιουργηθεὶς
κατ’ εἰκόνα Θεόν, δὲν ἀντελήφθη καὶ
δὲν κατενόησε τοῦτο· κατέρριψε καὶ ἐξίσωσε
τὸν ἑαυτόν του πρὸς τὰ κτήνη
τὰ ἀνόητα, τὰ μὴ ἔχοντα νοῦν
καὶ λογικόν, ὅπως αὐτός, καὶ ὡμοιώθη
πρὸς αὐτά, ὡς κτῆνος ζῶν καὶ
αὐτὸς καὶ ὡς κτῆνος ἀποθνήσκων.
|
14
Αὕτη ἡ ὁδὸς αὐτῶν σκάνδαλον
αὐτοῖς, καὶ μετὰ ταῦτα ἐν
τῷ στόματι αὐτῶν εὐδοκήσουσι.
(διάψαλμα). |
14
Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος τῆς
ζωῆς τῶν ἁμαρτωλῶν, ποὺ τοὺς
ἐξομοιώνει μὲ τὰ κτήνη καὶ
γίνεται εἰς αὐτοὺς πρόσκομμα
διὰ τὴν ἀρετὴν καὶ αἰτία
τῆς καταστροφῆς των. Καὶ παρ' ὅλα
αὐτά, ἀφοῦ αὐτοὶ ἀποθάνουν,
παρουσιάζονται ἄλλοι ἀσεβεῖς, οἱ
ὁποῖοι τοὺς ἐπαινοῦν μὲ
τὰ λόγια των, ἐγκρίνουν τὴν
διαγωγὴν καὶ τὴν ζωήν των καὶ
θέλουν νὰ τοὺς μιμηθοῦν.
|
14
Αὐτὴ εἶναι ἡ συμπεριφορά των
καὶ ὁ ἐν γένει τρόπος τῆς ζωῆς
των, ποὺ τοὺς ἐξομοιώνει πρὸς
τὰ κτήνη, καὶ γίνεται εἰς αὐτοὺς
σκάνδαλον καὶ ἐμπόδιον πρὸς ἀρετὴν
καὶ αἰτία καταστροφῆς των. Καὶ
μ’ ὅλα ταῦτα διὰ τοῦ στόματός
των ἐκδηλώνουν εὐαρέσκειαν καὶ
ἱκανοποίησιν διὰ τὴν κατάστασίν
των. |
15
Ὡς πρόβατα ἐν ᾅδῃ ἔθετο,
θάνατος ποιμανεῖ αὐτούς· καὶ
κατακυριεύσουσιν αὐτῶν οἱ εὐθεῖς
τὸ πρωΐ, καὶ ἡ βοήθεια αὐτῶν
παλαιωθήσεται ἐν τῷ ᾅδῃ, ἐκ
τῆς δόξης αὐτῶν ἐξώσθησαν.
|
15
Σὰν πρόβατα πρὸς σφαγὴν τοὺς
ἔρριψεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν ᾅδην.
Ὁ θάνατος ὡς ἄλλος κακὸς ποιμὴν
θὰ τοὺς ὁδηγῇ ἐκεῖ. Ἐξ
ἄλλου πολὺ σύντομα οἱ πρὸς τὸ
παρὸν ἀφανεῖς καὶ πτωχοὶ δίκαιοι
θὰ ἀναδειχθοῦν ὑπέρτεροί
των καὶ κύριοί των καὶ ἡ βοήθεια,
τὴν ὁποίαν ἐκεῖνοι ἀντλοῦσαν
ἀπὸ τὰ πλούτη των, θὰ ἀποδειχθῇ
ἐντελῶς ἄχρηστος μέσα εἰς τὸν
ᾅδην. Ἀπὸ τὴν ἐπίγειον
δόξαν καὶ μεγαλοπρέπειάν των ἐξεδιώχθησαν
καὶ ἀπεγυμνώθησαν.
|
15
Σὰν πρόβατα παχυνόμενα διὰ νὰ σφαγοῦν
ἔθεσαν οἱ ἴδιοι ἑαυτοὺς ἐντὸς
τοῦ Ἅδου· ὁ θάνατος θὰ ποιμάνῃ
αὐτοὺς εἰς αἰωνίους βασάνους καθοδηγῶν
τούτους· καὶ πολὺ γρήγορα οἱ πρὸς
τὸ παρὸν ἀφανεῖς καὶ πτωχοὶ
δίκαιοι θὰ ἀναδειχθοῦν κύριοι καὶ
ὑπέρτεροί των, καὶ ἡ βοήθεια τὴν
ὁποίαν ἐκεῖνοι ἤντλουν ἀπὸ
τὰ πλούτη των καὶ τὴν ἄλλην
ἐπιρροήν των ἐν τῇ ἐπιγείῳ
ζωῇ, θὰ παλαιωθῇ καὶ ὡς ράκος
θὰ ἀχρηστευθῇ ἐν τῷ Ἅδῃ.
Ἐκ τῆς ἐν τῷ βίῳ τούτῳ
δόξῃς τῶν ἀπεδιώχθησαν καὶ ἀπεγυμνώθησαν.
|
16
Πλὴν ὁ Θεὸς λυτρώσεται τὴν ψυχήν
μου ἐκ χειρὸς ᾅδου, ὅταν λαμβάνῃ
με. (διάψαλμα). |
16
Ἀλλὰ ὡς πρὸς ἐμέ, ὁ
Θεὸς θὰ ἐλευθερώσῃ τὴν
ψυχήν μου ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν
τοῦ ᾅδου, ὅταν θὰ μὲ παραλάβῃ
ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωήν.
|
16
Πλὴν ὅσον ἀφορᾷ εἰς ἐμέ,
ὁ Θεὸς θὰ ἐλευθερώσῃ τὴν
ψυχήν μου ἀπὸ τὸ κράτος καὶ τὴν
δύναμιν τοῦ Ἅδου, ὅταν θὰ μὲ
παραλάβῃ ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωήν.
|
17
Μὴ φοβοῦ, ὅταν πλουτήσῃ ἄνθρωπος
καὶ ὅταν πληθυνθῇ ἡ δόξα τοῦ
οἴκου αὐτοῦ. |
17
Μὴ καταπλήσσεσαι, λοιπόν, καὶ μὴ
ταράσσεσαι ψυχικῶς, ὅταν ὁ ἀσεβὴς
ἄνθρωπος πλουτίζῃ, ὅταν μεγαλώνῃ
ἡ δόξα τοῦ οἴκου του.
|
17
Μὴ πτοῆσαι καὶ μὴ ξιππάζεσαι, ὅταν
εἷς ἄνθρωπος πλουτήσῃ ἢ ὅταν
αὐξηθῇ μεγάλως ἡ δόξα τοῦ οἴκου
του. |
18
Ὅτι οὐκ ἐν τῷ ἀποθνήσκειν
αὐτὸν λήψεται τὰ πάντα, οὐδὲ
συγκαταβήσεται αὐτῷ ἡ δόξα αὐτοῦ.
|
18
Διότι, ὅταν θὰ ἀποθάνῃ,
τίποτε δὲν θὰ πάρῃ μαζῆ
του ἀπὸ τὰ πλούτη του, οὔτε
ἡ δόξα του θὰ κατεβῇ μαζῆ μὲ
αὐτὸν εἰς τὸν ᾅδην.
|
18
Διότι, ὅταν θὰ ἀποθάνῃ, δὲν
θὰ παραλάβῃ μαζί του τίποτε ἀπὸ
ὅλα αὐτά, οὔτε ἡ δόξα του θὰ
συγκαταβῇ μετ’ αὐτοῦ εἰς τὸν
τάφον καὶ δὲν θὰ ἀκολουθήσῃ
αὐτὸν καὶ μετὰ θάνατον.
|
19
Ὅτι ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν τῇ
ζωῇ αὐτοῦ εὐλογηθήσεται·
ἐξομολογήσεταί σοι, ὅταν ἀγαθύνῃς
αὐτῷ. |
19
Ἐφ' ὅσον βέβαια ζῇ τὸν παρόντα
ἐπίγειον βίον, θὰ ἐπαινῆται
ἀπὸ τοὺς κόλακας, αὐτὸς
δὲ ὁ ἴδιος θὰ ἐπαινέσῃ
καὶ σέ, ὅταν θὰ ἐκτραπῇς
εἰς κολακείας καὶ ἐπαίνους πρὸς
αὐτόν. |
19
Καθ’ ὅσον ἡ ὕπαρξίς του μόνον ἐν
τῇ προσκαίρῳ ταύτῃ ζωῇ θὰ ἐπαινῆται
καὶ θὰ μακαρίζεται ἀπὸ τοὺς
ὁμοίους του καὶ κόλακάς του. Τότε δὲ καὶ
μόνον θὰ σὲ ἐπαινέσῃ καὶ αὐτός,
ὅταν καὶ σὺ λέγῃς περὶ αὐτοῦ
ἀγαθὰ καὶ ἐπαίνους καὶ ὄχι
ὅταν σὲ βλέπῃ νὰ ἀσκῇς
τὸ δίκαιον καὶ τὴν ἀρετήν.
|
20
Εἰσελεύσεται ἕως γενεᾶς πατέρων
αὐτοῦ, ἕως αἰῶνος οὐκ
ὄψεται φῶς. |
20
Θὰ ἀποθάνῃ ὅμως καὶ θὰ
μεταβῇ νὰ συναντήσῃ τοὺς προγόνους
του. Ποτὲ πλέον δὲν θὰ ἴδῃ
τὸ φῶς τοῦ ἡλίου.
|
20
Θὰ εἰσέλθῃ καὶ αὐτὸς εἰς
τὸν Ἅδην, προχωρῶν ἕως ἐκεῖ
ποὺ θὰ συναντήσῃ τὴν ἀποθανοῦσαν
γενεὰν τῶν προγόνων του, καὶ αἰωνίως
πλέον δὲν θὰ ἴδῃ τὸ ἡλιακὸν
φῶς. |
21
Καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ
συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι
τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη
αὐτοῖς. |
21
Ταλαίπωρος ἄνθρωπος! Ἐνῷ ἔχει
πάρει ἀπὸ τὸν Θεὸν τὴν
ἀνυπολόγιστον τιμὴν τῆς λογικῆς
του φύσεως, δὲν ἐσυνετίσθη, ἀλλὰ
ἔταξε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν
θέσιν τῶν ἀνοήτων κτηνῶν, ἔγινε
ὅμοιος μὲ αὐτὰ κατὰ τὸν
τρόπον τῆς ζωῆς καὶ τὰ ἔνστικτα.
|
21
Ὤ! τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον! Ἐνῷ
εἶχε τιμὴν καὶ ἀξίαν ὡς φέρων
ἐν ἑαυτῷ τὴν εἰκόνα τοῦ
Θεοῦ, δὲν κατενόησε τοῦτο. Ἐξισώθη
πρὸς τὰ ἀνόητα καὶ ἄλογα κτήνη
καὶ ὡμοιώθη πρὸς αὐτά. |