Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐχὶ
τῷ Θεῷ ὑποταγήσεται
ἡ ψυχή μου; Παρ' αὐτῷ γὰρ τὸ
σωτήριόν μου· |
ἰς
τὸν Θεὸν δὲν θὰ ὑποταχθῇ
ἡ ψυχή μου; Βεβαίως. Διότι εἰς
τὰ χέρια αὐτοῦ ὑπάρχει
ἡ σωτηρία μου.
|
ὲν
θὰ ὑποταχθῇ εἰς τὸν Θεὸν
ἡ ψυχή μου; Ναί, εἰς αὐτὸν θὰ
ὑποταχθῇ· διότι ἡ σωτηρία, τὴν
ὁποίαν περιμένω, ἐξ αὐτοῦ καὶ
μόνον θὰ προέλθῃ. |
3
καὶ γὰρ αὐτὸς Θεός μου καὶ
σωτήρ μου, ἀντιλήπτωρ μου, οὐ μὴ
σαλευθῶ ἐπὶ πλεῖον.
|
3
Ἀκριβῶς ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ
Θεός μου, εἶναι ὁ σωτήρ μου καὶ
ὁ ὑπερασπιστής μου, δὲν θὰ κλονισθῶ
πλέον εἰς τοὺς πειρασμούς, οἱ
ὁποῖοι ἐνδεχομένως θὰ μὲ
προσβάλουν. |
3
Διότι ἀληθῶς, αὐτὸς εἶναι ὁ
Θεός, τὸν ὁποῖον λατρεύω, αὐτὸς
εἶναι καὶ ὁ σωτήρ μου καὶ ὁ
βοηθός μου. Καὶ μὲ τὴν βοήθειαν καὶ
προστασίαν αὐτοῦ δὲν θὰ κλονισθῶ
πλέον οὐδὲ θὰ ἀποθαρρυνθῶ ἀπὸ
τοὺς κλυδωνισμοὺς τοῦ βίου, ἀλλὰ
θὰ παραμείνω ἀκλόνητος, ὁσονδήποτε
μέγας καὶ ἂν εἶναι ὁ σάλος.
|
4
Ἕως πότε ἐπιτίθεσθε ἐπ' ἄνθρωπον;
Φονεύετε πάντες ὡς τοίχῳ κεκλιμένῳ
καὶ φραγμῷ ὠσμένῳ.
|
4
Ἕως πότε σεῖς θὰ ἐπιτίθεσθε
μὲ φονικὴν μανίαν ἐναντίον ἀθώου
ἀνθρώπου; Ἕως πότε σεῖς θὰ
ἐπιζητῆτε νὰ μὲ φονεύσετε ἐπιπίπτοντες
ἐναντίον μου, ὡσὰν πρὸς ἐτοιμόρροπον
τοῖχον καὶ πρὸς φράκτην ὁ ὁποῖος
ἔχει σπρωχθῆ καὶ εἶναι ἕτοιμος
νὰ σωριασθῇ εἰς τὸ ἔδαφος;
|
4
Ἕως πότε σεῖς θὰ ἐπιτίθεσθε κατ’ ἀνθρώπου
μεμονωμένου καὶ ἀθώου; Ἕως πότε θὰ
ζητῆτε νὰ μὲ φονεύσετε ὅλοι σεῖς
ἐπιπίπτοντες κατ' ἐμοῦ ὡς ἐπὶ
τοίχου ἐτοιμορρόπου καὶ φραγμοῦ ποὺ
ἐσπρώχθη καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ
καταπέσῃ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους;
|
5
Πλὴν τὴν τιμήν μου ἐβουλεύσαντο
ἀπώσασθαι, ἔδραμον ἐν δίψει,
τῷ στόματι αὐτῶν εὐλόγουν
καὶ τῇ καρδίᾳ αὐτῶν κατηρῶντο.
(διάψαλμα). |
5
Παρ' ὅλην τὴν τραγικήν μου κατάστασιν,
οἱ ἐχθροί μου ἐσκέφθησαν νὰ
ποδοπατήσουν εἰς τὸ χῶμα τὴν
βασιλικήν μου τιμήν. Καὶ πρὸς τοῦτο,
διψασμένοι διὰ τὸ αἷμα μου, ἔτρεξαν
ἐναντίον μου. Μὲ τὸ στόμα των
ἔλεγαν λόγους ἐπαινετικοὺς καὶ
κολακευτικούς. Μὲ τὴν καρδιάν των
ὅμως μὲ κατηρῶντο. |
5
Παρ’ ὅλα ταῦτα, ἂν καὶ ἐγὼ
ἤμην ἤδη συντετριμμένος ὑπὸ τοῦ
πόνου, ἐσκέφθησαν νὰ ποδοπατήσουν τὴν βασιλικὴν
τιμήν μου· καὶ πρὸς τοῦτο ἔτρεξαν
διψασμένοι, διὰ νὰ πιοῦν τὸ αἷμα
μου· μὲ τὸ στόμα των ἔλεγον λόγους
εὐλογιῶν καὶ ἐπαίνων καὶ μὲ
τὴν καρδίαν των κατηρῶντο. |
6
Πλὴν τῷ Θεῷ ὑποτάγηθι, ἡ
ψυχή μου, ὅτι παρ' αὐτῷ ἡ ὑπομονή
μου. |
6
Πλὴν σύ, ὦ ψυχή μου, εἰς τὸν
Θεὸν πρέπει νὰ ὑποταχθῇς, διότι
ἀπὸ αὐτὸν μὲ ὑπομονὴν
καὶ πίστιν θὰ περιμένω λύτρωσιν
ἀπὸ τὰς θλίψεις μου. |
6
Παρ’ ὅλα ὅμως ποὺ πράττουν αὐτοί,
σύ, ὡ ψυχή μου, ὑποτάχθητι εἰς τὸν
Θεόν, διότι παρ’ αὐτοῦ θὰ μοὶ ἔλθῃ
ἡ βοήθεια, τὴν ὁποίαν μεθ’ ὑπομονῆς
καὶ ἐγκαρτερήσεως ἐλπίζω.
|
7
Ὅτι αὐτὸς Θεός μου καὶ σωτήρ
μου, ἀντιλήπτωρ μου, οὐ μὴ μεταναστεύσω.
|
7
Διότι αὐτὸς εἶναι ὁ Θεὸς
καὶ σωτήρ μου, τὸ στήριγμά μου·
καὶ παρὰ τὴν μανίαν τῶν ἐχθρῶν
μου δὲν θὰ μεταναστεύσω ἐξόριστος
εἰς ξένας περιοχάς.
|
7
Διότι αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός μου καὶ
ὁ Σωτήρ μου καὶ ὁ βοηθὸς καὶ
προστάτης μου, ἔχων δὲ τὴν βοήθειαν καὶ
προστασίαν του, κατ’ οὐδένα λόγον δὲν θὰ
μετακινηθῶ καὶ δὲν θὰ σαλευθῶ.
|
8
Ἐπὶ τῷ Θεῷ τὸ σωτήριόν
μου καὶ ἡ δόξα μου· ὁ Θεὸς
τῆς βοηθείας μου, καὶ ἡ ἐλπίς
μου ἐπὶ τῷ Θεῷ.
|
8
Εἰς τὸν Θεὸν ἔχω στηρίξει μὲ
πίστιν τὴν σωτηρίαν μου καὶ τὴν
δόξαν μου. Ὁ Θεὸς αὐτὸς εἶναι
ὁ βοηθός μου καὶ ὅλαι αἱ ἐλπίδες
μου εἰς αὐτὸν στηρίζονται.
|
8
Ἐπὶ τοῦ Θεοῦ, ὡς θεμελίου ἀδιασείστου,
στηρίζεται ἡ σωτηρία μου καὶ ἡ δόξα μου·
ὁ Θεὸς παρέχει εἰς ἐμὲ βεβαίαν
καὶ ἀκαταγώνιστον βοήθειαν. Καὶ ἡ
ἐλπίς μου ὁλόκληρος ἐπὶ τοῦ
Θεοῦ βασίζεται. |
9
Ἐλπίσατε ἐπ' αὐτὸν πᾶσα
συναγωγὴ λαοῦ· ἐκχέετε
ἐνώπιον αὐτοῦ τὰς καρδίας
ὑμῶν· ὅτι ὁ Θεὸς βοηθὸς
ἡμῶν. (διάψαλμα). |
9
Εἰς τὸν Θεὸν στηρίξατε τὰς ἐλπίδας
σας ὅλα τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ. Ἀφήσατε
νὰ ἐκχυθῇ πρὸς αὐτὸν τὸ
περιεχόμενον τῆς καρδίας σας, εἴτε
θλῖψις εἶναι καὶ πόνοι, εἴτε
χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις. Διότι ὁ
Θεὸς εἶναι βοηθός μας.
|
9
Εἰς τὸν Θεὸν ἐλπίσατε, κάθε σύναξις
καὶ πλῆθος λαοῦ· ἐκχύνετε
ἐνώπιόν του τὰς καρδίας σας μὲ πᾶσαν
ἐμπιστοσύνην ἀποκαλύπτοντας εἰς αὐτὸν
τοὺς μυστικούς σας πόνους καὶ τὰς
συνεχούσας ὑμᾶς ἀνάγκας. Διότι ὁ Θεὸς
εἶναι βοηθός μας καὶ προστάτης μας, ἀσφαλὲς
καταφύγιον καὶ παρηγορία μας. |
10
Πλὴν μάταιοι οἱ υἱοὶ τῶν
ἀνθρώπων, ψευδεῖς οἱ υἱοὶ
τῶν ἀνθρώπων ἐν ζυγοῖς τοῦ
ἀδικῆσαι αὐτοὶ ἐκ ματαιότητος
ἐπὶ τὸ αὐτό.
|
10
Ἐξ ἀντιθέτου οἱ ἄνθρωποι εἶναι
ματαιολόγοι καὶ κοῦφοι, ψεύδονται
μεταξύ των, ἀπατοῦν καὶ ἀπατῶνται,
καὶ ἀδικοῦν ὁ ἐνας τὸν
ἄλλον. Ὅλοι αὐτοὶ κινοῦνται
ἀπὸ συμφώνου ἕνεκα τῆς ματαιοδοξίας
των. |
10
Ἀντιθέτως εἰς ἀνθρώπους δὲν δύνασαι
νὰ βασισθῇς. Πράγματι· εἶναι μάταιοι
οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ
παρέρχονται ὡς σκιά. Ἀλλ’ ἐπὶ πλέον
δὲν δύνασαι νὰ στηριχθῇς καὶ εἰς
τοὺς λόγους των. Διότι εἶναι ψευδεῖς οἰ
υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ ταλαντεύονται,
ὅπως κινοῦνται εὔκολα αἱ πλάστιγγες
ζυγοῦ, ἀσταθεῖς καὶ αὐτοὶ
καὶ εὔκολοι εἰς τὸ νὰ ἀθετήσουν
τοὺς λόγους των καὶ ἀδικήσουν. Αὐτοὶ
λόγῳ τῆς ματαιότητος, πρὸς τὴν ὁποίαν
εἶναι προσκεκολλημένοι, συμφωνοῦν νὰ ἐξαπατήσουν.
|
11
Μὴ ἐλπίζετε ἐπ' ἀδικίαν
καὶ ἐπὶ ἁρπάγματα μὴ ἐπιποθεῖτε·
πλοῦτος ἐὰν ρέῃ, μὴ προστίθεσθε
καρδίαν. |
11
Σεῖς, οἱ ἄνθρωποι, μὴ στηρίζετε
τὰς ἐλπίδας σας εἰς τὸν πλοῦτον
καὶ εἰς τὴν ἀδικίαν. Μὴ
φλογίζεσθε ἀπὸ τὸν πόθον διὰ
πλούτη, ποὺ προέρχονται ἀπὸ
ἁρπαγάς. Καὶ ἂν ἴδετε ὡσὰν
ποτάμι νὰ ρέῃ ὁ πλοῦτος
ἐμπρός σας, μὴ προσκολλᾶτε εἰς
αὐτὸν τὴν καρδίαν σας.
|
11
Ἀλλ' οὔτε καὶ εἰς τὸν πλοῦτον
νὰ βασίζεσθε. Μὴ στηρίζετε τὰς ἐλπίδας
σας εἰς τὴν ἀδικίαν καὶ μὴ ἐπιποθεῖτε
τὰς ἁρπαγάς, διὰ τῶν ὁποίων
συνήθως ἐπισωρεύονται τὰ μεγάλα πλούτη.
Καὶ ἂν ἴδετε ὡς ποταμὸς νὰ
ρέῃ ἐνώπιόν σας ὁ πλοῦτος, μὴ
προσκολλᾶτε εἰς αὐτὸν τὴν καρδίαν
σας καὶ μὴ φθονεῖτε τὴν ἐφήμερον
λάμψιν του. |
12
Ἅπαξ ἐλάλησεν ὁ Θεός, δύο
ταῦτα ἤκουσα, ὅτι τὸ κράτος
τοῦ Θεοῦ, |
12
Ἅπαξ διὰ παντὸς διεκήρυξεν ὁ
Θεός, ἐγὼ δὲ ἤκουσα τὰ
δύο αὐτὰ πράγματα. Πρῶτον ὅτι
ἡ κραταιὰ δύναμις ἀνήκει εἰς
σὲ τὸν Θεὸν
|
12
Ἅπαξ διὰ παντὸς ἐλάλησε καὶ
ἀπεκάλυψε διὰ τῶν προφητῶν του τὴν
ἀλήθειαν ὁ Θεός, καὶ ἐγὼ ἤκουσα
τὰς δύο ταύτας ἀληθείας· ὅτι ἡ
ἰσχὺς ἡ κραταιὰ καὶ ἀκατάβλητος
εἶναι τοῦ Θεοῦ τοῦ παντοδυνάμου.
|
13
καὶ σοῦ, Κύριε, τὸ ἔλεος, ὅτι
σὺ ἀποδώσεις ἑκάστῳ κατὰ
τὰ ἔργα αὐτοῦ. |
13
καὶ δεύτερον ὅτι ἡ εὐσπλαγχνία
εἶναι ἐπίσης ἰδική σου. Βάσει
λοιπὸν αὐτῶν, Κύριε, σὺ θὰ
ἀποδώσῃς εἰς ἕκαστον κατὰ
τὰ ἔργα του. Θὰ τιμωρήσῃς διὰ
τὰς ἀδικίας του τὸν ἔνοχον.
Θὰ ἀμείψῃς τὸν ἀγαθὸν
διὰ τὰ καλά του ἔργα. |
13
Καὶ ὅτι ἐκ σοῦ πηγάζει, Κύριε, τὸ
ἔλεος, ὅστις εἶσαι πολυεύσπλαγχνος. Διότι
σύ, Κύριε, ἐν ἐλέει βραβεύων τὴν ἀρετὴν
τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐν δυνάμει πατάσσων
τὴν κακίαν αὐτῶν, θὰ ἀποδώσης
εἰς ἕκαστον συμφώνους πρὸς τὰ ἔργα
του. |