Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
λέησόν
με, ὁ Θεός, ὅτι κατεπάτησέ
με ἄνθρωπος, ὅλην τὴν ἡμέραν
πολεμῶν ἔθλιψέ με. |
λέησέ
με, ὦ Θεέ μου, διότι, ἄνθρωπος μὲ
ἐποδοπάτησε κάτω εἰς τὸ χῶμα,
σὰν νὰ εἶμαι σκουλήκι. Ὅλας
τὰς ἡμέρας μὲ κατέθλιψε μὲ
τὸν πόλεμον, ποὺ ἐξήγειρεν ἐναντίον
μου. |
λέησόν
με καὶ σπλαγχνίσου με, Θεέ μου, διότι ἄνθρωπος
θνητός, ὅπως εἶμαι καὶ ἐγώ, μὲ
κατεπάτησε, σὰν νὰ μὴ ἤμην ὅμοιός
του, ἀλλ’ ἀσθενές τι καὶ περιφρονημένον
σκωλήκιον. Καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν πολεμῶν
κατ’ ἐμοῦ μὲ συνέθλιψε καὶ μὲ
κατεπίεσ |
3
Κατεπάτησάν με οἱ ἐχθροί μου
ὅλην τὴν ἡμέραν, ὅτι πολλοὶ
οἱ πολεμοῦντές με ἀπὸ ὕψους.
|
3
Μὲ καταπατοῦν οἱ ἐχθροί μου
ὅλας τὰς ἡμέρας, διότι οἱ
πολεμοῦντες με εἶναι ἰσχυροί, καὶ
μὲ πολεμοῦν ἀπὸ ὑψηλόν,
ἀσφαλὲς καὶ ἀπρόσβλητον μέρος.
|
3
Μὲ κατεπάτησαν οἱ ἐχθροί μου καθ’ ὅλην
τὴν ἡμέραν, διότι εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ
ποὺ ὠχυρωμένοι ὑψηλὰ μὲ
ἔχουν ὑποκάτω καὶ μὲ πολεμοῦν
μετὰ δυνάμεως καὶ ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς.
|
4
Ἡμέρας οὐ φοβηθήσομαι, ἐγὼ
δὲ ἐλπιῶ ἐπὶ σέ. |
4
Ἐγὼ ὅμως ὅλας αὐτὰς τὰς
ἡμέρας τοῦ πολέμου των δὲν τοὺς
φοβοῦμαι, διότι εἰς σὲ ἔχω στηρίξει
τὰς ἐλπίδας μου. |
4
Ἀλλ’ ὅσον καὶ ἂν παραταθῇ καθ’
ὅλην τὴν ἡμέραν ὁ πόλεμός των,
δὲν θὰ φοβηθῶ, ἀλλ’ ἐγὼ
θὰ ἔχω τὰς ἐλπίδας μου εἰς σέ.
|
5
Ἐν τῷ Θεῷ ἐπαινέσω τοὺς
λόγους μου, ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα,
οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι σάρξ.
|
5
Μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ μου
οἱ λόγοι αὐτοὶ θὰ ἀποδειχθοῦν
πραγματικῶς ἔπαινός μου. Εἰς τὸν
Θεόν μου ἐστήριξα τὰς ἐλπίδας
μου. Δὲν θὰ φοβηθῶ, τί θὰ σκεφθῇ
καὶ θὰ πράξῃ ἐναντίον
μου φθαρτὴ ἀνθρωπίνη σάρξ.
|
5
Καὶ διὰ τῆς βοηθείας τοῦ Θεοῦ
μου οἱ λόγοι αὐτοὶ τῆς ἐλπίδος
μου πρὸς αὐτὸν δὲν θὰ ἀποβοῦν
κενὴ καύχησις, ἀλλὰ πραγματικὸς ἔπαινός
μου. Εἰς τὸν Θεὸν ἐστήριξα τὰς
ἐλπίδας μου, δὲν θὰ φοβηθῶ τί
κατ’ ἐμοῦ θὰ κάμῃ ἡ φθαρτὴ
καὶ ἐφήμερος σὰρξ οἰουδήποτε
ἐχθροῦ μου. |
6
Ὅλην τὴν ἡμέραν τοὺς λόγους
μου ἐβδελύσσοντο, κατ' ἐμοῦ πάντες
οἱ διαλογισμοὶ αὐτῶν εἰς κακόν.
|
6
Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκεῖνοι
ἀηδίαζαν καὶ ἀπεστρέφοντο τοὺς
λόγους μου. Αἱ δὲ σκέψεις καὶ
αἱ ἀποφάσεις των ἐστρέφοντο
ἐναντίον μου, διὰ νὰ μοῦ κάμουν
κακόν.
|
6
Καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν ἀηδίαζαν
καὶ ἀπεστρέφοντο τοὺς λόγους μου καὶ
δὲν ἤθελαν κατ' οὐδένα τρόπον νὰ μὲ
ἀκούσουν· ὅλαι των αἱ σκέψεις
καὶ οἱ συλλογισμοί των στρέφονται κατ’ ἐμοῦ,
πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ μὲ
κακοποιήσουν. |
7
Παροικήσουσι καὶ κατακρύψουσιν· αὐτοὶ
τὴν πτέρναν μου φυλάξουσι, καθάπερ
ὑπέμεινα τῇ ψυχῇ μου.
|
7
Συναθροίζονται εἰς συνωμοσίαν, παραμονεύουν,
προσπαθοῦν νὰ κρύψουν τὰ πονηρά
των σχέδια. Αὐτοὶ παρακολουθοῦν τὰ
ἴχνη μου, ὅπως οἱ κυνηγοὶ τὰ
ἴχνη τῶν θηραμάτων, διὰ νὰ μὲ
ἐξοντώσουν, μὲ τὴν ἰδίαν
ἐπιμονήν, μὲ ὅσην ἐγὼ
ἐπιμένω καὶ ἐπιζητῶ τὴν
σωτηρίαν μου ἀπὸ σέ. |
7
Συναθροιζόμενοι παραμονεύουν καὶ κρύπτουν τὰ διαβούλιά
των καὶ τὰς κινήσεις των· αὐτοὶ
θὰ παρακολουθοῦν τὰ ἴχνη μου καὶ
τὰ βήματά μου καὶ τὴν ἐν γένει πορείαν
τοῦ βίου μου, ὅπως οἱ κυνηγοὶ τὰ
ἴχνη τῶν θηραμάτων των· καὶ ζητοῦν
τὴν ζωήν μου μετὰ τῆς αὐτῆς
ἐπιμονῆς, μεθ’ ὅσης ἐγὼ ἐγκαρτερήσεως
ἐπιζητῶ νὰ τὴν σώσω.
|
8
Ὑπὲρ τοῦ μηθενὸς σώσεις αὐτούς,
ἐν ὀργῇ λαοὺς κατάξεις, ὁ
Θεός. |
8
Μηδενικὰ καὶ ἀρνητικὰ στοιχεῖα
εἶναι εἰς τὴν ζωήν των. Σύ,
λοιπόν, θὰ τοὺς σώσῃς; Ὄχι
βέβαια. Ἀλλὰ καὶ λαοὺς ἀκόμη
ὁλοκλήρους θὰ ὁδηγήσῃς
εἰς τὸν ᾅδην, ὦ Θεέ μου, ἐν
τῇ δικαίᾳ σου ὀργή.
|
8
Δὲν ἔκαμαν ποτὲ ἀγαθόν τι. Διὰ
τὸ τίποτε θὰ τοὺς σώσῃς! Πῶς
εἶναι δυνατὸν νὰ φανῇς σωτὴρ
εἰς ἀνθρώπους ἀχρήστους καὶ κακοποιούς;
Ἐν τῇ δικαίᾳ σου ὀργῇ,
ὦ Θεέ, θὰ καταρρίψῃς καὶ θὰ
κατακρημνίσῃς εἰς τὸν Ἅδην ὄχι
μόνον αὐτοὺς τοὺς ὀλίγους, ἀλλὰ
καὶ λαοὺς ὁλοκλήρους ἐμμένοντας εἰς
τὸ κακόν. |
9
Τὴν ζωήν μου ἐξήγγειλά σοι,
ἔθου τὰ δάκρυά μου ἐνώπιόν
σου ὡς καὶ ἐν τῇ ἐπαγγελίᾳ
σου. |
9
Σοῦ ἐξέθεσα, Κύριε, ὁλόκληρον
τὴν πολυβασανισμένην μου ζωήν. Σὺ
δὲ ἔλαβες ὑπ' ὄψιν σου τὰ δάκρυά
μου, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ὑπόσχεσίν
σου. |
9
Σοῦ ἐξέθηκα μίαν πρὸς μίαν τὰς δυστυχίας
τοῦ βίου μου, καὶ τὰ δάκρυα, τὰ ὁποῖα
ἔχυσα, δὲν τὰ περιεφρόνησες, ἀλλὰ
τὰ ἐπρόσεξες καὶ τὰ ἔθεσες ἐνώπιόν
σου, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ὑπόσχεσίν
σου ὅτι θὰ εἰσακούῃς τοὺς εἰς
σὲ μετὰ δακρύων προσφεύγοντας.
|
10
Ἐπιστρέψουσιν οἱ ἐχθροί μου
εἰς τὰ ὀπίσω, ἐν ᾖ ἂν
ἡμέρᾳ ἐπικαλέσωμαί σε·
ἰδοὺ ἔγνων ὅτι Θεός μου εἶ
σύ. |
10
Οἱ ἐχθροί μου πανικόβλητοι θὰ
τραποῦν εἰς φυγὴν εἰς ἡμέραν,
κατὰ τὴν ὁποίαν ἐγὼ θὰ
ἐπικαλεσθῶ τὴν βοήθειάν σου.
Ἰδού, ἐγνώρισα καὶ ἐπείσθην
μέχρι σήμερον, ὅτι σὺ εἶσαι
ὁ Θεός μου.
|
10
Θὰ στραφοῦν ὀπίσω καὶ θὰ τραποῦν
εἰς ἐπαίσχυντον φυγὴν οἱ ἐχθροί
μου, καθ' οἰανδήποτε ἡμέραν σὲ ἐπικαλεσθῶ.
Ἰδοὺ ἐκ τῆς προστασίας, τὴν
ὁποίαν μοῦ παρέσχες εἰς τὸ παρελθόν,
ἀλλ’ ἀσφαλῶς θὰ μοῦ παράσχῃς
καὶ εἰς τὸ μέλλον, ἔμαθον καὶ
ἐκ πείρας, ἀλλὰ καὶ θὰ πληροφορηθῶ
ἀκόμη περισσότερον, ὅτι Θεός μου εἶσαι
σύ. |
11
Ἐπὶ τῷ Θεῷ αἰνέσω ρῆμα,
ἐπὶ τῷ Κυρίῳ αἰνέσω
λόγον. |
11
Εἰς δόξαν τοῦ Θεοῦ μου θὰ μελοποιήσω
τὸν ὕμνον μου. Θὰ ψάλλω πρὸς
τὸν Κύριον ἐκτενῆ δοξολογίαν.
|
11
Στηρίζων τὴν ἐλπίδα καὶ πεποίθησιν εἰς
τὸν Θεὸν θὰ ψάλω σύντομον ρῆμα καὶ
ποίημα δοξολογίας πρὸς αὐτόν. Στηρίζων τὴν
ἐμπιστοσύνην μου ἐπὶ τῆς προστασίας
τοῦ Κυρίου, θὰ ψάλω πρὸς δοξολογίαν αὐτοῦ
καὶ ψαλμὸν ἐκτενέστερον.
|
12
Ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ
φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος.
|
12
Εἰς τὸν Θεόν μου ἤλπισα καὶ
δὲν ἔχω νὰ φοβηθῶ, τί σκέπτεται
νὰ μου κάμῃ ὁ οἰοσδήποτε
ἄνθρωπος.
|
12
Εἰς τὸν Θεὸν ἐστήριξα τὰς
ἐλπίδας μου· δὲν θὰ φοβηθῶ τι κατ’
ἐμοῦ θὰ κάμῃ οἰοσδήποτε
ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος πάντοτε εἶναι
ἀσθενὴς καὶ φθαρτός. |
13
Ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, εὐχαί,
ἃς ἀποδώσω αἰνέσεώς σου.
|
13
Ἔχω κάμει, Κύριε, τάματα, τὰ
ὁποῖα μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν
καὶ δοξάζων τὸ ἅγιον Ὄνομά
σου θὰ ἐκπληρώσω,
|
13
Δὲν ἐλησμόνησα, ἀλλὰ διατηρῶ
ζωηρὰς εἰς τὸ ἐσωτερικόν μου, ὦ
Θεέ μου, τὰς εὐχὰς καὶ τὰ ταξίματα,
ποὺ σοῦ ἔκαμα καὶ τὰς ὁποίας
ὡς χρέος ἱερὸν θὰ σοῦ ἀποδώσω,
προσφέρων εἰς σὲ θυσίας αἰνέσεως καὶ
δοξολογίας. |
14
Ὅτι ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ
θανάτου καὶ τοὺς πόδας μου ἐξ
ὀλισθήματος· εὐαρεστήσω ἐνώπιον
Κυρίου ἐν φωτὶ ζώντων. |
14
διότι σὺ ἐγλύτωσες τὴν ζωήν
μου ἀπὸ βέβαιον θάνατον, διεφύλαξες
τοὺς πόδας μου ἀπὸ θανατηφόρον
ὀλίσθημα. Θὰ πράττω πάντοτε
τὸ εὐάρεστον ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου, ἐφ' ὅσον εὑρίσκομαι
ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου
ἐν μέσῳ τῶν ζώντων ἀνθρώπων
εἰς τὴν γῆν. |
14
Διότι ἐγλύτωσες τὴν ζωήν μου ἀπὸ
βέβαιον θάνατον, τὸν ὁποῖον εἶχον
ἐτοιμάσει οἱ ἐχθροί μου, καὶ προεφύλαξας
τοὺς πόδας μου ἀπὸ τοῦ νὰ ὀλισθήσουν.
Θὰ πράττω πάντοτε τὸ ἀρεστὸν ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου, ἐφ' ὅσον ἀπολαμβάνω τὸ
φῶς, ποὺ φέγγει καὶ φωτίζει ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι ζῶσιν ἐν τῇ
γῇ. |